10/9/10

Τα ήσυχα βράδια η πόλη θ’ ανάβει σαν μεγάλο καράβι...



Ο καιρός αγρίεψε εδώ στο βορρά. Ένας αγέρας κρύος φυσά και η βροχή πλησιάζει. Το προδίδει το άρωμα της που φτάνει πάντα πριν απ΄ αυτήν. Με ανοιχτό το παράθυρο και την κουρτίνα τραβηγμένη χαζεύω τα φώτα των αυτοκινήτων που περνάνε ασταμάτητα από το δρόμο. Παρατηρώ μια παρέα από φοιτητές που περπατούν στη μέση του δρόμου με φωνές και γέλια και σπάνε την ησυχία της βραδυάς. Πάντα τους καταλαβαίνεις τους φοιτητές. Έχουν αυτήν την ανέμελη διάθεση εξερεύνησης που δύσκολα συναντάς στους μόνιμους κατοίκους μιας πόλης που έχουν δει ήδη τα πάντα.

Κι έτσι όπως το βλέμμα μου ταξιδεύει στον συννεφιασμένο δίχως άστρα τούτη την ώρα ουρανό, σκέφτομαι ότι τον αγαπώ κατά βάθος τούτον τον τόπο κι ας έλλειψα μακράν από κοντά του. Αγαπώ τα χαίνοντα γιγάντια-ορυχεία του. Τα φαγωμένα από τα λατομεία βουνά και τους λόφους της περιοχής. Σε ένα τέτοιο είδα μια μικρή λίμνη γαλαζοπράσινου νερού που ανέβλυζε και γέμιζε το κενό της πέτρας.



Έρχονται στο νου μου τα λησμονημένα εργοστάσια της ΑΕΒΑΛ και της ΜΑΒΕ, που με τόσες ενοχές τα φορτώσαμε και που σιγά σιγά βουλιάζουν στη σιωπή και τη μοναξιά τους, υπερωκεάνια τραβηγμένα στη στεριά, κήτη προϊστορικά. Συλλλογίζομαι τους ημι-παρατημένους από τη μη ανάσκαψή τους αρχαιολογικούς χώρους, που έχουν πάνω τους θλιμμένα τα θραύσματα του χρόνου και όσους συγκαλύπτουν στη χωμάτινη φυλακή τους. Φέρνω εικόνες από τις οριστικά πεσμένες εκκλησίες κάποιων αιώνων και τις αναστηλωμένες μετά το σεισμό. Τα χαλάσματα στα χωριά που ερημώνουν και γίνονται σκόνη αστρικής μνήμης.

Τα πατριδο – ήπιον κιτς των ιστορικών υπαίθριων χώρων και μουσείων, όπως αυτού στο Μπούρινο, των απυρόβλητων εξεγερμένων του 1879. Την κάτω σιαγόνα του ρινόκερου των 6 εκατομμυρίων ετών που βρήκε ο άσημος καρβουνοπώλης στο ακόμα πιο ασήμαντο ορυχείο κάρβουνου στο χωριό Προσήλιο Σερβίων.



Κάποτε στο Νομό μας υπήρχε θάλασσα· δεν την βρήκαν να την αποτυπώσουν οι φωτογράφοι. Υπήρχε ζούγκλα με όλα τα συμπαρομαρτούντα. Όλο, δηλαδή, το αρχέγονο υλικό της Δημιουργίας το οποίο έρχεται στο τώρα με τις μεγάλες τομές στη γη των ορυχείων της ΔΕΗ και των άλλων εργοστασίων που δεν εξορύσσουν μόνον το υλικό που δίνει φως, αλλά βγάζουν και τη φωνή της ψυχής που φωνάζει τη γεωλογική προϊστορία του, όταν και η Δυτική Μακεδονία συμμετείχε στον εκρηκτικό, αργό χορό της δημιουργίας.

Είναι οι πληγές που μας ζουν και με τις οποίες συζούμε βίον αρμονικό κι ισορροπημένο ή και διαταραγμένο. Το τοπίο μας χωνεύει οριστικά στην επικείμενή μας ως όντα πεπερασμένα, απώλεια, αλλά εφήμερα στην κάθε στιγμή μας, μας συγχωνεύει, μας υπάρχει, μας ευλογεί, μας συγχωρεί, μας λυτρώνει.



Οι τόποι της μικρής ξεχωριστής πατρίδας είναι οι τρόποι της ψυχής μας. Γέρνουμε πάνω τους με αγαλλίαση, όπως αφηνόμαστε σε οικείες ή αγαπημένες αγκαλιές. Εκεί μόνον βρίσκουμε το είναι μας στην όποια ασημαντότητα τους· ο δικός μας τόπος είναι το τσαντίρι που δεν αλλάζει με τίποτε κανένας τσιγγάνος. Όσοι φεύγουν απ’ αυτόν είναι μεν σε μια αναζήτηση του Άλλου, αλλά ό,τι άφησαν τους αναζητά πάντα στο μέσα τους· τους τρώει, φορές, αρρωστημένα. Τον νομό, παρότι δεν έχει τεχνητά σύνορα, εν τούτοις τον νιώθουμε όλον δικό μας και αμέσως γίνεται αντιληπτή κάθε διάβαση των νοητών ή φυσικών ορίων. Νιώθουμε, ανεπαισθήτως, κάπως αλλιώς. Στη γεωγραφική κι εν πολλοίς χαρακτηρολογική μας ετερότητα αποτελούμε την κοινή ενότητα του ελλαδικού όντος που ίσως τώρα να μην πληγώνει ή πληγώνεται και τόσο όπου ταξιδεύουμε, κατά τον ποιητή, αλλά διατηρεί μια κοινή παθογένεια ελλαδικού τρόπου συμπεριφοράς και μια πάγκοινη ευγένεια τοπίου.



Οι λάσπες του Φθινοπώρου, οι διαρκείς ομίχλες του χειμώνα στις καστανιές του Βοίου· η μοναξιά των τοξωτών γεφυριών στην ίδια περιοχή· τα τοπία χαλκομανίες εικαστικές στο Βελβεντό· η μωβ θάλασσα του κρόκου μετά τις πρώτες βροχές του Οκτωβρίου που συμβάλλει εφήμερα στην ηθική ημεράδα του τόπου και στη διαρκή ευημερία του διπλωμένου μέχρι γης ανθρώπινου τοπίου περισυλλογής του· τα ανεμο-πέη του Μικρόβαλτου, «τα Μπουχάρια», δημιουργίες δηλαδή του ανέμου που έφαγε με γλυπτική και έντεχνη λύσσα το χώμα κι άφησε στο πέρασμά του, σε διαρκή στύση, ολόρθα τα κομψοτεχνήματα του· τ’ αρχοντικά της Σιάτιστας με την περασμένη αρχοντιά τους· τα κάστρα των Σερβίων που περιορούν και βιγλατορίζουν τη λίμνη Πολυφύτου· το μονύδριο της Λαριού που το νέο ηλεκτροβόρο φράγμα διέστριψε τον Αλιάκμονα· ο ευρωστότερος πλάτανος της νότιας Βαλκανικής στη Λευκοπηγή, ασύγκριτος παντός άλλου εν Ελλάδι, τον οποίο η ΕΤ3 λησμόνησε να καταμετρήσει σε εκπομπή της και μας έδειχνε «μέγιστους» άλλους ίσα με ένα κλωνάρι αυτού· το καστανόδασος της Βλάστης με τις γιορτές της γης.

Ιδού, λοιπόν, ο τόπος μου...


Κλείνοντας σας θυμίζω από τον Χ.Λ. Μπόρχες πως:

Εγώ έρχομαι από πολιτείες άλλες
όπου τα χρώματα είναι αχνά
και όπου, καθώς πέφτει το βράδυ, μια γυναίκα
θα ποτίζει τα λουλούδια της αυλής

1 σχόλιο:

Γραφεας Πεζικου είπε...

Είσαι καλά τουλάχιστον;......
Το να επικοινωνήσεις με μένα ΔΕΝ έχει καμιά σημασία...Τό να είσαι όμως καλά μετράει πάρα πολύ,και κυρίως για σένα την ίδια!'Ετσι;
ΚΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ