30/4/10

Στου καιρού τη ζυγαριά...



Η κατάσταση που βιώνουμε τις τελευταίες μέρες, σίγουρα δεν είναι η καλύτερη. Κάνει τον κόσμο να αγχώνεται, να αγωνιά και να αναρωτιέται τι θα φέρει το αύριο. Το ανέμελο άλλοτε πρόσωπο της άνοιξης, μεταμορφώνεται σε εφιάλτη για τους περισσότερους από μας. Κι ο μισθός κολλημένος εκεί χαμηλά, κατρακυλάει και αρνείται πεισματικά να είναι με το μέρος μας. Λίγο να βοηθήσει να πάρει ο κόσμος μια ανάσα.

Μέτρα, κόντρα μέτρα και φόβος. Φόβος γιατί καθημερινά διαπιστώνουμε ότι τελικά τούτους ο κόσμος, δεν είναι όλος μια αγκαλιά. Και κάποιοι που το είχαν παντιέρα τους το σύνθημα αυτό, καταλαβαίνουν σιγά σιγά πως δεν γίνεται να είναι αγκαλιά με τους βιαστές τους. Με αυτούς που τους ρουφάνε τη ζωή αργά και βασανιστικά.



Ανατρέχω σε εποχές περασμένες, όπου η ζωή ήταν διαφορετική. Με περισσότερη φτώχεια και δυσκολίες. Εποχές που ο κόσμος αρκούνταν στα απαραίτητα και είχε το ζωνάρι του σφιγμένο. Ήταν όμως ευτυχισμένος μέσα στη φτώχεια του. Χαμογελούσε με μικρά και ασήμαντα πράγματα, που σήμερα μάλλον είναι δυσδιάκριτα. Μοιάζει να λειτούργουσαν ανάποδα τα πράγματα τότε.

Κάθε πράξη ακόμη και η πιο μικρή, η πιο ασήμαντη μετρούσε θετικά. Έκανε τους ανθρώπους να νιώθουν ικανοποίηση και να έχουν αυτοπεποίθηση. Πάλευαν για να ξεπεράσουν κάθε δυσκολία δίχως να αγκομαχούν, σαν να ήξεραν καλά ότι η ζωή είναι μια μεγάλη ανηφόρα που για να φτάσεις στο τέρμα της θα πρέπει να ιδρώσεις. Στο τέλος κάθε μέρας ένιωθαν πληρότητα και ευτυχισμένοι δόξαζαν το θεό που τους έδωσε τη δύναμη να τα καταφέρουν.



Στις μέρες μας, όλοι τρέχουμε. Ένα ατέλειωτο τρεχαλητό για το «περισσότερο». Ο ελευθέρος χρόνος μας είναι λιγοστός. Δεν προλαβαίνουμε να σκεφτούμε, να εκτιμήσουμε όσα καταφέραμε. Έχουμε κολλήσει στα «πρέπει» και σε ότι θα έπρεπε να έχουμε. Το αίσθημα του ανικανοποίητου. Κυνηγώντας τον πλούτο αρχικά. Γιατί οι όροι αντιστράφηκαν και σήμερα μας «κυνηγά» εκείνος. Σε έναν αγώνα που ποτέ δεν είμαστε ευχαριστημένοι. Που ποτέ δεν κοιτάμε τι έχουμε αποκτήσει, αλλά πάντα το μυαλό μας είναι στο τι θα θέλαμε να έχουμε. Άνθρωποι σε απόλυτη δυστυχία…

Γρίνιες, φόβοι, ανασφάλειες. Η ανθρωπότητα δεν ένιωσε ακόμη πως ήρθε η ώρα να ξαποστάσει, να πάρει μια ανάσα, να χαλαρώσει. Να χαμογελάσει λίγο. Να ρίξει μια ματιά και σε άλλα πράγματα, λίγο πιο πέρα. Στον κήπο που χρόνια τώρα ανθίζει και ξανανθίζει και ποτέ κανείς δεν τον προσέχει. Στη γαλάζια θάλασσα που χτυπάει παιχνιδιάρικα τα κυματάκια της στην ακτή. Στο γλαροπούλι που πετά πάνω από την άσπρη βαρκούλα. Σε ένα χαμόγελο, ένα άγγιγμα.

Φαίνεται λοιπόν πως η φτώχεια σε κείνα τα χρόνια δυνάμωνε τους ανθρώπους. Σμίλευε τη θέληση τους. Τους έκανε πιο αποφασιστικούς, πιο αγωνιστές. Ακόνιζε φαντασία και μυαλό.



Έβλεπα πριν λίγες μέρες καθαρά πρόσωπα γυναικών να ξαναβρίσκουν την αξιοσύνη τους. Να νιώθουν περήφανες γιατί κατάφεραν τα παλιά τους ρούχα να τα ξανακάνουν καινούργια. Ξεθάβοντας τις παλιές Singer από τις αποθήκες. Απλά πράγματα, χειροπιαστά. Ξαναβλέπω γυναίκες να ζυμώνουν στο σπίτι γιατί το ψωμί γίνεται ολοένα και πιο ακριβό. Να φτιάχνουν οι ίδιες τα γλυκά, τα κουλουράκια. Και να γεμίζουν τα σπίτια αρώματα άλλων εποχών. Μνήμες όμορφες που είχαν για χρόνια ξεχαστεί.

Σκέφτομαι το Νόμο της ελάχιστης ενέργειας…της ελάχιστης διαδρομής. Αυτόν που η μητέρα Φύση ακολουθεί αιώνες τώρα, αλλά που δεν μπόρεσε ακόμη να μας διδάξει. Σκορπούσαμε και σκορπάμε αλλόγιστα τόσα χρόνια και χαθήκαμε.

Η φτώχεια που μας απειλεί ακονίζει το μυαλό μας. Μας κάνει πιο εφευρετικούς, πιο πρακτικούς. Όταν είσαι φτωχός αποκτάς δικαιώματα. Όπως τα ο δικαίωμα του να είσαι τίμιος. Μια αρετή που όσο πιο πολύ εκτιμάται τόσο πιο πολύ κακοποιείται. Ένα άλλο δικαίωμα είναι αυτό της καλοπέρασης. Του να μπορείς να χαμογελάς και να νιώθεις γεμάτος με απλά πράγματα.

Να μπορείς μέσα από τις δυσκολίες να μένεις στην επιφάνεια και να μην πιάνεις πάτο.

29/4/10

Το χρώμα της νοσταλγίας...

«Ώρα που λύνουν απ’ το ζυγό τα βόδια...»



Όχι, για μένα η πιο μεγάλη απόλαυση είναι
που δεν μπορείς κανένα με τα λόγια σου να πείσεις...

Σοφοκλή «Οιδίπους επί Κολωνώ», μφρ. Δ.Ν. Μαρωνίτη

Ανακατώνω το καζάνι (ή μήπως τη χύτρα;) της μνήμης.

Το μυθιστόρημα της Έλενας Χουζούρη «Πατρίδα από βαμβάκι» (Κέδρος 2009), μου θύμισε το βιβλιοπωλείο Μαστορίδη επί της αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη το 1971. Άνηβος σχεδόν πνευματικά και νεογνό πολιτικά, άρτι αφιχθείς από Λευκοπηγή Κοζάνης στη Θεσσαλονίκη, πρωτοετής της Νομικής, μπήκα εκεί ν’ αγοράσω του Τ. Παπατσώνη τα Ποιήματα, τα οποία με έθελγαν μαθητή (τι καταλάβαινα άραγε;) που δημοσίευε κυρίως τις δεσποτικές εορτές η «Νέα Εστία», τότε δραχμές 10 και τώρα 10, αλλά ευρώ. Ο βιβλιοπώλης σχεδόν έχωσε στο σακάκι μου ένα βιβλίο: «Πάρε κι αυτό». Ήταν τα «Δεκαοχτώ κείμενα», τέταρτη έκδοση, Κέδρος 1970, δρχ. 70. Το ίδιο ακριβώς, το 1972, ο γεράκος πωλητής εφημερίδων στην περιοχή Αγίας Τριάδας μου έβαλε αποφασιστικά μέσα στο τζάκετ το 1ον τεύχος του περιοδικού ΑΝΤΙ και τον ευγνωμονώ έκτοτε όπου υπάρχει η μνήμη του.

Τώρα. Στην φερτή πλαστική και αλουμινοκατασκευασμένη αίθουσα του Θεατροδρομίου Κοζάνης, πρώην υπηρεσία εγγείων βελτιώσεων (πόσο μ’ άρεσε τον αμφίσημον ακουστικά «εγγείων»), Σάββατο βράδυ της 17ης Απριλίου κι ο Δ. Ν. Μαρωνίτης διαβάζει σε μετάφρασή του, ραψωδίες από την Ιλιάδα δημοσιευμένες στις εκδόσεις Άγρα αλλά κι αδημοσίευτες. Το κοινό, γυναικομάνι κι επί το πλείστον φιλόλογοι και φιλολογύδρια («τον είχαμε καθηγητή κλπ.») και σποραδικά κάτι σαν αύρα αρσενικού να διέρχεται, αυλάκι νοσταλγίας, στα κόκκινα πάνινα καθίσματα, τον ακούν καθώς δίνει μια ομηρική, θεατρική παράσταση εκτάκτου ωραιότητας ου μην αλλά και ενδιαφέροντος. Βαθύς ο λόγος του (και εκ της βραχνής φωνής του) έρχεται θαρρείς από το παρελθόν και από αρχαίο ραψωδό.



Άρχων του λόγου και του τρόπου, άνετος στο κοίλον της σκηνής ο κατ’ αντιστροφήν των αριθμών τής επί γης χρονικής του ύπαρξης ...18χρονος μέγας διανοητής, αφηγητής, μεταφραστής, πολυδιανοούμενος κλπ. Την πρώτη βραδιά της «Ιλιάδος επαφής» βαθύτατα συγκινημένος για ό,τι διάβαζε και βίωνε ορισμένως από τις ραψωδίες με τον γενικό τίτλο «Πατρόκλεια»- ο φόνος του Πατρόκλου, ο διασυρμός του Πατρόκλου, το πένθος για τον Πάτροκλο, το επόμενο μεσημέρι ως εκ του θέματος πλέον «ελαφρύς» κατά το καβαφικόν.

Τον γνώριζες σαν όνομα (όταν ήρθε και μίλησε στην Κοζάνη με τους «Φίλους της Τέχνης», Χρ. Μπέσσας κλπ. 1975 και μετά, ήσουν εκτός της) από εκείνα τα 18 κείμενα τα οποία με αφορμή τις μέρες που διερχόμαστε και την ανάμνηση της 21ης Απριλίου 1967 (πόσο μακριά, κοντά στους περσικούς πολέμους φαντάζει), ξανακοιτάς την ομίχλη μην πω τη μούχλα του καιρού. Το πρωί της 21ης η ΕΣΑ σταμάτησε το αστικό λεωφορείο γεμάτο με μαθητές που πηγαίναμε στο Γυμνάσιο της Κοζάνης από το χωριό.

-«Πού πάνε όλοι αυτοί;» γάβγισε στον οδηγό ένας λοχαγός.

Πού πηγαίναμε; Εκ των υστέρων και συν τω χρόνω μάθαμε πως «στα σκοτεινά πηγαίναμε, στα σκοτεινά προχωρούσαμε» μ’ εκείνους τους γελοίους. Δευτέρα Γυμνασίου και διάβαζες κρύφα κι επί των γονάτων τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, εκδ. Μαρή και συνεχώς έριχνες έξω τη μπάλα της προσοχής από τα μαθήματα, γι’ αυτό και ήσουν από τους πρώτους στις μαθητικές επιδόσεις, αλλά από το τέλος.

Το κείμενο του Δ.Ν.Μ. σ’ αυτήν την τόσο αισθαντική, τελικά, έκδοση ήταν το «Υπεροψία και μέθη» (ο ποιητής και η ιστορία) αφιερωμένο «σε έξι φίλους». Το ξανακοιτάς και το βρίσκεις ίσον κι απαραλλάκτον στη σειρά του «Γραφή κι Ανάγνωση 2», Κ. Π. Καβάφης Μελετήματα (Πατάκης 2009), με κάποιους μόνο τίτλους περιπλέον και μεταθέσεις παραγράφων-ενοτήτων.



18 Απριλίου 2010, Κυριακή μεσημέρι πάλι στο Θεατροδρόμιο. Τώρα η ανάγνωση πέρασε από το πένθος στον έρωτα με κύριο θέμα τη «συνομιλία» (έρωτας κανονικός δηλαδή κι ανθρώπινος, όπως και θεϊκός –πώς είναι αυτός άγνωστον, το γνωρίζουν όσοι διετέλεσαν κανονικοί θεοί, και όσοι εκ της ποιότητας τού διαφράγματος, «Θεέ μου» ...βογγούν εν τη ρύμη των ...κλπ.) του Πάρι-Πάρη-Αλέξανδρου με την Ελένη. Αμέσως μόλις τη σκαπούλαρε ο «μορφονιός» της υπόθεσης με τη βοήθεια της Αφροδίτης από το δόρυ του Μενελάου («Με δόρατα μακρόσκια τώρα θα χτυπηθούν για μια γυναίκα» άνευ θαυμαστικού λίαν αμφίσημο κι αυτό), η Τρωοτρωθείσα θεά τον οδήγησε προς την ακκιζόμενη, ελαφρώς ζηλιάρα (ξέσπασε στιγμιαίως εναντίον της) και κάπως τυψοφέρουσα άλλοτε κυρία της Σπάρτης διά τα περαιτέρω. Κατά δεύτερον του Δία με την ‘Ηρα του! Για αυτό και φώναζαν (τα χρόνια μας εκείνα) «ΗΡΑ είσαι γκόμενα» οι αντίπαλοι θεατές του Ηρακλή Θεσ/νίκης. Εδώ έχουμε την πρώτη ενυπόγραφη κι εμποίητη αιμομειξία (τονίζει στις παιγνιώδεις συνεχώς παρεκβάσεις του ο ομιλητής), κανείς δεν κάνει λόγο γι’ αυτό ότι Δίας και η Δίαινα ήταν τέκνα (αφάγωτα) και οι δυο του Κρόνου. Ας είναι.

18 Απριλίου 1973. Στη μέσα σελίδα εξωφύλλου τού τότε περιοδικού «η Συνέχεια» ευλύγιστο και περιπόθητο που συνέχιζε επί το τακτικότερο τα μέχρι τότε αντιδικτατορικά «Δεκαοχτώ» και «Νέα Κείμενα», διαβάζω εκ νέου, στη μονή στήλη «Πέτρες και στίγματα», λευκή για την περίσταση: «Η Συνέχεια είχε προγραμματίσει στη θέση αυτή ένα σημείωμα του Δ. Ν. Μαρωνίτη. Το σημείωμα αυτό δε γράφτηκε. Ο Δ. Ν. Μαρωνίτης συνελήφθη στις 10 Απριλίου...». Γράφει αυτά μια από τις ευγενέστερες φυσιογνωμίες του νεότερου πολιτισμού μας ο Παύλος Ζάννας (από τους υπευθύνους του) και μόλις εκείνο τον καιρό είχες αγοράσει τον Α’ τόμο «Από τη μεριά του Σουάν» του «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο» του Μ. Προυστ, εκδ. Ηριδανός, χωρίς ημερομηνία έκδοσης δι ευνοήτους (ποιούς;) λόγους κι όχι εκ τυπογραφικής αβλεψίας υποθέτω, τον οποίο μετάφρασε και μετέφραζε στη συνέχεια στη φυλακή ο Π.Α.Ζ., όπως υπέγραφε. Πού ήξερες εσύ τότε χωρικόν μειράκιον τι είναι αυτό (το μέγιστο) που προσπαθούσες να διαβάσεις;



Στο γραφείο μου σε λιτή κορνίζα καρφωμένη από χρόνια μια ζωγραφιά του ποιητή Τ. Σινόπουλου, απ’ αυτές που συνόδευαν «Το Γκρίζο φως», ποιήματα με οχτώ πίνακές του και με του Δ. Ν. Μαρωνίτη την «Πρώτη ανάγνωση» που δημοσιεύτηκαν πρώτα στον «Πολίτη» κι αργότερα αυτοτελώς, από τον Κέδρο (1982) με υψηλή καλλιτεχνική φροντίδα. Ίσως να είναι η μόνη σκισμένη εκ προθέσεως σελίδα του αγοραστικού σου βιβλιοβίου και μια μικρή ενοχή επ’ αυτού σε τρυπάει αφού υπέπεσες σε αμάρτημα ότι έβλαψες την ακεραιότητα βιβλίου και μάλιστα τόσον ωραίου. Στον ποιητή επανήλθε ο Δ.Ν.Μ. με το αυτό κείμενο στο υπ’ αριθ. 6 από τα «Μελετήματά» του από κοινού με τον Μ. Σαχτούρη.

Στα «Νέα Κείμενα 2», φθινόπωρο του 1971, Κέδρος, (πόσο «μεγάλος» -σε ηλικία- είμαι τελικά αλλά και πόσο νέος νιώθω γυρίζοντας σ’ αυτά!) ήταν απών στο κυρίως σώμα τους (ως έγκλειστος) στο παράρτημα όμως ένα σχόλιο θυμίζει την επιστολή (Μ. Αναγνωστάκη, Αλέξ, Αργυρίου κ.ά) στους «Τάιμς» του Λονδίνου πως: «Φυλακισμένος στην Ελλάδα εκτός από τον δικαστή Σαρτζετάκη είναι κι ο Δ. Μαρωνίτης υφηγητής του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κλπ.»



Τα χρόνια μπρος πίσω, οι μνήμες τω αυτώ. Από τις πενιχρές άμεσες ή έμμεσες γνωριμίες οι οποίες όμως τώρα έχουν μια άλλη αίσθηση γλυκιάς πραγματικότητας αναδρομικά. Όταν τον έβλεπες επικεφαλής των τιμητικών ψηφοδελτίων της πολιτισμένης Αριστεράς (τότε, τώρα;) σε συγκινούσε βαθύτατα η πολιτική του πράξη όπως κι αυτή του Μανόλη Αναγνωστάκη (Στην «Πολιτική και ποιητική ηθική» του τα τεκμηρίωνε). Άσημος εσύ εν μέσω διασήμων και μη, στη Σμύρνη και στο συνέδριο για τα 100 χρόνια του Γ. Σεφέρη ή πάλι σε κάποιο όροφο του ΥΠΠΟ σε συνεδρίαση του Δικτύου του Βιβλίου της βενιζελογενούς κι αλήστου (διαλυτικής) μνήμης «Επικράτειας Πολιτισμού», εκπρόσωπος του επιχώρίου ΙΝΒΑ κι αυτός αρχηγός του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, να προτείνει την έκδοση, εν όψει των Ολυμπιακών του 2004, των 12 Πινδαρικών Πυθιόνικων.

Στο τώρα οριστικά πιά.

Διαβάζει τα χειρόγραφά του και πετά κάτω τα αναγνωσθέντα φύλλα. Τρέχουν να τα σηκώσουν. -Αφήστε τα είναι σκηνικό παρακαλώ. Τα μεγαφωνικά εξαρτήματα κάτι σαν χαλινά ανοιχτής κοπής τον ενοχλούν και τα πετά, κάθε αφή με το λεπτοφυές πρόσωπό του ακούγεται ψόφος. Όσο διαβάζει τα λόγια του ποιητή αναρωτιέσαι μήπως είναι δικά του και όχι μόνον στη σημερινή τους γλώσσα.

Να μη τα πολυλογούμε.

Έχουμε κι εδώ στην Κοζάνη το μεταφραστή του Ομήρου. «Ομήρου Ιλιάς παραφρασθείσα και ομοιοκαταλήκτως στιχουργηθείσα, Α-Δ ραψωδίες. Γεωργίου Ρουσιάδου του εκ Κοζάνης. Εν Βιέννη 1817». («Τον Όμηρον τυφλόν ειδών/ηρώτησεν ο Άδης/και ποίος σε ετύφλωσεν/Ο Γιώργος Ρουσιάδης» μνημόνευσε το γεγονός ο Κ. Θ. Δημαράς στην «Ιστορία» του. Προς γνώσιν και διά τας νομίμους συνέπειες, που γράφουμε και στα εξώδικα, καταχωρώ το επίδικο τμήμα της ερωτικής ομιλίας των αθάνατων διά της ποιήσεως θνητών (οι θεοί έχουν τα δικά τους cone επ’ αυτού τούτου) υπό του Γ. Ρσδ. μεταπαραφρασθέν.

Εν χαρμοσύνω ηδονή, έλα να ευφρανθώμεν·

Διότι φλόγ’ ερωτική, ουδέποτε τοιαύτη

Άλλοτ’ ησθάνθην καθώς νυν, αλλά ούτε τοσαύτην·

Μήτε εκείνην την στιγμή ημέρας της γλυκυίας,

Οτ’ από πόλιν την καλήν της Λακεδαιμονίας

Αρπάξας σε, τ’ ορμητικά πλοία με σε ανήλθον,

Κ’ επί την νήσον Κραναήν εις συνουσίαν ήλθον

Τόσην ησθάνθην ηδονήν, τέτοιαν ευθυμίαν

Όσην αισθάνομ’ εν ψυχή ήδη επιθυμίαν,

Τούτα ειπών, πρώτον αυτός επί την κλίνη ήλθε,

Είτα η σύνευνος αυτού, πλησίον του ανήλθε

Και ούτω πάλιν τοτ’ αυτοί άμφω φιλιωμένοι

Έκειντ’ επί την τορνευτήν κλίνη των ηπλωμένοι...

Το αντίστοιχο τμήμα στην μετάφραση του Δ. Ν. Μαρωνίτη έχει ως ακολούθως, έτσι για την ιστορία του τώρα κι όχι για τυχόν συγκρίσεις που θα χωρούσαν όμως σε ένα εν ου παικτοίς πάγνιον.

Έλα ωστόσο τώρα ν’ αγκαλιαστούμε στο κρεβάτι,

ποτέ ως τώρα ο έρωτας δεν άναψε τόσο πολύ το μέσα μου.

Ούτε και τότε, όταν σ’ άρπαξα από την λατρεμένη Σπάρτη

κι έβαλα πλώρη με τα ποντοπόρα πλοία, φτάνοντας

στη νησιώτικη Κρανάη, όπου δοθήκαμε πρώτη φορά στον έρωτα.

Τόσο και τώρα φλέγομαι, λιώνω ποθώντας την αγάπη σου.»

Μιλώντας προχωρούσε στο κρεβάτι και πίσω του η Ελένη...

κλπ., κλπ.

Και είτα η απόλυσις.


«Γραμμή!» αντιλάλησε αδιάφορος ο τιμονιέρης...



21 Απριλίου 2010, 44 χρόνια μετά!



Σημειώσεις ίσως και σχόλια

Ο Πρίαμος τον Αλέξανδρό του τον είχε για ξέκαμα. Όταν τον γέννησε η Εκάβη, αυτή ονειρεύτηκε πως έτεκεν μια φλόγα. Όλοι οι μάντεις της Τρώας γης γνωμάτευσαν πως το παιδί αυτό θα γίνει η αιτία να καεί η Τροία. Τον έδωσαν στο δούλο Αγέλαο να τον αφήσει στο βουνό. Αλλά μετά από πέντε χρόνια που τον ξαναέψαξε ο δούλος, τον βρήκε εκεί να τρέφεται από μιαν άρκτο. «Έλαβεν αυτό μεθ’ αυτού εις την οικίαν του και ωνόμασεν αυτό Πάριν». Πάρις- Πάρης –Αλέξανδρος. Ονόματα και γραφές ποικίλες του ωραίου μας. Γράφει στις εκτενείς σημειώσεις του σε κάθε ραψωδία ο κοζανίτης λόγιος μεταφραστής του Ομήρου, Γ. Ρουσιάδης: «Τινές θέλουσιν ότι το όνομα αυτού παράγεται από του Παριέναι· επειδή τον κίνδυνον της ζωής αυτού επί το όρος ευτυχώς παρήλθεν· άλλοι, από της Πήρας, εις την οποία ετέθη και εφέρθη επί το όρος· και άλλοι πάλιν, από το Πηρούν· διότι δια της ωραιότητός του θάμβωνε κάθε εις αυτόν ατενίζον όμμα». Αφροδίτη και Ελένη γνωρίζουν εξ ιδίας πείρας το πηρούν του». Πιο είναι το αληθές; Του Γ. Ρουσιάδη ο Πάρις του Πάριδος ή του Δ. Ν. Μ. ο Πάρης, ο οποίος είναι πιο κοντά στο Παρασκευάς. Για να το ξεκαθαρίσει (επιτέλους) κι ο άλλοτε Δήμαρχος Κοζάνης που γράφει το όνομά του ως Πάρις, ενώ Παρασκευά τον εβάπτισε ο νονός του εις το όνομα της αγίας Τριάδος.

Ευθύς παρακάτω στα «Ν.Κ. 2» σχόλια του ‘Αλκιμου Απαρέμφατου (ποίος;) με τίτλο «Νέα Δημοκρατία, Νέα Διανόησις». Το σύνθημα είναι διαφωτιστού τινός της εθνικής ημών δικτατορίας κι εξ αυτού έτερα ενθύμηση προς το σπαρταριστό. Αμέσως μετά την μεταπολίτευση, όταν η μεγάλη δεξιά παράταξη έλαβε τον τίτλο «Νέα Δημοκρατία» το τότε σκληρόν ΚΚΕ (οι του «Εσωτερικού» το ονόμαζαν και «Εξωτερικού» οι δυσεβείς), εδογμάτισε δημόσια ότι ο νεοκαραμανλισμός πήρε το τίτλο αυτό εκ της μεγάλης απηχήσεως που είχε στο λαό («Κι εσύ λαέ βασανισμένε μην ξεχνάς τον Ωρωπό»), το βασικό σύνθημα συνεδρίου του που έλεγε: «Εμπρός για μια Νέα Δημοκρατία». Συμπτώσεις διπλές, τριπλές να σε φυλάει ο Θεός.

Το ίδιο βράδυ διάβαζα στην «Καθημερινή» για τον άθλο του πιανίστα Τίτου Γουβέλη ο οποίος ερμήνευσε 840 φορές το έργο του Σατί Vexations (διάρκεια 15 ώρες) και σκόρπιζε σιγά σιγά τις παρτιτούρες στο πάτωμα. Μ’ άρεσε ιδιαίτερα αυτή η ασύμπτωτη σύμπτωση του ωραίου μουσικής και λόγου επί του σκηνικού πατώματος.

Γ.Ρ. «Διά τούτων των λόγων του Πάριδος θέλει να διασκορπίσει ο Ποιητής την υποψίαν, την οποίαν εδύνατο να συλλάβη ο αναγνώστης, ότι η Ελένη κατένευσεν εις την εκπλήρωσιν της επιθυμίας του Πάριδος προτού ν’ αναχωρίσει από τον οίκον της». Διότι κυρίες και κατά κάποιον τρόπο κύριοι (που έλεγε στις αλήστου γεύσης σκορδοκαΐλιες συνάξεις της σαρακοστής στη Φλώρινα ο ελλογιμότατος κ. Μ. Σουλιώτης) έχουμε και κάποιες αρχές όχι και μέσα στο σπίτι μας ή έστω εν πλω, αλλά επί σταθερού εδάφους στη νήσο την καλούμενη σήμερα Μαραθονήσι· μέχρι εκεί άντεξε ο ωραίος την της ωραίας στέρηση και ακολούθησε η πρώτη διάπραξη.

Γ. Σεφέρη «Οι γάτες τ’ αη Νικόλα» στον τόμο «Δεκαοχτώ κείμενα»


Μήπως όμως μεταφράζει ο Δ. Ν. Μ. «Ώρα που κάνουν στο ζυγό τα βόδια». Μ’ άρεσε όμως και το κοπάνησα έτσι έστω και μ’ επιφυλάξεις για το τι άκουσα.


ΥΓ. Δεν μπόρεσα να δω τον Δ.Ν.Μ. στο περιθώριο του 2ου διεθνούς κι ωραίου (ξεπατώθηκε η κυρία Κούλα Καλογερίδου ενώ απογειώθηκε ο εκ Πελασγίας Στέλιος Πελασγός αφηγητής στο επάγγελμα) φεστιβάλ περί την αφήγησιν στο οποίο ήταν «επίσημος» καλεσμένος (γιατί όχι επίτιμος) ότι τον παρέσυρε ο τουριστικός συρμός κι η επιφάνεια των πνευματικών πραγμάτων της πόλης μας, αλίμονο. Ήθελα, όμως να του γνωρίσω πως στο ταξίδι που κατά αντίστροφον φοράν έκανε αυτός προς τον Όμηρο από Οδύσσεια σε Ιλιάδα, ημείς προηγήθημεν όλων τους κανονικά κάποτε στη νοητή Αυλίδα. Δηλαδή Εξαμίλια και παραλία Κορίνθου κινηματογραφικά, Αύγουστος του 1976, όταν ο κ. Μιχ. Κακογιάννης (γύριζε την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι») 8000 τόσους νεοσύλλεκτους, ολόγυμνους και κουρεμένους εν χρώ με τη ντουντούκα μας «διέταζε» να κοιτάμε με ...νοσταλγία το πέλαγος (δεν το πετυχαίναμε καλά) κι οι λοχίες υπηρεσίες μέσα στις γραμμές μας (γυμνά σώματα και ψυχές) με τις ζωστήρες ανά χείρας γαυριούσαν:

«Νοσταλγείστε ρε στραβάδια να τελειώνουμε, μας έχει τρελάνει ο ...



(Β. Π. Καραγιάννη από την ομότιτλη συλλογή με διηγήματα, εκδ. Γαβριηλίδη 2008)

27/4/10

Φεγγάρια των καιρών...



Tα κακά νέα... χρεωκοπούμε. Τα καλά νέα... δεν είναι η πρώτη φορά. Τα καλά νέα... θα τα καταφέρουμε. Τα κακά νέα... όχι όλοι. Τα καλά νέα... θα μάθουμε να ζούμε με λιγότερα. Τα κακά νέα... δεν είμαστε φιλομαθείς. Τα κακά νέα... θα μείνουμε με το πουλί στο χέρι. Τα καλά νέα... θα έχουμε ένα πουλί στο χέρι.


Τα κακά νέα... νύχτωσε. Τα καλά νέα... έχει πανσέληνο. Μπορείς να δεις πέρα απ΄ τα σύννεφα...

Είσαι αθώος όταν ονειρεύεσαι



Στα τρία τελευταία χρόνια το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης, εισηγήθηκε νέα είδη θεάτρου, αφήγηση, stand up comedy – ανέπτυξε αναγκαίους και ενδιαφέροντες θεσμούς – άγονη γραμμή, τα αγάλματα της πόλης μας – και καταπιάστηκε με σημαντικά είδη τέχνης – όπως η όπερα και ο κινηματογράφος.

Ένα όμορφο μουσικό ταξίδι σε αγαπημένα τραγούδια του κινηματογράφου, ένα αφιέρωμα στον κινηματογράφο και τη μουσική του με τίτλο: «Είσαι αθώος όταν ονειρεύεσαι», αποτελεί τη συνεργασία του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Κοζάνης με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Πρόκειται για το τρίτο κατά σειρά ετήσιο αφιέρωμα του ΔΗΠΕΘΕ σε τραγούδια του κινηματογράφου, που και τις δύο προηγούμενες χρονιές που ανέβηκε συνάντησε την μεγάλη αποδοχή του κόσμου. Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης ακούγονται μουσικά θέματα από πολύ γνωστές και αγαπημένες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου όπως: Ο τελευταίος των Μοϊκανών, Ο μονομάχος, Ο άρχοντας των δαχτυλιδιών, Η αποστολή, Σινεμά ο Παράδεισος, Οι πειρατές της Καραϊβικής, καθώς και τραγούδια από ταινίες: Χουκ, Όλιβερ, Ωραία μου κυρία, Ο μάγος του Οζ, Ο βιολιστής στη στέγη, Ο άνθρωπος από την Μάντσα.

Μιλώντας για την εκδήλωση αυτή, που αποτελεί ουσιαστικά και το κλείσιμο της φετινής σεζόν για το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης, ο καλλιτεχνικός του διευθυντής Γιάννης Καραχισαρίδης αναφέρθηκε παράλληλα και στις επιλογές της διοίκησης που όπως ο ίδιος εκτιμά «έχουν πετύχει όλους τους στόχους». Χαρακτηριστικά ανέφερε πως «Το χειμερινό πρόγραμμα τελειώνει με μια διαλεχτή παράσταση που γίνεται σε συνεργασία με την ορχήστρα του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης και έχει να κάνει με τον κινηματογράφο. Έχουμε ανοίξει ένα διάλογο με δυο πολύ σημαντικές τέχνες που έλειπαν από το ρεπερτόριο ΔΗΠΕΘΕ, την όπερα και τον κινηματογράφο.

Μετά από δύο απόπειρες, φτάνουμε σε μια πιο ολοκληρωμένη πρόταση αγγίζοντας τον κινηματογράφο». Μιλώντας πιο συγκεκριμένα για τον κινηματογράφο, ο κ. Καζαχισαρίδης είπε πως «έχει κλείσει έναν αιώνα ζωής, έχουν γίνει αναρίθμητες ταινίες και είναι πια ο χρόνος για να γράφονται σενάρια για τον κινηματογράφο, που να παρουσιάζουν την δημιουργικότητά του. Αυτό τολμούμε. Πρόκειται για μια απόπειρα αρκετά ολοκληρωμένη για να παρουσιαστεί επί σκηνής, πρόκειται ουσιαστικά για ένα σενάριο για τον κινηματογράφο.

Τη διεύθυνση της ορχήστρας στην εκδήλωση έχει ο Δημήτρης Δημόπουλος, ο οποίος μιλώντας για αυτή τη συνεργασία ανέφερε πως «κοινός τόπος για την συνάντηση αυτή ήταν η ιδέα μας με τον Γιάννη Καραχισαρίδη, δεν έφτανε όμως αυτό αφού χρειάζεται μια μεγάλη στέγη, η υποστήριξη του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης». Ο ίδιος τόνισε πως η κινηματογραφική μουσική αποτελεί «αναπόσπαστο μέρος κάθε ρεπερτορίου και κάθε ορχήστρας, είναι μιας υψηλής ποιότητας τέχνη από μόνη της και πάντα το ερώτημα αν μπορεί να σταθεί στη σκηνή παραμένει. Πλησιάσαμε ένα ρεπερτόριο που θεωρείται δεδομένο αλλά είδαμε άγνωστες πτυχές και βγήκαμε ιδιαίτερα ωφελημένοι».

Τη σκηνοθεσία των κινηματογραφικών αποσπασμάτων είχε ο Νίκος Κέφαλος, ο οποίος τόνισε πως «Ο κινηματογράφος είναι μια σπουδαία τέχνη από μόνος του, η μουσική για τον κινηματογράφο είναι σπουδαία μουσική από μόνη της, αυτό που συμβαίνει στην παράσταση είναι μια προσπάθεια να συμπυκνώσουμε την μουσική ιδιοφυία των σπουδαίων μουσικών του κινηματογράφου με την απλότητα των σπουδαίων σκηνοθετών. Το περιεχόμενο της παράστασης θα είναι το ίδιο μαγικό όσο μαγικός είναι και ο χώρος του κινηματογράφου».



Σενάριο-αφήγηση: Γιάννης Καραχισαρίδης

Διεύθυνση ορχήστρας: Δημήτρης Δημόπουλος

Μοντάζ: Νίκος Κέφαλος

Τα τραγούδια ερμηνεύουν: Τάσος Αποστόλου, Ελένη Σταμίδου, Ελένη Λιόνα, Βασίλης Πουλάκος

25/4/10

Στέλλα φύγε.... κρατάω Σεφέρη...



Κάποτε δουλεύαμε για να αγοράσουμε ένα σπίτι, από δω και πέρα θα δουλεύουμε για να μη μας πάρουν το σπίτι. Η αριθμητική ήταν πάντοτε αμείλικτη - και όχι μόνο στα μαθητικά μας χρόνια. Όμως το ζήτημα δεν είναι οι αριθμοί αλλά η ψυχολογία. Αλλο πράγμα η στέρηση και άλλο η μιζέρια. Μπορείς να είσαι «πτωχός και πένης» αλλά να περνάς καλά - παλιά κοινοτοπία, που ως κοινοτοπία έχει γερή δόση αλήθειας.

Εξάλλου, πολλοί συμπατριώτες μας δεν μας βομβαρδίζουν με εκείνο το άλλο το κλισέ, ότι στην Ελλάδα «μας» έχουμε τον ήλιο, το ουζάκι και τον μεζέ - ότι στο ελάχιστο βρίσκουμε την ευτυχία;

Ιδού η ευκαιρία, λοιπόν.

Διότι όντως βοηθάει το κλίμα και η φυσική ομορφιά της Ελλάδας στη νιόφερτη αυτή κατάθλιψη του «ελληνικού ζητήματος». Νομίζω οι Αμερικανοί είναι που αναφέρονται στην ελληνική οικονομική κρίση με αυτόν τον όρο, τον οποίο βρίσκω ανατριχιαστικό, καθώς θυμίζει το απεχθές «εβραϊκό ζήτημα» που είχαν θέσει οι ηγέτες της ναζιστικής Γερμανίας.

Ωστόσο, κανείς δεν φαίνεται να βρίσκει πια παρηγοριά σε τέτοια ευφυολογήματα περί λιακάδας και ούζου. Ειδικά μετά την Παρασκευή το πρωί, και με την είσοδο του ΝΔΤ στον έλεγχο της χώρας, στο κέντρο της Αθήνας συναντούσες ανθρώπους εκνευρισμένους - είχες την αίσθηση ότι αν τους έπιανες από τη μύτη, θα έσκαγαν.

Σε έναν από τους ημερολογιακούς τόμους των «Ημερών», ο Γιώργος Σεφέρης παρακολουθεί λίγο καιρό μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή έναν εξαθλιωμένο γέρο στον δρόμο, ο οποίος, αν θυμάμαι καλά, μονολογεί:

«Εχει ο Θεός...»

Και ο Σεφέρης σχολιάζει:

«Η άπειρη υπομονή του λαού». Στέκομαι στο περιστατικό για δύο λόγους. Όποια στωικότητα μας διακρίνει ως φυλή μοιάζει να έχει χαθεί προ πολλού. Αυτό που είδε ο Σεφέρης, αν δεν ήταν προβολή της δικής του προσωπικής ματιάς, μοιάζει χαμένο στον χρόνο. Ίσως αναγκαστούμε να το επανεφεύρουμε.

Ο δεύτερος λόγος που στέκομαι στο περιστατικό είναι ότι αυτή η νοοτροπία τού «έχει ο Θεός» είναι ένα από τα μεγάλα μας δομικά προβλήματα. Αυτή η επιτακτική ανάγκη μας να πετάμε από πάνω μας την όποια ευθύνη των μελλοντικών μας επιλογών και αποφάσεων, η πεποίθησή μας ότι τα πράγματα θα φτιάξουν από μόνα τους, ότι κάποια αόρατη, υπέρτατη δύναμη θα μας σώσει, ότι η σωτηρία δεν θα έρθει εντός αυτού του κόσμου αλλά εκτός, όχι εντός του εαυτού μας αλλά εκτός. Αυτή ίσως είναι μια από τις αιτίες που δεν έχουμε συνέχεια στις προσπάθειές μας.

Πατάμε στην κορυφή με δόσεις, τα επιτεύγματά μας μοιάζουν με παρενθέσεις. Είτε για τους Ολυμπιακούς Αγώνες πρόκειται είτε για το ποδοσφαιρικό, πάντα μετά μιλάμε για «χαμένες ευκαιρίες». Δεν μας αρέσει ο στίχος του Μιχάλη Γκανά «πάθος είναι η διάρκεια».

Αλλά, είπαμε, ο ήλιος και η θάλασσα όλα τα ξεπλένουν. Και βέβαια στην Ελλάδα έχουμε ένα φως αδυσώπητο».

Η περιπέτεια με την οικονομία μας επανέφερε στην επιφάνεια διάφορες συλλογικές παθογένειές μας. Το καφενείο είναι πράγματι πολύ ωραίο πράγμα, όμως δεν είναι το σύμπαν. Είναι βέβαια βασικό να αφουγκραζόμαστε την αγορά, με την ευρεία έννοια εδώ η λέξη, εξίσου σημαντικό όμως είναι να μην είμαστε αγοραίοι και να μην πουλάμε αέρα φρέσκο - κυρίως στους εαυτούς μας.

Είναι το μόνο που έχουμε.

Πηγή: Όλα κλεμμένα. Μέχρι κι ο τίτλος... Οι μέρες που ζούμε μοιάζει να μας τα έκλεψαν όλα. Λέξεις, συναισθήματα, ήχους. Μια βουβή σιωπή παντού και μυαλά μουδιασμένα. Μέχρι να το πάρουμε απόφαση, ότι πρέπει να κάνουμε το επόμενο βήμα...

Η Μαργαρίτα, η Μαργαρώ...



Το ανάστημα, η αρχοντιά και η αγέρωχη εμφάνιση του Γρηγόρη Μπιθικώτση δεν καθρέφτιζαν μόνο το χαρακτήρα του αλλά και αυτό ακριβώς που εκπροσώπησε στο ελληνικό τραγούδι επί 55 χρόνια. Η «ξύλινη» φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση, «δωρική» την είπαν άλλοι, έφερε τα πάνω κάτω στο τραγούδι, δημιούργησε σχολή, κυρίως όμως έδωσε την αμεσότητα του λαϊκού στον ήχο του έντεχνου. Μια φωνή που, χωρίς εύκολα τεχνάσματα και επιδεικτικές τσαλκάντζες, πάντρεψε τη μελοποιημένη ποίηση με τη λαϊκή δύναμη, που έφτασε από τα αλώνια μέχρι τα σαλόνια. Αυθεντικός λαϊκός καλλιτέχνης, πολύ καλός μουσικός και συνθέτης 250 τραγουδιών, κορύφωσε την καριέρα του τραγουδώντας τον «Επιτάφιο» και το «Αξιον Εστί» του Μίκη Θεοδωράκη, συμβάλλοντας με την ερμηνεία του στην αλλαγή της πορείας του τραγουδιού τα χρόνια του '60. Ηταν ο καταλληλότερος ερμηνευτής των ποιητών, γιατί η φωνή του είχε μέτρο, χροιά, λαϊκότητα, δύναμη και κρυμμένο αυστηρό λυγμό. Και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι ερμηνείες του δεν ξεπεράστηκαν από κανέναν άλλο έως σήμερα.

«Σερ Μπιθί» τον βάφτισε ο Ψαθάς, τίτλος που του άρεσε -δεν το αρνιόταν- όπως δεν αρνήθηκε, όμως και το άλλο του μισό, τη λαϊκότητα της καταγωγής του. Μάγκας επίσης, «σωστός» όπως του άρεσε να λέει, «κύριος» για όσους τον γνώριζαν και, πάνω απ' όλα, θυμόσοφος. Η φωνή του ταυτίστηκε με τα κοινωνικοπολιτικά σκαμπανεβάσματα της Ελλάδας που τα τραγούδησε με αρχοντικό αίσθημα. Εκπροσώπησε την άλλη πλευρά της χώρας, μια εποχή που το κοινό διχαζόταν ανάμεσα στο παράπονο του Καζαντζίδη και την περήφανη συγκίνηση του Μπιθικώτση.

Του άρεσε να θυμούνται ότι είναι συνθέτης -ιδίως τα τελευταία χρόνια που ήθελε αυτό να μπαίνει πάνω από τον τραγουδιστή Μπιθικώτση- δεν ήταν τσιγκούνης στα συναισθήματα, αντιθέτως ήταν γενναιόδωρος και ευχαριστημένος. Από τους ελάχιστους ίσως καλλιτέχνες που έφυγαν ευχαριστημένοι, δικαιωμένοι και τιμημένοι εν ζωή.



Τελευταία εικόνα του από το 2000, στο σπίτι του στην οδό Έβρου, στο Χαλάνδρι. Το ίδιο κομψός όπως παλιά, με ελαφρά κυρτωμένους τους ώμους από τις περιπέτειες της υγείας του, αλλά όπως πάντα συγκινητικός και αφοπλιστικός. Το κομπολογάκι σταθερή αξία στο χέρι και το χαμόγελο, αληθινό και μετρημένο.

«Αυτά που σου λέω να τα ακούς. Είναι νόμος. Το' πε ο Μπιθικώτσης».

Καλός οικογενειάρχης και ερωτευμένος με τη σύζυγό του Μεταξία, που επαινούσε διαρκώς για τη νοικοκυροσύνη της, έπαιζε το κομπολογάκι, ξετυλίγοντας την ιστορία του και μαζί την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού και την ιστορία της Ελλάδας. Πώς χτύπησε το χέρι στο τραπέζι προκειμένου να πείσει τον Μηλιόπουλο της Κολούμπια για να πει ο ίδιος τα τραγούδια του, λέγοντας ορθά κοφτά: «Θα γίνω ο καλύτερος τραγουδιστής της Ελλάδας». Πώς δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ όταν πρωτοάκουσε τη «Μαργαρίτα Μαργαρώ» του Θεοδωράκη με τον Χιώτη. Για τους σημερινούς τραγουδιστές που γδύνονται, σε αντίθεση με την εποχή του που «ξόδευαν πολλά για να ντυθούν», για το μεγαλύτερο παράπονο της ζωής του.

«Επί χρόνια δεν ήξερα τι ημέρα είναι. Τα Χριστούγεννα τα κατάλαβα από τον καιρό που σταμάτησα τα μαγαζιά».



- Οι ποιητές πώς σας αντιμετώπιζαν;

- Το χέρι του Ελύτη ακόμη το αισθάνομαι πάνω στον ώμο μου. Στο στούντιο, όταν τελείωσα το «Αξιον Εστί», με αγκάλιασε. Το 'πα μια κι έξω. Ο Μίκης γύριζε τις παρτιτούρες και εγώ τις σελίδες με τον στίχο.

- Ο Ρίτσος και ο Λειβαδίτης;

- Όλοι αυτοί της διανόησης με αγάπησαν.

- Οι δικοί σας, από την άλλη, πώς το πήρανε; Ηταν πιο λαϊκοί.

- Με κοροϊδεύανε. Μου λέγανε «τι σαχλαμάρες είναι αυτά που λες». Δεν ξέρω κατά πόσο το πιστεύανε. Μετά τα τραγούδησαν και οι ίδιοι, όλοι αυτοί που τα κατηγόρησαν.

- Εσείς τα πιστεύατε τότε;

- Κι εγώ τα κατηγόρησα. Δεν είχα μπει στο νόημα. Ηταν και η μουσική νεοφερμένη και ο στίχος του ποιητή περίεργος. Ηταν όμως όλα τυχερά.

- Τα αγνοούσατε αλλά δεν τα περιφρονούσατε.

- Έδιωξα πολλά τραγούδια. Και του Μίκη δεν είπα πολλά και του Χατζιδάκι. Αν ξυπνήσεις έναν Ελληνα νυχτιάτικα σε μια γειτονιά και του ζητήσεις να σου πει ένα τραγούδι του Χατζιδάκι θα σου πει ή το «Γαρύφαλλο στ' αφτί» ή τον «Αητό χωρίς φτερά». Το «Χάρτινο το φεγγαράκι» το ξέρει διαφορετικός κόσμος. Εγώ ξέρω τι θα πει «Τζοκόντα», όμως το 80% του λαού ξέρει τι θα πει «Αητός».



Η δισκογραφία του Γρηγόρη Μπιθικώτση είναι από τις πλουσιότερες στην ελληνική μουσική σκηνή. Εχει τραγουδήσει τραγούδια των Μίκη Θεοδωράκη, Μάνου Χατζιδάκι, Σταύρου Ξαρχάκου, Βασίλη Τσιτσάνη, Μάρκου Βαμβακάρη, Δήμου Μούτση, Γιάννη Σπανού, Ακη Πάνου κ.ά,. ενώ έχει συνθέσει ο ίδιος περισσότερα από 250 τραγούδια που έγιναν μεγάλες επιτυχίες όπως τα: «Επίσημη αγαπημένη», «Αμφιβολίες», «Μια γυναίκα φεύγει», «Το μεσημέρι καίει το πρόσωπό σου», «Του Βοτανικού ο μάγκας», «Ρίξε μια ζαριά καλή», «Τρελοκόριτσο», «Εγνατίας 406» κ.ά..

Πηγή: Κείμενο Καθημερινή |Φωτογραφίες από το Διάζωμα


24/4/10

Τέλος εποχής...



Στα ενενήντα του ο Κώστας Βάρναλης στην ποιητική συλλογή «Οργή λαού»,(1975) έγραφε :

«Να μασάει ο χοντρός είναι η δουλειά του,
γουργουρίζει η πατρίδα στην κοιλιά του!

Νόμος: ο που προδίνει κι απατά,
όλο και πιο ψηλότερα πατά!

Και συ, Λαέ, με την καμένη ανάσα,
πότε θα κόψεις του χοντρού τη μάσα;»

Έπεσε στα χέρια μου και με προβλημάτισε. Νέοι φόροι, πάγωμα μισθών, περικοπές στα επιδόματα, απολύσεις, μηδενικές προσλήψεις, εξίσωση των ορίων συνταξιοδότησης. Παγώνει ο νους του Έλληνα να τα ακούει. Γέμισε αποδείξεις το συρτάρι μας, λες και θα σωθεί η κατάσταση από τούτο. Γιατί όμως, ενώ όλα αυτά προβάλλονται ως λύση, εμείς δεν αισθανόμαστε τη σιγουριά πως το φως μας περιμένει στην άκρη του τούνελ;

Γιατί ενώ λέμε ότι είμαστε έτοιμοι για θυσίες για την πατρίδα αρνούμαστε να αποδεχτούμε τις αλλαγές; Μήπως γιατί είναι λόγια που δεν ανησυχούν εκείνους που πρέπει; Μήπως μάθαμε να ζούμε σε μια κατάσταση χάους και οτιδήποτε αποπνέει τάξη μας αναστατώνει; Μήπως η τάξη του κράτους γκρεμίζει την τάξη που εμείς χτίσαμε για το σπίτι μας και το μέλλον των παιδιών μας;

Μήπως η ισονομία σ’ αυτή τη χώρα που τη γέννησε προτίμησε να πεθάνει παρά να ζήσει το διασυρμό της; Μήπως η λαϊκή κυριαρχία έγινε λαϊκή βολή και κρατική επιβολή; Ο λαός τον Οκτώβρη δε μαύρισε εκείνον που μιλούσε για ένα κράτος στην κατάψυξη; Που βρέθηκε τόσος παγετός; Κι ύστερα σου λένε οι θεωρίες πως η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα. Ή μήπως δεν έχουμε δημοκρατία;

Θαρρώ σοσιαλισμό παλεύουμε...

Το λόγω- έργω του Θουκυδίδη, ο θεμέλιος λίθος της πολιτικής του σκέψης , επιβεβαιώνεται σ’όλο του το μεγαλείο. Τα έργα είναι η ουσιαστική διάσταση της ιστορίας και είναι τα ρημάδια τα έργα του λαού και του κράτους που έχουν γίνει η ολική διάψευσή τους.

«Εδώ σε θάβουν ζωντανόν αν θέλεις να’σαι τίμιος», έγραφε στην ίδια ποιητική συλλογή ο Κ.Βάρναλης.

Δε μοιάζει προφητικό ;



ΥΓ. Το τελευταίο σαββατοκύριακο προ Δ.Ν.Τ. Από Δευτέρα αρχίζουνε τα όργανα...
ΥΓ. Δε θυμάμαι από που πήρα το κείμενο. Ο Θεός κι η ψυχή του.... Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια...

22/4/10

Πάρε τα χνάρια μου...



Το πρώτο τραγούδι που σιγομουρμούρισαν τα χείλη της ήταν ένα τραγούδι που της είχε μάθει ο πατέρας. Κρατούσε την κιθάρα του εκείνα τα "βιαστικά" βράδια που άλλοτε μύριζαν γιασεμί και άλλοτε βρεμένο χώμα κι έπαιζε τραγούδια του Καζαντζίδη.

Μόνο τώρα, που τα χρόνια είχαν περάσει καταλάβαινε γιατί ενώ εκείνα τα τραγούδια ακουγόντουσαν τόσο σπαρακτικά στα παιδικά της αυτιά, έκαναν το πρόσωπο του πατέρα να μαλακώνει. Μόνο τώρα καταλάβαινε, ότι ο πατέρας γινόταν εκείνα τα βράδια ένα μικρό παιδί κι ο ίδιος, που έψαχνε μέσα στις λέξεις, μέσα στους στίχους, μέσα στις νότες ... ότι πολυτιμότερο του είχε στερήσει η ζωή. Τα βράδια εκείνα τα τραγούδια γινόταν βάλσαμο κι η ψυχή του γαλήνευε.

Όσα τραγουδούσε τα είχε ζήσει ο πατέρας. Ορφάνια, πείνα, κρύο, εγκατάλειψη.

«Ήρθα σαν ξένος στην ζωή και ξαναφεύγω ξένος…» τραγουδούσε, και γνώριζε καλά ότι η ζωή ήταν τσιγάρο σέρτικο, βαρύ. Παρόλα αυτά το κρατούσε σφιχτά στο χέρι του και το κάπνιζε δίχως να φοβάται.

Ο πατέρας την μεγάλωσε με τα τραγούδια αυτά. Έγιναν κομμάτι δικό της. Και κάθε φορά που τα ακούει, τον βλέπει να κάθεται εκεί στην πολυθρόνα του, να κρατά την κιθάρα του και να τραγουδά χαμογελαστός...




18/4/10

Αξίες στη φτώχεια



Η συζήτηση στη διπλανή παρέα είχε ανάψει για τα καλά. Όλοι ήταν σίγουροι ότι μας περιμένουν δύσκολες μέρες και αναζητούσαν λύσεις. Άγνωστοι όροι μέχρι χθες όπως ΔΝΤ, ΕΚΤ αναφέρονταν λες και όλοι είχαν μεγαλώσει με τροφό τον Τρισέ. Έπινα τον καφέ μου και περίμενα την δική μου παρέα φυλλομετρώντας το βιβλίο που κρατούσα ενώ ταυτόχρονα κρυφάκουγα συζητήσεις που ένα χρόνο πριν θα είχαν να κάνουν με το πως πέρασαν στην χθεσινή έξοδο, γκόμενους και γκόμενες, λόγια που ειπώθηκαν και παρερμηνεύτηκαν, το αυριανό ντέρμπι.

Σκεφτόμουν το είδος της χρεοκοπίας που ο καθένας μας φοβάται. Για το αν ο φόβος μας έχει να κάνει με την χρεοκοπία του κράτους ή την εσωτερική του καθενός. Ποια από τις δυο άραγε μας πληγώνει περισσότερο;



Ήθελα να παρέμβω, ήθελα να τους πω για τον δικό μου φόβο, αυτόν που το δικό μου μυαλό τριβελίζει. Δουλεύω στον ιδιωτικό τομέα, ήθελα να φωνάξω. Έχω μάθει να ζω με 200 άντε 300 ευρώ αν βγάλεις λογαριασμούς και ενοίκιο. Που μπορώ να το πω αυτό, σε ποιον Ευρωπαίο πολίτη να το εκμυστηρευτώ και να μην σκάσει στα γέλια; Να μην υποθέσει ότι μιλάει με έναν ήδη χρεοκοπημένο άνθρωπο; Με έναν άνθρωπο που θα έπρεπε να έχει πεθάνει από καιρό αλλά δεν το παίρνει απόφαση;



Δεν ξέρω αν αύριο θα έχω δουλειά, αν κάποια στιγμή θα βγω στην σύνταξη. Ζούμε σε ένα ανύπαρκτο κράτος πρόνοιας, η εγκληματικότητα μας χτυπάει την πόρτα καθημερινά, η δικαιοσύνη κοιμάται τον ύπνο του δικαίου. Έχουμε ένα παραπληγικό σύστημα υγείας και το κυριότερο μια παιδεία που μένει μετεξεταστέα εδώ και χρόνια. Έχουμε πτωχεύσει από τότε που ο Τρικούπης δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά παρά να μας το πει ξεκάθαρα.



Μπορούν να γίνουν τα πράγματα χειρότερα; Μπορούν. Έχουν γίνει ήδη. Μπορούμε να χάσουμε αυτό που μας κρατάει ζωντανούς να παλεύουμε κάθε μέρα. Την ελπίδα. Το χαμόγελο. Την μικρή πολυτέλεια του καθενός. Αυτό που μας κάνει να αντιστεκόμαστε. Την δυνατότητα να δίνουμε λεφτά για κάτι που ο καθένας μας το θεωρεί πλέον περιττό αλλά τον κάνει ταυτόχρονα να αισθάνεται άνθρωπος. Εγώ έχω τα βιβλία, ο Γιώργος τα cd, η Μαρία τον κινηματογράφο κάποιος άλλος τις εφημερίδες.



Ο καθένας μας σε αυτή την χώρα κόβοντας από αλλού ικανοποιεί μια ανάγκη του που όμως του δίνει την ψευδαίσθηση του πλούτου, της ελευθερίας, τον κάνει έστω και για λίγο να αισθάνεται ακόμα ζωντανός. Άρα, η εσωτερική πτώχευση του καθενός είναι αυτή που με προβληματίζει, ο φόβος ότι δεν θα μπορούμε πια να ζούμε με τις μικρές μας ψευδαισθήσεις.

Γιατί στην πραγματική ζωή έχουμε χρεοκοπήσει εδώ και χρόνια. Στο μόνο που μπορούν να κάνουν πια κατάσχεση είναι στα όνειρα μας, στις μικρές ανθρώπινες αδυναμίες μας.



Ψέλλισα κάτι δυσνόητο ακόμα και για μένα και έσκυψα το κεφάλι μου ανοίγοντας το βιβλίο μου, την τελευταία μου μικρή πολυτέλεια «Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου» του Μάρκες.

Τιμή 19 ευρώ με απόδειξη. Αξία ανεκτίμητη μέσα στην φτώχεια μου.

17/4/10

Ένα καραβάκι γεμάτο παραμύθια... | Μέρος Β'

Η Λίλα Πατρόκλου, συγγραφέας παιδικών βιβλίων, εδώ και πολλά χρόνια πραγματοποιεί τακτικά επισκέψεις σε γενικά δημοτικά σχολεία και νηπιαγωγεία (αλλά και σε παιδικές λέσχες ανάγνωσης), σε διάφορους δήμους της Αττικής, διαβάζοντας στους μικρούς μαθητές παιδικά βιβλία που έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με την αναπηρία.

Με το χαρακτηριστικά ζωντανό και παιχνιδιάρικο ύφος της, η κ. Πατρόκλου -που έχει και η ίδια κινητική αναπηρία- καταφέρνει κάθε φορά να παρασύρει τα παιδιά, εξοικειώνοντάς τα με την ιδέα και την εικόνα της αναπηρίας.



«Τι θα ‘θελα;
Θα ‘ θελα να μπορώ να βγαίνω από το σπίτι μου εύκολα. Να μπαίνω με το αμαξίδιο στο λεωφορείο και να πηγαίνω στο σχολείο, στη δουλειά μου ή για διασκέδαση.
Τι ωραία θα ήταν, να μπορώ να διασχίσω μια λεωφόρο, ν’ ανεβοκατεβώ στις διαβάσεις και να περπατήσω στο πεζοδρόμιο.
Θα μ’άρεσε, με τη βοήθεια του σκύλου οδηγού και το λευκό μου μπαστούνι, να πάω κάπου για φαγητό.
Να μπορώ να καταλάβω μια συζήτηση ή μια ταινία γιατί έχει διερμηνεία κωφών.
Θα μ’άρεσε να με δεχόταν η γειτονιά, εμένα που μένω σε ξενώνα της Ε.Ψ.Υ.Π.Ε. και προσπαθώ να σπουδάσω ή να δουλέψω.
Εγώ, που έχω κάποιο σωματικό, ψυχικό ή πνευματικό έλλειμμα, δυσκολεύομαι να επιβιώσω στην Ελλάδα.
Εγώ, όμως θέλω να ζήσω, και μάλιστα εδώ. Σ’ αυτόν τον τόπο.»

Λίλα Πατρόκλου



Σκοπός αυτής της εξοικείωσης είναι καταρχήν η διευκόλυνση της ένταξης των μικρών μαθητών με αναπηρία στα γενικά σχολεία, και η ομαλή υποδοχή τους από τους συνομηλίκους τους. Παράλληλα, ο δάσκαλος των παιδιών, που είναι παρών καθ’όλη τη διαδικασία ανάγνωσης και παιχνιδιού, έχει τη δυνατότητα να παίρνει ιδέες για το πώς μπορεί να προσεγγίζει τα θέματα αναπηρίας και να τα παρουσιάζει στους μαθητές του όταν του δίνεται η ευκαιρία.



«Τα Άταχτα Πλοκάμια» είναι ένα βιβλίο με πολλαπλές αναγνώσεις. Σε πρώτο πλάνο, η ανυπακοή των πλοκαμιών, δεν είναι παρά τα στάδια ανωριμότητας και «αταξίας», παιδιών και ενηλίκων, ενώ η αλλαγή έρχεται ως προσωπικό επίτευγμα, μέσα από την αυτο-πειθαρχία όσο και από εξωτερικούς παράγοντες που μας ωθούν να πειθαρχήσουμε.



Τα «άταχτα πλοκάμια» μεταμορφώνονται σε ασημένια – όπως εξηγεί και η Λίλα Πατρόκλου. «Πάντα θυμάσαι αυτό που σε έκανε να κάνεις ένα βήμα προς την ωριμότητα».



Σε δεύτερο πλάνο, η κοινωνία της θάλασσας, που παρουσιάζεται ήδη διασπασμένη και συγκρουόμενη, ανίκανη να βρει κοινές λύσεις και να δράσει ενωμένα ενάντια στον εκφοβισμό των πλοκαμιών… Μάλλον, όχι η κοινωνία «της θάλασσας», η κοινωνίας μας. Κι εδώ φαίνεται περισσότερο ότι δεν πρόκειται για ένα παραμύθι. Η συγγραφέας τονίζει ότι δεν πρέπει να ωραιοποιούμε ή να διαστρεβλώνουμε τη πραγματικότητα πριν την παρουσιάσουμε στα παιδιά.



Σε τρίτο πλάνο, μια προσέγγιση της αναπηρίας, που συμβολίζεται από την «ανυπακοή» των πλοκαμιών και τους τρόπους με τους οποίους αντιμετωπίζεται από τους ίδιους τους ήρωες: από την μη-αποδοχή, στη συνειδητοποίηση, τον αυτο-καθορισμό και την προσωπική επίτευξη της αρμονίας με το σώμα μας.



Πάνω από όλα, η συγγραφέας παρακινεί τους ενήλικους -για τα παιδιά είναι ενστικτώδες- να ακούσουν την ιστορία. Δεν υπάρχουν «κρυμμένα» μηνύματα, είναι άμεσα μέσα από τους χαρακτήρες και τις καταστάσεις που εξελίσσονται.



Η ιστορία συνοδεύεται από μια εξαιρετική εικονογράφηση, που ακολουθεί την εξέλιξη της ιστορίας και απεικονίζει πραγματικά και ζωντανά συναισθήματα, όπως η θλίψη, η ντροπή, ο θυμός και η εξέγερση, η σύγκρουση, η αποφασιστικότητα και η αρμονία.



«Τα Άταχτα Πλοκάμια» συγκαταλέγονται στα βιβλία που μιλάνε άμεσα ή έμμεσα για την αναπηρία, σε έναν κατάλογο με περισσότερα από 50 βιβλία, που έχει συνταχθεί από τη Λίλα Πατρόκλου, σε συνεργασία με εκπαιδευτικούς, Δημοτικές βιβλιοθήκες και υπαλλήλους βιβλιοπωλείων, με στόχο την εξοικείωση των παιδιών με την εικόνα και την ιδέα της αναπηρίας.



Η Χρυσούλα είναι το πρώτο βιβλίο της Λίλας Πατρόκλου. Μιλά για μια διαφορετική καμήλα που μπορεί να γεννήθηκε και να έζησε στην έρημο, όμως ονειρεύτηκε κι επιθύμησε χιονισμένα μέρη. Έτσι, ξεκίνησε ένα μεγάλο ταξίδι για να φτάσει στις χιονισμένες εκτάσεις των ονείρων της…



Ακόμη και τώρα μετά από χρόνια, κάποιοι ξυλοκόποι λένε ότι βλέπουν μια κάτασπρη καμήλα με καμπούρα να τρεχαλίζει χαρούμενα στα χιονισμένα δάση παρέα με ταράνδους και πολικές αρκούδες.

Μιλούνε με απορία και θαυμασμό γι αυτό το παράδοξο της φύσης.





Το 2004 η Χρυσούλα πήρε το πρώτο βραβείο από το ελληνικό παράρτημα της IBBY για την εικονογράφηση της, την οποία επιμελήθηκε ο Βασίλης Παπατσαρούχας.



Η Λίλα Πατρόκλου έχει δημιουργήσει μαζί με την Νατάσα Ψαριανού μια τοπική, παιδική λέσχη ανάγνωσης, στα Άνω Ιλίσια, με την επωνυμία "Η Γειτονιά μας". Συμμετέχει, στο πρόγραμμα "Χώροι πολιτισμού και πρόσβαση". Γράφει στο περιοδικό "Ορίζοντας" του ΠΑ.Σ.ΠΑ. (Πανελληνίου Συλλόγου Παραπληγικών) άρθρα για τον πολιτισμό. Κάνει σεμινάρια σε νηπιαγωγούς και δασκάλους, γενικής Παιδείας με θέμα "Η εξοικείωση των παιδιών με την εικόνα και την ιδέα της αναπηρίας". Συμμετέχει στα εκπαιδευτικά προγράμματα του Κέντρου Μελέτης Νεώτερης Κεραμικής.

16/4/10

Στάχτη στα μάτια



Δεν έπλυνα το αυτοκίνητο. Ποιος ο λόγος; Δεν έβαλα μπουγάδα, γιατί έπρεπε να απλώσω - τζάμπα κόπος. Δεν μαγείρεψα και μασουλάγαμε σάντουιτς και τσιπς, έτσι, από μια αίσθηση ματαιότητας - εδώ ο κόσμος καίγεται κι εγώ να βράζω ριζότο; Κάθισα στο σπίτι και περίμενα τη στάχτη.

Θα μου πεις, δεν ήρθε στην Ελλάδα. Και τι με αυτό; Όλα έρχονται στην Ελλάδα, έστω και καθυστερημένα. Η κρίση. Η σκόνη. Το ροκ-εντ-ρολ. Η γρίπη των χοίρων. Το "Dancing with the star".
Ολα έρχονται και όλα φεύγουν. Τίποτα δεν «κάθεται» για πολύ.

Ούτε η στάχτη θα κάτσει πολύ, να μου το θυμηθείτε. Οταν, βέβαια, έρθει. Οταν θα έχει περάσει η μόδα της και θα είναι μια ξεπεσμένη φίρμα, όπως μας θυμούνται ξαφνικά παλιακά αστέρια στο ξεχαρβάλωμά τους, σαν τη Μαντόνα, ας πούμε, ή τον Μπομπ (Θε μου, σχώρα με) Ντίλαν.

Αλλά θα έρθει. Πότε;

Το πιθανότερο είναι να έρθει σε χρόνο ελληνικό, δηλαδή εντελώς στο άσχετο. Θα γίνει χαμός. Θα πέσουν όλοι από τα σύννεφα. Θα πλακώνονται όλοι με όλους. Αν είναι γνήσια ή μαϊμού, αν είναι τοξική ή ωφέλιμη για τους φίκους. Αν φταίει το ΠΑΣΟΚ που ήρθε ή η Νέα Δημοκρατία. Μέσα στη σύγχυση η Τζούλια θα ξεπετάξει και ντι-β-ντι με τίτλο «Η Σταχτο-βούρτσα», έχοντας μπερδέψει τις βούρτσες με τις στάχτες.

Έχω πλέον αφεθεί στη μοίρα μου. Και η μοίρα μου είναι η στάχτη της Ισλανδίας.
Η οποία, να μου το θυμηθείτε, όταν έρθει, δεν θα μείνει. Η δουλειά αυτής της στάχτης είναι να φέρνει χάος, να ξηλώνει τουρισμούς, να απορρυθμίζει την καθημερινότητα, να τινάζει οικονομίες στον αέρα.

Εμείς όλα αυτά τα κάνουμε και μόνοι μας, χωρίς τη στάχτη! Τζάμπα το ταξίδι που θα κάνει για να έρθει.

Γιατί θα έρθει. Και θα φύγει. Και θα ξεχαστεί. Όπως όλα στην Ελλάδα, στάχτη στη στάχτη του χρόνου.

Της Ρίκας Βαγιάνη

15/4/10

Ένα καραβάκι γεμάτο παραμύθια | Μέρος Α'

«Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένα παραμύθι. Το παραμύθι αυτό, ζούσε μέσα στη φαντασία των μικρών παιδιών και το αγαπούσαν πολύ. Γι αυτό, κάθε βράδυ τα παιδιά, μαζί με τη γιαγιά και τον παππού καθόντουσαν δίπλα στο τζάκι και άρχιζε η αφήγηση…».

Τα χρόνια πέρασαν. Οι γιαγιάδες περνούν πια τον καιρό τους μπροστά από την τηλεόραση. Όμως, το παραμύθι συνεχίζει να κεντρίζει τη φαντασία των παιδιών και να αποτελεί ίσως ένα από τα τελευταία αναχώματα πριν από την απόλυτη επικράτηση της αυτοκρατορίας της εικόνας …«που ζει σε ένα ψηλό κάστρο στην άκρη ενός απότομου γκρεμού»…



Το παιδικό βιβλίο είναι ένα παράθυρο στη φαντασία αλλά και τη σκέψη του παιδιού. Ο συνδυασμός εικόνας και κειμένου βοηθάνε τα μάτια και τα αυτιά του. Η δύναμη που έχουν οι εικόνες και οι λέξεις ταξιδεύουν το παιδί στο χώρο της φαντασίας, το κάνουν να ονειρευτεί, να σκεφτεί μεγάλα ζητήματα τα οποία μια παιδική ιστορία μπορεί να προσεγγίσει με απλό τρόπο, συγκαλυμμένα στη ροή του παραμυθιού και ίσως να βρει λύσεις σε θέματα που το απασχολούν.

Το παιδί μαθαίνει τη δύναμη των λέξεων και της έκφρασης ως επικοινωνία με τον εαυτό και τους άλλους. Το παιδικό βιβλίο του επιτρέπει να βάλει τον εαυτό του στη θέση του ήρωα, να ταυτιστεί μαζί του ή να τον απορρίψει, να πλάσει με το νου του εικόνες και σκηνές, να φανταστεί πιθανά σενάρια, να εξερευνήσει διάφορες εκδοχές του ίδιου θέματος, και να περάσει όμορφα μέσα στις σελίδες ενός παιδικού παραμυθιού.



Του μεταδίδει πολιτισμικές αξίες, διαμορφώνει το ήθος, τον χαρακτήρα και την συνείδηση του. Και όλα αυτά τα πετυχαίνει έξω από πολιτικές ή θρησκευτικές τοποθετήσεις. Οι ίδιες οι ανθρώπινες αξίες ξεπροβάλλουν μέσα από τις σελίδες των περισσότερων παιδικών βιβλίων, συνήθως με αλληγορικό και όχι άμεσα διδακτικό τρόπο.
Ωστόσο, το παιδί, που είναι στο στάδιο της διαμόρφωσης του κοινωνικοψυχικού του κόσμου, αναζητάει τα μηνύματα εκείνα που θα του δείξουν το δρόμο και θα του δώσουν κάποιες γενικές κατευθυντήριες γραμμές, κι έτσι ρουφάει άπληστα αυτά που έχει να του δώσει το παραμύθι.

Μέσα από πολλαπλές ψυχικές διεργασίες βγάζει τα συμπεράσματά του, αναπτύσσει την κρίση του, έρχεται αντιμέτωπο με τους φόβους, τις επιθυμίες και τις συγκρούσεις του και, τελικά, ισορροπεί μέσα από την "περιπέτεια" της ανάγνωσης ή της αφήγησης.
Η αφήγηση παραμυθιών, ήδη από τη βρεφική ηλικία, δίνει στο παιδί μια ακόμα ευκαιρία ν' αναπτύξει καλύτερα τις γλωσσικές του ικανότητες και να χτίσει γερά θεμέλια πάνω στα οποία στη συνέχεια θα στηριχθούν οι ικανότητές του για ανάγνωση και, γενικότερα, για μάθηση.



Μια από τις σημαντικότερες λειτουργίες της ανάγνωσης-αφήγησης παιδικών βιβλίων είναι το γεγονός ότι φέρνει το παιδί πιο κοντά στην οικογένεια. Όσο ο γονιός ή η γιαγιά και ο παππούς, διαβάζουν στο παιδί, δημιουργείται μια ζεστή και όμορφη σχέση, όπου τόσο οι γονείς ή οι παππούδες, όσο και το παιδί απολαμβάνει τη συντροφιά του άλλου και δένεται ακόμα περισσότερο μαζί του. Η ανάγνωση-αφήγηση παραμυθιών επιτρέπει στην οικογένεια και το παιδί να θίξουν δύσκολα θέματα και ανοίγει διαύλους επικοινωνίας για μια ζωή.

Το παραδοσιακό ελληνικό παραμύθι και οι μύθοι του Αισώπου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα έμειναν ζωντανά, άγραφα γιατί έχουν πολύ μεγάλη σημασία, έχουν ψυχοθεραπευτικές ιδιότητες. Μέσα από το παραμύθι το παιδί αντλεί όλα τα στοιχεία που θέλει για να νιώσει καλύτερα, διδάσκεται χωρίς διδακτισμό και ξέρει πάντα ότι ο αδύναμος όταν προσπαθήσει και σκεφθεί μπορεί να δικαιωθεί.

Μαθαίνει επίσης ότι οποιοδήποτε πρόβλημα που δεν λέγεται, δεν λύνεται. Ανεβάζει την αυτοεκτίμησή του, μιλάει σωστά με άρθρωση σωστή και ξέρει να αντιμετωπίζει το γύρω του.

Τα παιδιά κάνουν ερωτήσεις που αφορούν στο παραμύθι αλλά και την δική τους ζωή. Μα αυτές είναι θαρρώ οι μόνες ερωτήσεις που δεν επιδέχονται απάντησης. Γιατί αν απαντούσαμε στα παιδικά ερωτήματα, τότε η φαντασία τους δεν θα λειτουργούσε και το ζητούμενο είναι να λειτουργήσει η φαντασία των παιδιών και να πάρει την πνευματική τροφή που χρειάζεται μέσα από τα παραμύθια.

Το παραμύθι βοηθάει το κάθε παιδί να διαλέξει με τη φαντασία του, το ρόλο που θέλει. Δεν εξηγείται γιατί κανείς δεν ήταν εκεί, ούτε αλήθεια είναι, ούτε ψέματα.

Στην εποχή μας ακόμα και σε αυτό το πολύ απλό, που κάποτε έκαναν οι παππούδες και οι γιαγιάδες, βάλαμε τίτλους και το κάναμε επιστήμη.

Όλα τα πράγματα είναι τόσο απλά αν κοιταζόμαστε στα μάτια και λέμε την αλήθεια. Είναι ο μοναδικός τρόπος να εμψυχώσει κανείς τα παιδιά, να τα βοηθήσει να γίνουν τα ίδια ήρωες και να πρωταγωνιστήσουν μέσα στο παραμύθι, παίρνοντας τα μηνύματα εκείνα που χρειάζονται ώστε να βοηθηθούν και να ενισχυθούν.



Τα παραμύθια όταν τα αφηγούμαστε στα παιδιά, κοιτάζοντάς τα πάντα στα μάτια, γιατί το παραμύθι λέγεται μόνο όταν κοιταζόμαστε στα μάτια, μπορούν να βοηθήσουν και το αποτέλεσμα το βλέπουμε, την ίδια στιγμή που το κάνουμε.

Κι αυτό είναι πραγματική μαγεία!

12/4/10

Έρωτας... σε λίγο



Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια αγγελία μυθιστορήματος. Θυροκολλημένη έξω από την σκηνοθεσία της γλωσσικής παρακαταθήκης και των δεδομένων του Κανόνα.
Ύστερα από τόσες και τέτοιες φορμαλιστικές καταχρήσεις, παραδίδεται επιτέλους στις λέξεις — αυτές τις λίγες λέξεις που έμειναν — ο τάφος που τους αξίζει. Έχουν επιζήσει οι πιο καθαρές. Αυτές που, όπως και η ηρωίνη, έχουν την ύστατη ευκαιρία της απομάγευσης. Ο ελλειμματικός τους χαρακτήρας προδίδει σήμερα και το εύρος της παρέμβασής τους: Όλα έχουν ειπωθεί. Όλα;

Το «Ο έρωτας θα μας κάνει κομμάτια», ως διακύβευμα, συγγενεύει με το παλιό μυθιστόρημα σε ό,τι αφορά την εικόνα της ιστορίας που μένει να ειπωθεί, διατηρώντας όμως, τη μοναξιά μιας καλειδοσκοπικής γραφής.
Κείμενο υβριδικό, όπου συγχωνεύονται γοητευτικά και υποδόρια, ο τόπος και η ουτοπία. Οι ψηφίδες των φράσεων αθετούν εδώ τις ειδολογικές προκαταλήψεις, ενθέτοντας τις λέξεις, ως εικαστικό σώμα, στο κέντρο της αφήγησης – που παραλείπει ότι ονομάζεται πλοκή. Το πρώτο ενικό, η αυτοαναφορικότητα, είναι ουσιαστικά η συνθήκη που επιτρέπει να μιλήσεις για το «άλλο».

Η ηλικία του έρωτα είναι η ηλικία του θανάτου. Ταυτιζόμενη συγχρόνως, με έναν σχεδόν καταδικαστικό τρόπο, και με το δικαίωμα μιας νέας γέννησης. Μια έξοδος κινδύνου, μια ποιητική δοκιμή, ένα τρομώδες παραλήρημα υπάρχει εκεί που το λογοτεχνικό οικοδόμημα καταστρέφεται. Κάτω από το χαλάκι της μορφής, στην εξώπορτα, παραμονεύει η νέα σύνθεση.

Το τέλος όλων αυτών, σ’ έναν κόσμο που απλώς ακροάζεται το τέλος του, είναι αυτό το βιβλίο.

Το τέλος του έρωτα είναι ο έρωτας.

Το νέο βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου, Ο ΕΡΩΤΑΣ ΘΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙ ΚΟΜΜΑΤΙΑ , κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Απόπειρα. Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι ιδιαίτερο για τον συγγραφέα και του εύχομαι να είναι καλοτάξιδο. Καθόλου πρωτότυπη ευχή μα αληθινή. Από την άλλη εύχομαι να γίνει και για μας που θα το διαβάσουμε το ίδιο σημαντικό και να το αγαπήσουμε όπως και τα προηγούμενα βιβλία του.

11/4/10

Καφενείον "η Ελλάς"



Ο Απρίλης δεν μας διέψευσε. Τα κυκλαδονήσια μεταμορφωμένα, ολοπράσινα, η θάλασσα βαθυγάλαζη, ηλιοφάνεια, δροσιά, τα δειλινά αβάσταχτα γλυκά, σαν ψεύτικα, ρόδιν’ ακρογιάλια, παπαδιαμαντικά.



Ο αστός ξαποσταίνει και παραμιλά με τόση ομορφιά. Από το μπαλκονάκι αγναντεύει πέλαγος και κυκλάδες νήσους, γύρω τριγύρω βραχοσυστάδες, λοφίσκοι, μαλακά βουνά, αμπάσα, κυανό και πράσινο το χρώμα τους. Στ’ ανοιχτά, φουσκώνουν πανιά σε κομψά σκάφη.



Το quai έχει μεταμορφωθεί προ πολλού σε απέραντο καφενείο· οι ομπρέλες κόβουν το βλέμμα προς τη θάλασσα. Γιώτα-χι σουλατσάρουν ασκόπως. Tα Ελληνόπουλα αναδεύουν ηδονικά τον φρέντο και κενώνουν τον νου από λογισμούς. Ξεκούραστοι, χορτασμένοι ύπνο, έχουν ντυθεί τα καλά ανοιξιάτικά τους, έχουν στιλβωμένη την κόμη με τζελ, γυαλιά προστατεύουν από το ηλιόφως, στο τραπεζάκι αγρυπνά το κινητό, κλειδιά, τσιγάρα, αθλητική, σήμερα και κυριακάτικη.



Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος. Η κατανυκτική αμεριμνησία στα παραλιακά καφενεία κεντρίζει τον κατηφή αστό· του γεννά ζήλεια. Ήρθε από το άστυ φουρτουνιασμένος, σκοτεινός, γεμάτος λογισμούς αδιέξοδους, με άγχος για το μέλλον.



Στο νησί αντίκρισε έναν άλλο κόσμο, νωχελικό, ήρεμο, τακτοποιημένο, σχεδόν άφοβο. Άγνοια κινδύνου; Ενδεχομένως. Όμως και άλλη στάση, άλλη βιοσοφία. Μάλλον και τα δύο. Συνυπάρχουν, σε άλλοτε άλλες δόσεις, αντίρροπα ζεύγη. Αμεριμνησία και οκνηρία, αφέλεια και ακηδία, χαμηλή φιλοδοξία και αστήρικτη αυτοπεποίθηση, καταναλωτισμός και ολιγάρκεια, εξωστρέφεια στην παρέα και εσωστρέφεια στην εργασία.



Λίγες μέρες πριν, ένας νεαρός φίλος, μοντέρνο παιδί, στοχαστής και μαχητής της ζωής, περιέγραφε με μελανά χρώματα τη γενιά των τριάντα-παρά-κάτι, τριάντα-και-κάτι, τη γενιά του. Στο πρώτο έτος της Νομικής είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου, είχαν ορμή, είχαν δύναμη, φιλοδοξίες· δέκα χρόνια αργότερα, τους βλέπω σκυμμένους, κρυμμένους από τη ζωή, δεν ερωτοτροπούν, δεν φλερτάρουν, δεν επιτίθενται, δεν διεκδικούν, γκρινιάζουν για τον μισθό των 1.200 ευρώ, όλο γκρινιάζουν, η κουβέντα τους περιστρέφεται γύρω από το ματς του Τσάμπιονς Λιγκ και κανά καφεδάκι· έχουν ηττηθεί χωρίς καν να ρίξουν μια τουφεκιά· μετά τα είκοσι κοιτάνε πώς θα κρυφτούν μέσω ΑΣΕΠ...



Βούιζαν στ’ αυτιά μου τα λόγια του φιλόσοφου φίλου. Πώς θα κρυφτούν απ’ τη ζωή. Αραγε το θαύμα της ευημερούσας και γλεντοκόπου και υπερηφάνου και ισχυράς Ελλάδος, ανέκαθεν, από τα βάθη της χούντας έως τη μέθη του 2004, ήταν αυτό; Πώς θα κρυφτούμε, θα λουφάξουμε, πώς θα τη βολέψουμε;

Ήταν και αυτό.



Αλλά όχι μόνο αυτό. Στα χρόνια που κύλησαν, τα Ελληνόπουλα δεν διέτριψαν μόνο στον φραπέ και στο τζελ κοκοράκι. Σπούδασαν· μαζικά, μέτρια εν συνόλω, αλλά αρκετοί έκαναν και καλές σπουδές, μορφώθηκαν ουσιωδώς, συνέχισαν έξω σε απαιτητικά πεδία, πρόκοψαν. Η γνώση και οι σχετικές συζητήσεις δεν υπολείπονται σημαντικά των αντιστοίχων της Εσπερίας σε αρκετούς τομείς, οι εκδόσεις βιβλίων άνθησαν. Ο αστικός βίος, παρ’ όλες τις στρεβλώσεις, απέκτησε σχήματα, εκλεπτύνσεις, χαρακτήρες μητροπολιτικούς, η επαρχία δεν είναι τόσο ασυνάρτητη όσο το ’70-’80, οι άνθρωποι ανοίχτηκαν σ’ έναν ορισμένο κοσμοπολιτισμό· άλλωστε ο κόσμος εισέβαλε φρενήρης και αδόκητος το ’90 στο ομογενές κρατίδιο, η πολυπολιτισμικότητα επεβλήθη υπό όρους ανάγκης ή αδυναμίας.

Δεν ήταν όλα λάθος εξαρχής, ούτε τώρα είναι.



Κι όμως κάπου, σε κάποια αφανή πεδία, στράβωσε το πράγμα, εξ ου και τώρα βρισκόμαστε εν μέσω βαθιάς και μακράς κρίσης, αμήχανοι και απαράσκευοι. Η ανάγκη, ο πόνος, η κρίση, θα φανερώσουν τα αίτια των στρεβλώσεων· και θα ‘ναι χρήσιμη γνώση. Το κύριο όμως, τούτη την ώρα, είναι: Υπάρχουν δυνάμεις; Τα Ελληνόπουλα αυτά των είκοσι και τριάντα και σαράντα άντε και πενήντα-παρά, αυτά τα τέκνα της αμεριμνησίας και της βολής, των επιλεγμένων αψιμαχιών χωρίς ρίσκο, γενιές του ΑΣΕΠ και του αορίστου χρόνου, τα τέκνα του "Έχει ο Θεός και Αύριο Μέρα Είναι", τα τρυφηλομεγαλωμένα με διά βίου χαρτζιλίκια από γονείς, παππούδες και νονούς, τα κακομαθημένα με κρατικά συσσίτια και επιδοτήσεις, αυτά τα Ελληνόπουλα, αυτός ο μαστροπός λαός και όχλος, πώς μπορεί να αντέξει τούτο το χτύπημα της ιστορίας, να αντεπεξέλθει τα δεινά της μοίρας που ο ίδιος παρασκεύασε, που ο ίδιος επέτρεψε να του παρασκευάσουν;



Μπορεί. Στο σχετικά βραχύ παρελθόν, οι προηγούμενες δυο-τρεις γενιές προσέκρουσαν σε μεγάλους πολέμους και καταστροφές, σε εκατόμβες, σε αλλεπάλληλες πτωχεύσεις, λιμούς και εμφύλιους. Και επέζησαν.

Θα επιζήσουν και τα Ελληνόπουλα των απεράντων καφενείων.


Tου Nίκου Γ. Ξυδάκη