30/1/10

Στροβιλίσματα ψυχής,,,


– Τι χρώμα έχει η λύπη; Ρωτησε το αστέρι την κερασιά και παραπάτησε στο ξέφτι κάποιου σύννεφου που περνούσε βιαστικά. Δεν άκουσες; Σε ρώτησα, τι χρώμα έχει η λύπη;

– Έχει το χρώμα που παίρνει η θάλασσα την ώρα που γέρνει ο ήλιος στη αγγαλιά της. Ένα βαθύ άγριο μπλέ.



– Τι χρώμα έχουν τα όνειρα;

– Τα όνειρα; Τα όνειρα έχουν το χρώμα του δειλινού.



– Τί χρώμα έχει η χαρά;

– Το χρώμα του μεσημεριού αστεράκι μου.



– Και η μοναξιά;

– Η μοναξιά έχει χρώμα μενεξελί.

– Τι όμορφα που είναι τα χρώματα! Θα σου χαρίσω ένα ουράνιο τόξο, να το ρίχνεις επάνω σου όταν κρυώνεις.

– Το αστέρι έκλεισε τα ματια του και ακούμπησε στο φράκτη. Έμεινε κάμποσο εκεί και ξεκουράστηκε.



– Και η αγάπη; Ξέχασα να σε ρωτήσω, τι χρώμα έχει η αγάπη;

– …Το χρώμα που έχουν τα μάτια του Θεού, απάντησε το δέντρο.



– Τι χρώμα έχει ο έρωτας;

– Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, όταν είναι πανσέληνος.

– Έτσι ε; Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, είπε τo αστέρι… Κοίταξε μακριά στο κενό… Και δάκρυσε …


– Όμορφη βραδιά απόψε. Aκου, πως τραγουδάει το τριζόνι! Σε λίγο θα βγεί ο Αυγερινός. Σε λίγο θα ξημερώσει. Κοίτα που ξεχάστηκε μια ξελογιασμένη καρδερίνα. Και ξαγρυπνά. Κοιτάζει το φεγγάρι. Και ονειρεύεται…

– Σε λίγο θα ξημερώσει… Κοίτα που ξεχάστηκαν κάποιοι ξελογιασμένοι άνθρωποι. Και ξαγρυπνούν. Κοιτάζουν το φεγγάρι. Κι ονειρεύονται… Ονειρεύονται και ελπίζουν…

Αλκυόνη Παπαδάκη

28/1/10

Χειμερινά σπορ... με χάχανα και λάχανα


Μου φαίνεται τρομερό να ξυπνάς μια μέρα στην ίδια σου τη χώρα και να μην μπορείς να μπεις σ’ ένα αμάξι, σ’ ένα τρένο, να κάνεις τη διαδρομή σου, επειδή οι δρόμοι, οι ράγες, ακόμα και τα σύνορα είναι κλειστά. Είμαι παιδί της πόλης, και φυσικά αυτή η ανακατωσούρα με εκνευρίζει.



Αυτό όμως που με εκνευρίζει χίλιες φορές περισσότερο είναι η διάθεση κάποιων να παρουσιάζονται οι αγρότες σαν κάτι χαβαλέδες, που αντί να τη βγάλουν σήμερα μεθώντας και τζογάροντας στο καφενείο, είπαν να ρίξουν κι ένα μπλόκο να σπάσει η μονοτονία στο αραλίκι τους. Κάτι σαν «χειμερινό σπορ», δηλαδή.



Αυτή η προσβλητική και εκ του πονηρού υπεραπλούστευση μιας κατηγορίας Ελλήνων είναι απαράδεκτη. Ε ναι, και τι έγινε που ξημεροβραδιάζονται στα καφενεία; Το χωράφι δεν λειτουργεί εννιά με πέντε, όπως τα γραφεία μας. Εχει τις εποχές, τις μέρες, τους μήνες του. Εχει και τα άγχη του με τις στραβές υποδομές και τις στραβές σοδειές.



Η ειρωνεία στο πρόσωπο των αγροτών είναι επίσης και επικίνδυνη: αύριο, οι ίδιοι «κύκλοι» θα ειρωνεύονται τους δασκάλους, που «κάθονται τέσσερις μήνες τον χρόνο και τολμάνε και μιλάνε». ‘Η τους δημόσιους υπαλλήλους «που καλοπερνάνε με δεμένο τον γάιδαρό τους».



Πράγματι, η μόνη οικογένεια που μπορεί να ζήσει αξιοπρεπώς με οχτακόσια ευρώ τον μήνα, είναι μια οικογένεια γαϊδάρων... ‘Η, οποιαδήποτε κατηγορία εργαζομένων, όταν θα διεκδικεί δυναμικά κάτι καλύτερο, θα εξευτελίζεται με τέτοιες μισές αλήθειες, μισά κλισέ, και μισή προπαγάνδα.



Για όλους κάποτε έρχεται η ώρα που θα χρειαστεί να κατεβάσουμε στο δρόμο το δικό μας «τρακτέρ», όσο μικρό, αδύναμο και παιδικό μοιάζει μπροστά στα μεγάλα. Και τότε, το τελευταίο πράγμα που θα χρειαζόμαστε θα είναι η επιπόλαιη κοροϊδία των άσχετων.







Θα διαλυθείτε ησύχως τώρα, καλές μου θεριζοαλωνιστικές; Γιατί έχω και μάθημα σνόου-μπορντ στο χιονοδρομικό!

Γράφει η Ρίκα Βαγιάνη

26/1/10

Της λήθης η χαρά...


Τίναξα από πάνω μου τις τελείες, τα κόμματα, τα χρώματα. Τέντωσα τα μέλη μου και τα οστά τρίξανε σαν κιτρινισμένα φύλλα στο πάρκο κάτω απ’ τις πατούσες των περαστικών, τα βλέφαρα τρεμόπαιξαν στο πρόσωπο μου.
Άχνιζαν οι ανάσες αυτών που δεν ξαγρυπνούσαν, χορεύοντας αργό βάλς ολόγυρα μου καθώς τις διαπερνούσα σίγουρη ότι όπως πάντα ήταν βαθιά κοιμισμένοι και ξεμουδιασμένη απ’ το πατίκωμα μέσα στις σελίδες του παλιού βιβλίου κατευθύνθηκα προς την πόρτα. Πριν την ανοίξω σταμάτησα να φορέσω τα ξυλοπάπουτσά μου, τέτοιαν ώρα πολλοί σκορπιοί θα σέρνονται έξω. Μυρωδιά κάστανου με καθήλωσε απ’ την κουζίνα και γύρισα σκανδαλισμένη πίσω μπρος όμως την όρεξη μου την έκοψε ένας ματωμένος μπαλτάς πάνω στο μαρμάρινο τραπέζι. Ποιος ξέρει ποιο ον γεμιστό με κάστανα θα ‘ταν το μενού του δράκου μου απόψε ή αύριο.
Βγήκα ανατριχιασμένη έξω στο σκοτάδι, απηυδισμένη από εκείνες τις εικόνες που τρίβονταν τόσο καιρό πάνω μου. Πότε ένας τρίχινος χιτώνας, άλλοτε μια πορφύρα, η τήβεννος, τα χρυσά άμφια, τα κρινολίνα, τα γούνινα μανσόν ήταν μια ταλαιπωρία για το δέρμα μου. Το ‘χα καταφέρει επιτέλους να δραπετεύσω απ’ τα συμπόσια, τις σκέψεις, απ’ τα κυνήγια της αλεπούς, και κόβοντας δρόμο μέσα απ’ τις νοτισμένες αλέες μιας πρωινής μονομαχίας, δρασκελώντας πτώματα διαμελισμένα από άρματα και βομβαρδισμούς, αποφεύγοντας τα γκρίζα κτίρια που είναι πάντα φόντο στις σχολικές φωτογραφίες μεγαλοφυών αποφοίτων, καθώς και τα μαύρα τρένα με τις γυναίκες με το ένοχο βλέμμα στα παράθυρα των βαγονιών τους, γλεντώντας τη περιπλάνηση μου μέσα στις χρυσοσκαλισμένες μητροπόλεις, μέσα στις μπυραρίες με τους στρατιώτες και τις πόρνες, να φτάσω επιτέλους στην άκρη του κήπου, εκεί όπου βρισκότανε το πηγάδι. Το ‘χαν κλείσει με ντενεκεδένιο καπάκι και το ‘χαν κλειδώσει με λουκέτο για να μην κινδυνεύουν τα παιδιά, όπως τους κλειδώνουν όλα τα παράξενα, τα γλυκά, τα επικίνδυνα, τα βαθιά…



Με μια απ’ τις φουρκέτες μου στραγγάλισα το λουκέτο και σήκωσα το καπάκι. Τόσους αιώνες είχα μάταια προσπαθήσει να γεωτρήσω τον ουρανό χωρίς να καταφέρω ούτε μια τρυπούλα και μια και δεν ήταν για τα κότσια μου οι κρατήρες των ηφαιστείων, η τελευταία λύση ήταν το πηγάδι. Ήταν καιρός να καταφύγω σ’ αυτόν τον πέτρινο κύλινδρο που οδηγούσε στα έγκατα. Εύκολα η νύχτα μ’ έσπρωξε στο στόμα του. Ο πυθμένας του ήταν ένα τεράστιο μάτι που φωσφόριζε. Ανοιγόκλεινε και φώτιζε με το άσπρο της κόρης το εσωτερικό του πηγαδιού. Ανοιγόκλεινε σαν κάλυκας τεράστιου σαρκοβόρου λουλουδιού.
Λευτέρωσα τα χέρια περνώντας στον ώμο το μικρό χάντρινο τσαντάκι που περιείχε την πουδριέρα, το χτένι, το περίστροφο και οτιδήποτε σέρνει μια γυναίκα μαζί της για να έλκει τα μάτια που την ελκύουν και άρχισα να κατεβαίνω. Η ένταση των νυχτερινών ήχων που με κυνηγούσαν πολλαπλασιάστηκε. Η ακουστική του πηγαδιού ήταν τέλεια. Πόσο βαθιά λοιπόν έπρεπε, θεέ μου, να κατέβω για να ξεφύγω, να μην ξανακούσω πια αυτές τις βασανιστικές γνώριμες φράσεις; Από παντού μ’ έφτανε το «μέσα σου, μέσα μου έτσι για πάντα», το ροχαλητό της κατάκοιτης γριάς, το χλιμίντρισμα του εφήβου που καλπάζει στα σεντόνια, τα στριγγά φρεναρίσματα στην άσφαλτο. Με περόνιαζε με τους υπέρηχούς του το σιωπηλό κλάμα του προδομένου κι εκείνη η τόσο γνωστή προσευχή που έρχεται απ’ τις νυσταγμένες ελιές πάντα: «παρ’ το πίσω, παρ’ το σε παρακαλώ, δε θα το αντέξω…».



Εν τω μεταξύ τα άστρα έκαναν τη δουλειά τους. Κοιτούσαν όπως πάντα με απάθεια τα πάντα. Αυτό με εξόργιζε πιο πολύ από το καθετί. Κατέβηκα πιο κάτω ν’ αποφύγω το αμείλικτο βλέμμα τους. Πόσο ποθούσα να φράξει το στόμα του πηγαδιού το δικό Του μάτι. Θα ‘ρχόταν άραγε να με δει; Είχα περισσότερες πιθανότητες εκεί παρά μέσα στο βιβλίο. Άλλωστε δεν ήμουνα σίγουρη πως ήξερε να διαβάζει. Κοίταξα καρτερικά προς τα πάνω. Ένας κόκορας έσκυψε στην τρύπα. Το κόκκινο λειρί του φλογίτσα τσφφφ έσβησε στις υγρές αναθυμιάσεις του πηγαδιού. Έπειτα ακούστηκαν βήματα και είδα την άκρη της μπότας κάποιου κυνηγού καθώς και την άκρη της κάνης του. Δεν θ’ αργούσε να ξημερώσει, δεν θ’ αργούσε να σκοτωθεί το πρώτο πρωινό πουλί. Αμέσως μετά φάνηκε το κεφάλι της τρελής. Έσκυψε μέσα ώσπου τα μακριά αχυρένια της μαλλιά μ’ άγγιξαν στην πλάτη. Κουνούσε πέρα δώθε το κεφάλι κι αυτά με χάιδευαν –άχρηστο χάδι τώρα πια. Άσε που μπορεί να μ’ έκανε να χάσω την ισορροπία μου. «Ακροβατώ εδώ μέσα», της φώναξα όσο πιο σιγανά μπορούσα, «φύγε, άσε με, δεν είχα ποτέ μητέρα», και με πήρε το παράπονο. Δεν ήθελα να με κοιτάζει έτσι παραλογισμένη, δεν ήθελα πια άλλα μάτια. Όλα μοιάζουν, όλα ίδια σαν κι αυτά που χρόνια με κοιτάζουν στο βιβλίο. Ήθελα το δικό Του, το ένα, να κλείσει τον κύλινδρο, να βρίσκομαι μέσα σ’ αυτό το παράξενο καλειδοσκόπιο σαν ένα κομμάτι άχρωμο κρύσταλλο, ανάμεσα στα νυσταγμένα χρώματα και, ποιος ξέρει, όταν όλα κάποτε θα ξύπναγαν να ’βρισκα το ολόδικό μου χρώμα, ή να έμενα σκαλωμένη σαν από θραύση, από μια έκρηξη, ένα μικρό γυαλάκι μέσα στο βλέφαρο Του, να Τον πληγώνω εγώ. Άκουσα τη φωνή μου να αντηχεί μέσα στο πηγάδι σπαρακτικά: «Έλα, έλα επιτέλους να με δεις, έλα, να με κατατάξει η ίριδα σου στην Ίριδα»…Και τότε ήρθε. Η τρελή είχε προλάβει να εξαφανιστεί αθόρυβα όπως ήρθε, ίσως για να μην Τον δει, ίσως γιατί κάποτε τον είχε δει…

Ήρθε, ήρθε και έφραξε με το πυρόξανθο του κεφάλι το στόμιο του πηγαδιού και δεν έβλεπα πια τ’ αστέρια. Πάνω το πρόσωπο μου, στη μύτη, στα χείλη, έσταξε κάτι που το έγλειψα, το ρούφηξα, διψασμένη σα να έπινα δάκρυα αγαπημένα. Όμως δεν ήταν δάκρυα, ήταν αίμα. «Είσαι πληγωμένος;», φώναξα τρομαγμένη. «Τα αστέρια είναι οι αχινοί του ουρανού», ακούστηκε βροντερή η απάντηση Του. Μετά, μια ανυπόφορη σιωπή. Μόνο το κάτω μάτι θρόιζε ανοιγοκλείνοντας τα τρομαγμένα του βλέφαρα και κάτι σαν ελαφρύ αεράκι ανέμισε τα ρούχα του. Τα έσφιξα πάνω μου. Υπήρχε ακόμα το κορμί μου. Δεν άντεχα την ύπαρξη του ανάμεσα στα δύο μάτια. Παρόλο που μου άρεσε να με βλέπουν νομίζοντας τάχα πως έτσι τιμωρώ, άρχισα να μετανιώνω, άρχισα να αναρωτιέμαι μήπως θα ‘ταν καλύτερα να είχα αναζητήσει ένα οποιοδήποτε χέρι, αντί για το Μάτι…

Ξημέρωνε. Εκείνος με κοίταζε κατάματα σιωπηλά, κι όταν άρχισε η ικεσία μου να γίνεται οργή, χαμογέλασε. «Να μείνεις στο πράσινο, εγώ πρέπει να γυρίσω στις πληγές μου, να φας το πρωινό σου, να», είπε και είδα μια κάμα μαχαιριού να λάμπει. Έγιναν όλα αστραπιαία. Βρέθηκα ξαφνικά πεινασμένη να κάθομαι πάνω στο στόμιο του πηγαδιού ενώ τα πόδια μου κρέμονταν ακόμα στα έγκατα. Είχε εξαφανιστεί στο κόκκινο. Δεν έβλεπα πια παρά μόνο μια πυροκόκκινη τουφίτσα απ’ τα μαλλιά του μεταμφιεσμένη σε ανατολή ανάμεσα στους μώβ μαστούς της απέναντι οροσειράς, ενώ δίπλα μου στο πέτρινο πεζούλι του πηγαδιού με περίμενε η φετούλα ουρανού που μου είχε κόψει από μόνος του, αλειμμένη με μέλι.
Την έφαγα σιγά σιγά με όρεξη και κουνώντας την παλάμη με τα πασαλειμμένα δάχτυλα τον αποχαιρέτησα, ξαναγυρίζοντας στο σπίτι. Το άλλο μάτι είχε κλείσει για άλλη μια μέρα τα βλέφαρα του αποκαμωμένο κι ο μικρός πρωινός σεισμός απ’ τα χασμουρητά και τα τεντώματα του δράκου μου είχε αρχίσει κιόλας. Το τι είχα να του σκαρώσω για σήμερα δε λεγότανε. Θα άλλαζα τον σελιδοδείκτη, θα μπέρδευα τις σελίδες, την αρχή, το τέλος, τη νύχτα, τη μέρα, το πριν, το τώρα όπως ποτέ άλλοτε.

Έγραψε η Μαρία Λαγγουρέλη, Το Πρόγευμα του Χλιαρού

21/1/10

Στα καλντερίμια του χθες...


Στα «αρχοντικά» του 21ου αιώνα οι μαστόροι έχουν για βάση το μπετόν. Χρησιμοποιούν πολύ σίδερο, βάζουν μεγάλες γυάλινες επιφάνειες για να τραβάνε τον ήλιο προς τη μεριά τους και διακοσμούν με απαστράπτοντες γρανίτες και μάρμαρα για να δείξουν την πολυτέλεια και τον πολιτισμό τους. Στο «βασίλειο» της κακογουστιάς, πολλά από τα επιβλητικά σύγχρονα κτίρια φτιάχνονται με αυτόν τον τρόπο και ακολουθούν συναρπαστικά για το μάτι σχήματα, έχουν μέγεθος που εντυπωσιάζει, αλλά όταν πας να μιλήσεις για τη χάρη και την πλαστικότητά τους στον χώρο, η γλώσσα σου γίνεται κόμπος και μοιάζει σαν να μην έχεις τίποτε να πεις και να προσθέσεις. Σε ένα άλλο «βασίλειο» όμως, που ανήκαν κάποιοι άλλοι άνθρωποι, τα πράγματα ήταν πολύ απλά. Μία ήταν η βάση για το χτίσιμο, η πέτρα, η πελεκημένη και σωστά γωνιασμένη.


Σε εκείνο το βασίλειο ο «ακρογωνιαίος λίθος», ήταν ποτισμένος με ιδρώτα και εμφάνιζε όλα τα χειροποίητα σημάδια του ανθρώπινου μόχθου. Με σφυριά και καλέμια το άχρηστο υλικό που στοιβαζόταν σε βράχια, γινόταν χρήσιμο και κάποτε ερχόταν η στιγμή για να μετατραπεί σε έργο τέχνης με απίστευτη πλαστικότητα και χάρη. Σε εκείνο το «βασίλειο» της μνήμης περιδιαβαίνω ασταμάτητα και «συλλέγω» τα καλύτερα κομμάτια του.



Για άλλους, αυτές οι διαδρομές αναζήτησης δεν έχουν να πουν τίποτε και τους προξενεί γέλιο το να ασχολούνται κάποιοι άνθρωποι στην εποχή μας με... πελεκημένα λιθάρια, ρυθμούς, τεχνοτροπίες άλλων εποχών. Πολλοί όμως συγκινούνται πραγματικά, αντιμετωπίζουν το «βασίλειο» της μνήμης σαν ευλογημένο τόπο και κάνουν ό,τι μπορούν για να αντέξει στον χρόνο.



Υποστηρίζουν πολλοί ότι η αρχιτεκτονική κλέβει συχνά την παράσταση από την τέχνη, γιατί είναι πολλές τέχνες μαζί και η δύναμή της είναι μεγαλύτερη. Όπως και η γοητεία της, η μαγεία, η δημιουργία, ο έρωτας που κρύβει και η φαντασία. Έτσι, ακόμη κι αν τα τελευταία χρόνια χτίζονται χιλιάδες κακόγουστα κτίρια, υπάρχουν όμως και κάποια που ξεχωρίζουν, χάρη σε δημιουργούς που κάποτε έδωσαν το μυαλό και την ψυχή τους.



Η πόλη της Κοζάνης δεν έχει σημαντικό Βυζαντινό παρελθόν, αλλά είναι οικιστικό δημιούργημα μιας νέας ιστορικής φάσης. Η Κοζάνη είναι μια νέα πόλη, η οποία οικίζεται μέσα στην Τουρκοκρατία από κατοίκους των γύρω οικισμών και από τον ορεινό χώρο της Ηπείρου. Στα μέσα του 17ου αιώνα θα οργανωθούν οι αστικές λειτουργίες της πόλης. Το εκπαιδευτήριο, η βιβλιοθήκη, ο Μητροπολιτικός Ναός, το νεκροταφείο, καθώς και οι κατοικίες.



Στα τέλη του 18ου αιώνα, η Κοζάνη είχε 750 σπίτια. Ο λόγος που αναπτύχθηκε η πόλη με γοργούς ρυθμούς ήταν η γεωγραφική της θέση. Στις αρχές του 19ου αιώνα ο Leake σημειώνει 600-700 σπίτια ελληνικά στην Κοζάνη. Σε ολόκληρο το 19ο αιώνα η πόλη εμφανίζει έναν σχεδόν ομοιογενή πληθυσμό. Στο γεωγραφικό λεξικό του Δ. Αργυριάδη, πηγή που εκδίδεται το 1870, τα Σέρβια δεν αναφέρονται ενώ η Κοζάνη σημειώνεται ότι έχει 5.000 κατοίκους, οι οποίοι δεν διακρίνονταν από ιδιαίτερα εθνολογικά χαρακτηριστικά. Λίγο αργότερα ο Ν. Σχοινάς απογράφει 8.000 «κατοίκους», δηλαδή έλληνες και μόνο 500 οθωμανούς. Παραμονές της ένωσης με την Ελλάδα η πόλη είχε φτάσει στους 12.000 ορθόδοξους έλληνες. Με βάση παλαιότερες προφορικές και γραπτές μαρτυρίες ο γυμνασιάρχης και ιστορικός Π. Λιούφης τοποθετεί την συγκρότηση της πόλης στα τέλη του 14ου αιώνα.



Οι ιστορικές πηγές για την πρώτη περίοδο της πόλης είναι περιορισμένες. Θρύλοι και προφορικές παραδόσεις των κατοίκων σώζουν την ανάμνηση σημαντικών γεγονότων. Από τέτοιες μαρτυρίες γνωρίζουμε σήμερα ότι στη δασώδη θέση της Κοζάνης χτίστηκε ο Ναός του Αι Δημήτρη καθώς και δυο χριστιανικοί συνοικισμοί στις γειτονικές τοποθεσίες Τρίδεντρο και Σώποτο. Όταν η πόλη έγινε γνωστή ως ασφαλές καταφύγιο, δέχτηκε μετοικισίες πληθησμών που συντέλεσαν στην δημογραφική της αύξηση καθώς και στην οικονομική της ακμή.



Η πόλη εμφανίζεται για πρώτη φορά στην γραπτή παράδοση τον 16ο αιώνα, στον κώδικα της Ιεράς Μονής της Ζάβορδας ως «Κόζιανη χωρίον». Σε εικόνες και εκκλησιαστικά βιβλία, μνημονεύονται μέχρι το 17ο αιώνα κατασκευές υδραγωγείων και κρημνών, εκκαθαρίσεις και εξομαλύνσεις εδαφών για την κατασκευή κατοικιών. Η θέση της πόλης παίρνει σταδιακά μόνιμο χαραχτήρα. Το γεγονός επιβεβαιώνει το κτίσιμο του Ναού και κυρίως των νεκροταφείων των Αγίων Αναργύρων.



Πληροφορίες για τη μορφή και τη λειτουργία των κατοικιών αυτής της περιόδου δεν σώζονται αρκετές. Πιθανών ήταν καλύβες από κλαδιά και λάσπη, από την κυκλική μέχρι την ορθογώνια κάτοψη, με δίρριχτη στέγη. Βασικός στόχος ήταν η κατοίκηση και εξυπηρέτηση των γεωργικών και ποιμενικών ασχολιών.



Μετά το 1650, φαίνεται ότι η ανάπτυξη της χειροτεχνίας και του εμπορίου έχει προχωρήσει αρκετά. Το άνοιγμα της τοπικής οικονομίας επιβάλλει τη σύνδεση των συνοικιών με δρόμους, καλντερίμια και γεφύρια πάνω από τα ρέματα που υπήρχαν καθώς και τη συνένωση τους με μια κεντρική αγορά, το κοινό τζιαρσί, όπου συγκέντρωνε τις βιοτεχνίες και όλες τις εμπορικές δραστηριότητες. Συνένωση των συνοικιών συντελείται επίσης στο επίπεδο των θρησκευτικών και κοινωνικών σχέσεων με την αναφερόμενη ίδρυση του Αγίου Νικολάου, ως κεντρική εκκλησία από τον προεστό Χαρίση Τράντα.



Ο Τράντας πέτυχε παράλληλα την έκδοση διατάγματος από το Σουλτάνο, που έθετε την πόλη κάτω από την προστασία της Σουλτανομήτορος. Με αυτό το προνομιακό καθεστώς η πόλη απαλλάχτηκε από φόρους σημαντικούς και καταπιέσεις. Τότε, όπως αφηγείται ο Λιούφης, ο Χαρίσης Τράντας «ήρξατο κτίζων οίκους μεγαλοπρεπείς και διωρόφους, καλών τέκτονας και κτίστας…».



Από την περίοδο αυτή χρονολογούνται τα πρώτα ιστορικά αρχοντικά της πόλης, όπως αυτά των οικογενειών Πλατώνη και Σαπουντζή. Το πιο επιβλητικό με τα περισσότερα «στολίδια», ήταν αυτό που έχτισε ο Τράντας στην ωραιότερη συνοικία, το Γκιουλέρ Μαχαλά. Το αρχοντικό κτίστηκε μεταξύ του 1650 και 1660 και σωζόταν μέχρι το 1911, οπότε αφού αγοράστηκε από την Κοινότητα κατεδαφίστηκε για να χτιστεί στη θέση του το νεοκλασικό κτίριο του Παρθεναγωγείου Κοζάνης.



Η Κοζάνη διαμορφώθηκε αμφιθεατρικά στους πρόποδες των Καραγιαννίων με προσανατολισμό την κοιλάδα του Αλιάκμονα. Το δασώδες φυσικό περιβάλλον έκρυβε τον νεοσύστατο οικισμό από τους επιδρομείς. Αντίθετα με άλλες παλαιότερες πόλεις, Έδεσσα, Καστοριά, Βέροια κ.α. η Κοζάνη δεν απέκτησε ποτέ περιμετρική οχύρωση. Η άμυνα της πόλης βασιζόταν στην εσωστρεφή πολεοδομική οργάνωση καθώς και στην οχυρή μορφή των κατοικιών. Η δαιδαλώδης μορφή του οδικού δικτύου, σε συνδυασμό με ένα σύστημα επικοινωνίας των αυλών, την «επάνοιξη», επέτρεπαν τη διαφυγή σε ώρα κινδύνου.



Ο Παύλος Μελάς θα γράψει σχετικά σε επιστολή προς τη σύζυγό του Ναταλία «Κάθε συνοικία αποτελεί αληθινόν λαβύρινθον, διότι όλα τα σπίτια της συνοικίας συγκοινωνούν προς τα λοιπά δια των αυλών τους. Έτσι εισήλθομεν δια μιας θύρας και αφού επεράσαμεν και εγώ δεν ηξεύρω πόσας στοάς και αυλάς, εξήλθομεν τέλος εις έναν δρόμον όπου ευρέθημεν προς της θύρας της Μητροπόλεως…».



Τα αρχοντικά αλλά και οι λαικές κατοικίες στην Κοζάνη είχαν κι αυτές εσωστρεφή χαραχτήρα. Φυλάσσονταν από ασφαλείς ψηλούς περίβολους με ελάχιστα σιδερόφραχτα ανοίγματα. Αλλά και οι εσωτερικοί χώροι τους ήταν στραμμένοι προς την εσωτερική αυλή, «στουν ουβουρούν», με την οποία επικοινωνούσαν με ανοίγματα και σκεπαστές στοές, τα χαιάτια. Στους ορόφους οι κατασκευές άνοιγαν με προεξοχή, το «σιχνισίν», προς τους δρόμους και ανοιχτούς εξώστες χαιάτια ή ηλιακούς προς την εσωτερική αυλή.





Οι κατοικίες στην Κοζάνη ήταν συνήθως κατασκευασμένες κάθετα προς τις υψομετρικές καμπύλες του ανάγλυφου, ώστε η όψη της κεντρικής εισόδου να προσανατολίζεται νότια ή νοτιοανατολικά και οι καλοί οντάδες να αντικρίζουν την κοιλάδα του Αλιάκμονα.



Ασφάλεια, λειτουργικότητα και προσαρμογή στις ειδικές καιρικές συνθήκες ήταν οι βασικές αρχές του σχεδιασμού της κοζανίτικης κατοικίας. Οι χειμωνιάτικοι χώροι ήταν χωροθετημένοι στο ισόγειο και στον όροφο οι καλοκαιρινοί. Ο βαθύς ή «χαμηλός οντάς» ήταν ένα δωμάτιο χειμωνιάτικης υποδοχής, που τα παράθυρα του δεν έβλεπαν το βορρά. Ο «ηλιακός» ή ντηλιακός, ήταν ένα ηλιόλουστο δωμάτιο χειμωνιάτικης διημέρευσης, ενώ το «χειμωνιάτικο» ήταν το δωμάτιο του ύπνου. Από την «μεσιά», δηλαδή τον κεντρικό χώρο των αρχοντικών, που συνέδεε τα ισόγεια δωμάτια, ένα ξύλινο κλιμακοστάσιο οδηγούσε στον όροφο σε ένα μεγάλο δωμάτιο υποδοχής και διασκέδασης, το «μουσαφίρ οντά» ή «δοξάτο», όπου προβλεπόταν συχνά ειδικός χώρος για τους μουσικούς.



Στον όροφο υπήρχαν οι υπόλοιποι χώροι παραμονής και ύπνου για το καλοκαίρι. Η «κρεββάτα» ήταν το δωμάτιο ύπνου. Ο «ηλιακός», το καλοκαιρινό ενδιαίτημα στα αρχοντικά. Ήταν ένα είδος κλειστής βεράντας με περιμετρικά παράθυρα. Οι δευτερεύοντες χώροι του ορόφου βρισκόταν σε ένα επίπεδο λίγο ψηλότερα από το δοξάτο. Οι υψομετρικές διαφορές δεν είχαν μόνο λειτουργική σκοπιμότητα, αλλά προσέφεραν ακόμη κατάλληλες επιφάνειες για τις ξυλόγλυπτες επενδύσεις και το ζωγραφικό διάκοσμο.



Τα υπόγεια των σπιτιών χρησίμευαν για αποθήκες και για κρυψώνα κατά τις επιδρομές των Τουρκαλβανών, ενώ η ενδιαφέρουσα πέτρινη θολοδομία απατελεί μια ιδιομορφία της Κοζανίτικης αρχιτεκτονικής, που δεν απαντάται στις γειτονικές πόλεις.



Ενώ τελειώνει ο 19ος αιώνας η Κοζάνη επιτελεί σημαντικό ρόλο στη Δυτική Μακεδονία. Η τουρκική διοίκηση εγκαθιστά στην πόλη τελωνείο και διοικητήριο. Η πόλη γνωρίζει στις αρχές του αιώνα ένα υψηλό επίπεδο πνευματικής ζωής, με επίκεντρο τις σχολές και τα ιδρύματα της. Αντίστοιχα εισάγονται οι πρώτες νεοκλασικές και άλλες εξωτερικές επιρροές στην τοπική αρχιτεκτονική.



Σήμερα η παλιά μητρόπολη, με τα πλούσια αρχοντικά, τις αυλές και τα καλντερίμια έχει εξαφανιστεί δίνοντας τη θέση της στη σύγχρονη βιομηχανική πόλη. Πέρασε η εποχή που σαν μικρό παιδί έβγαινα περίπατο με τον παππού μου κάθε Κυριακή. Πέρασε η εποχή που περπατούσαμε στους δρόμους και ακούγαμε καλημέρες. Που οι κύριοι χαιρετούσαν βγάζοντας τα καπέλα τους, στην πλατεία, όπου καθόταν στο Ζαχαροπλαστείο του «Κρίνου» για να πιούνε τον καφέ τους. Ήταν μια γοητευτική πόλη τότε…



Κάποιες φορές ο νεαρός τότε πατέρας μου με ανέβαζε στους ώμους τους και πηγαίναμε στου Αραβάνη τ’ αμπέλι. Άκτιστη ακόμη η πόλη εκεί πάνω. Μικρή, σαν μια ασφαλή φωλιά. Χόρτα, αγριοτριανταφυλλιές, χωράφια μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι μας. Εκεί ξαπλώναμε στο γρασίδι κι άκουγα τον πατέρα μου να μου μιλά για τον Λουντέμη, τον Καζαντζάκη,τον Κορδάτο. Εραστής του διαβάσματος… Υπάρχουν ακόμη βιβλία με πάμπολες σημειώσεις του στα περιθώρια. Ήταν δημιουργικός αναγνώστης.
Μια τέτοια Κυριακή από ψηλά στάθηκα μαγεμένη κοιτάζοντας την πόλη να απλώνεται στην μεγάλη πεδιάδα. Ήταν όμορφα τότε…



Περνώντας τα χρόνια κατάλαβα ότι υπήρχε μέσα μου μια μεγάλη αγάπη. Για ότι παλιό υπήρχε γύρω μου. Για όλα τα απομεινάρια που κουβαλούσαν μνήμες άλλων εποχών.



Ως στοιχειώδη πράξη πολιτισμού, οφείλουμε να διασωθεί «ότι απόμνιν» στην πόλη.



Πηγές:
1. Τα στοιχεία για την αρχιτεκτονική και την ιστορία της πόλης βρέθηκαν από παλιά άρθρα τοπικών εφημερίδων.
2. Οι φωτογραφίες είναι από το Omikron Magazine "Μάθηµα αρχιτεκτονικής παράδοσης στην Κοζάνη"

20/1/10

Όταν πέφτει το βράδυ...



Άργησα το ξέρω. Βιάσου και θα στα λέω, καθώς θα καπνίζεις το τσιγάρο σου και θα δουλεύεις. Γρήγορα να με φτιάξεις...

Άδειασα τελείως σήμερα. Μην τους αφήσεις να το καταλάβουν.

Όχι ότι δεν το ξέρουν, αλλά καλύτερα να μη φαίνεται. Δεν τον έβρισκαν, γι’ αυτό καθυστέρησα. Λένε πως ταιριάζουμε απόλυτα. Πολύ αμφιβάλλω, εγώ ποτέ δεν υποχρεώνω κανέναν να με περιμένει, αλλά αυτοί ξέρουν καλύτερα. Αφού επιμένουν πως ταιριάζουμε, ταιριάζουμε.

Τους έδωσα κι εγώ την καρδιά μου και να ‘μαι. Όχι, δεν τους είδα, δεν ξέρω γιατί άργησαν να εμφανιστούν. Θα φταίει που έδινα. Δυσκολεύεται να πάρει ο κόσμος αυτό που εύκολα του δίνεις, το έχεις παρατηρήσει; Γίνεται επιφυλακτικός. Αρχίζει να το ψάχνει. Κι όσο πιο σπουδαίο είναι αυτό που του δίνεις, τόσο πιο δύσκολος γίνεται. Σου λέει, δεν μπορεί, κάτι γίνεται εδώ.

Πώς γίναμε έτσι;

Μην απαντάς, άσε με εμένα να λέω και δούλευε. Αύριο στις τρεις. Αύριο στις τρεις με περιμένουν, το ραντεβού κλεισμένο μια βδομάδα τώρα. Σκοπεύω να είμαι στην ώρα μου κι ας άργησουν να φανούν τούτοι οι τελευταίοι, οι που ταιριάζουμε απολύτως. Σκοπεύω να είμαι στην ώρα μου κι όχι όπως όπως, γι’ αυτό περιποιήσου με.

Βάλε λίγο ακόμη εδώ. Στην κοιλιά. Άδειασα πολύ εκεί. Έτσι... Και στο στήθος. Έτσι... Και τώρα τα μάτια. Να τα προσέξεις ιδιαιτέρως τα μάτια. Μάτια μου με φωνάζει κι η αγάπη μου. Μάτια μου... Βάψε τα καλά, να μη φαίνονται ραμμένα. Θα τους πειράξει αυτό.

Σα να έχω, βάψε τα. Σα να έχω και κοιμάμαι. Κι ας το ξέρουν πως τα έδωσα κι αυτά.

Πηγή: Ποιείν

17/1/10

Τα Πικροσάββατα... κόψε και μοίρασε


Κόβω δυο άστρα, τα ρίχνω ζάρια και όπως πάντα κακή η ζαριά
άσε τα λόγια και τα παζάρια, η αγάπη θέλει παλικαριά


Κόβω δυο άστρα και το φεγγάρι κι έχω στα χέρια τον ουρανό
αχ η αγάπη πάρτο χαμπάρι, θέλει κουράγιο και τσαγανό


Κόβω δυο άστρα να τα 'χω ναύλα, για να γυρίσω στην Κοκκινιά
όσο για σένα, τελεία-παύλα, καρδιά σου έχεις την παγωνιά

Μίκης Θεοδωράκης - Λευτέρης Παπαδόπουλος

12/1/10

Τι γίνονται οι λέξεις όταν μεγαλώνουν...


Όταν ήμουν μικρός, ήμουν λιγόφαγος. Η μητέρα μου με κυνηγούσε να φάω. Κάθε πρωί μου ετοίμαζε ένα σάντουιτς να το πάρω μαζί μου για κολατσιό. Δεν το έτρωγα ποτέ. Σε ένα μεγάλο ντουλάπι πίσω απ’ το θρανίο μου, αποθήκευα σχολαστικά όλες εκείνες τις βιταμίνες που δεν κατέληγαν στο στομάχι μου. Ήταν ένα βουνό από αχρησιμοποίητα γεύματα, έμοιαζε με το μέλλον μου: όσο κι αν προσπαθούσα, δεν μπορούσα να το αποφύγω.
Μια μέρα η δασκάλα με ανακάλυψε. Τα σάντουιτς είχαν σαπίσει, η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη όλη η τάξη κρατούσε τη μύτη της. Στο διάλειμμα τα έβγαλε όλα και τα άπλωσε στο θρανίο μου: «Ορίστε τα χάλια σου», μου είπε. «Μήπως θα ήθελες να τους ρίξεις μια τελευταία ματιά;»

Μερικά κείμενα, θυμίζουν εκείνα τα σάντουιτς του σχολείου – είναι, κατά ένα τρόπο, «τα χάλια μας». Οι ζαβολιές που μας αρέσουν. Στον ρόλο της μητέρας μας είμαστε πλέον εμείς. Εμείς πρέπει να φροντίζουμε για το φαγητό μας- άσε που πρέπει να το τρώμε κιόλας.



Γραμμένα κάτω από το πιεστικό βάρος της ύλης που κλείνει και τον αυστηρά περιορισμένο αριθμό των λέξεων που απαιτούνται, προσπαθούν να βγάλουν λίγο το κεφάλι τους έξω απ’ το νερό, να μουρμουρίσουν απόψεις και λόγια που διαρκούν μια μόνο στιγμή ή αντέχουν στο χρόνο. Σα φωτογραφίες που αποδεικνύουν απλώς ότι μεγαλώσαμε.



Κείμενα χρόνια, ερείπια. Που σουλατσάρουν σε βιβλία, σε πρόσωπα, σε καλοκαίρια, σε γεγονότα της προσωπικής μας επικαιρότητας. Για καταστάσεις του νου και ανθρώπους που ευθύνονται για όσα συμβαίνουν. Κείμενα που κρυφοκοιτάζουν απ’ την κλειδαρότρυπα το χτες αλλά και το αύριο. Που κόβουν δρόμο, για να φτάσουν κατευθείαν στο τέλος. Ηδονοβλεπτικά, πλανόδια, αναπόφευκτα. Σαν αναβράζοντα δισκία.
Στο τέλος τους υπάρχει ένα πλάγιο διακριτικό, μια ημερομηνία. Είναι η ημερομηνία που δημοσιεύτηκαν και θυμίζει την τιμωρία της δασκάλας.



Τα χώρισα, πάντως, σε χρώματα. Έξι, όσα και τα χρόνια που περιέχονται. Αν ήταν επτά, θα ήταν ουράνιο τόξο. Λείπει το γαλάζιο. Μου αρέσουν περισσότερο έτσι, χωρίς ουρανό. Ξανακοιτάζοντάς τα, θυμήθηκα λεπτομέρειες που είχα ξεχάσει, ιστορίες που με είχαν σημαδέψει, όσο τις σημάδεψα. Περιστατικά που είχα ζήσει και είχαν αλλάξει το χρώμα της μνήμης μου. Γεγονότα που με είχαν αφήσει εκτός αγωνιστικής δράσης.

Ξαφνικά, είχα νέα μου.



Τα κείμενα αυτά είναι μικρά, σα τα σάντουιτς της μητέρας μου. Όταν μεγαλώσουν, σχεδιάζουν να βρουν το χρώμα που τους λείπει και να το σκάσουν απ’ τις σελίδες.

Όταν μεγαλώνουν οι λέξεις ονειρεύονται να γίνουν ζωή.

Σταύρος Σταυρόπουλος
Μοσχάτο, κάπου προς τα μέσα εκείνης της άνοιξης 2008



* Οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν στην Κιβωτό. Το κείμενο, αφιερωμένο σε όλα τα "αόρατα παιδιά" της, που δίνουν τη δική τους μάχη καθημερινά. Στα παιδιά αυτά που μέσα από τη σιωπή γράφουν τις δικές τους ιστορίες. Με λέξεις που μπορεί να μην έχουν ένταση, αλλά σίγουρα έχουν όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου.