28/10/10

Βανδαλισμός, το ανώτατο στάδιο του δημοτικού εκχωριατισμού


«Το μεγαλύτερο σχολείο της ζωής είναι το πεζοδρόμιο...»
φωνή Στέλιου Καζαντζίδη, στίχοι, μουσική Μπάμπη Μπακάλη.
«Η μεγαλύτερη αθλιότητα της ζωγραφικής είναι στο πεζοδρόμιο της Κοζάνης» ζωγραφική Γ. Κόλλα, συγκολλητική ουσία των αφισοκολλητών παντός είδους και αίσχους.

Εδώ και μερικά χρόνια, μιας αποκριάς καιρό, ο κύριος Δήμος Κοζάνης ζήτησε από το ζωγράφο κ. Γ. Κόλλα, να ζωγραφίσει την πρόσοψη ενός δημοτικού ερειπίου το οποίο βρίσκετε στον κεντρικό πεζόδρομο. Να το βλέπουν οι μόνιμοι περαστικοί και ν’ αδιαφορούν αλλά κι οι εφήμεροι επισκέπτες και ν’ αναρωτιούνται για την ωραία ζωγραφική επί τοίχου που καλλιεργείται ως τέχνη στα χέρσα του δήμου. Ο άριστος καλλιτέχνης ζωγράφισε με την αισθαντικότητα που διακρίνει τον καλλιτέχνη ο οποίος ζει πλέον την πόλη και την αισθητική της, περισσότερο από κάθε άλλον τοπικό, μια σύνθεση στην οποία είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού η οικιστική παράδοση της Κοζάνης. Το έργο ιδιαίτερα τιμήθηκε στον καιρό του (φωτογραφήθηκαν, δηλαδή καμάρωσαν μπροστά του, αρκετοί επιφανείς κι επιφανειακοί επί το πλείστον τύποι της πόλεως) με την πάροδο του χρόνου όμως έγινε εύκολη λεία των αφισοκολλητών κάθε είδους ακόμα και του ίδιου Δήμου.

Ο ζωγράφος για ν’ αποδώσει την παλιά, ρομαντική εικόνα της πόλεως και την κεντρική καρίνα της, (ο πεζόδρομος με τις πικροκαστανιές του) στην οποία σήμερα η κνίσα και μόνον αντιλαλεί, κι ιδίως το αρχαίο περίπτερο («Ο τραυματίας της Μούργκάνας;) έψαξε, ρώτησε, έμαθε, είδε, αισθάνθηκε ό,τι δεν αισθάνονται και δεν αισθάνθηκαν ποτέ αυτοί οι επιδερμικοί (αλλά τελεολογικά ...αναντικατάστατοι) άνθρωποι της δημοτικής παρέας, δηλαδή εξουσίας.

Αυτή η δημοτική ακηδία επί του καλλιτεχνικού δείχνει μια βαθιά περιφρόνηση στην τέχνη και τους δημιουργούς της. Θα μπορούσαν να πάρουν από κει το έργο -άλλωστε σε κόντρα πλακέ είναι φτιαγμένο άρα μεταφερόμενο- και να το στήσουν αλλού. Αλλά το αντιμετώπισαν ως αναλώσιμο υλικό της αποκριάς, όπως δηλαδή οι γελοίες κατασκευές της, τις οποίες σωρεύουν χύδην στους χώρους της ανακύκλωσης· έτσι κι αυτό το παρέδωσαν στην αγριότητα και αθλιότητα των ποικίλων ρυπαντών του δημόσιου χώρου, αλλά πάντα υπέρ το λαού.


Ακούσαμε πως ο νυν δήμαρχος, ο οποίος νόμιμα θέλει να δημαρχεύσει και στην ερχόμενη τριετία, δήλωσε ότι ο πολιτισμός είναι ο μοχλός (τι τύπου άραγε;) ανάπτυξης (τι τρόπου εννοείται;) της πόλης και των χωριών της.

Έτσι, ερωτάται το λοιπόν, με ποιά υπομόχλια μπορεί να ξηλωθεί τουλάχιστον το έργο αυτό, να καθαριστεί αν είναι δυνατόν και να κρατηθεί υπό του Δήμου ή να δοθεί όπου δει.
α. Με αυτά της αρμοδίας υπηρεσίας του Δήμου οπότε οδηγείται στον Νιάημερο ένθα ενεδρεύουν τα αδρανή υλικά της κάθε αποκριάς δια τα περαιτέρω.
β. Της ξηλωτικής αυτοδικίας από τη σέχτα των ανωνύμων φίλων του Γ. Κόλλα και της τέχνης γενικώς, η οποία, αν δεν συλληφθεί κλέπτουσα δημόσια περιουσία (διότι το παράγγειλε το έργο ο Δήμος άσχετα αν πλήρωσε τον καλλιτέχνη κι αυτό είναι ένα άλλο πένθιμο κρατούμενο), δεν θα έχει που να το τοποθετήσει εμφανώς· άρα θα το τεμαχίσει άπονα και θα διαμοιράσουν τις επιφάνειες που θα προκύψουν μεταξύ τους, όπως έκανε άλλοτε ένας άλλος καλός καλλιτέχνης των μεγάλων επιφανειών («και των μεγάλων πόντων») κ. Θάνος Καλαμπούκας (Αta), άψογος χειριστής του ρολού (που ταξιδεύει άραγε;) ο οποίος πουλούσε τα έργα του με το μέτρο και το πριόνι όταν χρειαζόταν να κόψει τεμάχιό τους αν ολόκληρος ο πίνακας ερχόταν μεγάλος στο σαλόνι της κυρίας. Διότι αυτά είναι της τέχνης τα φαρμάκια και τα μαρτύρια, να υφίσταται κάποτε και πριονισμόν, όπως οι μάρτυρες της ορθοδόξου ημών πίστεως και πατρίδος.
γ. Της δυναμικής, ολιστικής αντιμετώπισης του πράγματος. Ητοι επίθεση από τους επιχώριους αναρχικούς, προστάτες του κάθε ωραίου και λεπτού αισθήματος, με τσαπιά και σκεπάρνια ώστε να γκρεμιστεί αυτό το τείχος του αίσχους· τουλάχιστον να μη φαίνεται ο βαρβαρισμός της επιφάνειας και να μένει στο βάθος ο εκβαρβαρισμός μιας πόλης, στην οποία ο τρόπος της, επί της τέχνης, του πολιτισμού, των γραμμάτων είναι ο βασικός μοχλός κατεδάφισης κάθε ίχνους δημόσιας ευαισθησίας.

ΥΓ. Φυσικά μπορεί και να μείνει εκεί εσαεί ώστε να αποδεικνύει την αθλιότητα κι αχρειότητα του καλλιτεχνικού και πνευματικού, δημοτικού μας είδους.



Πηγή: Η Παρέμβαση

Ευλογημένο καταφύγιο...











Οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται σέ ἀκατάπαυστη κίνηση ,σάν μανιακοί.
Ἄλλοι τρέχουν ἀπό δῶ , ἄλλοι ἀπο κεῖ. Ὅλοι βιάζονται.
Δοξάζω τόν Θεό ἅμα δῶ κανέναν νά πορεύεται ἥσυχα χωρίς νά βιάζεται…
Ὅλοι καταγίνονται μέ ὅλα…γιά νά ξεχάσουνε τόν ἑαυτό τους, γιά νά
μήν ἀπομένουνε μοναχοί και δοῦνε τή γύμνια τους, τή μιζέρια τους,
τό χάος πού τούς ζώνει…

Φώτης Κόντογλου

26/10/10

Διατάσσεσαι να επιζήσεις ...


- Περάστε κόσμε! Πουλώ ένα δάκρυ πολύτιμο!

Περάστε κόσμε ένα γέλιο μονάκριβο πουλώ!

Ε... κόσμε...
πουλώ το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον...
ελεύθερος από λύπη, ελεύθερος από χαρά
Λοιπόν
Τώρα δεν έχω πια τίποτα δικό σου
Και συ νομίζω δεν έχεις τίποτα δικό μου
Δεν απάντησε
Μου έσφιξε τα χέρια
Κι απομακρύνθηκε

Με κούρασε πολύ η Κυριακή.
Πολλή  Κυριακή για έναν άνθρωπο.

-Τίποτα, λέξεις μόνο για τους άλλους.
Μα που τελειώνει η μοναξιά;

Μανόλης Αναγνωστάκης

To κείμενο πήρα από  τον Ade gia και το ακούμπησα προσεκτικά στο καραβάκι μου. Από φόβο, μην τυχόν και σπάσουν οι εύθραστες λέξεις του ...

18/10/10

Μια μπάλα άχυρο στο βάθος...


Την έχω σε τμήμα της οθόνης του υπολογιστή και την κοιτώ, την μόλις αφιχθείσα φωτογραφία του Χρ. Λαμπριανίδη, για τον οποίο τις προάλλες διαβάσαμε ότι διαγωνίζεται λίαν επιτυχώς, είναι ήδη στην τελική λίστα των 20, σε παγκόσμιο φωτο-διαγωνισμό με θέμα το κλίμα μέσα στο οποίο χωνεύουμε ως σώματα και συγχωνεύεται η υπόστασή μας, ως σκέψη.

Γράφω απ’ ευθείας στο καθαρό που λεν, ρίχνοντας πλάγιες ματιές στο εικαστικό φωτοθέμα. Δεν επιμένω και πολύ. Δεν θέλω να τη διαβάσω ζωγραφικά αλλά ν’ απλώσω, όπως μπορώ επί του λευκού μπλόκ κειμένου, τα εντελώς γκρίζα υπονοούμενα του καλλιτέχνη και όπως ήρθαν σε μένα εν τάχει.
Ο ουρανός προς τη νοσταλγία του Ταρκόφκσι να το πάει, η θερισμένη γη προς τον Βαν Γκόγκ μου το φέρνει. Το κλίμα των δύο δημιουργών είναι το κλίμα της γης μας, τώρα δηλαδή της εντελώς δικής μας, η οποία ως μέρος εννοείται και της όλης φάσης και φύσης των γύρωθέν μας πραγμάτων, πάσχει και μας πάσχει. Η θλιβερή παγκοσμιότητα επί του κλιματικού είναι η μόνη, αδήριτη βεβαιότητα, ως προς την ανθρώπινη επερχόμενη φθορά.

Παρακάτω.

Μικρό κορίτσι, πρώτο πλάνο, ταπώνει βουλώνει ήγουν έναν κοντόχοντρο πύργο ψύξεως, όπως το λεν στα εργοστάσια της ΔΕΗ, της κάθε ΔΕΗ του κόσμου του φωτός αλλά και του υποκόσμου. Δίπλα του, στο βάθος πάντα, λιγνά φουγάρα εκτόξευσης στον ουρανό των σωματιδίων της θλίψης. Φρουροί ακίνητοι κι ακοίμητοι μιας συνθήκης που μας επιβλήθηκε εκόντας άκοντας: Καλό κλίμα ή πολύ χρήμα; Αλλά μέσος τρόπος δεν υπάρχει; Οχι... Βλέμμα κάπως μελαγχολικά αποφασιστικό. Εδώ και σε λίγο σε αδρανοποιώ κύριε δυνάστα μου που υποθήκευσες το μέλλον μου, ένα κουβάρι η ψυχή μαζώνεται, μια μπάλα άχυρο η ζωή μας μαζεύεται.

Η θερισμένη γη μυρίζει φθινόπωρο που μας διατρέχει κανονικά και μας διαβρέχει φυσιολογικά. Τότε έρχεται ένα κλίμα κύμα θαλάσσης αγριοτροπικό και μας αλλάζει τα φώτα και σαρώνει όλες τις μέχρι τώρα σιγουριές.

«Πως γίνεται αυτό κύριε καλλιτέχνα», είπες.

«Ως εξής» μου σιωπά αυτός:

Παίρνουμε φακούς, μηχανές, βακτηρία, καιρόν· συν ένα παγούρι νερό από εκείνο του Μιχάλη Κατσαρού, ότι το μέλλον θα έχει πολύ ξηρασία· φεύγουμε. Κατεύθυνση το πουθενά, γιατί όπου και να μας τραβάει η ψυχή το σώμα μας γυρίζει πίσω. Η ανάγκη μας έδεσε στο άρμα της το δρεπανηφόρο και μας θερίζει ένδον κι εκτός. Θα σκύψουμε, θα προσκυνήσουμε, θα φάμε χώμα και πριν αυτό μας φάει ίσως προλάβουμε να πούμε το λόγο, το λίγο μας, σ’ αυτόν τον τόπο και τον τρόπο ζωής.
Και το μικρό κορίτσι της φωτογραφίας; Το αύριο που πρέπει να περάσει από το σήμερα. Η νοσταλγία ουρανός που μας διαφεύγει, η γη μας κρατάει γερά, συμπαθητικά, αγαπητικά μόνη υλική μας πραγματικότητα.
Παραφράζω κάπως.
«Ο καιρός αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική μας μελαγχολία
κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις με ποιούς θα πας και ποιούς θα αφήσεις...»
‘Η να πεις το μεγάλο ναι ή όχι.
Δεν ξέρω τι άλλο να πω.
Η τέχνη λυτρώνει. Η φωτογραφία του Χρ. Λ. και μ’ απογειώνει και με προσγειώνει.

Λίγο μετά

Την 1η θέση σε παγκόσμιο διαγωνισμό φωτογραφίας με θέμα την υπερθέρμανση του πλανήτη κατέλαβε η φωτογραφία του Χρήστου Λαμπριανίδη - Επαινετικά σχόλια στην Huffington Post.
Το Ιούνιο του 2010 δημιουργείται στο www.deviantart.com ένα group με το όνομα Coolclimate που θα αναλάμβανε να διοργανώσει έναν διεθνή διαγωνισμό με θέμα την υπερθέρμανση του πλανήτη. Συγκεντρώνονται περίπου χίλιες δουλειές μεταξύ των οποίων φωτογραφίες, αγάλματα, γραφικά και ζωγραφιές. Οι συμμετέχοντες ήταν από όλες τις γωνιές του πλανήτη.

Ένα πάνελ από αξιόλογους εμπειρογνώμονες Τέχνης επιλέγουν τις 20 finalist οι οποίες δημοσιεύονται στη Huffington Post σε δημόσια ψηφοφορία μέσω της οποίας θα αναδεικνύονταν οι 5 καλύτερες. Οι κριτές ήταν :

Jackson Browne (μουσικός)
• Chevy Chase (κωμικός) και Jayni Chase (φιλάνθρωπος)
• Mel Chin (καλλιτέχνης)
• Dianna Cohen (καλλιτέχνης)
• Philippe Cousteau (οικολόγος)
• Agnes Gund (συλλέκτης και φιλάνθρωπος)
• Van Jones (Ακτιβιστής)
• Carrie Mae Weems (Καλλιτέχνης)
• David Ross (Επιμελητής)

Πηγή: H παρέμβαση


Από την ζωντανή εμφάνιση του Μάκη Σεβίλογλου στην Ολλανδία στο Ηeather het Heerenlogement, στις 13/10/10

YΓ. Ο Χρήστος Λαμπριανίδης διακρίθηκε στη φωτογραφία. Σε μια άλλη γειτονιά του κόσμου, ο Μάκης Σεβίλογλου με το καταπληκτικό σχήμα του ζέσταναν με τα τραγούδια τους, τις κρύες μέρες του φθινοπώρου που διανυούμαι. Και οι δύο μας χάρισαν ένα μεγάλο χαμόγελο.Καλή συνέχεια παιδιά. Δείξτε τους τι μπορούμε να κάνουμε όταν έχουμε κέφια...

17/10/10

Γέλα, κυρία μου


Ο Κώστας Καφάσης πέρασε στον άλλο κόσμο χτυπημένος από τον καρκίνο. Ηταν πασίγνωστος πριν από σαράντα χρόνια και η δόξα του κράτησε ίσαμε επτά ή οκτώ. Σε ολόκληρη τη δεκαετία του '70. Επαιξε καρατερίστας σε χρωματιστές, πολύ χρωματιστές ταινίες, και τον λάτρεψαν ως τραγουδιστή. Με βασικό σουξέ το «γέλα, κυρία μου». Ηταν μια εποχή που το άκουγες παντού. Οπως το «τικ τακ» από εκείνα τα εκκρεμή βαρίδια, όπως ό,τι ξέφευγε από τα φωτάκια των βραδινών ραδιοφώνων και τη γαλακτώδη διακοπτόμενη ανταύγεια της ασπρόμαυρης τηλεόρασης.

Με την ευκαιρία, κι αφού τον αποχαιρέτησα, ως ένα κομμάτι της νεότητας που δεν μπόρεσα να συμπαθήσω, βάλθηκα να σκέφτομαι αν αυτή η ξινίλα και η αφ' υψηλού απόρριψη που επιφυλάσσαμε, ως παρέα ή προσωπικά, για ένα σωρό πρωταγωνιστές και συνοδούς της καθημερινής ζωής των άλλων, έκρυβε μια παθογένεια δική μας, ένα σακατλίκι. Διότι η αντίδραση δεν ήταν ισότιμη. Και στους άλλους, σε πολλούς άλλους δεν ήταν αρεστή η μουσική μου μας άρεζε, τα χούγια και το ντύσιμό μας, ο τρόπος που μιλούσαμε κι ένα σωρό άλλα, ωστόσο δεν το παίρναμε τοις μετρητοίς, επειδή (μεταξύ μας) ήμασταν αρκετά προκλητικοί, δηλαδή θέλαμε να προκαλέσουμε είτε το σάστισμα είτε τη θυμηδία -ακόμη κι αν μας έβριζαν, την καταβρίσκαμε. Αλλά αυτά τα παιδιά, σαν τον Κώστα Καφάση, είχαν για την επιτυχία και του σουξέ μια τελείως διαφορετική εικόνα, αυτήν που αποτυπώνεται στις ασπρόμαυρες ταινίες με ήρωα τον Ξανθόπουλο, τον Παπαμιχαήλ και τον Βοσκόπουλο, όποτε έπαιζαν τους συνθέτες. Ηθελαν να κάνουν όνομα για να κερδίσουν τον έρωτα μιας ή περισσοτέρων κυριών, να φορέσουν κοστούμι με τα δέοντα σκισίματα πίσω και ντυμένα με ύφασμα κουμπιά, να μείνουν σε διαμέρισμα και να πίνουν σε κολονάτα ποτήρια. Για τον πέρα κόσμο, τον δικό μας, δηλαδή των περίπου συνομήλικων ή πιτσιρικάδων, που δεν τους γούσταραν οι φανταχτερές τους στολές στις ταινίες του Καραγιάννη και τα έντονα φερσίματα μπροστά στο φακό, δεν είχαν, ή τουλάχιστον δεν έβγαζαν την κακότητα που είχαμε εμείς με το καντάρι σχολιάζοντάς τους. Ελεγαν καμιά φορά καμιά περιφρονητική ατάκα για τα χιπαριά και τους μακρυμάλληδες, αλλά ως κομμάτι μιας μεταπολεμικής ομαδικής συνείδησης. Οι ίδιοι ποτέ δε δίστασαν να καραγκιοζευτούν φορώντας «αστεία» κοστούμια και παίζοντας άχαρα, πλην όπως ήθελε ο σκηνοθέτης τους. Ηταν μέρος της σεβαστής δουλειάς τους. Οταν πολλά χρόνια μετά την παρακμή τους γνώρισα ουκ ολίγους τέτοιους ήρωες του πάλκου και της φήμης, συνήθως έμενα εμβρόντητος από την ευγένεια και το τακτ που διέθεταν. Δε θα μπορούσα να πω το ίδιο για άλλους ήρωες, της «δικής» μας πλευράς, όπου η αμετροέπεια, η γαϊδουριά και η ψηλομυτίαση βάραγαν υπερωρίες πάνω στο κεκτημένο τους υφάκι.

Δεν ξέρω αν η κυρία του τραγουδιού έπαψε να περιγελά τον Κώστα Καφάση. Ευκαιρία, τώρα που τον αποχαιρετούμε, να το ξανασκεφτεί.

Πηγή: agelioforos

16/10/10

Δουλειά δεν είχε ο διάολος...

Το ραδιο..φονο τον μαρανε..
αει.. να δουμε που θα καταληξουμε...


Τσιγάρα,ποτά επιτρέπονται,
αισθήματα,συναισθήματα,
απαραιτήτως,
πολιτική,τέχνη,ποίηση,
βαρέα και ανθυγιεινά,
δώστε ένα αβάντζο να το στήσουμε.
Μετά τις 6 το απόγευμα,
αλλά καλύτερα αργά το βράδυ,
θα τα λέμε.

http://vorrasnotos.listen2myradio.com

Καλό βράδυ και καλή τύχη.

Κλεμμένο από τον ADE GIA

15/10/10

Μεταμεσονύχτιο θέατρο σκιών....


«Ακούσατε, ακούσατε, Ρουμελιώτες και Ρουμελιώτισσες, Αττικιώτες και Αττικιώτισσες, σας μιλάει το χωνί, σας μιλάει ο Καραγκιόζης Καραγκιοζόπουλος, που είναι παλιός και δεν σκαμπάζει από e-mails και στέλνει το αλλιώτικο χαμπέρι του αλλιώς. Είμαι υποψήφιος ψηφοφόρος του ψηφοδελτίου "Μέτωπο - Αλαβάνος - Ελεύθερη Αττική" και ζητώ να με ψηφίσετε, ψηφίζοντας Αλαβάνο, για ελεύθερη καλύβα του Καραγκιόζη από Μνημόνιο, για πολλά καζάνια τίγκα φασολάδα, για δουλειά, σύνταξη, παιδεία, υγεία, πράσινο, ελεύθερες παραλίες, για ελεύθερα μπεν μιξτ νιων, μεσιάκων και γερόντων.

Τώρα γιατί ψόφος κι όχι ψήφος; Γιατί με το Μνημόνιο ποιος ζει - ποιος πεθαίνει.

Καραγκιόζης Καραγκιοζόπουλος - κατά κόσμον Κώστας Μεσάρης, ηθοποιός.

Του Ανδρέα Ρουμελιώτη

14/10/10

Δύο ποιητές και μια ποιήτρια στη δίνη του έρωτα...

Ο Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι και ο Ντίλαν Τόμας, ίσως οι σημαντικότεροι ποιητές που έβγαλε η Ρωσία και η Ουαλία αντίστοιχα, μπορεί να μην συναντήθηκαν ποτέ. Ομως, οι σύντομες ζωές τους ήταν γεμάτες από τον πυρετό του έρωτα για τη γυναίκα και τη δημιουργία.
Από τα πάθη που οδήγησαν τον Μαγιακόφσκι να φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι του στα 36 του χρόνια και τον Ντίλαν Τόμας στο αλκοόλ που τον σκότωσε στα 39. Οι δύο δημιουργοί συναντιούνται στη νέα σειρά που εγκαινιάζει αύριο το «Μεταίχμιο» με δύο εκδόσεις: «Ερωτικές επιστολές, Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι» σε μετάφραση Σοφίας Σκουλικάρη και ««Ερωτικές επιστολές, Ντίλαν Τόμας» σε μετάφραση, επίμετρο Γιώργου-Ικαρου Μπαμπασάκη.

























Όμορφη, ψηλή, ξανθιά...

Το πρώτο βιβλίο παρακολουθεί τη σχέση του επαναστάτη ποιητή με την τελευταία του μούσα, Τατιάνα Γιάκοβλεβα. Την αφηγείται η κόρη της Τατιάνας, η Φρανσίν ντι Πλεσί Γκρέι, με βάση τις επιστολές και τα τηλεγραφήματα που της άφησε η μητέρα της. Μάλιστα η συγγραφέας σπεύδει να βάλει τέλος στις φήμες που κυκλοφορούσαν ήδη από τη δεκαετία του '70, ότι δηλαδή είναι καρπός του έρωτα του Βλαντιμίρ και της Τατιάνας.


Μόλις 22 ετών η Τατιάνα γνώρισε τον Μαγιακόφσκι στον προθάλαμο ενός παρισινού ιατρείου. Όμορφη, ψηλή, ξανθιά, με ασιατικά μάτια, ξεχώριζε στον κύκλο των ρώσων εμιγκρέδων. Σχεδίαζε καπέλα, φορούσε φανταχτερά κοσμήματα, ενώ ενθουσιαζόταν με τους τίτλους ευγενείας. Αμέσως εντυπωσίασε τον σωματώδη ποιητή: «Φανταστείτε/ Μια ομορφονιά στη σάλα/ να μπαίνει/ με γούνες/ και χάντρες στολισμένη. Εγώ/ πήρα είδηση την ομορφονιά/κι είπα/-άραγε μίλησα σωστά/ ή μήπως λάθεψα:-/-Συντρόφισσα,/ έρχομαι απ' τη Ρωσία,/ στη χώρα μου σ' όλους είμαι γνωστός....», την περιγράφει στο ποίημα που της αφιέρωσε με τίτλο «Γράμμα στον σύντροφο Κοστρόφ από το Παρίσι για την ουσία του έρωτα» (μετ. Στ. Αργυροπούλου).

Οι Γιάκοβλεφ ανήκαν στην ξεπεσμένη μπουρζουαζία- ο πατέρας της ήταν από τους πρώτους ρώσους με ιδιωτικό αεροπλάνο. Κι όμως η αντικομμουνιστική ανατροφή της Τατιάνας δεν την εμπόδισε να ερωτευτεί τον «τυμπανιστή της επανάστασης». Ο ίδιος προσπαθούσε να γεφυρώσει την κοινωνική διαφορά με τους στίχους του στο «Γράμμα στην Τατιάνα Γιάκοβλεβα»: «Σ' ανόητες κουβέντες/ μη δίνεις βάση, /μη φοβάσαι/ αυτόν τον κραδασμό/ εγώ δαμάζω,/ χαλιναγωγώ εγώ/ τα αισθήματα/ των βλαστών της αριστοκρατίας...».

Όπως προσπαθούσε να την πείσει να ζήσει μαζί του στη Μόσχα: «Ελα εδώ/ έλα στο σταυροδρόμι/ της πελώριας/ κι αδέξιας αγκαλιάς μου./ Δεν θες;/ Μείνε εκεί και ξεχειμώνιασε/ και στο συνολικό λογαριασμό θα προσθέσουμε/κι αυτή/ την προσβολή./ Εγώ έτσι κι αλλιώς,/ κάποτε εγώ θα σε πάρω,/ είτε μονάχη σου/ είτε μαζί με το Παρίσι».


Από τη μια ο Μαγιακόφσκι έγραφε πατριωτικές ωδές και από την άλλη ερωτικά ποιήματα Στους τελευταίους 18 μήνες της ζωής του η Τατιάνα ήταν η Τάνικ του και ο Βλαντίμιρ ο Βολ της (βόδι στα ρωσικά). «Δουλεύω σαν βόδι, κάτω από το κεφάλι, κόκκινα μάτια... Ομως νιτσεβό (δε βαριέσαι)... τι σημασία έχουν τα μάτια μου, δεν θα τα χρειαστώ μέχρι που να σε δω ξανά... γιατί εκτός από σένα δεν έχω άλλον να κοιτάξω», της έγραφε από τη Μόσχα. «Δεν είσαι Παριζιάνα, είσαι προλετάρια. Στη χώρα μας όλοι πρέπει τελικά να σ' αγαπήσουν και οι πάντες θα αναγκαστούν να είναι ευτυχισμένοι (όταν επιστρέψεις)».

Ωστόσο, όπως φαίνεται οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίες εμπόδισαν την τακτική αλληλογραφία ανάμεσα στο ζευγάρι, η βίζα του Βλαντιμίρ δεν ανανεώθηκε, η άνοδος του Στάλιν άρχισε να περιορίζει την ελευθερία του, ενώ δεν άργησε να έρθει η σύγκρουση με τη συντηρητική Ρωσική Ενωση Προλεταριακών Συγγραφέων.

Το φλογερό ειδύλλιο πάγωσε. Ο Μαγιακόφσκι άρχισε να βλέπει μια παντρεμένη ηθοποιό, τη Νόρα Πολόνσκαγια, χωρίς ποτέ να διακόψει το παράδοξο ερωτικό τρίγωνο με τη Λίλια και τον Οσιπ Μπρικ. Η δε Τατιάνα δέχτηκε πρόταση γάμου από τον υποκόμη Μπερτράν ντι Πλεσί στο τέλος του 1929. Λίγους μήνες αργότερα, στις 14 Απριλίου του 1930, ο Μαγιακόφσκι αυτοκτονεί κάνοντας πράξη αυτό που είχε προβάρει στα ποιήματά του: «Πρέπει μονάχα να σηκώσεις το χέρι-και σαν αστραπή/ η σφαίρα/ θα ξεχυθεί/ σε μια βροντερή τροχιά για τον άλλο κόσμο».


Το μεγαλύτερο μέρος των ερωτικών επιστολών του Ντίλαν Τόμας έχουν αποδέκτη την «ωραία, όμορφη, αλαργινή» Κέιτλιν Μακναμάρα, τη σύζυγό του, που χαϊδευτικά αποκαλεί Κατ (γάτα). Υπάρχουν κι άλλα γράμματα προς τις κατά καιρούς ερωμένες του, την ηθοποιό Ρουθ Γουίν Οουεν ή τη συγγραφέα Εμιλι Χολμς Κόουλμανς, ωστόσο κανένα δεν εμπεριέχει το πάθος, την αγάπη, την τρυφερότητα που εξέφραζε στη γυναίκα του.

Με την Κέιτλιν γνωρίστηκαν σε μια παμπ στο Λονδίνο στις αρχές του 1936 όταν ήταν και οι δυο 21 ετών. Παντρεύτηκαν ένα χρόνο αργότερα, απέκτησαν τρία παιδιά, ενώ η κοινή τους πορεία ήταν τρικυμιώδης. Από τις πρώτες του επιστολές, πάντως, φαινόταν ότι η Κέιτλιν ξυπνούσε την ποιητική φαντασία του και τη διάθεση για μποέμικη ζωή: «Σ' αγαπώ για εκατομμύρια εκατομμυρίων πράγματα, ρολόγια και βαμπίρ και βρόμικα νύχια και μπερδεμένες ζωγραφιές και όμορφα μαλλιά και ωραία μεθύσια και έκπτωτα όνειρα..», της έγραφε. «...μπορείς να με διδάξεις να περπατάω στον αέρα, κι εγώ θα σε διδάξω να βγάζεις χαριτωμένους ήχους απ' το πιάνο δίχως διόλου μουσική· θα έχουμε ένα κρεβάτι σε κάποιο μπαρ, και δεν θα έχουμε πεντάρα τσακιστή και θα ζούμε με δανεικά κι αγύριστα από άλλους...».

Συνεχίζει μέχρι το τέλος της ζωής του να της γράφει, κυρίως από την Αμερική, όπου περιόδευε δίνοντας διαλέξεις. Της περιγράφει μεταξύ άλλων το Μανχάταν, ενώ γκρινιάζει που δεν μπορεί να συνηθίσει «...την ταχύτητα, τον θόρυβο, την απόλυτη αδιαφορία των μαζών, την τρομαχτική ευγένεια των διανοούμενων και, πιο πολύ απ' όλα, αυτούς τους τεράστιους φαλλικούς πύργους προς τα πάνω ...».


Η έκδοση αρχίζει με τις επιστολές του Ντίλαν Τόμας στην πρώτη του κοπέλα, την Πάμελα Χάνσφορντ Τζόνσον, που ήθελε να γίνει συγγραφέας. Σε μια από αυτές, του 1934, την πληροφορεί πως το BBC απαγόρευσε την ποίησή του, αποδεικνύοντας πόσο παρεξηγημένος ήταν στην αρχή της πορείας του: «Μετά το ποίημά μου στο Listener ο εκδότης έλαβε σωρεία επιστολών, που όλες τους διαμαρτύρονταν για την αηδιαστική αισχρολογία σε δύο στροφές. Ενα από τα αποσπάσματα που προκάλεσαν την αναστάτωση ήταν αυτό: "Αφραχτοι, ξέλυτοι οι κρουνοί των ουρανών/ γεμίζουν άκρη σ' άκρη το ραβδίο/ χαμογελούν προφητικά και να, το λάδι των δακρύων". Τα μικρά ασεμνολαγωνικά πίστεψαν ότι έγραψα έναν ύμνο στη συνουσία. Στην πραγματικότητα, φυσικά, επρόκειτο για μία μεταφυσική εικόνα της βροχής και της θλίψης».

Το τελευταίο του γράμμα απευθύνεται στην Ελίζαμπεθ Ρέιτελ, την οποία γνώρισε στην Αμερική, ενώ συνεργάστηκαν στο θεατρικό του «Κάτω από το Γαλατόδασος». Με χιουμοριστική διάθεση αναφέρεται σε πρακτικά ζητήματα, όπως μια πρόσκληση για τη Διεθνή Συνδιάσκεψη Λογοτεχνών, όπου μεταξύ άλλων θα ήταν ο Ελιοτ, ο Τόμας Μαν, ο Φόρστερ, ο Καμί, ο Χέμινγουεϊ: «Με τα ονόματα τέτοιων παλικαριών πρέπει να υπάρχει παραδάκι», σχολιάζει. «Α, ναι, και ο Αρθουρ Μίλερ θα είναι εκεί, οπότε αυτός κι εγώ θα μπορούμε να είμαστε αβανγκάρντ παρέα και να γράψουμε ένα θεατρικό έργο όπου οι πάντες θα βγάζουν τα ρούχα τους σ' έναν υπόνομο».

Στις 9 Νοεμβρίου του 1953 ο Ντίλαν Τόμας πεθαίνει σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης. Λέγεται πως πριν καταρρεύσει, καυχιόταν στην Ρέιτελ πως είχε πιει 18 ποτήρια ουίσκι.

Πηγή: enet.gr

9/10/10

«Βουκουρέστι, αχ, Βουκουρέστι!»


Η γιαγιά μου ήταν αντίθετη στον κομμουνισμό, το ίδιο και οι φιλενάδες της. Δεν είχανε με τους κομμουνιστές, τους μπολσεβίκους, όπως έλεγαν καμιά ιδιαίτερη μανία, ούτε και πολυθέλανε το κακό τους, τους φοβόντουσαν όμως και τους κατηγορούσαν γιατί κυνηγούσανε τη θρησκεία και τις διδασκαλίες της. Και όποιος κυνηγάει τη θρησκεία, κυνηγάει τα πάντα, έλεγαν.
Μαζεύονταν, λοιπόν, για καφέ, έστω και κριθαρένιον, και ανταλλάσσανε ή ξαναλέγανε τις παμπάλαιες πληροφορίες τους. Μια ιστορία που είχε κάνει θραύση στον κύκλο τους προπολεμικά, ήταν εκείνη με τον καλόγερο. Οι άλλες ήταν σχετικές με τις ερωτικές δραστηριότητες, τις παραλυσίες και τους εκφυλισμούς στη Σοβιετία.

Ένας Ρώσος καλόγερος, αφού υπόφερε τα πάνδεινα από τους μπολσεβίκους στις εξορίες και τις φυλακές κι αφού άκουσε βρισίδι και διαφώτιση που του πήγε καπνός κι αντάρα, άρχισε να δείχνει ότι παραδέχεται σε πολλά σημεία τις αντιθρησκευτικές απόψεις των διαφωτιστών του. Κατευχαριστημένοι εκείνοι σκέφτηκαν να τον παρουσιάσουν έτσι με τα ράσα και τα γένια στο λαό, για να μιλήσει μέσα σ’ ένα κατάμεστο στάδιο εναντίον της θρησκείας. Και πραγματικά μάζεψαν τον κόσμο και ανέβασαν σ’ ένα ψηλό βάθρο τον καλόγερο, για να τον βλέπουν όλοι. Κι αυτός, αφού πρώτα περίμενε να γίνει ησυχία απόλυτη και να στραφούνε όλα τα βλέμματα επάνω του, έβγαλε ξαφνικά από τον κόρφο του έναν μεγάλο σταυρό και υψώνοντάς τον κραύγασε προς τα πλήθη· «Χριστός Ανέστη!». Έγινε τότε πανδαιμόνιο, χαλασμός κόσμου. Οι μπολσεβίκοι αυτοστιγμεί πέσαν απάνω του και τον λιανίσαν.

Η ιστορία αυτή τελείωνε πάντα με σταυροκοπήματα, πράγμα που σήμαινε πως ο καλόγερος κατατασσόταν αυτόματα από την ομήγυρη μεταξύ των αγίων μαρτύρων. Παρόλο όμως το τραγικό και όχι απίθανο τέλος της, εγώ την έβρισκα πάντοτε λιγάκι διασκεδαστική. Και πολύ θα ’θελα να μπορούσα να είχα δει από καμιά μεριά τα μούτρα των έξυπνων αυτών υπευθύνων τη στιγμή που την πάθαιναν από τον φανατικό καλόγερο.

Ύστερα, οι γριές άρχιζαν να λένε και να λένε, ψιθυριστά, για τα σεξουαλικά όργια, που κατά τις πληροφορίες τους γινόντουσαν στη Ρωσία.

- Χορεύουν άντρες με γυναίκες γυμνοί, λέγανε σκυφτές.
- Αχ, Βουκουρέστι το κάνανε, Βουκουρέστι!, σχολίαζε ο μαυροφορεμένος χορός.
- Χορεύουν γυμνοί άντρες με άντρες, λέγανε γουργουριστά.
- Αχ, Βουκουρέστι το κάνανε, Βουκουρέστι!, σχολίαζε ο χηρευάμενος χορός.
- Χορεύουν γυμνές γυναίκες με γυναίκες, σφύριζαν χαμηλόφωνα.
- Αχ, Βουκουρέστι το κάνανε, Βουκουρέστι!, σχολίαζαν όλες μαζί και
σταυροκοπιόντουσαν, ίσως γιατί έπιαναν με τη φαντασία τους την ομήγυρή τους ολόγυμνη να χορεύει.
- Αυτός με τις μουστάκες… , ψιθύριζαν.
- Αχ, Βουκουρέστι πια, Βουκουρέστι!
- Απορρίχνουν ελεύθερα τα παιδιά, έλεγαν.
- Γεννάνε στα νοσοκομεία, όχι στα σπίτια τους.
- Οδηγάνε αυτοκίνητα, τρένα, ακόμα και καράβια, γυναίκες πράμα!, έλεγαν.
- Πηγαίνουν και στρατιωτίνες, μαθές!
- Πάει ο ντουνιάς! Βουκουρέστι, όλα Βουκουρέστι!

Τόσο πολύ μιλούσανε για όργια στη Ρωσία, ώστε εγώ, από αντίδραση, μέχρι και που μεγάλωσα, πίστευα ότι πρόκειται για την πιο φιλελεύθερη, ανεκτική και χαρούμενη χώρα στον κόσμο. Γιατί, βέβαια, όποιος καταδιώκει το σεξ, καταδιώκει όλα τα πάντα.

Στην Κατοχή, παρόλη την ανατροπή του σύμπαντος, οι ακατάβλητες γριές μιλούσανε ακόμα, του καλού καιρού, για τον μπολσεβικισμό και τα καμώματά του. Γι’ αυτές δεν είχε κεφαλαιώδη σημασία ούτε η σκλαβιά, ούτε ο Χίτλερ, που κόντευε να κυριέψει τη Μόσχα και το Λένινγκραντ, ούτε, βέβαια, το Βουκουρέστι και η τύχη του. Αυτά όλα ήταν περαστικά πράγματα, που θα λάβαιναν πάλι την ταχτοποίησή τους. Ο μπολσεβικισμός όμως ήταν κάτι το ακατάλυτο, εφόσον ήταν ο μεγάλος αντίπαλος της θρησκείας.


Τις πιο πολλές ειδήσεις τις έφερνε τότε στην ομήγυρη η Λεωνόρα, μια αρχοντογυναίκα με κάτασπρα λαμπρά μαλλιά, πλεγμένα σε χοντρές απαλές κοτσίδες, σαν σκορδοπλεξάνες. Η Λεωνόρα βρισκόταν σε δύσκολη θέση, σε δίλημμα. Ζούσε στο ίδιο σπίτι με τον άντρα της αδελφής της και τα δυο παλικάρια του, μια και η αδελφή της είχε πεθάνει. Η Λεωνόρα, κάνοντας το χρέος της αδελφής της, τους περιποιόταν με στοργή, όμως ο γέρος και τα παιδιά του, μολονότι εύποροι, ήταν φανατικοί μπολσεβίκοι, από κείνους τους σταλινικού τύπου. Η Λεωνόρα άκουγε εκεί μέσα πολλά, αλλά ήταν φανερό ότι έλεγε όσο πιο λίγα μπορούσε. Ο γέρος, έλεγε η Λεωνόρα, έκαμνε δίαιτες και γυμναστικές, για να ζήσει πολλά χρόνια να δει τον κομμουνισμό και το Στάλιν στην Ελλάδα. «Αμ, πώς δεν θα τον δει, ο σκατόγερος» έλεγαν μ’ ένα στόμα – και τι στόμα! – οι γριές, που ο τρομαγμένος νους τους έτρεχε αμέσως σε εκκλησίες, καλογέρους, παπάδες, αλλά και γυμνικούς χορούς. Η Λεωνόρα πρόσθετε ακόμα, πως ο γέρος και τα παιδιά του γύριζαν σχεδόν γυμνοί μέσα στο σπίτι, μ’ ένα μαγιό, για να παίρνει συνεχώς το κορμί τους αέρα, ν’ ανοίγουν οι πόροι τους, πράγμα πολύ υγιεινό, λέει. «Αχ, Βουκουρέστι το κάνανε, Βουκουρέστι!», ξεφώνιζαν οι γριές, διακρίνοντας, εδώ, κάποια προπόνηση στους περιβόητους εκείνους χορούς πλην της Λεωνόρας, βέβαια, που ήταν ατίθαση γεροντοκόρη και δεν μπορούσε να παραδεχτεί τέτοια πράγματα για τα ανίψια της και το σπιτικό της. Η επιμονή της αυτή να αποφεύγει το καθιερωμένο ανάθεμα «Βουκουρέστι, Βουκουρέστι», όταν μιλούσε για τους δικούς της, και να διηγείται την κατάσταση κάπως πιο ανθρωπινά, άρχισε να την κάμνει ύποπτη στις άλλες γριές. «Η Λεωνόρα δεν τους καταδικάζει», έλεγαν ιδιαιτέρως.

Ωστόσο, όχι μόνο η Λεωνόρα, αλλά και η γιαγιά μου είχε τις μυστικές επαφές της με τους μπολσεβίκους. Κάθε τόσο κατέφθανε τα πρωινά η περίφημη Αηδονιώ ή Αηδόνα, φλύαρη, δυναμική και πάντοτε ξεμαλλιάρα. Τη θυμάμαι να κάθεται όλο στην ίδια θέση με φόντο τον Θερμαϊκό, που κι αυτόν τον θυμάμαι όλο αγριεμένον απ’ τον Βαρδάρη. Η Αηδονιώ θα πήγαινε ή θα γυρνούσε από κάποιον τόπο εξορίας, όπου μόνιμα βρισκόταν ο γιος της, καθώς δεν εννοούσε να υπογράψει τη δήλωση. Αυτή μιλούσε, συνέχεια, για καΐκια, βάρκες, μπερδεμένα δρομολόγια άγονων γραμμών, φουρτούνες και μπουνάτσες, καλούς ή κακούς χωροφύλακες, σκύλους ενωματάρχες, φύλακες φυλακών, μυστικά σημειώματα, δέματα ανήκουστης φτώχειας, διευθύνσεις στα πέρατα, όπου έπρεπε όμως να τρέξει, μυστηριώδεις κυρίους που εμφανίζονταν ξαφνικά κι ανοίγοντας το πορτοφόλι τους της έδιναν σημαντική βοήθεια, ακριβώς τη στιγμή που δεν είχε δεκάρα. Η Αηδονιώ ήταν η παιδεμάρα και η τραχύτητα, ο παράλογος ξεσπιτωμός και το ξεβόλεμα, το Αιγαίο και η στέγνια του, μέσα σε μια πολιτεία, παχουλή και νερουλή, που το θωρούσε, βέβαια, το πέλαγος, αλλά το θεωρούσε πολύ μακριά της. Η γιαγιά μου πάντοτε της έλεγε να πει του γιου της, που όπως αργότερα διεπίστωσα ήταν ένας τραχύτατος κι αυτός άντρακλας, να κάνει πια αυτή τη δήλωση και να βγει έξω κι αυτός, όπως και οι αρχηγοί του, που πάντοτε βάζουν με τρόπο τους άλλους μπροστά, και τα λοιπά, και τα λοιπά, αλλά γενικά την άκουγε με πολλή συμπάθεια και ποτέ δεν την άφηνε να φύγει με άδεια χέρια, παρόλο που κι εμείς – και όχι μονάχα στην Κατοχή – υποφέρναμε. Η Αηδονιώ, παρ’ όλη τη θρυλική γλώσσα της, που δεν είχε αφήσει αστυνόμο για αστυνόμο που να μην τον περιλούσει, δεν αντέλεγε και πολύ στη γιαγιά μου, έδειχνε όμως καθαρά ότι δεν επρόκειτο να τα μεταβιβάσει. Μα και η γιαγιά μου γι’ αυτήν την ίδια τα έλεγε και όχι για τον γιο της, γιατί πίστευε, και όχι αδίκως, ότι από τους δυο τους αυτή ήταν η πιο φανατικιά. Αυτή ήταν η κυριότερη επαφή της γιαγιάς μου με τους μπολσεβίκους, μα όχι η μόνη.
Οι απέθαντες γριές εξακολούθησαν να μαζεύονται για καφέ και μετά την απελευθέρωση, αλλά και μετά τον εμφύλιο, είναι η αλήθεια. Και μολονότι οι μπολσεβίκοι, κατά τη σύντομη επικράτησή τους, που οι γριές δεν την πολυκατάλαβαν, γιατί, ακριβώς, αλλιώς την φαντάζονταν, ούτε τις εκκλησίες ούτε τους παπάδες απαγόρεψαν, ούτε και τσίτσιδοι χοροπηδούσαν, εντούτοις οι γριές εξακολουθούσαν γι’ αυτά τα ίδια και τα ίδια να τους κατηγορούν και να λένε, κάθε τόσο, αναστενάζοντας: «Βουκουρέστι, Βουκουρέστι!». Είχε αρχίσει όμως να παίρνει στο στόμα τους κάποιο ραγισμένο τόνο η έκφραση. Κάτι συνέβαινε, φαίνεται, μέσα στα σπιτικά τους. Το περιλάλητο «Βουκουρέστι» ερχόταν πια και στο κεφάλι μας, πανταχού εισχωρούσε, απαράδεχτα διαφορετικό όμως από τη φήμη του. Γι’ αυτό και η καταδίκη του, τουλάχιστο με τα λόγια, εξακολουθούσε.

Και τώρα που τη γιαγιά μου και τις φιλενάδες της, ούτε φάκελα την πιάνουν, εκεί που είναι, μα ούτε και φάσκελα, μπορώ να προσθέσω και τούτο: Απάνω στον εμφύλιο μας έφερε μια μέρα με πολύ καμάρι την είδηση ότι μιας συμπατριώτισσάς της οι δυο γιοι ήταν οι πρώτοι καπεταναίοι στον Έβρο. μας είπε και τα ψευδώνυμά τους, μάλιστα. Τα έλεγε αυτά στητή και με δύναμη, της άρεζε να βροντάει ντουφέκι κοντά στο χωριό της κι από τα χέρια του χωριού της, κι ας ήταν και μπολσεβίκικα. Ήξερε πως από τέτοια πράγματα πάντοτε κάτι βγαίνει. Καταγόταν και αυτή, καθώς και οι φιλενάδες της, από τη άλλη μεριά του Έβρου, την τώρα τουρκική, και λαχταρούσε η καρδιά της. Αυτά, βέβαια, δεν τα είπε στην ομήγυρή της. Έφερε μόνο μια μέρα τη συμπατριώτισσά της, τη μάνα των καπεταναίων, από την εκκλησία, που τη βρήκε, στο σπίτι. Δούλευε στην πόλη μας ως υπηρέτρια κι αυτό πολύ στα κρυφά. Κατά τα τέλη της ζωής της η γιαγιά, μόνη πια χωρίς την ομήγυρη, αλλά με εκλογικό βιβλιάριο, που της είχαν βγάλει, έλεγε: «Εμείς τι έχουμε να χάσουμε από τους μπολσεβίκους;» «Να τα μας…», της λέγαμε γελαστά και της θυμίζαμε που κρυφοέβριζε τους φαντάρους του ΕΛΑΣ, όταν τους συναντούσε στο δρόμο. Μα τα απέκρουε αυτά και ούτε λέξη για «Βουκουρέστι» και τα παρόμοια, όπου άλλωστε κυβερνούσε με καλβινική αυστηράδα και πυγμή η Άννα Πάουκερ.

Αργότερα, όταν ήμουν φοιτητής, ένας καθηγητής μου, αρκετά παράξενος τύπος, μόλις με είδε μια μέρα από κυλικείο μ’ έναν πολύ συμπαθή φοιτητή άλλης Σχολής, πλησίασε και μας είπε συνωμοτικά: «Παιδιά, παιδιά, δεν ξέρετε τίποτα. Το μουνί βρωμάει. Αχ, Βουκουρέστι, Βουκουρέστι, εκεί μονάχα ξέρουν!» Και έφυγε απότομα, χωρίς να μας εξηγήσει, τι ήταν αυτό που ξέρανε σχετικώς στο Βουκουρέστι και που εμείς, κατά τη γνώμη του, δεν το ξέραμε. Φυσικά, αναφερόταν στο παλιό Βουκουρέστι, και εννοούσε σαφώς έναν από τους τρεις αλληγορικούς χορούς που προαναφέραμε.

Με τα χρόνια και την πείρα, έχω πεισθεί πως το καημένο έβγαλε όνομα κυρίως από τους διάφορους πραματευτάδες, που διέσχιζαν, παλιά, ανεμπόδιστοι από σύνορα, όλη τη Βαλκανική σε μήκος και σε πλάτος. Αυτοί, που γνώριζαν καλά τις βαλκανικές πόλεις και κωμοπόλεις και ήταν σε θέση να κάνουν συγκρίσεις και εκτιμήσεις, έβρισκαν ότι τα ήθη στο Βουκουρέστι ήταν από παντού αλλού πιο ελεύθερα. Νέοι, έξυπνοι, γεροί, αλλά ξένοι, καθώς ήταν, δηλαδή σε όλα κατάλληλοι, πρέπει να δέχονταν πολλές ερωτικές επιθέσεις από διάφορα μερακλίδικα πλάσματα του τόπου, που δεν θα πολυτολμούσαν να ριχτούν σε εντόπιους. Γιατί σαφώς η επωδός αυτή δεν εννοούσε κανονικές καταστάσεις, άλλο αν οι γριές δεν καταλάβαιναν τι ακριβώς λένε. Όπως, άλλωστε, συμβαίνει και στην Αθήνα σήμερα με τους επαρχιώτες, έστω και μαύρους, προς τους οποίους υπάρχει μια σαφής προτίμηση για πρόσκαιρες σχέσεις. Κατόπιν αυτοί γυρίζοντας στα χωριά τους και θέλοντας οπωσδήποτε να διηγηθούν τα πράματα και τα θάματα που είδανε, και μάλιστα από τόσο κοντά, στο Βουκουρέστιον, τα έλεγαν και τα διηγόντουσαν όλα, μεγαλοποιώντας μάλιστα τις χειρότερες περιπτώσεις, αλλά υπό τύπον κατηγορίας και καταδίκης. Και χωρίς, εννοείται, να ανακατεύουν καθόλου τον εαυτό τους. Πάντως, τα έλεγαν και τα τόνιζαν, και αυτό ήταν που είχε σημασία. Τέτοιες διηγήσεις για το Βουκουρέστι μέχρι και στα παιδικά μας χρόνια κυκλοφορούσαν. Για άντρες που βάφονται εκεί πέρα, για γυναίκες πολύ εύκολες, όπως άλλωστε και η παραλίγο βασίλισσά μας, η γυναίκα του Γεωργίου Β΄, για αξιωματικούς που φοράνε κορσέ, για νεαρούς που ξυρίζονται δυο φορές τη μέρα και χίλια δυο άλλα.

Θυμήθηκα το Βουκουρέστι, Μπουκουρέστι για την ακρίβεια, όταν πέρσι πρόπερσι έγιναν εκεί μεγάλοι σεισμοί και άθελά μου αναφώνησα: «Αχ, Βουκουρέστι, Βουκουρέστι!». Ανακάλεσα, τότε, τη γιαγιά μου, την παρέα της, τους πραματευτάδες, τα σκηνοθετημένα από μένα όργιά τους, τις φοβίες και τα ιδανικά. Όλα σκόνη και στάχτη.

Τώρα, ποιος θα μας θυμηθεί, ποιος θα λυπηθεί εμάς, που όλους τους θυμόμαστε, καθώς αυτοί που μας απομυζούσαν μας γυρίζουνε την πλάτη ή προσπαθούν όπως όπως να μας τυλίξουν; Κι αν το κάνει, τι άραγε θα βρει κι αυτός στο βάθος;

Αχ, Ελλάδα, ρημαγμένη Ελλάδα, δεν ξέρω πώς να σε θρηνήσω…


Από τη συλλογή Το δικό μας αίμα, του Γιώργου Ιωάννου (1978)

7/10/10

Η γκουρτσιά


Του σπίτ΄ π’ γινήθκα κι τράνιψα ήταν ανάμισα στ’ Γιτιά, τα Κατσ΄κάθκα, κι τα Μπουντανάθκα. Ήταν σ΄μά στου φούρνου τ’ Τάσιου τ’ Πατιά κι άντικρα π’ του σπίτ΄ τ’ Νικουλάκ΄ τ’ Μαντρέλα. Ουδός Γιουργίου Τιόλ΄, αριθμός τέσσιρα. Διξά μας απ’ του δρόμου ήταν τ’ Μπέντα, ύστιρα τ’ Νιάκου τ’ Ούρδα, παρακείθι τ’ Τιάλ΄, τ’ Τιόλ΄, τ’ Σύρπ’, τ’ Κουκαλιάρ΄, κι όπους ξιαστουχήθκα τα φτάσου ίσια μι τουν Αϊκουσταντίνου μι φαίνιτι. Ουπίσου ’π τι μας είχαμι τ’ Σάνα τ’ δασκάλα, τ’ μάνα τ’ Κουσταντούλ΄ κι ζιρβά μας του σπίτ΄ τ’ Χρήστ’ τ’ Τσιάρα τ’ μαραγκού. Ου Τσιάρας είχιν φύβγ΄ απού χρόνια στ’ Σαλουνίκ΄ κι του νοίκιαζιν. Κι μεις στα νοικιαστά κάθουμάσταν. Του σπίτ΄ ήταν απ’ τ’ς Λαβαντσιώτ’δις, δυο αδέρφια κι μια αδιρφή, ανύπαντρ΄ όλ΄, κι έτσ΄ όπους είχιν τρεις θύρις στου νουβουρό, κάθουμάσταν ικεί μέσα δυο φαμπλιές κι ένας ζουντόχηρος, ου Βασίλτς τ’ Λαβαντσιώτ΄ π’ δούλιβιν μιρουκάματου σιαπάν στ’ αμπέλια. Του Βασίλ΄ τουν καρτιρούσαμι ιμείς οι μ’κροί στουν πάτου, άμα σώνουνταν τα γιουρτάσια, να σ΄νάξ΄ ότ΄ είχιν απουμείν΄ στ’ς ντραματζάνις, να μας πει του παραμύθ΄ μι του μπιάγκαβου του λύκου κι ύστιρα κοιμούμασταν.

Με’ στου νουβουρό μας, ακουλ΄τά μι τουν αναγκαίου, ήταν η γκουρτσιά. Τέτοιου τρανό δέντρου δεν ήταν άλλου σι όλ΄ ’ν Κόζιαν΄, ιξόν απ’τα τρία στουν Αϊκουσταντίνου. Ένας τρανός μαναχόςτ’ δεν μπουρούσιν να τ’ν αγκαλιάσ΄. Τα κλουνάριατ’ς απιρνούσαν τ’ς Μπέντινας τ’ στινούρα κι έβγινανίσια μι ’ν Ούρδινα κι του γκαλντιρίμ΄. Απ’ ’ν άλλ΄ τ’μιρά απιρνούσαν ουπάν απ’ τα κιραμίδια μας κιέριχναν γκόρτσα κι φύλλα ως κι στα κιραμίδια απ’του μπακάλ΄κου τ’ Μανώλ΄ τ’ Δημουδιά. ΚάθιΑύγουστουν, ύστιρ’ απ’ τ’ς Παναΐας, τίναζάμι ταγκόρτσα. Του τίναγμα δεν ήταν ντιπ εύκουλ΄ δλειά. Αδουκιούμι πως απού ιτότι που καβαλίκιψα ’ν αυλή τ’ς Μπέντινας, πάτσα ουπάν στ’ς παφιλέοι απ’ τουν αναγκαίου μας κι γραπατσώθκα ουπάν στ’ γκουρτσιά για πρώτ΄ φουρά, ως που να φτάσου ν’ ανιβαίνου σι
όλα τα κλουνάρια τ’ ς για να τ΄νάζου κι τα ψηλότιρα τα γκόρτσα, απέρασαν τόσα χρόνια όσα έκαμα απού ’ν πρώτ΄ τ’ Δημουτικού ως τ’ μέσ΄ απ’ του Γυμνάσιου. Κάθι χρόνου καθώς τράνιβα, κατάφιρνα σιγά σιγά κι πατούσα ένα ένα όλα τα κλουνάρια τ’ς γκουρτσιάς. Πρώτα τα χαμπηλά κι τα ίσια, ύστιρα τα λουξά κι στουν πάτου τα ψηλότιρα κι τα ουρθά. Στ’ γκουρτσιά δεν ανέβινα μούγκι τουν Αύγουστου. Απ’ τα ιτότι π’ τα κατάφιρα να γραπατσουθώ ουπανουθό τ’ς για πρώτ΄ φουρά, γίγκιν για τ’ ιμένα κάτ΄ σαν καταφύγιου. Πού μ’ έχανις πού μ’ ίβρισκις, ουπάν στ’ γκουρτσιά!

Είχα ένα μέρους π’ τιντώνουμαν τα μισμέρια. Είχα άλλου μέρους π’ κάθουμαν κι διάβαζα. Είχα μέρους απ’ όπ’ κυνηγούσα τα σπουρλίτια μι τα ταντστάρια. Είχα μέρους π’ κάθουμαν κι τηρούσα ποιος απιρνούσιν απ’ του γκαλντιρίμ΄. Είχα ακόμα κι ένα κρυφό μέρους απ’ όπ’ τηρούσα κι δεν φαίνουμαν τ’ Φρουσίτα τ’ Κουσταντούλ΄, όντας έφκιανιν ηλιουθιραπεία μι σιορτ, ουπάν σ’ ένα σιδιρέινου κριβάτ΄ π’ τούχιν ανιβάσ΄ ου Κουσταντούλτ΄ς ουπάν στ’ σκιπή απού λαμαρίνις στ’ αχούρ΄ πούχιν η μάνα τ’ για τα γιλάδια. Ουπάν στ’ γκουρτσιά ανέβινα πάλι όντας μι κυνηγούσιν η Στιργιανή μι ’ν κουτάλα, άμα έφκιανα καμιά μουζαβιριά κι δεν μπουρούσιν να μι φτάσ΄. Ικεί ουπάν κρύβουμαν κι τ’ς νύχτις όντας έπιζάμι τζιβουτό μι του Χαριλάκ΄ τ’ς Τζάρινας, του Νίκου τ’ς Αθηναίας, ’ν Καίτη τ’ς Ούρδινας κι τ’ν Λέν΄ τ’ Γκατζιαρίνα.

Κάθι άνοιξ΄ η γκουρτσιά μας χιουνίζουνταν. Μουσκουβουλούσιν ου τόπους αλόυρα κι βούιζαν οι μιλίσσις. Ως που να ρθεί η Πασχαλιά, τα γκόρτσα είχαν δέσ΄ κείχαν γιουμόσ΄ τα κλουνάρια φύλλα στρόγγυλα.

Όπους είπαμι κι παραπάν’ ύστιρα απ’ του δικαπινταύγουστου ’ν τίναζάμι. Ξικριμνούσαμι τ’ς κουπάνις απ’ του μαειριό, έπιρνάμι δαν’κά καφάσια, φώναζάμι κι τ’ γειτουνιά κι χιρνούσαμι του τίναγμα. Ιγώ πρώτους κι καλύτιρους ψηλά, τίναζα γιρά τα κλουνάρια κι καταής έβριχιν γκόρτσα. Οι ζιούλις έπιφταν εύκουλα αλλά ήταν κι καμόσα μουχόζ΄κα π’ δεν ήταν ακόμα καλά φτασμένα κι ίχριζιν να τα τ’νάζου μι τουν κλώστ΄. Απού κάτ’ μάζουναν κι έτρουγαν, έτρουγαν κι μάζουναν. Σι κάνα δυο ώρις είχαν γιουμόσ΄ τα καφάσια κι οι κουπάνις κι χιρνούσαμι του μοίρασμα. Κάνα δυο καφάσια τα διάλιγάμι μι του Νίκου τ’ς Αθηναίας κι τα πλούσαμι στου Μανώλ΄ τ’ Δημουδιά, πέντι χιλιάδις του καφάσ΄ (παλιές χιλιάδις…). Όσα έπιφταν ουπάν στα κιραμίδια μας τα απαρατούσαμι κι σάπ’ζαν ικεί, ως που έρχουνταν κι τα μάζουνιν αντάμα μι τα φύλλα ου μάστιουρας π’ ξιανάσιρνιν τα κιραμίδια ή τα κατέβαζιν καμιά γιρή σιαρσιάρου απ’ τ’ς αστρέχις πριν τσακώσ’ν τα κρύα κι τα χιόνια.

Κι έτσ΄ μι τιαυτά κι μι τ’ ικείνα απιρνούσαν τα χρόνια. Έσουσα του γυμνάσιου κι χίρσα να δ’λεύου στου Άζουτου. Πού κιρός ν’ ανιβώ στ’ γκουρτσιά. Όν΄τηλ μέρα ήμαν στου ιργουστάσιου, γυρνούσα του δειλ’νό ψόφιους κι αστουχούσα ως κι τα μάτια μ’ να σ΄κώσου να ’ν ιδώ ψίχα. Άφκι που τιλιφταία φουρά π’ ανέφ’κα μι κακουφάνγκιν γιατί τα καλούπια απ’ τ’ς κουλώνις τ’ Τιάλ΄ είχαν ανιβεί ψηλότιρα απ’ τ’ γκουρτσιά κι δεν φαίνουνταν του τζιαμί στ’ Γιτιά μι τ’ς πιλικανέοι, νε ου Όλυμπους σιαπέρα. Άπ’ ’ν άλλ΄ τ’ μιρά φαίνουνταν του Σιόπουτου. Μα απ’ τι κεί τι να ειιδείς; Όλου τ΄φάνια κι ντουρλάπια έρχουντι απ’ του Σιόπουτου.

Κι έτσια καθώς ’ν απαράτσα, σιγά σιγά λές κι κατάλαβιν κι αυτήν απ’ δεν χράζουνταν παραπάν’. Ικείνου του χειμώνα –1962/3 – τα χιόνια ήταν κι πουλλά κι βαρά. Μια κλουνάρα, η χαμπηλή η ίσια, π’ απιρνούσιν ουπάν απ’ του χειμουνιάτ΄κου του νουντά μας, τσακίσ΄κιν απ’ του βάρους πούχιν του χιόν΄ κι τσακίζουντας κιραμίδια, γριντιές κι νταβάν΄, σέφκιν βάχτ΄ χειμώνα κιρό στου νουντά μας. Φώναξάμι τ’ς σπιτουνικουκυραίοι να βρουν μάστιουραν να μας φκιάσ΄ του νταβάν΄ κι αυτοί λες κι καρτιρούσαν ’ν ιφκιρία, έστειλαν πρώτα δυο ξυλουκόπ΄ μι πριόνια κι τσικούρια κι έκουψαν τ’ γκουρτσιά απ’ τ’ ρίζα.

Έλιουσαν τα χιόνια, ήρθιν η άνοιξ΄ κι ου νουβουρός μας ήταν σα γκόλιαβους. Νε γκουρτσιά, νε λούδια, νε φύλλα, νε ίσκιους, νε αέρας, νε σπουρλίτια, νε δικουχτούρις, νε γκάλτσις, νε καντίπουτας. Σι λίγου κιρό έφυγάμι κι μεις. Νοίκιασάμι ένα κινούργιου σπίτ΄ στου Λάζου τουν Καλώτα στουν Αϊκουσταντίνου. Του σπίτ΄ απούχα γιν΄θεί ρήμαξιν. Ου μπαχτσές κι ου νουβουρός σκιπάσ΄καν μι τσουκνίδις, κουλτσίδις, αγκάθια κι βρουμουξυλιές. Σι καμόσα χρόνια του γκρέμ’σαν κι τόφκιασαν πουλυκατοικία. Η ρίζα τ’ς γκουρτσιάς μας τα σαπίζ΄ τώρα σιγά σιγά κάτ’ απ’ τα μπάζα κι τα γκιρίζια. Όντας απιρνώ καμιάφρας απ’ τικεί, δεν καταλαβαίνου που είμι. Δεν έχ΄ δέντρα αλόϋρα, δεν έχ΄ μπαχτσέδις. Νε του γκαλντιρίμ΄ απόμνιν΄, νε τα πιζούλια για του χουρατά, νε καντίπουτας. Μούγκι πουλυκατοικίις, άσφαλτους μι τρύπις, αυτουκίνητα πουλλά κι πλαστικές καρέκλις στα μπαλκόνια. Κι κόσμους ξένους να πχιαλάει κι να μην τηράει ου ένας τουν άλλουν γιατί είνι κιρός τώρα απ’ δεν γνουρίζουντι συναμιταξύ τ’ς.

Μι φαίνιτι απ’ τα ιτότι πόκουψαν τ’ γκουρτσιά μας χίρσαν όλ’ αυτάια. Ή κάμου αλάθουν γιατί έφυγα μακρά κι τα γλέπου έτσια τώρα;

Του Γιάννη Δ. Βανίδη



Επεξήγηση λέξεων:

Γκορτσιά (Pyrus spinosa)= Είναι ένα παμπάλαιο ελληνικό δένδρο που συχνά μπολιάζεται ακόμη και σήμερα. Είναι θάμνος ή μικρό δέντρο με ύψος μέχρι 6 μέτρα, με αγκάθια.Τα νεαρά κλαδιά στην αρχή έχουν λευκές τρίχες, αργότερα όμως είναι γυμνά. Τα φύλλα είναι πράσινα επάνω και γαλαζωπά κάτω. Τα άνθη είναι λευκά. Ο καρπός (γκόρτσι) είναι σφαιρικός με χρώμα κιτρινοκάστανο και αρκετά στυφός.
Σάνα= κύριο όνομα, η Αλεξάνδρα
Νουβορό= η αυλή
Αναγκαίο= η τουαλέτα
Μιρά= μεριά, πλευρά
Αδικιούμι= θυμάμαι
Παφιλέοι= οι τενεκέδες
Τζιβουτό= το κρυφτό
Ζιούλις= ώριμες

5/10/10

Εκατό λέξεις....

Μόνο 100 λέξεις; μα τόσες δε φτάνουν ούτε για να βάλεις τίτλο σε μια, προδομένη ξύστρα μολυβιού.

Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ένα μολύβι που όταν αντίκρισε την πρώτη γραφομηχανή ένιωσε το χλοερό έδαφος της γραφής να σείεται κάτω από τα πόδια του, σαν προαίσθημα ότι η απόλυτη, αποκλειστική, η ιδεώδης σχέση του με το χέρι που ήταν «ο κολλητός του» προορισμός, κλονίζεται.


Αθελά μου, έγινα υπέρμαχος αυτού του κλονισμού. Απέκτησα γραφομηχανή στα 18 μου, μόλις διορίστηκα στην Τράπεζα. Απαραίτητη γνώση. Ομως σιγά σιγά το άγγιγμα αυτών των πλήκτρων, διαπέρασε και γοήτευσε και την ζωή των ιδιωτικών μου έσω ήχων. Με το πλεονέκτημα ότι τους εξωτερίκευε ευανάγνωστους. Ενώ το μολύβι, αυτός ο μάμος που ξεγένναγε κάποτε το πρώτο αστραπιαίο, φευγαλέο κλάμα μιας ιδέας, ενός στίχου, προ του πανικού, να προλάβει να το καταγράψει, και προ της παραπλανητικής ευχέρειας που δίνει το προχειρογραμμένο, μετέτρεπε τις νότες και τις συλλαβές αυτού του νεογέννητου κλάματος σε τρομ0κρατημένο αίνιγμα. Τόσο επιζήμια επηρέαζε τον καλό, κατά τα άλλα, γραφικό μου χαρακτήρα. Δεν έβγαινε τίποτα απολύτως απ' όσα σημείωνα.


Κατ' ευθείαν λοιπόν στη γραφομηχανή. Χρόνια. Ωσπου, μια πιο προηγμένη απιστία λησμόνησε τη γραφομηχανή. Το λαπ τοπ. Ως γραφομηχανή και μόνο. Αλλά με τι ευκρίνεια γράφονταν οι αποτυχίες. Και τι νοικοκυρεμένα. Ούτε σκόρπια χαρτιά, ούτε να χάνω τις σελίδες, ούτε να σκίζω τα σωστά αντί για τα λάθη, μη ξεχωρίζοντας ποιο το σωστό και ποιο το λάθος -ούτως ή άλλως δύσκολη πάντα δουλειά. Ομως, τα γράμματα που έγραψα, που έστειλα ή δεν έστειλα, που ελήφθησαν ή δεν ελήφθησαν... υπ' όψιν, ήταν και παραμένουν, ο κρυφός ιερός τόπος, όπου συναντήθηκαν συναντιούνται, το χέρι με το μολύβι ή την πένα, για να τελέσουν το μυστήριο της εκ γενετής άρρηκτης σχέσης τους με ένα προσκύνημα στην χειροποίητη εικόνα της γραφής.


Ναι, καυχιέμαι, ότι τα πιο επιτυχημένα παράπονα που έγραψα είναι χειρόγραφα. Η γραφή, πώς να κάνουμε, όσο κι αν ταξιδέψει και αν ζήσει στα ξένα... μέσα, κάθε τόσο, εκεί που γεννήθηκε θα επιστρέφει: στο ένστικτό της.

Της ΚΙΚΗΣ ΔΗΜΟΥΛΑ

3/10/10

Η Κιβωτός έριξε άγκυρες....


Από τους μύθους του Αισώπου έναν δεν αγάπησα, εκείνον που ΄λεγε για τον τζίτζικα. Ίσως γιατί δεν μου άρεσε ποτέ το δίδαγμα του, ίσως γιατί εγώ το διάλεξα να γίνω τζίτζικας και γνώρισα πως είναι να κάνεις προέκταση του εαυτού σου ένα μουσικό όργανο, να το παίρνεις αγκαλιά, να του λες τα μυστικά σου, να ακουμπάς πάνω του τα βράδια, να του εξομολογείσαι! Έτσι μεγάλωσα, ακούγοντας τραγούδια, αγοράζοντας βινύλια, χαμένος στα εξώφυλλά τους και τους ήχους τους. Κι ας μου ΄λεγαν οι "μέρμηγκες" πως πρέπει να προσέχω τους χειμώνες κι ας προσπάθησα κι εγώ φορές να γίνω σαν κι αυτούς, δεν τα κατάφερα. Γιατί η μουσική είναι απ' τις πιο δυνατές αγάπες, δεν σ΄αφήνει εύκολα να ξεφύγεις, σε ποτίζει ολόκληρο με τον έρωτα της και σε θέλει μόνο δικό της.


Κι έτσι περνάει ο καιρός κι ανακαλύπτεις πως δεν μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο, παρά μόνο αυτό. Να την αγαπάς, τη μια σαν μια γυναίκα που σε θέλει πάντα εκεί, την άλλη σαν την θάλασσα, που κάθε στιγμή μπορεί να σε καταπιεί ο βυθός της. Και μεγαλώνεις, μεγαλώνεις και πας και τη φυλάς απάνω σου, κι είναι μια φλέβα που χτυπά στο κορμί σου, στη χαρά και στον πόνο. Κι ας μην ξέρεις ως που μπορεί να φτάσει η αγάπη σου γι αυτήν κι ας μην σου λέει ποτέ πως θα είναι δική σου, εσύ την αγαπάς και πας, και πας... Κι όλο χαράζεις άγκυρες στο μπράτσο σου, πως την αγάπησες να δείξεις, μα αυτή έχει ρίξει τις δικές της πλάι σ΄όλες τις άλλες κι όνειρο φυλαγμένο γίνεται στην καρδιά σου και σου ζητά εξομολογήσεις, λόγια να τη ντύνεις, γιατί τα λόγια τα αγάπαει!


Κι έτσι περνάει ο καιρός και μεγαλώνεις κι άλλο, της τραγουδάς, της ψιθυρίζεις πόσο σ΄αγάπησα μετρώ, με το κορμί καράβι στις θάλασσες της κολυμπάς βαθειά στον έρωτα της. Κι αυτή, έρωτας σαν μήνας Μάρτης, πότε σε τυραννάει με τα σκέρτσα και τα καμώματα της, πότε σου δίνεται. Αναρωτιέσαι εσύ ποιος τον κόσμο ορίζει κι όμως ξέρεις πως είναι μόνο αυτή που κυβερνάει κάθε εκατοστό του κορμιού και του μυαλού σου, γιατί της ανήκεις, γιατί σε διάλεξε.


Σε ένα δέντρο λοιπόν καθισμένος κι εγώ, σκάρωσα τα τραγούδια μου κι έφερα στο νου μου όλα εκείνα τα ακούσματα που από παιδί αγάπησα. Μα ήρθαν κι άλλα που με επέλεξαν, εκείνα της καταγωγής, που πάντα κουβαλούσα, καθώς έπαιζα στις αλάνες και στέγνωναν σκόνη και ιδρώτας πάνω μου σαν του Δρίνου το γεφύρι, που όλα όσα γύρω του συνέβαιναν χαράζονταν στους αρμούς του.

Και συνεχίζω να μεγαλώνω, κουλουριασμένος στη ζεστή της αγκάλη, χάνομαι, ταξιδεύω, όπως τότε που μικράκι στη νόνα μου έτρεχα για να κρυφτώ, τη σιγουριά της για τον κόσμο να μου δώσει.

Ταξίδεψε με κι άλλο, κι άλλο, ταξίδια που δεν έκανα θέλω πολλά μπροστά μου να ανοιχτούνε, γιατί η αγάπη αυτή ποτέ δεν τελειώνει, ποτέ, ποτέ, ποτέ...

Μάκης Σεβίλογλου


Τον θυμάμαι από τα εφηβικά μας χρόνια.  Τα χρόνια  που οι έρωτες, η μουσική και  το τραγούδι μπερδεύονταν όλα μέσα μας και μας μεθούσαν γλυκά. Ήταν το αγόρι που καθόταν οκλαδόν στα διαλείμματα και δεν έλεγε πολλά. Μιλούσε μόνο όταν έπρεπε. Μα πάντα, είχε ένα μεγάλο και  φωτεινό χαμόγελο να χαρίσει σε όλους. Από τότε έπαιζε και τραγουδούσε...


Τον συνάντησα ξανά, ύστερα από πολλά χρόνια. Τίποτα δεν έχει αλλάξει ο χρόνος πάνω του. Το χαμόγελο του παραμένει το ίδιο μεγάλο και φωτεινό όπως και τότε που είμασταν παιδιά. Μόνο οι σιωπές του θαρρώ άλλαξαν. Έγιναν μεγαλύτερες, γιατί τώρα μιλά μέσα από τα δικά του τραγούδια με λέξεις ζωγραφισμένες πάνω στο πεντάγραμμο.


Η χτεσινή βραδυά με την  παρουσίαση της νέας του δουλειάς που τιτλοφορεί  "Άγκυρες", ζέστανε τις καρδιές μας και μας έδωσε δύναμη να συνεχίσουμε. Μας έκανε να σκεφτούμε πως την ζωή, υπάρχουν πολλοί τρόποι για να την παλέψουμε, να της πάμε κόντρα. Γιατί μέσα από τα τραγούδια του, μας έδειξε ότι υπάρχει ακόμη ανθρωπιά  και αλήθεια σε τούτον τον ντουνιά.


Στον ζεστό χώρο που μας φιλοξένησε,  ο Μάκης και η παρέα του μας έκαναν να τραγουδήσουμε, να χορέψουμε, να γελάσουμε κόντρα στον καιρό. Επιβιβαστήκαμε στην Κιβωτό και κάναμε ένα συναρπαστικό ταξίδι με μοναδικό μπούσουλα τη μουσική. Την μουσική που κρατά καλοτάξιδο το καράβι και μας ταξιδεύει σε λιμάνια για να δέσουμε άγκυρες εκεί που η ψυχή μας λαχταρά. Την μουσική που γίνεται πυξίδα για ένα ομορφότερο αύριο.



Η παρέα του Μάκη - κουβαλάνε όλοι την ίδια όμορφη τρέλα- ήταν :


Γιώργος Κορδέλας, με δυνατούς στίχους στο "Όνειρο Φυλαγμένο"...
Μαρία Παπανικολάου, με την ζεστή μπάσα φωνή...
Δημήτρης Κίτσιος, εξαίρετος μουσικός αλλά και πολύ καλός στο σκιτσάρισμα...
Θάνος Γκιουλετζής, ο εξαιρετικός βιολιστής...
Άγγελος, πάντα χρειάζεται ένας σε κάθε Κιβωτό...
Wout Pennings, ο Ιπτάμενος Ολλανδός...
Θάνος Σταυρίδης, ταμπούρλο και ακορντεόν, δεν έχω λόγια...
Κυριάκος Ηλιάδης, ο καπετάνιος της Κιβωτού
Ολυμπία Βλιαγκόφτη, η συγκαπετάνισσα...

Τους ευχαριστούμε όλους για την όμορφη βραδιά που μας χάρισαν.





Πηγές:  Κιβωτός, www.seviloglou.gr, φωτογραφίες και video από τον Γιώργο Κορδέλα.

1/10/10

Ονειρεύομαι γιατί ξέρω και μπορώ...


Μη με σταματάς. Ονειρεύομαι.
Ζήσαμε σκυμμένοι αιώνες αδικίας.
Αιώνες μοναξιάς.
Τώρα μη. Μη με σταματάς.
Τώρα κι εδώ για πάντα και παντού.
Ονειρεύομαι ελευθερία.
Μέσα απ' του καθένα
την πανέμορφη ιδιαιτερότητα
ν' αποκαταστήσουμε
του Σύμπαντος την Αρμονία.
Ας παίξουμε. Η γνώση είναι χαρά.
Δεν είναι επιστράτευση απ' τα σχολεία
Ονειρεύομαι γιατί αγαπώ.
Μεγάλα όνειρα στον ουρανό.
Εργάτες με δικά τους εργοστάσια
συμβάλουν στην παγκόσμια σοκολατοποιία.
Ονειρεύομαι γιατί ΞΕΡΩ και ΜΠΟΡΩ.
Οι τράπεζες γεννάνε τους «ληστές».
Οι φυλακές τους «τρομοκράτες»
Η μοναξιά τους «απροσάρμοστους».
Το προϊόν την «ανάγκη»
Τα σύνορα τους στρατούς
Όλα η ιδιοχτησία.
Βία γεννάει η Βία.
Μη ρωτάς. Μη με σταματάς.
Είναι τώρα ν' αποκαταστήσουμε
του ηθικού δικαίου την υπέρτατη πράξη.
Να κάνουμε ποίημα τη Ζωή.
Και τη Ζωή πράξη.
Είναι ένα όνειρο που μπορώ μπορώ μπορώ
Σ' ΑΓΑΠΩ
και δεν με σταματάς δεν ονειρεύομαι. Ζω.
Απλώνω τα χέρια
στον  Έρωτα στην αλληλεγγύη
στην Ελευθερία.
Όσες φορές χρειαστεί κι απ' την αρχή.
Υπερασπίζομαι την ΑΝΑΡΧΙΑ.