14/7/13

Εξαιρετική Πρώτη Ύλη



















Στην παράσταση του Παπαϊωάννου. Κάποια στιγμή άρχισα να χασμουριέμαι. Πολλές φορές. Σαν νευρικό τικ. Ύστερα, με το βλέμμα πάντα καρφωμένο στη σκηνή, μ’ έπιασε κάτι σαν λιποθυμία. Ανακάθισα στην καρέκλα. Στήριξα την πλάτη στο σκληρό μέταλλο της καρέκλας. Τι είχα πάθει; Σαν απάντηση, μ’ έπιασε δύσπνοια. Ήταν η στιγμή που ο γυμνός Μιχάλης Θεοφάνους περνάει μέσα από το σώμα του ντυμένου Παπαϊωάννου και στη συνέχεια ο ντυμένος Παπαϊωάννου περνάει με τη σειρά του μέσα από το γυμνό σώμα του Θεοφάνους. Σκηνή ασφυκτική, καθώς το ένα σώμα συστρέφεται, περιστρέφεται, εισχωρεί από κάθε πιθανό άνοιγμα και τελικώς περνά από την άλλη πλευρά, ενώ το άλλο σώμα μένει όσο πιο ακίνητο και δύσκαμπτο γίνεται.

Η άκρως ασφυκτική σχέση που περιγράφει ο Δημήτρης Παπαϊωάννου στην «Πρώτη ύλη», έπαιζε με τη μνήμη μου και μου προκαλούσε ψυχοσωματικές αντιδράσεις. Τικ (χασμουρητό) από νευρικότητα, άρνηση (τάση για λιποθυμία για να μη βλέπω), ασφυξία (δύσπνοια). Μόλις το συνειδητοποίησα άρχισα να αναπνέω κανονικά και μπόρεσα να απολαύσω ανενόχλητη πλέον την υπόλοιπη παράσταση.

Δεν είναι μόνο η πρώιμη σχέση με το σώμα μας που περιγράφεται σ’ αυτό το έργο . Είναι και οι κοινωνικές συμβάσεις που μας υποχρεώνουν σε πολύ νεαρή ηλικία να διαλέξουμε ένα πρόσωπο-ρόλο ώστε να είμαστε ευπαρουσίαστοι και αποδεκτοί. Κοινωνικές συμβάσεις που μας υποχρεώνουν να έρθουμε σε ρήξη με την ίδια μας τη φύση, να τη βάλουμε σε Προκρούστειο τραπέζι και να κόψουμε ό,τι περισσεύει, να γυαλίσουμε και να λειάνουμε τις διαφορές. Χωλή και ανάπηρη φύση, ίδια ωστόσο, με ότι θεωρεί οικείο το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο.

Στο έργο, ο Θεοφάνους, με σώμα αρχαίου ελληνικού αγάλματος ενσαρκώνει όχι μόνο το φυσικό κάλλος αλλά και την αγαθή, την απονήρευτη φύση. Ο Παπαϊωάννου, ντυμένος στα μαύρα, είναι ο κοινωνικός εαυτός μας. Ο νους μας. Ο νους ενός συνηθισμένου ανθρώπου.

Δοκιμάζει τη δύναμή του πάνω στον άλλον. Μερικές φορές του βγαίνει και λίγη κακία. Λίγος σαδισμός. Μια κάποια βία. Υπολογισμένη.

Ο Θεοφάνους αντιδρά βίαια μονάχα όταν προκαλείται. Χωρίς θυμό. Όχι για εκδίκηση. Απλά αντιδρά. Όπως όταν μας πετάνε μια μπάλα κι εμείς αποκρούομε και τη στέλνουμε πίσω. Ο επιβεβλημένος αργός ρυθμός σε κάποια σημεία τονίζει το αργό, συχνά οδυνηρό ταξίδι της ενηλικίωσης. Φυσικά υπάρχει και εδώ όπως στα περισσότερα έργα του Π., το στοιχείο του νερού, ως υπόμνηση του αμνιακού υγρού στο οποίο κάποτε ζήσαμε άσπιλοι κι ευτυχισμένοι.

Ο νους και το σώμα παλεύουν επί σκηνής, αγαπιούνται τρυφερά, αστειεύονται, πετσοκόβονται, και στο τέλος μαθαίνουν να φροντίζουν ο ένας τον άλλον. Μαθαίνουν στη συγκλονιστική σκηνή του τέλους, πετσοκομμένοι και ανάπηροι να γίνονται ένα κι ό,τι λείπει του ενός (πόδια), να τα προσφέρει ο άλλος. Κι έτσι χωλοί αλλά ένα, να σέρνονται, ύστερα να σηκώνονται και, τέλος, να περπατούν!

Πηγή:protagon

12/7/13

Χρόνος απουσίας...






















ΚΙ όπως έμπαινε η θάλασσα απ' τα παράθυρα και την παραβιασμένη πόρτα, οι τοίχοι ξεφλούδιζαν σαν ταπετσαρία κι έφερναν ένα γύρο τα έπιπλα.
Εμοιαζαν παγιδευμένα στο σπίτι. Το πάτωμα γινόταν σιγά σιγά θηλυκό. Αποκτούσε καμπύλες, πτυχώσεις, ιριδισμούς. Το στόμα του, σαν ανοιχτό, ρουφούσε τη θάλασσα και πνιγόταν. Απ' έξω ο δρόμος. Τόσο μακριά και τόσο κοντά.
Σαν φίδι, που λίγο πριν νυχτώσει επίσημα, τα κλείνει όλα σε ένα αχόρταγο τώρα, που είναι εντελώς χθες. Και τα σφίγγει.

Η ζωή λέει τα πάντα στους πάντες σε παρατατικό χρόνο. Ο ενεστώτας είναι χρόνος απουσίας. Μια ανυπόφορη επέτειος. Πού πήγαν τα πράγματα; Θα τα ξαναδούμε;
Τo κουρτινόξυλο είναι πεταμένο σε μια γωνιά. Μια παρατημένη κιθάρα, έρημο σύμβολο. Της σιωπής. Ενα πλαστικό ποτήρι καφέ. Με κοιτάζει το γυμνό στήθος μιας γυναίκας. Ή είναι πίνακας; Τα βιβλία επιπλέουν.

Θα 'ρθει καιρός που, από έλλειψη χρόνου, οι σελίδες θα γυρίζουν μόνες τους. Θα καταδιώκουν την έλλειψη νοήματος με υπεράνθρωπη ελπίδα.
Θέλω να βγάλω τα γεγονότα του σπιτιού έξω. Φτάνουν στην άκρη και αφήνουν ήλιο να στάζει. Αλλος τρόπος από χυμένο ήλιο δεν έμεινε. Πέφτει πάνω στο νερό, δημιουργώντας δέσμες. Είναι σανίδες φυγής.
Μην ξαναπείς ποτέ ότι η αγάπη είναι ένας σκύλος απ' την κόλαση. Ολοι οι σκύλοι είναι στον παράδεισο. Η αγάπη είναι αλλού.

ΘΥΜΑΜΑΙ τις παλιές εποχές. Σαν να κοιτάζω από τραβηγμένη κουρτίνα. Εκείνο το αργοπορημένο κορίτσι στις κερκίδες του Λυκαβηττού. Κάποια μέρη σιωπή, κάποια μέρη λέξεις. Ποτέ δεν βρίσκεις το σωστό κοκτέιλ. Το παρελθόν είναι κάτι που βλέπεις, χωρίς να ακουμπάς. Κάτι που το βάφεις ξανά και ξανά, με σπρέι θερμοκρασίας. Θυμάμαι πως άγγιζα με τα δάχτυλα, σαν πινέλο. Υπήρχα για να διαπιστώσω τα πράγματα, για να τα δω να γεμίζουν συνήθεια. Μετά να χωλαίνουν. Οταν τα πράγματα παύουν να αποτελούν ερωτικά αντικείμενα, χάνουν τη σημασία ζωής που έχουν. Το υλικό τους βαραίνει.

ΕΞΩ η νύχτα φωτίζει τη νύχτα, προετοιμάζει αργά το επόμενο βήμα της. Τι είναι βήμα; Αμίλητο νερό. Από τα βράχια του ουρανού οι άγγελοι πέφτουν ακόμα. Σαν τρομαγμένες πεταλούδες, έρχονται από ψηλά. Είναι τόσο σύντομη η πτώση τους, που δεν προλαβαίνεις ούτε να την αντιληφθείς.

Πέρασε τόσος καιρός απ' το μέλλον. Σχεδόν τον έσκαψα μέσα μου. Τώρα διαρκώ. Θα μακρύνω κι άλλο τα χέρια μου, για να μπορώ να σ' αγγίζω.

ΔΕΝ γράφω πια. Σημειώνω τις σκιές των ανθρώπων που γυαλίζουν τη νύχτα, σαν ψεύτικα κτήρια. Το λούστρο τους καθώς ζουν σβήνει. Μένει μόνο μια ανοιχτή επιφάνεια, σαν κοιλιά ψαριού, που περιέχει νεκρά σχέδια. Τα αντιγράφω σε μια κόλλα, για να τα σώσω.

Οι άνθρωποι δεν είναι ούτε ευτυχισμένοι ούτε δυστυχισμένοι.

Είναι απλώς τραγικοί.

Σταύρος Σταυρόπουλος