31/8/09

Δημιουργίες στην άμμο



Όταν ένας καλλιτέχνης δει έναν καμβά το πρώτο πράγμα που θέλει, είναι να τον νιώσει. Στη συνέχεια θέλει να τον γέμισει έστω και με άσκοπες πινελιές. Πινελιές δίχως νόημα. Οι καλλιτέχνες της άμμου έχουν έναν τεράστιο καμβά που ξεδιπλώνεται στα πόδια τους. Δυστυχώς η θάλασσα δεν είναι στην περίπτωση αυτή ο καλύτερος κριτικός τέχνης. Λίγα μόνο λεπτά αφού ολοκληρωθεί το έργο έρχονται τα κύματα και σβήνουν κάθε πινελιά.



Πολλές από τις εκπληκτικές εικόνες, οι οποίες ξεκινούν ως απλές, εκτείνονται σε έναν απίστευτο αγώνα δρόμου ενάντια στο ρεύμα. Χρησιμοποιώντας έναν καμβά που δημιουργείται από τα στοιχεία της φύσης, περιμένουν για ένα γεμάτο ή νέο φεγγάρι, έτσι ώστε να εξασφαλίσουν χαμηλές παλίρροιες οι οποίες προσφέρουν άφθονο χώρο για να συγκεντρώσουν τα τεράστια έργα τους.
Και λίγες ώρες μετά τη χάραξη των μεγάλων σχεδίων με τις καμπύλες και τα περιγράμματα, όλα θα σβηστούν αφήνοντας την επιφάνεια της παραλίας σαν να μην έχει συμβεί ποτέ τίποτα.



Πολλές φορές οι γραμμές και τα σχέδια ξεκινούν αφηρημένα. Πλέκονται σιγά σιγά μέχρι το σχέδιο να αρχίσει να παίρνει μορφή. Επόμενο βήμα, η επιλογή της κατάλληλης μέρας. Να υπάρχει το απαιτούμενο φως και οι παλίρροιες. Το τελικό βήμα είναι να εμπιστευθείς το ένστικτο σου και να αρχίσει να σχεδιάζεις.



Οι καλλιτέχνες λένε ότι δέχονται μεγάλες αντιδράσεις από θεατές που έτυχε να δουν τα έργα τους, λίγο πριν χαθούν από τα κύματα. Η φαντασία τους αιχμαλωτίζει το ενδιαφέρον του κόσμου.


Η κλίμακα του έργου, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι σύντομα θα διαγραφεί το κάνει ιδιαίτερο.

30/8/09

Ανθρώπων έργα...


Μια μέρα ο δάσκαλος πήρε τα παιδιά και πήγαν να κάνουν το μάθημα στο δάσος. Είδαν όμως τους ξυλοκόπους να έχουν ρίξει όλα τα δέντρα εκτός από ένα και κάθισαν στη σκιά του. Τα παιδιά ρώτησαν τον δάσκαλο πώς και γιατί αυτό το δέντρο δεν το κόψανε κι ο δάσκαλος ρώτησε τους ανθρώπους που πελεκούσαν.

«Γιατί είναι άχρηστο», απάντησε ένας. «Ούτε για έπιπλο κάνει, ούτε για οικοδομή, ούτε για προσάναμμα, ούτε για τίποτε».

Τότε ο δάσκαλος γύρισε στα παιδιά και είπε.

«Να, έτσι άχρηστοι να γίνετε κι εσείς, παιδιά μου, σαν αυτό το δέντρο. Για να μην μπορούν να σας κάνουν ούτε έπιπλα, ούτε οικοδομή, ούτε να σας καίνε για να ζεσταίνονται εκείνοι, αλλά να έρχονται οι άνθρωποι και να ξαποσταίνουν στη σκιά σας».

* Xαρισμένo από ένα αγρίμι του δάσους...


29/8/09

Μια βραδυά στο υπαίθριο θεατράκι...


Στο μικρό ανοιχτό θεατράκι του δάσους, ένα γλυκό απόγευμα του Αυγούστου, ανηφορήσαμε για να παρακολουθήσουμε τη συναυλία από την Ορχήστρα των Αφιερωμάτων.
Ο καιρός που εδώ πάνω στα Βόρεια είναι άτακτος, συναίνεσε τούτο το δειλινό να είναι καλός μαζί μας. Το φεγγάρι, την ώρα που φτάσαμε είχε ήδη ξεκινήσει την πορεία του για την κορφή του ουρανού.
Εκεί ψηλά από το λόφο αγναντεύεις την πόλη ολάκερη. Σα πολύχρωμο χαλί στρωμένο στο σαλόνι της γης. Ονειρική, τυλιγμένη μέσα σε μια ομίχλη που την κάνει να μοιάζει ακόμη πιο απόκοσμη.
Συνάντησα ανθρώπους από τα παλιά. Ανθρώπους που κάποτε είχαμε κοινά όνειρα. Ανθρώπους γητεμένους από τις μελωδίες. Από τις νότες και τους ήχους. Υπηρέτες πιστούς της μουσικής που το πέρασμα του χρόνου δεν ξεθώριασε τον έρωτα τους αυτό.
Η νύχτα έπεσα, τα φώτα άναψαν και η μουσική μαζί με τις μελωδικές φωνές τύλιξαν το δάσος. Ένα βράδυ αναπόλησης. Είχα καιρό να ακούσω τόσα πολλά αγαπημένα τραγούδια μαζί... Είχα καιρό να τραγουδήσω μαζί με τόσους πολλούς συμπολίτες μου και να το ευχαριστηθώ...
Ώρες ώρες, ένιωθα ότι βρισκόμουν σε μια μυσταγωγία, σε μια συνουσία μυστική...

Στα μοναδικά και αξιοσημείωτα της βραδυάς:

...ο κόσμος δε σταμάτησε ούτε λεπτό να συνοδεύει τους καλλιτέχνες, από το πρώτο τραγούδι στις 21:45, που μας χάρισε η Ανθή, ώς το τελευταίο τέσσερεις ώρες αργότερα, το «Ας κρατήσουν οι χοροί» που όλοι οι συντελεστές της βραδυάς τραγούδησαν επί σκηνής...

...εντυπωσιακή και πέρα κάθε προηγουμένου η υποδοχή του Κώστα, εντυπωσιακή η συμμετοχή του κόσμου στο πρώτο του τραγούδι το «Βάρα νταγερέ», μιας εξαιρετικής ερμηνείας όπου όλο το θεατράκι όρθιο χειροκροτεί!

...Ανθή και Κωνσταντίνα, επιβεβαίωσαν όσους τις χαρακτηρίζουν ΚΥΡΙΕΣ τόσο σε φωνή όσο και σε παρουσία...

...όταν ακούω τον Κώστα ριγώ, όπου βρω τη δυνατότητα να τον ακούσω το επιδιώκω, έτσι και τώρα, και τον ευχαριστώ που μπόρεσα να τραγουδήσω μια ακόμα φορα μαζί του το «Κάποτε κάποια μέρα»...

...όσο για το δικό μας παραμύθι, το χτίσαμε κι αυτό με τον Βαλάντη επί σκηνής και εμάς ως «παιδική» χορωδία, υπέροχο αίσθημα...

...ήταν εκεί και ο «γέρο-νέγρο Τζιμ» τον έφερε μαζί του ένα πειρατικό, πήγε να φύγει κάποια στιγμή αλλά τον κράτησαν ως το τέλος τα παιδιά της ορχήστρας...

Ορχήστρα Συμφωνιών, σταθερή αξία στο ελληνικό τραγούδι και φρόντισαν να μας το υπενθυμίσουν «χτυπώντας» μέσα μας μερικές ευαίσθητες χορδές...

Όσοι βρεθήκαμε εκεί, σίγουρα νιώσαμε τη μαγεία της βραδυάς.


Ανθή και Κωνσταντίνα σε μια αναμνηστική φωτογραφία πριν τη συναυλία...




Η πόλη απέναντι, την ώρα του δειλινού μοιάζει απόκοσμη και μαγική...


Στο ξύλινο σπιτάκι για τα εισητήρια, που του έδωσαν χρώμα με τα graffiti...




Tα εισητήρια της συναυλίας, από την Ορχήστρα των Αφιερωμάτων...


Ανθή και Κώστας, το δίδυμο που μαγεύει με τις μεθυστικές φωνές του. Σαν παλιό κρασί..




Ακόμη μία εικαστική παρέμβαση με graffiti's στις πέτρες από το θεατράκι...


Ο κόσμος έχει αρχίσει να έρχεται πολύ πριν την καθορισμένη ώρα...




Είναι όμορφα εδώ πάνω μέσα στο δάσος. Και έχει δροσιά...


Τα μηχανήματα έχουν στηθεί και γίνονται οι τελευταίες πρόβες...




Υπέροχοι χρωματισμοί στις πέτρες που περιτριγυρίζουν το μικρό υπαίθριο θεατράκι...


Χτισμένο αμφιθεατρικά περιμένει να γεμίσει από κόσμο σε λίγο...




Η Ορχήστρα των Συμφιωνών ενώ κάνει πρόβες πριν τη συναυλία...


Τα όργανα κουρδίζονται, κι οι ήχοι δοκιμάζονται. Να είναι όλα έτοιμα...




Τα μικρόφωνα ρυθμίζονται κι αυτά ενώ το βράδυ πέφτει στην πόλη...


Όλοι συγκεντρωμένοι στις πρόβες. Στη μουσική τους και στις νότες τους...




Τα χρώματα στο δάσος είναι υπέροχα. Ο ήλιος χαιδεύει τα φυλλώματα...


Και οι αχτίδες του παίζουν ανάμμεσα στα δέντρα και τις πλαγιές...




Η μουσικοί επί σκηνής εξακολουθούν την πρόβα τους...


Γαλήνη μέσα στο υπέροχο τοπίο με συντροφιά όμορφα ακούσματα...




Οι συνεργάτες της Ορχήστρας Συμφωνιών έτοιμοι για την συναυλία...


Έτοιμοι να υποδεχτούν τον κόσμο που θα ανέβει στο υπαίθριο θεατράκι...




Στιγμές υπέροχες. Στιγμές που σε κάνουν να νιώθεις μοναδικά...


Με φόντο τον ήλιο που δύει μια φωτογραφία με πλάνο την ορχήστρα...




Ειδικό σπιτάκι, για τα συνεργεία της τηλεόρασης που υποστήριζουν τις εκδηλώσεις...


Ένα χαμόγελο γλυκό από την Ανθούλα που ετοιμάζει τα τραγούδια της...




Όλα είναι όμορφα εδώ πάνω στο δάσος. Κι η μουσική σκηνή σε οργασμό...


Η Ανθή ενώ προβάρει τα τραγούδια της με τα παιδιά της ορχήστρας...




Οι τελευταίες παρατηρήσεις στον ηχολήπτη από την Κωνσταντίνα...


Νότες, διέσεις και υφέσεις, και η διάθεση ανεβάζει θερμοκρασία στο θεατράκι...




Η Κωνσταντίνα ενώ προβάρει τα τραγούδια της με τις οδηγίες του Κώστα...


Τραγούδια διαχρονικά από το παρελθόν που όλοι αγαπάμε και έχουμε σιγοτραγούδησει...




Κατάμεστο το θετράκι παρασύρεται από τους ρυθμούς της μουσικής...


Ένα χαμόγελο μεγάλο από μια γλυκειά κυρία που με την παρέα της απολαμβάνει τη βραδυά...


Όλοι επί σκηνής τραγουδάνε το τελευταίο τραγούδι της βραδυάς...

Ο κόσμος δίνει συγχαρητήρια με το τέλος της συναυλίας, για την υπέροχη βραδυά που μας χάρισε η μουσική ομάδα της πόλης...

Δέκα



Οι Αρουμπάγια είναι ο πιο άγριος ινδιάνικος λαός της νότιας Αμερικής. Ο μοναδικός λευκός που πλησίασε ποτέ τα εδάφη τους εξαφανίστηκε πριν από δέκα χρόνια και δεν επέτρεψε ποτέ».
Με τη μούρη χωμένη στο «Σπασμένο Αυτί», ένα από τα πιο συναρπαστικά τεύχη του «Τεν Τεν», προσπαθώ επιμόνως -και ασκόπως- να γίνω πάλι δέκα χρονών. Ενα σκιερό σπίτι πάνω στη θάλασσα σαν αυτά που μόνο στις ξεχασμένες δεκαετίες του εβδομήντα μπορούσε να βρεις.
Παράταιρα σεντόνια, γιαγιάδες, παππούδες, σαν ταινία, μόνο εμείς είμαστε οι ηθοποιοί... Παντού τσιρίδες, νερά, ποδοβολητά και παιδιά: άκρες μιας μεγάλης οικογένειας που ήρθε από παντού -και δύσκολα- για να βρεθεί λίγα εικοσιτετράωρα.
Το μεσημέρι έχει τζιτζίκια και σκιές κι ένα μηχανάκι που φέρνει τις εφημερίδες για τον παππού, ο οποίος είναι ο μόνος που διατηρεί μια στοιχειώδη επαφή με την πραγματικότητα, έτσι ώστε να μας ειδοποιήσει αν -ο μη γένοιτο- έρθει το τέλος του κόσμου. Ή εκλογές ή κάτι ανάμεσα.
Ολοι οι άλλοι τσούρμο ανεξέλεγκτο, είμαστε τριών και επτά και -το πολύ- δέκα. Τρώμε και τσαλαβουτάμε και χαχανίζουμε και μιλάμε ελάχιστα έως καθόλου για «μεγαλίστικα» πράγματα. Κάθε δεκάχρονος ξέρει ότι οι υποθέσεις των μεγάλων είναι αφόρητα βαρετές.
Ποιες εκλογές και χρεοκοπίες και οικονομικές κρίσεις; Εμείς σώζουμε τον κόσμο από φοβερές καταστροφές και απαίσιους εχθρούς, από άγριους Ινδιάνους και βέλη ποτισμένα σε δηλητήριο κουράρε. Στα διαλείμματα, καταπίνουμε παγωτά και καρπούζια και τηγανητές πατάτες σαν να μην υπάρχει αύριο.
Τις νύχτες, αντί για τηλεόραση, ακούγεται πάντα, κάπου, μια φωνή να διαβάζει σε κάποιον ένα παραμύθι. Κοιμόμαστε όπου βρούμε κι όπως λάχει. Δεν κοιτάζουμε τις βαλίτσες. Αύριο, αύριο που θα τις μαζέψουμε, θα βρούμε μέσα τους τις αληθινές μας αποσκευές. Τις πραγματικές ηλικίες, τα οδυνηρά τραύματα και τους φόβους του καθενός. Αύριο, αύριο που θα μαζέψουμε τις βαλίτσες για να διαλυθούμε εμείς. Οχι σήμερα.
Σήμερα είμαστε ακόμα δέκα χρονών... Σήμερα είμαστε ακόμα οικογένεια.

28/8/09

Είναι ότι φαίνεται...;



«Ο άν­δρας ε­πι­νό­η­σε τη γλώσ­σα για να ικα­νο­πο­ή­σει τη βα­θιά α­νά­γκη του να ε­πι­λέ­γε­ται για α­να­πα­ρα­γω­γή α­πό τις γυναί­κες. Με τη γλώσ­σα ο (α­δύ­να­τος) άν­δρας έ­λε­γε ψέ­μα­τα για να α­να­δεί­ξει τον εαυ­τό του σε ή­ρω­α. Α­κρι­βώς, σκο­πός της γλώσ­σας εί­ναι να λέ­με ψέματα. Αν σκοπός της ή­ταν η α­λή­θεια, τό­τε δε θα χρεια­ζό­ταν γλώσ­σα – ό­λοι ξέ­ρουν την αλήθεια.»
Συ­νε­πώς, για την κα­τα­νό­η­ση της γλώσ­σας, αλ­λά και άλ­λων εν­νοιών, ό­πως σκέ­ψη, νό­η­ση κτλ., πρέ­πει να κα­τα­νο­η­θούν πρώ­τα οι έν­νοιες “α­λή­θεια” και “ψέ­μα”.




Α­λήθεια
Η “α­λή­θεια” μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί πρώ­τη έν­νοια, μη ο­ρι­ζό­με­νη. Ο κά­θε άν­θρω­πος ξέ­ρει την “α­λή­θεια” για το κά­θε αντι­κεί­με­νο ή γε­γο­νός, που α­ντι­λαμ­βά­νε­ται με τις αι­σθή­σεις του. Η α­λή­θεια εί­ναι πα­ντού, φτά­νει κα­νείς να μπο­ρεί να την α­ντι­λη­φθεί και να τη διατυ­πώ­σει. Από μικρό και από χαζό μαθαίνεις την αλήθεια, λέει ο λαός και δεν έχει άδικο. Από τον μεγάλο και τον έξυπνο τι μαθαίνεις; Το ψέμα!

Η α­ντί­λη­ψη και η δια­τύ­πω­ση της «α­λή­θειας», ή του ό,τι νο­μί­ζου­με α­λή­θεια, είναι «η γνώ­ση». Η ρή­ση του Ντο­μπζάν­σκι, ό­τι: «η πιο δρα­μα­τι­κή α­να­κά­λυ­ψη στην ε­πι­στή­μη γί­νεται ό­ταν κά­ποιος ξαφ­νι­κά βλέ­πει μια α­λή­θεια, που ή­ταν μπροστά στα μά­τια ό­λου του κό­σμου», εκ­φρά­ζει τέ­λεια το πα­ραπά­νω. Ο Δαρ­βί­νος δια­τύ­πω­σε την αρ­χή της φυ­σι­κής επιλο­γής, μια αρ­χή, που την ή­ξε­ραν ό­χι μό­νο ό­λοι οι άν­θρω­ποι, αλ­λά ό­λη η ζω­ντα­νή, ίσως και η νε­κρή, φύ­ση. Ό­λοι ή­ξε­ραν την αρ­χή της φυ­σι­κής ε­πι­λο­γής, ο Δαρ­βί­νος ό­μως τη δια­τύ­πω­σε, τη «βά­φτι­σε»: «Ο­νό­μα­σα αυ­τή την αρ­χή, σύμ­φω­να με την ο­ποί­α δια­τη­ρεί­ται κάθε μι­κρή πα­ραλ­λα­γή, αν εί­ναι ω­φέ­λι­μη, με τον ό­ρο Φυ­σι­κή Ε­πι­λο­γή, για να τονί­σω τη σχέ­ση της με την αν­θρώ­πι­νη δυ­να­τό­τη­τα της ε­πι­λο­γής.»
Με δύ­ο λό­για, ο Δαρ­βί­νοςεί­πε την α­λή­θεια, ό­τι ο προ­σαρ­μο­σμέ­νος, ο δυ­να­τός ε­πι­βιώνει!




Ψέμα

Για να ο­ρι­στεί το «ψέ­μα», πρέ­πει να δού­με πώς δη­μιουρ­γή­θη­κε η α­νά­γκη οι άν­θρω­ποι να λέ­νε ψέμα­τα. «Ε­γώ σκό­τω­σα την αρ­κού­δα» εί­ναι ί­σως το πρώτο ψέ­μα, που εί­πε ο α­δύ­να­τος άν­δρας σε γυ­ναί­κα για να συ­νου­σιά­σει μα­ζί της. Πώς ό­μως ο α­δύ­να­τος άν­δρας σκέ­φτη­κε να πει έ­να ψέμα; Στην ε­ρώ­τη­ση υ­πάρ­χουν έν­νοιες, που πρέ­πει να ο­ρι­στούν: γνώ­ση, σκέ­ψη, γλώσ­σα, ψέμα, νό­η­ση.

Ας α­να­λύ­σου­με την «πο­ρεί­α» του α­δύ­να­του άν­δρα:
–Οι άν­θρω­ποι ή­σαν πο­λι­τι­σμέ­νοι, ά­ρα και ο α­δύ­να­τος άν­δρας εί­χε δι­καί­ωμα να ε­πι­λε­γεί για α­να­πα­ρα­γω­γή α­πό τις γυ­ναί­κες, με τα γνω­στά κριτήρια. Πά­ντα ό­μως ο δυ­να­τός υ­περ­τε­ρού­σε.
–Ο α­δύ­να­τος πα­ρα­τη­ρού­σε, ότι ό­ποιος σκό­τω­νε την αρ­κού­δα ε­πι­λε­γό­ταν α­πό τις γυ­ναί­κες (γνώση).
–Ο α­δύ­να­τος κα­τα­λά­βαι­νε, ό­τι για να ε­πι­λε­γεί α­πό τις γυναί­κες έ­πρε­πε και αυ­τός να σκο­τώ­σει την αρ­κού­δα (γνώ­ση).
–Ο α­δύ­να­τος, μη μπο­ρώ­ντας να σκο­τώ­σει την αρ­κού­δα, φα­ντά­στη­κε ό­τι τη σκότω­σε (σκέ­ψη).
–Ο α­δύ­να­τος πα­ρου­σί­α­ζε τη φα­ντα­σί­α του ως αλήθεια στις γυναί­κες, για να ε­πι­λε­χεί προς α­να­παραγω­γή (ψέ­μα).
–Ο α­δύ­να­τος πε­ριέ­γρα­φε το ψέ­μα ως α­λή­θεια στις γυ­ναί­κες (γλώσ­σα, ζω­γρα­φι­κή). Ο δυ­να­τός σκό­τω­σε την αρ­κού­δα, ο α­δύ­να­τος ζω­γρά­φι­σε, έ­κα­νε τέχνη. (Αναλογικά, ο δυνατός άρπαζε, ο αδύνατος έκλεβε!)

Α­πό τα πα­ρα­πά­νω βγαί­νουν τα ε­ξής συ­μπε­ρά­σμα­τα:
–Σκο­πός της γλώσ­σας εί­ναι το (αν­δρι­κό) ψέ­μα, την α­λή­θεια την ξέ­ρουν ό­λες οι γυ­ναί­κες. Το ψέ­μα ό­μως ε­ξαρ­τά­ται α­πό τους περι­βαλ­λο­ντι­κούς πα­ρά­γο­ντες. Π.χ: «ο α­δύ­να­τος σκό­τω­σε την αρ­κού­δα», «ο α­δύ­νατος ψά­ρε­ψε το ψά­ρι», «ο α­δύ­να­τος έ­φε­ρε νε­ρό» κτλ. Συ­νε­πώς: «… το σύ­στη­μα της γλώσ­σας που μι­λά­ει έ­να έ­θνος δια­πλάσ­σει την κο­σμο­θε­ω­ρί­α των με­λών αυ­τού του έ­θνους», ή­τοι τα ψέ­μα­τα, πά­νω στα οποί­α στη­ρί­ζε­ται η ε­πι­βί­ω­σή του.
–Σε συ­νάρ­τη­ση με την ε­πι­λο­γή και του α­δύ­να­του για α­να­πα­ρα­γω­γή, μπο­ρού­με να ο­ρί­σου­με τη φα­ντα­σί­α ως τη δια­δι­κα­σί­α σκό­πιμης δη­μιουρ­γί­ας δια­φο­ρε­τι­κών α­ντι­γρά­φων των γε­γο­νό­των, που κά­νουν οι αδύ­να­τοι άνδρες.

Συ­νε­πώς μπο­ρού­με να ο­ρί­σου­με το ψέ­μα ως τη φα­ντα­σί­α, που πα­ρου­σιάζε­ται σαν α­λή­θεια α­πό τους α­δύ­να­τους άν­δρες με σκο­πό την ε­πι­λο­γή τους για α­να­πα­ραγωγή α­πό τις γυ­ναί­κες.




Γνώση - Σκέψη – Γλώσσα – Νόηση

Ί­σως η με­γα­λύ­τε­ρη δη­μιουρ­γί­α του πο­λι­τι­σμού εί­ναι το ψέμα. Α­πό την α­νά­γκη του ψέ­μα­τος, δη­μιουρ­γή­θη­καν η γνώ­ση, η σκέ­ψη, η γλώσ­σα και η νό­η­ση. Η α­νά­λυ­ση της κά­θε έν­νοιας εί­ναι αρ­κε­τή για τη συγ­γρα­φή αυ­το­τε­λούς βι­βλί­ου. Ε­δώ μνη­μο­νεύ­ο­νται μό­νο η δια­δι­κα­σί­α δη­μιουρ­γί­ας τους και οι ορι­σμοί τους.

Ας α­να­λύ­σου­με βή­μα-βή­μα την «πο­ρεί­α» του α­δύ­να­του άν­δρα να πα­ρου­σιαστεί ως δυ­να­τός μπο­στά στις γυ­ναί­κες:




Γνώση

-Ο α­δύ­να­τος πα­ρα­τη­ρού­σε, ό­τι ό­ποιος σκό­τω­νε την αρ­κού­δα ε­πι­λε­γό­ταν από τις γυ­ναί­κες (γνώ­ση).
-Ο α­δύ­να­τος κα­τα­λά­βαι­νε, ό­τι για να ε­πι­λε­γεί α­πό τις γυ­ναί­κες έ­πρε­πε και αυ­τός να σκο­τώ­σει την αρ­κού­δα (γνώ­ση).

Γνώ­ση εί­ναι η α­ντί­λη­ψη ό­τι ό­λα γύ­ρω εί­ναι α­λή­θεια. Άν­δρες και γυναί­κες έ­χουν γνώ­ση, ε­φό­σον ε­κλαμ­βά­νουν ό­λα τα α­ντι­κεί­με­να και γε­γο­νό­τα ως α­λή­θεια. Η γνώ­ση εί­ναι κτή­μα ό­λων, α­κό­μα και των «πα­πα­γά­λων μα­θη­τών», που δεν μπο­ρούν να κρί­νουν και να ξε­χω­ρί­σουν την α­λή­θεια α­πό το ψέ­μα (βλ. νό­η­ση). Και ο μικρός και ο χαζός έχουν γνώση…




Σκέψη

-Ο α­δύ­να­τος, μη μπο­ρώ­ντας να σκο­τώ­σει την αρ­κού­δα, φα­ντά­στη­κε ό­τι την σκότω­σε (σκέ­ψη).
-Ο α­δύ­να­τος πα­ρου­σί­α­ζε τη φα­ντα­σί­α του ως α­λή­θεια στις γυ­ναί­κες, για να επιλε­γεί προς α­να­πα­ρα­γω­γή (ψέ­μα).

Σκέ­ψη εί­ναι η πα­ρου­σί­α­ση της φα­ντα­σί­ας (σκό­πι­μη δη­μιουρ­γί­α δια­φο­ρε­τι­κών α­ντι­γρά­φων των α­ντι­γρά­φων της φύ­σης, που κά­νουν οι άν­δρες για να ε­πι­λε­χθούν α­πό τις γυ­ναί­κες) ως α­λή­θειας.

Η σκέ­ψη εί­ναι κα­θα­ρά αν­δρι­κή δη­μιουρ­γί­α με σκο­πό να πει­σθεί η γυ­ναί­κα για τις (ψεύ­τι­κες) ι­κα­νό­τη­τες του άν­δρα, του α­δύ­να­του άν­δρα, που θέ­λει να πα­ρου­σια­σθεί ως δυνα­τός.

Η δια­φο­ρά φα­ντα­σί­ας και ψέ­μα­τος εί­ναι προ­φα­νής. Η φα­ντα­σί­α εί­ναι ψέ­μα που δεν έ­χει σκο­πό να πα­ρου­σια­στεί σαν α­λή­θεια. Ο Ιού­λιος Βέρ­ν έ­γρα­φε φα­ντα­σί­α, διό­τι δεν προ­σπα­θού­σε να μας πεί­σει ό­τι τα ψέμα­τα που έ­γρα­φε ή­ταν α­λή­θεια.




Γλώσσα

-Ο α­δύ­να­τος πε­ριέ­γρα­φε το ψέ­μα στις γυ­ναί­κες (γλώσ­σα).

Γλώσ­σα εί­ναι η η­χη­τι­κή πε­ρι­γρα­φή της σκέψης, του ψέ­μα­τος. Προ­φα­νώς η γλώσ­σα εί­ναι μί­α εκ­δή­λω­ση της τέ­χνης, ό­πως η ζω­γρα­φι­κή, η μου­σι­κή, η γλυ­πτι­κή, η μόδα κτλ. Η α­νά­γκη της τέ­χνης (και της γλώσ­σας) προ­έ­κυ­ψε α­πό την α­δυ­να­μί­α του σώ­μα­τος να «λέ­ει» ψέ­μα­τα. Και η γλώσ­σα (ό­πως ό­λη η τέ­χνη) εί­ναι κα­θα­ρά αν­δρι­κή δη­μιουργί­α.

Αν πού­με σε έ­να παι­δί τις λέ­ξεις: Άν­θρω­πος, σκύ­λος, δα­γκώ­νω, το παι­δί θα κα­τα­λά­βει α­μέ­σως την «α­λή­θεια»: Ο σκύ­λος δά­γκω­σε τον άν­θρωπο. Για να πού­με ό­μως «ψέ­μα» σε ένα παιδί ή σε έναν ενήλικο, ό­πως: Ο άν­θρω­πος δά­γκω­σε το σκύ­λο, χρεια­ζό­μα­στε γλώσ­σα με γραμ­μα­τι­κή και συ­ντα­κτι­κό, ώ­στε «αλήθεια - λίγες λέξεις» και «ψέμα - πολλές λέξεις, γραμματική, συντακτικό» να εκ­φρά­ζο­νται με τον ί­διο τρό­πο.




Νόηση

Νό­η­ση εί­ναι η ι­κα­νό­τη­τα δια­χω­ρι­σμού α­λή­θειας και ψέ­μα­τος. Η σκέ­ψη και η γλώσ­σα (τέ­χνη) έ­χουν σκο­πό την πει­θώ της γυ­ναί­κας για τις (αμ­φι­λε­γό­με­νες) ι­κα­νό­τη­τες του άν­δρα. Η γυ­ναί­κα πρέ­πει να δια­κρί­νει μέ­σα α­πό την πλη­θώ­ρα ψε­μά­των την α­λή­θεια, ώ­στε να κά­νει σω­στή ε­πι­λο­γή του άν­δρα. Η νό­η­ση εί­ναι κα­θα­ρά γυ­ναι­κεί­α δη­μιουρ­γί­α για να ξε­χω­ρί­ζει την «α­λή­θεια» α­πό το «ψέ­μα». Ως προς τη νό­η­ση της γυ­ναί­κας οι άν­δρες α­ντί να δια­χω­ρίζο­νται σε «δυ­να­τούς και α­δύ­να­τους», δια­χω­ρί­ζο­νται σε «η­λί­θιους και έ­ξυ­πνους». Οι η­λί­θιοι λέ­νε ψέ­μα­τα (που εύ­κο­λα α­νι­χνεύ­ο­νται) και χά­νουν τη δυ­να­τό­τη­τα ε­πι­λο­γής, οι έ­ξυ­πνοι βιώ­νουν τα ψέ­μα­τα (που δύ­σκολα α­νι­χνεύ­ο­νται) και ε­πι­λέ­γο­νται α­πό τις γυ­ναί­κες. Ο έ­ξυ­πνος α­δύ­να­τος δημιουρ­γεί α­λη­θο­φα­νή ει­κό­να για τον ε­αυ­τό του (ε­πι­τυ­χη­μέ­νο ψέ­μα) και κερ­δίζει την εύ­νοια των γυ­ναι­κών για α­να­πα­ρα­γω­γή.

Ευ­τυ­χι­σμέ­νη εί­ναι η γυ­ναί­κα, που βιώ­νει το ε­πι­τυ­χη­μέ­νο ψέ­μα του άνδρα:
Χάρ­τι­νο το φεγ­γα­ρά­κι
Ψεύ­τι­κη η α­κρο­για­λιά
Αν με πί­στευες λι­γά­κι
Θα ή­σαν ό­λα α­λη­θι­να
(στίχοι Νίκου Γκάτσου)



"Πί­στε­ψε, βιώ­σε το ψέ­μα μου!», εί­ναι τα πιο ε­ρω­τι­κά λό­για που μπο­ρεί να πει ο άν­δρας στη γυναί­κα. Στις 20.8.2003 η S., 46 ετών, μου έγραψε: «… πιστεύω σ΄αυτό, στο οποίο θέλω να πιστεύω. Ξέρεις, ενίοτε ακούμε μόνο αυτό, που θέλουμε ν' ακούσουμε, βλέπουμε μόνο αυτό, που θέλουμε να βλέπουμε… Λέγε μου ψέματα, αυτό είναι δικό μου πρόβλημα…»

Η σκέ­ψη (δη­μιουρ­γί­α ψέ­μα­τος) και η νό­η­ση (α­νί­χνευ­ση ψέ­μα­τος) εί­ναι η βάση της ε­ξέ­λι­ξης του αν­θρώ­που μέ­σα στον πο­λι­τι­σμό (ψέ­μα). Ό­πως το τα­χύ­τε­ρο λιο­ντά­ρι δη­μιουρ­γεί τα­χύ­τε­ρη α­ντι­λό­πη και α­νά­πο­δα, έ­τσι ο ε­ξυ­πνό­τε­ρος άνδρας δη­μιουρ­γεί ε­ξυ­πνό­τε­ρη γυ­ναί­κα και η ε­ξυ­πνό­τε­ρη γυ­ναί­κα δη­μιουρ­γεί εξυπνό­τε­ρο άν­δρα.




cλopy από τη θάλασσα του διαδυκτίου