7/12/10

Τόσο πολύ μακριά απ' το σπίτι...


Τόσα πολλά συναισθήματα. Και τα άφησε. Δεν γινόταν να αθροίσει. Ο καιρός ήταν ανάποδα. Ενας ανεμιστήρας φύσαγε παγωμένο ιδρώτα εκεί όπου κρύβονταν τα γεγονότα. Και τα ξεσκέπαζε.
Ο ουρανός είχε το χρώμα των ζωγράφων: επτά φορές γαλάζιος. Για μέρες πολλές τον κοίταζε. Από εκείνο εκεί το κενό δωμάτιο. Ακυβέρνητο και θολό στεκόταν. Αλλά διαπερνούσε σαν μάτι. Δίπλα στις προσευχές, τα βιβλία. Με αμείωτη λύπη βάδιζαν τα χρώματα. Ντροπαλά. Εμπαιναν στα ρυάκια των τοίχων, αναστενάζοντας.

Ανάμεσα στις τρίχες του φύλου είχαν φυτρώσει χωριά. Που τα χόρταινε. Πυκνή, σπάνια βλάστηση. Παγωμένα νερά, του χειμώνα. Μύριζε ένα χώμα. Αγγελιαφόρος θανάτου. Η ομίχλη κατέβαινε χαμηλά. Σχεδόν έσβηνε τα κομμένα κορμιά στις άκρες. Τις καστανιές στον γκρεμό. Παλιές, χωριστές γειτονιές, σαν σκαλισμένο σώμα σε σώμα. Οσο προχωρούσαν τα δάχτυλά του, ο βαθμός του δέντρου ανέβαινε. Πόσος καιρός είχε περάσει απ' τον βυθό;

Τα άφησε. Γιατί η οριακή ανάμνηση καταλύει κάθε επινοημένη διάπραξη. Σφραγίζεται η εκτυφλωτική μανία των ματιών να δουν αυτό που δεν υπάρχει. Και συνοψίζεται ο άνθρωπος, σαν ακατόρθωτος. Χωρίς τα μάτια να βλέπουν, διαπράττεται. Χαράζεται απ' το υπερφυσικό σκοτάδι.

Υπερέβη τον θάνατο και τον θέρισε. Για να προκύψει ζωή. Αφού ξέρει. Εκεί που είχε αρπάξει φωτιά ο βασανισμός, εξερράγησαν νέα φύλλα. Ενωσε τις σπασμένες φλέβες και βαδίζει χωρίς. Με καλό ή κακό καιρό. Η διαδρομή δεν ανήκει στον χάρτη. Την έβγαλε για να τη στερεώσει στο αναστημένο βλέμμα του.

Ανέβηκε απ' το χώμα και όλο ουρανός παντού. Εκλεβε τα γαλάζια κομμάτια και ευφραινόταν. Με μικρές, προσεκτικές μπουκιές κλειδώνει η διάρκεια. Αν χρειαστεί απόθεμα, θα υπάρχει.

Πάντα θα ταξιδεύει τόσο πολύ. Μακριά από αυτό που άφησε σπαραγμένο, σαν σπίτι. Το άφησε. Για να μαζεύεται ο ήλιος μέσα στις κόγχες, αχνίζοντας να φωτίζει. Και θα φωνάζει.

Γιατί ό,τι φεύγει είναι προορισμός. Που έρχεται καταπάνω και κατευθείαν και αν μπορείς να διακρίνεις. Ζωή να κοιτάζει προς το μέρος της ζωής και να είναι.

Οταν η μνήμη βασανίζεται από απολογισμούς, ο τόπος της ψυχής ερημώνει.

Παρουσιάστηκε μετά την ανάγκη και μετά την ομορφιά και μετά την αμαύρωση. Και με το άσπρο πουκάμισό του σαν καταζητούμενο δέρμα κολλημένο θα συνεχίσει να ξεσκεπάζει. Με μια αδημονία να τρέχει στα μάτια του να δει από κάτω. Οσα έσβησε ο χειμώνας. Οσα πάγωσαν. Μια φωτογραφία.


Και είδε. Οχι ομίχλη, όχι παγωμένα νερά, όχι χώμα.

Αυτό που είναι να δουν οι άνθρωποι, θα το δουν όρθιοι, σαν τεράστιο, γεννημένο πλήθος, σε οθόνη αλαφιασμένη. Και σε όλες τις γλώσσες του κόσμου γράφεται πως αρχίζει απ' το τέλος. Αλλά δεν φαίνεται.

Γιατί αυτό που βλέπουν οι άνθρωποι είναι μόνο το τέλος. Ορθάνοιχτο τέλος, φωτεινό. Και το τέλος είναι το υλικό τής πάλι ζωής.

Εκεί που κουρνιάζει ξανά ο κόσμος και φαίνεται.

Σταύρος Σταυρόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια: