29/9/08

Έτσι σ' αγαπώ...


Πως να αντέξεις τον πόθο που καίει μέσα σου; Πως να κάνεις την καρδιά να σταματήσει να χτυπά τρελά; Πως να δαμάσεις το μυαλό να πάψει να σκέφτεται; Πως να βάλεις την αγάπη σε κλουβί, ακόμη κι αν αυτό είναι περίτεχνα φτιαγμένο;

Όταν αγαπώ...αγαπώ με όλη τη δύναμη της ψυχής, του μυαλού και της καρδιάς μου. Αγαπώ δυνατά. Έτσι έμαθα. Δυνατά κι αληθινά. Και πέρα από αυτό που αγαπάω, δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Παρά μόνο το απόλυτο κενό.

Όταν αγαπώ...θέλω να φροντίζω, να περιποιούμαι, να κάνω τα πάντα για τον άνθρωπο μου. Οι λύπες του, οι αγωνίες του, οι προβληματισμοί του, να μπαίνουν μέσα μου και να με κάνουν να τις νιώθω. Να κυλούν στο αίμα μου και να το κάνουν να κοχλάζει. Οι χαρές του να με κάνουν να γελάω μαζί του.

Όταν αγαπώ...δεν σκέφτομαι τον εαυτό μου, ακούγεται παράξενο, αλλά όχι, δεν τον σκέφτομαι. Κάθε ώρα, κάθε στιγμή, κάθε λεπτό θέλω να κάνω πράγματα για αυτόν. Για να νιώθει καλύτερα, να νιώθει ζεστασιά. Να νιώθει ότι υπάρχω και νοιάζομαι για κείνον. Όχι γιατί πρέπει, αλλά γιατί το θέλω. Γιατί η ζωή με δίδαξε, ότι μόνο αν δίνεις χωρίς να ζητάς, τότε μόνο καταλαβαίνεις την αγάπη.
Όταν αγαπώ...στο προσκέφαλο μου θέλω να έχω την εικόνα του. Να κλείνω τα μάτια μου και να είναι εκεί, δίπλα μου. Να του χαμογελώ, να του χαιδεύω τα μαλλιά και του λέω...

καληνύχτα καρδούλα μου... σ' αγαπώ.

27/9/08

Μέρες βαμμένες με χρώματα φθινοπωρινά


Μέρες που τα συναισθήματα παίρνουν το κόκκινο του κρασιού. Εκείνο το βαθύ κόκκινο, που μέσα στο πάθος του αναδίδει μια παράξενη και μυστήρια ηρεμία. Που η καρδιά συνεχίζει να χτυπά άτακτα και τρελά και το μυαλό δεν θέλει και πολλά να σκέφτεται. Μέρες βαμμένες με σκούρο καφέ της γης, κιτρινοπορτοκαλί των φύλλων, σκούρο πράσινο... μοναδικές στιγμές που προσπαθώ να τις τοποθετήσω με προσοχή στα κουτάκια του μυαλού μου, γιατί θέλω να μείνουν εκεί για πάντα...

Άσπρα πουλιά



24/9/08

Σε λίγο θα ανάψουν τα φαναράκια...


Όταν ήμουν μικρό παιδί, με γοήτευαν τα φανάρια. Γενικά όλα, χάρτινα, μεταλλικά, φτιαγμένα από πηλό... Ότι από μέσα του έβγαζε εκείνο το αχνό φως, από τη μικρή φλογίτσα που σιγόκαιγε. Σε γέμιζαν με μια παράξενη αίσθηση φόβου, αλλά και γαλήνης. Γιατί ναι... μπορούν να συνυπάρξουν αυτά τα δυο συναισθήματα. Φόβο γιατί, το λιγοστό τους φως δεν επαρκούσε για να δεις τι υπάρχει γύρω σου. Γαλήνη γιατί, μέσα στο σκοτάδι, ένιωθες ασφάλεια. Κανένας και τίποτα δεν μπορούσε να σε βρει εκεί...

Τα χρόνια πέρασαν. Όμως τα φαναράκια συνεχίζουν να υπάρχουν στη ζωή μου. Άλλωτε για να διακοσμούν, άλλοτε για να συντροφεύουν, άλλοτε για να δηλώνουν την άφιξη κάποιου επισκέπτη που περιμένω με αγωνία. Κάποιου προσώπου αγαπημένου. Έχει αρχίσει να σουρουπώνει... στο μπαλκόνι και στην είσοδο της πόρτας στέκουν τα φαναράκια μου. Με τα κεράκια τους μέσα, έτοιμα να ανάψουν. Να ζωντανέψουν.

Σήμερα... σε λίγο...


Tι άραγε...;


Έκανα δυο εγγραφές αλλά... τις παράτησα. Που να συμμαζευτεί το μυαλό τώρα... Γιατί το ζήτημα είναι, τι θα φέρει η μέρα που ξημερώνει...; Μακάρι να είναι μια μέρα όμορφη η αυριανή... μακάρι!

22/9/08

Η μέρα εν...κινήσει...


κάντε click στην εικόνα...

Ο κύκλος της μέρας συνεχίζει την πορεία του. Σουρουπώνει. Αλλη μια μέρα πλησιάζει στο τέλος της. Ας περπατήσουμε στα μονοπάτια της για να δούμε πως μεταμορφώνεται...

Το Μήλο Και Το Κουάρκ



Το μήλο είναι μυρωδάτο, εύγευστο, κόκκινο, πρασινοκόκκινο ή πράσινο, χειροπιαστό αντικείμενο. Το κόβεις από τη μηλιά ή το ψωνίζεις από τη λαϊκή της γειτονιάς σου, το πιάνεις, το μυρίζεις, διακρίνεις το σχήμα του, το ζυγίζεις, το ξεφλουδίζεις, το δαγκώνεις, το γεύεσαι. Έχει στενές σχέσεις με τις αισθήσεις σου, εκπροσωπεί το βασίλειο του Συγκεκριμένου.

Το κουάρκ δεν είναι ούτε γλυκό ούτε ξινό, ούτε ζεστό ούτε κρύο, δεν έχει χρώμα ούτε μυρωδιά, είναι άσχημο, δεν έχει δηλαδή κανένα σχήμα, είναι αόρατο, δεν έχει καμία σχέση με τις αισθήσεις σου και το μόνο που κάνει ως ύπαρξη είναι να κινείται αδιάκοπα και να αλληλεπιδρά με τα άλλα κουάρκ. Είναι ένας εκπρόσωπος της χώρας της Αφαίρεσης.

«Το μήλο και το κουάρκ» είναι ένα βιβλίο για τη Διδακτική της Φυσικής. Προτείνει σχέδια μαθήματος για τα πιο σημαντικά γνωστικά αντικείμενα, εκθέτει διδακτικούς μετασχηματισμούς, φωτίζει τη μοναδικότητα του κάθε μαθητή στο να αφομοιώνει, να αλέθει και να εσωτερικεύει τα ποικίλα διδακτικά αντικείμενα και παράλληλα δίδει έμφαση στο ότι «η διδασκαλία της Φυσικής οφείλει να μοιάζει με τη Φυσική». Και η Φυσική ήταν, είναι και θα είναι ένα ανθρώπινο δημιούργημα που ισορροπεί ανάμεσα στη χώρα του Συγκεκριμένου στην οποία ευδοκιμούν τα μήλα και στην επικράτεια της Αφαίρεσης με τα νετρίνα, τα ηλεκτρόνια και τα αόρατα κουάρκ.

Ο Ανδρέας Ιωάννου Κασσέτας γεννήθηκε στο Κουκάκι της Αθήνας και συναντήθηκε με τη Φυσική σε μια σχολική αίθουσα του έκτου Γυμνασίου Αθηνών. Όταν έγινε η πρώτη γνωριμία, εκείνος ήταν περίπου δεκατεσσάρων, ενώ εκείνη, θυγατέρα της Φιλοσοφίας και του Ισαάκ, είχε ήδη κλείσει τα τριακόσια. Ο έρωτας δεν ξέσπασε κεραυνοβόλος αλλά πολλά χρόνια αργότερα εκείνος έγραψε στο προσωπικό του ημερολόγιο ότι «η Φυσική είναι σαν την τζαζ: όσο πιο πολύ τη γνωρίζεις τόσο σε μαγεύει περισσότερο». Ωστόσο, ενώ τα πήγε καλά με τη Φυσική, εξακολουθεί να είναι μετριότατος μαθητής της τζαζ παρά τις προσπάθειες που καταβάλλει ο γιος του ο Γιάννης. Δίδαξε και εξακολουθεί να διδάσκει Φυσική σε μαθητές Γενικού Λυκείου, ενώ, κατά την τελευταία δεκαετία, διετέλεσε επιμορφωτής δύο περίπου χιλιάδων εκπαιδευτικών.

Τα τελευταία χρόνια τον έχει απορροφήσει η Διδακτική της Φυσικής. Οι τριάντα περίπου εισηγήσεις σε σχετικά Συνέδρια και τα κείμενα της προσωπικής του ιστοσελίδας users.sch.gr/kassetas φαίνεται να το πιστοποιούν.

Πρωινές σκέψεις...


Νέα βδομάδα ξεκίνησε. Σήμερα ξύπνησα με ένα μεγάλο χαμόγελο, μάλλον έφταιγαν τα όνειρα που έβλεπα. Από τις σπάνιες φορές που κοιμήθηκα τόσο όμορφα. Με δυο κουβέρτες, στα ζεστά. Ο καιρός έξω το ίδιος γκρίζος, βροχερός, γεμάτος υγρασία. Στον κήπο φύλλα κιτρινισμένα, σκόρπια εδώ και εκεί. Με τον καφέ και τις σκέψεις μου παρέα κι αυτό το πρωινό.

Η βδομάδα αυτή είναι πολύ σημαντική για μένα. Την περίμενα με αγωνία και ανυπομονησία. Μετρούσα τις μέρες, τις ώρες, τα λεπτά... Και να που έφτασε! Κάποιες μικροδουλειές έμειναν αλλά δεν με τρομάζουν. Όλα είναι έτοιμα. Κι εγώ το ίδιο. Στη σκέψη ότι το σπίτι θα πάρει ζωή σε λίγο, η ψυχή μου γαληνεύει. Κάθομαι και ονειρεύομαι... αναμμένο το τζάκι, μυρωδιές από σπιτικό φαγητό, κρασί, έξω ο καιρός κρύος. Φροντίδα, αγάπη, και όμορφες σκέψεις μόνο για τις μέρες αυτές. Για τις μέρες που έρχονται.

Είχα καιρό να μείνω έτσι μόνη και ειλικρινά, δεν μου άρεσε καθόλου. Σκέφτηκα πολλές φορές τούτες τις μέρες ότι ένα σπίτι άδειο είναι άχαρο. Μοιάζει να μην είναι ζωντανό. Λες και κυλάει ο χρόνος χωρίς νόημα, χωρίς σκοπό. Και με εντυπωσιάζει αυτό, μιας και με τη μοναξιά πάντα είχα αγαθές σχέσεις. Ίσως να φταίει το ότι μεγαλώνω. 'Ισως το ότι είμαι πολύ καιρό μόνη. Θέλω να νιώθω πως υπάρχουν άνθρωποι γύρω μου. Άνθρωποι δικοί μου, άνθρωποι που αγαπώ. Αλλά αυτά είναι δευτερεύοντα τούτη την στιγμή. Σημασία έχει τώρα να κρατήσω το χαμόγελο και να σκέφτομαι τι θα φέρει ο χρόνος...

21/9/08

Νυχτερινές νότες



Ξανά στο δρόμο για τα όνειρα. Αλλη μια νύχτα έφτασε. Βροχερή και κρύα. Ας ελπίσουμε ότι αύριο θα είναι μια καλύτερη μέρα. Για όλους μας...

ΕΣΔ132... ένα ταξίδι έκπληξη


Όπως κάθε μέρα έτσι και σήμερα αφού σηκώθηκα και έφτιαξα τον καφέ μου, κάθησα στον υπολογιστή μου. Κυριακή... Το σπίτι είναι στην εντέλεια, καθαρό και γεμάτο λουλούδια. Όλα γύρω μου τακτοποιημένα, έτσι όπως μου αρέσει να είναι. Δεν ξέρω πότε το απέκτησα αυτό το χούι. Αλλά αν το πρωί ξυπνήσω και δεν είναι το σπίτι στην τρίχα, νιώθω να αποσυντονίζομαι. Νιώθω ένα κομφούζιο εσωτερικό. Έτσι φροντίζω κάθε βράδυ πριν πάω για ύπνο να είναι όλα στη θέση τους.

Έφτιαξα λοιπόν τον καφέ μου, σκέφτηκα πρόσωπα αγαπημένα και κρατώντας τα στο μυαλό ξεκίνησα το ταξίδι με το καραβάκι μου. Τις Κυριακές έχει ησυχία στη γειτονιά. Ο κόσμος είναι σπίτι, με τις οικογένειες του. Είναι και η ώρα του μεσημεριανού φαγητού και το απολαμβάνει. Έτσι μπορείς να γυρνάς στα σοκάκια με ηρεμία και χωρίς να βιάζεσαι.

Τον τελευταίο καιρό απέκτησα άλλη μια συνήθεια... να κοιτάζω τα στατιστικά μου. Εντελώς τυχαία μια μέρα διαπίστωσα ότι οι επισκέψεις δεν είναι μόνο από γείτονες, της ίδια πόλης, της ίδια χώρας, αλλά και από πιο μακρυνά μέρη. Γερμανοί, Ελβετοί, Σουηδοί, μέχρι και Κινέζοι έχουν επισκεφτεί το καραβάκι. Βέβαια πάντα αναρωτιέμαι τι καταλαβαίνουν, αλλά μετά σκέφτομαι ότι κι εγώ μπαίνω σε σελίδες «αλλοδαπές», απλά και μόνο γιατί με κέντρισε μια φωτογραφία.

Σήμερα λοιπόν εκείνο που κέντρισε την περιέργεια μου, αν και σπάνια συμβαίνει, ήταν αυτή η διεύθυνση http://nectar18.blogspot.com/ . Το 18 μάλλον το προσπέρασα αλλά η λέξη «νέκταρ» μου τράβηξε την προσοχή. Ήταν η μόνη όμορφη μέσα στα στατιστικά. Γιατί όπως έγραψε και ο αγαπητός Ορέστης προ ημερών το τι μπορεί να δεις στις αναζητήσεις δεν περιγράφεται. Α, παρεπιπτώντος, πριν λίγο κάποιος μπήκε στο καραβάκι αναζητώντας στοιχεία για τη λέξη «πέτουρα!». Πέρασε ο καιρός αν θέλει να τα κάνει. Όσο για συνταγή μαγειρέματος θα βρει ελπίζω σε κάποια άλλη σελίδα. Επιστρέφω λοιπόν στο «νέκταρ»...


Μιας και όπως είπα είναι όλα χαλαρά σημέρα, σκέφτηκα να πάω μια βόλτα να δω τι εστί «νέκταρ». Κι εκεί με περίμενε μια μεγάλη έκπληξη... Η πρώτη αίσθηση που έχεις μπαίνοντας στο blog, είναι ότι έχεις μπροστά σου ένα παγωτό... με γεύση βανίλια που στο σερβίρουν σε ένα υπέροχο φούξ μπωλ! Μετά το μάτι σου πάει κατευθείαν σε μια κούκλα, την Νεκταρία. Τελικά η φύση κάνει θαύματα το έχουμε πει πολλές φορές. Ένα κορίτσι 18 ετών από την Κύπρο.

Κι αφού περιεργάστηκα το σπιτικό της και εγκληματίστηκα στο χώρο, διάβασα το πρώτο post που υπήρχε πάνω πάνω. Κι εκεί με περίμενε η έκπληξη... Μάλλον μηχανικά, και χωρίς να το καταλάβω θα το διάβασα 3-4 φορές... Αυτός ο καφές δεν με ξύπνησε, χρειάζομαι και δεύτερο μάλλον.

Το post της Νεκταρίας έγραφε...

Αγαπημένο μου ιστολόγιο.....
By Νεκταρία Παπανεοκλέουςστις 3:03 μμ
Σήμερα 16 Σεπτεμβρίου, ώρα 1,47..
Ότι και να πω γι' αυτό το blog είναι πολύ λίγο. Διαβάζοντας άρθρα, κομμάτια,στιχάκια,τραγούδια ή ακόμη και λέξεις... βλέπεις αλήθειες και ιδανικά με τα μάτια άλλων ανθρώπων. Αισθάνεσαι τον πόνο, την θλίψη ακόμη και την οργή του συγγραφέα ουτε καν γνωρίζοντας πως μοιάζει η εμφάνιση του. Σε συνδυασμό με τις εικόνες και το γραφικό χαρακτήρα..(έστω και από τις γραμματοσειρές) που χρησιμοποιούν & με τα χρώματα στο φόντο δημιουργείτε μια μυστηριακή ατμόσφαιρα,που σε ταξιδεύει κοντά στο κάθε θέμα..

"Κανένας δεν είναι ίδιος με τον άλλον,

Καμμιά στιγμή δεν είναι ίδια με την άλλη."
Από το βιβλίο του Π. Βενέτη

Κομμάτι από αποσπάσματα κειμένων που βρίσκονται στο blog αυτό.
Αν επισκεφθείτε το blog αυτό θα περιμένω τα σχόλια σας.
(πηγή εικόνας:www.google.com, πηγή αποσπάσματος απο τo www.karavaki.pblogs.gr απο το βιβλίο του Π.Βενέτη.Το κείμενο γράφτηκε απο Νεκταρία Π.)


Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν κάθησα να σας γράψω όλα αυτά για να κάνω εντύπωση. Δεν μου αρέσουν αυτά. Το καραβάκι το έκανα για μένα. Και μόνο για μένα. Δεν με ενδιαφέρει αν θα είναι στα hot, στα top 100, αν θα μπουν ή δεν θα μπουν να το διαβάσουν. Είναι πάνω από όλα για να το βλέπω εγώ. Για να γράφω εγώ. Για να ταξιδεύω εγώ. Είναι ένας χώρος όπου μπορώ να επικοινωνώ με τους λίγους φίλους ανθρώπινα και ζεστά. Απλά ένιωσα παράξενα διαβάζοντας τα όσα η Νεκταρία έγραψε. Παράξενα όμορφα... Ίσως και το γεγονός ότι τελευταία υπήρξαν πολλές επιθέσεις από διάφορους ανώνυμους να συντέλλεσε στο να είμαι επιφυλακτική και σε άμυνα. Και ξαφνικά ένα κορίτσι 18 χρονών, μας φοράει τα γυαλιά με την ανωτερότητα του. Μας δείχνει ότι είναι όμορφο να μοιράζεσαι. Είναι ανθρώπινο να επικοινωνείς. Είναι προτιμότερο να λες «καλογιάννης» από «κακογιάννης».


Τον τελευταίο καιρό διαβάζω για καταγγελίες ανώνυμες, για σφραγίσματα άλλων blogs, πλήθος οι ανώνυμοι γράφουν την απόψη τους, που πάντα είναι για κακό. Γιατί σπάνια ανώνυμος γράφει κάτι όμορφο. Συνήθως δεν έχουν το θάρρος να βγούνε μπροστά και να πούνε αυτά που σκέφτονται. Έτσι πίσω από την ανωνυμία οχυρώνονται. Βλέπω επίσης ανθρώπους που μοιάζουν με σκυλιά έτοιμα να επιτεθούν, περιμένουν να γράψεις κάτι και δαγκώνουν. Βλέπω άλλους που η μέση τους από το πολύ σκύψιμο, κοντεύει να γίνει σαν πολύθρονα πτυσόμενη. Τέλος βλέπω ανθρώπους που χωρίς καμμιά ντροπή, τη μια στιγμή κατηγορούν και την άλλη είναι όλο χαιδεύουν... Θα έρθει η ώρα να το ανοίξουμε κι αυτό το κεφάλαιο κάποτε, αν στο μεταξύ δεν θα έχει φθαρεί εντελώς, και θα είναι για πέταμα. Βλέπω ανθρώπους που στην αγωνία τους να γεμίσουν τα κενά της ψυχής τους, ασχολούνται με πράγματα ανούσια και μικρά. Βλέπω... βλέπω... βλέπω... όπως άλλωστε κι εσείς όλοι.


Δεν κρίνω κανέναν, απλά προβληματίζομαι μέσα από όλα αυτά. Προσπαθώ να βρω γιατί συμβαίνουν. Γιατί είμαστε έτσι οι άνθρωποι. Ίσως να μην την βρω ποτέ την απάντηση. Δεν έχει όμως τόση σημασία. Σημασία έχει να υπάρχει φως στην καρδιά σου, να τη νιώθεις ζεστή και ζωντανή. Κι ίσως να μην χρειάζεται και καθόλου να ασχοληθείς με όλα αυτά τα «γιατί». 'Ισως να αξίζει περισσότερο να κάνεις το ταξίδι με λίγους επιβάτες και να είναι ήσυχο. Να μην ταράζεις τα νερά, να μην προκαλείς κύματα μεγάλα. Μια διαδρομή σε μια θάλασσα με μπουνάτσα, μέχρι να βρεθεί το απάνεμο λιμάνι να αράξει το καράβακι.



ΥΓ. Νεκταρία σε ευχαριστώ για όσα με έκανες να σκεφτώ...

Μις Σεπτέμβριος


Συγνώμη, φεγγαράκι, ήταν μια κακή μέρα η χτεσινή. Και η προχτεσινή. Οχι, δεν έχουμε τίποτα, μια χαρά είμαστε από υγεία, μην ανησυχείς. Γιατί χαθήκαμε; Πού να στα λέω. Ή, μάλλον, περίμενε καλύτερα να στα πω.

Μην κατεβάζεις τα μούτρα σου. Το ξέρεις ότι είσαι η αγαπημένη μου πανσέληνος, εσύ, γλυκιά Μις του Σεπτεμβρίου, απείρως καλύτερη από τη σταρ αδελφή σου (την υπερεκτεθειμένη σελήνη του Αυγούστου)... Το καλύτερό μου να σε πετυχαίνω στα μισά μιας διαδρομής σκοτεινής με βαρκάκι μεσοπέλαγο, αραχτή σε νησί που το εγκατέλειψαν οι παραθεριστές. Κάτω σου, στήνω ολονυχτίες με ποτά και τραγούδια, μέχρι να δύσεις, παρσέρνοντας μαζί σου το τελευταίο ίχνος καλοκαιριού.

Αλλά τα τελευταία εικοσιτετράωρα στην πόλη ήταν αφόρητα. Τρεχάματα, λογαριασμοί, φωνές, ντεσιμπέλ, σε ξέχασα. Και παρά το γεγονός ότι δύο φορές νίκησες τα σύννεφα και κατάφερες να λάμψεις ολοστρόγγυλη και προκλητική μετά την απογευματινή βροχή, πάλι δεν σε πρόσεξα. Δύο νύχτες κράτησες, αλλά ήμουν τρομερά εξαντλημένη για να σε απολαύσω, πόσω μάλλον για να σε τιμήσω με μια ταρατσάδα, μια ρομάντζα, ένα κρασί.

Μόνο προχτές τη νύχτα, κόλλησα το πρόσωπό μου έξω από το παράθυρο, ανάμεσα σε τηλεφωνικά ραντεβού, ποταμούς από e-mails, ορυμαγδούς από φήμες σκανδάλων, ιερών μεσιτειών και υπουργικών ασυμβιβάστων.

Ετσι όπως ήμουν με τις πυτζάμες, πριν από τον ύπνο, κατάφερα και σε κοίταξα. Ησουν πάντα ωραιότερη, πιο χρυσή, θερμή και μεγαλοπρεπής από κάθε άλλη σου αδελφή Πανσέληνο. Αυτό ήταν. Δεν είχα άλλο χρόνο. Ούτε κι εσύ άλλωστε για μένα, αφού πήγαινες προς τη δύση σου, παίρνοντας οριστικά μαζί σου το καλοκαίρι.

Σόρι, φεγγαράκι, που κατρακύλησες τόσο χαμηλά στη λίστα των προτεραιοτήτων μου (να ειδοποιήσω τον ηλεκτρολόγο, να πάρω τον παιδίατρο, να βράσω τα μπρόκολα, να δω την Πανσέληνο) Υπόσχομαι του χρόνου να επανορθώσω...

20/9/08

Μια κρύα μέρα βροχερή


Μια ιδιαίτερα κρύα μέρα η σημερινή. Έξω βρέχει και τίποτα δεν θυμίζει τις ηλιόλουστες μέρες του καλοκαιριού που πέρασε. Με ξύπνησε ο ήχος του κινητού μου. Εκείνο το «μπιπ μπιπ», που κάνει όταν έχει αναπάντητες κλήσεις ή μηνύματα. Το άνοιξα και πήρα μια ψυχρολουσία. Έτσι για καλημέρα... Δεν ξέρω τι έχει γίνει αλλά κάθε πρωί τον τελευταίο καιρό μαθαίνω και κάτι δυσάρεστο. Χτες με το καλημέρα σας, έμαθα ότι ένα αδέσποτο σκυλί στην γειτονιά μας στη θεσσαλονίκη δάγκωσε τη μητέρα μου και τρέχανε στο Λοιμωδών. Το αντιμετώπισα με χιούμορ για να μην τρελαθώ. Την ίδια μέρα κι άλλο ατύχημα... ακόμη πιο σοβαρό. Δυστυχώς, δεν μπόρεσα να το δω το ίδιο χαρούμενα. Κάθομαι σε αναμμένα καρφιά. Το ακόμη πιο τρελό της ιστορίας, ένα μήνυμα από τον φίλο μου τον Στέλιο από τη θεσσαλονίκη. Μου γράφει ... «να προσέχεις τα πεσίματα!».

Μια ιδιαίτερα κρύα μέρα η σημερινή. Νιώθω ένα βάρος και η σκέψη μου είναι μακρυά. Στους ανθρώπους που αγαπώ...

19/9/08

Ακολούθησε τα όνειρα σου...






Κλείνω απλά τα μάτια και ταξιδεύω. Έρχομαι κοντά σου και σου χαιδεύω τα μαλλιά. Σε κοιτάζω, σε αγγίζω...νιώθω την ανάσα σου και γεμίζω από μια απέραντη γαλήνη.Ακολουθώντας τα όνειρα μου η θάλασσα του μυαλού μου με φέρνει πάντα κοντά σου.

Γιατί αν ανοίξω τα μάτια μου λείπεις απελπιστικά...

Ο μονόδρομος ο Άνθιμος και ο κύκλος


Όταν βρίσκομαι ανάμμεσα στα φυτά, επανακτώ τη χαμένη μου γαλήνη και όλα τα άλλα μοιάζουν λιγότερο σημαντικά, σαν να απομακρύνομαι, και φαίνονται μικρότερα. Από παιδί είχα μια ιδιαίτερη σχέση με το χώμα, σχεδόν μεταφυσική. Έμενα εκστατικός μπροστά στο κατόρθωμα ενός μικρού σπόρου που έβρισκε το κουράγιο να ριζώσει και να ξεπετάξει το λεπτό του μίσχο προς το φως. Η έκπληξη μου είναι πάντα ίδια, έντονη, κάτι που φαινομενικά μοιάζει εντελώς άψυχο να βλασταίνει και να καρποφορεί.

«Μέσα σε τόση ταπεινότητα κρύβεται το θαύμα της ζωής», έλεγε ο Άνθιμος.

Ο Άνθιμος ήταν εκείνος που με μύησε στα μυστήρια του χώματος και πρώτος με ξενάγησε στον κόσμο των φυτών. Εκτός από το όνομα του, που θύμιζε άνθος, το σώμα του θύμιζε τριανταφυλλιά. Οι κλειδώσεις του στα μακρυά και λιπόσαρκα χέρια του έμοιαζαν με τους κόμπους του λεπτού της κορμού και στα μάγουλα ήταν πάντα κολλημένα δυο μικρά αχνορόδινα πέταλα. Τα μαλλιά του ακούρευτα και σκούρα, ούτε ίσια ούτε σγουρά, πάντως πάντα αχτένιστα και, καθώς ήταν μπερδεμένα, εύκολα τα παρομοίαζες με σκοτεινό αναρριχητικό.

«Άνθιμε μοιάζεις με φυτό, μπορεί και με λουλούδι», του έλεγα. Κι εκείνος με σήκωνε αγκαλιά, θα ήμουν έξι εφτά χρονών. «Εσύ είσαι το μπουμπούκι», με πείραζε. Ο Άνθιμος τότε πρέπει να ήταν είκοσι πέντε.

Θυμάμαι την πρώτη φορά που έκρυψε έναν σπόρο μες τη γη και μου ορκίστηκε πως θα φυτρώσει. Μου ορκίστηκε, γιατί δεν τον πίστευα. Μόλις είδα το πρώτο δειλό φυλλαράκι, ενθουσιάστηκα τόσο που εγκατέλειψα όλα μου τα παιχνίδια, αφού κανένα δεν ήταν τόσο συναρπαστικό. Κι όταν έκανε το λάθος να μου πει πως ότι βάλεις μες τη γη φυτρώνει, παράχωσα σε διάφορα μέρη του κήπου τα πιο αγαπημένα μου πράγματα με την ελπίδα πως θα πολλαπλασιαστούν. Έναν ξύλινο στρατιώτη, ένα μικρό κόκκινο αυτοκινητάκι, και μια τηγανιτή πατάτα, επειδή ήταν το αγαπημένο μου φαγητό κι η μητέρα μου ποτέ δεν με άφηνε να φάω όσες ήθελα.

Έπειτα πέθανε ο παππούς και με πήρανε και μένα στην κηδεία. Όταν είδα πως τον έθαψαν στο χώμα, ήμουνα σίγουρος πως θα φυτρώσει, αλλά δεν είχα ξεκαθαρίσει αν θα γινόταν ένα δέντρο με παππούδες ή ένα δέντρο απλώς, όπως τα άλλα που υπήρχαν εκεί γύρω. Πάντως για κάμποσο καιρό είχα ξεμπλέξει με το θάνατο, δε μου φαινόταν τρομερός. Ώσπου ο δάσκαλος μας έβαλε να γράψουμε μια έκθεση με θέμα «Ο παππούς» και τελείωσα τη δική μου κάπως έτσι... «Μια μέρα ο παππούς αποκοιμήθηκε και τον φυτέψαμε σε ένα μικρό δάσος και τώρα έχει βγάλει κι αυτός κλαδιά». Τότε μου εξήγησαν.

Ο Άνθιμος άρχισε σιγά σιγά να μου δείχνει την τέχνη του να και να μου λέει τα μυστικά της κι εγώ μάθαινα γρήγορα, μέχρι που μπορούσα να τον βοηθάω, κι όταν φύτεψα ολομόναχος το πρώτο μου φυτό, τον ρώτησα... «Δηλαδή τώρα είμαι κι εγώ κηπουρός;» «Μόνο κηπουρός; Εσύ τώρα είσαι ο αρχικηπουρός», μου είπε. Κι από τότε, όλο έτσι με φώναζε, «αρχικηπουρό».

Έλεγε πως τα φυτά καταλαβαίνουν και αισθάνονται. Μπορούν να νιώσουν χαρά και θλίψη, φοβούνται, ελπίζουν, δακρύζουνε, γελάνε. Απολαμβάνουν τα φιλιά και τα χάδια, κι αν τα χτυπήσεις, τα πατήσεις ή τα κόψεις, υποφέρουν και πονάνε. Ακόμη και τα ραπανάκια και τα κουνουπίδια θα το καταλάβουν αν τους πεις ψέματα. Κι αν τα αγαπάς, συνδέονται μαζί σου και χαίρονται όταν είσαι χαρούμενος ή στεναχωριούνται όταν είσαι λυπημένος.

Ήξερε αμέτρητες ιστορίες για το καθένα ξεχωριστά και μου έμαθε τα ιερά δέντρα των Θεών, όπως η ελιά που ήταν το δέντρο της Αθηνάς, η δάφνη που ήταν το ιερό δέντρο του Απόλλωνα ή η βελανιδιά που τη θεωρούν ιερή οι Δρύιδες. Η συκιά ήταν το δέντρο της δημιουργίας.

Έπειτα μου έμαθε τα φυτά του διαβόλου. Ο μανδραγόρας, το αγριόσκορδο, διάφορα δηλητηριώδη μανιτάρια. Ο ανθός του υοσκίαμου ήταν το μάτι του διαβόλου και το αγαπημένο του φυτό ήταν η μπελαντόνα. Αλλά κι οι μάγισσες είχαν τα δικά τους φυτά. Το νυχτολούλουδο φύτρωνε πάντα έξω από τα σπίτια τους και τα φουντούκια, η φτέρη και το ηλιοτρόπιο ήταν τα φυτά που χρησιμοποιούσαν για να γίνουν αόρατες.

Έλεγε πως οι κουφοξυλιές χρησίμευαν σαν κατοικίες στους μάγους και στις μάγισσες και κανένας άνθρωπος δεν τολμούσε να φυτέψει στον κήπο του μια κουφοξυλιά, εκτός κι αν ήθελε να πουλήσει την ψυχή του στο διάβολο.

Κι όταν έδειχνα να τρομάζω, μου έλεγε για τα λουλούδια της αγάπης και του έρωτα, της αφοσίωσης και της αγνότητας. Ο κισσός της πίστης, το γιασεμί της χαράς. Ήξερε ακόμη και τα δηλητηριώδη, τα «γητευτικά» και τα αντίδοτα. Όλα τα φυτά που έλυναν τα μάγια και τα φαρμακευτικά βότανα. Μερικές φορές νόμιζα πως ήξερε τα πάντα.

Κάποτε σταμάτησε να έρχεται και, όταν τον αναζήτησα, μου είπαν πως δεν θα ξαναρχόταν, αλλά δεν μου εξήγησαν γιατί. Οργίστηκα σίγουρος πως με κορόιδεψε, πως όλα ήταν ψέματα, πως ποτέ του δεν αγάπησε τα φυτά και, αλλοίμονο, πως δεν αγάπησε ούτε εμένα. Έκλαψα αρκετές φορές κρυμμένος πίσω από τον κορμό της μοναδικής μας καρυδιάς, αλλά ο Άνθιμος δεν ξαναφάνηκε.

Σε λίγες μέρες μαράθηκαν όλα τα λουλούδια, αρρώστησαν τα δέντρα, τα καταπράσινα αναρριχητικά έγιναν γκρι και μια μικρή ντοματιά που φυτέψαμε μαζί και την είχαμε ονομάσει Πηνελόπη έβγαλε κάτι θλιβερές μαύρες ντομάτες.

Δεκάξι χρόνια αργότερα, έπεσε στα χέρια μου μια παλιά φωτογραφία, εγώ παιδί δίπλα στον Άνθιμο, και την έδειξα στη μητέρα μου. Της ξέφυγε ένα «Α, τον καημένο!» και μου είπε πως ο Άνθιμος είχε πεθάνει από την καρδιά του, τότε, γι αυτό είχε σταμάτησει να έρχεται.

«Καλά, δεν το ήξερες; Νόμιζα πως σου το είχα πει. Μπορεί τότε που ήσουν παιδί να μην θέλαμε να σε στεναχωρήσουμε, αλλά μετά; Νόμιζα πως σου το είχα πει».

«Από την καρδιά του; Δεν ήταν πολύ νέος;»

«Eίκοσι έξι. Είκοσι έξι χρονών παλικάρι».

«Και πέθανε από την καρδιά του;»

«Tι τα θες; Είχε προβλήματα εκ γενετής. Ανάπηρος. Τίποτα δεν χάρηκε. Μόνο τα δέντρα και τα λουλούδια. Κανονικά δεν έπρεπε να κουράζεται, του ΄λεγαν οι γιατροί, αλλά ήταν γεννημένος να φροντίζει κήπους. Θυμάσαι πως τις είχε τις τριανταφυλλιές;»

«Έμοιαζε με τριανταφυλλιά...»

Τώρα τις έχω εγώ τις τριανταφυλλιές και όλο τον κήπο. Τον φροντίζω και νιώθω πως φροντίζω ένα μέρος του εαυτού μου. Με ηρεμεί η γαλήνη του και με μαγεύει ο τρόπος που επικοινωνούμε. Ο κήπος δεν υποκρίνεται, κι αν υποκριθώ εγώ, αμέσως το καταλαβαίνει. Η απλότητα του είναι η πιο βασική μου αλήθεια. Αυτή η αποδοχή, αν βραχεί θα βραχεί, κι αν δεν βραχεί θα τον ποτίσω. Δεν πρέπει να τον ποτίζω πάντα ούτε πολύ. Η ισορροπία του με παραπέμπει στην ισορροπία που λείπει στις σχέσεις των ανθρώπων....

Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο της Εύας Ομηρόλη, «Σεισάχθεια». Διαβάζοντας το χτες το βράδυ το βρήκα ενδιαφέρον και θέλησα να το μοιραστώ μαζί σας.

18/9/08

Σκοτείνιασε...


Σκοτείνιασε και απόψε... αυτές οι τελευταίες μέρες μοιάζουν ατελείωτες... λες και δεν θέλουν να φύγουν. Λες και βάλθηκαν να παίζουν μαζί μου. Σαν κάποιος να τους έχει δανείσει ώρες από άλλον χρόνο, άλλη εποχή... έτσι για να μοιάζουν πιο μεγάλες και να είναι πιο βασανιστικές. Η μόνη μου παρηγοριά μια σκέψη και μια εικόνα στο μυαλό μου, στην καρδιά μου, σε ολόκληρο το είναι μου που με κάνει να είμαι δυνατή. Και να μπορώ να αντέχω... όσο κι αν χρειαστεί...

Σκοτείνιασε κι απόψε... έστω κι έτσι, αργά και νωχελικά, άλλη μια μέρα πέρασε...

Σαν το ψαράκι μες τη γυάλα...




Όταν ήμουν μικρή και περιμέναμε να έρθει κόσμος στο σπίτι μας για τον φιλοξενήσουμε, η αγωνία άρχιζε μέρες πριν. Ένιωθα να γυρίζει ο κόσμος όλος, δεν μπορούσα να συμμαζέψω τους χτύπους της καρδιάς μου. Μια προσμονή που δεν την άντεχα. Αλλά που την περίμενα όσο τίποτε άλλο... Η αλήθεια είναι ότι μάλλον όλοι στην οικογένεια έτσι νιώθαμε.

Λαχταρούσαμε τον κόσμο. Τους ανθρώπους που ήταν φίλοι, και ερχόταν στο σπίτι μας. Μας άρεσε να είναι γεμάτο χαρούμενες φωνές το σπίτι. Μας άρεσε να περιποιούμαστε τους φίλους μας και να δίνουμε αληθινά κομμάτια από την καρδιά μας.

Έτσι νιώθω πάλι εδώ και λίγες μέρες. Όπως τότε που ήμουν μικρό παιδί. Τον κόσμο να γυρίζει, και την καρδιά μου να χτυπάει τρελά. Και είναι μια αναμονή τόσο γλυκειά! Νιώθω σαν το ψαράκι μέσα στη γυάλα... και περιμένω να έρθει η ώρα που η γυάλα αυτή θα γεμίσει χαρά, φως και ζεστασιά...

Μην το πατήσετε το κουμπί...








Edelweiss


Κάποιες φορές τα λόγια μοιάζουν με μουτζούρες. Απλά χαλάνε την όμορφη εικόνα του μυαλού μας. Ας μην μουτζουρώσουμε αυτό το πανέμορφο λιβάδι με τα edelweiss. Ας απολαύσουμε τη διαδρομή από τους πρόποδες ως την κορφή...

16/9/08

Οι αλήθειες μας...


Τις αλήθειες μας κάποιες φορές μας τις δείχνουν οι άνθρωποι που μας αγαπούν...





Τον τελευταίο καιρό...


Τον τελευταίο καιρό, συνειδητοποιώ, πως κάποιοι άνθρωποι έχουν ένα απίστευτο χάρισμα. Να σου μεταδίδουν άμεσα μια ηρεμία που σε ατσαλώνει και σε κάνει δυνατό. Με λίγα και απλά λόγια, αποφεύγοντας τις φαμφάρες, σου μιλάνε και μπορείς να «δεις» . Μπορείς να καταλάβεις τι ακριβώς εννοούν.

Τον τελευταίο καιρό, έμαθα και μαθαίνω πολλά. Πως ο ήρεμος τρόπος, ο καλός λόγος, η καλή διάθεση, είναι πολύτιμοι σύμμαχοι στη ζωή μας. Πως το πείσμα, όταν έχει καλό κίνητρο είναι χρήσιμο. Έμαθα επίσης πως όταν κοιτάς τη δουλειά σου και δεν ασχολείσαι με ανούσια πράγματα, πάντα βγαίνεις κερδισμένος.


Τον τελευταίο καιρό παίρνω μαθήματα ανθρωπιάς. Με δυναμώνουν και με κάνουν πιο ώριμη. Επαναπροσδιορίζω τη στάση μου απέναντι στη ζωή. Είναι σπουδαίο πράγμα να κάνεις «βουτιές» στο είναι σου. Πάντα το έκανα. Χωρίς δικαιολογίες, κοιτάζοντας καθαρά και αντικειμενικά. Με διάθεση να αλλάξω τα κακώς κείμενα. Να γίνω λίγο καλύτερη από ότι είμαι τώρα. Βήμα βήμα, σταθερά.

Υπάρχει κάτι πολύ σπουδαίο στη ζωή μου που με κάνει να χαμογελώ, να αγαπώ, να σκέφτομαι όμορφα. Και είναι το πιο πολύτιμο δώρο που μπορεί να κάνει άνθρωπος σε άνθρωπο αυτό. Το να μπορείς δηλαδή να δεις καθαρά και μακρυά.

15/9/08

Nιάουυυυυυυυυυυυυυυ



Τα αναλώσιμα


Στη μεγάλη επιχείρηση με τους δεκάδες εργαζόμενους (οι περισσότεροι νέοι). Εχουν γυρίσει από διακοπές. Απόλαυση να τους βλέπεις, να τους ακούς. Η γενιά των 700 ευρώ μετά τη θερινή άδεια. Είναι αδέκαροι, μαυρισμένοι, γελαστοί. Εχουν όλοι ιστορίες να διηγηθούν. Ταξίδεψαν, κολύμπησαν, έπαθαν εγκαύματα, ερωτεύτηκαν. Πήγαν στο χωριό, πήγαν για κάμπινγκ, βρήκαν κάτι «φο-βε-ρά» δωμάτια κοψοχρονιά στο Ημεροβίγλι. Επεσαν από το μηχανάκι, ναυάγησαν έξω από τη Λευκάδα. Καλό χειμώνα.

Η πιτσιρίκα - μια πιτσιρίκα μέσα σ' όλες τις άλλες. Με τα τεράστια καστανά της μάτια, πάντα λίγο λυπημένα. Φέρνει ντοσιέ, μετακινεί εξοπλισμό, εξυπηρετεί πελάτες. Κι εκείνη πήγε διακοπές. Στο χωριό της, λίγο έξω από την Τιφλίδα. Τη μέρα που γύρισε, ξέσπασε ο πόλεμος.

Δεν μιλάει. Δεν έχει τίποτα δραματικό να αφηγηθεί, δεν θέλει να ξεχωρίσει από το πλήθος των ευτυχισμένων, δεν θέλει να τη λυπούνται. Μόνο μια φράση, σιγανά: «Αν έμενα δυο μέρες παραπάνω, δεν θα είχα γυρίσει τώρα. Ισως και ποτέ».

Με τα αινιγματικά της λόγια και τα λυπημένα της μάτια (πιο λυπημένα τώρα) συνεχίζει τη δουλειά. Το ίδιο όμορφη, το ίδιο καλοντυμένη. Μόνο πιο χλωμή. Και χωρίς ιστορίες. Κανείς δεν την πιέζει για λεπτομέρειες. Τι συνέβη στην πατρίδα της, αν είναι καλά η οικογένειά της. Δεν πρέπει να ταράξουν τη ροή της επιχείρησης. Γύρω της χαμός - βιαστικοί πελάτες απαιτούν εξοπλισμούς γραφείου, αναλώσιμα. Ανήσυχοι έφηβοι παραγγέλνουν φορητούς υπολογιστές, πανάκριβα ντυμένες κυρίες τσεκάρουν τα νέα μοντέλα κινητών. Ξαφνικά, ο κόσμος μοιάζει να μένει ακίνητος και στο βλέμμα της καθρεφτίζονται όλα όσα δεν θα πουν στις ειδήσεις, όλο το άδικο, όλη η συντριβή ενός πολέμου.

Καθώς η Αθήνα ετοιμάζεται για έναν ακόμα ειρηνικό, γλυκό Σεπτέμβρη (έναν Σεπτέμβρη «καυτό σε όλα τα μέτωπα» όπως λένε τα δελτία ειδήσεων), το σημερινό κείμενο είναι για την Ταμάρα. Και όσες ιστορίες της δεν μπόρεσε, δεν θέλησε, δεν έπρεπε να μας διηγηθεί.

Με τέμπο στη νέα μέρα


Βαρομετρικό χαμηλό και σήμερα. Συννεφιές, αντάρες, ζακέτες και ομπρέλες στο προσκήνιο. Κάποιες σκόρπιες φωνές από παιδιά πανικόβλητα, μάλλον σε φάση υστερίας, από το σχολείο θα είναι. Αυτοκίνητα κορνάρουν, αυτό με κάνει έξαλλη... έχουμε καταντήσει χειρότεροι από τα μεγάλα αστικά κέντρα. Βλέπεις ο Κοζανίτης έμαθε τώρα τι είναι αυτό το πράγμα με τις τέσσερις ρόδες, και είπε να το πάρει σε ποσότητα μην του λείψει ... Κι αυτό το στενό μας, έχει καταντήσει να έχει μεγαλύτερη κίνηση από την Μητροπόλεως ή την Τσιμισκή. Και όλοι όσοι θέλουν να παρκάρουν, λες και το κάνουν επίτηδες, το προσπαθούν μπροστά στην πόρτα μας. Κι η μαμά έχει βαρεθεί να λέει ... «σας παρακαλώ, αν θέλετε παρκάρετε λίγο πιο πάνω από την είσοδο μας...» Χτες ένας μάγκας, της είπε ... «Ναι! Καλά! Τι να κάνουμε; Έχετε κάνει κατάληψη από τα χωριά σας και μας έχετε τρελάνει...». Πόσο τυχερός ήταν που δεν τα είπε αυτά σε μένα ... να του απαντήσω ότι ναι, ήρθαμε από τα χωριά μας και είμαστε και υπερήφανοι γι αυτό!

Ξύπνησα, αλλά χρειάζομαι καφέ για να πάρω μπρος... μην κοιτάτε οι αγελαδίτσες ... αυτές δεν πίνουν καφέ, κι έχουν ξυπνήσει και από τα επτά χαράματα!

14/9/08

Mερικές φορές όταν βρέχει...


Mερικές στιγμές είναι τόσο παράξενα όμορφες. Θα βρέξει μάλλον... ο ουρανός ετοιμάζεται να ανοίξει την αγκαλιά του. Να ποτίσει ότι έμεινε απότιστο, ότι άρχισε να μαραίνεται. Κάθομαι και τον χαζεύω από το παράθυρο. Ακούω τα κρεμασμένα καμπανάκια που την ώρα τούτη λικνίζονται και σκορπούν ένα κελάρισμα όμορφο στον αγέρα. Και μέσα σε όλα αυτά, εγώ. Να νιώθω μια ευδαιμονία. Μια ηρεμία, μια γαλήνη απίστευτη. Με τη σκέψη μου να πετάει σαν άσπρο περιστέρι στη γειτονιά σου... Κάθομαι στο μπαλκόνι σου και σε κοιτώ... σου χαμογελώ....

Αν δεν είναι ευτυχία να ακούς και να μυρίζεις τη βροχή πίνοντας καυτή σοκολάτα με τη σκέψη σου σε ότι αγαπάς, τότε δεν ξέρεις τι είναι ευτυχία...

Έρωτας χωρίς λιπαρά


Είχα σκοπό να γράψω κάτι άλλο, αλλά τούτο δω είναι πρόσφατο, και δεν θέλω να το χάσω.

Φίλος ερωτεύτηκε πριν απο κανα χρόνο. Καλό παιδί, ήσυχο, λιγουλάκι περίεργος - όπως όλοι μας.

Βρήκε μια κοπέλα να δώσει τον έρωτά του.

Η κοπέλα του βέβαια, κουβαλούσε τα δικά της προβλήματα. Όπως όλοι μας.

Τα προβλήματά της είναι κυρίως με την οικογένεια (όπως όλοι μας) αλλά λίγο πιο σοβαρά, πιο επίμονα.

Και, κυρίως, εκνευριστικά.

Κρατάνε απο τότε που γνωριστήκανε τα παιδιά, και μάλλον αρκετό καιρό πιο πριν.

Τώρα λοιπόν, πρόσφατα, η κοπέλα (ας την πούμε Σωτηρία), πήγε στον φίλο μου (ας τον πούμε Ανέστη), και του είπε:

«Θέλω να χωρίσουμε, γιατί δεν μπορώ να σε κουράζω με τα προβλήματά μου».

Ο Ανέστης το πάλεψε για λίγο καιρό, αλλά δεν κατάφερε να την πείσει, και πράγματι, χωρίσανε. Ο ίδιος μου έλεγε ότι έτσι και αλλιώς είχε κλονιστεί η εμπιστοσύνη του.

Είχα συναντήσει παρόμοια συμπεριφορά και στο παρελθόν, με άλλο ζευγάρι.

Συζητάω με γυναίκες για τούτο δώ, και φαίνεται πως, παρότι βγάζουμε άκρη, παραμένει ένα μυστήριο:

Γι' αυτό τον χώρισε;

Εγώ λέω να εκτεθώ, και να καταθέσω την άποψή μου:

Ο έρωτας δεν είναι μόνο πράσινα λιβάδια, έρωτας με την πρώτη ματιά, τραπέζι με κεριά, μπάνιο με κεριά, υπέροχος έρωτας, και να γελάς με όλα τα αστεία του/της.

Ο έρωτας είναι και μαλάκας αφεντικό, ατύχημα με σπασμένο πόδι, να χάσεις το λεωφορείο, να βρέχεσαι και να κρυώνεις στο ραντεβού, νεύρα, πίεση και άγχος.

Κοινώς, ο έρωτας δεν είναι μόνο ηρεμία. Είναι και εγρήγορση.

Θέλω κάθε σχέση (δική μου, αλλονών) να είναι σχέση μεταξύ δύο εγωϊστών. Ο καθένας απο τους δύο να προσπαθεί να περνάει όσο καλύτερα γίνεται πρώτα αυτός - και μετά το ταίρι του. Δεν θέλω μία σχέση με θυσίες, με χρεωστικά, με «εγώ που στα έδωσα όλα». Θέλω μία σχέση (δική μου, αλλονών) με «στα έδωσα όλα γιατι γούσταρα πρώτα εγώ - άρα δεν μου χρωστάς μία».

Ετσι, θα περίμενα (θα ήλπιζα ίσως) η «Σωτηρία» να πει «άκου να δεις, αυτά τα προβλήματα έχω, άμα γουστάρεις κάτσε, άμα δεν γουστάρεις στο καλό».

Και ότι και να έκανε ο «Ανέστης», μαγκιά του, αυτός ήξερε καλύτερα. Θα έβαζε τον δικό του εγωϊσμό να δουλέψει, και θα έλεγε «περνάω τόσο καλά μαζί της που δεν με ενοχλούν τα προβλήματα» ή «δεν το αντέχω, άντε γεια».

Δικός του λογαριασμός.

Αλλά τώρα, ποιά η επιλογή;

Δεν έχει δικαίωμα ο Ανέστης να πει «Μπορώ» ή «Δεν μπορώ». Η Σωτηρία αποφάσισε αυτή για πάρτη του: Δεν μπορείς.

Άδικο για τον «Ανέστη». Τον αδικεί η Σωτηρία. Του στερεί την ορμή, την προσπάθεια να αποδείξει σ' αυτήν και στον εαυτό του πόσο πολύ την αγαπά. Και αυτό είναι ευνουχισμός, ανώτερος και βαθύτερος απο οποιονδήποτε άλλον έχει εφευρεθεί στην ιστορία.

Για να τον προστατέψει, τον ευνουχίζει.

Παλιότερα, προσπαθούσα να πείσω άλλον φίλο μου να ερωτευτεί. Πάει καιρός, αλλά το πνεύμα ήταν «Να πονέσεις ρε μαλάκα. Μην φοβάσαι να πονέσεις. Δεν θα αξίζει πάντα, αλλά όταν αξίζει, θα αναστηθείς».

Δεν έχω αλλάξει γνώμη. Ο έρωτας πρέπει να είναι πλήρης, με τα λιπαρά του και με τα όλα του.

Με τα πάνω του - και με τα κάτω του.

Μακάρι να μπορούσα να το εξηγήσω στην Σωτηρία.

Και στις Σωτηρίες όλου του κόσμου.

Μες τον ύπνο μου απόψε...

Στη γειτονιά μας τη μικρή


Κυριακή απόγευμα ... ο καιρός μουντός και γκρίζος ... εμείς θα κάνουμε όμως μια βόλτα σε μια γειτονιά με φως. Μια γειτονιά σαν όλες αυτές που υπάρχουν γύρω μας. Με τα καλά τους και τα κακά τους. Με τα χαμόγελα μα και με τις γρίνιες. Με τις συμπάθειες και τις αντιπάθειες. Όπως ακριβώς και στον πραγματικό κόσμο. Και είναι όμορφα όλα αυτά. Αν τα παρατηρήσεις από ψηλά θα χαμογελάσεις...

Όπως λοιπόν σε κάθε γειτονιά, έτσι και στη δική μας υπάρχουν άνθρωποι διαφορετικοί. Ίσως και περίεργοι αλλά κι αυτό δεν είναι πάντα άσχημο. Άνθρωποι ευαίσθητοι κι άλλοι πιο δυναμικοί. Υπάρχουν επίσης ποιητές, ω ναι ποιητές θα υπάρχουν πάντα σε κάθε γειτονιά, αλλά και άνθρωποι που με την πένα τους δίνουν χρώμα και άρωμα από γιασεμί σε κάθε καλντερίμι αυτής της μικρής γωνιάς. Άνθρωποι που η καρδιά τους είναι τόσο γεμάτη, που θέλουν να την αδειάσουν πάνω στο ξύλινι τραπεζάκι, δίπλα στο γλυκό κουταλιού και στο παγωμένο νερό. Να αφήσουν εκεί όλα όσα νιώθουν. Να πάρουν το άρωμα του καφέ, να πετάξουν μαζί του και να γαργαλίσουν τις μύτες μας.

Σε ένα από τα σοκάκια της γειτονιάς μας, είναι το σπιτικό του Δημητρού. Καθαρό, ασβεστωμένο, με το γιασεμί στην είσοδο να μοσχοβολά. Με μεγάλα κόκκινα τριαντάφυλλα, φωτιά, να σκεπάζουν τους τοίχους του και να σκορπούν ευωδιά. Με τα ξύλινα πράσινα παντζούρια του πάντα ανοιχτά για να μπαίνει το φως και να το λούζει. Εκεί μας υποδέχεται πάντα χαμογελαστός. Ο κυρ δάσκαλος, με την ευγενική ψυχή. Που σου λέει ένα... merci και σε σκλαβώνει.

Τον γνώρισα απρόσμενα όταν ήρθα κι εγώ να μείνω στη γειτονιά. Μου έκανε εντύπωση το σπιτικό του,εκείνος. Τα λόγια του επίσης... Κάποια στιγμή ίσως να τον πίκρανα με την ωμότητα μου, αν και είμαι σίγουρη πως κατάλαβε καλά τι ήθελα να του πω. Και το απέδειξε στην πορεία. Κι εκείνο το ... η φιλία χτίζεται, άρχισε να ατσαλώνεται.

Περάσαμε και όμορφες και δύσκολες ώρες στην γειτονιά μας. 'Ομως τώρα είναι καιρός να σταθούμε πλάι στον κυρ δάσκαλο. Να του σφίξουμε το χέρι, να του χανογελάσουμε από την καρδιά μας και να του πούμε... όλα καλά θα πάνε!

Το δεύτερο βιβλίο του Δημητρού είναι σχεδόν έτοιμο. Σε λίγες ώρες θα βρίσκεται στα χέρια όλων όσων θα θελήσουν να το διαβάσουν. Μετά το Μικρασίας Έρως, που ήταν μια κατάθεση ψυχής δικής του, ένιωσε την ανάγκη να γράψει η πένα του το δεύτερο βιβλίο. Η γειτονιά θα στολιστεί, θα στρώσει τραπέζι γιορτινό, με μπόλικο κρασί και όλη μαζί θα σηκώσει τα ποτήρια για να ευχηθεί το καλό ταξίδι και στο δεύτερο απόκτημα του Δημητρού. Να ευχηθεί επίσης αύριο στην παρουσίαση του να πάνε όλα καλά! Και να βρεθεί σε πολλά χέρια!

Καλή τύχη κυρ δάσκαλε και η γειτονιά είναι μαζί σου!



ΥΓ. Η παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει στο βιβλιοπωλείο Αιγηίς, Βασ Γεωργίου 11 στον Πειραιά, στις 20.00μμ.

Ας ξαναθυμηθούμε στιγμές από το Μικρασίας Έρως...

13/9/08

Xωρίς εσένα...

Nothing gonna change my love for you

Ένα σωρός από υπέροχα τίποτα


Πηγαίναμε σπίτι κι όταν κάποιος ρωτούσε «Που ήσαστε;» εμείς απαντούσαμε «Έξω» κι όταν κάποιος ξαναρωτούσε «Τι κάνατε μέχρι τόσο αργά το βράδυ;» εμείς λέγαμε όπως πάντα, «Τίποτα».

Και τι ήταν αυτό το τίποτα... κουνιόμαστε στις κούνιες. Πηγαίναμε βόλτες. Ξαπλώναμε ανάσκελα στις πίσω αυλές και μασούσαμε χορτάρι. Κι όταν τελειώναμε, εκείνη η καλύτερή μου φίλη-, με πήγαινε ως το σπίτι μου κι όταν φτάναμε εκεί, την πήγαινα εγώ πίσω στο δικό της σπίτι και μετά αυτή με ξαναπήγαινε στο δικό μου και... και...

Κοιτούσαμε διάφορα... κοιτούσαμε ανθρώπους να χτίζουν σπίτια, άντρες να διορθώνουν αυτοκίνητα και κοιτούσαμε η μια την άλλη να μπαλώνει τα λάστιχα του ποδηλάτου με λαστιχένιες ταινίες... Κοιτούσαμε τους πατεράδες μας να παίζουν χαρτιά, τις μανάδες μας να φτιάχνουν μαρμελάδα, τις αδελφές μας να παίζουν σχοινάκι, να τυλίγουν τα μαλλιά τους...
Καθόμαστε πάνω σε κουτιά, καθόμαστε κάτω από μπαλκόνια. Καθόμαστε σε στέγες. Καθόμαστε σε κλαδιά δέντρων.
Στεκόμαστε σε σανίδια πάνω από εκσκαφές. Στεκόμαστε πάνω σε σωρούς από φύλλα. Στεκόμαστε στη βροχή που έσταζε από τις μαρκίζες. Στεκόμαστε βουτηγμένες ως το λαιμό στο χιόνι.
Κοιτούσαμε πράγματα, όπως πεταλούδες και μέλισσες και σύννεφα και σκυλιά και ανθρώπους.

Αναπηδούσαμε και παίζαμε κουτσό και πηδούσαμε. Χωρίς να πηγαίνουμε πουθενά, μόνο αναπηδούσαμε και παίζαμε κουτσό και πηδούσαμε και καλπάζαμε.
Τραγουδούσαμε και σκαλίζαμε και σιγομουρμουρίζαμε και ξεφωνίζαμε.

Αυτό που εννοώ,φίλε μου, είναι ότι κάναμε ένα σωρό από όμορφα τίποτα.

Non mi interessano

12/9/08

Speed painting

Μια όμορφη πόζα


Έχει ένα κόλλημα ο Μήτσος με τις μπάλες. Αλλά και τα κουκλάκια του τα αγαπά και παίζει μαζί τους. Στη φωτογραφία με το αγαπημένο του κοτόπουλο... και σε πόζα για να φωτογραφεί μαζί του. Σαν άνθρωπος... καταλαβαίνει τα πάντα. Ίσως και πιο πολλά...

Dosvedanya mio bombino







Ήταν μια σπίθα στην αρχή...


Παρασκευή, άλλη μια βδομάδα φτάνει στο τέλος της. Όχι για όλους όμως. Κάποιοι άνθρωποι θα συνεχίσουν την εργασία τους, θα συνεχίσουν το τρέξιμο, θα συνεχίσουν να είναι αγχωμένοι και κουρασμένοι. Χωρίς να μπορούν να πάρουν μια ανάσα. Στους ανθρώπους αυτούς η σκέψη μου σήμερα. Προσπαθώ να σκεφτώ τρόπους...

Πως ή τι θα μπορούσε να τους κάνει να νιώσουν λιγάκι καλύτερα; Τι θα ήταν αυτό που μέσα σε όλον αυτόν τον πανικό, θα τους έκανε να χαμογελάσουν και να νιώσουν λιγάκι πιο άνετα; Ένας γλυκός λόγος, ένα μεγάλο χαμόγελο, και ένα «σ αγαπώ» βγαλμένο από την καρδιά, να είναι αρκετά άραγε; Κάποιες φορές θελουμε να πάρουμε πάνω μας ότι κουράζει, στεναχωρεί ή ταλαιπωρεί τους δικούς μας ανθρώπους. Μόνο που οι συνθήκες δεν μας το επιτρέπουν. Και μένουμε άπρακτοι, κι ένας κόμπος σφίγγει το στομάχι μας... Και βαθιά μέσα μας ευχόμαστε να έρθει η μέρα που θα μπορέσουμε να κάνουμε κάτι παραπάνω για κείνους.

11/9/08

Άνοιξα μανταρίνι και σε θυμήθηκα...



Tο μέλλον μας


Για όλα τα τρυφερούδια που σήμερα ξεκίνησαν το σχολειό τους. Καλή χρονιά να έχουνε, γεμάτη γνώσεις. Ειδικά αφιερωμένο στα δικά μας τρυφερούδια... Λάμπρο, Στέφανο, Στράτο, Κλαυδία, και στις 2 νεράιδες του Γιάννου. Καλό ξεκίνημα στα παιδιά μας, στο μέλλον μας!

Μια μαύρη τρύπα στο νερό


Πραγματικά κολοσσιαίο το πείραμα που πραγματοποιείται στην Ελβετία, με σκοπό την «αναπαράσταση» της υποτιθέμενης Μεγάλης Εκρηξης που δημιούργησε το Σύμπαν.

Οχι ότι μπορώ να το καταλάβω. Και κινέζικα μαρτύρια να μου κάνεις, δεν θα κατανοήσω ποτέ τι στο καλό είναι (ή δεν είναι) ένα μποζόνιο, ένα σύγχροτρο πρωτονίων, ή ένας αδρονικός επιταχυντής. Από τα βάθη της καρδιάς μου συμπονώ τους συναδέλφους δημοσιογράφους, που προσπαθούν να εξηγήσουν στο πλατύ κοινό τι ακριβώς είναι και τι φιλοδοξεί να επιτύχει αυτό το μυστήριο μηχανάκι, μπουζουριασμένο (για λόγους ασφαλείας), δεκάδες μέτρα κάτω από τη Γενεύη.

Αυτό που με συναρπάζει στην υπόθεση του CERN δεν είναι ούτε τα μποζόνια ούτε το νετρίνο. Είναι οι φυσιογνωμίες των ανθρώπων που συμμετέχουν στην πραγματοποίησή του. Με μια σχεδόν παιδική συγκίνηση και ένα τσίμπημα ζήλιας, διακρίνω ανάμεσά τους Ελληνες και Ελληνίδες. Με δέκα τσουβάλια πτυχία ο καθένας.. Βλέπω τις φωτογραφίες και τα βιογραφικά τους σχεδόν σε μέγεθος γραμματοσήμου. Τόσο τους αναλογεί, σε μια επικαιρότητα κολλημένη με τα κουτσομπολιά της προ δεκαετίας (και βάλε) μακαρίτισσας Αλίκης Βουγιουκλάκη.

Ετσι μοιάζουν, λοιπόν, μερικά από τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου. Ανθρωποι «της διπλανής πόρτας». Αν δεν ήταν το λαγούμι στην Ελβετία, μπορεί και να μη μάθαινα ποτέ την ύπαρξή τους. Κυκλοφορούν ανάμεσά μας, πολλοί ξεκίνησαν από φτωχές οικογένειες, ποτέ δεν θα κερδίσουν περιουσίες, και το πιθανότερο είναι ότι δεν θα γίνουν «διάσημοι» με την τρέχουσα έννοια του όρου. Αν συμπέσουν σε μια παρέα, ένας ποδοσφαιριστής, μια σταρ της τηλεόρασης κι ένας ερευνητής δεδομένων του CERN, ποιος νομίζετε ότι θα γίνει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος;

Δεν γκρινιάζω, δεν κατακρίνω. Απλώς κάνω απελπισμένες προσπάθειες να μην ξεχνάω τις διαφορές ανάμεσα στο Τρομερά Σημαντικό και το Απολύτως Ασήμαντο. Ανάμεσα στο «Βig» και το «Βang». Ανάμεσα σε μια Μαύρη Τρύπα και σε μια... τρύπα στο νερό.

10/9/08

Ποιο το χρώμα της αγάπης...


Ποιο το χρώμα της αγάπης
ποιος θα μου το βρεί ...

Να ναι κόκκινο σαν ήλιος
θα καίει σαν φωτιά.
Κίτρινο σαν το φεγγάρι
θα χει μοναξιά.

Να χει τ ουρανού το χρώμα
θα ναι μακριά.
Να ναι μαύρο σαν τη νύχτα
θα πονηρή.

Ποιο το χρώμα της αγάπης
ποιος θα μου το βρει.

Να ναι άσπρο συννεφάκι
φεύγει και περνά.
Να ναι άσπρο γιασεμάκι
στον ανθό χαλά.
Να ναι άσπρο γιασεμάκι
στον ανθό χαλά.

Να ναι το ουράνιο τόξο
που δεν πιάνεται
όλο φαίνεται πως φτάνω
κι όλο χάνεται
όλο φαίνεται πως φτάνω
κι όλο χάνεται.

Ποιο το χρώμα της αγάπης
ποιος θα μου το βρεί ...

Ο καιρός των Χρυσανθέμων


Οι χαμένοι φίλοι έρχονται πάντα ξαφνικά. Χτυπούν την πόρτα σου - μιαν άλλη πόρτα. Δεν είναι το δικό σου σπίτι. Εσύ δεν είχες. Κι έχεις αλλάξει τόσα σπίτια, που τώρα δεν ξέρεις ούτε εσύ πού μένεις. Ξεκινάς και πάντα στέκεις ανάμεσα σε δέκα σπίτια και δεν θυμάσαι πού μένεις. Αλλά οι άλλοι, που φορούν κατάσαρκα τη νύχτα, πώς σε βρίσκουν;


Βάζεις το κλειδί σε μια πόρτα. Δεν ανοίγει. Κάνεις θόρυβο. Την ανοίγουν οι νοικοκυραίοι και σε ρωτούν τι θέλεις. Τίποτε δεν θέλεις. «Και πώς με το κλειδί;» σου λένε. «Τι είναι αυτό; Θα φωνάξουμε την αστυνομία». Πώς να εξηγήσεις;


Όταν επιτέλους βρεις το σπίτι σου, θέλεις να ξαπλώσεις. Κανένας εδώ δεν θα φωνάξει την αστυνομία. Προς τι άλλωστε; Δεν τη φώναξαν γιατί σε λυπήθηκαν.


Σε είδαν έτσι παραδαρμένο, με μπογιές στο πρόσωπο, δήθεν ντυμένο Άμλετ, «κάτι διαφημίζει αυτός», έτσι άκουσες. Κι έτσι τη γλίτωσες.
Σταματημένα καράβια στη μέση του πελάγου είναι οι φίλοι σου.


Σάπια καράβια, έρμαια της βροχής και των κυμάτων. Κουβαλώντας βαλίτσες με άχρηστα ρούχα από ρόλους ανθρώπων που ποτέ δεν έπαιξαν ή έπαιξαν κι έφαγαν τα μούτρα τους, με τα παιδικά τους κοντά, βελούδινα παντελονάκια για γούρι τυλιγμένα προσεκτικά. Αποκόμματα εφημερίδων. Χαρτιά της αστυνομίας. Αφίσες με το ερειπωμένο τους πρόσωπο επιχρωματισμένο.


Ξύλινα κουτιά που κρύβουν ψεύτικα βυζαντινά στέμματα, ζώνες, παραμάνες, καρφίτσες, βελόνες, κουμπιά, κόπιτσες, κλωστές. Και πολλά τσίγκινα κουτάκια με πούδρες και μπογιές για το πρόσωπο. Περούκες, πομάδες και αρώματα. Κι ακόμη τα σκηνικά μιας μελλοντικής ευτυχίας σε ταλαιπωρημένα θεατρικά έργα.


Μια γυναίκα. Μόλις ανασαίνει η φωτογραφία της στο ρημαγμένο πορτοφόλι. Διπλωμένη σαν παλιά συνταγή για κάποιο φάρμακο.


Οι φίλοι σου είναι το εισιτήριο για να μπεις σε μια πόλη. Να μπεις σ' ένα θέατρο και σ' ένα ιπποδρόμιο. Μοιάζουν να χάνονται σιγά σιγά, όπως αν αφήσεις τη φωτογραφία πολύ καιρό στον ήλιο.


Αυτούς τους φίλους δεν θα τους ξαναβρείς. Αν έρθουν, θα κρατούν περγαμηνές και χρυσόβουλα. Θα 'ναι ντυμένοι με ιερατικά άμφια, κεντημένα με διαμαντικά, και θα σου αναγγείλουν την απέραντη μοναξιά που σε περιμένει, όσο ζεις σ' αυτή την άρρωστη πόλη του χαμού.

Μπλε ουρανοί


Πράγματι, υπάρχουν πάντα μπλε ουρανοί ... μερικές φορές πρέπει να τους ψάξουμε, άλλες πάλι πρέπει να τους δημιουργήσουμε...

Όταν ονειρεύομαι...


Μέσα στα όνειρα μου χωρούν μόνο άνθρωποι ξεχωριστοί. Με όμορφο χαμόγελο. Και λόγια που δεν προσβάλλουν, δεν ταπεινώνουν τον άλλον. Άνθρωποι δίχως πονηριά και κακίες μέσα τους. Που το μόνο που θέλουν είναι η γαλήνη και η ηρεμία. Με τους δικούς τους ανθρώπους.

Όταν ονειρεύομαι τα χρώματα των ονείρων μου είναι φωτεινά και λαμπερά. Μα πάνω απ' όλα είναι δυνατά. Και είμαι τυχερή...

Γιατί όσα ονειρεύομαι υπάρχουν και στην πραγματικότητα...

9/9/08

Ο θεός, οι κλέφτες και οι νοικοκυραίοι


Το έγκλημα «των κυνηγών», ανήμερα της Αγίας Αικατερίνης, θα μείνει χαραγμένο στη μνήμη μου. Όχι μόνο γιατί τη μέρα εκείνη έχασαν τη ζωή τους πέντε νέοι άνθρωποι «δι' ασήμαντον αφορμήν», όπως ανέγραφαν παλιότερα τα αστυνομικά ανακοινωθέντα που πρόσφατα αντικαταστάθηκαν από τα δελτία Τύπου, αλλά και γιατί, μια τέτοια μέρα, πριν δεκάδες χρόνια, αρραβωνιάστηκα (μικρός, όπως λέει ο Μ. Βαμβακάρης, που συνεχίζει εκκωφαντικά σαρδόνιος: «κορόϊδο που επιάστηκα» ). Κυρίως όμως, γιατί το Σαββάτο 25 Νοεμβρίου 2006, ξεκίνησε ημεγαλύτερη ήττα της ελεύθερης τηλεόρασης.

Θα μπορούσε να πει κανείς, ότι πρόκειται για τρεις ήττες, κι αυτό γιατί, η εκτέλεση 5 ανθρώπων, πρωτόφαντη στα εγκληματικά χρονικά της Ελλάδας, καταλύει τον μύθο της ηπιότητας του Έλληνα περιστασιακού εγκληματία, του «βλάχου», όπως τον λένε στις φυλακές οι καθ' έξιν ποινικοί, για να τον ξεχωρίζουν από τους δικούς τους, που σκοτώνουν για να εδραιώσουν τη δύναμη ή το κύρος τους. Θα αφήσω κατά μέρος την προσωπική μου ήττα επί των θεωριών της αντίστασης στα μικροαστικά δεδομένα περί «ομαλής μετάβασης στον γάμο», για να μην έχουν να λένε οι συγγενείς, για να πάμε στο τρίτο, και απολαυστικότερο συμβάν, την μεγαλειώδη ήττα της εγκυρότητας των ενημερωτικών τηλεοπτικών προγραμμάτων.

Αυτό το στραπάτσο των τηλεπαρουσιαστών, των αναλυτών, των «ειδικών», των «απεσταλμένων», των μαρκουτσοφόρων ρεπορταρέων και των ψυχολόγων των εγκληματολόγων, αλλά και των ποινικολόγων, που από την... αμήχανη ανακοίνωση του αστυνομικού δελτίου Τύπου αργά το Σάββατο, προχώρησαν σε εικασίες, αναλύσεις, πιθανολογήσεις και ετυμηγορίες περί των συμβάντων, υπήρξε λυτρωτικό για όλους εμάς που από εκείνο το βράδυ της 24ης Νοεμβρίου ετοιμαστήκαμε ψυχολογικά για μαραθώνιους αιμάσουσας ενημέρωσης μεγάλης, τουλάχιστον εβδομαδιαίας, διάρκειας.

Αυτή τη φορά ο Παντοδύναμος, που ως γνωστόν, αγαπάει ΚΑΙ τον νοικοκύρη, έδειξε καθαρά την αποστροφή του στους κλέφτες της ηρεμίας μας. Τους σκότισε, τους παραπλάνησε, τους αποδιοργάνωσε, τους αποβλάκωσε ίσως μάλιστα ως Πανάγαθος και να τους ... εξαπάτησε, χάριν του ποίμνίου του.

Από την αρχή, όταν τα ειδησεογραφικά επιτελεία των ΜΜΕ συγκροτήθηκαν συσκεπτόμενα την διαχείριση της λαχταριστής είδησης, στράβωσε η υπόθεση. «Τρεις νεκροί σε μακελειό στον κάμπο». «Τέσσερεις στον τόπο-δύο αγνοούμενοι», «Αδέρφια σκοτώνουν τα ξαδέρφια τους», «Μίλησαν οι καραμπίνες» τέσσερεις νεκροί, ένας λαβωμένος, για να κάτσει τελικά ο αριθμός στο «Καρτέρι θανάτου για πέντε».

Πάμε τώρα στους δράστες. «Σωματέμποροι», «Λαθρέμποροι», «Αλβανοί μαφιόζοι», «Ψυχροί εκτελεστές της Ρώσικης μαφίας», «Πάνω από δέκα οι δράστες» «Δεκαπέντε (εδώ, έχουμε να κάνουμε με έφεδρο ανθυπολοχαγό που διδάχθηκε στοιχεία Τακτικής, βάσει των οποίων οι επιτιθέμενοι, πρέπει να είναι τριπλάσιοι από τους αμυνόμενους) φονιάδες ξεκλήρισαν δυο οικογένειες», για να καταλήξουμε πως «οι εκτελεστές είχαν και τσιλιαδόρους».

Παίρνει σειρά το κίνητρο: «Σε ντίλ ναρκωτικών έπεσαν οι κυνηγοί», «Πάθη στον κάμπο», «Τους έκλεισαν το στόμα γιατί είχαν ανοιχτά τα μάτια», «Έπεσαν σε καραβάνι σωματεμπόρων», «Ήξεραν τα κατατόπια οι δολοφόνοι που ξέφυγαν μαζί με τους νεκρούς τους».

Τα πρωϊνάδικα πήραν τη σκυτάλη από νωρίς, ενώ οι αποστολές που οργανώθηκαν αποβραδίς όργωναν ήδη λόγγους και ρεματιές και μάζευαν χωριανούς, συγγενείς και τοπικούς παράγοντες για το πανηγύρι του βραδινού δελτίου.

Σιγά- σιγά άρχισε να οργανώνεται το πρεσάρισμα της αστυνομίας, η οποία με τα γνωστά περί «ανθρωποκυνηγητού», περί «μπλόκων» σε ολόκληρη την περιοχή από ισθμό έως την... Κακαβιά, ετίθετο προ των ευθυνών της. Γιατί αργεί; Τι βρήκε; Τι ψάχνει; Πού είναι τα πτώματα; Πού είναι τα όπλα τους; Βρέθηκαν τα όπλα του εγκλήματος; Πόσοι είναι οι κάλυκες, ποιοι είναι οι ύποπτοι, «μίλησαν» τα στοιχεία, τι είπε ο ιατροδικαστής;

Τα σενάρια δίνουν και παίρνουν, τα λαγωνικά της τηλεόρασης οργιάζουν, μεγάλες και παλιές φίρμες καταφθάνουν από το απόγευμα της Κυριακής και ρίχνουν το βάρος τους υπέρ της χρυσοφόρου ενημέρωσης. Και έρχεται η ώρα του πόνου. Είναι βαθύς, βαρύς, αγιάτρευτος, σφραγίζει τις καρδιές, θολώνει τα μάτια, σφίγγει τα χείλη και ...; ένα απέραντο «ΓΙΑΤΙ», απλώνεται τριγύρω.

Ξημερώνει Δευτέρα και είναι η στιγμή να θυμηθούμε όλα τα φονικά με πάνω από ένα θύμα σε βάθος δεκαετίας, μέχρι οι επιτόπου να φτιάξουν μια αληθοφανή και κυρίως ανατριχιαστική ιστορία που θα καταναλωθεί βούλιμα από το κοινό που διψάει για αίμα, ενώ οι προσπάθειες για να βρεθεί το συνεπίκουρο σπέρμα, εντείνονται χάρη στις άοκνες προσπάθειες των δαιμονίων, που μέχρι στιγμής, παραμένουν ατελέσφορες.

Πίσω, στην αστυνομία. Και στη ρουτίνα της. Εξετάζονται μάρτυρες, γίνονται κλήσεις, συγκεντρώνονται πληροφορίες, τα μπλόκα ατονούν και τα σενάρια ξαναφουντώνουν, αφού ο δρόμος για τα Σκόπια και τη Βουλγαρία έμεινε ανοιχτός και οι δολοφόνοι έγιναν άφαντοι.

Και οι χαροκαμένοι συγγενείς; Θα πάρουν τον νόμο στα χέρια τους; «Ας πούμε ότι είχες μπροστά σου τον δολοφόνο του παιδιού τι θα τον έκανες;», ρωτάει ο δαιμόνιος έναν μεσόκοπο θείο, αφού προλογίζοντας αναφέρθηκε στο δίκαιο αίτημα για εξιχνίαση του εγκλήματος και την τιμωρία των ενόχων.

Αυτός, σηκώνει τα μάτια από κάτω και τα προσηλώνει σε κάτι δίπλα και χαμηλότερα από την κάμερα, που τώρα ζουμάρει στα βαριά του βλέφαρα, ενώ το στόμα του μισανοίγει. «Τι θα έκανες σ' αυτόν τον άνανδρο που σκόρπισε το πένθος;», επιμένει ο δαιμόνιος, ενώ προσπαθεί να γράψει στα μάτια του την απάντηση που οφείλει στον νεκρό ο μπάρμπας του, ως είδος «ότο κιού» απ' όπου διαβάζουν τις ειδήσεις που λένε οι Ευαγγελάτοι. Μούγκα ο μεσόκοπος, δεν ξέρει να διαβάζει, δεν καταλαβαίνει πως του γράφω «θα τον σκότωνα», εκτός κι αν το τρακ τον έχει αποβλακώσει, γράφει το πρόσωπο του δαιμόνιου.

Ξανά: «Είναι ο δολοφόνος, τι θα του έκανες;» Επιτέλους θα το πει! «Θα τον κέρναγα καφέ;» λέει ο ... ξενέρωτος.

Βράδυ πια και η αστυνομία αφήνει να εννοηθεί πως κάτι κινείται Η ανάκριση συνεχίζεται, πλησιάζουμε, είναι το μόνο που αποκαλύπτει. Κανάλια, καναλάρχες, παραθυρούχοι, παρουσιαστές, ανταποκριτές και απεσταλμένοι συνεγείρονται. Τι διάολο, αυτοί δεν μπορούν να πιάσουν έναν λωποδύτη, τώρα, σε τρεις μέρες βρήκαν τους ένοχους πενταπλής δολοφονίας ...;

Δύο κτηνοτρόφοι ανακρίνονται. Έπεσαν σε αντιφάσεις, είναι η πληροφορία που υφέρπει. Πάνε κι οι Αλβανοί κι οι Ρώσοι. Οι σωματέμποροι, οι λαθρέμποροι κι οι λαθρομετανάστες ξεχάστηκαν τώρα, είναι η ώρα για Βεντέτα. «Το αίμα θα ξεπλύνει τους φόνους» ουρλιάζουν τα ΜΜΕ, ενώ καταστρώνονται σχέδια από τους σχολιαστές Κακαουνάκη, Τράγκα, Καμπουράκη, κ.λ.π., για φυγάδευση των γυναικόπαιδων που κινδυνεύουν από την μανία εκδίκησης των πονεμένων, όταν βέβαια συνέλθουν από την φρικτή αβελτηρία που τους έχει καταλάβει.

Ήδη έπεισαν την αδελφή του φερομένου! ως δράστη να πάρει το παιδί της «σε ασφάλεια» και αυτή, πιασμένη στο δόκανο του κάμεραμαν λέει με σπασμένη από τον τρόμο φωνή «τι φταίει το παιδάκι μου», πριν ζαλωθεί παιδί και ρούχα για να εξαφανιστεί.

Οι ύποπτοι ως δράστες έχουν πια ταυτοποιηθεί με την συνέντευξη του αστυνομικού διευθυντή, τα κανάλια ξαναπροβάλλουν τα ρεπορτάζ από την τυχαία συνέντευξη που ως γείτονας έδωσε ο 37χρονος γιός σ' ένα απ' αυτά - με καλυμμένο το πρόσωπο τώρα - και η πρόβλεψη - προτροπή στους χαροκαμένους, επανέρχεται. «Μήπως, άμα περάσουν αυτά πιο ψύχραιμα θα αποφασίσετε να αντιδράσετε;», «Η δικαιοσύνη ας τους κρίνει», επιμένουν αυτοί ξεροκέφαλα.

«Βεντέτα απειλεί με αφανισμό τα χωριά σας. Πως θ' αντιδράσετε;» ρωτούν οι δαιμόνιοι με το ακουστικό στο αυτί τους κοινοτάρχες, εκτελώντας τις εντολές των προϊσταμένων τους να «βγάλουν τρόμο». Είμαστε φιλήσυχοι άνθρωποι ψελλίζουν αυτοί συντετριμμένοι, έχοντες κατά νου ότι οι καναλάρχες, είναι μνησίκακοι και ίσως τους βγει σε κακό αυτή η άρνηση συνεργασίας.

Αν πεις για τους δράστες, άλλοι νερόβραστοι αυτοί. Αφού διάλεξες, κύριε, να είσαι ο κακός, παίξε τον ρόλο τίμια! Πέντε ανθρώπους φάγατε, τώρα αντί να δείξετε συνέπεια, να βροντοφωνάξετε «ναι, έτσι θέλουμε, δίκιο έχουμε», κάθεστε στο κελί σας άλαλοι; Και εμείς, πως θα δουλέψουμε εμείς; Τόσα έξοδα πως θα βγούνε; Πάει, χάλασε αυτός ο τόπος όλοι το παίζουν Ευρωπαίοι ...;

Αλλά το αποκορύφωμα της τηλε -κατάντιας ήρθε λίγο πριν την κηδεία. «Οι άτυχοι γονείς του τάδε νεκρού κυνηγού δεν έχουν να πληρώσουν για την κηδεία» σαλπίζει στην κάμερα η επιτόπου, δίπλα σε έναν Ψηλό συγκρατημένο άνθρωπο. «Πως δεν έχουμε, τι είν' αυτά;» απαντά ξαφνιασμένος αυτός. «ειπώθηκε πως θα πουλήσετε το τρακτέρ για τα έξοδα της κηδείας;» πετάγεται, αρωγός ο παρουσιαστής από την Αθήνα, που τον ακούει ο καλωδιωμένος πατέρας. «Της μάνας τ' το (δεν το γράφω, αισχύνομαι) όποιος το είπε», λέει πεντακάθαρα ο αγανακτισμένος άνθρωπος, ενώ ακούγεται ένα «Ωωω!» από τη ρεπόρτερ δίπλα και ο πατέρας ξεκινάει προς τον εικονολήπτη βγάζοντας ταυτόχρονα το ακουστικό από το δεξί αυτί του. «Έφυγε», υποτονθορίζει πένθιμα η σύξυλη δαιμόνια, ενώ το πρόσωπό της κλείνει το πλάνο.

Λευκές νύχτες...


Άλλη μια μέρα πέρασε. Σκοτάδι και πάλι έξω. Αρχίζει και δεν μου αρέσει αυτό το μαύρο. Προτιμώ το φως... και είναι η πρώτη φορά που το λέω αυτό. Χρόνια τώρα λάτρευα τις νύχτες. Ένιωθα μέσα τους δυνατή. Τώρα δεν τις αντέχω... Μακάρι να γίνουν οι νύχτες μου λευκές...

Eκτός τροχιάς...