23/9/10

Όνειρα φυλαγμένα...
























Mια μέρα υπερατλαντικού ταξιδιού μου στοίχισε κάμποσες ώρες αποβλάκωσης μπροστά στην τηλεόραση. Εξαιτίας της απορρύθμισης του εσωτερικού ρολογιού, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να αλλάζω κανάλια. Κάτι που δεν κάνω ποτέ, εξ ου και η τρομερή έκπληξη. Αν είχα περίσσευμα ενέργειας, θα αναφερόμουν σε συγκεκριμένα πρόσωπα αποδίδοντάς τους παρανομίες, αντιδεοντολογική συμπεριφορά, χυδαιότητα, καθαρή βλακεία όμως προτιμώ να μην εμπλακώ σε αντιπαραθέσεις με ανόητους. Η τηλεόραση βρίσκεται στα χέρια ανόητων, για να το θέσω ηπίως. Και απορώ πώς τόσοι άνθρωποι ασχολούνται μαζί τους, όχι μόνο μέσω της τηλεόρασης αλλά κι ενός ολόκληρου συστήματος λαϊκών περιοδικών που αναδεικνύουν το εγχώριο πανηγύρι της ματαιοδοξίας. Ένα βράδυ ήταν πάντως αρκετό για να αηδιάσω με τον πολιτισμό μας, με τα αστραφτερά του κουρέλια μ' εκείνο το απεχθές μείγμα χωριατιάς και στρας, σαχλομελοδράματος και σαδισμού, σουσουδισμού και λεβεντομαγκιάς που χαρακτηρίζει τα ριάλιτι σόου και τους διαγωνισμούς ταλέντων.

Να ένα πολιτικό ζήτημα που θα έπρεπε να ενώνει τους Ελληνες: όχι στην τηλεόραση όχι στην κουλτούρα του σκυλάδικου και της πλατινέ ξανθιάς που δεν κατάφερε να τελειώσει το σχολείο όχι στους τηλεπαρουσιαστές με το λεξιλόγιο των 150 λέξεων και των ισάριθμων επιφωνημάτων («ουάου!»), όχι στους δημοσιογράφους που, αντί να μας ενημερώνουν για το τι συμβαίνει στον κόσμο, ασχολούνται με τους «λαμπρούς» γάμους, τις εγκυμοσύνες και τους χωρισμούς των προαναφερθέντων ανόητων. Να τι είδα μέσα σ' ένα βράδυ κι ενώ βυθιζόμουν σε λήθαργο στην αρχή, σε απελπισία αργότερα: αθλητικολόγο με ένα δόντι (η υπόλοιπη οδοντοστοιχία λείπει) ρεπορτάζ από ξενυχτάδικο της Σαντορίνης με καρσιλαμάδες στις μπάρες (το μήνυμα ήταν ότι, σε πείσμα της οικονομικής καταστροφής, η Ελλάδα ξεφαντώνει)· διαγωνισμό χορού σε σκηνικό τύπου Λας Βέγκας· στιγμιότυπο από γάμο «διάσημων», τους οποίους -εννοείται- δεν τους είχα ακουστά. Επίσης, είδα μια διαφήμιση όπου οι γυναίκες ξεφωνίζουν σαν σεληνιασμένες μπροστά σε μια ντουλάπα γεμάτη παπούτσια, ενώ οι άντρες κάνουν το ίδιο μπροστά σε μπουκάλια μπίρας: τα φύλα κατασκευάζονται με τον παραδοσιακό τρόπο, τίποτα δεν αλλάζει...

Μέσα από την τηλεόραση οι γυναίκες βγαίνουν από ένα και μοναδικό εργοστάσιο: γυναίκες-Μπάρμπι, γυναίκες-τρόπαια, γυναίκες-γλάστρες, γυναίκες-κοσμικές οικοδέσποινες. Και βέβαια, στον αντίποδα, γυναίκες-γριές-χωρικές-τσεμπεροφορούσες· «γραφικές» που χρησιμοποιούνται σαν φολκ στοιχείο σε άλλη κατηγορία τηλεοπτικών διαφημίσεων γυναίκες που δεν έχουν όνομα και τις οποίες οι «ξύπνιοι» (π.χ. που ασχολούνται με τις διακυμάνσεις του Dow Jones) προσφωνούν «γιαγιάδες». Τι κρίμα που τόσοι κοινωνικοί αγώνες φαίνονται να πηγαίνουν χαμένοι. Η ελληνική τηλεόραση, αυτός ο πολιτιστικός σκουπιδότοπος, αποτελεί παράλληλη εξουσία: η νομοθεσία εξοστρακίζεται, οι δημοκρατικοί θεσμοί αδειάζουν από κάθε περιεχόμενο. Νεαρές γυναίκες δέχονται να συμμετέχουν σε εξευτελιστικά παιχνίδια τύπου «Η εκδίκηση της ξανθιάς» δυσλειτουργικές οικογένειες εκθέτουν τα προβλήματά τους σε πίστες έφηβοι, αντί να σπουδάζουν ή να μαθαίνουν ένα επάγγελμα, ονειρεύονται να γίνουν σταρ σε σκυλάδικα. Η τηλεόραση συναρμολογεί την εικόνα μιας χώρας που δεν σέβεται τον εαυτό της.

Τι κρίμα που είμαι πολίτης μιας τέτοιας χώρας...

Σώτη Τριανταφύλλου





ΥΓ. Εμείς σε πείσμα όλων αυτών των τραγελαφικών που συμβαίνουν γύρω μας έχουμε συντροφιά τραγούδια όμορφα. Τραγούδια ψυχής που γίνονται άγκυρες στις θάλασσες που μας μαγεύουν και μας ταξιδεύουν. Με ελπίδα, πίστη και τσαμπουκά.

16/9/10

Καταζητούνται αλήθειες...



«Αλήθεια, α στερητ.+ λήθη προσδιορίζει γεγονότα ή πράγματα που δεν είναι δυνατόν να λησμονηθούν ή να αποκρυβούν»

Αλήθεια.
Σκληρή λέξη
τιμωρός.

Σου στερεί τη διαδικασία της λήθης και σε καταδικάζει σε μια συνεχή και δια βίου επώδυνη υπόμνηση.

Επιστρέφει την φθαρμένη πραγματικότητα μιας εποχής περασμένης.
Απουσιολόγος αριστούχος του χρόνου
δεν σου χαρίζει ούτε μια απουσία λησμονιάς.
Ω! ψέμα εφήμερο, επινόηση, και κρύπτη της φαντασίας.

Υ.Γ. Η μυστική συνάντηση με το γοητευτικό ψέμα
είναι η ανομολόγητη αμαρτία της αλήθειας.

Η αλήθεια έχει πολλές εκδοχές. Διαλέγουμε όποια μας συμφέρει. Το ψέμα όμως έχει μια και μόνη συναρπαστική εκδοχή.

Ένα περίτεχνο ψέμα διαθέτει θεατρικότητα.

Μια φτωχή εκδοχή της αλήθειας, θεατρινισμό.

Το ψέμα προσφέρει θαλπωρή.

Η αλήθεια παγετώνα.

Το ψέμα κοχλάζει στην κόλαση της φαντασίας, λεπτοτέχνημα απάτης. Μεταίχμιο ονειρικού με το γήινο. Μπισκότο τραγανό με παχιά στρώση σοκολάτας ψημένο στο φούρνο της επινόησης.

Επιμύθιο ανομολόγητου φόβου.

Υ.Γ. Μήπως και το όνειρο ψέμα της αλήθειας μας δεν είναι;

Θέλει τέχνη και φαντασία το ψέμα.
Είναι φιλόξενο το ψέμα.
Ανοίγει διάπλατα την πόρτα του σε κάθε χτύπημα.
Μου αρέσει να ζω την περιπέτεια ενός ψέματος
έχοντας την εκ των προτέρων γνώση...
Αγκαλιάζω τρυφερά τα ψέματα
ιδίως αυτά που σου κλείνουν πονηρά το μάτι
και σου ζητούν να μην τ’ αποκαλύψεις.
Υπάρχουν ψέματα που σε προστατεύουν
από το ψύχος της πραγματικότητας
και σε σκεπάζουν στοργικά τη νύχτα.
Είναι γλυκό κουταλιού το ψέμα,
σ’ ένα ζεστό καλοκαιρινό απόγευμα, είναι παγωτό σοκολάτα.

Υ.Γ. Με διώχνει η υποκρισία γιατί είναι ένα ψέμα διάρκειας.

Μου αρέσει πολύ το χειροποίητο ψέμα.
Αυτό που σε μια αδιόρατη γωνιά του
γράφει "Hand Made in Life".
Η συναρπαστική διαδικασία της σύλληψης
της κυοφορίας
της γέννησης
και τελικώς της δωρεάς.

Γιατί όταν χαρίζεις ένα ψέμα είναι σαν να προσφέρεις ένα κομμάτι ζώντος εφήμερου ονείρου.

Τι μας αναγκάζει να επινοούμε ψεύδη;

Η απάντηση είναι εύκολη...

Η ίδια η ζωή.
Η σκληρή της πραγματικότητα.
Πόσο δροσίζει τις μέρες μου
όταν φυσάει ο άνεμος
ενός ανθρώπινου ψέματος...
Αδύναμη της δυσπιστίας
χάνομαι στον λαβύρινθο της σαγήνης του
και πιστεύω.

Υ.Γ. Το ερωτικό ψέμα εκφέρεται μέσα από βρυχηθμούς ψιθύρων και ηδύνει τον ωτακουστή μάρτυρα.

Τον χρόνο!

Γιάννης Τόλιας

15/9/10

Tότε που κυνηγούσα τους ανέμους...



«Ακούω μηνύματα. Φωνές απ’ την Ελλάδα. Ελληνικά καλέσματα. Έλα! Ο επαναπατρισμός σου είναι ελεύθερος».

Μα εγώ ρωτώ:

«Ο επαναπατρισμός μου ναι είναι ελεύθερος. Εγώ όμως θα είμαι ελεύθερος μετά τον επαναπατρισμό μου;»

Ένας αγαπητός μου φίλος μου τηλεφώνησε. «Έχεις το κλειδί της πατρίδας στο χέρι σου! Άνοιξε και μπες». Μα εγώ θέλω ν’ ανοίξω την πόρτα της πατρίδας μου μ’ ελληνικό χέρι, ενώ η επίσημη δήλωση είναι κάπως θολή. Τέλος πάντων, τι μου προσφέρουν, ιθαγένεια ή επαναπατρισμό; «Επαναπατρισμόν», μου απαντούν «χωρίς Ιθαγένεια». Και τότε αποφασίζω να πεθάνω στα ξένα!

Γιατί νάρθω στην Ελλάδα; Για ν’ ανεβοκατεβαίνω τις σκάλες των υπηρεσιών ζητιανεύοντας πατρίδα; Η πικρή μου εμπειρία με προφύλαξε από τέτοιες ταπεινώσεις. Είμαι πολύ άρρωστος, πολύ κουρασμένος και προ πάντων πάρα πολύ κακοπαθημένος για να παίξω εθελοντικά την κωμωδία του Δημοσίου κινδύνου. Προτιμώ να ζήσω εκπατρισμένος και ελεύθερος παρά επαναπατρισμένος και επιτηρούμενος.

Είμαι πικραμένος αφάνταστα για τη μεταχείριση των αρχών απέναντί μου. Μα είναι απελπιστικό. Η Ελλάδα που γεννήθηκε για να προσφέρει την ελευθερία στους άλλους ν’ αρνείται να την προσφέρει στα παιδιά της.

Η πατρίδα μας από φριχτά ολισθήματα, λάθη και προδοσίες άλλων, μπήκε στον κυκλώνα μιας αληθινής τραγωδίας. Και να γιατί σαστίζω. Πώς σε μια τόσο μεγάλη Ελλάδα δεν μπορούν να χωρέσουν στον κόρφο της μερικές χιλιάδες ορφανεμένα της παιδιά.

Δεν ξέρω τι με περιμένει στο μέλλον. Αύριο ξαναμπαίνω στο Νοσηλευτήριο, πολύ μακριά από το Βουκουρέστι και δε θα μπορώ να λέω πια τα παράπονά μου στον αγαπημένο μου Ελληνικό Τύπο. Έτσι λυπούμαι που δεν θα μπορέσω να εξοφλήσω ούτε ένα από τα χρέη μου. Περιορίζομαι μόνο ν’ απευθύνω τις ολόθερμες ευχαριστίες μου που με τόση γενναιοφροσύνη και ανθρωπιά μου συμπαραστάθηκαν στον ανέλπιδο αγώνα μου.
Σφίγγω με αγάπη στο στήθος μου την παλλόμενη ελληνική καρδιά του Κέβιν Άντριους.
Χαιρετώ όλους όσοι με σκέπτονται και με καρτερούν.

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ
Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 11/4/1975




Πολυγραφότατος και πολυδιαβασμένος λογοτέχνης, ο επωνομαζόμενος και Μαξίμ Γκόργκι της Ελλάδας. Η «πένα» του έχει αμεσότητα, λυρισμό, δύναμη και ρεαλισμό. Έργα του, όπως τα μυθιστορήματα «Συννεφιάζει», «Οι κερασιές θα ανθίσουν φέτος» και το μπεστ-σέλερ «Ένα παιδί μετράει τ' άστρα» διαβάστηκαν πολύ από τη νεολαία τις δεκαετίες του '50, του '60 και
του '70.

Γεννήθηκε το 1906 ή κατ' άλλους το 1912 στο χωριό Αγία Κυριακή της Μικράς Ασίας και το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος Μπαλάσογλου ή Βαλασιάδης. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή, η οικογένειά του περιπλανήθηκε αρκετά, μέχρι να εγκατασταθεί το 1923 στο χωριό Εξαπλάτανος της Έδεσσας.

Η οικογένειά του ήταν εύπορη, αλλά έχασε τα πάντα στον Μεγάλο Ξεριζωμό. Έτσι, ο νεαρός Δημήτρης αναγκάστηκε από τα νεανικά του χρόνια να εργαστεί σκληρά ως λαντζέρης, λούστρος, ψάλτης, δάσκαλος και επιστάτης στα έργα του Γαλλικού Ποταμού (Λουδίας). Από τον ποταμό Λουδία εμπνεύστηκε το φιλολογικό του ψευδώνυμο Λουντέμης. Η στράτευσή του στην Αριστερά και η πολιτική δράση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ του στοίχισε την αποβολή του απ' όλα τα γυμνάσια της χώρας.

Στα ελληνικά γράμματα εμφανίσθηκε πολύ νωρίς, το 1927, με δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε εφημερίδες της Έδεσσας. Το 1930 ποιήματα και διηγήματά του δημοσιεύτηκαν στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία», ενώ το 1934 υπογράφει για πρώτη φορά ως Μενέλαος Λουντέμης στο διήγημά του «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια».

Έπειτα από μια οδύσσεια μετακινήσεων, ο Λουντέμης θα έλθει στην Αθήνα και θα γνωριστεί με αριστερούς διανοούμενους, οι οποίοι σύχναζαν στη λέσχη «αν Σουσί» της οδού Πατησίων. Καθοριστική ήταν η γνωριμία του με τους διακεκριμένους ομοτέχνους του Κώστα Βάρναλη, Άγγελο Σικελιανό και Μιλτιάδη Μαλακάση. Ο τελευταίος θα τον βοηθήσει να βρει δουλειά ως βιβλιοθηκάριος στην «Αθηναϊκή Λέσχη» και να ανασάνει οικονομικά.


Την ίδια εποχή αναπτύσσει στενή φιλία με τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Δημήτρη Βέη, ο οποίος θα τον δεχθεί ως ακροατή στις παραδόσεις του, αφού ο Λουντέμης δεν μπορούσε να εγγραφεί στη Φιλοσοφική, καθώς δεν είχε τελειώσει το γυμνάσιο, λόγω των πολιτικών του περιπετειών και της οικονομικής του ανέχειας. Το 1938 ήταν ήδη φτασμένος συγγραφέας και τιμήθηκε με το Μέγα Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας για τη συλλογή διηγημάτων του «Τα πλοία δεν άραξαν».

Στην κατοχή οργανώθηκε στο ΕΑΜ και διετέλεσε γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Κατά τον εμφύλιο συλλαμβάνεται για τα αριστερά του φρονήματα, δικάζεται για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο, ποινή που δεν εκτελέστηκε ποτέ. Αντ' αυτού, εξορίζεται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Μακρόνησο και στον Άη Στράτη, μαζί με το Θεοδωράκη και τον Ρίτσο.

Το 1956 τον μετέφεραν στην Αθήνα από τον τόπο εξορίας του για να δικαστεί, επειδή, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, στο βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» και συγκεκριμένα στο διήγημα «Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό», αναφέρονται «…προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας…». Στη δίκη που έγινε με τον εμφυλιοπολεμικό νόμο 509/47, οι μάρτυρες υποστήριξαν ότι το βιβλίο του «προπαγανδίζει τας πολιτικάς του ιδέας, θίγει την έννοια του κράτους, κλονίζει την εμπιστοσύνη του λαού στη Δικαιοσύνη, καλλιεργεί το μίσος».



Αφού διαβάστηκε το κατηγορητήριο ερωτώμενος από τον πρόεδρο περί της ενοχής του απαντά:

«Ναι, είμαι ένοχος. Όχι όμως γι’ αυτά που έγραψα, αλλά γι’ αυτά που δεν έγραψα και ακριβώς γιατί δεν τα έγραψα. Κατηγορούμαι ότι έγραψα για τους απλούς ανθρώπους, για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς. Μα για ποιους έπρεπε να γράψω; Εγώ αυτούς γνώρισα, αυτούς αγάπησα, μαζί τους μοιράστηκα και τις χαρές και τις πίκρες μου. Δίπλα τους γεύτηκα κι εγώ την πίκρα της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας και ήταν οι μόνοι που μου συμπαραστάθηκαν. Γι’ αυτό και αισθάνομαι φταίχτης που δεν έγραψα όσα έπρεπε να γράψω γι’ αυτούς».

Στη συνέχεια καταθέτουν μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης. Ανάμεσά τους ο Κώστας Βάρναλης την κατάθεση του οποίου αξίζει να διαβάσει κανείς (στο βιβλίο «Η δίκη του Μενέλαου Λουντέμη», εκδόσεις ΟΛΥΜΠΙΑ – Στρουμπούκης που φοβάμαι όμως ότι είναι εξαντλημένο).

Τέλος ο Λουντέμης καλείται να απολογηθεί και κάνει μια αναδρομή στη ζωή του και περιγράφει μαζί με το δράμα το δικό του το δράμα ενός ολόκληρου λαού. Όταν φτάνει να περιγράψει το δράμα του παιδιού του όταν ο ίδιος βρισκόταν στη Μακρόνησο ο πρόεδρος παρατηρεί:

«Απορώ … πώς δεν υπογράψατε μια δήλωση για να σώσετε από τη δοκιμασία εσάς και το παιδί σας…».

Και ο Λουντέμης απαντά: «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάμω πάλι τέσσερα εγώ!»

Οι επιφανείς πνευματικές προσωπικότητες που έσπευσαν να τον υπερασπιστούν (Άγις Θέρος, Γιώργος Θεοτοκάς, Κώστας Βάρναλης, Στράτης Δούκας, Ασημάκης Πανσέληνος, Κώστας Κοτζιάς), υποστήριξαν ότι το βιβλίο του «είναι ένα εξαιρετικό έργο, γεμάτο αγάπη για τον άνθρωπο και πίστη στην πορεία του προς το μέλλον».

Μετά τη δίκη και την απαγόρευση κυκλοφορίας των βιβλίων του, το κλίμα είναι βαρύ για τον Λουντέμη. Εκπατρίζεται στο Βουκουρέστι και χάνει την ελληνική ιθαγένεια από τη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Στη Ρουμανία συνεχίζει το συγγραφικό του έργο, αλλά νοσταλγεί πάντα την πατρίδα, «ένα ελληνικό καφεδάκι...μιά ρετσίαν..», έγραφε σ' ένα φίλο του. Μετά την μεταπολίτευση ανακτά την ελληνική ιθαγένεια και επιστρέφει στην Ελλάδα το 1976. Δεν πρόλαβε να χαρεί για την επάνοδό του και στις 22 Ιανουαρίου 1977 πεθαίνει από καρδιακή προσβολή και ενταφιάζεται στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.



«Οι αναποδιές κι οι σκουντούφλες, τα ντέρτια κι οι μαύρες συντυχιές, στον κόσμο αυτόν πάνε μαζί μαζί. Έρχεται η μια και σου χτυπάει την πόρτα και ξοπίσω της μπουκάρουνε όλες μαζί. Μπουλούκι. Σαν τις καλιακούδες απάνου στο λέσι».

«Τι πολιτεία θα ’ταν αν δεν είχε και κανένα πεθαμένο; Ύστερα χρειάζεται κι αυτός για να βάλουν γνώση οι ζωντανοί – αν βάλανε ποτές».

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ «ΣΥΝΝΕΦΙΑΖΕΙ»
Εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ



Σε ανοιχτή επιστολή που στέλνει από το Βουκουρέστι προς δημοσίευση γράφει:

Προς τον ποιητήν Κέβιν Άντριους

Αγαπητέ μου συνάδελφε, (τι κρίμα να μην μπορώ να σας πω “συμπατριώτη”) η συγκίνησίς σας με συνετάραξε. Είσθε λοιπόν Έλληνας; Ώστε στην Ελλάδα αν το λαχταρά μπορεί να γίνει Έλληνας και ένας ξένος φτάνει να την αγαπά; Πέστε μου, καλέ μου συνάδελφε, επειδή κι εγώ πολύ την αγαπώ, πέστε μου ποιες διαδικασίες ακολουθήσατε και πόσο κράτησαν αυτές; Γιατί εγώ 15 χρόνια παλεύω κι ακόμα δεν τα κατάφερα. Σας παρακαλώ… εσείς που έχετε τον ενθουσιασμό του νέου Έλληνα βοηθήστε ένα γεννημένο στην Ελλάδα, βασανισμένο στην Ελλάδα, να γίνει κι αυτός Έλληνας. Δεν μιλώ σαρκαστικά. Σας μιλώ τραγικά. Βοηθήστε με τουλάχιστον εσείς αφού κανείς από τους συμπατριώτες μου δεν με βοηθά.
Με τιμή
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ


Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 24/3/1975



Η Ελλάδα συνεχίζει να δείχνει το σκληρό της πρόσωπο απέναντι σε αυτόν τον μεγάλο άνθρωπο των γραμμάτων δίχως κανένα ίχνος μεταμέλειας μέχρι σήμερα. Το σπίτι του Μ. Λουντέμη στον Εξαπλάτανο Πέλλας όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια παρότι έχει χαρακτηριστεί - με προεδρικό διάταγμα του 1985 - διατηρητέο, 33 χρόνια μετά, παραμένει εγκαταλειμμένο και ετοιμόρροπο, εξαιτίας της αδυναμίας εξεύρεσης λύσης στο ιδιοκτησιακό καθεστώς, αλλά και των πολλών συναρμόδιων φορέων και υπουργείων πάνω στο θέμα.

Η υφυπουργός τονίζει ότι «η αποκατάσταση του σπιτιού όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια ο μεγάλος μας συγγραφέας Μενέλαος Λουντέμης είναι μια διαρκής μάχη με το χρόνο, που έχει φθείρει αρκετά ένα σημαντικό μνημείο του ελληνικού πολιτισμού».

«Τι τσινιάρικη φοράδα είν’ αυτή η Ελλάδα και δεν μποράνε να την κάνουν ζάφτι;»

«Άιντε, ένα χεράκι ακόμη και τη βγάλαμε τη ζωή… Να πάρουν σειρά οι άλλοι».

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ «ΑΓΕΛΑΣΤΗ ΑΝΟΙΞΗ»
Εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ


13/9/10

Ταχτιβιλίμ....



O πατέρας της μητέρας μου, ο, με απολυτήριο Εμπορικής Σχολής Βόλου, σκυτοτόμος και επιδιορθωτής υποδημάτων στην Πορταριά του μεσοπολέμου, έως τη μοιραία βουτιά του στον τσιμενταύλακα, κάτω από τον τυλιγμένο άγριο γιασεμί φράχτη του αμαξιτού, την 8η Δεκεμβρίου 1966, την ίδια βραδιά που πέθαναν εκατοντάδες άνθρωποι στο ναυάγιο της φαλκονέρας και την επόμενη της, με τον τρόπο καρτούν, αποδημίας Ουόλτ Ντίσνευ ο οποίος με την κρυογονική βρήκε ένα σίγουρο και φυσικό τρόπο αναστάσεως, ο παππούς μου λοιπόν, ο Γαρύφαλλος Δουκίδης, είναι σίγουρο ότι δεν γνώριζε τίποτα για τον αββά Σισώη.

Είχε κάνει βέβαια κάποιες εξαιρετικές γνωριμίες, λόγω κυρίως του υπερβολικά κοινωνικού χαραχτήρα του. Είχε συνομιλήσει με την τυφλή τραγουδίστρια της δεκαετίας του ’50, τη Μαριάννα Χατζοπούλου. Στην πλατεία του χωριού, την κέρασε εκείνη την στεγνή καρυδόπιτα που διέθετε με ένα φράγκο ο Πεταλάς ενώ εγώ, πεντάχρονος, πλάι τους βύζαινα το δερματόοσμο μικρό του δαχτυλάκι, βαπτισμένο στο τσίπουρο και τη σκόνη των μετεωριτών που είχε καθίσει στα ξύλινα τραπέζια, καθώς ο παππούς ζωγράφιζε επεισόδια από τη ζωή του.

Ύστερα τραγούδησαν κι οι δυο μ΄ένα αίσθημα «να ζήσουν τα φτωχόπαιδα», «Ζαφείρα», «κάνε κότσο τα μαλλιά σου», «φούστα κλαρωτή», «η μάνα μου με δέρνει» το «τραγούδια που αναβόσβηναν, εκείνο τον καιρό, στο νουάρ σελιλόιντ, σύμφωνα με το ρυθμό των ανθισμένων ματιών της Μαριάννας.

Ο παππούς της μίλησε για τα παιδικά του χρόνια –ποια παιδικά... με ένα τσαγκαροσούβλι στα δάχτυλα εικοσάωρα ολόκληρα καθημερινά στο υπόγειο του καταστήματος του πατέρα του, με την ταμπέλα «υποδήματα δια νύμφας» και άφησε να εννοηθεί ότι η βασική του διαφωνία με τη γιαγιά στην πρώτη τους δεκαετία ήταν τα πολιτικά ενώ σήμερα τσακώνονται για το πόσο κρύο μπορεί να ήταν το καρπούζι με τα αρχικά ΓΔ που πήρε από την ποδιά της βρύσης και το ανέβασε, αυτός ο γάιδαρος, σε πεντακόσια μέτρα καλντεριμιού και πενήντα οχτώ σκαλοπάτια, προσπαθώντας να μην τσακίσει τους μίσχους από τα σκυλάκια και τα γαρύφαλα της. Επειδή η γιαγιά, παρά το ασκητικά ισχνό κορμί της, είχε φωνή και φλόγινη γλώσσα δράκου κινέζικου παραμυθιού.

Δεν του ήταν δυσερμήνευτη και η σιωπηρή κοφτή της χειρονομία, το χέρι τεντωμένο απέναντι του να δείχνει μιαν έξοδο, μιαν αναχώρηση, μιαν αποβολή –το χέρι του αγγέλου με την ρομφαία- κι ο παππούς να σκέφτεται πόσο αναπαυτικός θα είναι ο ύπνος ανάμεσα στο αμόνι και την πόρτα, κάτω από τις φωτογραφίες του Βενιζέλου και τα σκίτσα του Φωκίωνα Δημητριάδη –διάβαζε τις κεντρώες εφημερίδες- που τα φιλοξενούσαν.

Ίσως από ενύπνιο του, κάποιες τέτοιες μέρες, να ξεπήδησε η ανεικονική, αδέσποτη λέξη –ιδιόμορφο ταχτάρισμά του για όλα τα παιδιά που πλησίασαν τη γωνιά του, το τάχτιβιλίμ.

Όμως τον όσιο Γέροντα της Νιτρίας σίγουρα δεν τον ονειρεύτηκε ποτέ.

Η φωτογραφία τραβηγμένη από την κύρια είσοδο του πολυτελούς ξενοδοχείου της Πορταριάς, το Μέγα Θεοξένια. Χοντροχάρτονη, του 1931. Στο κέντρο, κάτω από την υποκαστανιά που ακόμη θάλλει, ο ηγέτης και δεξιά και αριστερά του καμιά τριανταριά πορταρίτες. Ξεχωρίζω μεταξύ των πρώτων τον Γαρύφαλλο Δουκίδη. Δεν έχει τη γεροντική καμπουρίτσα που λάτρεψα. Κοιτάω προσεκτικά, με φακό τα χείλη του τα μισάνοιχτα. Πρέπει να κραυγάζει.

Ο κ. Βενιζέλος προσεφωνήθη υπό κατοίκου του χωριού με το «Ως ευ παρέστης Ελευθέριε σοφέ». (Από εφημερίδα της εποχής).

Ενδεχομένως να είχε ακούσει το τροπάριο του συνώνυμου μεγαλομάρτυρα ο παππούς, αν και σπάνια πήγαινε στην εκκλησία. Χριστούγεννα και Πάσχα, όπως έλεγε ο ίδιος. Αν δε, δεν του κυρίευε συχνά αυτό το πνεύμα της άρνησης του Θείου, ως αντίδραση ίσως στην «ψευτομετάνισσα» τη γιαγιά μου (τη λέξη πρέπει να την άκουσε από τον υπηρετούντα στη θέση του γραμματικού της Κοινότητας Πορταριάς, Γιώργο Παπαδιαμάντη, το μικρό αδερφό του σπουδαίου μας διηγηματογράφου Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ο οποίος τη χρησιμοποιούσε συχνά στα κείμενα του), αν δεν έμενε αλιβάνιστος χρόνια ολόκληρα, ίσως είχε μάθει, από το συναξάρι ή από τη γνωστή τοιχογραφία, την αντίδραση του οσίου Σισώη μπροστά στον άλαλο και κωφό τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Ο άγιος, λένε και εικονίζουν, δάκρυσε για τη ματαιότητα των ανθρωπίνων. Τόσες σπαταλημένες δυνατότητες, τόσο αίμα για την εν σμικρώ, εν ελαχίστω ξενοδοχεία ενός, ομοίου με όλους τους άλλους, σκελετού;

Αν γνώριζε λοιπόν αυτή την ιστορία είμαι σίγουρος ότι δεν θα επέμενε αυτός, ο αρνητής των μύθων στο ίδιο καθημερινό, μεσημεριάτικο παιχνίδι μας.

Ξάπλωνε στο κρεβάτι με τα γόνατα ανασηκωμένα. Τα γόνατα ήσαν πλοίο σε άξενο πόντο κι εγώ, πάνω τους, στα πέντε μου χρόνια καπετάνιος. Ο καπτά Γιάννης. Κι ο παππούς ήταν η γοργόνα, η αδερφή του Μεγαλέξανδρου. Μια γοργόνα με σώβρακο μακρύ και δασύτριχο στήθος.

«Καπετάν Γιάννηηηηη… ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;», φώναζε η γοργόνα, ταράζοντας τη σιέστα ακόμη και των γειτόνων. Κι εγώ, σήκωνα ψηλά τα χέρια και εν θριάμβω ομολογούσα:

«Ζει και βασιλεύει και τον Κόσμο κυριεύειιιιιιιιιιιι».

Στο μπροστινό κάθισμα ένας ημικρετίνος μιλούσε ασταμάτητα στην ομόρρυθμη γυναίκα του. Μπουκέτα από κότες και αγριολάχανα στο πάτωμα.

«Τα κεφάλια μέσα», προειδοποίησε ο οδηγός. Απολάμβανα την τρομερή περιπέτεια ενός ταξιδιού δώδεκα ολόκληρων χιλιομέτρων και τη θέα ενός Παγασητικού που άλλαζε χρώματα. Το «σαπφείρινο μαβί» γύριζε στο σκληρό, αιχμηρό μπλε.

Το μεταγκαζοζέν λεωφορείο –ξέρετε εκείνο με τη μούρη θλιμμένου σκύλου, στην άκρη της οποίας κρέμονταν ενίοτε η μανιβέλα –διέσχιζε πλαγιές με ελαιώνες και πλατανορέματα. Η γιαγιά, δίπλα μου, έσφιγγε την ολόισια περισπωμένη ενός σιωπηλού στόματος. Αριστερά μας, κάποιος γκριζομάλλης πετούσε στη γυναίκα του προφητείες για την επόμενη στιγμή:

«Να τώρα θα πέσουμε…. Που πάει αυτός…. όι… όι…. »

Ξαφνικά ακούστηκε ένα τριπλό παφ και το λεωφορείο της γραμμής Βόλου- Πορταριάς – Μακρινίτσας σταμάτησε.

«Το κέρατο μου», είπε ο οδηγός κι ύστερα «σκάσε ρε» στον ημιπληγικό που βρίσκονταν ακριβώς πίσω του. «Βλάβη» απεφθέφξατο, υπερβολικά επίσημο, και τράβηξε χειρόφρενο.
Κατέβηκε κι αυτός και ήταν έτοιμος να σκύψει στην μηχανή όταν το όχημα, από κατασκευής άναρχο κι εναντιωτικό, άρχισε να κινείται.

«Παναγιά μου», φώναξε η γιαγιά, η των χειλιών της γραμμή κύρτωσε, και μου άρπαξε το χέρι. Όλοι κινήθηκαν προς την μόνη ανοιχτή πόρτα, την μπροστινή, και προσπάθησαν να κατέβουν. Από την ίδια πόρτα προσπαθούσε να ανεβεί στο, προς τον γκρεμό κινούμενο λεωφορείο, και ο οδηγός για να το σταματήσει.

Βγαίναμε για να σωθούμε και τον εμποδίζαμε να μπει να μας σώσει. Κι ήταν η αμφίπλευρη ένταση και το ζωτικό πάθος τέτοια που κανένας δεν κατάφερνε τίποτα.

Εποχούμενα διασχίζαμε τα τα τελευταία τρία μέτρα της ζωής μας –υπάρχει πιο συναρπαστικό ταξίδι;

Ξαφνικά το αυτοκίνητο στάματησε όπως ξεκίνησε. «Μπλόκαρε ο συμπλέκτης», είπε ο εξουθενωμένος οδηγός. «Μας έσωσε ο άγιος», είπαμε εμείς.

«Γαρόφλε, έταξα στον Αι Νικόλα μια λαμπάδα στο μπόι μου» είπε η γιαγιά στον παππού μόλις φτάσαμε στο χωριό. Και με έδειξε. Εκείνος μας αγκάλιασε σφιχτά και δεν μίλησε.

Το ίδιο μεσημέρι, την ώρα του αγαπημένου μας παιχνίδιου και πριν για την αθανασία του Μεγαλέξανδρου πρόλαβα να θριαμβολογήσω, κατέβασε τα γόνατα του και με πέταξε στον πόντο των σεντονιών, εμένα τον καπτά Γιάννη.

Κι άκουσα, κι ακούσαμε όλη η γειτονιά, τη Γοργόνα με το δασύτριχο στήθος και το μακρύ σώβρακο, να , ως καπετάνιος, να κραυγάζει πανηγυρικά:

«Zειν, ζειν, ζουν».


Του Γιάννη Τσίγκρα


11/9/10

ΈχουΜΜΕ και λέΜΜΕ...



Εκεί γύρω στο πενήντα πρωτολειτούργησε το καμάρι, μα ποιο καμάρι… τρομάρα μας! Ετοιμάστε αδέρφια την έξτρα χήνα, της νύφης. Μα ποιας νύφη; Aυτηνής που άλλη "σε" δείχνουν κι άλλη "σε" δίνουν. Του Θερμαϊκού… Μα ποιου Θερμαϊκού; Οποιουνού μας απόμεινε, όφου πια με το μηδενισμό σας!

Χαρά μεγάλη οι βόρειοι, θρίαμβος κάτι σαν να νικούσε ο ΠΑΟΚ για μια βδομάδα ή κατά το ελληνικότερον, με την κατσίκα του γείτονα σαν να έχανε ο Ολυμπιακός για μια βδομάδα.Και περηφάνεια, μια περηφάνεια για το στολίδι το κόσμημα της πόλης το κλεμμένο …και μια αγωνία και μια βεβαιότητα για το λάθος, να δεις που θα μας την επάρουνε τα καρτάλια.

Δυο γρεβενίσιες έτυχε κείνες τις μέρες να ναι στην πόλη κι είπαν να πάν να δγιουν κι αυτές το παναίρ.

Αφού γυρίσαν τα λιγοστά περίπτερα και θάγμασαν τα τρακτέρια και τις θεριζοαλωνιστικές μηχανές, όπως τους εξήγησε το καλούτσκο το πιδί και σφώνησαν ότι θα κανε θάγματα ου Μήτσους μι τούτα δω τα πράματα, κατευθύνθηκαν προς τα ζα. Λίγες οι συμμετοχές στην πρώτη έκθεση οπότε συμπληρώθηκαν κατά το παραδοσιακό των ζωοπανηγύρεων από την έκθεση ζωντανών.

- Βοήθειά μας είναι και του άγιου Μάμα, σιμά, κοντά είπε η μικρότερη.

- Ωχ του άγιου Μάμα, του αγίου Μάμαντος, έτς του πει ου πάτερ κι ωχ σιμά κοντά στσι δυό του Σεπτέμβρ, άγιε Μάμαντε φύλαε τα ζωντανά μας είπε η μεγαλύτερη που ταν και ποιο μουρφωμέν.

Κι είδαν γρούνια, είδαν αλόγατα είδαν γάλλους αυτούς με τα λειριά όι τους άλλους, είδαν πάπιες είδαν χήνες. Κάπου στο τέλος της βόλτας κοντοστάθκαν...

- Μωρ, τι πλι είν τούτου; είπε η μεγάλη.

- Ισί να μ’ πεις που συ κι γραμματιζούμενη της την έκατσε η μικρή, που της τόχε φλαγμένου.

- Ούι, ούι… τρανό που νι κι άσπρο, μπουζάτο, φτου σκόρδα του καμάρι’μ!

- Θα κάν μαρί κάτ αυγά ιτούτο, αχά κάτι αυγά!

- Αμ δε θα κάν, σουγκαντάρ του πλι...

- Δγιες, δγιες μαρί τα φτιρά του, αχού πόσου τρανά, πουλύ αψλά θα πιτάει τούτονε, πολύ αψλά.

- Κι μια μύτ , γκαγκάνα σουστή σαν του Μήτσου΄μ…κι δγιες μωρέ έει και σακούλ κάτου απ τ’ γκαγκάνα τ’, τι του θελ του σακούλ του πλι, παράδις έχ;

- Λες μωρ να ν΄ καγκουρώ… πιτάμενου;

- Τι ν’ τούτο το καλουρώ… το πώς του πις, που μ’ λιες...

- Καγκουρώ ζωντανό είνι, μι σακούλα σαν κι δαύτου αλλά φτιρά δεν έχ, ου Κωτσούς το λεγε που ρτε απ την Αστραλία.

- Κι δγιεστο… αχά, πως πιρπατεί, σα μιθυσμένου παέν.

-Τι μεθυσμένου καλιέ, αυτούνε σαν να κτσαίν μι φαίνιτι…άι τους απατιώνις κτσό πλί μας φέραν να δγιούμι.

- Βρε μπας κι νι πλι που κρέν;

- Λιες μαρί… άι μίλα του από κοντά να δγιούμι.

- Κι άμα δαγκάν μαρί… τι κοντά να πάω μι λιες;

- Έλα, βαλ τα χέρια σ΄ σμπλάτη, να δγιες σαν κι μένα, αλλά σίμωσε να μας ακούσ’.

- Κρίννι, ωρέ πλι...

Μούγκα το πλι.

- Πουλ πουλ πουλ, κρίννι βρε!

Ξαναμούγκα το πλι.

- Γουλ γουλ γουλ, κριννι σι λιέω.

Ξύθηκε για λίγο του πλι...

- Πρρρρ, βρε… κρίννι σκασμένου!

Ντιπ, κιχ του πλι.

- Άι πάμι μαρί, πάμι και κτσο και κφό πλι που κριννι μας φέρανι οι απατιώνες.




ΥΓ1 Πλι που κρίννι: ο παπαγάλος
ΥΓ2 Προς αποκατάσταση του κύρους της ΔΕΘ και των πρώτων διοργανωτών της, το πλι…ήταν πελεκάνος.

10/9/10

Τα ήσυχα βράδια η πόλη θ’ ανάβει σαν μεγάλο καράβι...



Ο καιρός αγρίεψε εδώ στο βορρά. Ένας αγέρας κρύος φυσά και η βροχή πλησιάζει. Το προδίδει το άρωμα της που φτάνει πάντα πριν απ΄ αυτήν. Με ανοιχτό το παράθυρο και την κουρτίνα τραβηγμένη χαζεύω τα φώτα των αυτοκινήτων που περνάνε ασταμάτητα από το δρόμο. Παρατηρώ μια παρέα από φοιτητές που περπατούν στη μέση του δρόμου με φωνές και γέλια και σπάνε την ησυχία της βραδυάς. Πάντα τους καταλαβαίνεις τους φοιτητές. Έχουν αυτήν την ανέμελη διάθεση εξερεύνησης που δύσκολα συναντάς στους μόνιμους κατοίκους μιας πόλης που έχουν δει ήδη τα πάντα.

Κι έτσι όπως το βλέμμα μου ταξιδεύει στον συννεφιασμένο δίχως άστρα τούτη την ώρα ουρανό, σκέφτομαι ότι τον αγαπώ κατά βάθος τούτον τον τόπο κι ας έλλειψα μακράν από κοντά του. Αγαπώ τα χαίνοντα γιγάντια-ορυχεία του. Τα φαγωμένα από τα λατομεία βουνά και τους λόφους της περιοχής. Σε ένα τέτοιο είδα μια μικρή λίμνη γαλαζοπράσινου νερού που ανέβλυζε και γέμιζε το κενό της πέτρας.



Έρχονται στο νου μου τα λησμονημένα εργοστάσια της ΑΕΒΑΛ και της ΜΑΒΕ, που με τόσες ενοχές τα φορτώσαμε και που σιγά σιγά βουλιάζουν στη σιωπή και τη μοναξιά τους, υπερωκεάνια τραβηγμένα στη στεριά, κήτη προϊστορικά. Συλλλογίζομαι τους ημι-παρατημένους από τη μη ανάσκαψή τους αρχαιολογικούς χώρους, που έχουν πάνω τους θλιμμένα τα θραύσματα του χρόνου και όσους συγκαλύπτουν στη χωμάτινη φυλακή τους. Φέρνω εικόνες από τις οριστικά πεσμένες εκκλησίες κάποιων αιώνων και τις αναστηλωμένες μετά το σεισμό. Τα χαλάσματα στα χωριά που ερημώνουν και γίνονται σκόνη αστρικής μνήμης.

Τα πατριδο – ήπιον κιτς των ιστορικών υπαίθριων χώρων και μουσείων, όπως αυτού στο Μπούρινο, των απυρόβλητων εξεγερμένων του 1879. Την κάτω σιαγόνα του ρινόκερου των 6 εκατομμυρίων ετών που βρήκε ο άσημος καρβουνοπώλης στο ακόμα πιο ασήμαντο ορυχείο κάρβουνου στο χωριό Προσήλιο Σερβίων.



Κάποτε στο Νομό μας υπήρχε θάλασσα· δεν την βρήκαν να την αποτυπώσουν οι φωτογράφοι. Υπήρχε ζούγκλα με όλα τα συμπαρομαρτούντα. Όλο, δηλαδή, το αρχέγονο υλικό της Δημιουργίας το οποίο έρχεται στο τώρα με τις μεγάλες τομές στη γη των ορυχείων της ΔΕΗ και των άλλων εργοστασίων που δεν εξορύσσουν μόνον το υλικό που δίνει φως, αλλά βγάζουν και τη φωνή της ψυχής που φωνάζει τη γεωλογική προϊστορία του, όταν και η Δυτική Μακεδονία συμμετείχε στον εκρηκτικό, αργό χορό της δημιουργίας.

Είναι οι πληγές που μας ζουν και με τις οποίες συζούμε βίον αρμονικό κι ισορροπημένο ή και διαταραγμένο. Το τοπίο μας χωνεύει οριστικά στην επικείμενή μας ως όντα πεπερασμένα, απώλεια, αλλά εφήμερα στην κάθε στιγμή μας, μας συγχωνεύει, μας υπάρχει, μας ευλογεί, μας συγχωρεί, μας λυτρώνει.



Οι τόποι της μικρής ξεχωριστής πατρίδας είναι οι τρόποι της ψυχής μας. Γέρνουμε πάνω τους με αγαλλίαση, όπως αφηνόμαστε σε οικείες ή αγαπημένες αγκαλιές. Εκεί μόνον βρίσκουμε το είναι μας στην όποια ασημαντότητα τους· ο δικός μας τόπος είναι το τσαντίρι που δεν αλλάζει με τίποτε κανένας τσιγγάνος. Όσοι φεύγουν απ’ αυτόν είναι μεν σε μια αναζήτηση του Άλλου, αλλά ό,τι άφησαν τους αναζητά πάντα στο μέσα τους· τους τρώει, φορές, αρρωστημένα. Τον νομό, παρότι δεν έχει τεχνητά σύνορα, εν τούτοις τον νιώθουμε όλον δικό μας και αμέσως γίνεται αντιληπτή κάθε διάβαση των νοητών ή φυσικών ορίων. Νιώθουμε, ανεπαισθήτως, κάπως αλλιώς. Στη γεωγραφική κι εν πολλοίς χαρακτηρολογική μας ετερότητα αποτελούμε την κοινή ενότητα του ελλαδικού όντος που ίσως τώρα να μην πληγώνει ή πληγώνεται και τόσο όπου ταξιδεύουμε, κατά τον ποιητή, αλλά διατηρεί μια κοινή παθογένεια ελλαδικού τρόπου συμπεριφοράς και μια πάγκοινη ευγένεια τοπίου.



Οι λάσπες του Φθινοπώρου, οι διαρκείς ομίχλες του χειμώνα στις καστανιές του Βοίου· η μοναξιά των τοξωτών γεφυριών στην ίδια περιοχή· τα τοπία χαλκομανίες εικαστικές στο Βελβεντό· η μωβ θάλασσα του κρόκου μετά τις πρώτες βροχές του Οκτωβρίου που συμβάλλει εφήμερα στην ηθική ημεράδα του τόπου και στη διαρκή ευημερία του διπλωμένου μέχρι γης ανθρώπινου τοπίου περισυλλογής του· τα ανεμο-πέη του Μικρόβαλτου, «τα Μπουχάρια», δημιουργίες δηλαδή του ανέμου που έφαγε με γλυπτική και έντεχνη λύσσα το χώμα κι άφησε στο πέρασμά του, σε διαρκή στύση, ολόρθα τα κομψοτεχνήματα του· τ’ αρχοντικά της Σιάτιστας με την περασμένη αρχοντιά τους· τα κάστρα των Σερβίων που περιορούν και βιγλατορίζουν τη λίμνη Πολυφύτου· το μονύδριο της Λαριού που το νέο ηλεκτροβόρο φράγμα διέστριψε τον Αλιάκμονα· ο ευρωστότερος πλάτανος της νότιας Βαλκανικής στη Λευκοπηγή, ασύγκριτος παντός άλλου εν Ελλάδι, τον οποίο η ΕΤ3 λησμόνησε να καταμετρήσει σε εκπομπή της και μας έδειχνε «μέγιστους» άλλους ίσα με ένα κλωνάρι αυτού· το καστανόδασος της Βλάστης με τις γιορτές της γης.

Ιδού, λοιπόν, ο τόπος μου...


Κλείνοντας σας θυμίζω από τον Χ.Λ. Μπόρχες πως:

Εγώ έρχομαι από πολιτείες άλλες
όπου τα χρώματα είναι αχνά
και όπου, καθώς πέφτει το βράδυ, μια γυναίκα
θα ποτίζει τα λουλούδια της αυλής

7/9/10

Bιβλία εναντίον τσιγάρου





















Ξεκινώντας από το ερώτημα αν ξοδεύει περισσότερα στο διάβασμα ή στο κάπνισμα, ο Τζορτζ Όργουελ στα απολαυστικά κείμενα του βιβλίου του, εξετάζει μια σειρά από θέματα. Από τους κινδύνους που κρύβουν τα παλαιοβιβλιοπωλεία ως το πώς ζει ο κριτικός βιβλίων, από την ελευθερία του τύπου ως την πραγματική έννοια του πατριωτισμού.

Ο Έρικ Άρθουρ Μπλερ, γνωστός ως Τζορτζ Όργουελ, γεννήθηκε στις 25 Ιουνίου του 1903, μορφώθηκε, μόχθησε, πολέμησε, αγάπησε, κάπνισε, διάβασε, ήπιε, συζήτησε, αρρώστησε, γέλασε, πόνεσε, πάλεψε, παντρεύτηκε, έγραψε (τα διασημότερα έργα του 1984 και Η Φάρμα των Ζώων) και έφυγε από τούτο τον κόσμο στις 21 Ιανουαρίου του 1950.

Όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης διαβάζοντας τα κείμενα του, ο Όργουελ ανήκει σε μια κατηγορία ανθρώπων που επιλέγουν να εκφραστούν με το γράψιμο, πιστοί στην ιδέα ότι οι λέξεις μπορούν να είναι φορείς και μεταδότες αληθείας, να είναι οι πομποί του επιτακτικώς αληθούς, ο συνδυασμός τους να σου επιτρέπει να μιλήσεις για ό,τι πιο βαθύ, ειλικρινές, ωραίο, πλούσιο, ευγενές τυχαίνει να συναντάς ή και να συλλαμβάνεις, αλλά και για ό,τι χθαμαλό, ποταπό, εξευτελισμένο, παραπεταμένο, συκοφαντημένο «φτάνει στα γυαλιά σου», όπως έλεγε ένας παλιός ποιητής.

Ο προβοκατόρικος τίτλος του βιβλίου του, ανταποκρίνεται μόνο στο πρώτο δοκίμιο, όπου ο Όργουελ, με το πνευματώδες ύφος του, χρησιμοποιεί στατιστικά στοιχεία της εποχής του προκειμένου να καταδείξει ότι το βιβλίο δεν είναι μια ακριβή μορφή ψυχαγωγίας που απευθύνεται μόνο στα μεσαία και τα ανώτερα στρώματα. Υπολογίζοντας, κατά προσέγγιση, πόσα ξοδεύει ένας μέσος εργάτης κάθε χρόνο σε ποτά και τσιγάρα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το διάβασμα είναι μια φτηνή διασκέδαση, ίσως η πιο φτηνή μετά το ραδιόφωνο και σίγουρα φτηνότερη από την παμπ. Επομένως το –ιδιαιτέρως επίκαιρο σήμερα– επιμύθιο είναι κόψτε το ποτό και το τσιγάρο κι αγοράστε βιβλία.

Στα επόμενα δύο δοκίμιά του ο Όργουελ ανατρέχει στα χρόνια που εργάστηκε σε παλαιοβιβλιοπωλείο κι έπειτα ως βιβλιοκριτικός, αναζητώντας απαντήσεις στο ερώτημα «τι διαβάζει το κοινό». Τα συμπεράσματά του, μολονότι αναφέρονται κυρίως στην εποχή του Μεσοπολέμου, είναι και πάλι εξοργιστικά επίκαιρα.

Σταχυολογώ: Οι γυναίκες διαβάζουν περισσότερο από τους άντρες, συνήθως όμως οι άντρες διαβάζουν συγκεκριμένα πράγματα (ιστοριογραφία, αστυνομικά μυθιστορήματα) που δεν διαβάζουν οι γυναίκες (οι όποιες εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα)· τα ρομάντζα, τα «ροζ» και γενικώς τα αισθηματικά αναγνώσματα είναι μακράν τα πιο ευπώλητα (έχει αρχαίες ρίζες το κακό)· το ευρύτερο κοινό σαν να έχει διαγράψει από τη μνήμη του τους κλασικούς· κάποιοι από τους κλασικούς (Σέξπιρ, Ντίκενς) συνεχίζουν να πουλάνε πάντα, επειδή όμως πρέπει να τους έχει κανείς στη βιβλιοθήκη του και όχι επειδή διαβάζονται.

Το πιο ενδιαφέρον δοκίμιο του βιβλίου είναι αυτό με τον τίτλο «Η παρεμπόδιση της λογοτεχνίας». Εδώ ο Όργουελ καταδεικνύει ότι η λογοτεχνία και εν γένει η πνευματική ζωή δεν είναι δυνατόν να ευδοκιμήσει κάτω από αυταρχικά καθεστώτα, εκεί δηλαδή όπου απουσιάζει η ελευθερία στην κριτική και η δημοσιοποίησή της. Καίτοι αριστερός (πιο σωστά Εργατικός – όταν το Εργατικό Κόμμα της Μ. Βρετανίας ήταν όντως… εργατικό), ο Όργουελ στοχεύει την πρώην Σοβιετία της εποχής του Υπαρκτού και υποστηρίζει βάσιμα (σύντροφοι, μην ταράζεστε) ότι οι ασφυκτικές νόρμες που επέβαλε το Κόμμα στο όνομα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού έβλαψαν τη ρώσικη λογοτεχνία. Αρκεί μια σύγκριση ανάμεσα στους Ρώσους λογοτέχνες που αναδείχθηκαν πριν και μετά την Οκτωβριανή επανάσταση.

Στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου ο Όργουελ ασχολείται με το πώς αντιμετώπισε η γενιά του τον Α΄και τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, τον Ισπανικό εμφύλιο και άλλα σημαντικά γεγονότα, ασκεί κριτική στον τρόπο που το σύστημα υγείας συμπεριφέρεται στους φτωχούς κ.λπ. Οι παρατηρήσεις του φανερώνουν ξανά έναν οξυδερκή στοχαστή.

Πέρα από την εξαιρετική πένα του, διάβασα τα κείμενα με τελείως διαφορετικά συναισθήματα. Η εκτενής παρουσίαση της ζωής σε ένα βρετανικό οικοτροφείο ήταν ό,τι πιο οξυδερκές έχω διαβάσει σχετικά με το ζήτημα. Η περιγραφή της εμπειρίας του από ένα νοσοκομείο απόρων στη Γαλλία συγκλονιστική. Διασκεδαστική και η περιγραφή της ζωής του ως βιβλιοπώλη, αλλά και το κείμενο όπου εξηγεί γιατί πρέπει να προτιμάμε τα βιβλία από τα… τσιγάρα. Είναι πιο οικονομικά (χρήσιμο στις μέρες μας!)

Από την άλλη, πολλές ενστάσεις θα μπορούσε να έχει κάνεις για τα πολιτικά του άρθρα. Ωστόσο, έχουν δυο σημαντικές αρετές. Εντιμότητα και «άγνοια κινδύνου». Ο συγγραφέας δεν νοιάζεται να γίνει αρεστός, αλλά να πει αυτό που πιστεύει αληθινό.

Αντιφάσεις…

Ποιος ξεφεύγει από αυτές; Απόδειξη, η συλλογή άρθρων και δοκιμίων του Τζορτζ Όργουελ με τίτλο "Βιβλία εναντίον τσιγάρου"
(Εκδόσεις Μεταίχμιο. Μεταφράζει με μεράκι ο πρώην θεριακλής και νυν οπορτουνιστής-αντικαπνιστής Ίκαρος Μπαμπασάκης).

Κλείνω το βιβλίο. Μπροστά από το παράθυρο του ηλεκτρικού περνούν οι σταυροί του Β’ Νεκροταφείου.

Όλα μάταια; Όσα κάνουμε, όσα λέμε, όσα γράφουμε;

Κι όμως, να που διαβάζω και συγκλονίζομαι με το βιβλίο ενός ανθρώπου που πέθανε πριν από εξήντα ολόκληρα χρόνια. Η σκέψη μένει και γεννάει. Και τα γραπτά. Και οι πράξεις.

Ο κόσμος μετά το μικρό βοτσαλάκι που πετά ο καθένας μας στη λίμνη, δεν θα είναι ποτέ πια ο ίδιος!




ΥΓ. Γλέντια σαν αυτά που ζήσαμε ως τώρα, με τραγούδι, ξενύχτι, ποτό και τσιγάρα, μόνο στις αναμνήσεις μας πια... Τσιγάρο τέλος. Τίτλοι τέλους... και στο ξεφάντωμα των ελλήνων. Βαστάτε καλά τα βιβλία στα ράφια σας γιατί όπως πάνε θα μας τα πάρουν κι αυτά...

6/9/10

Ταξίδι σε χρόνο αόριστο...



Φεύγαμε. Κι ακόμη περνάγαμε από τη θύρα στη Θηρασιά από τις Θήβες στη Θήβα. Με τα αινίγματα άλυτα στα χέρια. Πιο πολύ στους καρπούς. Από την Αντιγόνη στην Πρίγκιπο και μετά στον Οιδίποδα και την Ελένη. Στις Πυραμίδες παίζαμε ντόμινο, στην Αλεξάνδρεια μας καθήλωναν τα αόρατα κι ανείπωτα. Όλες τις ανηφόρες της θάλασσας με τα πόδια, αλλά μαζί.

Και τα ρέστα μας τα ξοδεύαμε στον Έρωτα τον Παμμέγιστο. Καφέδες, ντελβέδες, ιζήματα. Βαδίζαμε ανάμεσα. Έτσι φτάσαμε ο ένας στον άλλον. Χαρακώνοντας λέξεις αισθήματα με λεπίδες. Εξομολογούμενοι αντέχοντας. Ξορκίζοντας. Με θυμούς. Χωρίς επιστροφή.

Κι αν οι άλλοι δεν έχουν τίποτα να φοβούνται από μας, θέλουν να βλέπουν πως έχουν. Δεν τους κακίζω αν είναι αυτό να τους κρατά ζωντανούς. Παραμαγεύτηκαν όμως. Μπέρδεψαν την ιστορικότητα με την αλληγορία. Ανακάτεψαν προφήτες, νευροσπάστες, ταχυδακτυλουργούς.

Και τράβηξαν απ'το σύμπλεγμα ένα φύλλο. Στην τύχη.

Ενώ εμείς ξεκινάγαμε για την αλήθεια. Άνευ όρων. Φεύγουμε. Οι άλλοι πίσω, για την εκτίμηση ενός βερύκοκου που δεν το σαλεύει ούτε η αύρα. Πεσμένο στο χώμα σήπεται. Έμειναν και σφαγιάζουν σκιάχτρα. Έτσι είναι η ασφάλεια στις κολυμπήθρες, στις γυάλες, στις δαχτυλήθρες.

Δεν έχει φουρτούνες και τρικυμίες. Μπορείς από κει. Ο καθένας μπορεί άσχετα αν το παρουσιάζει ως άθλο. Μέσα στο νεορθόδοξο υπόκοσμο που τον έφτιαξαν στα μέτρα τους εμείς διαβαίναμε με ρίγος στα πρακτορεία. Στρίβαμε τσιγάρα και συνεχίζαμε στις προκυμαίες. Και στα λιμάνια αφήνουμε τον καπνό απ'τα φουγάρα να μας ταξιδεύει.

Ξέρεις... η καλύτερη στιγμή μας ήταν όταν ζήτησες τα χέρια μου και φίλαγες τις παλάμες μου. Μη ρωτάς γιατί...

Μαλβίνα Κάραλη


3/9/10

Ποτέ και Τίποτα...



Ο Ποιητής του υπογείου, ο υπόγειος μας λαογράφος, ο άνθρωπος της υπόγας και της κατώγας. Ωραίος και υπόγειος ως έλλην. Κι απ' την άλλη η Ελλάς που τον πλήγωσε πολλαπλά, που τον κυνήγησε ανελέητα, που τον φυλάκισε, που τον εξόρισε, που τον καταδίωκε σε όλη του τη ζωή. Κι αυτός, μεγαλειώδης, δεν έπαψε στιγμή να την/μας μελετάει, να συλλέγει τα ράκη της/μας, να καταγράφει αυτά που οι ιστορικοί δεν καταδέχουνταν ν' αγγίξουν, μη και λερωθούν. Τα ψαχουλεύει στα σκατά μας και ν' ανασύρει βαθμούς ελευθερίας.

"Η Ποίηση είναι μια απάτη κι ο Ποιητής αρχιψεύταρος. Μόνο το Σώμα που λατρεύεις υπάρχει".



Δυο είδη ανθρώπων υπάρχουν σε αυτό το κόσμο που ζούμε: αυτοί που παθιάζονται με αυτό που κάνουν, γινόμενοι οι καλύτεροι στο είδος τους, και οι ‘’πονηροί’’ που πέφτουν σε επιπολαιότητες, δημιουργώντας ημιτελή αποτελέσματα. Ο Ηλίας Πετρόπουλος άνηκε στη πρώτη κατηγορία και ξεβράκωνε σε κάθε ευκαιρία τους ‘’παλιάτσους’’ της δεύτερης.

Αυτοεξόριστος στο Παρίσι εδώ και πολλά χρόνια ο Πετρόπουλος δούλευε με μια μανία που θα τη ζήλευαν χιλιάδες ανερχόμενοι ερευνητές. Και λέω ερευνητές διότι αυτό ήταν. Έπιανε ένα θέμα κι ασχολούταν μαζί του επί χρόνια. Εξαντλούσε κάθε δυνατή πηγή, περικυκλωνόταν από αμέτρητα λεξικά, ταξινομώντας τα πάντα στο κεφάλι του, σε απεριόριστες στοίβες χαρτιών και φακέλους που αργότερα ξεψείριζε με την ησυχία του.

Τεράστιο αρχείο εικονογραφικού υλικού, άκρως απαραίτητο στα βιβλία του, λειτουργούσε πάντα ως αποδεικτικό στοιχείο σε αυτά που έγραφε. Κάτι σαν τα αποτυπώματα που άφησε ο δολοφόνος στο τόπο του εγκλήματος. Είναι λάτρης της αλήθειας και αυτή αναζητεί μέσα από τα κείμενα και βιβλία του χωρίς αοριστίες και τσαπατσουλιές. Και την αναζητεί προσεγμένα και με μεθοδικότητα, χωρίς να τον αφορά ο χρόνος ολοκλήρωσης. Γράφοντας απλά, με χιούμορ, κατανοητά, κάνοντας και τον πιο απλό αναγνώστη να κατανοήσει το θέμα του.



Όσο για τα θέματα του;

Το περιθώριο. Κι όταν λέμε περιθώριο δεν εννοούμε τους σύγχρονους ψευτόμαγκες και φλόρους, όπως συνήθιζε να αποκαλεί τη σημερινή νεολαία, αλλά τους καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες, τους χαρακίριδες και πάνω απ’ όλα τους παλιούς ρεμπέτες που ήταν και το αγαπημένο του θέμα. Ίσως ο μοναδικός άνθρωπος που έγραψε τόσο πολύ γι’ αυτό το πολιτισμικό κεφάλαιο της χώρας μας. Μιας χώρας που τον κυνήγησε, τον φυλάκισε τον δίκασε, τον κούρασε. Μιας χώρας που ως συνήθως τρώει τα ‘’απροσάρμοστα’’ παιδιά της. Και ο Πετρόπουλος ήταν ένα από αυτά. Αναρχικός, άθεος, ασυμβίβαστος, υβριστικός, αντίθετος με την επίσημη λαογραφία των πανεπιστημιακών. Ο ίδιος είχε πει πως δε θα ήθελε με τίποτα να ξαναφάει την Ελλάδα στη μάπα του. Κι αυτό έκανε, ποτέ δε ξαναπάτησε το πόδι του στη ψωροκώσταινα.



Πέρα όμως από λαογράφος, λεξικογράφος κ.τ.λ, ο Πετρόπουλος υπήρξε και ποιητής. Αυτό βέβαια φαίνεται και μέσα στα βιβλία του όπου ο λόγος του κυλάει ωσάν πρόστυχου κληρωτού των λέξεων. Στα ποιήματά του διακρίνεις το θάνατο και τον έρωτα, πανταχού παρόντες. Στα κείμενα του γράφει σχεδόν σα το τελευταίο άνθρωπο πάνω στη γη. Γίνεσαι ένα με την αγωνιά του να μάθεις και να εμπλακείς στο μίτο που ξετυλίγεται σελίδα με τη σελίδα. Το θράσος του είναι απερίγραπτο και οι ακαδημαϊκοί είναι γι’ αυτόν στοχαστές που δεν ονειρεύονται ποτέ. Πόσες φορές άλλωστε, όπως είπαμε δεν τον κυνήγησαν ποινικά για τα προκλητικά του κείμενα που εναντιώνονταν μ’ εκείνα των χαρτογιακάδων. Ο Πετρόπουλος όμως δε μασάει. Συνεχίζει να είναι αθυρόστομος και αληθινός μάγκας.

Πριν κυκλοφορήσει τον περιβόητο ‘’Κουραδοκόφτη’’, στη στήλη που έγραφε στη Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, προειδοποιεί: ‘’ Είναι αυτονόητο πως οι λεξικογράφοι που εδημοσίευσαν λίστες με φλοράδικες λέξεις, απέφυγαν επιμελώς τις αθυροστομίες. Η λέξη κουραδοκόφτης τυπώνεται εδώ για πρώτη φορά. Συνεπώς σύμφωνα με το νόμο, έχω τις σχετικές ποινικές ευθύνες, καθότι τυγχάνω πλέον ιδιοκτήτης της λέξης’’. Πιο πάνω στο κείμενό του ο Πετρόπουλος για πολλοστή φορά στην έγγραφη ζωή του ξεγυμνώνει και πάλι τους λεξικογράφους. ‘’

Οι μικρές λίστες που προανέφερα περιέχουν μόνο 40 μέχρι 150 λέξεις, όπερ αποδεικνύει την οκνηρία των δαιμόνιων λεξικογράφων μας. Οι ίδιοι λεξικογράφοι ισχυρίζονται ότι τα Φλοράδικα βασίζονται κυρίως στα αγγλικά. Αυτό το λένε επειδή ο ασήμαντος αριθμός των λέξεων που κατέγραψαν δεν τους επιτρέπει να προβούν σε σοβαρές στατιστικές. Έχω συγκεντρώσει ως τώρα κάπου 7000 λέξεις της Γλώσσας των Νέων. Και έχω διαπιστώσει μέσα στα Φλοράδικα, μιαν ισχυρότατη παρουσία της κλασικής μας αργκό που οι ερασιτέχνες λεξικογράφοι αγνοούν’’.



Είναι φανερό πως αυτό το τέρας μνήμης κι έρευνας ήταν ο χειρότερος εφιάλτης όλων των λεξικογράφων της χώρας μας, (βλ. Μπαμπινιώτης, Ζώης, κ.α.). Οτιδήποτε δοτό γι’ αυτόν, ήταν και παράλογο. Δε πίστευε σε κανένα θεσμό, (θρησκεία, στρατό, πολιτικές παρατάξεις), κι όλα βρίσκονταν υπό αμφισβήτηση στο κεφάλι του. Ολάκερες νύχτες, ακούγοντας τζαζ και τα αγαπημένα του ρεμπέτικα, μέσα στη κάμαρα του, στο πολύβωο Παρίσι που λέει και ο Ουράνης σ’ ένα ποίημα του, περικυκλωμένος από ανείπωτες αλήθειες για το κόσμο του περιθωρίου, για τα πράγματα που στις μέρες μας πια έχουν τα περισσότερα σκαρτέψει, μπουρδέλα, μάγκες, το τραγούδι, το αυθεντικό, ο Πετρόπουλος με τ’ ‘’αρχίδια’’ του πάνω στα χαρτιά γίνεται ο νονός όλων αυτών, μαθαίνοντας σε μας τους νέους ένα κόσμο που δε ζήσαμε κι ούτε πρόκειται να βιώσουμε. Σε μια συνέντευξη του είχε πει: ‘’Γράφω για τους νέους και απευθύνομαι στους νέους. Το κοινό μου ήταν, είναι και ελπίζω ότι θα είναι πάντα νέοι’’.

Η εργογραφία του Πετρόπουλου μετριέται στα περίπου 80 βιβλία. Ανάμεσα τους συναντούμε ποιητικές συλλογές του (Ποιήματα 1968-1974 & 1982-1991), βιβλίο με κολάζ δικά του (Κυρίως Αυτό), και προσωπικά του κείμενα (Επιστολαί Προς Μνηστήν). Είναι γνωστό το ότι αναλάμβανε την επιμέλεια των βιβλίων του από την αρχή ως το τέλος. Τρανό παράδειγμα το (Ελύτης- Μόραλης-Τσαρούχης) όπου μας παραδίδει ένα βιβλίο κυριολεκτικά στο χέρι. Όλα τα κείμενα είναι χειρόγραφα κι επενδυμένα με δικά του σκίτσα, κάτι που έκανε σχεδόν σε όλα του τα βιβλία, προσπαθώντας να απεικονίσει ένα πράγμα ή ένα μέρος.



Από τις μεγάλες, άλλωστε αγάπες του Πετρόπουλου ήταν η ζωγραφική και τα κολάζ. Τραβούσε μόνος του φωτογραφίες και μετέπειτα επεμβαίνει πάνω σε αυτές με το δικό του ξεχωριστό τρόπο. Στα εξώφυλλα των έργων του συναντούμε εικαστικές παρεμβάσεις φίλων του καλλιτεχνών όπως, Ακριθάκης, Φασιανός, Τσόκλης, κ.α. Διάλεγε επίσης τις διαστάσεις των βιβλίων του, το χαρτί και όλα τα συναφή τυπογραφικά που ακολουθούνται για την ολοκλήρωση ενός βιβλίου. Είπαμε πως ήταν τελειομανής με τα πράγματα που καταπιανόταν κι αυτό φαίνεται στην αρτιότητα που παρακολουθούμε στα έργα του. Έργα τέχνης θα τα αποκαλούσα.

‘’Γνώρισα’’ το Πετρόπουλο πριν κάμποσα χρόνια όταν κάποιος φίλος μου είχε δώσει ένα μικρό βιβλιαράκι με το τίτλο ‘’Πτώματα, Πτώματα, Πτώματα’’. Μιλούσε για την εποχή του 40 στην Ελλάδα και όλες τις δολοφονίες που έκαναν οι τότε οργανώσεις στους ανταρτοπόλεμους, πετώντας τα πτώματα είτε σε πηγάδια, είτε σε χαράδρες είτε σε ομαδικούς τάφους με λιγοστό χώμα σκεπασμένο από πάνω τους. Ένα βιβλίο που καθώς το διάβασα ανακάλυψα πως η χώρα που ζούμε είναι ένα τεράστιο νεκροταφείο. Σε κάθε γωνιά της και όπου να σκάψεις υπάρχει κι ένα ανθρώπινο κουφάρι. Πρέπει να πω πως σοκαρίστηκα από τις ιστορίες, και το γράψιμο του Πετρόπουλου ήταν τόσο άμεσο που σε έβαζε μέσα στο κυκεώνα της τότε αποχής. Αργότερα συνάντησα το συγγραφέα μέσα από εφημερίδες που διάβαζα τα άρθρα του και σιγά σιγά αγόραζα τα βιβλία του ένα, ένα, μπαίνοντας σε ένα κόσμο που μέχρι τότε μου ήταν άγνωστος. Το θέμα με το Πετρόπουλο είναι πως και να μην σε αφορούν τα ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται δε γίνεται με τίποτα να περάσει απαρατήρητος. Θα μπεις στο κόσμο της έρευνας του θαυμάζοντάς τον και στο τέλος θα τον χειροκροτήσεις.



Την Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2003, στις 11:10 ώρα Παρισιού κι αφού τον διέλυσε ο καρκίνος, ο Ηλίας Πετρόπουλος τράβηξε για να βρει τους φίλους του τους ρεμπέτες, τους χασικλήδες, τους τεμπέληδες κι όλους αυτούς του ‘’άγιους’’ που ήταν όμως ότι πιο αυθεντικό για εκείνον. Ευτυχώς που άφησε μια αράδα γραμμές για να μαθαίνει στους νεώτερους και να βάζει τα γυαλιά σους πρεσβύτερους για το ποια ήταν τα ακόλαστα σονέτα αυτού του τόπου.

"Φουμάρω σαν τσιμινιέρα. / Έτσι νοιώθω ελεύθερος / στην κατάκτηση του ιδιωτικού μου καρκίνου".

Κι ο Ζακ Βαλέ να λέει ως άλλος φιλέλλην: κάθε άνθρωπος που πεθαίνει είναι μια βιβλιοθήκη που καίγεται. Κι ο Βασιλικός που δηλώνει πως η Μνήμη του ήταν το αρχείο του, σα μια τεράστια βιβλιοθήκη. Το Σώμα του ρίχτηκε στην πυρά. Κι αυτό ήταν κάτι που δε μπορούν να το εμποδίσουν οι νόμοι του ελληνικού κράτους γιατί έγινε σε γαλλικό έδαφος. Επιτέλους κατάφερε να τους/μας ξεφύγει οριστικά. Κατάφερε να λευτερωθεί απ' τα δεσμά του τάφου και της πατρίδος.

"Στην πατρίδα μου χειροκροτούν τον Ποιητή μόνον όταν αυτοκτονήσει".



Κατάφερε να τους πετάξει κατάμουτρα τον πολιτισμό τους. Να χέσει την επανάστασή τους. Να κατουρήσει στους τάφους τους, όταν θα βρεθούν κι αυτοί κάτω από τις ρίζες των ραδικιών.

"Αχ, αυτοί [εμείς] οι μετριοπαθείς επαναστάτες.
Αχ, αυτοί [εμείς] που φοράνε κουστούμι τρουά-πιες.
Αχ, αυτοί [εμείς] που γαμάνε με τα λεφτά τους".

Κυρίες και κύριοι, εμείς! Τιτλούχοι του Ποτέ και του Τίποτα. Μετά. Μετά το Rollin Under!



Αυτός ήταν ο Ηλίας Πετρόπουλος.



Πηγή: To forum των τεχνών

Ανάμμεσα στο τικ... και στο τακ....



Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,
μου 'ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες…
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ' άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο...

Τάσος Λειβαδίτης