31/12/10

Στη νύχτα μου λαμπιόνια και γύρω γύρω νεράιδες...


Να χαρείς ρε σου λένε όλοι! Χριστούγεννα είναι! Δε βλέπεις γύρω σου την εορταστική ατμόσφαιρα; Τα φωτάκια, τα αστεράκια, τα φτεράκια, τα χρυσοστολισμένα νεραϊδάκια, τα ασημοσκεπασμένα αγιοβασιλάκια…

Εσύ όμως ποτέ δεν γούσταρες τα αγιοβασιλάκια. Τα καλικαντζάρια γούσταρες! Αυτά που ροκανίζουν το δέντρο της γης! Τις νύχτες αφουγκραζόσουν τον αέρα, κρατώντας την ανάσα σου. Προσπαθούσες να καταλάβεις αν προχωρούσε η δουλειά τους, θα προλάβαιναν φέτος ή πάλι θα έφταναν τα Φώτα και άπατη θα πήγαινε η προσπάθεια; Κάθε φορά που το έλεγες στη μάνα σου μπούφλα έτρωγες «Τι είναι αυτά που λες παιδί μου; Μην τολμήσεις να πεις τέτοια πράγματα σε κανέναν άλλο! Ρεζίλι θα με κάνεις!»

Δεν έβρισκες λόγο να γουστάρεις τον Άγιο Βασίλη. Αφού δεν υπάρχει! Σιγά μην υπάρχει! Αφού το δικό σου σπίτι δεν είχε τζάκι, τι μούφες σου έλεγαν για τον χοντρό κυριούλη που κατεβαίνει και καλά το βράδυ μέσα από την καμινάδα για να σου γεμίσει την κάλτσα την πλουμιστή με τα μύρια καλά… Το σφύριξες το μυστικό στη μάνα σου όταν ήσουν εφτά χρονών κι έφαγες μια μεγαλοπρεπέστατη κατσάδα που θα τη θυμάσαι σ’ όλη σου τη ζωή!

Κι όταν μεγάλωσες προσπάθησες να μην ενδώσεις στην καταναλωτική μανία που ακολουθούσε το «χο χο χο» του κοκκινοντυμένου χοντρούλη αλλά κανένας δε σε άκουγε! «Έλα ρε Αντώνη! Για το καλό ρε! Μην είσαι μίρλας και μιρμίρης ρε! Βγες στα μαγαζιά, ψώνισε, αγόρασε καινούρια ρούχα, μην είσαι κρυόκωλος ρε!» σου έλεγαν οι φίλοι σου κι εσύ μουρμουρίζοντας κοίταγες μέσα από τα λαμπιόνια την παραμορφωμένη πραγματικότητα «Για να το λένε όλοι, δίκιο θα έχουν. Εγώ είμαι ο γκρινιάρης και ο ανάποδος της ιστορίας φαίνεται. Άντε! Να σας κάνω τη χάρη! Για το καλό ρε!».


Και να τα πρώτα τραπέζια πίστα στα μπουζούκια, ρεβεγιόν βλέπεις! χαρά ζωής! και να τα γαρύφαλλα και τα ουίσκια και τα κουνήματα και τα στραφταλιστά μπουστάκια που ξεχείλιζαν σάρκα και ιδρωμένη γιορτίλα, και συ να φύγεις ήθελες, να φύγεις «μα καλά ρε Αντώνη, μαλάκας είσαι; Σκάσε ένα χαμόγελο ρε! Χαμογέλα! Γιορτές είναι! Για το καλό ρε!» εσένα βέβαια η φούσκα σου ήθελε να σκάσει από το κατούρημα αλλά δεν τολμούσες να σηκωθείς να πας στην τουαλέτα, τόσο στριμωγμένα που ήταν τα τραπεζοκαθίσματα στο μαγαζί, σιγά μην προλάβαινες, άρχισες να ζαχαρώνεις το μπουκάλι το νερό, να το πάρεις στη ζούλα και να ρίξεις ένα κατούρημα κάτω από το τραπεζομάντηλο του μπουζουκομάγαζου ήθελες, να το φχαριστηθεί η ψυχή σου!

Και στο γιορτινό τραπέζι με τα μούτρα στο πάτωμα πήγαινες. Δεν μπορούσες να καταλάβεις τι εμπνεύσεις ήταν αυτές! Μαζευόντουσαν γύρω από ένα τραπέζι άνθρωποι που είχαν να ιδωθούν από το Πάσχα και οι ανταλλαγές ευχών έδινε κι έπαιρνε «μα αφού δεν γουστάρουν ο ένας τον άλλο, γιατί τρώνε μαζί; Τι σκατά εύχονται ο ένας τον άλλο αφού μετά θα θάβουν η μία το φουστάνι της άλλης και θα μετράνε τα κιλά που έβαλαν στο μεταξύ» αναρωτιόσουν αλλά άχνα δεν έβγαζες «για το καλό». Παρατηρούσες τα χαμόγελα, τα χέρια που τσούγκριζαν τα ποτήρια και το κρασί που έρρεε και τίποτα δεν καταλάβαινες, τίποτα δεν σε άγγιζε αλλά συμμετείχες, πάντα συμμετείχες «για το καλό ρε».

Τα τελευταία χρόνια δεν ήταν εύκολο να πηγαίνεις στα καλέσματα γιατί δεν είχες πολλά λεφτά, τα περιθώρια στένευαν, στην εταιρεία τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά και αυτά τα γαμημένα τα καλικαντζάρια δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους, ποτέ δεν προλάβαιναν να ροκανίσουν το ρημάδι το δέντρο της γης, να πέσει μια και καλή να γκρεμιστεί ήθελες τέτοιο που ήταν, να ξαναχτιστεί από την αρχή ήθελες τέτοιο που ήταν, να γίνουν όλα καινούρια ήθελες τέτοια που ήταν τα παλιά αλλά πάλι δε μίλαγες γιατί η Άννα η γυναίκα σου σε πίεζε και κατέβαζε τα μούτρα της στις αντιρρήσεις σου και δεν ήθελες να την κακοκαρδίσεις «έλα ρε Αντώνη, χαμογέλα αγάπη μου, θα πάρουμε ένα δάνειο και θα ψωνίσουμε τα δώρα και τα ρούχα των παιδιών. Χαμογέλα αγάπη μου! Για το καλό!»

Χαμογελούσες «για το καλό» και υπόγραφες τα εορτοδάνεια κι έσφιγγες το χέρι του υπάλληλου στην τράπεζα, το λαιμό του ήθελες να του σφίξεις αλλά πάλι δεν έκανες καμιά κίνηση, «για το καλό» έπαιρνες τα δανεικά λεφτά και τα’δινες στη γυναίκα σου, να ντυθεί, να στολιστεί, να γίνει σα χριστουγεννιάτικο στραφταλιστό δέντρο, να ανέβει στο τραπέζι και να χαρεί τα δικά της δεκαπέντε λεπτά διασημότητας «Χαμογέλα αγάπη μου! Γιορτές είναι! Για το καλό!» σου φώναζε και κούναγε τα γοφιά της κι εσύ προσπαθούσες να συγκεντρωθείς και ν’ακούσεις κάτω από το μπουζουκομάνι τα καλικαντζάρια να ροκανίζουν, να ροκανίζουν «Αρχίδια δουλειά κάνουν τα άχρηστα!» μουρμούραγες κι φόραγες το χαμόγελο μόλις σ’έσπρωχνε ο Ηλίας ο παιδικός σου φίλος που κατέβαζε τα ουίσκια σα νερό «Χαμογέλα ρε μαλάκα. Γιορτές είναι. Για το καλό ρε!»


Φέτος περιμένεις τα καλικαντζάρια με την ίδια προσμονή που τα περίμενες όταν ήσουν μικρός.
Φέτος περισσότερο από ποτέ, θέλεις να χειροκροτήσεις την τελευταία δαγκωνιά στο δέντρο της γης.
Φέτος περισσότερο από ποτέ θέλεις να βγεις σε μια κεντρική πλατεία ντυμένος Χριστουγεννιάτικο δέντρο και ν’αρχίσεις να φωνάζεις:

«Στο δέντρο μου λαμπιόνια και γύρω γύρω νεράιδες ρε μαλάααααααααααααααακες!» κι ας σε περάσουν για τρελό κι ας έρθουν να σου πούνε «Τι λες ρε φίλε; Πας καλά; Τι είναι αυτά; Γιορτές είναι! Χαμογέλα! Για το καλό ρε!».

Φέτος περισσότερο από ποτέ θέλεις να βγεις στους δρόμους φωνάζοντας «Λευτεριά στα καλικαντζάρια ρε! Αφήστε τα να κάνουν τη δουλειά τους! Μπας και γκρεμιστεί το ρημάδι και φυτρώσει άλλο καλύτερο! Για το καλό ρε!»

Αmelie Law

29/12/10

Ζωές στα σκουπίδια


Ένα διαµελισµένο σώµα µέσα σε ένα απορριµµατοφόρο. Ένας άνθρωπος που είχε την τύχη σκουπιδιού. Η είδηση γιατο ανατριχιαστικό δυστύχηµα έκανε τον γύρο της στα δελτία των ειδήσεων και µετά χάθηκε (ως συνήθως) µέσα στη ροή µιας καθηµερινότητας που είχε πιο «ενδιαφέροντες» τίτλους: το θρίλερ της ελληνικής οικονοµίας, το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, την πεσµένη κίνηση στην αγορά... Όλα κοµµάτια µιας επικαιρότητας που (όπως φαίνεται) δεν έχει χρόνο για αλτρουισµούς.

Το στοµάχι του«ανθρώπου του καναπέ» έχει αναπτύξει δυνατά αντισώµατα. Και µια τάση να ενδιαφέρεται περισσότερο για όσα έχουν άµεση σχέση µε το πορτοφόλιτου. Άλλωστε, το διαµελισµένο σώµα δεν είχε καν όνοµα. ∆εν τοαναζήτησε κανείς...

Το θέατρο «Σηµείο» και ο Νίκος ∆ιαµαντής, αντιδρώντας στην είδηση της φρίκης, απηύθυνε ανοιχτή πρόσκληση σε καλλιτέχνες, ανθρώπους του λόγου και της διανόησης, ζητώντας το «σχόλιό» τους σαν µια δήλωση αλληλεγγύης, σαν ένα µικρό κοµµάτι αντίστασης στην πολτοποίηση της ανθρωπιάς µας.

Έτσι γεννήθηκε µια ιδιότυπη παράσταση υπό τον τίτλο «Κανένας». Μέσα στα κείµενα που παρουσιάζονται απόψε στο θέατρο περιλαµβάνονται θεατρικοί µονόλογοι, ποιήµατα, δοκίµια, πεζά. «Η δουλειά µας είναι να ανταποκρινόµαστε εν θερµώ», λέει ο Νίκος ∆ιαµαντής. «∆εν θέλουµε να καταγγείλουµε ούτε να αποκαταστήσουµε τη δουλειά που πρέπει να κάνουν οι φορείς της Πολιτείας. Απλά θέλουµε να υπενθυµίσουµε ότι είµαστε παρόντες. Ότι σ’ αυτή την άγρια κοινωνική κρίση όπου ζούµε υπάρχει ένα δίχτυ ασφαλείας: η ανθρωπιά».

«Έχουν αρχίσει να φαίνονται µακριά κάτι φώτα. Τι ευτυχία, αν ήταν κανείς µέσα στα φώτα, θα κινδύνευενα τον πάρουν είδηση οι άλλοι και να τον διώξουν. Ενώ εδώ µέσα είναι σκοτεινά, κανείς δεν πρόκειται να σε καταλάβει. Θα ήταν το χέρι του Θεού που µε πήρε από τον κάδο των σκουπιδιώνκαι µε τοποθέτησε απαλά εδώ µέσα για να µην καταλάβω τίποτα...». Ο ποιητής Θανάσης Νιάρχος ήταν από τους πρωτεργάτες της εν λόγω συνάντησης. Το κείµενο που έγραψε ειδικά για τη βραδιά (όπως και όλοι οι συµµετέχοντες) εισχωρεί στο µυαλό και την ψυχή του άτυχου ανθρώπου και του δίνει φωνή – µια φωνή που αλλιώς δεν θα ακουγόταν ποτέ.

«Ειναι εξωφρενικό αυτό που συνέβη. Έπειτα από µια τέτοια φρίκη, οι εκλογές έπρεπε να γίνουν µυστικά», λέει ο Θανάσης Νιάρχος.

Και οι 23 συµµετέχοντες, συγγραφείς, ποιητές, δηµοσιογράφοι, δοκιµιογράφοι, ανταποκρίθηκαν στην ιδέα του Νίκου ∆ιαµαντή, σαν να περίµεναν µια ευκαιρία για αυτή την εκδήλωση.

«Η φιλανθρωπία είναι πιο δύσκολος τρόπος να δηλώσει κανείς τη συντριβή του», λέει ο δηµοσιογράφος Ηλίας Κανέλλης, ένας από τους συµµετέχοντες. «Χρειάζεται λεφτά και δηµοσιότητα κι έχει το µειονέκτηµα ότι οι φιλάνθρωποι νοιάζονται περισσότερο για τον εαυτό τους (τη φήµη τους, τουςλογαριασµούς τους, την ισοσκέλιση των φορολογικών τους εξόδων, τον µύθο τους) παρά για εκείνους που ελεούν. Πάντως, από ολότελα, καλή κι η φιλανθρωπία. Αλλά δεν φτάνει. Από τη λύπη έως την υστερόβουλη καλοσύνη δεν µεσολαβεί παρά η πολιτική. Μόνο στηνεπικράτεια της πολιτικής και, κυρίως,της διά της πολιτικής κατάφασης στην κοινωνική δικαιοσύνη υπάρχει ελπίδα να µειωθούν τόσο φρικτά συµβάντα».

Όσοι βρέθηκαν χτες στο θέατρο «Σηµείο» είχαν την τύχη να ακούσουν κείµενα των Βασίλη Βασιλικού, Nίκου Βατόπουλου, Νίκου Βλαντή, ∆ιονύση Βυθούλκα, Ρέας Γαλανάκη, Κωστή Γκιµοσούλη, Βασίλη Kατσικονούρη, Λίλας Κονοµάρα, Γιάννη Κοντού, Ενης Κούκουλα, ΓιώργουΛαζόγκα, Μαρίας Λαϊνά, Γιώργου Μανιώτη, Γιώργου Μαρκόπουλου, Παναγιώτη Μέντη, Κώστα Μουρσελά, Νίκου Παναγιωτόπουλου, Λευτέρη Παπαδόπουλου, Κατερίνας Σχινά, Στέλιου Χατζηαδαµίδη, Γιάννη Χρυσούλη.



Πηγή: Tα Νέα

Ο πατέρας Μίκης


Όταν μου ζήτησαν να μιλήσω για τον πατέρα μου σκέφτηκα "Αυτό θα είναι πολύ εύκολο και θα γράψω γρήγορα". Και όμως, βρέθηκα δύο μέρες πριν το συνέδριο και όλο απέφευγα το χαρτί, γιατί δεν ήξερα από πού να ξεκινήσω.

Και όμως δεν χρειάστηκε παρά να βάλω να ακούσω το Concerto Νο 2 για πιάνο του Rachmaninov για να βρεθώ πάλι 33 χρόνια πίσω στην ερημιά των Ταρτάρων, όπου αγωνιούσα να ανακαλύψω, μικρό κορίτσι, την ψυχή των ανθρώπων μέσα στην απέραντη μοναξιά του μυαλού μου. Όταν πάλευα κι εγώ να υπάρξω, να γίνω και εγώ κάτι ξεχωριστό, όπως έπρεπε να γίνω δίπλα σε ένα τόσο ξεχωριστό πατέρα.

Έτσι καθόμουνα πάνω στις πολεμίστρες του οχυρού κι αγνάντευα την απέραντη κίτρινη έρημο με τα διάσπαρτα ανυψώματα και τη σκληρή την πέτρα και όλο παρακολουθούσα την απεραντοσύνη της ερημιάς, του τίποτα, και όλο περίμενα να έρθουν από μακριά μυριάδες τα άλογα που θα έφερναν τους κατακτητές και θα πλημμύριζαν την ψυχή και την καρδιά μου. Και να που άκουγα τα ποδοβολητά, όλο πλησίαζαν οι καλπασμοί των αλόγων και ήταν αυτό το πρώτο μέρος του Concerto για πιάνο που μ' έφερνε πιο κοντά, πιο κοντά στην αναμπουμπούλα.

Όμως δεν ήρθε ποτέ κανείς και πάντα αγνάντευα την έρημο και αυτός ο φόβος απέναντι στους Ταρτάρους, όλο μεγάλωνε την αγωνία μου και όλο ερέθιζε τη φαντασία μου, ώσπου να εύχομαι κάποτε αυτή η απέραντη ερημιά να πλημμυρίσει από άγριους καβαλάρηδες και το μυαλό μου να κυριαρχηθεί από την βοή και την αρπαγή των χιλιάδων εισβολέων.

Όμως εγώ, μικρό κορίτσι, έφηβη, παρέμενα πάντα μόνη, μπροστά στην απέραντη μοναξιά της κιτρινοκόκκινης ερήμου.

Και θυμάμαι πως όλη εκείνη την περίοδο που μεγάλωνα δίπλα στους γονείς μου και στον αδελφό μου, στο Παρίσι, η μόνη σχέση με τον γύρω κόσμο ήταν με τον κόσμο του πατέρα μου. Κόσμος πυκνός, έντονος, μια στρατιά από καλλιτέχνες εξόριστους και πολιτικούς εξόριστους και φοιτητές εξόριστους. Πολλοί, πολλοί άνθρωποι..

Αλλά όταν γύρναγα σε μένα, γύρναγα σ΄αυτή την απέραντη έρημο των Ταρτάρων και εκεί αφουγκραζόμουνα το 2ο Concerto του Rachmaninov. Ήταν το δεύτερο μέρος, το Adagio, που με άφηνε παντελώς μόνη πάνω στις πολεμίστρες και εγώ να κλαίω από αγαλλίαση ελπίζοντας ότι οι μυριάδες καβαλάρηδες θα έρθουν να με κατακτήσουν, αλλά και από πόνο γιατί η έρημος ήταν πάντα έρημη κίτρινη και κόκκινη, να καίει κάτω από τον ήλιο. Ίσως όμως να ήταν πάντα αυτό που ήθελα : να ακούω τη μουσική και να κλαίω μέσα στην ερημιά μου.

Με όλες αυτές τις καθημερινές αγωνίες μεγάλωνα κοντά στον αδελφό μου και στους γονείς μου, έτσι, τόσο μόνη χωρίς φίλους της ηλικίας μου, αλλά πάντα στο πλευρό του πατέρα μου· να ακούω τα λόγια του, τα λόγια των συντρόφων του, να ρουφάω κάθε λέξη, κάθε σκέψη, πάντα αμίλητη. ( Όχι δεν μίλαγα ποτέ, μα ποτέ, όταν μιλούσε ο πατέρας μου. Πάντα άκουγα και πάντα χαιρόμουνα να τον ακούω.) Και μετά γύρναγα στο δικό μου κόσμο, στο δωμάτιό μου πλημμυρισμένο από τους ατέλειωτους ήχους της μουσικής (ο πατέρας μου από τα έντεκά μου χρόνια, μόλις φτάσαμε στο Παρίσι, μου είχε διαλέξει τη μουσική που θα μου άνοιγε τις πύλες του Παραδείσου, της ευδαιμονίας, της γνώσης, της αγωνίας, του πάθους, της έξαρσης, του ερωτισμού, του απέραντου λυγμού και ο κόσμος μου ήταν μία πηγή αρμονίας και μελωδίας. Δεν έμπαινε κανείς στο δωμάτιό μου με την εκκωφαντική μουσική. Αλλά, ήξερα πως ο πατέρας μου περνούσε έξω από την πόρτα του δωματίου μου για να ακούσει λίγο, να αφουγκραστεί, να παρακολουθήσει την κόρη του που μεγάλωνε. Ο πατέρας μου ήταν πάντα εκεί γύρω να παρακολουθεί την κόρη του να μεταμορφώνεται με τη μουσική και τα βιβλία.

Και όταν o συνθέτης στο 3ο μέρος, από το Scherzando και το Presto περνούσε στο Moderato, με έπιαναν οι λυγμοί. Γιατί εγώ παρέμενα πάντα μόνη, ψηλά στις πολεμίστρες και αυτή η έρημος, η έρημος των Ταρτάρων ήταν πάντα έρημη και μόνη, και μαζί της μόνη ήταν κι η ψυχή μου.

Και κάποια πάλι μέρα -θα ήμουνα 11 χρονών- μας είπε, εμένα και του αδελφού μου, πως όταν ήταν μικρός φοιτητής στο Παρίσι, στη δεκαετία του '50, πριν γεννηθώ εγώ, του άρεσε να πηγαίνει κάθε μέρα σινεμά. Και να λοιπόν και εμείς τα παιδιά -ήταν Φλεβάρης του 1971- μόλις είχα γίνει 12 χρονών, ανεβήκαμε την RUE DE LA GAITE και απέναντι από το Θέατρο του Bobino λίγο πιο πάνω, αριστερά, μπήκαμε στο σινεμά να δούμε Ταρζάν (με τον Weistmuller). Και κάθε μέρα πηγαίναμε με τα πόδια στο σινεμά (εξ' άλλου ήταν κοντά στο σπίτι μας) να δούμε Ταρζάν και είδαμε όλες τις ταινίες του Ταρζάν και από τότε εγώ μπαινόβγαινα σε όλα τα σινεμά της γης. Όλη μου τη ζωή στο σινεμά, σχεδόν καθημερινά, έως ότου έγιναν οι γιοι μου άντρες πια και δεν ήθελαν ν' ακολουθούν την μάνα τους.

Αλλά γιατί τα γράφω όλα αυτά όταν μου ζητάνε να μιλήσω για τον πατέρα μου; Μα για τον πατέρα μου σας διηγούμαι, γιατί εγώ μικρό κορίτσι μάθαινα από αυτόν τον αεικίνητο άνδρα, τον μαχητή, να σκέφτομαι, να επιλέγω, να αποφασίζω αλλά και να περικλείω σιγά-σιγά τον εαυτό μου μέσα στη μοναξιά.

Γιατί όσο παθιασμένος και επαναστάτης ήταν έξω στο φως, μπροστά στο πλήθος, τόσο μοναχικός και σιωπηλός ήταν όταν βρισκόταν σπίτι μας, στο γραφείο του να εργάζεται, με τις παρτιτούρες του, τα γραπτά του, τα βιβλία του και αυτή η μοναξιά ποτίστηκε βαθιά μέσα στην ψυχή του αδελφού μου και μέσα στη δική μου. Γι αυτό όταν στρέφομαι προς την έρημο, πάντα ερημιά αντικρίζω. Δεν ήρθε ποτέ κανένας καβαλάρης να κατακτήσει τη ψυχή μου.

Γιατί έτσι ήταν και θα είναι πάντα ο πατέρας μου. Πάνω στις πολεμίστρες να αγναντεύει την ερημιά των Ταρτάρων. Και αυτός ψηλά, ψηλός και αγέρωχος, έχει συνηθίσει πια μπροστά στο άγονο απέραντο πέτρωμα να μελαγχολεί, αλλά και να ακούει μαζί με τα παιδιά του αυτή την εξαίσια μουσική του Rachmaninov, όταν το πιάνο τραγουδάει με το κλαρινέτο και αγκαλιάζονται με τα βιολιά και τα κοντραμπάσα και μας πάνε τόσο μα τόσο μακριά από όλους τους ανθρώπους, εκεί που οι ψυχές μας δεν αγγίζουν ποτέ και για πάντα καμία καρδιά, δεν πλησιάζουν καμία ύπαρξη και μόνοι μας ξέρουμε πόσο οδυνηρό είναι να γνωρίζεις πως άδικα κοιτάς, άδικα περιμένεις, κανείς δεν θα σε κατακτήσει και μόνος σου θα συνδιαλέγεσαι με τη σκέψη σου έως ότου σβήσεις για πάντα, ενώ όλοι οι άλλοι πέρα από το οχυρό, πέρα από το κάστρο, θα νομίζουν ότι δεν ανέβηκες ποτέ μόνος εκεί, αλλά πως βρίσκεσαι πάντα ανάμεσά τους.

Μπαμπά, ξέρω πόσο μόνος είσαι και πόσο διαφορετικός από όλους μας, γιατί μόνο εσύ απ' όσους γνώρισα και θα γνωρίσω, έχεις αυτή τη θεϊκή δύναμη να τα γνωρίζεις όλα, να τα δημιουργείς όλα και να τα αποκαλύπτεις όλα στους ανθρώπους.

Σ' ευχαριστώ μπαμπά.

Ακόμα θα σου αποκαλύψω ένα μου μυστικό, τώρα που έγινες ογδόντα χρονών.

Ήταν τότε που εσύ και η μαμά με πηγαίνατε βόλτα με το καροτσάκι στο πάρκο του Luxembοurg. Και σας κοίταζα από κάτω και από πάνω σας πέρναγαν τα θεόρατα χρυσοκόκκινα φύλλα των αγριοκαστανιών και εγώ σας παρακολουθούσα όλο λαχτάρα. Ήσασταν ο κόσμος μου, και ξέρεις μπαμπά, αυτή την εικόνα κουβαλάω όλη μου τη ζωή: την εικόνα του πάρκου του Luxembοurg και μάλιστα σε ένα συγκεκριμένο σημείο, δεξιά από το κτίριο του SENAT (της Γερουσίας). Εκεί, πάντα εκεί γυρνάω. Εκεί τριγυρίζω όταν βρίσκομαι σε ευδαιμονία, σε χαρά, σε λύτρωση!

Ίσως να ήταν λοιπόν εκεί που άφησα τα πιο λατρευτά μου πρόσωπα: τον νέο μου πατέρα και τη νέα μου μητέρα, να με κοιτάνε μέσα στην κούνια μου και να μου χαμογελούν· και να μου γελούν. Και εγώ πάντα να έχω το μυαλό μου εκεί, εκεί που λέω ότι είναι ο χαμένος μου Παράδεισος.

Μπαμπά σ' ευχαριστώ που με αγάπησες και μ' αγαπάς τόσο πολύ.

Σ' ευχαριστώ που αγάπησες και αγαπάς τον αδελφό μου.



Μαργαρίτα-Ασπασία Θεοδωράκη
Γεννήθηκε στο Παρίσι. Κόρη του Μίκη και της Μυρτώς Θεοδωράκη, ακολούθησε την οικογένεια της σε όλες τις μετακινήσεις της στην Ελλάδα και το εξωτερικό κι έζησε από κοντά όλα τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή και το έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Είναι υπεύθυνη της Λαϊκής Ορχήστρας «Μίκης Θεοδωράκης» και των εκδόσεων «Ρωμανός». Στόχος των δραστηριοτήτων της είναι η ανάδειξη και η διάδοση του έργου του πατέρα της. Έχει τέσσερις γιους.

26/12/10

Ho Ho Fucking Ho...


Μερικές φορές σκέφτομαι πως ο μόνος λόγος που οι άνθρωποι δεν αυτοκτονούν τα Χριστούγεννα είναι επειδή δεν θέλουν να λερώσουν με αίματα το μπάνιο τους. Εγώ εδώ και μερικά χρόνια λέω να κάνω ρεβεγιόν στο ΚΑΤ ή στο νεκροτομείο. Θα φύγω από τον τρίτο όροφο, παίρνοντας μαζί μου και όλα αυτά τα λαμπάκια που απλώνει στο μπαλκόνι του ο γείτονας από τον δεύτερο. Φέτος τη γλιτώσαμε. Και εγώ και τα λαμπάκια. Ο γείτονας δεν τα άπλωσε. Μου είπε ότι σκέφτεται να κάνει οικονομία στο ρεύμα. Εγώ του είπα πως δεν χρειάζονται πλέον λαμπάκια, έχουν ανάψει τα δικά μας, αυτά τα εσωτερικά που δεν είναι και κινέζικα. Συμφωνήσαμε και οι δύο ότι η χώρα θα έπρεπε να εξαιρεθεί από τα Χριστούγεννα. Δεν μας αξίζει τόση σαχλαμάρα. Ας κάναμε κάτι σαν Καθαρά Δευτέρα.

Έβγαλα το αυτοκίνητο από το πάρκινγκ και έριξα εκείνη τη φευγαλέα, τη φοβισμένη ματιά που κατά βάθος αρνείται να μεταφέρει στον εγκέφαλο ένα άσχημο μήνυμα. Ομως ναι, είχα βενζίνη και μάλιστα πάνω από μισό ρεζερβουάρ. Εδώ και ένα χρόνο αισθάνομαι ότι το αυτοκίνητο καίει περισσότερη βενζίνη, λες και έχει προβλήματα και το έριξε στο ποτό. Ξεκινάω και σκέφτομαι γιατί τα Χριστούγεννα να είναι τόσο αμερικάνικα και το Πάσχα τόσο μα τόσο ελληνικό. Πως θα ήταν, για παράδειγμα, αν ο Χριστούλης ανέβαινε στον ουρανό κάνοντας Ho Ho Ho; Υποθέτω ότι θα γλιτώναμε από τον Γαϊτάνο και θα έπαιρνε τη δουλειά η Βανδή. Στην Κηφισίας σταμάτησε το αυτοκίνητο. Σταμάτησε η σκέψη μου, σταμάτησαν τα πάντα.

Έχω την αίσθηση ότι για δέκα λεπτά σταμάτησαν και τα ρολόγια. Εκινείτο μόνο ένας τυπάκος που νοίκιαζε τηλεοράσεις, όπως κάνουν στα νοσοκομεία. Αυτό δεν ήταν μποτιλιάρισμα. Ηταν κάτι μεγαλύτερο. Λες και εκεί ψηλά υπάρχει ένα παιδάκι που έβγαλε όλα τα αυτοκινητάκια του για να παίξει στο χαλί. Αρχισα να λέω στον εαυτό μου πως την άλλη φορά καλό θα είναι να πάρω το καραβάνι με τα μουλάρια που ξεκινάει από τον Υμηττό. Στους Αμπελόκηπους είδα τον πρώτο ωραίο λόφο με σκουπίδια. Αδικα δέρνονται στην Κερατέα, η λύση είναι εδώ, μπροστά στα μάτια μας. Πολλές μικρές χωματερές. Χιλιάδες χωματερές. Μία σε κάθε γειτονιά της πρωτεύουσας.

Ένας τύπος στο ραδιόφωνο λέει για το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων. Το δικό μου επάγγελμα ήταν ανοιχτό και πηγαίνουν να το κλείσουν. Αυτό γίνεται. Ανοίγουν τα κλειστά επαγγέλματα και κλείνουν τα υπόλοιπα. Είμαστε μία χώρα που έμαθε να κινείται με αναπηρικό καροτσάκι. Μεγάλωσε πάνω σε αυτό, σφήνωσε και τώρα δεν θέλει να σηκωθεί. Πάρκαρα σε διπλή σειρά. Μπήκα σε ένα γαλάζιο κτίριο, έδωσα μία απόδειξη και μία ψυχρή χειραψία σε έναν λιγνό τύπο. Πληρώθηκα για τελευταία φορά από το ραδιόφωνο. Παρέδωσα την κάρτα εισόδου. Αλλά δεν ήθελα να φύγω. Σπίτι είχε Χριστούγεννα, εκεί δεν είχε τίποτα.

Του Κώστα Γιαννακίδη

23/12/10

Θέλει καρδιά να φτάσεις στο Βορρά...


θέλει καρδιά να φτάσεις στο Βορρά
Θάλλασες και βουνά πρέπει να ξεπεράσεις
Θέλει καρδιά να πας ως το Βορρά
να νιώσεις τη χαρά
μην λιώσεις πριν να φτάσεις
καλό ταξίδι να χεις!

Βιάσου λοιπόν στο δρόμο σου που πας
μην σταματάς να φας γιατί δεν θα προλάβεις
Θέλει καρδιά να φτάσεις στο Βορρά
αυτό μονάχα αυτό πρέπει να καταλάβεις
τρέξε για να προλάβεις...



Καλά Χριστούγεννα!


★˛˚˛*˛°.˛*。*★* *★ 。*
˛ _██_*.。*. / ♥ \ .˛* .˛。.˛
˛. (´• ̮•)*.。*/♫. ♫\*˛.* ˛_Π_____ ˛* ˛**★* 。*˛.*.★*
.°( . • .) ˛°.  /• '♫ ' •\.˛*./______/~\*. ˛*.。˛* ˛. *。
*(...'•'..) *˛╬╬╬╬╬˛°.|田田 |門|╬╬╬╬╬*˚ .˛

13/12/10

Ένα αστείο η ζωή....


Και εγώ έτρεχα
και έπινα για να αντέξω...

Τα μαλλιά της μακριά και η ζωή μικρή
ένα φιλί και τίποτα άλλο
για μια στιγμή να μπορούσαμε
να γυρίσουμε λίγο πίσω
για μια στιγμή
να σταματήσουμε τον χρόνο
να γίνουμε ξανά εραστές
και μετά πάλι εδώ
εδώ όπου ο κόσμος είναι ακίνητος
και κανείς μας δεν έχει χρόνο.

Οι σκιές όσο προχωράει η νύχτα μακραίνουν
τα βήματά της την πάνε όλο και πιο μακριά.

Ο δρόμος γεμάτος από θορύβους της νύχτας
περπατάω μόνος
πριν κάμποση ώρα χαιρετηθήκαμε
μπροστά σε έναν ταξιτζή που άκουγε λαϊκά.
Τώρα πρέπει να βρίσκεται σπίτι της.

Κατέβαινα τον μεγάλο δρόμο
και τα φώτα έσβηναν σιγά σιγά
το ένα μετά το άλλο
σαν τις ελπίδες και τις προσδοκίες μας.
Μόνο η ντροπή που τις είχε μείνει πίσω...
Πήρα μια μπύρα απο το περίπτερο και συνέχισα.
Κοίταξα μέσα στην pub.
Ήταν η ώρα για να κλείσει
και οι τελευταίοι μεθυσμένοι πελάτες
έφευγαν αφήνοντας πίσω ένα κομμάτι τους.
Συνέχισα το δρόμο μου
για να καταλήξω στην άλλη άκρη
όπου ακουγόταν ο Tom Waits να τραγουδάει το Underground.
Ανέβηκα τα σκαλιά της μέχρι την ταράτσα.
Ένας καναπές από σκουπίδια,
μπουκάλια και κουτάκια μπύρας
πεταμένα όπου μπορούσες να κοιτάξεις
και ένα σκυλί που κοιμόταν δεμένο σε μια γωνιά.

Όταν ξύπνησα ο ήλιος με τύφλωνε
και η μπύρα είχε κάνει μούσκεμα το παντελόνι μου.
Μάζεψα ότι μπορούσα από κει πάνω
ενώ έριχνα κλεφτές ματιές στον ήλιο
και χάθηκα γρήγορα στα παράξενα στενά της πόλης
με όλους αυτούς
που προσπαθούσαν να προλάβουν τη δουλειά τους.

Το μεσημέρι με βρήκε στο σπίτι.
Έβγαλα το βιβλιό της και διάβασα λίγο.
Σκέφτηκα την Χ....
Το έκλεισα γρήγορα
και μετά από ένα ουίσκι έπεσα στο κρεβάτι.
Τώρα είναι λίγο καλύτερα
άμα μπορέσω και κοιμηθώ
ίσως βγάλω κι αυτή τη μέρα...




ΥΓ. Γίνε ό,τι θέλεις.
Ένας ονειροπόλος. Ένας ανένταχτος. Ένας Αραχτός.
Ένας ερευνητής. Ένας Ακτιβιστής. Ένας Ανύπαρκτος
Ένας θεατής. Ένας δάσκαλος.
Γίνε ό,τι γουστάρεις , ρε παιδάκι μου. Εγώ μαζί σου.
Μόνο αυτό, που προσπαθούν με τόσο πείσμα να σε κάνουν,
πρόσεξε μη γίνεις.

ΕΝΑΣ ΧΡΗΣΙΜΟΣ ΗΛΙΘΙΟΣ!!!!


Αλκυόνη Παπαδάκη

Πηγή: Mοναδική...

7/12/10

Τόσο πολύ μακριά απ' το σπίτι...


Τόσα πολλά συναισθήματα. Και τα άφησε. Δεν γινόταν να αθροίσει. Ο καιρός ήταν ανάποδα. Ενας ανεμιστήρας φύσαγε παγωμένο ιδρώτα εκεί όπου κρύβονταν τα γεγονότα. Και τα ξεσκέπαζε.
Ο ουρανός είχε το χρώμα των ζωγράφων: επτά φορές γαλάζιος. Για μέρες πολλές τον κοίταζε. Από εκείνο εκεί το κενό δωμάτιο. Ακυβέρνητο και θολό στεκόταν. Αλλά διαπερνούσε σαν μάτι. Δίπλα στις προσευχές, τα βιβλία. Με αμείωτη λύπη βάδιζαν τα χρώματα. Ντροπαλά. Εμπαιναν στα ρυάκια των τοίχων, αναστενάζοντας.

Ανάμεσα στις τρίχες του φύλου είχαν φυτρώσει χωριά. Που τα χόρταινε. Πυκνή, σπάνια βλάστηση. Παγωμένα νερά, του χειμώνα. Μύριζε ένα χώμα. Αγγελιαφόρος θανάτου. Η ομίχλη κατέβαινε χαμηλά. Σχεδόν έσβηνε τα κομμένα κορμιά στις άκρες. Τις καστανιές στον γκρεμό. Παλιές, χωριστές γειτονιές, σαν σκαλισμένο σώμα σε σώμα. Οσο προχωρούσαν τα δάχτυλά του, ο βαθμός του δέντρου ανέβαινε. Πόσος καιρός είχε περάσει απ' τον βυθό;

Τα άφησε. Γιατί η οριακή ανάμνηση καταλύει κάθε επινοημένη διάπραξη. Σφραγίζεται η εκτυφλωτική μανία των ματιών να δουν αυτό που δεν υπάρχει. Και συνοψίζεται ο άνθρωπος, σαν ακατόρθωτος. Χωρίς τα μάτια να βλέπουν, διαπράττεται. Χαράζεται απ' το υπερφυσικό σκοτάδι.

Υπερέβη τον θάνατο και τον θέρισε. Για να προκύψει ζωή. Αφού ξέρει. Εκεί που είχε αρπάξει φωτιά ο βασανισμός, εξερράγησαν νέα φύλλα. Ενωσε τις σπασμένες φλέβες και βαδίζει χωρίς. Με καλό ή κακό καιρό. Η διαδρομή δεν ανήκει στον χάρτη. Την έβγαλε για να τη στερεώσει στο αναστημένο βλέμμα του.

Ανέβηκε απ' το χώμα και όλο ουρανός παντού. Εκλεβε τα γαλάζια κομμάτια και ευφραινόταν. Με μικρές, προσεκτικές μπουκιές κλειδώνει η διάρκεια. Αν χρειαστεί απόθεμα, θα υπάρχει.

Πάντα θα ταξιδεύει τόσο πολύ. Μακριά από αυτό που άφησε σπαραγμένο, σαν σπίτι. Το άφησε. Για να μαζεύεται ο ήλιος μέσα στις κόγχες, αχνίζοντας να φωτίζει. Και θα φωνάζει.

Γιατί ό,τι φεύγει είναι προορισμός. Που έρχεται καταπάνω και κατευθείαν και αν μπορείς να διακρίνεις. Ζωή να κοιτάζει προς το μέρος της ζωής και να είναι.

Οταν η μνήμη βασανίζεται από απολογισμούς, ο τόπος της ψυχής ερημώνει.

Παρουσιάστηκε μετά την ανάγκη και μετά την ομορφιά και μετά την αμαύρωση. Και με το άσπρο πουκάμισό του σαν καταζητούμενο δέρμα κολλημένο θα συνεχίσει να ξεσκεπάζει. Με μια αδημονία να τρέχει στα μάτια του να δει από κάτω. Οσα έσβησε ο χειμώνας. Οσα πάγωσαν. Μια φωτογραφία.


Και είδε. Οχι ομίχλη, όχι παγωμένα νερά, όχι χώμα.

Αυτό που είναι να δουν οι άνθρωποι, θα το δουν όρθιοι, σαν τεράστιο, γεννημένο πλήθος, σε οθόνη αλαφιασμένη. Και σε όλες τις γλώσσες του κόσμου γράφεται πως αρχίζει απ' το τέλος. Αλλά δεν φαίνεται.

Γιατί αυτό που βλέπουν οι άνθρωποι είναι μόνο το τέλος. Ορθάνοιχτο τέλος, φωτεινό. Και το τέλος είναι το υλικό τής πάλι ζωής.

Εκεί που κουρνιάζει ξανά ο κόσμος και φαίνεται.

Σταύρος Σταυρόπουλος

2/12/10

Σκίζω... γράφω... θυμάμαι...


Απόψε φυσάει ένας αγέρας φερμένος από το νότο γεμάτος πόθους κι ελπίδες... άραγε είναι αληθινός;