14/10/10

Δύο ποιητές και μια ποιήτρια στη δίνη του έρωτα...

Ο Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι και ο Ντίλαν Τόμας, ίσως οι σημαντικότεροι ποιητές που έβγαλε η Ρωσία και η Ουαλία αντίστοιχα, μπορεί να μην συναντήθηκαν ποτέ. Ομως, οι σύντομες ζωές τους ήταν γεμάτες από τον πυρετό του έρωτα για τη γυναίκα και τη δημιουργία.
Από τα πάθη που οδήγησαν τον Μαγιακόφσκι να φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι του στα 36 του χρόνια και τον Ντίλαν Τόμας στο αλκοόλ που τον σκότωσε στα 39. Οι δύο δημιουργοί συναντιούνται στη νέα σειρά που εγκαινιάζει αύριο το «Μεταίχμιο» με δύο εκδόσεις: «Ερωτικές επιστολές, Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι» σε μετάφραση Σοφίας Σκουλικάρη και ««Ερωτικές επιστολές, Ντίλαν Τόμας» σε μετάφραση, επίμετρο Γιώργου-Ικαρου Μπαμπασάκη.

























Όμορφη, ψηλή, ξανθιά...

Το πρώτο βιβλίο παρακολουθεί τη σχέση του επαναστάτη ποιητή με την τελευταία του μούσα, Τατιάνα Γιάκοβλεβα. Την αφηγείται η κόρη της Τατιάνας, η Φρανσίν ντι Πλεσί Γκρέι, με βάση τις επιστολές και τα τηλεγραφήματα που της άφησε η μητέρα της. Μάλιστα η συγγραφέας σπεύδει να βάλει τέλος στις φήμες που κυκλοφορούσαν ήδη από τη δεκαετία του '70, ότι δηλαδή είναι καρπός του έρωτα του Βλαντιμίρ και της Τατιάνας.


Μόλις 22 ετών η Τατιάνα γνώρισε τον Μαγιακόφσκι στον προθάλαμο ενός παρισινού ιατρείου. Όμορφη, ψηλή, ξανθιά, με ασιατικά μάτια, ξεχώριζε στον κύκλο των ρώσων εμιγκρέδων. Σχεδίαζε καπέλα, φορούσε φανταχτερά κοσμήματα, ενώ ενθουσιαζόταν με τους τίτλους ευγενείας. Αμέσως εντυπωσίασε τον σωματώδη ποιητή: «Φανταστείτε/ Μια ομορφονιά στη σάλα/ να μπαίνει/ με γούνες/ και χάντρες στολισμένη. Εγώ/ πήρα είδηση την ομορφονιά/κι είπα/-άραγε μίλησα σωστά/ ή μήπως λάθεψα:-/-Συντρόφισσα,/ έρχομαι απ' τη Ρωσία,/ στη χώρα μου σ' όλους είμαι γνωστός....», την περιγράφει στο ποίημα που της αφιέρωσε με τίτλο «Γράμμα στον σύντροφο Κοστρόφ από το Παρίσι για την ουσία του έρωτα» (μετ. Στ. Αργυροπούλου).

Οι Γιάκοβλεφ ανήκαν στην ξεπεσμένη μπουρζουαζία- ο πατέρας της ήταν από τους πρώτους ρώσους με ιδιωτικό αεροπλάνο. Κι όμως η αντικομμουνιστική ανατροφή της Τατιάνας δεν την εμπόδισε να ερωτευτεί τον «τυμπανιστή της επανάστασης». Ο ίδιος προσπαθούσε να γεφυρώσει την κοινωνική διαφορά με τους στίχους του στο «Γράμμα στην Τατιάνα Γιάκοβλεβα»: «Σ' ανόητες κουβέντες/ μη δίνεις βάση, /μη φοβάσαι/ αυτόν τον κραδασμό/ εγώ δαμάζω,/ χαλιναγωγώ εγώ/ τα αισθήματα/ των βλαστών της αριστοκρατίας...».

Όπως προσπαθούσε να την πείσει να ζήσει μαζί του στη Μόσχα: «Ελα εδώ/ έλα στο σταυροδρόμι/ της πελώριας/ κι αδέξιας αγκαλιάς μου./ Δεν θες;/ Μείνε εκεί και ξεχειμώνιασε/ και στο συνολικό λογαριασμό θα προσθέσουμε/κι αυτή/ την προσβολή./ Εγώ έτσι κι αλλιώς,/ κάποτε εγώ θα σε πάρω,/ είτε μονάχη σου/ είτε μαζί με το Παρίσι».


Από τη μια ο Μαγιακόφσκι έγραφε πατριωτικές ωδές και από την άλλη ερωτικά ποιήματα Στους τελευταίους 18 μήνες της ζωής του η Τατιάνα ήταν η Τάνικ του και ο Βλαντίμιρ ο Βολ της (βόδι στα ρωσικά). «Δουλεύω σαν βόδι, κάτω από το κεφάλι, κόκκινα μάτια... Ομως νιτσεβό (δε βαριέσαι)... τι σημασία έχουν τα μάτια μου, δεν θα τα χρειαστώ μέχρι που να σε δω ξανά... γιατί εκτός από σένα δεν έχω άλλον να κοιτάξω», της έγραφε από τη Μόσχα. «Δεν είσαι Παριζιάνα, είσαι προλετάρια. Στη χώρα μας όλοι πρέπει τελικά να σ' αγαπήσουν και οι πάντες θα αναγκαστούν να είναι ευτυχισμένοι (όταν επιστρέψεις)».

Ωστόσο, όπως φαίνεται οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίες εμπόδισαν την τακτική αλληλογραφία ανάμεσα στο ζευγάρι, η βίζα του Βλαντιμίρ δεν ανανεώθηκε, η άνοδος του Στάλιν άρχισε να περιορίζει την ελευθερία του, ενώ δεν άργησε να έρθει η σύγκρουση με τη συντηρητική Ρωσική Ενωση Προλεταριακών Συγγραφέων.

Το φλογερό ειδύλλιο πάγωσε. Ο Μαγιακόφσκι άρχισε να βλέπει μια παντρεμένη ηθοποιό, τη Νόρα Πολόνσκαγια, χωρίς ποτέ να διακόψει το παράδοξο ερωτικό τρίγωνο με τη Λίλια και τον Οσιπ Μπρικ. Η δε Τατιάνα δέχτηκε πρόταση γάμου από τον υποκόμη Μπερτράν ντι Πλεσί στο τέλος του 1929. Λίγους μήνες αργότερα, στις 14 Απριλίου του 1930, ο Μαγιακόφσκι αυτοκτονεί κάνοντας πράξη αυτό που είχε προβάρει στα ποιήματά του: «Πρέπει μονάχα να σηκώσεις το χέρι-και σαν αστραπή/ η σφαίρα/ θα ξεχυθεί/ σε μια βροντερή τροχιά για τον άλλο κόσμο».


Το μεγαλύτερο μέρος των ερωτικών επιστολών του Ντίλαν Τόμας έχουν αποδέκτη την «ωραία, όμορφη, αλαργινή» Κέιτλιν Μακναμάρα, τη σύζυγό του, που χαϊδευτικά αποκαλεί Κατ (γάτα). Υπάρχουν κι άλλα γράμματα προς τις κατά καιρούς ερωμένες του, την ηθοποιό Ρουθ Γουίν Οουεν ή τη συγγραφέα Εμιλι Χολμς Κόουλμανς, ωστόσο κανένα δεν εμπεριέχει το πάθος, την αγάπη, την τρυφερότητα που εξέφραζε στη γυναίκα του.

Με την Κέιτλιν γνωρίστηκαν σε μια παμπ στο Λονδίνο στις αρχές του 1936 όταν ήταν και οι δυο 21 ετών. Παντρεύτηκαν ένα χρόνο αργότερα, απέκτησαν τρία παιδιά, ενώ η κοινή τους πορεία ήταν τρικυμιώδης. Από τις πρώτες του επιστολές, πάντως, φαινόταν ότι η Κέιτλιν ξυπνούσε την ποιητική φαντασία του και τη διάθεση για μποέμικη ζωή: «Σ' αγαπώ για εκατομμύρια εκατομμυρίων πράγματα, ρολόγια και βαμπίρ και βρόμικα νύχια και μπερδεμένες ζωγραφιές και όμορφα μαλλιά και ωραία μεθύσια και έκπτωτα όνειρα..», της έγραφε. «...μπορείς να με διδάξεις να περπατάω στον αέρα, κι εγώ θα σε διδάξω να βγάζεις χαριτωμένους ήχους απ' το πιάνο δίχως διόλου μουσική· θα έχουμε ένα κρεβάτι σε κάποιο μπαρ, και δεν θα έχουμε πεντάρα τσακιστή και θα ζούμε με δανεικά κι αγύριστα από άλλους...».

Συνεχίζει μέχρι το τέλος της ζωής του να της γράφει, κυρίως από την Αμερική, όπου περιόδευε δίνοντας διαλέξεις. Της περιγράφει μεταξύ άλλων το Μανχάταν, ενώ γκρινιάζει που δεν μπορεί να συνηθίσει «...την ταχύτητα, τον θόρυβο, την απόλυτη αδιαφορία των μαζών, την τρομαχτική ευγένεια των διανοούμενων και, πιο πολύ απ' όλα, αυτούς τους τεράστιους φαλλικούς πύργους προς τα πάνω ...».


Η έκδοση αρχίζει με τις επιστολές του Ντίλαν Τόμας στην πρώτη του κοπέλα, την Πάμελα Χάνσφορντ Τζόνσον, που ήθελε να γίνει συγγραφέας. Σε μια από αυτές, του 1934, την πληροφορεί πως το BBC απαγόρευσε την ποίησή του, αποδεικνύοντας πόσο παρεξηγημένος ήταν στην αρχή της πορείας του: «Μετά το ποίημά μου στο Listener ο εκδότης έλαβε σωρεία επιστολών, που όλες τους διαμαρτύρονταν για την αηδιαστική αισχρολογία σε δύο στροφές. Ενα από τα αποσπάσματα που προκάλεσαν την αναστάτωση ήταν αυτό: "Αφραχτοι, ξέλυτοι οι κρουνοί των ουρανών/ γεμίζουν άκρη σ' άκρη το ραβδίο/ χαμογελούν προφητικά και να, το λάδι των δακρύων". Τα μικρά ασεμνολαγωνικά πίστεψαν ότι έγραψα έναν ύμνο στη συνουσία. Στην πραγματικότητα, φυσικά, επρόκειτο για μία μεταφυσική εικόνα της βροχής και της θλίψης».

Το τελευταίο του γράμμα απευθύνεται στην Ελίζαμπεθ Ρέιτελ, την οποία γνώρισε στην Αμερική, ενώ συνεργάστηκαν στο θεατρικό του «Κάτω από το Γαλατόδασος». Με χιουμοριστική διάθεση αναφέρεται σε πρακτικά ζητήματα, όπως μια πρόσκληση για τη Διεθνή Συνδιάσκεψη Λογοτεχνών, όπου μεταξύ άλλων θα ήταν ο Ελιοτ, ο Τόμας Μαν, ο Φόρστερ, ο Καμί, ο Χέμινγουεϊ: «Με τα ονόματα τέτοιων παλικαριών πρέπει να υπάρχει παραδάκι», σχολιάζει. «Α, ναι, και ο Αρθουρ Μίλερ θα είναι εκεί, οπότε αυτός κι εγώ θα μπορούμε να είμαστε αβανγκάρντ παρέα και να γράψουμε ένα θεατρικό έργο όπου οι πάντες θα βγάζουν τα ρούχα τους σ' έναν υπόνομο».

Στις 9 Νοεμβρίου του 1953 ο Ντίλαν Τόμας πεθαίνει σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης. Λέγεται πως πριν καταρρεύσει, καυχιόταν στην Ρέιτελ πως είχε πιει 18 ποτήρια ουίσκι.

Πηγή: enet.gr

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ο έρωτας, αν είναι έρωτας, είναι άνοιγμα, άπλωμα, ενότητα και δίοδος προς το άφατο.
Καμιά σχέση δεν μπορεί να έχει με νταλκάδες και αυτοκτονίες.
Από την καρδιά μου σου εύχομαι να τον γνωρίσεις.