30/5/10

Χάρτινη ζωή



Κύριον Αντώνη Πλουμίδη
Περιοχή εκτοπισμένων Μακρονήσου/ 4ον Διαμέρισμα

18/3/49

Αγαπητέ μου Αντώνη
Είμαστε όλοι πολύ καλά, αλλά ανησυχούμε γιατί δεν παίρνουμε νέα σου. Κι απ’ την Ικαρία τον τελευταίο ενάμισι μήνα δεν έλαβε κανείς απάντηση, ενώ σου είχαμε γράψει επανειλημμένως.
Σου στέλνουμε 3 κούτες τσιγάρα, καφέ και λίγα παξιμάδια. Γράψε μας τι χρειάζεσαι να σου στέλνουμε. Το μωρό είναι καλά.
Σε φιλώ,

Η μαμά σου


25/4/49

Αγαπημένε μου Αντώνη
Χθες επιτέλους πήραμε το δελτάριό σου και ησυχάσαμε. Εμείς είμαστε όλοι καλά και η κόρη σου έβγαλε 4 δοντάκια, 2 πάνω και 2 κάτω. Είχε βέβαια αρκετή γκρίνια, ιδίως τη νύχτα Τώρα σηκώνεται όρθια στο καροτσάκι της. Θα περπατήσει γρήγορα, όπως φαίνεται, τώρα όμως έχει κόπο μεγάλο. Κουράζομαι πολύ και σε περιμένω να’ ρθεις να μας φροντίζεις.
Φιλιά,

Ηρώ


14/5/49

Αγαπημένε μου Αντώνη
Είμαστε όλοι καλά. Σου στέλνουμε δέμα με φωτογραφίες της μικρής. Ελπίζω να το πάρεις γρήγορα. Καμμιά δεκαπενταριά μέρες μας κούρασε πολύ γιατί ήθελε να περπατά χωρίς να μπορεί ακόμα να σταθεί στα πόδια της κι ήμουν αναγκασμένη να την κρατώ συνέχεια απ’ τα λουριά και διαρκώς γύριζε γύρω απ’ το ίδιο σημείο, μέχρι που μ’ έπιανε ζαλάδα και κόντευα να πέσω εγώ κάτω. Τώρα 2-3 μέρες, στερεώθηκε καλά στα πόδια της και δεν μας έχει ανάγκη. Περπατά μόνη μες στο σπίτι κι έχει φάει αρκετές τούμπες. Έμαθε όμως να πέφτει, και πέφτει μαλακά μαλακά, σαν τόπι.

Σε φιλώ

Δανάη


5/6/49

Αγαπημένε μου Αντώνη
Χθες ήταν τα γενέθλια του παιδιού, να μας ζήσει. Την γιορτάσαμε κι ήρθε αρκετός κόσμος κι είχε πολλά δώρα. Αύριο θα πάρω πάλι τη μηχανή να της βγάλω φωτογραφίες. Τώρα στέκεται καλά και ποζάρει. Είμαστε όλοι καλά μα κουραζόμαστε πολύ, ιδίως η Μαμά. Κι εγώ γυρνάω από το γραφείο με το κεφάλι καζάνι, γι αυτό μη με παρεξηγείς αν αργώ να σου γράψω.

Σε φιλώ

Δανάη


9/7/49

Αγαπημένε μου Αντώνη
Σου γράφω για να σου πω ότι απ’ το σπίτι σου δεν μ’ αφήνουν να εργασθώ. Η μαμά σου βγαίνει έξω κάθε μέρα και η αδελφή σου εργάζεται και δεν μπορώ ν’ αφήσω το παιδί πουθενά. Σε παρακαλώ, γράψε τους να μ’ αφήσουν να πάρω ένα κορίτσι να προσέχει το παιδί γιατί πρέπει να δουλέψω.

Με αγάπη και φιλιά

Ηρώ


11/8/49

Αγαπημένε μου Αντώνη
Εδώ δεν είναι πια ζωή. Ενώ είχαμε συμφωνήσει να κοιτάζουν το παιδί, τώρα που βρήκα μια δουλειά μου λένε ότι δεν μπορούν, κι ούτε μου επιτρέπουν να πάρω ένα κορίτσι να το προσέχει. Αντώνη, αν θες, γράψε τους. Αλλοιώς, δεν ξέρω τι θα γίνει. Η μαμά σου μου λέει “Είσαι γυναίκα εξόριστου” – λες κι είναι επάγγελμα αυτό.

Φιλιά

Ηρώ


20/9/49

Αγαπητέ μου Αντώνη
Ουδέποτε διενοήθην να περιορίσω τα δικαιώματα κανενός. Πολύ περισσότερο της νύφης μου. Απλώς, νόμιζα πως δεν θα ήθελες να εργάζεται. Αφού όμως είσαι σύμφωνος, εμένα δεν μου πέφτει λόγος. Όσο για το παιδί, είναι για μένα το ίδιο, είτε εργάζεται η γυναίκα σου είτε όχι, εφ’ όσον συνεχώς λείπει από το σπίτι. Εκτός αν φαντάζεσαι ότι άλλαξε τρόπο ζωής τώρα που έγινε μητέρα. Δεν πρόκειται να χρειασθεί να κάνω τίποτα περισσότερο απ’ ότι έκανα μέχρι σήμερο. Έλαβες ξένα περιοδικά και δέμα;

Σε φιλώ

Η μαμά σου


1/10/49

Αγαπητέ Αντώνη
Μετά από το δελτάριο που έστειλες στη μαμά σου, πήρα την απόφαση να μη σου ξαναγράψω ποτέ πια. Αν είμαι στο παιδί μου αφοσιωμένη, εσύ θα’ πρεπε να το ξέρεις – αφού για τα ξένα έκανα σα τρελλή.
Εγώ πάντως θα βρω δουλειά και θα ζήσω το παιδί μου και τον εαυτό μου.

Ηρώ


15/11/49

Αγαπημένε μου Αντώνη
Πήρα το 48ο δελτάριό σου και χάρηκα που είσαι καλά. Αντώνη, ο θείος μας πολιτεύεται και δεν μπορώ να τον βρω να μου πει για τις υποθέσεις μας. Αν τον πετύχω καμμιά φορά, βρίσκει ένα σωρό ψέμματα και προφάσεις. Εγώ βαρέθηκα τις ψευτιές και τον κόσμο όλο που είναι τόσο κακός. Δεν περιμένω από πουθενά τίποτα, μόνο εσένα, να γυρίσεις για να ησυχάσουμε πια.

Σε φιλώ

Δανάη


10/12/49

Αγαπητέ μου Αντώνη

Πήρα το δελτάριό σου αρ. 49. Λυπήθηκα πάλι με τον τρόπο και τα λόγια σου. Η Μαμά και η γιαγιά σου θα σου έγραψαν ότι φοβούνται την επιδημία πολυομυελίτιδος στην Αθήνα - και γι αυτό πήγαν το παιδί μας στη Μύκονο.
Εξόριστο λοιπόν και το παιδί μας, που μ’ άφησες να το γεννήσω και να το μεγαλώνω χωρίς καμμιά υποστήριξη, ούτε υλική ούτε ηθική.
Ας είναι.
Χθες έστειλαν κι άλλο γράμμα από την Μύκονο. Είναι καλά όλοι.

Ηρώ


15/12/49

Αγαπητέ μου Αντώνη
Είναι τώρα τρεις βδομάδες που δεν έχουμε ειδήσεις σου και ανησυχούμε. Σου στέλνουμε σήμερο ένα δέμα με 5 κονσέρβες, 2 κουτιά γάλα, τσιγάρα και λίγο ρύζι. Το γάλα το χάρισαν στην κόρη σου, αλλά επειδή έχει συνηθίσει στο εβαπορέ, στο στέλνουμε να το πιεις εσύ. Είναι πάντα θαυμάσια στην υγεία της. Πρόσεχε και την δική σου, για χατήρι του παιδιού σου. Και γράφε συχνότερα, να ξέρουμε τουλάχιστον ότι είσαι καλά.
Η Ηρώ, όπως θα σου’ γραψε, βρήκε δουλειά στη Ραδιοφωνία.

Σε φιλώ

Η μαμά σου

(ΧΑΡΤΙΝΗ ΖΩΗ, Ροές, 2003)



ΥΓ. Ώρες ώρες νιώθω σαν σελίδα χαρτιού που την σκίζουν κι ο άνεμος θα πάρει τα κομμάτια της...

Ἑνὸς λεπτοῦ σιγή...



Ἐσεῖς ποὺ βρήκατε τὸν ἄνθρωπό σας
κι ἔχετε ἕνα χέρι νὰ σᾶς σφίγγει τρυφερά,
ἕναν ὦμο ν᾿ ἀκουμπᾶτε τὴν πίκρα σας,
ἕνα κορμὶ νὰ ὑπερασπίζει τὴν ἔξαψή σας,

κοκκινίσατε ἄραγε γιὰ τὴν τόση εὐτυχία σας,
ἔστω καὶ μία φορά;
Εἴπατε νὰ κρατήσετε ἑνὸς λεπτοῦ σιγή
γιὰ τοὺς ἀπεγνωσμένους;

ἀπὸ τὴ Συλλογή: «Ἀνυπεράσπιστος Καημός» ένα ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου



Έρωτας

Να σου γλείψω τα χέρια, να σου γλείψω τα πόδια –
η αγάπη κερδίζεται με την υποταγή.
Δεν ξέρω πως αντιλαμβάνεσαι εσύ τον έρωτα.
Δεν είναι μόνο μούσκεμα χειλιών,
φυτέματα αγκαλιασμάτων στις μασχάλες,
συσκότιση παραπόνου,
παρηγοριά σπασμών.

Είναι προπάντων επαλήθευση της μοναξιάς μας,
όταν επιχειρούμε να κουρνιάσουμε σε δυσκολοκατάχτητο κορμί.



Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας
Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας
ποτὲ δὲ λένε τὴν ἀλήθεια
ὁ κόσμος ὑποφέρει καὶ πονᾷ
κι ἐσεῖς τὰ ἴδια παραμύθια

Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας
εἶναι πολὺ ζαχαρωμένα
ταιριάζουν σὲ σοκολατόπαιδα
μὰ δὲ ταιριάζουνε γιὰ μένα.

Πανωλεθρίαμβος



Τι όνειρα και τι πολλά κι εκείνα τα δάση με τους κορμούς των ανθρώπων που πυρπολούνται από διάθεση για αλλαγή μέσα από σκέψεις του κακού αλλά πράξεις του καλού, τι καρκίνωμα η ευτυχία, πόσο δύσκολη η συνεργασία, τι γελοιότης η διασημότητα και τι κατάρα να σε επισκέπτεται όταν δεν σε αφορά, γιατί εν τω μεταξύ η πολύτιμη ρουτίνα έγινε ο μεγάλος σιγαστήρας που σβήνει τον κρότο απ’ τη λεηλασία του χρόνου, αυτή την ανθρώπινη επινόηση, το χρόνο, που έχει το θράσος να καταπιέζει χοροπηδώντας απ’ το θρίαμβο της σχετικότητάς του.

Και τι πανωλεθρίαμβος όταν επιτέλους γλιστράνε από πάνω σου τα παραφερνάλια της εικόνας που ’χουν οι άλλοι για σένα, εσύ για τον εαυτό σου, οι άλλοι για τον εαυτό τους, εσύ για τους άλλους...

Τι έλεγα; Δεν μπορώ να συνεχίσω...



«Ποτέ δεν είπα πως είμαι βαθύς, αλλά είμαι βαθύτατα ρηχός», τραγουδάει ο Τζάρβις Κόκερ.

Πηγή: Aπόσπασμα από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Τζούμα

29/5/10

Βρεκεκέξ κουάξ κουάξ...



Η βατραχοβροχή δεν είναι κάτι που το βλέπεις κάθε μέρα. Βεβαίως και είναι είδηση, σωστά μεταδόθηκε και καλύφθηκε εκτεταμένα, και μάλιστα το ίδιο έχει συμβεί και σε όσες περιοχές της Γης έχει στο παρελθόν παρουσιαστεί. Εχει, κατά καιρούς, βρέξει βατράχια και σε άλλα μέρη του κόσμου. Πρόκειται για ένα φαινόμενο σπάνιο, αλλά όχι ανεπανάληπτο. Υπάρχουν επιστημονικές θεωρίες που επιχειρούν να ερμηνεύσουν την εμφάνισή του, αλλά καμία δεν έχει επικρατήσει, γιατί δεν υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις, έτσι ώστε να μελετηθεί επαρκώς το ζήτημα.

Από κει και μετά, αρχίζει το καρναβάλι. Το τι έχουν ακούσει τα αυτάκια μας, δεν λέγεται, δεν περιγράφεται, δεν το βάζει ο νους. Η πιο συνηθισμένη αρβύλα είναι αυτή του σεισμού. Παρακάμπτοντας την ασήμαντη λεπτομέρεια ότι στην Ελλάδα δεν είχαμε ποτέ βατραχο-μπόρα πριν από μεγάλο σεισμό και αγνοώντας το γεγονός ότι έχει βατραχοβρέξει σε περιοχές του κόσμου που δεν είναι καθόλου σεισμογενείς, οι φήμες οργιάζουν. Μόνο με σφυρίχτρα, τρανζίστορ και κατσαρόλα στο κεφάλι δεν μας έχουν βάλει ακόμα να κυκλοφορούμε.

Σημεία και τέρατα ή μάλλον σημεία και αμφίβια, σύμβολα και οιωνοί έχουν ξυπνήσει εντός μας ξεχασμένες προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες που κι εμείς οι ίδιοι είχαμε ξεχάσει ότι κατοικούν εντός μας.



Βρέχει βατράχια; Έρχεται το τέλος του κόσμου. Ήταν μικρά ή μεγάλα; Θα πάμε από σεισμό ή από κατολίσθηση. Ήταν πράσινα; Θα έρθει πρώτος ο Αλκαίος στη Γιουροβίζιον. Ήταν καφέ; Δεν θα έρθει πρώτος ο Αλκαίος! Η Εγνατία είναι στοιχειωμένη, πειράξαμε άθελά μας έναν ιερό χώρο και εκνευρίστηκαν οι Ολύμπιοι Θεοί, οι Καίσαρες, Ελοχίμ και τα Νεφελίμ, ο Χριστούλης και η Παναγίτσα, διαλέγουμε και παίρνουμε ανάλογα την πετριά που δέρνει τον καθέναν.

Δεν είμαι σίγουρη γιατί ακριβώς γέμισε βαθρακούς ο δρόμος. Με δέος, όμως, παρακολουθούν το φαινόμενο της εκτόξευσης «βατράχων», και μάλιστα δημοσίως, από διάφορα στόματα.

Βρεκεκέξ, κουάξ, κουάξ, βατραχάκι είσαι βλαξ!

Γράφει η Ρίκα Βαγιάνη

27/5/10

H ζωή ήταν δανεική...



Ποια ιδεολογία προηγήθηκε της χρεοκοπίας; Ποια ιδεολογία διαρκούς πάρτι και ξέφρενου ατομικισμού υποστήριξε τον αμέριμνο και υπερδανεισμένο έλληνα της τελευταίας εικοσαετίας;

Αναρωτηθήκαμε και συμφωνήσαμε σε τουλάχιστον ένα φαινόμενο: στα τέλη του '80, το lifestyle εισέβαλε ορμητικό και αναιδές στον νεοελληνικό βίο και τον σφράγισε. Μάιο του 1987, ακριβώς πριν από 23 χρόνια, κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος του περιοδικού «Κλικ», καινοτομώντας ως προς το κομφορμιστικό τοπίο του τότε Τύπου. Πρόβαλε ένα πρότυπο συμπεριφοράς εστιασμένο στην αισθητική και την κατανάλωση, αυθαδίασε σε ποπ γλώσσα, συνέλαβε τη βουλιμία για στυλ των νέων από τα ανερχόμενα μεσοστρώματα, απενοχοποίησε την ελαφρότητα και την ανεμελιά, ακόμη και τον κωλοπαιδισμό.

«Πέτυχε ή πέθανε».

Και πολύ σύντομα έγινε απολύτως κομφορμιστικό, περισσότερο και από τους «κακομούτσουνους» και τους «ξενέρωτους» που κατήγγειλε.

Τα μίντια έγιναν πρώτα ένα ξεσαλωμένο Κλουβί με Τρελές και κατόπιν ένα ατελείωτο reality show, με όλο και ευτελέστερα υλικά. Εως το trash. Έως την απόλυτη χρεοκοπία. Αισθητική, ηθική, πολιτική.

Tα μίντια του lifestyle σαγήνευσαν το κοινό με υποσχέσεις ευζωίας και αιώνιας ευημερίας, καλλιέργησαν την προσδοκία του εύκολου κοινωνικού ασανσέρ, αποθέωσαν τον «γάτο» και τον σκυλοπόπ, τον παίκτη που τα κερδίζει όλα χαλαρά, με τη μαγκιά του.

Πρακτικά, τροφοδότησαν μαζικές ψευδαισθήσεις, λίπαναν τον δρόμο του βουλιμικού μικρομεσαίου προς τη ματαίωση και την εξαχρείωση.

Τι μένει από το ξέσαλο πάρτι;

Το ήθος του κάγκουρα, του ποζερά, του λαμόγιου. Και η χρεοκοπία."

Πηγή:Εφημερίδα Καθημερινή

Σήμερα, άκουσα το συγκλονιστικό, ότι ηλικιωμένοι άνθρωποι προπληρώνουν τα έξοδα της κηδείας τους, με δόσεις για να μην επιβαρύνουν τα παιδιά τους.

Η πιο τραγική είδηση των ημερών...


25/5/10

Άρχισαν τα όργανα... Όπαααα!



Η χθεσινή παρουσία του Γιώργου «δεν παρανομήσαμε» Δακή στη Νεάπολη, ενώ ήταν σχεδιασμένη και μελετημένη – πιθανότατα από τον πρώην Δήμαρχο Νεάπολης Δημοσθένη Μαυρίδη – να του προσδώσει το κύρος του «πραγματικού ηγέτη» που καλείται τούτες τις δύσκολες ώρες να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, κατέληξε σε «φαρσοκωμωδία».

Η εικόνα του Νομάρχη Κοζάνης να αντιπαρατίθεται με κατοίκους του Δήμου Νεάπολης με όρους και συνθηματολογία δρόμου, προκάλεσε έντονα συναισθήματα θυμηδίας.

Ναι, ο Γιώργος είναι γεννημένος πρωταγωνιστής αλλά σε έργο σαν και εκείνο του Γρηγορίου Ξενόπουλου, όπου ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος - σε ρόλο κόντε ντιΜάρα - δέχεται την επίθεση επαναστατών Ποπολάρων. Ζέππος, ο πρώην Δήμαρχος Νεάπολης Δημοσθένης Μαυρίδης, που φυγαδεύει το Νομάρχη χωρίς άμαξα.


Η ύπαρξη ενός ανεκμετάλλευτου ταλέντου, που εκδηλώνεται με τρόπους που ο ίδιος δεν μπορεί να ελέγξει όταν προκαλείται ή εκνευρίζεται, με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ενασχόληση του Γιώργου με την πολιτική, στέρησε από την θεατρική και κινηματογραφική «Τέχνη» έναν ακόμη γνήσιο εκφραστή της!




ΥΓ1. Διεθνές Νομισματικό Ταμείο: Επίσημος Χορηγός Eurovision Αθήνα 2011. Πληροφορίες λένε πως η Ε.Ρ.Τ. κάνει προσπάθειες να πείσει την Μέρκελ να αναλάβει την παρουσίαση του χρόνου. Γιατί να το φοβάστε... Με τόσο χάλια τραγούδια ίσως το ψευτογυφτέ... ΟΠΑ πάρει την πρωτιά...

ΥΓ2. Και μην πιστεύετε στις φήμες ότι η Ελλάδα θα αποχωρήσει από το θεσμό λόγω κρίσης. Την έχει καλά δεμένη η EBU.

23/5/10

Τις νύχτες να θυμάσαι ...



Όσο πάει, απομακρύνεται. Σαν καράβι. Σε λίγο θα φαίνεται μόνον ο καπνός των φουγάρων της. Η σκόνη που σκεπάζει τον ουρανό μοιάζει με ακτινογραφία καπνιστή. Κανένα λιμάνι στον κόσμο δεν κατάφερε να δέσει ποτέ κανένα πλοίο.
Σε μερικούς ανθρώπους αρέσει να τα κοιτάζουν να φεύγουν, αναβοσβήνοντας τα φωτάκια τους. Ολοκληρώνονται μέσα απ' αυτή τη διαδικασία φυγής. Μέσα απ' αυτό που αδιανόητα και αδιάλειπτα θα λείπει. Ακόμη και όταν το 'χεις μπροστά σου, ένα μέρος του θα επιμένει να λείπει. Θα επιμένει να παραμένει αθέατο.

Μπορούμε να κρατήσουμε τις στιγμές σε κουτιά; Αν ο χρόνος είναι σχετικός, αν η αποθήκευσή του σε ντάνες, φακέλους, συρτάρια μνήμης, προικοδοτεί το μέλλον, τότε δεν μπορεί να υπάρξει διάρκεια στο παρόν. Κονταίνουμε το παρόν για να το εμποδίσουμε να συμβεί; Ή για να το βοηθήσουμε να τελειώσει; Μήπως το μόνο που κάνουμε είναι να μην το αντέχουμε;

Πονάει. Μιλάς συνέχεια για τον απόηχο και χάνεται ο ήχος. Πονάει. Οταν δεν βλέπεις και δεν ακούς, το μόνο που σου μένει να κάνεις είναι να πονάς.

Η κουζίνα είναι βρόμικη, κάπου αναστενάζει μια βιόλα· από το άλμπουμ τής Καραΐνδρου. Πλένω με μανία τα πιάτα, υποβαστάζω έναν βαρύ έρωτα. Αν πέσει, θα με πλακώσει.



Τις νύχτες να θυμάσαι να στρώνεις τα σεντόνια με ξυραφάκια. Να θυμάσαι να πετάς τα σπασμένα γυαλιά στο πάτωμα και να χορεύουμε. Θέλω να νιώθω το κόψιμο αυτού που υπήρχε. Χωρισμός. Λέγε.

Οι άνθρωποι ερωτεύονται για είκοσι μέρες, προσπαθώντας να στριμώξουν εκεί είκοσι χρόνια. Κόβονται για δεκαπέντε. Συζητούν. Μετά νομίζουν ότι μιλάνε γι' αυτό που υπήρξε. Για την αλήθεια του. Και το τιμούν. Δεν καταλαβαίνω. Το ποίημα του Αναγνωστάκη αφορούσε μάλλον και σένα.

Σαπισμένα αισθήματα στο ψυγείο. Σε ληγμένες κονσέρβες. Μιας εβδομάδας, δύο, τριών. Αληθινά; Να καθαρίσουμε γιατί βρόμισε. Οταν ανοίγω την πόρτα με παίρνει η μπόχα. Η αρρώστια. Πόσο μου έλειψε. Το δωμάτιο είναι γεμάτο αίματα. Σοκολάτες. Πρέπει να βγω. Να βγω. Θα κάνω τις εκσκαφές στην Ελευσίνα. Εσύ να λες τις λέξεις: βαθύ, απόηχος, ματιά. Διαφορετικού πολιτισμού. Αγάπη. Να λες: μαζί, όλον, ουσιαστικά. Να τις απαγγέλλεις, όπως τα ποιήματα. Να τις εκφωνείς, καταστρέφοντάς τες. Εννοώντας τες με το αντίθετο νόημα. Προς όλους.



Κάποτε πρέπει να πιστέψουμε. Ο ένας τον άλλον.

Δεν είναι ότι δεν έμαθα. Εμαθα. Να πλένω τα χέρια μου πριν φάω. Να ξεχωρίζω την ανακύκλωση στα σκουπίδια. Να ονομάζω το σκοτάδι από το φως των ματιών σου. Να ακουμπάω τους άλλους και να βάφω τα χέρια μου. Αλλά.

Οι λέξεις πάντα σημαίνουν. Για πολλούς αυτό που φοβούνται περισσότερο. Ή αυτό που είναι ανίκανοι να βιώσουν ως διάρκεια. Γιατί θα γκρεμιστούν.

Δεν υπάρχει κακό που να μου κάνει κακό. Πια. Εγιναν όλα.

Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Ακράδαντη.

Σταύρος Σταυρόπουλος

22/5/10

Παρακαλώ, ας μείνει μεταξύ μας...



Ο Αλέξανδρος Σολζενίτσιν βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το οποίο δεν παρέλαβε ποτέ φοβούμενος το καθεστώς, στις 12 Φεβρουαρίου του 1974 υπέγραψε ένα κείμενό του με τον τίτλο "Να μη ζούμε με ψέματα".

Στο κείμενο αυτό γράφει:

"Έχουμε χάσει τόσο απελπιστικά την ανθρωπιά μας, ώστε για τις σημερινές υλικές αξίες παραδίνουμε όλες τις αρχές μας, την ψυχή μας, όλες τις προσπάθειες των προγόνων μας, όλες τις δυνατότητες για τους απογόνους μας, φτάνει μόνο να μη χαλάσουμε την κακομοιριασμένη μας ζωή".

Συνεχίζει:

"Είναι ωραία λοιπόν να ζεις βολικά σ’ όλη σου τη ζωή. Αραδιάζουμε ψέματα στον εαυτό μας, για να τον καθησυχάσουμε. Μπορούμε ν’ αρνηθούμε να λέμε αυτό που δεν σκεφτόμαστε! Όποιος θέλει να είναι ειλικρινής και τίμιος "δεν θα γράψει ποτέ, δεν θα υπογράψει ποτέ, δεν θα δημοσιεύσει ποτέ, με κανέναν τρόπο, μήτε μια φράση που διαστρεβλώνει την αλήθεια".

Δεν θα προφέρει καμιά τέτοια φράση ούτε σε ιδιαίτερη συζήτηση... Δεν θα ψηφίσει μήτε φανερά, μήτε κρυφά, πρόσωπα που τα θεωρεί ανάξια ή ύποπτα... Με μια λέξη, δεν θα δεχτεί ν’ αρκεστεί σε ημίμετρα. Πρέπει να κάνει ένα τουλάχιστον βήμα απ’ αυτά που προαναφέραμε προς όφελος της αλήθειας ή προς το ψέμα, προς το μέρος της πνευματικής ανεξαρτησίας ή της πνευματικής δουλοπρέπειας. Εκείνος που δεν θα ’χει το θάρρος να υπερασπιστεί την ψυχή του, ας μην υπερηφανεύεται για τις προοδευτικές του ιδέες.

Ο γέροντάς του Θεόδωρος Ντοστογιέφσκι, άλλος μεγάλος συγγραφέας, κάνει μια άλλη λεπτή παρατήρηση: "Μερικοί άνθρωποι, με το να λένε συνέχεια ψέματα και να τα επαναλαμβάνουν, κάποτε τα πιστεύουν ως αλήθειες". Και ο δικός μας μεγάλος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης δεν επέτρεπε στον εαυτό του να πει ποτέ ψέματα. Οι ήρωές τους είναι μεγάλοι αμαρτωλοί και μετανοούν ειλικρινά.

Ο Αλέξανδρος Σολτζενίτσιν μίλησε με πολύ πόνο και πολλή αγάπη για μεγάλες και πικρές αλήθειες. Λίγο καιρό πριν πεθάνει είχε πει πως η Ρωσία βρήκε το ρόλο της στην παγκόσμια σκηνή, "εσωτερικά όμως, ηθικά, απέχουμε πολύ απ’ αυτό που επιθυμούμε και που έχουμε ανάγκη να είμαστε". Λαμβάνοντας το μεγάλο κρατικό βραβείο από τον πρόεδρο Πούτιν είπε: "Χρειάζεται ακόμη βαθιά και δύσκολη πρόοδος, πολυσύνθετη, θα την έλεγα κυρίως πνευματική".

Ο Σολζενίτσιν υπήρξε γνήσιος συνεχιστής της πλούσιας ρωσικής πνευματικότητας, της βαθιάς ευσέβειας ενός ορθόδοξου λαού με γερές ρίζες. Εξόριστος στην Αμερική κατήγγειλε τον ατομικιστικό, δυτικό τρόπο ζωής, με αποτέλεσμα να τον αφήσουν μόνο του. Είχε συνηθίσει στα γκούλαγκ, τη μοναξιά και τη σιωπή. Η έκφρασή του είχε πάντα μια σοβαρότητα, σκεφτικότητα, πόνο και λύπη. Παρατηρούσε πως στις ημέρες του τα πρόσωπα είχαν χάσει την ειλικρίνεια, τη φιλικότητα, τη γαλήνη, την ηπιότητα και είχαν γίνει σκληρά και επιθετικά.

Εύστοχα παρατηρεί ο Ολιβιέ Κλεμάν: "Καταλαβαίνουμε τώρα γιατί οι σημερινοί διανοούμενοι, που αγωνίζονται για τη μνήμη και την ελευθερία, αφήνουν γένια, ο Σολζενίτσιν από τους πρώτους. Προσπαθούν να ξαναβρούν την πνευματική συνέχεια της ρωσικής ιστορίας, μιαν αρρενωπότητα χωρίς σκληρότητα, αδιαχώριστη από το σεβασμό και την καλοσύνη".

Ο Σολζενίτσιν θέλησε με το έργο του να διδάξει, για μια ακόμη φορά, τα παθήματα να γίνουν μαθήματα. Η τότε σιωπή του κόσμου στα φοβερά εγκλήματα των γκούλαγκ να μη γίνει σήμερα ένοχη σιωπή λήθης και αδιαφορίας στην ιστορία. Χρειάζεται ηθική καταδίκη κάθε ψέματος. Χρειάζεται μετάνοια. Το άσχημο είναι να μην υποψιάζεται κανείς τη μετάνοια. Μάλιστα τα ανομήματα να τα θεωρεί και ανδραγαθήματα. Ο ίδιος ο Σολζενίτσιν μετανόησε ειλικρινά, γιατί ως αξιωματικός κάποτε φέρθηκε αμείλικτα στους άνδρες του.

Χρειάζεται προσωπική και συλλογική μετάνοια.

Νομίζω πως τα λόγια του Σολζενίτσιν δεν απευθύνονται μόνο στη Ρωσία, και στην πολιτική αλλά σε όλα τα επίπεδα της ζωής μας. Σίγουρα κάθε μεγάλος συγγραφέας είναι ένας οικουμενικός άνδρας. Ξέρει τι λέει ο Ντοστογιέφσκι και ξέρει καλά τι κάνει ο Παπαδιαμάντης μας.

Ας απομακρυνθούμε από το ψέμα. Είναι ωραίο αυτό το κόστος.

Κοιμάσαι ήσυχα, γλυκά...

Η αλήθεια είναι μια χώρα χωρίς κανέναν δρόμο προς αυτή. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να την προσεγγίσει μέσα από οποιονδήποτε οργανισμό, οποιοδήποτε «πιστεύω» οποιοδήποτε δόγμα, ρασοφόρους ή τελετουργίες, ούτε μέσα από φιλοσοφική γνώση και ψυχολογικές τεχνικές. Ίσως μπορέσουμε να την ψηλαφήσουμε μπροστά στον καθρέφτη των σχέσεων και μέσα από την παρατήρηση, όχι όμως μέσα από την διανοητική ανάλυση ή την ενδοσκοπική ανατομία.

20/5/10

Πέρα από το φως...



Ο Πολύκαρπος γεννήθηκε κωφάλαλος και τυφλός. Πέντε χρόνων τον βρήκαν να ζει μόνος σαν αγρίμι στο δάσος. Τον είχαν παρατήσει οι γονείς του. Κάποιοι τον ανακάλυψαν τυχαία και τον πήγαν στη Σχολή Τυφλών Θεσσαλονίκης. Εκεί έμαθε να συνυπάρχει με άλλους ανθρώπους, έμαθε να διαβάζει σε Μπράιγ, έμαθε καλαθοπλεκτική και αργαλειό. Σήμερα είναι 70 χρόνων, συνταξιούχος του ΙΚΑ. Όλα αυτά τα χρόνια ζει στη Σχολή Τυφλών.

Το μέλλον όμως φαίνεται δυσοίωνο για τα 120 παιδιά της Σχολής Τυφλών Θεσσαλονίκης. Η κρίση χτύπησε την πόρτα του ιδρύματος, το οποίο οδεύει μαθηματικά προς κλείσιμο, καθώς το έλλειμμα έχει φτάσει στα 600.000-700.000 ευρώ λόγω των συνεχών υποχρηματοδοτήσεων. Μερικά από τα 120 παιδιά της Σχολής Τυφλών δεν έχουν άλλο σπίτι. Τα είχαν εγκαταλείψει οι γονείς τους λόγω της τύφλωσης ή άλλης αναπηρίας και η Σχολή Τυφλών είναι το μοναδικό τους σπίτι.

Οι εργαζόμενοι στη Σχολή Τυφλών προχώρησαν σε επίσχεση εργασίας. Επί 3 χρόνια πληρώνονταν έναντι, ενώ εδώ και 3 μήνες παραμένουν απλήρωτοι. Η οικονομική κατάσταση προκαλεί ήδη πολλά προβλήματα στα παιδιά, που δεν μπορούν να έρθουν στο ίδρυμα για να παρακολουθήσουν τα μαθήματά τους στο νηπιαγωγείο και στο Δημοτικό σχολείο του ιδρύματος, αλλά και να κάνουν ενισχυτική διδασκαλία στα φροντιστήρια που λειτουργούν στη σχολή. Το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο για τα οικότροφα παιδιά, που έρχονται από άλλες πόλεις της Βόρειας Ελλάδας και κάνουν μάθημα, ζουν, κοιμούνται και σιτίζονται στη σχολή όλη τη βδομάδα. Δεν υπάρχουν χρήματα, δεν κινούνται τα λεωφορεία για να τα φέρουν από τα ΚΤΕΛ στη σχολή, μένουν στα σπίτια τους και δεν παρακολουθούν τα μαθήματα.



Η Σχολή Τυφλών Θεσσαλονίκης είναι ΝΠΙΔ που εποπτεύεται και χρηματοδοτείται από το υπουργείο Υγείας. «Εδώ και 3 χρόνια η χρηματοδότηση μένει στα 1,2 εκατ. ευρώ, τη στιγμή που οι μισθοί, το κόστος λειτουργίας, τα τρόφιμα, όλα ακριβαίνουν», λένε ο πρόεδρος του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων της Σχολής Τυφλών και ομοσπονδιακός προπονητής μπάσκετ, Γιώργος Προεστός, και ο πρόεδρος των εργαζομένων της Σχολής Τυφλών, Νίκος Βασιλείου. «Κάθε χρόνο ζητούμε γύρω στα 2 εκατ. ευρώ, αλλά μας δίνουν πολύ λιγότερα. Είμαστε συνεχώς επαίτες με το χέρι απλωμένο σε φορείς, φίλους και γνωστούς για να μαζέψουμε χρήματα να πληρώσουμε το νερό και το ρεύμα», προσθέτουν.

Οι εργαζόμενοι ζητούν να περάσει η Σχολή Τυφλών στο Δημόσιο, όπως συνέβη με το Κέντρο Εκπαίδευσης και Αποκατάστασης Τυφλών (ΚΕΑΤ) στην Αθήνα, το οποίο, υπογραμμίζουν, έχει μόνον εκπαιδευτικό ρόλο. «Στα τέλη του 2007, ο μέχρι πρόσφατα υπουργός Υγείας, Δημήτρης Αβραμόπουλος, είχε υπογράψει το νομοσχέδιο για να περάσει η Σχολή Τυφλών στο Δημόσιο. Το υπέγραψαν οι υπουργοί Παιδείας και Εσωτερικών και "σκάλωσε" στον Αλογοσκούφη. Εκτοτε έχουμε χορτάσει υποσχέσεις. Τον περασμένο Απρίλιο, το υπουργείο Υγείας μάς υποσχέθηκε έκτακτη ενίσχυση 100.000 ευρώ, η οποία θα ερχόταν τον Μάιο. Ακόμα την περιμένουμε», προσθέτει ο Ν. Βασιλείου.
Το πρόβλημα γίνεται πιο έντονο από τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό των παιδιών. «Οι γονείς πλέον ενημερώνονται. Δεν κρατούν τα παιδιά τους κλεισμένα στο σπίτι. Τα φέρνουν εδώ για να μορφωθούν. Ομως, όσο αυξάνονται τα παιδιά, αυξάνονται οι ανάγκες και αυξάνεται το έλλειμμα», τονίζει ο Γ. Προεστός.

Ο Παναγιώτης Καρακώστας είναι δάσκαλος ειδικής αγωγής. Τυφλώθηκε από 15 ετών, εξαιτίας ιατρικού λάθους. «Μόνον οι γονείς που μένουν κοντά στη σχολή μπορούν να φέρουν τα παιδιά τους. Το σχολείο είναι ολοήμερο. Τα παιδιά σιτίζονται εδώ δύο φορές τη μέρα. Δεν μπορούν να έρθουν τα παιδιά των απομακρυσμένων περιοχών για να παρακολουθήσουν τα μαθήματα. Δεν έρχονται τα παιδιά που παρακολουθούν φροντιστηριακή υποστήριξη. Αν κλείσει η σχολή θα υπάρξει μεγάλο έλλειμμα εκπαιδευτικής υποστήριξης. Πού θα μάθουν αυτά τα παιδιά; Θα πρέπει οι γονείς να πληρώνουν ειδικούς δασκάλους. Πάει περίπατο η δωρεάν παιδεία».



Η Σχολή Τυφλών Θεσσαλονίκης δέχεται παιδιά από την Κρήτη και την Κέρκυρα ώς τον Εβρο. Μεταξύ αυτών και παιδιά με άλλες αναπηρίες. Στη σχολή λειτουργούν ειδικό σχολείο, υποστηρικτικά μαθήματα για μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου για γλώσσα, αρχαία ελληνικά, μαθηματικά και φυσική, διδάσκονται αγγλικά και γαλλικά, γίνεται εκμάθηση χρήσης ηλεκτρονικού υπολογιστή, καθημερινές δεξιότητες, όπως πώς να ετοιμάζουν τα παιδιά το φαγητό τους, κινητικότητα και προσανατολισμός, μουσική, θεατρική αγωγή, ορθοφωνία, βιβλιοθήκη, τυπογραφείο, όλα σε μέθοδο Μπράιγ. Γίνεται επαγγελματική κατάρτιση με τη λειτουργία τηλεφωνικής σχολής και καλαθοπλεκτικής, λειτουργούν οικοτροφείο 50 θέσεων, κοινωνική υπηρεσία, αλλά και δύο αθλητικά σωματεία τυφλών, ο «Πυρσός» και ο «Ηφαιστος», που έχουν ομάδες για ποδόσφαιρο, γκολ μπολ, σκάκι, σκι, ποδηλασία, κολύμβηση, τζούντο, ιστιοπλοΐα και στίβο.

Υπάρχουν και άλλου είδους διαδηλώσεις αναίμακτες αλλά στο κόκκινο χρώμα της καρδιάς βαμμένες. Υπάρχουν καθημερινές μάχες στο πεζοδρόμιο χωρίς μολώτοφ,χωρίς δακρυγόνα,χωρίς σφαίρες χωρίς οδοφράγματα .Αγώνες Ζωής για λίγο φως, κυριολεκτικά, μες το σκοτάδι της καθημερινής επιβίωσης.

Ποιος τυφλός νομιμοποιείται να κλείνει τα μάτια μπροστά σ' αυτούς τους αγώνες;



Το Βρίσκω ιδιαίτερα ευρηματικό, επώνυμοι κοινωνικοί εκπρόσωποι, καθώς Υπουργοί και Υφυπουργοί κλπ να αφιερώσουν μια μέρα απ' την ζωή τους για να υποκαταστήσουν ρόλους όπως :

  • Της αβοήθητης Μάνας που επιμελείται την καθημερινότητα ενός ανάπηρου παιδιού.
  • Του αναπήρου που προσπαθεί με την ανάσα να οδηγήσει το καρότσι του σε μιαν «απροσπέλαστη πόλη»
  • Του ακινητοποιημένου σ' ένα κρεβάτι ,κλεισμένου σε τέσσερεις τοίχους αβοήθητου Νέου.
  • Του «μονάχου» κι ανήμπορου ανθρώπου ,που σέρνει και το τελευταίο του δικαίωμα στην αξιοπρέπεια, στο πεζοδρόμιο ή στην καλύτερη περίπτωση σ' ένα άθλιο ίδρυμα.
  • Να βρεθούν ανάπηροι στην επαρχία, σ' ένα νησί χωρίς τα στοιχειώδη μέσα και ανθρώπους που θα τους παρέχουν μια βοήθεια σε ώρα ανάγκης.
Ίσως μόνο τότε συνειδητοποιήσουν την αναγκαιότητα ουσιαστικής συνδρομής της Πολιτείας απέναντι στο 10% λαού και τις οικογένειες τους.

Δεν είναι μόνο η Σχολή Τυφλών θεσσαλονίκης που απειλείται με λουκέτο από την αδιαφορία ενός κράτους που δεν υπάρχει στο λεξικό του η λέξη "πρόνοια". Υπάρχουν κι άλλα τέτοια ιδρύματα που κινδυνεύουν καθώς και μια μονάδα νεογνών στα Χανιά. Αυτά είναι τουλάχιστον όσα βγήκαν στο φως τις τελευταίες μέρες.

Η νέα εποχή που προσπαθούν να εμβολίσουν στις φλέβες μας, δεν είναι απλά σκληρή και βίαια. Είναι ένα αδηφάγο τέρας, που δεν δίνει καν την ευκαιρία να έρθουν στο φως νέες ζωές.


19/5/10

Χάνομαι...



«Κι εγώ κλείστηκα μέσα μου. Για την ακρίβεια, πρώτα απ’ όλα κλείστηκα στο σπίτι μου. Η εικόνα που μου ’χαν φτιάξει δεν έμοιαζε μ’ αυτήν που πρόβαλε τώρα στην επιφάνεια, σε μια Ελλάδα που έψαχνε να βρει τον εαυτό της, με αγάπες και κατάρες, με συμμάχους και εχθρούς, με προσχήματα και λόγους τιμής σε πρόσωπα που κοκκίνιζαν από ντροπή όταν συζήταγες κάτι τολμηρό. Ντροπή που ξέχναγαν όταν τους βόλευε.

…Έτσι, με άφησαν όλοι στην ησυχία μου. Και στην ερημιά μου. Κι εγώ γύρισα μέσα μου, έκλαψα για τα ψέματα που δεν μ’ ενδιέφεραν ν’ ακούω, ξεσκαρτάρισα τους φίλους μου.

Ξανάνοιξα τα βιβλία μου, πέρασα το ποτάμι, έγινα «αμφιλεγόμενη», «περιθωριακή», βρήκα χρόνο να ξυπνήσω απ’ αυτό το παράλογο ταξίδι χωρίς νόημα, πάτησα λίγο καλύτερα
το έδαφος κι ύστερα φύσηξε καθαρός αέρας κάτω από τα φτερά μου.

Γιατί τώρα είχα».

Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Φιλιππίδη "Η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου"

17/5/10

Στο μέλλον όλες οι ερωτήσεις θα είναι ρητορικές



Τα παιδιά δεν μας μιλάνε όχι διότι δεν τα ακούμε, όπως λέγεται και ξαναλέγεται, αλλά επειδή δεν τους απευθύνουμε καν τον λόγο. Μπορείς βέβαια να εισάγεις σε ένα παιδί εντολές ή ιούς:

«Έφαγες;» «Διάβασες;»:

ΨΩΜΙ, ΠΑΙΔΕΙΑ, κι εκεί τελειώνει. Η ελευθερία, το περίσσευμα ανεξαρτησίας, απορροφήθηκε απ' το καλειδοσκοπικό φάσμα των λεγόμενων «επιλογών».

Τα παιδάκια των Ελλήνων, τελευταία στον δυτικό κόσμο, έμειναν δίχως την ελευθερία του να είναι σκλάβοι. Δηλαδή σκλάβοι όλων εκείνων των μεγάλων εννοιών (για τους ερωτευμένους δεν λένε άραγε «έγινε σκλάβος της»;) που, σβήνοντας, τροφοδότησαν την παράδοξη ανισορροπία και το σθένος της δεκαετίας του '60 και της Μεταπολίτευσης -εννοιών που περιλαμβάνουν τη Γλώσσα, τον Θεό, τη Φύση, την Αριστερά, ακόμη και την ΑΕΚ· σήμερα οι χούλιγκαν παρακινούνται απ' την εισβολή του τυχαίου στους κύκλους της εκτόνωσης της βίας και ο ύμνος τους είναι μια χαοτική ανάπτυξη της ντο μείζονος των πολεμικών εμβατηρίων, φραστικά πυροτεχνήματα και μυαλά στα κάγκελα, αίμα, ρόπαλα, τύμπανα φυλών του Αμαζονίου.

Ετσι καλλιεργούν οι Ινδιάνοι το ζαχαροκάλαμο και οι Δυτικοί τα παιδιά τους, και τα παιδιά μεγαλώνουν και κόβονται (π.χ. στις εξετάσεις) σαν τα περίφημα υπεραιωνόβια δέντρα που έκοψαν τα συνεργεία του Δημάρχου στο παρκάκι της οδού Κύπρου. Καθώς το έθεσε κάποιος χιουμορίστας στο ραδιόφωνο, νομίζω στον 105,5, «θα γλίτωναν [τα δέντρα] αν οι κάτοικοι είχαν προλάβει να τα στολίσουν, οπότε οι μπάτσοι θα τα φρουρούσαν, όπως στο Σύνταγμα...»

Τα παιδιά αισθάνονται υπεραιωνόβια. Μια φίλη μου, εκπαιδευτικός απ' την Κέρκυρα, η Κ. Μ., μου έλεγε σχετικά με τον γιο της, πρωτοετή της Γεωπονικής (!) σήμερα, ότι ένα απόγευμα, πριν από χρόνια, όταν το παιδί ήταν ακόμη 14 και καθώς οι δύο γονείς, δηλαδή εκείνη και ο πατέρας, συζητούσαν το αστείρευτο θέμα των μαθημάτων και των βαθμών, ο ενδιαφερόμενος, στωικά αμέτοχος μέχρι τότε, βγήκε απότομα απ' τη συνηθισμένη του αδράνεια και φώναξε αυθόρμητα, απ' το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου:

«Μας κάνατε [= εμάς, τα παιδιά] να νιώθουμε ΗΔΗ γέροι!»

Αυτό, υπό το πρίσμα της ανάλυσης που επιχειρώ εδώ, ισοδυναμεί με τη θαυμαστή, την ανεπανάληπτη ομολογία ότι το παιδί έβλεπε, σ' εκείνη τη συγκυρία, τους γονείς του σαν δύο νήπια. Αν λάβουμε υπ' όψιν την αμηχανία τους, ίσως ήταν όντως.

Τα παιδιά είναι οι αγρότες της πόλης· τους έχει ανατεθεί να καλλιεργούν τα σκουπίδια, το βασικό προϊόν του αστικού πολιτισμού. Διδασκόμενα να θεωρούν τον εαυτό τους προϊόν (= οικονομική επένδυση του γονέα), καλλιεργούν την παιδικότητά τους («καλλιέργεια», «κουλτούρα», «εκπαίδευση»...) σαν σε μια γερασμένη ταύτιση του αγρότη με τη χλωρίδα υπό το λυκόφως της συνολικής αστοχίας της ζωής. Οσο για την πόλη, βρίσκεται διάσπαρτη παντού υπό μορφήν δικτατορίας του τσιμέντου, του πλαστικού, της τηλεόρασης και της πίεσης χρόνου, της βιαστικής αλλοφροσύνης με την οποία τρέχουν οι άνθρωποι προς τον θάνατο με πρόσχημα την εξόφληση του στεγαστικού δανείου.

Δεν είμαστε τυφλοί. Στη Θεσσαλία, στην Πελοπόννησο, στην Κρήτη, στην Εύβοια, οι καλλιέργειες, τα απογεύματα, τυλίγονται σε αποπνικτικά σύννεφα χημικών δηλητηρίων που απλώνονται στις εθνικές οδούς σαν θολά παραπετάσματα βιβλικής καταστροφής, οι καρποί έχουν μαραζώσει και παραδοθεί στην απέραντη απελπισία του χαμηλού ανταγωνισμού, η χαμένη τιμή της υπαίθρου περιμένει την τουριστική της παρθενορραφή, ενώ ρημαγμένα θερμοκήπια ξεπηδούν εδώ κι εκεί σαν θλιβερά μνημεία πεσόντων στον πόλεμο του ανθρώπου κατά της φύσης, τεκμήρια της προσπάθειας να ξεφύγουν οι κληρονόμοι της γης απ' τις δεσμεύσεις των προθεσμιών, τουτέστιν απ' τις εποχές, και να εναγκαλιστούν τα πλεονεκτήματα του τεχνητού, να συνεκμεταλλευθούν μέχρις αποστραγγίσεως το υποτιθέμενο δικαίωμα του καταναλωτή να απολαμβάνει ντομάτες και πεπόνια τον χειμώνα, σύκα των Απρίλιο, λάχανα τον Ιούλιο. Τα Βαλκάνια πλημμύρισαν με βαμβάκι. Στη συνέχεια, οι μεταλλαγμένοι γενετικοί κώδικες θα μολύνουν τα διπλανά χωράφια με την υποψία ενός απείρως χορταστικού μέλλοντος, όπου οι άνδρες της Γεωπονικής Αστυνομίας θα εισβάλλουν στα σπίτια ψάχνοντας για παράνομους, παλιούς, αυθεντικούς σπόρους, όπως κάνουν τώρα με τα δενδρύλλια του χασίς.

Τα σχολεία αγνοούν επίσης τις διαβαθμίσεις των εποχών, η παιδική ηλικία και η εφηβεία είναι δήθεν τα στάδια μιας επιζήμιας αργοπορίας που πρέπει να συμπτυχθεί σε μία και μόνη στιγμή: τις Εισαγωγικές. Τα παιδιά μεγαλώνουν σε εκπαιδευτικά θερμοκήπια, μακριά απ' τους φυσικούς κύκλους της αυθεντικότητας που συνέδεε κάποτε τη μάθηση με το ρίγος μιας αόριστης έστω ψυχικής ανάγκης: τώρα ξέρουν ότι, μονίμως, είναι κατάλληλος καιρός για οτιδήποτε. Αποστηθίζουν πληροφορίες του τύπου «το 30% των δασών της Γης βρίσκεται στη Σιβηρία» ή «τα 2/3 της ανθρώπινης επιδερμίδας συνίστανται από νερό» ή «στη Βρετανία, το 2008, η ανεργία έφτασε στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων 17 ετών», αλλά καμία βαθιά εικόνα, καμία αναλογία δεν σχηματίζεται στη συνείδησή τους, διότι ο ιμπεριαλισμός της στατιστικής έχει περιορίσει στο ελάχιστο την ικανότητα της σκέψης να επιμερίζεται και κατόπιν να οδηγείται συνδυαστικά στη σύλληψη γενικών νόμων.

Ζουν σ' ένα σύμπαν όπου ο γενικός νόμος των ποσοστών επιβάλλεται στα επί μέρους· οπότε, τρόπος του λέγειν, επιτρέπονται τα πάντα, τυχαίες, εφήμερες, επουσιώδεις «επιλογές» που προτείνονται σαν νομοτελειακά δεδομένα με την κάλυψη κάποιας «μέτρησης».

Αποσυμπιέζουν έτσι τον θυμό τους στα βιντεοπαιχνίδια και ερωτεύονται εφαρμόζοντας τηλεοπτικά πρότυπα συμπεριφοράς πάνω σε αυτοσχέδιους κώδικες του φλερτ, σύμφωνα με τους οποίους τα σύνορα εμπειρίας και προσποίησης πρέπει, για το καλό αμφοτέρων των συμβαλλομένων, να απαλείφονται. Προηγείται, ως στόχος, η συνάντηση δύο εραστών που θα αποδειχθούν βιολογικά συμβατοί -αυτό τους λένε διαρκώς τα ΜΜΕ και οι ιστοσελίδες, ενώ οι γονείς εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά πεζοί και λακωνικοί:

«Διάβασες;» «Εφαγες;» «Εκανες μπάνιο;» Κυκλωμένος απ' το τρίγωνο ΨΩΜΙ, ΠΑΙΔΕΙΑ, ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑ, ο διάλογος ακινητοποιείται ώστε ο χρόνος να επιταχύνεται.

Αυτό επιβεβαιώνει την πρόοδο που έχει τάχα επιτευχθεί με το να σκέφτεται κανείς στο δυαδικό σύστημα -«ΝΑΙ» ή «ΟΧΙ», «1» και «0». Εννοείται πως η γλώσσα των υπολογιστών υπολογίζει τα γλωσσικά στοιχεία, δεν τα μιλάει, και τα παιδιά, εκπαιδευμένα να λένε τα απολύτως ελάχιστα που απαιτεί η μεταξύ τους ανάδραση ως ταχύς κατοπτρισμός της τεχνητής νοημοσύνης, το αισθάνονται, καταλαβαίνουν ότι τους έχουν στερήσει την ελευθερία να οδηγούνται από τη γλώσσα στις επινοήσεις της μεταφοράς, στις περιπέτειες μιας έμμεσης ανακάλυψης του ψυχικού τους κέντρου. Μοιραία, ορισμένοι απ' αυτούς τους πιτσιρικάδες ονειρεύονται μιαν ελευθερία που δεν μπορεί πλέον να αντλήσει το περιεχόμενό της ούτε απ' το ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ των σχολικών επετείων ούτε απ' το ΖΗΣΕ ΕΛΕΥΘΕΡΑ των διαφημίσεων των σαμπουάν που υπόσχονται «γερό κράτημα», και τότε ακολουθούν τους νεαρούς ήρωες του περιθωρίου, φορώντας κουκούλες και εισβάλλοντας σε συνοικιακά σουπερμάρκετ, όπου αδειάζουν τα ράφια για να μοιράσουν τα αγαθά στους πελάτες, παίζοντας ή νομίζοντας ότι παίζουν τον ρόλο δημοφιλών ληστών εμπνευσμένων από το ιδανικό του Ρομπέν των Δασών για την αναδιανομή του πλούτου. Ομως εκείνο που κατορθώνουν στην ουσία, κάτω απ' τη μύτη του σερίφη του Νότιγχαμ, είναι μια αθέλητη κριτική του διπλού μηνύματος της αγοράς, αυτού που λέει «κοίταζε, αλλά μην αγγίζεις», ή «είναι ολόφρεσκα, αλλά δεν μυρίζουν», ή «βασανίσου για να σπουδάσεις κι ύστερα πέτα το πτυχίο στα σκουπίδια». Θα μου δοθεί, ελπίζω, η ευκαιρία να δείξω ότι το διπλό μήνυμα με το οποίο η κοινωνία (των ενηλίκων) «τρελαίνει» τα παιδιά είναι αυτό που πυροδοτεί τον σπασμό της βίας.

Ως προέκταση της καλλιεργούμενης υπαίθρου, το ράφι του σουπερμάρκετ γίνεται τώρα κάτι συμπληρωματικό της δομής ενός μουσείου τροφών και απορρυπαντικών· τα πρωτότυπα έχουν χαθεί, αλλά τα αντίγραφα, άοσμα όσο και άγευστα, είναι στη διάθεση του κοινού, σαν τους αμφορείς στο μουσείο της Επιδαύρου. Ο πανικός συσσωρεύεται και φρακάρει στο ταμείο, όπου ο ήχος του παρόντος, ο ρημαγμένος και υπερσυμπιεσμένος ενεστώτας του καταναλωτή, συγχωνεύεται με το φρικτό κουδούνισμα της λογιστικής μηχανής και παρέρχεται μέσα στη στιγμιαία δυσφορία της εκτέλεσης ενός καθήκοντος χωρίς καμία αίσθηση οικιακής φροντίδας ή απόλαυσης.

«Διάβασες;» «Εφαγες;» «Ψώνισες;» Παιδεία και ψωμί, τροφοδοσία, ανατροφοδότηση· αυτό είν' όλο. «Ή θα ψωνίζεις, ή θα σκέφτεσαι» είχε δηλώσει ο Γουόρχολ.

Κατόπιν έρχονται οι Εισαγωγικές. «Προσποιήθηκες ότι πέρασες;» Και ούτω καθεξής. «Προσποιήθηκες ότι ψώνισες;» Πριν από 40 χρόνια, οι μανάδες ή οι γιαγιάδες ρωτούσαν επίσης: «Εκανες τον σταυρό σου;» Αυτό μπορεί να μοιάζει σήμερα γραφικό, ωστόσο μεσολαβεί μια κρίσιμη διαφορά αν υπολογίσει κανείς ότι, εκείνη την εποχή, η Θεότητα (υπαρκτή ή όχι δεν το εξετάζω εδώ), ως Αλλος ή Τριτεγγυητής, ήταν πιστευτή και παρούσα, ενώ τώρα η μάθηση προσφέρεται εξ αρχής σαν το έρμαιο ενός ρόλου, όπως εξάλλου τα «ιδανικά», τα «οράματα», ο επαγγελματικός προσανατολισμός, οι κομματικές ταυτότητες, οι θεσμοί και τα διπλώματα ξένων γλωσσών. Αυτός ο οξύς και κάπως αισχρός διχασμός ανάμεσα σε Είναι και Φαίνεσθαι, αυτός ο βαθμός μηδέν της μεταφυσικής αναφοράς που ενοποιούσε τα δύο, κάνει τα παιδιά να μαραίνονται και να κοιμούνται όρθια ή να εξεγείρονται μέσα σε μια νεφελώδη έκρηξη ασαφών διεκδικήσεων.

Εντούτοις, ενυπάρχει στη στάση της πλειονότητας των παιδιών, ακόμη και των πιο φτωχών σε αντισώματα, κάτι βαθύτερο, που αντιπολιτεύεται την ενοχοποίηση της κριτικής σκέψης πεισματικά· υπάρχει μια μη εντοπίσιμη αλλά ζωντανή ρίζα, ένα ελατήριο υγιούς αντίστασης στις πληκτικές ευκολίες των ανταλλαγών με τον «ορθολογικό» κόσμο, την οποία διατηρούν κατά το δυνατόν σε ύφεση προκειμένου να συμμορφώνονται καθημερινά με τους κανόνες της εκπαίδευσης και του καταναλωτικού προστάγματος, της τηλεόρασης, του διαφημιστικού οχετού κι εκείνης της συλλογικής παραίσθησης συντροφικότητας που αναπτύσσεται στα chat-rooms ή οπουδήποτε αλλού οι άνθρωποι συνυπάρχουν δίχως να συναντιούνται. Και να γιατί στο facebook μπορείς να έχεις 450 φίλους: διότι δεν υσφίσταται πλέον φιλία.

Είναι το ίδιο αυτό που έλκει την προσοχή τους (κι ας μην το ομολογούν) στο γεγονός πως όσο πιο απομακρυσμένοι αισθάνονται οι άνθρωποι μεταξύ τους, σε ψυχικό επίπεδο, τόσο πληθαίνουν τα συνθήματα των ποικίλων μέσων συγκοινωνίας και «επικοινωνίας», για το καθένα απ' τα οποία οι αρμόδιοι ορκίζονται, κατ' ευφημισμόν, ότι ΜΑΣ ΦΕΡΝΕΙ ΠΙΟ ΚΟΝΤΑ, χωρίς ποτέ να επιτρέπουν σε κάποιον να ρωτήσει πώς έγινε και φτάσαμε να απέχουμε τόσο πολύ ο ένας από τον άλλον. Πρόσφατα το υιοθέτησε και ο Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος· παρ' όλ' αυτά, η ψευδαισθησιακή εγγύτητα που εξασφαλίζουν οι υπερταχείες και τα ψηφιακά δίκτυα δεν εμποδίζουν τους νέους των 17 χρόνων να παρατηρήσουν ότι όσο ταχύτερα κινείται η πληροφορία (του ανθρώπου περιλαμβανομένου· ο άνθρωπος τείνει σήμερα να ταξιδεύει ως ένα σύνολο βιολογικών και οικονομικών πληροφοριών) τόσο πιο αβαθής αποδεικνύεται. Ιδού ποιο είναι το μυστικό του συστήματος, μυστικό ολοφάνερο -διαφορετικά, δηλαδή αν η πληροφορία ήταν ουσιαστική, το βάθος της, το «βίδωμά» της στον εφήμερο χρόνο ως ζωντανό, παλλόμενο υπέδαφος της εμπειρίας, θα αποτελούσε τροχοπέδη στη διακίνησή της.

Εν ολίγοις, το μυστικό συνιστά την έννοια του αντεστραμμένου ειδώλου, για την οποία έχω συχνά μιλήσει στο παρελθόν (λ.χ. με αφορμή την εκσυγχρονιστική φιλοσοφική επέλαση του Στέλιου Ράμφου προς Δυσμάς) και της οποίας το τρέχον παράδειγμα είναι και πάλι ανάγλυφο: η παλαιά, γονιμοποιός όσο και τυραννική διαπροσωπική τριβή των ανθρώπινων μονάδων, ακόμη και αντίπαλων ή εχθρών, έχει χαθεί και στη θέση της αναδύεται η παραίσθηση μιας γειτνίασης που σου επιτρέπει να μιλάς με κάποιον στη Μελβούρνη ή στο Τόκιο, βλέποντας συνάμα το πρόσωπό του στην οθόνη του λάπτοπ. Το τι θα μπορούσατε όμως να συζητάτε είναι άλλο ζήτημα, πλαγίως αλληλένδετο με τη μετάλλαξη των προσώπων σε «faces». Of the year ή όχι, το ίδιο κάνει.

«Διάβασες;» «Εφαγες;»

Έτσι, η ζωή για τους εφήβους καταλήγει απλοϊκή και εξωπραγματικά γρήγορη, ανούσια και εξατομικευμένη στο έπακρο· καταλήγει απατηλά φαντασμαγορική και δίχως περιθώριο για τύψεις ή συμπόνια. Αυτό που διδάσκει το Σύστημα στα παιδιά είναι να επιδιώκουν την επίσπευση όλων όσα επίκεινται, άρα και των συντάξιμων ετών και του θανάτου -η πιο αλλόκοτη ψυχεδέλεια. Τα εκπαιδεύουμε στην απέχθεια για το ράθυμο ύφος της πηγαίας ζωής και σε μια ολόκληρη ποικιλία τρόπων να παραμελούν το πένθος (την κατανόηση και τον αποχαιρετισμό) του νοήματος της κάθε ξεχωριστής στιγμής. Τους μαθαίνουμε στο να προεξοφλούν το μέλλον σαν επιταγή -εγγυήσεις για κεφάλαιο κίνησης.

ΖΗΣΕ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΩΡΑ!

Και «Τι ομάδα αίματος είσαι;» «Μηδέν θετικό» «Εμένα μ' αρέσει να τρώω μπισκότα στο κρεβάτι...» «Wow!». «Τη βρίσκεις με σωληνάρια κόλλας;» «Ναι, αμέ!» Το παιγνίδι της γνώσης παίζεται με όρους νευροφυσιολογίας του εγκεφάλου. Το σεξ προαναγγέλλεται από την επαφή δύο γυμνών καλωδίων.

«Σου μυρίζει καμένο;»

Η εξομολόγηση δεν σκοντάφτει πια στα ντροπαλά εμπόδια της φαντασίας και στα δίχτυα του δέους απέναντι στην αλήθεια ή στη σχεδόν υπνωτιστική αδεξιότητα της διασταύρωσης των βλεμμάτων ή στη δημιουργική διαφωνία των προτιμήσεων, αλλά σε κάτι που το βάφτισαν «σεβασμό των προσωπικών δεδομένων».

Με δεδομένο ότι τα πρόσωπα έπαψαν να 'ναι τέτοια, τα προσωπικά δεδομένα χαλάνε κόσμο.

Ευγένιος Αρανίτσης

16/5/10

Διαδρομή στα σύννεφα...



...Συναισθήματα και εικόνες στον αέρα. Και η επιστροφή πάλι πίσω στα παιδικά όνειρα που ζητάνε να μείνουν ζωντανά.

Για να μπορούμε όλοι εμείς να πετάμε...

15/5/10

Όλα είναι δρόμος...



Τραγούδια γραμμένα πάνω στις μνήμες μας, στις αισθήσεις μας, στις επιθυμίες και τη φαντασία μας.

"Όμως τα τραγούδια φεύγουν, πότε σαν χάρτινα καραβάκια που τους φορτώνουμε την ψυχή μας, πότε σαν παιδιά, που ψάχνουν τον κόσμο. Γιατί μεγάλωσαν και θέλουν να μετρηθούν μαζί του..."

Μάκης Σεβίλογλου

ΥΓ. Δέσαμε "άγκυρες" και περιμένουμε...

Λέξεις και νότες εκ βαθέων...



Είναι και οι άλλοι που όταν ησυχάζουν οι θόρυβοι βγαίνω να τους συναντήσω με το χαμόγελο ακόμα αχνό από τον ύπνο και δεν υπάρχουν περαστικοί να μας κοιτάξουν. Έπαψε και το τρέμουλο στις λάμπες ιωδίου. Ακόμα και η αφήγηση τείνει να σβήσει. Κι εκείνο το κουτσό κοτσύφι που έχω για παρέα τις πρώτες πρωινές ώρες, χώθηκε κάτω από την πικροδάφνη· να αφουγκραστεί αιωρούμενες λέξεις.

Οι καιροί των αποχρώσεων μπερδεύονται μέσα σε παρωδίες ανθρώπων και πραγμάτων. Οι θείες και λυτρωτικές εμπνεύσεις βρίσκονται πεισματικά εδώ, σε μια πλατιά νωπή επιφάνεια κι εσύ παραμένεις στην ομορφιά του άλογου. Αύριο θα σου μιλάνε για τις φωνές που δεν άκουσες και εσύ θα με κοιτάς με μάτια γεμάτα απορία.

Η σιωπή της νύχτας τόσο πηχτή· τόσο συμπαγής. Στηρίζει καλύτερα τη σκεπή μας από την σιδερένια αψίδα που πάνω της τόσα επενδύσαμε. Εσείς που τόσο καλά γνωρίζετε πως ταξιδεύουν τα σκοτάδια, θα έχετε ασφαλώς αντιληφθεί εκείνη τη φιγούρα που κάθε βράδυ ισορροπεί στην κορυφή της καμινάδας μου και κατεβαίνει μόνο αφού περάσει, ύστερα από ώρες, εκείνο το περίεργο σμήνος από πολύχρωμα ψαρόνια.

Οι παλιές πληγές κάποτε μοιραία θα ψηλαφιστούν· θα αφεθούν σε τρεμάμενα, τρυφερά ή απερίσκεπτα δάχτυλα. Όταν το κορμί αφεθεί και γλυκαθεί σ’ εκείνους τους αληγείς ανέμους των τροπικών, το παγωμένο ξαφνικό ξύπνημα θα είναι οδυνηρό πάνω σε κείνη την έρημη γέφυρα, γιατί πάντα θα υπάρχουν εκείνες οι παύσεις με τις στεντόρειες φωνές· να σου θυμίζουν τους ακατάπαυστους πανώριους ανέμους των τροπικών.

Όταν έχεις στο μυαλό νότες και η βρύση συνεχίζει να στάζει εκείνες τις χρυσές σταγόνες, παρεμβάλλονται παιδικά τραγούδια κι όλοι οι διπλοί αυλοί επιστρέφουν κι έρχονται νερά κινούμενα και αυτό μπορεί να μην σημαίνει τίποτα... Ίσως όμως και να σημαίνει πολλά. Ίσως να σου περάσει εκείνη η δυσφορία. Η ανησυχία που έχεις για το αύριο. Ίσως τότε ξεπροβάλλουν τα χρώματα.



Όπως λαμποκοπούν εκείνα τα άγρια μέταλλα που τη λάμψη τους αρπάζει η ματιά από μια μόνο γωνία, έτσι κι εγώ είμαι σίγουρη πως κάποτε είχα την ικανότητα να πετάω χαμηλά παρουσία πλήθος μαρτύρων που τώρα λένε ότι τους διαφεύγει το γεγονός. Όλο αυτό το πλήθος, κάποτε, δεν ήταν στριμωγμένο σ’ εκείνη την στενή προβλήτα έτοιμο προς αναχώρηση.

Τώρα αδιαφορώ για όλους αυτούς. Κοιτάζω μόνο εσένα μέσα στα μάτια και σου ψιθυρίζω... "άσε τις λάμψεις να θαμπώνουν μόνες".

Είδα πολλές κινούμενες τη νύχτα. Όλες γύρω από το απρόσιτο σημείο. θύμιζαν εκείνες τις σταθερές επανερχόμενες μελαγχολίες με ήρεμη αλλά σαφή ζωή. Συνήθως, καθήκον έχουν να σχολιάζουν τον απροσδιόριστο τρόμο που μας καταλαμβάνει όταν πράττουμε το τολμηρό. Η μορφή τους μοιάζει με ξεχασμένα χέρια δίχως γάντια, αυτά που αρνούνται την άνευ όρων παράδοση.

Βλέπεις, κάποια φώτα δεν σβήνουν ποτέ...

ΥΓ1. Είμαι τυχερή που τον συνάντησα. Μου έμαθε τι θα πει ζωή... είπε η ελπίδα μέσα στο σκοτάδι κι η φωνή της σκόρπισε στον αέρα. Κι εγώ θυμήθηκα εσένα. Και ένιωσα κι εγώ τυχερή. Γιατί συνάντησα εσένα...

ΥΓ2. Στην ελπίδα λοιπόν... Που πάντα χάνεται τελευταία. Αφιερωμένο μέσα από την ψυχή μου.

13/5/10

15 χρόνια μετά τον φοβερό σεισμό 6.6



Ήταν μια αποφράδα ημέρα για τους Νομούς Κοζάνης και Γρεβενών, που ταρακουνήθηκαν από τον σεισμό των 6,6 της κλίματος ρίχτερ, μετά από 1100 χρόνια . Όλοι πίστευαν ότι η Κοζάνη είναι αντισεισμική περιοχή και ο σεισμός εκείνος τους αιφνιδίασε και τους προβλημάτισε. Την ημέρα του σεισμού, Σάββατο και ώρα 11:47, αναστατώθηκε η πόλη και έφευγαν όλοι προς τα χωριά και τους ανοιχτούς χώρους, το δάσος Κουρί, τα εξωκκλήσια, τις πλατείες κλπ. Οι δρόμοι εξόδου είχαν μποτιλιαριστεί από τα αυτοκίνητα και θύμισε την 9η Απριλίου 1941 όταν είχε βομβαρδιστεί η Κοζάνη από τους ναζί και φεύγανε τότε άλλοι με ένα «μπουχτσιά» στο χέρι και πεζοί , άλλοι με άλογα ή γαϊδουράκια φορτωμένα με πράγματα και άλλοι με κάρα. Ήταν μια βιβλική έξοδος τότε, όπως και η έξοδος της 13ης Μαίου 1995. Αλλά οι περισσότεροι ήσαν εποχούμενοι και όχι πεζοπόροι όπως το 1941.

Το βράδυ η Κοζάνη είχε ερημώσει, κανείς δεν είχε μείνει στην πόλη, ούτε και άνθρωπος κυκλοφορούσε στους δρόμους. Το διαπιστώσαμε κάνοντας μία βόλτα κατά τις 9 το βράδυ. Η ερημική πόλη σου προκαλούσε φόβο. Πήγαμε κι εμείς στο εξωκκλήσι της Παναγιάς, ήταν γεμάτο από κόσμο και ο Ναός φωτίζονταν από τα πάρα πολλά κεριά που είχαν ανάψει οι πιστοί παρακαλώντας την Παναγία να τους βοηθήσει στη δύσκολη αυτή περίπτωση του σεισμού για να μην επαναληφθεί. Διανυκτερεύσαμε και εμείς εκεί, μέσα στο αυτοκίνητο, όπως κάνανε και πάρα πολλοί άλλοι.

Ο Παππούλης, ο Αϊ –Νικόλας, όπως πάντα, έβαλε και πάλι το προστατευτικό του χέρι και δεν θρηνήσαμε θύματα, ούτε μεγάλες καταστροφικές ζημιές, μιας και ο σεισμός ήταν μεγάλος. Οι κάτοικοι της Κοζάνης μαζί με τον τότε ιεράρχη μακαριστό Διονύσιο, καθιέρωσαν να τελείται κάθε χρόνο την 13ην Μαϊου θεία λειτουργία και ευχαριστήρια δέηση προς τον Κύριο που μας προστάτευσε και να περιφέρεται στους δρόμους της Κοζάνης η εικόνα της Παναγίας Ελεούσας Ζιδανιώτισσας, που τον μήνα Μάϊο κάθε χρόνο βρίσκεται στον Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου, όπου οι Κοζανίτες σπεύδουν να προσκυνήσουν γιατί και η Παναγία η Ζιδανιώτισσα έσωσε την Κοζάνη από την φοβερή μάστιγα της χολέρας το 1918.

Πηγή: Πρωινός Λόγος ημερησία εφημερίδα

Ιδανικός καιρός γι αγάπες και ψέματα...



… Στο σπίτι μας έρχονται συχνά διάφοροι φίλοι του μπαμπά, ακούνε σιγανά μουσική, πίνουν κρασί, τσιμπολογάνε διάφορους μεζέδες που έχει ετοιμάσει ο μπαμπάς μου και εγώ τους έχω τοποθετήσει με ωραίο τρόπο στις πιατέλες, και συζητάνε. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι συγγραφείς. Υπάρχουν και δυο τρεις που δεν είναι.

Συζητάνε διάφορα, για την πολιτική, για τους Αμερικανούς, για τους Γιαπωνέζους, για την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την τηλεόραση, για θεατρικές παραστάσεις, για ζωγράφους, για βιβλία, για δικαστήρια, για τον Νταλάρα, για κάποιον Ταρκόφσκι, για ό,τι μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου, γιατί έχουν πολλά ενδιαφέροντα.

Μα πιο πολύ συζητάνε για τα γραπτά τους και για τα γραπτά των άλλων συγγραφέων. Κάτι φορές τα διαβάζουν κιόλας.



Μου αρέσει πολύ να κάθομαι και να τους ακούω. Κουρνιάζω στον καναπέ, δε μιλάω πολύ, ακούω τα παράξενα που λένε (γιατί λένε και κάτι πράγματα πολύ παράξενα) και μερικές φορές, έτσι όπως κάθομαι, με παίρνει γλυκά ο ύπνος. Κάποια στιγμή ξυπνάω, εκείνοι συζητάνε ακόμα, κι αισθάνομαι λες και όλα τα άσχημα είναι έξω από το σπίτι μας, και είμαι ευτυχισμένη.

Δεν έχω διαβάσει ακόμα κανένα βιβλίο για μεγάλους, αλλά σ’ αυτές τις συναντήσεις του πατέρα μου με τους φίλους του έχω ακούσει να διαβάζουν βιβλία του Β. Π., του Γ. Σ., του Γ. Ζ., του Δ. Σ., του Α. Β., της Ν. Λ., και μερικών άλλων, προτού αυτά εκδοθούν. Σε μερικά από αυτά έχω χάσει μεγάλα κεφάλαια, γιατί, όπως σας είπα, όπως κουρνιάζω στον καναπέ και τους ακούω, πολλές φορές με παίρνει γλυκά γλυκά ο ύπνος. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι αυτό δε συμβαίνει πια, γιατί τώρα κάθομαι κανονικά σε μια καρέκλα και όχι ξάπλα στον καναπέ, κι όταν νιώσω ότι νυστάζω, λέω καληνύχτα, φιλάω τον μπαμπά μου στην κορυφή του κεφαλιού του, εκεί όπου έχει αρχίσει μα κάνει φαλάκρα, και πηγαίνω στο δωμάτιό μου να ξαπλώσω.



…Όταν τους καληνυχτίσω και πάω να κοιμηθώ, μιλάνε για γυναίκες, για τις κατακτήσεις που είχαν στα νιάτα τους, λένε χαμηλόφωνα άσεμνα ανέκδοτα, κουτσομπολεύουν άλλους συγγραφείς, κοκορεύονται ο ένας στον άλλον, καπνίζουν περισσότερο.

Κάτι φορές, με το που κλείνω την πόρτα του δωματίου μου, μου φεύγει κατευθείαν όλος ο ύπνος και ξέρω καλά ότι θα στριφογυρίζω κάνα δυο ώρες άυπνη στο κρεβάτι και θα μου σπάνε τα νεύρα. Κάθομαι λίγο, κάνω ένα γρήγορο ζάπινγκ στην τηλεόρασή μου, την κλείνω, κοιτάζομαι στον καθρέφτη μου και κάνω διάφορες γκριμάτσες, άλλοτε αστείες κι άλλοτε σοβαρές και μεγαλίστικες, κλείνω το φως και χτενίζω τα μαλλιά μου για να δω τον ηλεκτρισμό στη χτένα μου, και επιστρέφω πάλι στο σαλόνι.



«Δε μου κολλάει ύπνος», λέω και ξέρω ότι τα λόγια μου ακούγονται ναζιάρικα.

«Κάτσε, κάτσε», μου λένε όλοι.

Ο μπαμπάς έχει ανοίξει ένα μπουκάλι με ένα άσπρο ποτό που έφερε από τη Σουηδία και το λένε άκβαβιτ. Δεν τους έχω προλάβει. Έχουν ήδη πιει και έχουν εκφράσει τη γνώμη τους αν είναι καλό ή όχι. Με τρώει η περιέργεια. Σκέφτομαι την άλλη μέρα να δοκιμάσω λίγο να δω πώς είναι, αλλά είμαι σίγουρη ότι σε λίγο θα αδειάσουν όλο το μπουκάλι. Περιμένω να τελειώσει ο μπαμπάς μου που τους λέει, ότι εμάς τους Έλληνες και τους άλλους νότιους στη Σουηδία οι ρατσιστές μας φωνάζουν "μαυροκέφαλους", και τον πλησιάζω. Τον ρωτάω σιγανά στο αυτί αν μπορώ να δοκιμάσω λίγο από το ποτήρι του. Χαμογελάει και μου επιτρέπει. Βρέχω λίγο τα χείλη μου και στραβομουτσουνιάζω. Το ποτό είναι χάλια στη γεύση και καίει πολύ. Κάνω μια γκριμάτσα και σκέφτομαι:

«Λες τώρα που στραβομουτσουνιάζω να εμφανίστηκε στο αριστερό μου μάγουλο εκείνο το λακκάκι που εμφανίζεται όταν γελάω;»

Στρέφουν όλοι την προσοχή τους σ’ εμένα. Τώρα δε με ρωτάνε τα τυπικά για το σχολείο και τα μαθήματά μου, αλλά πιο σοβαρά πράγματα. Περιμένω από τον μπαμπά μου να το πει. Πράγματι, το λέει:

«Όταν η Ιωάννα ήταν μικρή, τριών χρονών, είχε κάνει την εξής καταπληκτική ερώτηση: "Όταν μεγαλώσω και δε μου κάνουν τα ρούχα που φοράω, με τι ρούχα θα πάω να αγοράσω καινούργια;". Τρελάθηκα…»



Γελάνε όλοι. Και αν τύχει να μη γνωριζόμαστε πολύ καλά, αρχίζουν να με ρωτάνε αν μου αρέσει να γράφω και τι. Τους απαντάω ότι με τον μπαμπά μου παίζουμε ένα παιχνίδι με ομοιοκαταληξίες, όπου λέει μία ο ένας και μία ο άλλος, και χάνει εκείνος που δεν μπορεί να απαντήσει μέσα σε πέντε δευτερόλεπτα. Για παράδειγμα – πόσο, καμπόσο, ωστόσο, μαλώσω, αθωώσω…



Από αυτές τις ομοιοκαταληξίες έχουμε βγάλει μαζί κάτι πολύ ωραία ποιήματα, από τα κουφά, που τα λέμε και γελάμε. Έχουμε γράψει ένα ποίημα για κάποιον που κερδίζει συνέχεια στο ΛΟΤΤΟ και αυτό του έχει σπάσει τα νεύρα και λέει:

«Ρε, γαμώτο, ρε γαμώτο / πάλι κέρδισα στο ΛΟΤΤΟ…»

Σε ένα άλλο, όπου παίζουν διάφοροι και γίνεται χαμός, ο τελευταίος

«πέφτει κάτω και ψοφάει / τρώγοντας μια apple-pie…»



Μπορεί να γίνω κτηνίατρος όταν μεγαλώσω, αλλά αν καταλάβω ποτέ μέσα μου ότι είμαι κ α ι συγγραφέας, όταν δεν ασχολούμαι με τα ζώα μου και τα άλλα που θα μου φέρνουν να γιατρέψω, θα κάθομαι και θα γράφω. Από τη μία θα έχω ένα επάγγελμα για να μη τα βγάζω δύσκολα πέρα, κι από την άλλη θα κάνω το κέφι μου. Γιατί είναι μεγάλο κέφι να γράφεις. Αυτό το ξέρω όχι τόσο από τον εαυτό μου, αλλά κυρίως από τον μπαμπά μου. Θα πρέπει να περνάει πολύ καλά όταν γράφει, γιατί μπορεί να είμαστε κάπου, ας πούμε στη Ρόδο, έξω να είναι χαρά Θεού, κι εκείνος να μη θέλει να το κουνήσει από το λάπτοπ του. Έχει και λάπτοπ. Αυτό κι αν είναι παλιατζούρα…



Μάλλον θα γίνω συγγραφέας και για ένα λόγο ακόμη. Οι συγγραφείς ταξιδεύουν συχνά σε ξένα μέρη. Τους καλούν σε διάφορα συνέδρια από δω κι από κει. Μ’ αυτό τον τρόπο ο μπαμπάς μου έχει ταξιδέψει σε πολλά μέρη στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ακόμη και σε μέρη που δεν ήξερα ότι υπάρχουν, αλλά από τις φωτογραφίες που είδα αργότερα είναι πολύ ωραία.



Πριν από ένα δυο χρόνια, δε θυμάμαι καλά, τότε που ο μπαμπάς μου είχε πάει στη Σουηδία και όλοι τον φώναζαν ‘‘μαυροκέφαλο’’, εγώ είχα στενοχωρηθεί πολύ που δε γινόταν να πάω μαζί του. Ήταν μόνο για συγγραφείς κι εγώ δεν έχω βγάλει ακόμα βιβλίο. Αν βγάλω έστω κι ένα βιβλίο, τότε ο μπαμπάς μου θα μπορεί να με παίρνει μαζί του σαν συγγραφέα και όχι σαν κόρη του, και κανείς δε θα μπορεί να του πει κουβέντα. Την τελευταία φορά που τον κάλεσαν στο Διεθνές Κέντρο Λογοτεχνών και Μεταφραστών Ρόδου στενοχωρήθηκα τόσο πολύ που θα με άφηνε πίσω μια ολόκληρη βδομάδα, που αναγκάστηκε να τηλεφωνήσει στους διοργανωτές και να τους παρακαλέσει να πάρει κι εμένα μαζί του. Πάντως περάσαμε πολύ ωραία…

(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Πάνου Σταθογιάννη, "Ιδανικός καιρός γ΄ αγάπες και ψέματα", εκδόσεις Κέδρος 2008)



ΥΓ1. Οι πρώτες ευχές που πήρα, ήταν βάλσαμο και με έκαναν να νιώσω άλλος άνθρωπος. Γέμισαν την ψυχή μου χαρά και μου πρόσφεραν το πιο όμορφο δώρο.
Ένα μεγάλο, ζεστό χαμόγελο!

ΥΓ2. Έπαιξα Lotto σήμερα. Το επόμενο μαζί...

12/5/10

Μυογραφήματα...



Η συνεύρεση με τα τεχνάσματα της απόστασης εκτάκτως και εντόνως κράτησε όσο κρατά μια απέραντη θλίψη.

Μια στιγμή!

Και φτάσαμε ως εδώ...

Με το ρήμα στο πρώτο πληθυντικό να τονίζει το ξεκίνημα.

«Πάμε για την Ελλάδα της ελπίδας, για την ελπίδα της Ελλάδας». Και η αντιστροφή θυμίζει ονοματεπώνυμο ξεχασμένης υποψίας. Κι η ελπίδα ανατρέχει στα γεγονότα και ακούει και βλέπει και αναγιγνώσκει τις παλιές δηλώσεις, ένθεν κακείθεν, και απορεί.

Σου σηκώνεται η θριξ και μένουν μετέωρα τα συμπεράσματα. Οικονομικά συμφέροντα που μπορούν να ρίξουν κυβερνήσεις, οργανωμένες προδοσίες και ίδια οφέλη από την άλλη. Κι οι καταλήξεις του εγκεφάλου προσπαθούν να αποκωδικοποιήσουν το αληθές, αποσβολωμένες.

Το παραμύθι άρχισε τον περασμένο αιώνα - 1993- και από τότε οι κοσμητικοί χαρακτηρισμοί έγιναν κομμάτι της ιστορίας αυτού του τόπου και προσωποποίηση της κρυμμένης αθωότητας της πολιτικής.

«Αργυρώνητος» ο ένας, «αρχιερέας της διαπλοκής» ο άλλος. Σκέψεις κάτω από το τραπέζι, προδοσία με ονοματεπώνυμο. Κι η μια μορφή αγγίζει την απουσία, ενώ η άλλη είναι έτοιμη να παίξει μελλοντικά πρωτεύοντα ρόλο. Κι εμείς μοναχοί να εισπράττουμε την έκδοση των εκφωνημάτων και να περιμένουμε το ξεκαθάρισμα του μυστικού κουβαριού εκείνης της εποχής, μια και ο καιρός μπήκε στ’ αυλάκι και η «λαοθάλασσα» αποφάσισε.

Τα πινέλα πάνω στο τραπέζι ζητούν τον ιχνογράφο και αναλογίζεσαι, ποια είναι η αλήθεια επιτέλους, Χαράλαμπε;

Και αναμένεις την απάντηση, αλλά ματαίως, λες και ένα σχέδιο απροσδιορίστου μορφής, ένα σκόπιμο συννεφάκι με γιρλάντες, να αποπροσανατολίζει την εικόνα και να εγκαθιστά το σκοτεινό στο γράφημα.

Και φτάσαμε ώς εδώ!

Συνέχεια του καραμανλισμού ο Σαμαράς. Με απουσία επιθέτου ηχηρού, με ελλειμματική φυσιογνωμία έναντι του υπερμεγέθους αποχωρήσαντος και έχων τη μορφή φυσαλίδος σε λαδωμένη θάλασσα, πανομοιοτύπως, με τον νυν πληθωρικό και τέως αρχηγό. Ρητορική δεινότητα μετρία, βραχνοκόκορας στους υψηλούς ήχους και με λεκτικά τεχνάσματα νηπιακής ηλικίας που γοητεύουν τους κατοίκους όλης της «πολυκατοικίας», κατάφερε, αν και με το στίγμα της αποστασίας απ’ τον αποστάτη, να αναρριχηθεί στο μέγιστο αξίωμα του κόμματος, κατατροπώνοντας ουσιαστικά ένα παρελθόν, που στην αριστερή πλευρά του νου όλων των πολιτικοποιημένων, είχε φως εσπερινό.

Και η υψηλή Ντόρα, γοητευτική σε όλες τις «γραμμές», με ικανότητες και με επικοινωνιακή εμβέλεια ανυπέρβλητη, με χαμόγελο που τσακίζει τις άμυνες, υπέστη την τραγωδία της ζωής της. Και έμελλε αμείλικτο το ίδιο παραμύθι να τρομοκρατεί την οικογένεια από πατέρα εις κόρην.

Ανδρέας ήταν κάποτε η απαγορευμένη λέξη, τώρα πάλι από το άλφα σαμάρωσαν τα επώνυμα.

Όσο νυχτώνει, ο «ακατονόμαστος» μεγαλώνει, φωνάζουν στα γήπεδα, όταν ο χρόνος κυλά και το αποτέλεσμα γίνεται εφιάλτης οδυνηρός.

Ένα λογοτεχνικό ψαλιδάκι του πιστολέρο και η στρογγυλή στην πλεγμένη μήτρα. Και αναγνωρίζεται απανταχού η αλαζονεία του πράσινου μικρού και το κόκκινο επαναφέρεται στην κορυφή των χρωμάτων.

Και στην επικήδεια ιεροτελεστία του προτελευταίου εναπομείναντος επωνύμου, χασκογελούν οι εγκαταστημένοι παλαιοί στους ουρανούς. Και να τα κρασιά και να τα τσουγκρίσματα. Όλοι είχαν να πουν έναν κακό λόγο για τον πληγωμένο αρχιερέα. Και αναμένουν τη στιγμή της υποδοχής, όταν τα σύννεφα αποφασίσουν, για να δώσουν τις απαντήσεις του κρυμμένου.

Αλλιώς μιλάς όταν είσαι πάνω στα σύννεφα κι αλλιώς όταν τα πόδια σου αγγίζουν το έδαφος.

Μπορεί εκεί να διαδοθεί η αλήθεια του παραμυθιού και να στάξει μέχρι εδώ, στους μικρούς κήπους και στις μικρές εισπράξεις του λόγου.

Του κρυφού, του ψεύτικου

Αντώνιος ο Μητσοτακικοφάγος!

Στον κάμπο τα πουλιά λαλούσαν με περίσσια θλίψη! Δεξιά οι περισσότεροι κι αριστερά κανείς.

Μια μαύρη κουρούνα ενοχλούσε την αρμονία του τοπίου. Από πάνω ένας γυμνός ουρανός. Ένας ήχος άνοιξε την παράσταση. Ο Μητσοτακικοφάγος με δόντια μυτερά και δρεπανηφόρους πόδας!

Η πρώτη κλοτσιά ανηφόρισε στα πλευρά και γονάτισε την Κόρη. Το βλέμμα της γέμισε από την υστερία του τέλους. Κοίταξε με σκληρό χαμόγελο. Ένα δάκρυ πήγε να βγει μαζί με ένα παγωμένο χαμόγελο, αλλά κρατήθηκε. Το διέκοψε το βογκητό της μαύρης κουρούνας στο ξερό κλαδί.

Ένα κρώξιμο τελευταίο και το δέντρο απόμεινε μόνο του!

Ένας γδούπος. Ο πόδας προσγειώθηκε στην πυγή και ένα κορμί ξαπλώθηκε αιμόφυρτο στο στεγνό έδαφος.

Και η κουρούνα, απελευθερωμένη τώρα πια, ετοιμάζει τον επίλογο!

Που θα είναι σίγουρα, Εφιαλτικός! Για όλους και για όλα!

Μαγεμένη η ατμόσφαιρα στα παι χνιδίσματα της άνοιξης! Ίσως είναι η αμαρτία που ντύνεται ελαφρά και δεν καλύπτει την προστυχιά της, ίσως είναι κι εκείνο το ζεστό ψιθύρισμα του αέρα, που ανασηκώνει το δέρμα από τη ραστώνη. Κι είναι κι εκείνο το μικρό χαστούκισμα από την υγρασία της θάλασσας, όταν σπαταλιέται χωρίς νόημα, ανάμεσα στις αναπνοές αυτών που τρέχουν να προλάβουν μια φωνή.

Στα συνέδρια των αντιθέσεων η υποκριτική των κραυγών μοιάζει με απόπειρα λανθασμένης ερωτικής συνδιαλλαγής. Χαμόγελα επίπλαστα οδοντοστοιχίες κάτασπρες και γλυκειές ανακατατάξεις των μυϊκών σπασμών των προσώπων. Έντεχνη οργή στα σημεία που χρειάζεται. Χαμήλωμα του τόνου όταν η επιβεβαίωση της ανωτερότητας πρέπει να αναδυθεί και χαριτωμενιές ανεκδοτολογικές όταν το επιτηδευμένο χιούμορ θέλει να προκαλέσει την αποφόρτιση των σκέψεων.

Μια απερίγραπτη σοβαρότητα εξυφαίνεται όταν το παραμιλητό της λεκτικής επαφής υπεισέρχεται στις σοφίτες του φαντασιακού. Και πουθενά η αλη θινή σκέψη και ο γυμνός λόγος.

Μια ανοιξιάτικη περιφραστική κορυφώνει την επιθυμία της επιβολής. Το σκυθρωπό χαρακτηριστικό της σοβαρότητας επικαλύπτει τη μεταμφιεσμένη σκέψη. Και αν αφαιρέσεις τον ήχο κι αφήσεις τα σχήματα να παρουσιάζονται απομονωμένα από την ενορχήστρωση του λόγου, αντιλαμβάνεσαι το πανομοιότυπον της επανάληψης.

Οι ταινίες τρόμου γίνονται κωμωδίες όταν χαμηλώσεις τη φωνή και το αίμα που χύνεται μοιάζει με χυμό φράουλας σε λευκό σεντόνι.

Κι οι μορφές χωρίς λόγο είναι απλώς αναπαραστάσεις μιας υπόθεσης.

Κι η άνοιξη, με τα λιγοστά ρούχα της, κρύβει επιμελώς το αλόγιστο των παθών. Επειδή ξέρει καλύτερα απ’ τον χειμώνα...

Πηγή: Περιοδικό το Ποντίκι

11/5/10

Ο κρότος του καιρού...



Η πρώην διευθύντρια του Σχολείου συνήθως μετρούσε τα λόγια της και ήταν ιδιαίτερα προσεκτική, όταν διατύπωνε μια άποψη. Αυτή τη φορά όμως, φαινόταν θυμωμένη.

Η συζήτηση είχε να κάνει με μια οδηγία του Υπουργείου πριν από δύο χρόνια.

«Να λέτε στα παιδιά ότι πρέπει να σπουδάζουν. Όμως, να τα ενημερώνετε πως δεν είναι ανάγκη να δουλέψουν πάνω στο αντικείμενο στο οποίο σπούδασαν».

Μάλιστα!

Η διευθύντρια δεν το είπε βέβαια αυτό ποτέ στα παιδιά, αλλά και σε εμένα το ανέφερε ενώ πλέον είχε βγει στη σύνταξη.

«Δεν θα τολμούσα ποτέ να πω κάτι τέτοιο στα παιδιά» μου διευκρίνισε.

Όμως, το θέμα δεν ήταν αυτό. Η ουσία αυτής της υπόθεσης ήταν ο κυνισμός της Πολιτείας, απέναντι στο μέλλον αυτών των παιδιών. Φυσικά το γνωρίζουν όλοι αυτό. Οι γονείς, που καλούνται να πληρώσουν φροντιστήρια και το ποσόν όπως είναι γνωστό δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο, τα παιδιά που θα κουραστούν γνωρίζοντας ότι έχει μπει απαγορευτικό στα όνειρά τους.

Στη Βουλή, μια ημέρα μετά την τραγωδία στη Marfin, τα περισσότερα κόμματα μιλούσαν για κέρδη και ζημιές. Οι ανθρώπινες ζωές είχαν ξεχαστεί. Κανείς δεν αναρωτήθηκε «Τι θα πούμε στα νέα παιδιά που βλέπουν ότι δεν έχουν μέλλον».

Αλήθεια, το δίδαγμα στα νέα παιδιά ποιο είναι;

Όσοι έχουν παιδιά στο Λύκειο, τα οποία ετοιμάζονται για εξετάσεις και έχουν το … θράσος να κάνουν όνειρα, τι πρέπει να τους πούνε; Δυστυχώς, αυτή η χώρα μοιάζει να μισεί τους νέους. Όπως και τους γονείς τους. Τη γενιά των 40άρηδων που είναι ίσως η τελευταία που έκανε αυτό που ήθελε. Ισως, για αυτό την τιμωρούν. Γιατί αν το καλοσκεφτείτε, είναι μια γενιά που πλήττεται ιδιαίτερα από τα μέτρα της παγκοσμιοποίησης.

Η γενιά των 40άρηδων όμως, έχει το θάρρος να πει την αλήθεια στα παιδιά. Να μην τους πουλήσει το παραμύθι που τόσο εύκολα εισπράττουν τα τελευταία χρόνια. Στα παιδιά πρέπει πάντα να λες την αλήθεια. Διαφορετικά, έχασες το παιχνίδι. Όπως το έχασαν οι πολιτικοί, αλλά αυτούς δεν τους ενδιαφέρει στην πραγματικότητα. Το ενδιαφέρον είναι υποκριτικό.

Εμάς όμως, μας ενδιαφέρει και θα το παλέψουμε…

Πηγή: Τα Νέα