13/9/10

Ταχτιβιλίμ....



O πατέρας της μητέρας μου, ο, με απολυτήριο Εμπορικής Σχολής Βόλου, σκυτοτόμος και επιδιορθωτής υποδημάτων στην Πορταριά του μεσοπολέμου, έως τη μοιραία βουτιά του στον τσιμενταύλακα, κάτω από τον τυλιγμένο άγριο γιασεμί φράχτη του αμαξιτού, την 8η Δεκεμβρίου 1966, την ίδια βραδιά που πέθαναν εκατοντάδες άνθρωποι στο ναυάγιο της φαλκονέρας και την επόμενη της, με τον τρόπο καρτούν, αποδημίας Ουόλτ Ντίσνευ ο οποίος με την κρυογονική βρήκε ένα σίγουρο και φυσικό τρόπο αναστάσεως, ο παππούς μου λοιπόν, ο Γαρύφαλλος Δουκίδης, είναι σίγουρο ότι δεν γνώριζε τίποτα για τον αββά Σισώη.

Είχε κάνει βέβαια κάποιες εξαιρετικές γνωριμίες, λόγω κυρίως του υπερβολικά κοινωνικού χαραχτήρα του. Είχε συνομιλήσει με την τυφλή τραγουδίστρια της δεκαετίας του ’50, τη Μαριάννα Χατζοπούλου. Στην πλατεία του χωριού, την κέρασε εκείνη την στεγνή καρυδόπιτα που διέθετε με ένα φράγκο ο Πεταλάς ενώ εγώ, πεντάχρονος, πλάι τους βύζαινα το δερματόοσμο μικρό του δαχτυλάκι, βαπτισμένο στο τσίπουρο και τη σκόνη των μετεωριτών που είχε καθίσει στα ξύλινα τραπέζια, καθώς ο παππούς ζωγράφιζε επεισόδια από τη ζωή του.

Ύστερα τραγούδησαν κι οι δυο μ΄ένα αίσθημα «να ζήσουν τα φτωχόπαιδα», «Ζαφείρα», «κάνε κότσο τα μαλλιά σου», «φούστα κλαρωτή», «η μάνα μου με δέρνει» το «τραγούδια που αναβόσβηναν, εκείνο τον καιρό, στο νουάρ σελιλόιντ, σύμφωνα με το ρυθμό των ανθισμένων ματιών της Μαριάννας.

Ο παππούς της μίλησε για τα παιδικά του χρόνια –ποια παιδικά... με ένα τσαγκαροσούβλι στα δάχτυλα εικοσάωρα ολόκληρα καθημερινά στο υπόγειο του καταστήματος του πατέρα του, με την ταμπέλα «υποδήματα δια νύμφας» και άφησε να εννοηθεί ότι η βασική του διαφωνία με τη γιαγιά στην πρώτη τους δεκαετία ήταν τα πολιτικά ενώ σήμερα τσακώνονται για το πόσο κρύο μπορεί να ήταν το καρπούζι με τα αρχικά ΓΔ που πήρε από την ποδιά της βρύσης και το ανέβασε, αυτός ο γάιδαρος, σε πεντακόσια μέτρα καλντεριμιού και πενήντα οχτώ σκαλοπάτια, προσπαθώντας να μην τσακίσει τους μίσχους από τα σκυλάκια και τα γαρύφαλα της. Επειδή η γιαγιά, παρά το ασκητικά ισχνό κορμί της, είχε φωνή και φλόγινη γλώσσα δράκου κινέζικου παραμυθιού.

Δεν του ήταν δυσερμήνευτη και η σιωπηρή κοφτή της χειρονομία, το χέρι τεντωμένο απέναντι του να δείχνει μιαν έξοδο, μιαν αναχώρηση, μιαν αποβολή –το χέρι του αγγέλου με την ρομφαία- κι ο παππούς να σκέφτεται πόσο αναπαυτικός θα είναι ο ύπνος ανάμεσα στο αμόνι και την πόρτα, κάτω από τις φωτογραφίες του Βενιζέλου και τα σκίτσα του Φωκίωνα Δημητριάδη –διάβαζε τις κεντρώες εφημερίδες- που τα φιλοξενούσαν.

Ίσως από ενύπνιο του, κάποιες τέτοιες μέρες, να ξεπήδησε η ανεικονική, αδέσποτη λέξη –ιδιόμορφο ταχτάρισμά του για όλα τα παιδιά που πλησίασαν τη γωνιά του, το τάχτιβιλίμ.

Όμως τον όσιο Γέροντα της Νιτρίας σίγουρα δεν τον ονειρεύτηκε ποτέ.

Η φωτογραφία τραβηγμένη από την κύρια είσοδο του πολυτελούς ξενοδοχείου της Πορταριάς, το Μέγα Θεοξένια. Χοντροχάρτονη, του 1931. Στο κέντρο, κάτω από την υποκαστανιά που ακόμη θάλλει, ο ηγέτης και δεξιά και αριστερά του καμιά τριανταριά πορταρίτες. Ξεχωρίζω μεταξύ των πρώτων τον Γαρύφαλλο Δουκίδη. Δεν έχει τη γεροντική καμπουρίτσα που λάτρεψα. Κοιτάω προσεκτικά, με φακό τα χείλη του τα μισάνοιχτα. Πρέπει να κραυγάζει.

Ο κ. Βενιζέλος προσεφωνήθη υπό κατοίκου του χωριού με το «Ως ευ παρέστης Ελευθέριε σοφέ». (Από εφημερίδα της εποχής).

Ενδεχομένως να είχε ακούσει το τροπάριο του συνώνυμου μεγαλομάρτυρα ο παππούς, αν και σπάνια πήγαινε στην εκκλησία. Χριστούγεννα και Πάσχα, όπως έλεγε ο ίδιος. Αν δε, δεν του κυρίευε συχνά αυτό το πνεύμα της άρνησης του Θείου, ως αντίδραση ίσως στην «ψευτομετάνισσα» τη γιαγιά μου (τη λέξη πρέπει να την άκουσε από τον υπηρετούντα στη θέση του γραμματικού της Κοινότητας Πορταριάς, Γιώργο Παπαδιαμάντη, το μικρό αδερφό του σπουδαίου μας διηγηματογράφου Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ο οποίος τη χρησιμοποιούσε συχνά στα κείμενα του), αν δεν έμενε αλιβάνιστος χρόνια ολόκληρα, ίσως είχε μάθει, από το συναξάρι ή από τη γνωστή τοιχογραφία, την αντίδραση του οσίου Σισώη μπροστά στον άλαλο και κωφό τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Ο άγιος, λένε και εικονίζουν, δάκρυσε για τη ματαιότητα των ανθρωπίνων. Τόσες σπαταλημένες δυνατότητες, τόσο αίμα για την εν σμικρώ, εν ελαχίστω ξενοδοχεία ενός, ομοίου με όλους τους άλλους, σκελετού;

Αν γνώριζε λοιπόν αυτή την ιστορία είμαι σίγουρος ότι δεν θα επέμενε αυτός, ο αρνητής των μύθων στο ίδιο καθημερινό, μεσημεριάτικο παιχνίδι μας.

Ξάπλωνε στο κρεβάτι με τα γόνατα ανασηκωμένα. Τα γόνατα ήσαν πλοίο σε άξενο πόντο κι εγώ, πάνω τους, στα πέντε μου χρόνια καπετάνιος. Ο καπτά Γιάννης. Κι ο παππούς ήταν η γοργόνα, η αδερφή του Μεγαλέξανδρου. Μια γοργόνα με σώβρακο μακρύ και δασύτριχο στήθος.

«Καπετάν Γιάννηηηηη… ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;», φώναζε η γοργόνα, ταράζοντας τη σιέστα ακόμη και των γειτόνων. Κι εγώ, σήκωνα ψηλά τα χέρια και εν θριάμβω ομολογούσα:

«Ζει και βασιλεύει και τον Κόσμο κυριεύειιιιιιιιιιιι».

Στο μπροστινό κάθισμα ένας ημικρετίνος μιλούσε ασταμάτητα στην ομόρρυθμη γυναίκα του. Μπουκέτα από κότες και αγριολάχανα στο πάτωμα.

«Τα κεφάλια μέσα», προειδοποίησε ο οδηγός. Απολάμβανα την τρομερή περιπέτεια ενός ταξιδιού δώδεκα ολόκληρων χιλιομέτρων και τη θέα ενός Παγασητικού που άλλαζε χρώματα. Το «σαπφείρινο μαβί» γύριζε στο σκληρό, αιχμηρό μπλε.

Το μεταγκαζοζέν λεωφορείο –ξέρετε εκείνο με τη μούρη θλιμμένου σκύλου, στην άκρη της οποίας κρέμονταν ενίοτε η μανιβέλα –διέσχιζε πλαγιές με ελαιώνες και πλατανορέματα. Η γιαγιά, δίπλα μου, έσφιγγε την ολόισια περισπωμένη ενός σιωπηλού στόματος. Αριστερά μας, κάποιος γκριζομάλλης πετούσε στη γυναίκα του προφητείες για την επόμενη στιγμή:

«Να τώρα θα πέσουμε…. Που πάει αυτός…. όι… όι…. »

Ξαφνικά ακούστηκε ένα τριπλό παφ και το λεωφορείο της γραμμής Βόλου- Πορταριάς – Μακρινίτσας σταμάτησε.

«Το κέρατο μου», είπε ο οδηγός κι ύστερα «σκάσε ρε» στον ημιπληγικό που βρίσκονταν ακριβώς πίσω του. «Βλάβη» απεφθέφξατο, υπερβολικά επίσημο, και τράβηξε χειρόφρενο.
Κατέβηκε κι αυτός και ήταν έτοιμος να σκύψει στην μηχανή όταν το όχημα, από κατασκευής άναρχο κι εναντιωτικό, άρχισε να κινείται.

«Παναγιά μου», φώναξε η γιαγιά, η των χειλιών της γραμμή κύρτωσε, και μου άρπαξε το χέρι. Όλοι κινήθηκαν προς την μόνη ανοιχτή πόρτα, την μπροστινή, και προσπάθησαν να κατέβουν. Από την ίδια πόρτα προσπαθούσε να ανεβεί στο, προς τον γκρεμό κινούμενο λεωφορείο, και ο οδηγός για να το σταματήσει.

Βγαίναμε για να σωθούμε και τον εμποδίζαμε να μπει να μας σώσει. Κι ήταν η αμφίπλευρη ένταση και το ζωτικό πάθος τέτοια που κανένας δεν κατάφερνε τίποτα.

Εποχούμενα διασχίζαμε τα τα τελευταία τρία μέτρα της ζωής μας –υπάρχει πιο συναρπαστικό ταξίδι;

Ξαφνικά το αυτοκίνητο στάματησε όπως ξεκίνησε. «Μπλόκαρε ο συμπλέκτης», είπε ο εξουθενωμένος οδηγός. «Μας έσωσε ο άγιος», είπαμε εμείς.

«Γαρόφλε, έταξα στον Αι Νικόλα μια λαμπάδα στο μπόι μου» είπε η γιαγιά στον παππού μόλις φτάσαμε στο χωριό. Και με έδειξε. Εκείνος μας αγκάλιασε σφιχτά και δεν μίλησε.

Το ίδιο μεσημέρι, την ώρα του αγαπημένου μας παιχνίδιου και πριν για την αθανασία του Μεγαλέξανδρου πρόλαβα να θριαμβολογήσω, κατέβασε τα γόνατα του και με πέταξε στον πόντο των σεντονιών, εμένα τον καπτά Γιάννη.

Κι άκουσα, κι ακούσαμε όλη η γειτονιά, τη Γοργόνα με το δασύτριχο στήθος και το μακρύ σώβρακο, να , ως καπετάνιος, να κραυγάζει πανηγυρικά:

«Zειν, ζειν, ζουν».


Του Γιάννη Τσίγκρα


5 σχόλια:

Γιάννης Τσίγκρας είπε...

Σας ευχαριστώ πολύ για την ανάρτηση.
Υποθέτω ότι πήρατε το διήγημα από την εφημερίδα-έχουν περάσει κάποια μικρολαθάκια που υπήρχαν εκεί.
Έχετε δίκαιο για τον τίτλο. Το ιδιαίτερο ταχτάρισμα του παπού είναι ισοδύναμο του ονόματός του.
Και το όποιο όνομα, αποκλείοντας την κοινότοπη δημοσιογραφική περιγραφή, πέρα από την εκτρέπουσα πρωτοτυπία(ο πρόχειρος τίτλος μου ήταν "μια Γοργόνα με δασύτριχο στήθος και μακρύ σώβρακο")μπορεί θαυμάσια να χαρακτηριστεί ως ψυχή, ως πυρήνας του διηγήματος.
Γι αυτό το προτίμησα.

Ανώνυμος είπε...

Σας ευχαριστώ πολύ για την ανάρτηση.
Υποθέτω ότι πήρατε το διήγημα από την εφημερίδα-έχουν περάσει κάποια μικρολαθάκια που υπήρχαν εκεί.
Έχετε δίκαιο για τον τίτλο. Το ιδιαίτερο ταχτάρισμα του παπού είναι ισοδύναμο του ονόματός του.
Και το όποιο όνομα, αποκλείοντας την κοινότοπη δημοσιογραφική περιγραφή, πέρα από την εκτρέπουσα πρωτοτυπία(ο πρόχειρος τίτλος μου ήταν "μια Γοργόνα με δασύτριχο στήθος και μακρύ σώβρακο")μπορεί θαυμάσια να χαρακτηριστεί ως ψυχή, ως πυρήνας του διηγήματος.
Γι αυτό το προτίμησα.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΓΚΡΑΣ

Τα χνάρια είπε...

Γιάννη, απολογείσαι; Δεν το πιστεύω!
Αυτά που εξηγείς (άδικα μπαίνεις στον κόπο - το "Ευχαριστώ" το καταλαβαίνω), η Γλυκερία ήθελε να τα τονίσει με τον δικό της τρόπο!
Αχ! Δεν ξέρεις από μπλογκ! Πρέπει να σου κάνω μαθήματα!
Το ότι σε έχει ετικέτα στους "Μεγάλους Συγγραφείς", το είδες;
Τα λόγια που έγραψε για σένα στο δικό μου μπλογκ τα είδες;
Πάω να σου τα φέρω!

Τα χνάρια είπε...

Νά το:
(Λέει και για μένα μέσα, ας το παραβλέψουμε!)
Καραβάκι είπε...

Mε λένε Γλυκερία.Και τον Γιάννη Τσίγκρα τον γνώρισα από το μπλοκ σου.Διάβασα την ανάρτηση σου και μαγεύτηκα.Να με συγχωρείς που δεν έβαλα λινκ και το δικό σου μπλοκ,μα θα το βάλω ευθύς αμέσως στα αγαπημένα μου στην μπάρα του καραβιού.Μου αρέσουν αυτά που γράφεις και σε διαβάζω ανελλειπώς.Προσωπικά σταμάτησα το γράψιμο.Πιστεύω ότι με άλλα πράγματα γεμίζει πια η δική μου ψυχή.
Όμως μου αρέσει να διαβάζω αξιόλογους ανθρώπους σαν εσένα και τον Γιάννη Τσίγκρα.Βλέπεις σπάνια τους συναντάς στις μέρες μας.Κι όταν τους βρεις πρέπει να αισθάνεσαι τυχερός.
Ελπίζω να τα λέμε.Την καλησπέρα μου.
16 Σεπ 2010 1:16:00 μ.μ

Τα χνάρια είπε...

Γλυκερία μου, μόνο που θα έπρεπε να βάλεις και τον πραγματικό του τον τίτλο, ε;

Γιάννη, γράψε παράλειψη! Γίνονται τέτοια όταν αντιγράφουμε κείμενα άλλων και εύκολα διορθώνονται!

Γλυκερία μου, μη μου απογοητεύεις τον Γιάννη! Είδα κι έπαθα να τον φέρω στα μπλογκ!

Πλίζ!