31/12/10

Στη νύχτα μου λαμπιόνια και γύρω γύρω νεράιδες...


Να χαρείς ρε σου λένε όλοι! Χριστούγεννα είναι! Δε βλέπεις γύρω σου την εορταστική ατμόσφαιρα; Τα φωτάκια, τα αστεράκια, τα φτεράκια, τα χρυσοστολισμένα νεραϊδάκια, τα ασημοσκεπασμένα αγιοβασιλάκια…

Εσύ όμως ποτέ δεν γούσταρες τα αγιοβασιλάκια. Τα καλικαντζάρια γούσταρες! Αυτά που ροκανίζουν το δέντρο της γης! Τις νύχτες αφουγκραζόσουν τον αέρα, κρατώντας την ανάσα σου. Προσπαθούσες να καταλάβεις αν προχωρούσε η δουλειά τους, θα προλάβαιναν φέτος ή πάλι θα έφταναν τα Φώτα και άπατη θα πήγαινε η προσπάθεια; Κάθε φορά που το έλεγες στη μάνα σου μπούφλα έτρωγες «Τι είναι αυτά που λες παιδί μου; Μην τολμήσεις να πεις τέτοια πράγματα σε κανέναν άλλο! Ρεζίλι θα με κάνεις!»

Δεν έβρισκες λόγο να γουστάρεις τον Άγιο Βασίλη. Αφού δεν υπάρχει! Σιγά μην υπάρχει! Αφού το δικό σου σπίτι δεν είχε τζάκι, τι μούφες σου έλεγαν για τον χοντρό κυριούλη που κατεβαίνει και καλά το βράδυ μέσα από την καμινάδα για να σου γεμίσει την κάλτσα την πλουμιστή με τα μύρια καλά… Το σφύριξες το μυστικό στη μάνα σου όταν ήσουν εφτά χρονών κι έφαγες μια μεγαλοπρεπέστατη κατσάδα που θα τη θυμάσαι σ’ όλη σου τη ζωή!

Κι όταν μεγάλωσες προσπάθησες να μην ενδώσεις στην καταναλωτική μανία που ακολουθούσε το «χο χο χο» του κοκκινοντυμένου χοντρούλη αλλά κανένας δε σε άκουγε! «Έλα ρε Αντώνη! Για το καλό ρε! Μην είσαι μίρλας και μιρμίρης ρε! Βγες στα μαγαζιά, ψώνισε, αγόρασε καινούρια ρούχα, μην είσαι κρυόκωλος ρε!» σου έλεγαν οι φίλοι σου κι εσύ μουρμουρίζοντας κοίταγες μέσα από τα λαμπιόνια την παραμορφωμένη πραγματικότητα «Για να το λένε όλοι, δίκιο θα έχουν. Εγώ είμαι ο γκρινιάρης και ο ανάποδος της ιστορίας φαίνεται. Άντε! Να σας κάνω τη χάρη! Για το καλό ρε!».


Και να τα πρώτα τραπέζια πίστα στα μπουζούκια, ρεβεγιόν βλέπεις! χαρά ζωής! και να τα γαρύφαλλα και τα ουίσκια και τα κουνήματα και τα στραφταλιστά μπουστάκια που ξεχείλιζαν σάρκα και ιδρωμένη γιορτίλα, και συ να φύγεις ήθελες, να φύγεις «μα καλά ρε Αντώνη, μαλάκας είσαι; Σκάσε ένα χαμόγελο ρε! Χαμογέλα! Γιορτές είναι! Για το καλό ρε!» εσένα βέβαια η φούσκα σου ήθελε να σκάσει από το κατούρημα αλλά δεν τολμούσες να σηκωθείς να πας στην τουαλέτα, τόσο στριμωγμένα που ήταν τα τραπεζοκαθίσματα στο μαγαζί, σιγά μην προλάβαινες, άρχισες να ζαχαρώνεις το μπουκάλι το νερό, να το πάρεις στη ζούλα και να ρίξεις ένα κατούρημα κάτω από το τραπεζομάντηλο του μπουζουκομάγαζου ήθελες, να το φχαριστηθεί η ψυχή σου!

Και στο γιορτινό τραπέζι με τα μούτρα στο πάτωμα πήγαινες. Δεν μπορούσες να καταλάβεις τι εμπνεύσεις ήταν αυτές! Μαζευόντουσαν γύρω από ένα τραπέζι άνθρωποι που είχαν να ιδωθούν από το Πάσχα και οι ανταλλαγές ευχών έδινε κι έπαιρνε «μα αφού δεν γουστάρουν ο ένας τον άλλο, γιατί τρώνε μαζί; Τι σκατά εύχονται ο ένας τον άλλο αφού μετά θα θάβουν η μία το φουστάνι της άλλης και θα μετράνε τα κιλά που έβαλαν στο μεταξύ» αναρωτιόσουν αλλά άχνα δεν έβγαζες «για το καλό». Παρατηρούσες τα χαμόγελα, τα χέρια που τσούγκριζαν τα ποτήρια και το κρασί που έρρεε και τίποτα δεν καταλάβαινες, τίποτα δεν σε άγγιζε αλλά συμμετείχες, πάντα συμμετείχες «για το καλό ρε».

Τα τελευταία χρόνια δεν ήταν εύκολο να πηγαίνεις στα καλέσματα γιατί δεν είχες πολλά λεφτά, τα περιθώρια στένευαν, στην εταιρεία τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά και αυτά τα γαμημένα τα καλικαντζάρια δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους, ποτέ δεν προλάβαιναν να ροκανίσουν το ρημάδι το δέντρο της γης, να πέσει μια και καλή να γκρεμιστεί ήθελες τέτοιο που ήταν, να ξαναχτιστεί από την αρχή ήθελες τέτοιο που ήταν, να γίνουν όλα καινούρια ήθελες τέτοια που ήταν τα παλιά αλλά πάλι δε μίλαγες γιατί η Άννα η γυναίκα σου σε πίεζε και κατέβαζε τα μούτρα της στις αντιρρήσεις σου και δεν ήθελες να την κακοκαρδίσεις «έλα ρε Αντώνη, χαμογέλα αγάπη μου, θα πάρουμε ένα δάνειο και θα ψωνίσουμε τα δώρα και τα ρούχα των παιδιών. Χαμογέλα αγάπη μου! Για το καλό!»

Χαμογελούσες «για το καλό» και υπόγραφες τα εορτοδάνεια κι έσφιγγες το χέρι του υπάλληλου στην τράπεζα, το λαιμό του ήθελες να του σφίξεις αλλά πάλι δεν έκανες καμιά κίνηση, «για το καλό» έπαιρνες τα δανεικά λεφτά και τα’δινες στη γυναίκα σου, να ντυθεί, να στολιστεί, να γίνει σα χριστουγεννιάτικο στραφταλιστό δέντρο, να ανέβει στο τραπέζι και να χαρεί τα δικά της δεκαπέντε λεπτά διασημότητας «Χαμογέλα αγάπη μου! Γιορτές είναι! Για το καλό!» σου φώναζε και κούναγε τα γοφιά της κι εσύ προσπαθούσες να συγκεντρωθείς και ν’ακούσεις κάτω από το μπουζουκομάνι τα καλικαντζάρια να ροκανίζουν, να ροκανίζουν «Αρχίδια δουλειά κάνουν τα άχρηστα!» μουρμούραγες κι φόραγες το χαμόγελο μόλις σ’έσπρωχνε ο Ηλίας ο παιδικός σου φίλος που κατέβαζε τα ουίσκια σα νερό «Χαμογέλα ρε μαλάκα. Γιορτές είναι. Για το καλό ρε!»


Φέτος περιμένεις τα καλικαντζάρια με την ίδια προσμονή που τα περίμενες όταν ήσουν μικρός.
Φέτος περισσότερο από ποτέ, θέλεις να χειροκροτήσεις την τελευταία δαγκωνιά στο δέντρο της γης.
Φέτος περισσότερο από ποτέ θέλεις να βγεις σε μια κεντρική πλατεία ντυμένος Χριστουγεννιάτικο δέντρο και ν’αρχίσεις να φωνάζεις:

«Στο δέντρο μου λαμπιόνια και γύρω γύρω νεράιδες ρε μαλάααααααααααααααακες!» κι ας σε περάσουν για τρελό κι ας έρθουν να σου πούνε «Τι λες ρε φίλε; Πας καλά; Τι είναι αυτά; Γιορτές είναι! Χαμογέλα! Για το καλό ρε!».

Φέτος περισσότερο από ποτέ θέλεις να βγεις στους δρόμους φωνάζοντας «Λευτεριά στα καλικαντζάρια ρε! Αφήστε τα να κάνουν τη δουλειά τους! Μπας και γκρεμιστεί το ρημάδι και φυτρώσει άλλο καλύτερο! Για το καλό ρε!»

Αmelie Law

29/12/10

Ζωές στα σκουπίδια


Ένα διαµελισµένο σώµα µέσα σε ένα απορριµµατοφόρο. Ένας άνθρωπος που είχε την τύχη σκουπιδιού. Η είδηση γιατο ανατριχιαστικό δυστύχηµα έκανε τον γύρο της στα δελτία των ειδήσεων και µετά χάθηκε (ως συνήθως) µέσα στη ροή µιας καθηµερινότητας που είχε πιο «ενδιαφέροντες» τίτλους: το θρίλερ της ελληνικής οικονοµίας, το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, την πεσµένη κίνηση στην αγορά... Όλα κοµµάτια µιας επικαιρότητας που (όπως φαίνεται) δεν έχει χρόνο για αλτρουισµούς.

Το στοµάχι του«ανθρώπου του καναπέ» έχει αναπτύξει δυνατά αντισώµατα. Και µια τάση να ενδιαφέρεται περισσότερο για όσα έχουν άµεση σχέση µε το πορτοφόλιτου. Άλλωστε, το διαµελισµένο σώµα δεν είχε καν όνοµα. ∆εν τοαναζήτησε κανείς...

Το θέατρο «Σηµείο» και ο Νίκος ∆ιαµαντής, αντιδρώντας στην είδηση της φρίκης, απηύθυνε ανοιχτή πρόσκληση σε καλλιτέχνες, ανθρώπους του λόγου και της διανόησης, ζητώντας το «σχόλιό» τους σαν µια δήλωση αλληλεγγύης, σαν ένα µικρό κοµµάτι αντίστασης στην πολτοποίηση της ανθρωπιάς µας.

Έτσι γεννήθηκε µια ιδιότυπη παράσταση υπό τον τίτλο «Κανένας». Μέσα στα κείµενα που παρουσιάζονται απόψε στο θέατρο περιλαµβάνονται θεατρικοί µονόλογοι, ποιήµατα, δοκίµια, πεζά. «Η δουλειά µας είναι να ανταποκρινόµαστε εν θερµώ», λέει ο Νίκος ∆ιαµαντής. «∆εν θέλουµε να καταγγείλουµε ούτε να αποκαταστήσουµε τη δουλειά που πρέπει να κάνουν οι φορείς της Πολιτείας. Απλά θέλουµε να υπενθυµίσουµε ότι είµαστε παρόντες. Ότι σ’ αυτή την άγρια κοινωνική κρίση όπου ζούµε υπάρχει ένα δίχτυ ασφαλείας: η ανθρωπιά».

«Έχουν αρχίσει να φαίνονται µακριά κάτι φώτα. Τι ευτυχία, αν ήταν κανείς µέσα στα φώτα, θα κινδύνευενα τον πάρουν είδηση οι άλλοι και να τον διώξουν. Ενώ εδώ µέσα είναι σκοτεινά, κανείς δεν πρόκειται να σε καταλάβει. Θα ήταν το χέρι του Θεού που µε πήρε από τον κάδο των σκουπιδιώνκαι µε τοποθέτησε απαλά εδώ µέσα για να µην καταλάβω τίποτα...». Ο ποιητής Θανάσης Νιάρχος ήταν από τους πρωτεργάτες της εν λόγω συνάντησης. Το κείµενο που έγραψε ειδικά για τη βραδιά (όπως και όλοι οι συµµετέχοντες) εισχωρεί στο µυαλό και την ψυχή του άτυχου ανθρώπου και του δίνει φωνή – µια φωνή που αλλιώς δεν θα ακουγόταν ποτέ.

«Ειναι εξωφρενικό αυτό που συνέβη. Έπειτα από µια τέτοια φρίκη, οι εκλογές έπρεπε να γίνουν µυστικά», λέει ο Θανάσης Νιάρχος.

Και οι 23 συµµετέχοντες, συγγραφείς, ποιητές, δηµοσιογράφοι, δοκιµιογράφοι, ανταποκρίθηκαν στην ιδέα του Νίκου ∆ιαµαντή, σαν να περίµεναν µια ευκαιρία για αυτή την εκδήλωση.

«Η φιλανθρωπία είναι πιο δύσκολος τρόπος να δηλώσει κανείς τη συντριβή του», λέει ο δηµοσιογράφος Ηλίας Κανέλλης, ένας από τους συµµετέχοντες. «Χρειάζεται λεφτά και δηµοσιότητα κι έχει το µειονέκτηµα ότι οι φιλάνθρωποι νοιάζονται περισσότερο για τον εαυτό τους (τη φήµη τους, τουςλογαριασµούς τους, την ισοσκέλιση των φορολογικών τους εξόδων, τον µύθο τους) παρά για εκείνους που ελεούν. Πάντως, από ολότελα, καλή κι η φιλανθρωπία. Αλλά δεν φτάνει. Από τη λύπη έως την υστερόβουλη καλοσύνη δεν µεσολαβεί παρά η πολιτική. Μόνο στηνεπικράτεια της πολιτικής και, κυρίως,της διά της πολιτικής κατάφασης στην κοινωνική δικαιοσύνη υπάρχει ελπίδα να µειωθούν τόσο φρικτά συµβάντα».

Όσοι βρέθηκαν χτες στο θέατρο «Σηµείο» είχαν την τύχη να ακούσουν κείµενα των Βασίλη Βασιλικού, Nίκου Βατόπουλου, Νίκου Βλαντή, ∆ιονύση Βυθούλκα, Ρέας Γαλανάκη, Κωστή Γκιµοσούλη, Βασίλη Kατσικονούρη, Λίλας Κονοµάρα, Γιάννη Κοντού, Ενης Κούκουλα, ΓιώργουΛαζόγκα, Μαρίας Λαϊνά, Γιώργου Μανιώτη, Γιώργου Μαρκόπουλου, Παναγιώτη Μέντη, Κώστα Μουρσελά, Νίκου Παναγιωτόπουλου, Λευτέρη Παπαδόπουλου, Κατερίνας Σχινά, Στέλιου Χατζηαδαµίδη, Γιάννη Χρυσούλη.



Πηγή: Tα Νέα

Ο πατέρας Μίκης


Όταν μου ζήτησαν να μιλήσω για τον πατέρα μου σκέφτηκα "Αυτό θα είναι πολύ εύκολο και θα γράψω γρήγορα". Και όμως, βρέθηκα δύο μέρες πριν το συνέδριο και όλο απέφευγα το χαρτί, γιατί δεν ήξερα από πού να ξεκινήσω.

Και όμως δεν χρειάστηκε παρά να βάλω να ακούσω το Concerto Νο 2 για πιάνο του Rachmaninov για να βρεθώ πάλι 33 χρόνια πίσω στην ερημιά των Ταρτάρων, όπου αγωνιούσα να ανακαλύψω, μικρό κορίτσι, την ψυχή των ανθρώπων μέσα στην απέραντη μοναξιά του μυαλού μου. Όταν πάλευα κι εγώ να υπάρξω, να γίνω και εγώ κάτι ξεχωριστό, όπως έπρεπε να γίνω δίπλα σε ένα τόσο ξεχωριστό πατέρα.

Έτσι καθόμουνα πάνω στις πολεμίστρες του οχυρού κι αγνάντευα την απέραντη κίτρινη έρημο με τα διάσπαρτα ανυψώματα και τη σκληρή την πέτρα και όλο παρακολουθούσα την απεραντοσύνη της ερημιάς, του τίποτα, και όλο περίμενα να έρθουν από μακριά μυριάδες τα άλογα που θα έφερναν τους κατακτητές και θα πλημμύριζαν την ψυχή και την καρδιά μου. Και να που άκουγα τα ποδοβολητά, όλο πλησίαζαν οι καλπασμοί των αλόγων και ήταν αυτό το πρώτο μέρος του Concerto για πιάνο που μ' έφερνε πιο κοντά, πιο κοντά στην αναμπουμπούλα.

Όμως δεν ήρθε ποτέ κανείς και πάντα αγνάντευα την έρημο και αυτός ο φόβος απέναντι στους Ταρτάρους, όλο μεγάλωνε την αγωνία μου και όλο ερέθιζε τη φαντασία μου, ώσπου να εύχομαι κάποτε αυτή η απέραντη ερημιά να πλημμυρίσει από άγριους καβαλάρηδες και το μυαλό μου να κυριαρχηθεί από την βοή και την αρπαγή των χιλιάδων εισβολέων.

Όμως εγώ, μικρό κορίτσι, έφηβη, παρέμενα πάντα μόνη, μπροστά στην απέραντη μοναξιά της κιτρινοκόκκινης ερήμου.

Και θυμάμαι πως όλη εκείνη την περίοδο που μεγάλωνα δίπλα στους γονείς μου και στον αδελφό μου, στο Παρίσι, η μόνη σχέση με τον γύρω κόσμο ήταν με τον κόσμο του πατέρα μου. Κόσμος πυκνός, έντονος, μια στρατιά από καλλιτέχνες εξόριστους και πολιτικούς εξόριστους και φοιτητές εξόριστους. Πολλοί, πολλοί άνθρωποι..

Αλλά όταν γύρναγα σε μένα, γύρναγα σ΄αυτή την απέραντη έρημο των Ταρτάρων και εκεί αφουγκραζόμουνα το 2ο Concerto του Rachmaninov. Ήταν το δεύτερο μέρος, το Adagio, που με άφηνε παντελώς μόνη πάνω στις πολεμίστρες και εγώ να κλαίω από αγαλλίαση ελπίζοντας ότι οι μυριάδες καβαλάρηδες θα έρθουν να με κατακτήσουν, αλλά και από πόνο γιατί η έρημος ήταν πάντα έρημη κίτρινη και κόκκινη, να καίει κάτω από τον ήλιο. Ίσως όμως να ήταν πάντα αυτό που ήθελα : να ακούω τη μουσική και να κλαίω μέσα στην ερημιά μου.

Με όλες αυτές τις καθημερινές αγωνίες μεγάλωνα κοντά στον αδελφό μου και στους γονείς μου, έτσι, τόσο μόνη χωρίς φίλους της ηλικίας μου, αλλά πάντα στο πλευρό του πατέρα μου· να ακούω τα λόγια του, τα λόγια των συντρόφων του, να ρουφάω κάθε λέξη, κάθε σκέψη, πάντα αμίλητη. ( Όχι δεν μίλαγα ποτέ, μα ποτέ, όταν μιλούσε ο πατέρας μου. Πάντα άκουγα και πάντα χαιρόμουνα να τον ακούω.) Και μετά γύρναγα στο δικό μου κόσμο, στο δωμάτιό μου πλημμυρισμένο από τους ατέλειωτους ήχους της μουσικής (ο πατέρας μου από τα έντεκά μου χρόνια, μόλις φτάσαμε στο Παρίσι, μου είχε διαλέξει τη μουσική που θα μου άνοιγε τις πύλες του Παραδείσου, της ευδαιμονίας, της γνώσης, της αγωνίας, του πάθους, της έξαρσης, του ερωτισμού, του απέραντου λυγμού και ο κόσμος μου ήταν μία πηγή αρμονίας και μελωδίας. Δεν έμπαινε κανείς στο δωμάτιό μου με την εκκωφαντική μουσική. Αλλά, ήξερα πως ο πατέρας μου περνούσε έξω από την πόρτα του δωματίου μου για να ακούσει λίγο, να αφουγκραστεί, να παρακολουθήσει την κόρη του που μεγάλωνε. Ο πατέρας μου ήταν πάντα εκεί γύρω να παρακολουθεί την κόρη του να μεταμορφώνεται με τη μουσική και τα βιβλία.

Και όταν o συνθέτης στο 3ο μέρος, από το Scherzando και το Presto περνούσε στο Moderato, με έπιαναν οι λυγμοί. Γιατί εγώ παρέμενα πάντα μόνη, ψηλά στις πολεμίστρες και αυτή η έρημος, η έρημος των Ταρτάρων ήταν πάντα έρημη και μόνη, και μαζί της μόνη ήταν κι η ψυχή μου.

Και κάποια πάλι μέρα -θα ήμουνα 11 χρονών- μας είπε, εμένα και του αδελφού μου, πως όταν ήταν μικρός φοιτητής στο Παρίσι, στη δεκαετία του '50, πριν γεννηθώ εγώ, του άρεσε να πηγαίνει κάθε μέρα σινεμά. Και να λοιπόν και εμείς τα παιδιά -ήταν Φλεβάρης του 1971- μόλις είχα γίνει 12 χρονών, ανεβήκαμε την RUE DE LA GAITE και απέναντι από το Θέατρο του Bobino λίγο πιο πάνω, αριστερά, μπήκαμε στο σινεμά να δούμε Ταρζάν (με τον Weistmuller). Και κάθε μέρα πηγαίναμε με τα πόδια στο σινεμά (εξ' άλλου ήταν κοντά στο σπίτι μας) να δούμε Ταρζάν και είδαμε όλες τις ταινίες του Ταρζάν και από τότε εγώ μπαινόβγαινα σε όλα τα σινεμά της γης. Όλη μου τη ζωή στο σινεμά, σχεδόν καθημερινά, έως ότου έγιναν οι γιοι μου άντρες πια και δεν ήθελαν ν' ακολουθούν την μάνα τους.

Αλλά γιατί τα γράφω όλα αυτά όταν μου ζητάνε να μιλήσω για τον πατέρα μου; Μα για τον πατέρα μου σας διηγούμαι, γιατί εγώ μικρό κορίτσι μάθαινα από αυτόν τον αεικίνητο άνδρα, τον μαχητή, να σκέφτομαι, να επιλέγω, να αποφασίζω αλλά και να περικλείω σιγά-σιγά τον εαυτό μου μέσα στη μοναξιά.

Γιατί όσο παθιασμένος και επαναστάτης ήταν έξω στο φως, μπροστά στο πλήθος, τόσο μοναχικός και σιωπηλός ήταν όταν βρισκόταν σπίτι μας, στο γραφείο του να εργάζεται, με τις παρτιτούρες του, τα γραπτά του, τα βιβλία του και αυτή η μοναξιά ποτίστηκε βαθιά μέσα στην ψυχή του αδελφού μου και μέσα στη δική μου. Γι αυτό όταν στρέφομαι προς την έρημο, πάντα ερημιά αντικρίζω. Δεν ήρθε ποτέ κανένας καβαλάρης να κατακτήσει τη ψυχή μου.

Γιατί έτσι ήταν και θα είναι πάντα ο πατέρας μου. Πάνω στις πολεμίστρες να αγναντεύει την ερημιά των Ταρτάρων. Και αυτός ψηλά, ψηλός και αγέρωχος, έχει συνηθίσει πια μπροστά στο άγονο απέραντο πέτρωμα να μελαγχολεί, αλλά και να ακούει μαζί με τα παιδιά του αυτή την εξαίσια μουσική του Rachmaninov, όταν το πιάνο τραγουδάει με το κλαρινέτο και αγκαλιάζονται με τα βιολιά και τα κοντραμπάσα και μας πάνε τόσο μα τόσο μακριά από όλους τους ανθρώπους, εκεί που οι ψυχές μας δεν αγγίζουν ποτέ και για πάντα καμία καρδιά, δεν πλησιάζουν καμία ύπαρξη και μόνοι μας ξέρουμε πόσο οδυνηρό είναι να γνωρίζεις πως άδικα κοιτάς, άδικα περιμένεις, κανείς δεν θα σε κατακτήσει και μόνος σου θα συνδιαλέγεσαι με τη σκέψη σου έως ότου σβήσεις για πάντα, ενώ όλοι οι άλλοι πέρα από το οχυρό, πέρα από το κάστρο, θα νομίζουν ότι δεν ανέβηκες ποτέ μόνος εκεί, αλλά πως βρίσκεσαι πάντα ανάμεσά τους.

Μπαμπά, ξέρω πόσο μόνος είσαι και πόσο διαφορετικός από όλους μας, γιατί μόνο εσύ απ' όσους γνώρισα και θα γνωρίσω, έχεις αυτή τη θεϊκή δύναμη να τα γνωρίζεις όλα, να τα δημιουργείς όλα και να τα αποκαλύπτεις όλα στους ανθρώπους.

Σ' ευχαριστώ μπαμπά.

Ακόμα θα σου αποκαλύψω ένα μου μυστικό, τώρα που έγινες ογδόντα χρονών.

Ήταν τότε που εσύ και η μαμά με πηγαίνατε βόλτα με το καροτσάκι στο πάρκο του Luxembοurg. Και σας κοίταζα από κάτω και από πάνω σας πέρναγαν τα θεόρατα χρυσοκόκκινα φύλλα των αγριοκαστανιών και εγώ σας παρακολουθούσα όλο λαχτάρα. Ήσασταν ο κόσμος μου, και ξέρεις μπαμπά, αυτή την εικόνα κουβαλάω όλη μου τη ζωή: την εικόνα του πάρκου του Luxembοurg και μάλιστα σε ένα συγκεκριμένο σημείο, δεξιά από το κτίριο του SENAT (της Γερουσίας). Εκεί, πάντα εκεί γυρνάω. Εκεί τριγυρίζω όταν βρίσκομαι σε ευδαιμονία, σε χαρά, σε λύτρωση!

Ίσως να ήταν λοιπόν εκεί που άφησα τα πιο λατρευτά μου πρόσωπα: τον νέο μου πατέρα και τη νέα μου μητέρα, να με κοιτάνε μέσα στην κούνια μου και να μου χαμογελούν· και να μου γελούν. Και εγώ πάντα να έχω το μυαλό μου εκεί, εκεί που λέω ότι είναι ο χαμένος μου Παράδεισος.

Μπαμπά σ' ευχαριστώ που με αγάπησες και μ' αγαπάς τόσο πολύ.

Σ' ευχαριστώ που αγάπησες και αγαπάς τον αδελφό μου.



Μαργαρίτα-Ασπασία Θεοδωράκη
Γεννήθηκε στο Παρίσι. Κόρη του Μίκη και της Μυρτώς Θεοδωράκη, ακολούθησε την οικογένεια της σε όλες τις μετακινήσεις της στην Ελλάδα και το εξωτερικό κι έζησε από κοντά όλα τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή και το έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Είναι υπεύθυνη της Λαϊκής Ορχήστρας «Μίκης Θεοδωράκης» και των εκδόσεων «Ρωμανός». Στόχος των δραστηριοτήτων της είναι η ανάδειξη και η διάδοση του έργου του πατέρα της. Έχει τέσσερις γιους.

26/12/10

Ho Ho Fucking Ho...


Μερικές φορές σκέφτομαι πως ο μόνος λόγος που οι άνθρωποι δεν αυτοκτονούν τα Χριστούγεννα είναι επειδή δεν θέλουν να λερώσουν με αίματα το μπάνιο τους. Εγώ εδώ και μερικά χρόνια λέω να κάνω ρεβεγιόν στο ΚΑΤ ή στο νεκροτομείο. Θα φύγω από τον τρίτο όροφο, παίρνοντας μαζί μου και όλα αυτά τα λαμπάκια που απλώνει στο μπαλκόνι του ο γείτονας από τον δεύτερο. Φέτος τη γλιτώσαμε. Και εγώ και τα λαμπάκια. Ο γείτονας δεν τα άπλωσε. Μου είπε ότι σκέφτεται να κάνει οικονομία στο ρεύμα. Εγώ του είπα πως δεν χρειάζονται πλέον λαμπάκια, έχουν ανάψει τα δικά μας, αυτά τα εσωτερικά που δεν είναι και κινέζικα. Συμφωνήσαμε και οι δύο ότι η χώρα θα έπρεπε να εξαιρεθεί από τα Χριστούγεννα. Δεν μας αξίζει τόση σαχλαμάρα. Ας κάναμε κάτι σαν Καθαρά Δευτέρα.

Έβγαλα το αυτοκίνητο από το πάρκινγκ και έριξα εκείνη τη φευγαλέα, τη φοβισμένη ματιά που κατά βάθος αρνείται να μεταφέρει στον εγκέφαλο ένα άσχημο μήνυμα. Ομως ναι, είχα βενζίνη και μάλιστα πάνω από μισό ρεζερβουάρ. Εδώ και ένα χρόνο αισθάνομαι ότι το αυτοκίνητο καίει περισσότερη βενζίνη, λες και έχει προβλήματα και το έριξε στο ποτό. Ξεκινάω και σκέφτομαι γιατί τα Χριστούγεννα να είναι τόσο αμερικάνικα και το Πάσχα τόσο μα τόσο ελληνικό. Πως θα ήταν, για παράδειγμα, αν ο Χριστούλης ανέβαινε στον ουρανό κάνοντας Ho Ho Ho; Υποθέτω ότι θα γλιτώναμε από τον Γαϊτάνο και θα έπαιρνε τη δουλειά η Βανδή. Στην Κηφισίας σταμάτησε το αυτοκίνητο. Σταμάτησε η σκέψη μου, σταμάτησαν τα πάντα.

Έχω την αίσθηση ότι για δέκα λεπτά σταμάτησαν και τα ρολόγια. Εκινείτο μόνο ένας τυπάκος που νοίκιαζε τηλεοράσεις, όπως κάνουν στα νοσοκομεία. Αυτό δεν ήταν μποτιλιάρισμα. Ηταν κάτι μεγαλύτερο. Λες και εκεί ψηλά υπάρχει ένα παιδάκι που έβγαλε όλα τα αυτοκινητάκια του για να παίξει στο χαλί. Αρχισα να λέω στον εαυτό μου πως την άλλη φορά καλό θα είναι να πάρω το καραβάνι με τα μουλάρια που ξεκινάει από τον Υμηττό. Στους Αμπελόκηπους είδα τον πρώτο ωραίο λόφο με σκουπίδια. Αδικα δέρνονται στην Κερατέα, η λύση είναι εδώ, μπροστά στα μάτια μας. Πολλές μικρές χωματερές. Χιλιάδες χωματερές. Μία σε κάθε γειτονιά της πρωτεύουσας.

Ένας τύπος στο ραδιόφωνο λέει για το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων. Το δικό μου επάγγελμα ήταν ανοιχτό και πηγαίνουν να το κλείσουν. Αυτό γίνεται. Ανοίγουν τα κλειστά επαγγέλματα και κλείνουν τα υπόλοιπα. Είμαστε μία χώρα που έμαθε να κινείται με αναπηρικό καροτσάκι. Μεγάλωσε πάνω σε αυτό, σφήνωσε και τώρα δεν θέλει να σηκωθεί. Πάρκαρα σε διπλή σειρά. Μπήκα σε ένα γαλάζιο κτίριο, έδωσα μία απόδειξη και μία ψυχρή χειραψία σε έναν λιγνό τύπο. Πληρώθηκα για τελευταία φορά από το ραδιόφωνο. Παρέδωσα την κάρτα εισόδου. Αλλά δεν ήθελα να φύγω. Σπίτι είχε Χριστούγεννα, εκεί δεν είχε τίποτα.

Του Κώστα Γιαννακίδη

23/12/10

Θέλει καρδιά να φτάσεις στο Βορρά...


θέλει καρδιά να φτάσεις στο Βορρά
Θάλλασες και βουνά πρέπει να ξεπεράσεις
Θέλει καρδιά να πας ως το Βορρά
να νιώσεις τη χαρά
μην λιώσεις πριν να φτάσεις
καλό ταξίδι να χεις!

Βιάσου λοιπόν στο δρόμο σου που πας
μην σταματάς να φας γιατί δεν θα προλάβεις
Θέλει καρδιά να φτάσεις στο Βορρά
αυτό μονάχα αυτό πρέπει να καταλάβεις
τρέξε για να προλάβεις...



Καλά Χριστούγεννα!


★˛˚˛*˛°.˛*。*★* *★ 。*
˛ _██_*.。*. / ♥ \ .˛* .˛。.˛
˛. (´• ̮•)*.。*/♫. ♫\*˛.* ˛_Π_____ ˛* ˛**★* 。*˛.*.★*
.°( . • .) ˛°.  /• '♫ ' •\.˛*./______/~\*. ˛*.。˛* ˛. *。
*(...'•'..) *˛╬╬╬╬╬˛°.|田田 |門|╬╬╬╬╬*˚ .˛

13/12/10

Ένα αστείο η ζωή....


Και εγώ έτρεχα
και έπινα για να αντέξω...

Τα μαλλιά της μακριά και η ζωή μικρή
ένα φιλί και τίποτα άλλο
για μια στιγμή να μπορούσαμε
να γυρίσουμε λίγο πίσω
για μια στιγμή
να σταματήσουμε τον χρόνο
να γίνουμε ξανά εραστές
και μετά πάλι εδώ
εδώ όπου ο κόσμος είναι ακίνητος
και κανείς μας δεν έχει χρόνο.

Οι σκιές όσο προχωράει η νύχτα μακραίνουν
τα βήματά της την πάνε όλο και πιο μακριά.

Ο δρόμος γεμάτος από θορύβους της νύχτας
περπατάω μόνος
πριν κάμποση ώρα χαιρετηθήκαμε
μπροστά σε έναν ταξιτζή που άκουγε λαϊκά.
Τώρα πρέπει να βρίσκεται σπίτι της.

Κατέβαινα τον μεγάλο δρόμο
και τα φώτα έσβηναν σιγά σιγά
το ένα μετά το άλλο
σαν τις ελπίδες και τις προσδοκίες μας.
Μόνο η ντροπή που τις είχε μείνει πίσω...
Πήρα μια μπύρα απο το περίπτερο και συνέχισα.
Κοίταξα μέσα στην pub.
Ήταν η ώρα για να κλείσει
και οι τελευταίοι μεθυσμένοι πελάτες
έφευγαν αφήνοντας πίσω ένα κομμάτι τους.
Συνέχισα το δρόμο μου
για να καταλήξω στην άλλη άκρη
όπου ακουγόταν ο Tom Waits να τραγουδάει το Underground.
Ανέβηκα τα σκαλιά της μέχρι την ταράτσα.
Ένας καναπές από σκουπίδια,
μπουκάλια και κουτάκια μπύρας
πεταμένα όπου μπορούσες να κοιτάξεις
και ένα σκυλί που κοιμόταν δεμένο σε μια γωνιά.

Όταν ξύπνησα ο ήλιος με τύφλωνε
και η μπύρα είχε κάνει μούσκεμα το παντελόνι μου.
Μάζεψα ότι μπορούσα από κει πάνω
ενώ έριχνα κλεφτές ματιές στον ήλιο
και χάθηκα γρήγορα στα παράξενα στενά της πόλης
με όλους αυτούς
που προσπαθούσαν να προλάβουν τη δουλειά τους.

Το μεσημέρι με βρήκε στο σπίτι.
Έβγαλα το βιβλιό της και διάβασα λίγο.
Σκέφτηκα την Χ....
Το έκλεισα γρήγορα
και μετά από ένα ουίσκι έπεσα στο κρεβάτι.
Τώρα είναι λίγο καλύτερα
άμα μπορέσω και κοιμηθώ
ίσως βγάλω κι αυτή τη μέρα...




ΥΓ. Γίνε ό,τι θέλεις.
Ένας ονειροπόλος. Ένας ανένταχτος. Ένας Αραχτός.
Ένας ερευνητής. Ένας Ακτιβιστής. Ένας Ανύπαρκτος
Ένας θεατής. Ένας δάσκαλος.
Γίνε ό,τι γουστάρεις , ρε παιδάκι μου. Εγώ μαζί σου.
Μόνο αυτό, που προσπαθούν με τόσο πείσμα να σε κάνουν,
πρόσεξε μη γίνεις.

ΕΝΑΣ ΧΡΗΣΙΜΟΣ ΗΛΙΘΙΟΣ!!!!


Αλκυόνη Παπαδάκη

Πηγή: Mοναδική...

7/12/10

Τόσο πολύ μακριά απ' το σπίτι...


Τόσα πολλά συναισθήματα. Και τα άφησε. Δεν γινόταν να αθροίσει. Ο καιρός ήταν ανάποδα. Ενας ανεμιστήρας φύσαγε παγωμένο ιδρώτα εκεί όπου κρύβονταν τα γεγονότα. Και τα ξεσκέπαζε.
Ο ουρανός είχε το χρώμα των ζωγράφων: επτά φορές γαλάζιος. Για μέρες πολλές τον κοίταζε. Από εκείνο εκεί το κενό δωμάτιο. Ακυβέρνητο και θολό στεκόταν. Αλλά διαπερνούσε σαν μάτι. Δίπλα στις προσευχές, τα βιβλία. Με αμείωτη λύπη βάδιζαν τα χρώματα. Ντροπαλά. Εμπαιναν στα ρυάκια των τοίχων, αναστενάζοντας.

Ανάμεσα στις τρίχες του φύλου είχαν φυτρώσει χωριά. Που τα χόρταινε. Πυκνή, σπάνια βλάστηση. Παγωμένα νερά, του χειμώνα. Μύριζε ένα χώμα. Αγγελιαφόρος θανάτου. Η ομίχλη κατέβαινε χαμηλά. Σχεδόν έσβηνε τα κομμένα κορμιά στις άκρες. Τις καστανιές στον γκρεμό. Παλιές, χωριστές γειτονιές, σαν σκαλισμένο σώμα σε σώμα. Οσο προχωρούσαν τα δάχτυλά του, ο βαθμός του δέντρου ανέβαινε. Πόσος καιρός είχε περάσει απ' τον βυθό;

Τα άφησε. Γιατί η οριακή ανάμνηση καταλύει κάθε επινοημένη διάπραξη. Σφραγίζεται η εκτυφλωτική μανία των ματιών να δουν αυτό που δεν υπάρχει. Και συνοψίζεται ο άνθρωπος, σαν ακατόρθωτος. Χωρίς τα μάτια να βλέπουν, διαπράττεται. Χαράζεται απ' το υπερφυσικό σκοτάδι.

Υπερέβη τον θάνατο και τον θέρισε. Για να προκύψει ζωή. Αφού ξέρει. Εκεί που είχε αρπάξει φωτιά ο βασανισμός, εξερράγησαν νέα φύλλα. Ενωσε τις σπασμένες φλέβες και βαδίζει χωρίς. Με καλό ή κακό καιρό. Η διαδρομή δεν ανήκει στον χάρτη. Την έβγαλε για να τη στερεώσει στο αναστημένο βλέμμα του.

Ανέβηκε απ' το χώμα και όλο ουρανός παντού. Εκλεβε τα γαλάζια κομμάτια και ευφραινόταν. Με μικρές, προσεκτικές μπουκιές κλειδώνει η διάρκεια. Αν χρειαστεί απόθεμα, θα υπάρχει.

Πάντα θα ταξιδεύει τόσο πολύ. Μακριά από αυτό που άφησε σπαραγμένο, σαν σπίτι. Το άφησε. Για να μαζεύεται ο ήλιος μέσα στις κόγχες, αχνίζοντας να φωτίζει. Και θα φωνάζει.

Γιατί ό,τι φεύγει είναι προορισμός. Που έρχεται καταπάνω και κατευθείαν και αν μπορείς να διακρίνεις. Ζωή να κοιτάζει προς το μέρος της ζωής και να είναι.

Οταν η μνήμη βασανίζεται από απολογισμούς, ο τόπος της ψυχής ερημώνει.

Παρουσιάστηκε μετά την ανάγκη και μετά την ομορφιά και μετά την αμαύρωση. Και με το άσπρο πουκάμισό του σαν καταζητούμενο δέρμα κολλημένο θα συνεχίσει να ξεσκεπάζει. Με μια αδημονία να τρέχει στα μάτια του να δει από κάτω. Οσα έσβησε ο χειμώνας. Οσα πάγωσαν. Μια φωτογραφία.


Και είδε. Οχι ομίχλη, όχι παγωμένα νερά, όχι χώμα.

Αυτό που είναι να δουν οι άνθρωποι, θα το δουν όρθιοι, σαν τεράστιο, γεννημένο πλήθος, σε οθόνη αλαφιασμένη. Και σε όλες τις γλώσσες του κόσμου γράφεται πως αρχίζει απ' το τέλος. Αλλά δεν φαίνεται.

Γιατί αυτό που βλέπουν οι άνθρωποι είναι μόνο το τέλος. Ορθάνοιχτο τέλος, φωτεινό. Και το τέλος είναι το υλικό τής πάλι ζωής.

Εκεί που κουρνιάζει ξανά ο κόσμος και φαίνεται.

Σταύρος Σταυρόπουλος

2/12/10

Σκίζω... γράφω... θυμάμαι...


Απόψε φυσάει ένας αγέρας φερμένος από το νότο γεμάτος πόθους κι ελπίδες... άραγε είναι αληθινός;

28/11/10

Λίγο Πριν Αρχίσω Πάλι....




Κορίτσι μου,
για σένα το γράφω εκείνο το βιβλίο
«για τα σένα το ’χτισα» που έλεγε κι ο λαϊκός.
Εξακόσιες πενήντα σελίδες και βάλε
για όλα τα χάδια από το γόνατο και πάνω!
Αμέ, αμ’ πώς για,
κι «αμ’ τι γαρ»
που ’λεγε κι ο Καρούζος
τότε, γύρω στα 1985,
ναι, τότε που κάναμε δικές μας
τις γυναίκες και τις πόλεις.
(Τώρα οι πόλεις καταστράφηκαν πια,
μονάχα οι γυναίκες οι γενναίες
απόμειναν για τα τρελά μας γλέντια,
για τα αβρά μας ξεφαντώματα).


Κορίτσι μου,
πίνω το κρασάκι μου
και σ’ το γράφω εκείνο το βιβλίο
που μιλάει, που κλαίει, που γελάει
που ασθμαίνει, και γογγύζει, τραγουδάει,
εκείνο το βιβλίο που πατάει
σ’ όλα τα βιβλία που διάβασα
σ’ όλα τα βιβλία που αγάπησα
σ’ όλα τα βιβλία που λάτρεψα
μα πιο πολύ στους δύο του ΜίλερΤροπικούς
στου Μάλκολμ το Ηφαίστειο
και στου Εγέλου τη Φαινομενολογία.
Κι ακόμα, ανενδοίαστα κι αναίσχυντα
μα και ευλαβικά, με δέος έστω μεθυσμένο
και με μέριμνα, πες τη, σουρωμένη
αντλεί
απ’ όλα τα ωραία άσματα
της τζαζ τα ανυπέρβλητα κεράσματα
ναι, αντλεί κι απ’ του Σατί
τις λεπτεπίλεπτες ειρωνείες
κι απ’ του Τατί
τις εξαίσιες του χιούμορ μαγγανείες.


Είναι μακριά το Μαρούσι,
πιο μακριά κι απ’ το Παρίσι
για κάθε ερωτευμένο Ροβεσπιέρο,
είχα με πικρό μα αγέρωχο θράσος κάποτε αποφανθεί.
Και τώρα έρχεται του πράγματος η αλήθεια
να με κεντρίσει απρόσμενα
έρχεται να μου πει ότι καλά το είχα μιλήσει,
καλά το είχα γράψει,
και άλλωστε άλλοτε πάλι είχα δηλώσει πως
δεν καταδεχόμαστε να γράψουμε ό,τι δεν έχουμε ζήσει.
Είναι ένα στοίχημα κι αυτό
καθώς και όλα τ’ άλλα που έκανα και κάνω
τριάντα χρόνια τώρα
από την πυρωμένη εφηβεία μου και δώθε.


Γράφω λοιπόν σ’ εκείνο το βιβλίο
τα όσα έχω κάνει, τα όσα μπόρεσα να πω
τα όσα με ταξίδεψαν
μακριά απ’ τις κοιλάδες των δακρύων
μακριά από τα βλέμματα των αχρείων
μακριά απ’ τη χθαμαλότητα μυρίων και μυρίων
σ’ εκείνα τα μέρη όπου τα οδοφράγματα
είναι καμωμένα επιτέλους από άνθη
σ’ εκείνα τα ποιητικά τοπία όπου η ελευθερία είναι
της γνώσης η θυγατέρα, και της τόλμης,
όπου η ευγένεια είναι της σάρκας που ζητεί και θέλει εξαδέλφη
όπου μάνα της φρόνησης είναι η αμέριμνη καλοσύνη
και δίδυμη αδελφή της αφροσύνης είναι η περίσκεψη


Γράφω, το λοιπόν, πώς μπόρεσα,
καθώς και άλλοτ’ έλεγα,
να συνοψίσω τη ζωή μου
σε πέντε, έξι φράσεις (άλλων),
πώς κάποτε που μου έδειξαν μια πανώρια κατοικία
σ’ εκείνη τη συνοικία
που έχει τόσο κοσμήσει ο Πικιώνης,
άκουσα την ίδια μου την αυθάδεια
να λέει, «Άσε, έχω πιει τρεις τέτοιες!»
πώς κατάφερα να γράψω σελίδες πολλές
και γόνιμες, θαρρώ,
για όλους εκείνους που με έκαναν αυτό που είμαι,
σελίδες ευγνωμοσύνης για τον Κέρουακ και τον Μπάροουζ,
για τον Ντεμπόρ και τον Ντυσάν,
για τον Καρούζο και τον Βακαλόπουλο,
και τον Πάρκερ και τον Ρόλλινς μα και τον Κολτρέιν,
και άλλους τέτοιους άδολους τιτάνες.


Γράφω ακόμα για την ευκολία μου
να συγχωρώ τον εαυτό μου,
για την ανάγκη μου μόνος να μη μένω,
για τα τόσα δείπνα που κατέληγαν σε γλέντια αντάξια του Βιγιόν,
αλλά και, όπως το είπε ο άλλος, για πρωινά
που ήσαν συγκινητικά μα δύσκολα.
Γράφω για πόσο αγάπησα
και πόσο με αγάπησαν
ακόμα και άνθρωποι θαυμάσιοι που δεν ήμουν άξιός τους,
γράφω για το πόσο τυχερός αισθάνομαι
που μου έλαχαν όμορφοι φίλοι και γενναίες γυναίκες,
για την ωραία απερισκεψία όλων μας,
του περιβάλλοντός μου και εμού,
να γινόμαστε, ξανά και πάλι, και ξανά,
των βεβαιοτήτων (των άλλων)
δολιοφθορείς
και να εμμένουμε με έπαρση βουβή
στα όσα εμείς, και μόνο εμείς, θεωρούσαμε δικά μας.


Έρχομαι να σου μιλήσω, γράφοντας πόσο
λαμπρές ήσαντε κάποιες νύχτες που όλοι για σκοτεινές λογάριαζαν
ευθύς για να σου πω ότι ανάμεσα στα
αρίφνητα αστέρια πάντα ξέραμε ποιο μας χαμογελούσε
νεύοντάς μας να συνεχίσουμε όπως αρχίσαμε
νίβοντάς μας τ’ ανομήματα ώστε να πάμε καθάριοι γι’
άλλα
μακάριοι πελάτες του λυτρωτικού ολέθρου
ανενδοίαστα μειράκια της περίτεχνής μας τρέλας
ρήτορες της μεθυσμένης συμφοράς το μεσονύχτι
τακίμια κι αδέρφια θιασώτες του ανήμερου
ίμερου μιας νέας γεωγραφίας των παθών
ντριπλαδόροι των στερεοτύπων και της νυσταλέας σύμβασης
όμορφοι κομπιναδόροι και
υπέρ του καλού αθώοι συνωμότες.


Ω, ας τελειώσει εδώ το ποίημα,
εύμορφη από μικρή και νυν,
κορίτσι που μου γεμίζεις το τσιγάρο
και το ποτήρι μου ανάβεις,
ναι, ας τελειώσει εδώ το ποίημα
λίγο πριν αρχίσω
να γράφω και να ζω και πάλι!


Πλατεία Παπαδιαμάντη, Φεβρουάριος 2008
Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασσάκης




ΥΓ.  Μου λείπεις πολύ...

17/11/10

Η καχυποψία ενός αλλόθι...

Όποτε λένε ότι η ποίηση πια αργοπεθαίνει, ένα αγερι φυσά από "εκεί που σμίγουν τα βουνά με το μελτέμι και αγκαλιάζεται η βροχή με τα καυτά μας ρούχα", διαπερνά τα στεγανά της παγωμένης μας καρδιάς και νοιώθουμε πάλι το "Γιατί" της Δημιουργίας...


Αγέρι πρώτο

Μέσα στις φλέβες μας κυλά η ευωδιά που περισσεύει
που αναβλύζει απ’ τα χωράφια της βροχής
σέρνοντας πίσω της τα χνότα και τα ρήματα
από τα κόκκινα σοκάκια
μέχρι τα ματωμένα κλήματα.
Εκεί που σμίγουν τα βουνά με το μελτέμι
κι αγκαλιάζεται η βροχή με τα καυτά μας ρούχα
εκεί εγεννήθη μια νυχτιά η δίψα για τις λέξεις
περνώντας από το’ να χέρι στ’ άλλο
κι από τα χείλη μιας γυναίκας που τρέκλιζε για λίγη αγάπη.

Τι να 'ναι άραγε αυτό
που λάμπει στ' άβαθα νερά μας
αφού το όνειρο ξαπλώνει στο πρώτο νεύμα της αυγής;

Μιχαήλ Χρήστος



Τέσσερις νέες μουσικοί δημιούργησαν την ορχήστρα «Smyrna» και μας προσκαλούν σ’ ένα πολύχρωμο μελωδικό ταξίδι, ερμηνεύοντας με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο γνωστά και αγαπημένα τραγούδια και σκοπούς της Ελληνικής παράδοσης.

Η Ελευθερία Κουρλιά (κιθάρα, τραγούδι) η Γεωργία Λώλη (κανονάκι , σαντούρι, τραγούδι), η Πένυ Παπακωνσταντίνου (πολίτικο λαούτο, τζουράς, τραγούδι) και η Claudia Rossini (βιολί, τραγούδι), αποτελούν την ορχήστρα «Smyrna» και ταξιδεύουν στην μουσική μας παράδοση, κάνοντας στάσεις σε διάφορες εποχές της, αναδεικνύοντας το ιδιαίτερο ύφος κάθε εποχής, αλλά και αποκαλύπτοντας τους κρυφούς κρίκους που συνδέουν διαχρονικά αυτήν την πλούσια μουσική παρακαταθήκη.

Με σκοπούς και τραγούδια από τη Μικρά Ασία,την Καππαδοκία, την Κωνσταντινούπολη, τη Θράκη, την Μακεδονία, το Αιγαίο και τον Πειραιά, θέλγουν το ακροατήριο και το παρασύρουν να γλεντήσει σα μια μεγάλη παρέα και να τραγουδήσει, από τη «Μπρατσέρα» της Λέρου, ως το «Βάλε με στην αγκαλιά σου» του Βαγγέλη Παπάζογλου, κι απ’ τον Θρακιώτικο «Μαντηλάτο» ως τη «Μπολσεβίκα» του Τούντα και τον «Μάγκα στο Βοτανικό» του Βαμβακάρη.




10/11/10

Η ελίτ των ανόητων...


Ξέρεις πότε ενηλικιώνεται ο άνθρωπος; Όταν χάνει την μάνα του ή τον πατέρα του.

Αυτό μου είπε ένας φίλος αντί συλλυπητηρίων τη μέρα που έχασα τον πατέρα μου. Για πολύ καιρό προβληματιζόμουν εάν η ασθένειά του αντιμετωπίστηκε σωστά ή εάν οι τρόποι που επελέγησαν ήταν ελλιπείς. Αποφασίσθηκε η  πεπατημένη ή μήπως  έπρεπε να δοκιμασθούν νέα σχήματα νέα πρωτόκολλα δηλαδή πειραματικά; Ίσως και να είχε μεγαλύτερη παράταση ζωής. Λίγο ακόμα θα ζούσε, πόσο θα ζούσε, σε τι κατάσταση θα ήταν; Με το χρόνο κατάλαβα πως όλα τα ερωτήματα και οι απαντήσεις στρεφόντουσαν στο ΕΓΩ.

-Δε σου κρύβω ότι τα ίδια ερωτήματα έχω και εγώ, για την δεύτερη μητέρα μου. Αν και 81 ετών, την θυμάμαι να μου κρατά μικρή το χέρι, να μου χαμογελά να με φροντίζει να με καλύπτει στις σκανταλιές που έκανα με την αδελφή μου.

Έφηβο, έτσι τον είδα χθες τον πατέρα μου, μέσα στο δωμάτιο της εντάτικης. Ένας αγωνιστής, να καθρεφτίζεται στο ρυτιδιασμένο και συνάμα γλυκό και ταλαιπωρημένο πρόσωπό του. Αραγε πόσο επώδυνες ήταν εκείνες οι ατελειώτες μέρες; Πόσο ακόμη να άντεχε;

- Άστο, όσο εμείς φιλοσοφούμε τη ζωή και το θάνατο μετά την ενηλικίωσή μας, τόσο οι γιατροί και το σύστημα υγείας προσπαθούν να μας γυρίσουν πίσω στην νηπιακή ηλικία. Να μας μικρύνουν, να μας εγκλωβίσουν στους φόβους και στο άγνωστο για να νιώσουν θεοί. Να προστάζουν αυτοί και να ακολουθούμε εμείς.

- Μέσον ...δόντι, βύσμα όπως θες πες το. Οι λέξεις έχουν μικρή σημασία μπροστά στην πραγματικότητα. Οι πύλες του πολύωρου κρίσιμου χειρουργείου άνοιξαν όχι από καθήκον, αλλά μετά από ένα τηλεφώνημα.... Μέχρι να βγει από το χειρουργείο η γιαγιά μου ένιωσα πως είναι να ζεις στον αέρα στο κενό σε μια χώρα χωρίς γερά θεμέλια... Πληρώνεις μια ολόκληρη ζωή για να μην πάρεις σύνταξη ποτέ, για να μην την έχεις ποτέ ανοιχτή την πόρτα που χρειάζεται, για να πορευτείς με ελπίδα στο αύριο....

- Αυτή η χρονιά έχει σημαδευτεί από την αποκάλυψη της διαφθοράς που συντηρούσαμε τουλάχιστον 25 χρόνια. Να! και πρόσφατα μετά το εμπάργκο που έκαναν οι προμηθευτές υγειονομικών υλικών στα νοσοκομεία μέχρι να ρυθμιστούν τα 5 δισεκατομμύρια ευρώ που τους χρωστάνε, πέντε χρόνια, αποδείχθηκε πως μια ομάδα γιατρών η "ιατρική ελίτ" διόρθωνε το χαμηλό εισόδημά της δεχόμενη επί χρόνια μίζες έως 20% από τις υπερτιμολογήσεις των υλικών κυρίως ορθοπεδικών και καρδιολογικών εν γνώσει των συναρμόδιων υπουργείων που έβγαζαν τις τιμές και τις κλείδωναν σε ΦΕΚ και βγάζοντας επιπλέον χρήματα από την κατάχρηση υλικών που έκαναν και συνεχίζουν να κάνουν στα χειρουργεία χρεώνοντας και φεσώνοντας τα ασφαλιστικά ταμεία, και κάνοντας ακόμα πολλά και άχρηστα χειρουργεία.

- Αλαζόνες και κερδοσκόποι είναι ένα μέρος της "ιατρικής ελίτ". Και αναρωτιέμαι, λες ευχαριστώ που μόνο με βύσμα άνοιξαν οι πόρτες του χειρουργείου ή μήπως πρέπει να πεις ντρέπομαι; Να πεις φοβάμαι, αγωνιώ για το αύριο που θα αντικρύσουν τα παιδιά μας;

Όχι τίποτα από τα παραπάνω. Απλώς συνεχίζεις και ναι, ελπίζεις. Αυτό μου έχει διδάξει άλλωστε η ζωή.

"Το βύσμα αποτελεί ομπρέλα προστασίας. Προσέχει ο γιατρός τον ασθενή, γλιτώνει και το φακελάκι ο συγγενής του. Όσοι δεν έχουν βύσμα γίνονται βορρά στις ορέξεις των κερδοσκόπων γιατρών".

Ξέρεις με πόσο κομψό τρόπο περιγράφουν αυτή την ομάδα των γιατρών οι
σύμβουλοι του υπουργείου υγείας; οι καθηγητές των οικονομικών της υγείας που προσπαθούν να συμμαζέψουν τα ασυμμάζευτα ;

"Το ιατρικό σώμα έχει μια έμφυτη τάση υπερπαραγωγής και άρα υπερκατανάλωσης ιατρικών υπηρεσιών κυρίως τεχνολογικών από αυτό αντλεί εξουσία και εισοδήματα. Σε αυτήν την τάση πρέπει να επέμβουμε".

Δε σου θυμίζει χολιγουντιανές συμπεριφορές;

-Μια ρυτίδα ακόμα και για μένα πατέρα...που θα τη χαϊδεύω για το υπόλοιπο της ζωής μου με αγάπη. Που θα με κάνει να θυμάμαι...Να μαθαίνω...Να προχωρώ μπροστά με αποφασιστικότητα...Και γιατί όχι να ψαρεύω...

Τσαπαρί... Στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, το ψάρεμα ίσως είναι η μόνη μας ελπίδα. Ψάρεμα ιδεών, αναζήτηση αξιών, αλίευση ελπίδας.


7/11/10

Ψάχνουμε Δήμαρχο… μπορεί κανείς;


Ψάχνουμε Δήμαρχο...

Δήμαρχο για τον οποίο η ποιότητα ζωής των κατοίκων συνδέεται με την εικόνα της πόλης, το επίπεδο της ρύπανσης και της ηχορύπανσης, με το πράσινο και τους ελεύθερους χώρους.

Δήμαρχο που δίνει μεγαλύτερη σημασία στο δημόσιο χώρο και δεν επιτρέπει την ανεξέλεγκτη αδειοδότηση των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος και την επέκταση των τραπεζοκαθισμάτων, των παράνομων στεγάστρων, του παραεμπορίου και των σπασμένων και χωρίς συντήρηση πεζοδρομίων.

Δήμαρχο που ν’ αξιοποιήσει πραγματικά την Δημοτική Αστυνομία για την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής του πολίτη και που είναι σε θέση να αντιληφθεί την αξιοθρήνητη εικόνα που παρουσιάζει το νεοσύστατο αυτό σώμα, στα μάτια των δημοτών.

Δήμαρχο που να ασκεί πραγματική περιβαντολλογική πολιτική στην πόλη, που δεν θα συλλέγει τα σκουπίδια στις 2 το μεσημέρι.

Δήμαρχο πραγματικό και όχι της εικονικής πραγματικότητας.

Δήμαρχο του οποίου ο ρόλος δεν θα είναι διακοσμητικός.

Δήμαρχο που δεν είναι Σκαρκίωτης ούτε παλιός Πρόσκοπος ούτε θεούσος και σίγουρα όχι Βασιλικότερος του Βασιλέα...

Δήμαρχο χωρίς μουστάκι...

Δήμαρχο σαν τον Παγούνη βρε γαμώτω...

Δήμαρχο να τους βάλει τα δυό πόδια σε ένα παπούτσι...

Δήμαρχο και όχι ανδρείκελο…


«…πόλις… γινομένη μεν του ζην ένεκεν, ούσα δε του ευ ζην»
Αριστοτέλης

Όλοι εμείς που επιλέξαμε, να ζούμε σ’ αυτόν τον τόπο, που βιώνουμε τα προβλήματα της καθημερινότητας, την ανεργία, την μόλυνση περιβάλλοντος, την κλιματική αλλαγή, την δυσπραγία, την έλλειψη υποδομών, την έλλειψη δημοκρατίας και συμμετοχής, που φιλοδοξούμε να δούμε τον τόπο μας .. αλλιώς, αρνούμαστε να συμβιβαστούμε με τη λογική της κριτικής «εκ του ασφαλούς», της σιωπής, της αδράνειας, της αδιαφορίας και της ατομικότητας

Μέσα σε ένα βίαια παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, όπου οι τοπικές ιδιαιτερότητες τείνουν να εξαφανισθούν και όπου η κλιματική αλλαγή θέτει μια νέα σημαντική πρόκληση σε παγκόσμιο επίπεδο, οι πλατιές λαϊκές μάζες βιώνουν ανατροπές στις εργασιακές, κοινωνικές και πολιτισμικές σχέσεις, στα ανθρώπινα δικαιώματα και στις ατομικές ελευθερίες.

Οι πολιτικές που ακολούθησαν όλες οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις, καταρρέουν κάτω από το βάρος των διεθνών συνθηκών, της σήψης, της διαφθοράς, του παρασιτισμού, της περιβαλλοντική απαξίωσης, της έλλειψης παραγωγής – εξαγωγών και του δανεισμού, οδηγώντας τη χώρα στη χρεοκοπία. Οι διαφαινόμενες ραγδαίες εξελίξεις ιδιαίτερα με την παρουσία της «Τρόϊκας», που επιβλήθηκε με απόλυτα κυνικό τρόπο στη χώρα μας, δεν αφήνουν περιθώρια επανάπαυσης.

Σήμερα όλοι εμείς που νοιαζόμαστε για το μέλλον αυτού του τόπου και που πιστεύουμε στη ρήση   «Σκέψου παγκόσμια και δράσε τοπικά», οφείλουμε να αναλάβουμε κοινή δράση με αρχή τα τοπικά και άμεσα κοινά πράγματα.

Η διοικητική αναδιάρθρωση που προωθήθηκε από τη σημερινή κυβέρνηση με την ευφάνταστο και ατυχή ονομασία «Καλλικράτης», δεν αποτέλεσε απλά άλλη μια χαμένη ευκαιρία για τη χώρα αλλά σήμαινε και το πισωγύρισμα μιας μεγάλης προσπάθειας εκδημοκρατισμού και διαφάνειας στην κοινωνία.

Όλοι εμείς που μοιραζόμαστε ένα κοινό όραμα για ανθρώπινες πόλεις και μια αξιοπρεπή καθημερινή ζωή, με μπροστάρηδες τους νέους, με κοινωνική αλληλεγγύη, με ισότητα και με σεβασμό στη διαφορετικότητα, που έχουμε βαθιά πίστη πως η ΠΟΛΗ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ, αναλαμβάνουμε πρωτοβουλία για μια νέα, ριζοσπαστική αυτοδιοικητική παρέμβαση στα Κοινά, με σκοπό τη συν-διαμορφωση ανθρώπινων όρων ζωής στον τόπο μας. Για να βγει η πολιτική από τα τοπικά κέντρα εξουσίας και τα γραφεία «παραγόντων και παραγοντίσκων» και να έρθει στις γειτονιές, στις πλατείες, στο χωριό και τους χώρους δουλειάς. Να γίνει υπόθεση των πολιτών.

Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι τα αστικά πολεοδομικά συγκροτήματα μεγαλώνουν σε βάρος της υπαίθρου, ενώ η εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου επιτείνει την υποβάθμιση του περιβάλλοντος που δεν αφορά μόνο στην ρύπανση της ατμόσφαιρας. Αφορά κύρια, στην καταστροφή όλων των ποιοτικών στοιχείων που συγκροτούν την καθημερινότητα. Το κεντρικό πρόβλημα της συμπεριφοράς των πολιτών είναι κατά βάση πρόβλημα δημοκρατίας. Η υποχώρηση του συλλογικού, η γενικευμένη απογοήτευση από τους θεσμούς και ο νέος αυταρχισμός που απειλεί ολόκληρο το κόσμο, συνιστούν αντιδημοκρατική εξέλιξη.

Στεκόμαστε απέναντι και ενάντια στην αποξένωση και την αδιαφορία για τα κοινά, τον ατομικισμό και την αντικοινωνική συμπεριφορά, που αποτελούν τις «μαύρες τρύπες» στην κοινωνική ταυτότητα της πόλης.

Βασική επιδίωξη και καθαρό στόχο αποτελεί η ανατροπή, σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής, της λογικής της συνεχούς και συστηματικής συρρίκνωσης του Δημοσίου προς όφελος του ιδιωτικού. Θέλουμε να περάσει η αντίληψη του σεβασμού του δημόσιου χώρου, της δημόσιας περιουσίας και του δημόσιου συμφέροντος σε όλους τους πολίτες και κύρια στους νέους ανθρώπους. Ενεργός πολίτης είναι ο ενημερωμένος πολίτης που δείχνει έμπρακτα το σεβασμό του στη δημόσια περιουσία και συμμετέχει στα κέντρα αποφάσεων.

Η αειφορία θα πρέπει να γίνει πράξη τόσο από τον Δήμο όσο και από τους πολίτες. Σταθερή μας γραμμή, οι ενέργειες όλων να κινούνται στη λογική ότι η βιώσιμη ή αειφόρος ανάπτυξη, θεωρείται η ανάπτυξη που είναι οργανωμένη κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ικανοποιεί τις ανάγκες της παρούσας γενιάς, χωρίς όμως να παρεμποδίζει τη δυνατότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιούν τις δικές τους ανάγκες.

Το λίκνο μας είναι ένας ιστορικός χώρος της Άνω Μακεδονίας, προικισμένος με πολιτιστική παρακαταθήκη χιλιετιών και με αγώνες που μας κληροδότησαν την έννοια της αντίστασης. Ένας χώρος εμπλουτισμένος με τις ιδέες της Ευρώπης του Διαφωτισμού, επίκεντρο εμπορικό και πνευματικό στη Βαλκανική του 17ου και 18ου αιώνα. Ένας τόπος ενδυναμωμένος από την ιστορική συγκυρία με ελληνικό στοιχείο της Ανατολής. Ένας τόπος πλούσιος στα κοιτάσματα και ταυτόχρονα λεηλατημένος από τις κυβερνητικές πολιτικές και συχνά της αδράνειας των τοπικών εξουσιών.

Σήμερα είναι αδήριτη ανάγκη η περιοχή μας, να βγει από την παραγωγική μονολιθικότητα, από την περιβαλλοντική υποβάθμιση, να πάψει η κατασπατάληση των φυσικών πόρων (έδαφος, υπέδαφος, νερά) στερώντας τες από τις επόμενες γενεές, να βρει τον αναπτυξιακό δρόμο που της αξίζει, προωθώντας ένα βιώσιμο και αειφόρο μοντέλο, που θα σέβεται την ποιότητα ζωής των ανθρώπων και τα δικαιώματα των επόμενων γενεών.

Επί πλέον ο νέος Δήμος Κοζάνης και η πόλη καλείται να χειριστεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα, ως πρωτεύουσα της νέας αιρετής περιφερειακής αυτοδιοίκησης. Στα παραπάνω πρέπει, με βάση την εμπειρία του ιστορικού παρελθόντος των Κοζανιτών στην βαλκανική ενδοχώρα, να προωθηθούν ουσιαστικές σχέσεις με τις γειτονικές βαλκανικές πόλεις.

Με τις προτάσεις μας, πάντα σε συνθήκες πλήρους (και αυτονόητης για τη πραγματική δημοκρατία) διαφάνειας, παρεμβαίνουμε ουσιαστικά στους βασικούς τομείς του Δήμου που θεωρούμε και πυλώνες της πολιτικής μας: Αστική διακυβέρνηση, Συμμετοχικό προϋπολογισμό, Ανεργία – επιχειρηματικότητα, Υγεία, Παιδεία, Φυσικό και Ανθρωπογενές Περιβάλλον, Πολιτισμό.

Καλούμε όλους τους πολίτες σε μια ανοιχτή και διαφανή συνεργασία για τη δημιουργία μιας πλατιάς συμπαράταξης, για να δούμε τις πόλεις μας και τις περιοχές Κοζάνης - Αιανής - Ελίμειας - Ελλησπόντου - Δημ. Υψηλάντη ανοιχτές, σύγχρονες, ευρωπαϊκές, όπου όλοι οι δημότες εκτός από κάτοικοι, να γίνουν γείτονες και πολίτες σε ένα βιώσιμο περιβάλλον, υπερβαίνοντας ξεθωριασμένα αυτοδιοικητικά σχήματα που παρά τη θετική συμβολή τους σε κάποιους τομείς, εξάντλησαν στο χρόνο τις δυνατότητές τους.

Όλοι εμείς:

Επειδή δεν δεχόμαστε να ονειρεύονται άλλοι για λογαριασμό μας.
Επειδή η οργή όλων μας και ιδιαίτερα των νέων για όσα συμβαίνουν, δεν πρέπει να εξελιχθεί σε απάθεια και αποχή.

Πιστεύουμε ότι:

Ήρθε η ώρα των επιλογών.
Ήρθε η ώρα που χωρίς ταλαντεύσεις, οι πολίτες πρέπει να διαλέξουν όχθη. Όχι όχθη κομματική, αλλά όχθη κοινωνική και αυτοδιοικητική.

Θέλουμε, να ΑΝΑΤΡΕΨΟΥΜΕ το Αυτοδιοικητικό ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟ.

Είναι η ευκαιρία μας να ΜΕΤΑΤΡΕΨΟΥΜΕ το ΘΥΜΟ μας σε ΕΛΠΙΔΑ.

(Από την διακήρυξη της Κοζανίτικης Ενότητας)



ΥΓ1. Σήμερα όλοι θα «ψάξουν» για τους ικανότερους. Σκεφτόμενοι λοιπόν αυτούς, θεωρώ σκόπιμο να σας μεταφέρω ένα χαρακτηριστικό ιστορικό παράδειγμα αναφορικά με την στελέχωση των εκλογικών συνδυασμών.

Ο Ισαάκ Νεύτωνας υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους επιστήμονες όλων των εποχών. Θεμελίωσε τη σύγχρονη Φυσική Επιστήμη, ανέδειξε τη Λογική στην ερμηνεία των φυσικών φαινομένων, πρόσφερε τα μέγιστα στον διαφορικό λογισμό, συν-διαμόρφωσε την πορεία του σύγχρονου επιστημονικού κόσμου. Στην ηλικία των 46 χρονών εισήλθε ως βουλευτής στο Βρετανικό Κοινοβούλιο. Συμμετείχε ανελλιπώς σε όλες τις συνεδριάσεις. Επί 18 μήνες παρουσίας ποτέ δεν μίλησε, ποτέ δεν σχολίασε, απλά σημείωνε στο προσωπικό του ημερολόγιο. Στον 19ο μήνα, στα πλαίσια μιας θυελλώδους συνεδρίασης του Βρετανικού Κοινοβουλίου, σηκώθηκε και ζήτησε τον λόγο. Το Κοινοβούλιο πάγωσε! Άκρα σιωπή! Ο εφάμιλλος του Αριστοτέλη επιτέλους θα μιλούσε. Είπε μόλις μερικές λέξεις:

«Σας παρακαλώ, κλείστε το μεγάλο παράθυρο γιατί κάνει ρεύμα…».

Σεβαστά τα PhDs, τα ΜΒΑs και τα κάθε είδους ΝΒΒxs. Στις εκλογές δεν προσλαμβάνουμε υπαλλήλους και δεν ανταμείβουμε προσωπικές διαδρομές. Εκχωρούμε δημοκρατικά δικαιώματα και υποθηκεύουμε το μέλλον των παιδιών μας. Ψηφίστε όποιον θεωρείτε ικανότερο. Απλά, φροντίστε έστω για ένα λεπτό, να τον κοιτάξτε στα μάτια…



ΥΓ2. Εν τω μεταξύ γνωρίζω τρεις Βλαδίμηρους στην ιστορία:
1. Τον Βλαδίμηρο Ιλιτς Λένιν που είπε τα παραπάνω κι είναι ο πνευματικός κι ιδεολογικός ανιών όσων προανέφερα, του οποίου έχω τα «Απαντά» του σε καμιά 25ριά τόμους, έκδοση Σύγχρονης Εποχής, τα οποία κυκλοφόρησαν μετά την μεταπολίτευση (τι τα ήθελα ο ερίφης και τώρα δεν έχω που να τα χαρίσω αφού δεν μπορώ να τα πετάξω ή τα πολτοποιήσω;) Το αμάρτημα της βιβλιοσύνθλιψης διέπραξα άπαξ, την εποχή της Βιβλιοθήκης -μέχρι πότε τελικά άραγε θα νοσταλγείς αυτήν Ιnsula Utopia σου – όταν εκατοντάδες βαρύτιμα δεμένους τόμους, του καταφωτισμένου ηγέτη των ΒορειοΚορεάτων Κιμ ΗΙλ Σουγκ, τους οδήγησα μόνους κι ανυπεράσπιστους από τους επιχώριους υποστηρικτές του, στην ανακύκλωση στο νιάημερο, διαπράττοντας βαρύτατο έγκλημα κατά της παγκόσμιας επανάστασης κλπ. Εξομολογήθηκα δημοσίως αυτό το αμάρτημα πλειστάκις μήπως κι εξιλεωθώ, αλλά οι τύψεις συνεχώς με πλήττουν.

Εχω επίσης στη βιβλιοαποθήκη του χωριού, τους μισούς τόμους από τα άπαντα του Β.Ι.Λ. στην έκδοση του 1953, τους οποίους διαμοιράστηκαν τα τότε δύο τοπικά ΚΚΕ, αφού ολοκληρωμένη η σειρά υπήρχε στα γραφεία Κοζάνης της ολιγοήμερης «Ενωμένης Αριστεράς» του 1974 (που τη θυμήθηκα τώρα την εποχή της εντελώς θρυμματισμένης). «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» μου ανταλλάσσω ολόκληρη τη νέα σειρά της Σ.Ε. με τη μισή παλιά του 1953 έτσι για τον χρόνο έκδοσης και μόνο και για ό,τι αυτός σηματοδοτεί στο παγκόσμιο κομουνιστικό κίνημα και στο οικείο μας επί γης κούνημα γενικώς.

2. Το Βλαδίμηρο, Ρώσο αυτοσχέδιο ιατρό, θεραπευτή διαφόρων πόνων του σώματος αλλά με βελονισμό...

3. Το Βλαδίμηρο Μαγιακόφσκυ μέγα Ρώσο ποιητή που αυτοκτόνησε μόλις άρχισε να ζει τα αδιέξοδα της θεωρίας και πολιτικής του διαδόχου του πρώτου των Βλαδίμηρων.

Ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός (“Ελευθερία ανάπηρη πάλι σας τάζουν…”) μνημονεύει τον Μγκφσκ σε ένα ποίημά του “Μέρες του 1953” τότε δηλαδή που πέθανε ο Στάλιν, στη συλλογή “Κατά Σαδδουκαίων” εκδ. Κείμενα1971. Το αναδημοσιεύω έτσι αλλά όχι για πλάκα.




ΜΕΡΕΣ 1953

Σκεφτείτε τη θέση της Κυβερνήσεως
μετά την δολοφονίαν των ποιητών
εμένα σκεφτείτε ανεβαίνοντας το φλογερό
δρόμο που άλλοτε ακούγονταν κλαγγές
όπλων φοιτητών τώρα έρημο πάρκο.
Σκεφτείτε τη θέση των ποιητών
μετά την εγκαθίδρυση των κυβερνήσεων
μετά τη διαταγή παύσατε πυρ υμνήσατε τους
άρχοντας
σκεφτείτε και εμένα .
Μέσα στο ήρεμο πλήθος υψώνομαι
με κοιτάζουν παράξενα
μέσα στη νέα βουή δεν ακούγομαι
πέφτω και φεύγω.
Γιέσενιν – Μαγιακόφσκυ αδελφοί που τερματίσατε
δεν αγαπήσατε τα ήρεμα βράδια τον καφέ
τις συζητήσεις
δεν είχατε σε ποιόν να επιτεθείτε.
Τώρα κυριαρχεί η χαμηλή φωνή κάποιου εγκάρδιου
Ναζίμ που μας καλεί για ειρήνη
τώρα χτυπάν στα πάρκα τα παιδιά τραγούδια των σκλάβων .
Ξαφνιάζονται οι άνθρωποι σαν ακουστεί
το Εμπρός επαναστάτες
ξαφνιάζονται σαν ακουστεί Ελευθερία.
Πάψε τους ύμνους σου αστέ ποιητή έλληνα
Λειβαδίτη
για έρωτες και σπίτια και ηρεμία
όσο ανθρώπινα κι αν είναι .
Αύριο θ’ αναγκαστείς να φωνάζεις
όπως άλλοτε μαζί μου θάνατος στους τυράννους .
Αύριο που η ζωή θα μας σφίγγει θα βγεις με
την κορούλα σου στους δρόμους
γεμάτος απορία μέσα στις φλόγες
και δε θ’ αναγνωρίζεις τίποτα .
Έλα μαζί μου.
Μίλα για μια τεράστια σύγκρουση της εργατιάς
μ’ αρχόντους
ατσάλωνε την τόση θέληση της
πάψε τους θρήνους σου.
Εγώ με τη φωτιά του 17 προχωράω αντίθετα
από τα συνέδρια τις συσκέψεις
αντίθετα από τις μυστικές αστυνομίες
από τους υπουργούς τις δεξιώσεις
αντίθετα στον πόλεμο.
Κανένας πια δεν έμεινε ποιητής.
Έτσι μονάχος ανοίγω το δρόμο.

Καλό βόλι!

Πηγές: 1. ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ... περάστε να διαβάσετε τον κ. Καραγιάννη. Αξίζει τον κόπο.
                2. VETO NEWS
                3. KOZAN GR

4/11/10

Στο πα και στο ξαναλέω...



Mε ένα ντέρτι μεγάλο απόψε. Έτσι... για την απόσταση που μας χωρίζει από όσα αγαπάμε... Για τις στιγμές, που χάνονται δίχως να τις νιώσουμε... για τις σκέψεις που κάνουμε και δεν μπορούν να τις "διαβάσουν" εκείνοι που αγαπάμε... Για το ποτέ και το πάντα... Για όλα όσα γεμίζουν την καρδιά μου από σένα...

28/10/10

Βανδαλισμός, το ανώτατο στάδιο του δημοτικού εκχωριατισμού


«Το μεγαλύτερο σχολείο της ζωής είναι το πεζοδρόμιο...»
φωνή Στέλιου Καζαντζίδη, στίχοι, μουσική Μπάμπη Μπακάλη.
«Η μεγαλύτερη αθλιότητα της ζωγραφικής είναι στο πεζοδρόμιο της Κοζάνης» ζωγραφική Γ. Κόλλα, συγκολλητική ουσία των αφισοκολλητών παντός είδους και αίσχους.

Εδώ και μερικά χρόνια, μιας αποκριάς καιρό, ο κύριος Δήμος Κοζάνης ζήτησε από το ζωγράφο κ. Γ. Κόλλα, να ζωγραφίσει την πρόσοψη ενός δημοτικού ερειπίου το οποίο βρίσκετε στον κεντρικό πεζόδρομο. Να το βλέπουν οι μόνιμοι περαστικοί και ν’ αδιαφορούν αλλά κι οι εφήμεροι επισκέπτες και ν’ αναρωτιούνται για την ωραία ζωγραφική επί τοίχου που καλλιεργείται ως τέχνη στα χέρσα του δήμου. Ο άριστος καλλιτέχνης ζωγράφισε με την αισθαντικότητα που διακρίνει τον καλλιτέχνη ο οποίος ζει πλέον την πόλη και την αισθητική της, περισσότερο από κάθε άλλον τοπικό, μια σύνθεση στην οποία είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού η οικιστική παράδοση της Κοζάνης. Το έργο ιδιαίτερα τιμήθηκε στον καιρό του (φωτογραφήθηκαν, δηλαδή καμάρωσαν μπροστά του, αρκετοί επιφανείς κι επιφανειακοί επί το πλείστον τύποι της πόλεως) με την πάροδο του χρόνου όμως έγινε εύκολη λεία των αφισοκολλητών κάθε είδους ακόμα και του ίδιου Δήμου.

Ο ζωγράφος για ν’ αποδώσει την παλιά, ρομαντική εικόνα της πόλεως και την κεντρική καρίνα της, (ο πεζόδρομος με τις πικροκαστανιές του) στην οποία σήμερα η κνίσα και μόνον αντιλαλεί, κι ιδίως το αρχαίο περίπτερο («Ο τραυματίας της Μούργκάνας;) έψαξε, ρώτησε, έμαθε, είδε, αισθάνθηκε ό,τι δεν αισθάνονται και δεν αισθάνθηκαν ποτέ αυτοί οι επιδερμικοί (αλλά τελεολογικά ...αναντικατάστατοι) άνθρωποι της δημοτικής παρέας, δηλαδή εξουσίας.

Αυτή η δημοτική ακηδία επί του καλλιτεχνικού δείχνει μια βαθιά περιφρόνηση στην τέχνη και τους δημιουργούς της. Θα μπορούσαν να πάρουν από κει το έργο -άλλωστε σε κόντρα πλακέ είναι φτιαγμένο άρα μεταφερόμενο- και να το στήσουν αλλού. Αλλά το αντιμετώπισαν ως αναλώσιμο υλικό της αποκριάς, όπως δηλαδή οι γελοίες κατασκευές της, τις οποίες σωρεύουν χύδην στους χώρους της ανακύκλωσης· έτσι κι αυτό το παρέδωσαν στην αγριότητα και αθλιότητα των ποικίλων ρυπαντών του δημόσιου χώρου, αλλά πάντα υπέρ το λαού.


Ακούσαμε πως ο νυν δήμαρχος, ο οποίος νόμιμα θέλει να δημαρχεύσει και στην ερχόμενη τριετία, δήλωσε ότι ο πολιτισμός είναι ο μοχλός (τι τύπου άραγε;) ανάπτυξης (τι τρόπου εννοείται;) της πόλης και των χωριών της.

Έτσι, ερωτάται το λοιπόν, με ποιά υπομόχλια μπορεί να ξηλωθεί τουλάχιστον το έργο αυτό, να καθαριστεί αν είναι δυνατόν και να κρατηθεί υπό του Δήμου ή να δοθεί όπου δει.
α. Με αυτά της αρμοδίας υπηρεσίας του Δήμου οπότε οδηγείται στον Νιάημερο ένθα ενεδρεύουν τα αδρανή υλικά της κάθε αποκριάς δια τα περαιτέρω.
β. Της ξηλωτικής αυτοδικίας από τη σέχτα των ανωνύμων φίλων του Γ. Κόλλα και της τέχνης γενικώς, η οποία, αν δεν συλληφθεί κλέπτουσα δημόσια περιουσία (διότι το παράγγειλε το έργο ο Δήμος άσχετα αν πλήρωσε τον καλλιτέχνη κι αυτό είναι ένα άλλο πένθιμο κρατούμενο), δεν θα έχει που να το τοποθετήσει εμφανώς· άρα θα το τεμαχίσει άπονα και θα διαμοιράσουν τις επιφάνειες που θα προκύψουν μεταξύ τους, όπως έκανε άλλοτε ένας άλλος καλός καλλιτέχνης των μεγάλων επιφανειών («και των μεγάλων πόντων») κ. Θάνος Καλαμπούκας (Αta), άψογος χειριστής του ρολού (που ταξιδεύει άραγε;) ο οποίος πουλούσε τα έργα του με το μέτρο και το πριόνι όταν χρειαζόταν να κόψει τεμάχιό τους αν ολόκληρος ο πίνακας ερχόταν μεγάλος στο σαλόνι της κυρίας. Διότι αυτά είναι της τέχνης τα φαρμάκια και τα μαρτύρια, να υφίσταται κάποτε και πριονισμόν, όπως οι μάρτυρες της ορθοδόξου ημών πίστεως και πατρίδος.
γ. Της δυναμικής, ολιστικής αντιμετώπισης του πράγματος. Ητοι επίθεση από τους επιχώριους αναρχικούς, προστάτες του κάθε ωραίου και λεπτού αισθήματος, με τσαπιά και σκεπάρνια ώστε να γκρεμιστεί αυτό το τείχος του αίσχους· τουλάχιστον να μη φαίνεται ο βαρβαρισμός της επιφάνειας και να μένει στο βάθος ο εκβαρβαρισμός μιας πόλης, στην οποία ο τρόπος της, επί της τέχνης, του πολιτισμού, των γραμμάτων είναι ο βασικός μοχλός κατεδάφισης κάθε ίχνους δημόσιας ευαισθησίας.

ΥΓ. Φυσικά μπορεί και να μείνει εκεί εσαεί ώστε να αποδεικνύει την αθλιότητα κι αχρειότητα του καλλιτεχνικού και πνευματικού, δημοτικού μας είδους.



Πηγή: Η Παρέμβαση

Ευλογημένο καταφύγιο...











Οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται σέ ἀκατάπαυστη κίνηση ,σάν μανιακοί.
Ἄλλοι τρέχουν ἀπό δῶ , ἄλλοι ἀπο κεῖ. Ὅλοι βιάζονται.
Δοξάζω τόν Θεό ἅμα δῶ κανέναν νά πορεύεται ἥσυχα χωρίς νά βιάζεται…
Ὅλοι καταγίνονται μέ ὅλα…γιά νά ξεχάσουνε τόν ἑαυτό τους, γιά νά
μήν ἀπομένουνε μοναχοί και δοῦνε τή γύμνια τους, τή μιζέρια τους,
τό χάος πού τούς ζώνει…

Φώτης Κόντογλου

26/10/10

Διατάσσεσαι να επιζήσεις ...


- Περάστε κόσμε! Πουλώ ένα δάκρυ πολύτιμο!

Περάστε κόσμε ένα γέλιο μονάκριβο πουλώ!

Ε... κόσμε...
πουλώ το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον...
ελεύθερος από λύπη, ελεύθερος από χαρά
Λοιπόν
Τώρα δεν έχω πια τίποτα δικό σου
Και συ νομίζω δεν έχεις τίποτα δικό μου
Δεν απάντησε
Μου έσφιξε τα χέρια
Κι απομακρύνθηκε

Με κούρασε πολύ η Κυριακή.
Πολλή  Κυριακή για έναν άνθρωπο.

-Τίποτα, λέξεις μόνο για τους άλλους.
Μα που τελειώνει η μοναξιά;

Μανόλης Αναγνωστάκης

To κείμενο πήρα από  τον Ade gia και το ακούμπησα προσεκτικά στο καραβάκι μου. Από φόβο, μην τυχόν και σπάσουν οι εύθραστες λέξεις του ...