19/9/08

Ο μονόδρομος ο Άνθιμος και ο κύκλος


Όταν βρίσκομαι ανάμμεσα στα φυτά, επανακτώ τη χαμένη μου γαλήνη και όλα τα άλλα μοιάζουν λιγότερο σημαντικά, σαν να απομακρύνομαι, και φαίνονται μικρότερα. Από παιδί είχα μια ιδιαίτερη σχέση με το χώμα, σχεδόν μεταφυσική. Έμενα εκστατικός μπροστά στο κατόρθωμα ενός μικρού σπόρου που έβρισκε το κουράγιο να ριζώσει και να ξεπετάξει το λεπτό του μίσχο προς το φως. Η έκπληξη μου είναι πάντα ίδια, έντονη, κάτι που φαινομενικά μοιάζει εντελώς άψυχο να βλασταίνει και να καρποφορεί.

«Μέσα σε τόση ταπεινότητα κρύβεται το θαύμα της ζωής», έλεγε ο Άνθιμος.

Ο Άνθιμος ήταν εκείνος που με μύησε στα μυστήρια του χώματος και πρώτος με ξενάγησε στον κόσμο των φυτών. Εκτός από το όνομα του, που θύμιζε άνθος, το σώμα του θύμιζε τριανταφυλλιά. Οι κλειδώσεις του στα μακρυά και λιπόσαρκα χέρια του έμοιαζαν με τους κόμπους του λεπτού της κορμού και στα μάγουλα ήταν πάντα κολλημένα δυο μικρά αχνορόδινα πέταλα. Τα μαλλιά του ακούρευτα και σκούρα, ούτε ίσια ούτε σγουρά, πάντως πάντα αχτένιστα και, καθώς ήταν μπερδεμένα, εύκολα τα παρομοίαζες με σκοτεινό αναρριχητικό.

«Άνθιμε μοιάζεις με φυτό, μπορεί και με λουλούδι», του έλεγα. Κι εκείνος με σήκωνε αγκαλιά, θα ήμουν έξι εφτά χρονών. «Εσύ είσαι το μπουμπούκι», με πείραζε. Ο Άνθιμος τότε πρέπει να ήταν είκοσι πέντε.

Θυμάμαι την πρώτη φορά που έκρυψε έναν σπόρο μες τη γη και μου ορκίστηκε πως θα φυτρώσει. Μου ορκίστηκε, γιατί δεν τον πίστευα. Μόλις είδα το πρώτο δειλό φυλλαράκι, ενθουσιάστηκα τόσο που εγκατέλειψα όλα μου τα παιχνίδια, αφού κανένα δεν ήταν τόσο συναρπαστικό. Κι όταν έκανε το λάθος να μου πει πως ότι βάλεις μες τη γη φυτρώνει, παράχωσα σε διάφορα μέρη του κήπου τα πιο αγαπημένα μου πράγματα με την ελπίδα πως θα πολλαπλασιαστούν. Έναν ξύλινο στρατιώτη, ένα μικρό κόκκινο αυτοκινητάκι, και μια τηγανιτή πατάτα, επειδή ήταν το αγαπημένο μου φαγητό κι η μητέρα μου ποτέ δεν με άφηνε να φάω όσες ήθελα.

Έπειτα πέθανε ο παππούς και με πήρανε και μένα στην κηδεία. Όταν είδα πως τον έθαψαν στο χώμα, ήμουνα σίγουρος πως θα φυτρώσει, αλλά δεν είχα ξεκαθαρίσει αν θα γινόταν ένα δέντρο με παππούδες ή ένα δέντρο απλώς, όπως τα άλλα που υπήρχαν εκεί γύρω. Πάντως για κάμποσο καιρό είχα ξεμπλέξει με το θάνατο, δε μου φαινόταν τρομερός. Ώσπου ο δάσκαλος μας έβαλε να γράψουμε μια έκθεση με θέμα «Ο παππούς» και τελείωσα τη δική μου κάπως έτσι... «Μια μέρα ο παππούς αποκοιμήθηκε και τον φυτέψαμε σε ένα μικρό δάσος και τώρα έχει βγάλει κι αυτός κλαδιά». Τότε μου εξήγησαν.

Ο Άνθιμος άρχισε σιγά σιγά να μου δείχνει την τέχνη του να και να μου λέει τα μυστικά της κι εγώ μάθαινα γρήγορα, μέχρι που μπορούσα να τον βοηθάω, κι όταν φύτεψα ολομόναχος το πρώτο μου φυτό, τον ρώτησα... «Δηλαδή τώρα είμαι κι εγώ κηπουρός;» «Μόνο κηπουρός; Εσύ τώρα είσαι ο αρχικηπουρός», μου είπε. Κι από τότε, όλο έτσι με φώναζε, «αρχικηπουρό».

Έλεγε πως τα φυτά καταλαβαίνουν και αισθάνονται. Μπορούν να νιώσουν χαρά και θλίψη, φοβούνται, ελπίζουν, δακρύζουνε, γελάνε. Απολαμβάνουν τα φιλιά και τα χάδια, κι αν τα χτυπήσεις, τα πατήσεις ή τα κόψεις, υποφέρουν και πονάνε. Ακόμη και τα ραπανάκια και τα κουνουπίδια θα το καταλάβουν αν τους πεις ψέματα. Κι αν τα αγαπάς, συνδέονται μαζί σου και χαίρονται όταν είσαι χαρούμενος ή στεναχωριούνται όταν είσαι λυπημένος.

Ήξερε αμέτρητες ιστορίες για το καθένα ξεχωριστά και μου έμαθε τα ιερά δέντρα των Θεών, όπως η ελιά που ήταν το δέντρο της Αθηνάς, η δάφνη που ήταν το ιερό δέντρο του Απόλλωνα ή η βελανιδιά που τη θεωρούν ιερή οι Δρύιδες. Η συκιά ήταν το δέντρο της δημιουργίας.

Έπειτα μου έμαθε τα φυτά του διαβόλου. Ο μανδραγόρας, το αγριόσκορδο, διάφορα δηλητηριώδη μανιτάρια. Ο ανθός του υοσκίαμου ήταν το μάτι του διαβόλου και το αγαπημένο του φυτό ήταν η μπελαντόνα. Αλλά κι οι μάγισσες είχαν τα δικά τους φυτά. Το νυχτολούλουδο φύτρωνε πάντα έξω από τα σπίτια τους και τα φουντούκια, η φτέρη και το ηλιοτρόπιο ήταν τα φυτά που χρησιμοποιούσαν για να γίνουν αόρατες.

Έλεγε πως οι κουφοξυλιές χρησίμευαν σαν κατοικίες στους μάγους και στις μάγισσες και κανένας άνθρωπος δεν τολμούσε να φυτέψει στον κήπο του μια κουφοξυλιά, εκτός κι αν ήθελε να πουλήσει την ψυχή του στο διάβολο.

Κι όταν έδειχνα να τρομάζω, μου έλεγε για τα λουλούδια της αγάπης και του έρωτα, της αφοσίωσης και της αγνότητας. Ο κισσός της πίστης, το γιασεμί της χαράς. Ήξερε ακόμη και τα δηλητηριώδη, τα «γητευτικά» και τα αντίδοτα. Όλα τα φυτά που έλυναν τα μάγια και τα φαρμακευτικά βότανα. Μερικές φορές νόμιζα πως ήξερε τα πάντα.

Κάποτε σταμάτησε να έρχεται και, όταν τον αναζήτησα, μου είπαν πως δεν θα ξαναρχόταν, αλλά δεν μου εξήγησαν γιατί. Οργίστηκα σίγουρος πως με κορόιδεψε, πως όλα ήταν ψέματα, πως ποτέ του δεν αγάπησε τα φυτά και, αλλοίμονο, πως δεν αγάπησε ούτε εμένα. Έκλαψα αρκετές φορές κρυμμένος πίσω από τον κορμό της μοναδικής μας καρυδιάς, αλλά ο Άνθιμος δεν ξαναφάνηκε.

Σε λίγες μέρες μαράθηκαν όλα τα λουλούδια, αρρώστησαν τα δέντρα, τα καταπράσινα αναρριχητικά έγιναν γκρι και μια μικρή ντοματιά που φυτέψαμε μαζί και την είχαμε ονομάσει Πηνελόπη έβγαλε κάτι θλιβερές μαύρες ντομάτες.

Δεκάξι χρόνια αργότερα, έπεσε στα χέρια μου μια παλιά φωτογραφία, εγώ παιδί δίπλα στον Άνθιμο, και την έδειξα στη μητέρα μου. Της ξέφυγε ένα «Α, τον καημένο!» και μου είπε πως ο Άνθιμος είχε πεθάνει από την καρδιά του, τότε, γι αυτό είχε σταμάτησει να έρχεται.

«Καλά, δεν το ήξερες; Νόμιζα πως σου το είχα πει. Μπορεί τότε που ήσουν παιδί να μην θέλαμε να σε στεναχωρήσουμε, αλλά μετά; Νόμιζα πως σου το είχα πει».

«Από την καρδιά του; Δεν ήταν πολύ νέος;»

«Eίκοσι έξι. Είκοσι έξι χρονών παλικάρι».

«Και πέθανε από την καρδιά του;»

«Tι τα θες; Είχε προβλήματα εκ γενετής. Ανάπηρος. Τίποτα δεν χάρηκε. Μόνο τα δέντρα και τα λουλούδια. Κανονικά δεν έπρεπε να κουράζεται, του ΄λεγαν οι γιατροί, αλλά ήταν γεννημένος να φροντίζει κήπους. Θυμάσαι πως τις είχε τις τριανταφυλλιές;»

«Έμοιαζε με τριανταφυλλιά...»

Τώρα τις έχω εγώ τις τριανταφυλλιές και όλο τον κήπο. Τον φροντίζω και νιώθω πως φροντίζω ένα μέρος του εαυτού μου. Με ηρεμεί η γαλήνη του και με μαγεύει ο τρόπος που επικοινωνούμε. Ο κήπος δεν υποκρίνεται, κι αν υποκριθώ εγώ, αμέσως το καταλαβαίνει. Η απλότητα του είναι η πιο βασική μου αλήθεια. Αυτή η αποδοχή, αν βραχεί θα βραχεί, κι αν δεν βραχεί θα τον ποτίσω. Δεν πρέπει να τον ποτίζω πάντα ούτε πολύ. Η ισορροπία του με παραπέμπει στην ισορροπία που λείπει στις σχέσεις των ανθρώπων....

Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο της Εύας Ομηρόλη, «Σεισάχθεια». Διαβάζοντας το χτες το βράδυ το βρήκα ενδιαφέρον και θέλησα να το μοιραστώ μαζί σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: