30/12/09

το πνεύμα των Χριστουγέννων.



Έγινα μάρτυρας μιας συζήτησης προχτές μεταξύ θείας και ανηψιού, όταν εκείνη χωρίς περιστροφές ρώτησε τον ανηψιό της τι δώρο θέλει για την Πρωτοχρονιά. Την παράτησε σύξυλη ... άνοιξε το κινητό του ... εμφάνισε μία λίστα και με ύφος μπλαζέ της είπε... «Στάσου να δω τι σου χω χρεώσει... Λοιπόν, θα μου πάρεις καραόκε. ». Της εξήγησε αναλυτικά ποιο ακριβώς ήθελε, ποιας μάρκας και που θα το βρει. Της το έδειξε μάλιστα και στην οθόνη. Στην αρχή χαμογέλασα με όλα αυτά αλλά μετά βάλθηκα να σκέφτομαι πόσο χαμηλά ξέπεσε το έρμο το πνεύμα των Χριστουγέννων. Ως παιδί λάτρευα να του παραδίνομαι. Ήταν οι εποχές που τα λίγα μας έκαναν ... πλούσιους. Πλουσιότερους από τα πολλά της σήμερον, που μας φτωχαίνουν. Θυμάμαι ένα μετρίου αναστήματος, μαδημένο, κιτς δεντράκι απομίμηση αληθινού, που βγαινε κάθε χρόνο τέτοιες μέρες από το πατάρι της γιαγιάς. Στηνόταν αναγκαστικά στο παράθυρο, πρώτο τραπέζι πίστα, και φορτωνόταν με γυάλινες λάμπες, που όλο και λιγόστευαν από τα ατυχήματα και τις αδεξιότητες. Τριγύρω του απλωνόταν μία σειρά από φώτα που δεν έπαιζαν μουσικές και κάλαντα αλλά το ομόρφαιναν με το φως τους. Τότε, βλέπεις, τα φωτάκια ήταν... φωτάκια. Τα δέντρα ήταν δέντρα και δεκάρα δεν έδινα ως πιτσιρίκα για το πως κληρονομήσαμε το έθιμο. Ούτε τυραννιόμουν με διλήμματα του στυλ "δέντρο ή καράβι". Με τον δε Άγιο Βασίλη τα είχα ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Του έγραφα στην αρχή και με... έγραφε. Μέχρι που βαρέθηκα να του γράφω και τον έγραψα κι εγώ. Κάτι γιρλάντες από ψεύτικο γκι, ατάκτως ερρημένες ολούθε και το σκηνικό ήταν έτοιμο. Και για να μην βαυκαλιζόμαστε, δεν με πολυένοιαζε ο διάκοσμος. Αντίθετα, ο ενθουσιασμός μου είχε να κάνει με την ξεγνοιασιά των ημερών, το χιόνι, την αγάπη που με πλημμύριζε και το χουχούλιασμα στη ζεστασιά του σπιτιού. Η γειτονιά μου δεν φωτιζόταν με λαμπιόνια στα δέντρα της, ούτε σωλήνες από νέον "έγραφαν" το περίγραμμα των σπιτιών. Μόνο το χιόνι θυμάμαι εκεί τριγύρω στα Χριστούγεννα. Πολύ χιόνι και κρύο. Θυμάμαι έντονα τις ζεστές παλτουδιές και τα πλεκτά σκουφάκια που επιστρατεύαμε για να τρέχουμε και να παίζουμε στους δρόμους της. Μία πανευτυχής και ξέγνοιαστη πιτσιρικαρία, που δεν κρύωνε εύκολα, δεν κολλούσε μικρόβια κι ας έτρωγε ... χώμα με το κουτάλι και δεν μαζευόταν με τίποτα. Οι δρόμοι άλλωστε, τω καιρώ εκείνω, ήταν μία ασφαλής υπόθεση. Οι υπολογιστές, το ίντερνετ και οι ... ηλεκτρονικές λίστες δώρων ήταν ακόμη σενάρια επιστημονικής φαντασίας. Και καθώς πλησίαζαν οι γιορτές και οι μεγάλοι αγωνιούσαν να μας σκηνοθετήσουν την ατμόσφαιρα, άρχιζαν οι πλάγιες ερωτήσεις για το "τι επιθυμείς να σου φέρει ο Άι Βασίλης". Κι εμείς, επειδή είμασταν προ πολλού υποψιασμένοι με το ραχάτι του Αγίου ζητούσαμε το κάτιτίς μας, το συμβολικό. Ένα βιβλίο, μία κούκλα, μία μπάλα, ένα αυτοκινητάκι. Και εκείνα τα μπιχλιμπίδια δεν είχαν ποτέ σαφή εικόνα στο μυαλό μας. Ξέραμε μόνο ότι θα τα βρούμε αμπαλαρισμένα κάτω από το δέντρο. Κι έπειτα ήταν και το χαρτζιλίκι από τα κάλαντα. Που να μας κρατήσεις μέσα την παραμονή; Ξεχυνόμασταν αξημέρωτα στις γειτονιές. Να χτυπάμε πόρτες και κουδούνια, να ταλαιπωρούμε μονότονα τα τρίγωνα και να νοιαζόμαστε μόνο για τον ... οβολό. Γιατί πάντα υπήρχε σχέδιο. Ξέραμε ακριβώς πόσα έπρεπε να μαζέψουμε για να πάρουμε και εμείς τα δώρα για τους δικούς μας. Κι οι μυρωδιές μας ακολουθούσαν παντού. Οι νοικοκυρές ετοίμαζαν μελομακάρονα και κουραμπιέδες. Ή δίπλες και ξεροτήγανα. Κι οι στράτες μοσχοβόλαγαν. Η ζάχαρη από τους κουραμπιέδες, μας .. άχνιζε τα ρούχα και τα κεράσματα έδιναν και έπαιρναν. Χριστούγεννα ... Πρωτούγεννα , πρώτη γιορτή του χρόνου. Για βγείτε ,δείτε ,μάθετε που ο Χριστός γεννάται. Γεννιέται κι ανασταίνεται στο μέλι και στο γάλα , Τα μέλι τρων οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες Και το μελισσόχορτο το λούζοντ' οι κυράδες Κυρά ψηλή ,κυρά λιγνή, κυρά καμαροφρύδα Κυρά μου όταν στολίζεσαι και πας στην εκκλησιά σου Βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αγκάλη Και τον καθάριο αυγερινό τον βάζεις δακτυλίδι Στο σπίτι ετούτο πού 'ρθαμε του πλουσιονοικοκύρη ν' ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη και να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί και λάδι κι η σκάφη του ζυμώματος με φουσκωτό ζυμάρι Κι ήταν η μόνη χειμωνιάτικη μέρα του χρόνου που κανείς μας δεν ένοιωθε κρύο. Έκτοτε, σκέφτομαι συχνά τέτοιες μέρες, εκείνο το πετυχημένο σλόγκαν μίας παλιάς χριστουγεννιάτικης διαφήμισης, που έλεγε ότι ... μεγαλώσαμε κι οι επιθυμίες μας έγιναν... ανάγκες.

Πηγή: ΚΛΙΚ

3 σχόλια:

Ρίκη Ματαλλιωτάκη είπε...

Πόσα χρονια με γύρισες πίσω!
Τι ομορφο ταξιδι που εκανα με τις καραβένιες λέξεις σου.....


Να είσαι καλά

elis.pandora. είπε...

Ax αυτές οι παραμονές,τα κάλαντα,μεγάλωσα καί ακόμα μαζί με τα πιτσιρίκια σιγοτραγουδάω ...
Τί απλά τι ξέγννοιαστα τι όμορφα πού ήτανε όλα τότε!!!
Ελπίζω καί τώρα καί φέτος να ζωντανέψει το όνειρο καί με τήν μαγεία πού εκπέμπουν αυτές οι Αγιες ημέρες να ξαναγίνουμε έστω καί γιά λίγο παιδιά!
Καλή Χρονιά ΚΑΡΑΒΆΚΙ καί πάντα καλοτάξιδο να είσαι!!!

Aristodimos είπε...

Γι αυτο εγω λέω πως θέλω να υπάρχει οχι τοσο σαν Αγιος Βασίλης, μα σαν ελπίδα και προσδοκία...

Χαρούμενη νάναι η Χρονιά σου καλη μου φιλή με τους ανθρώπους που αγαπάς και σ αγαπούνε.

ΚΑΛΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

Αρης