31/3/10

Του Νιπτήρος



Η αχαρτογράφητη πλευρά / πεταμένος στο διάστημα / ο χώρος ανοιχτός σαν χαίνουσα πληγή / ο παλμός του ασπρόμαυρου πλήθους χτυπάει σε λυόμενα και τρέηλερ / σε ημιφορτηγά πλάι στο ποτάμι / οπλίζουν τις καραμπίνες / οπλίζουν τις σύριγγες / ακούγονται φωνές μέσα από τους ψεύτικους τοίχους του μοτέλ (τι ήταν αυτό;) ανησυχεί ελέγχει έξω, μια πισίνα στη μέση του πουθενά, κανείς ξαναμπαίνει (που;) στην τηλεόραση η Μισέλ Φάϊφερ σαν όνειρο του νότου (σε ποιο προσανατολισμό;) / στη μέση ένα κρεβάτι / της απομόνωσης; / υπάρχουν κι άλλα : κρεβάτι της γέννησης, κρεβάτι του πόνου, κρεβάτι του αποχωρισμού, κρεβάτι του ύπνου, κρεβάτι του θανάτου (όχι εδώ) / κάθεται στην καρέκλα και το παρατηρεί / αλλάζει θέση / κι άλλη / (συνεχίζω να μη βλέπω τίποτε) / βγαίνει / ένα ταξίδι σχεδόν στις άκρες της Δύσης / (στις άκρες της Δύσης ένα σχεδόν ταξίδι) / ατέλειωτοι αυτοκινητόδρομοι / χριστιανικά φυλλάδια / συνεργεία / ψησταριές / κασκέτα και μπλουζάκια / Μίντυ, Μάντυ, Μέρρυ όρθιες πλάι στις κολόνες της Δύσης – με στρας / Η Τσουκαλίσσα μουσείο : υπάκουοι Ινδιάνοι επιδεικνύουν την τέχνη τους φτιάχνοντας φλογέρες και χάντρες.

Πήρα το δρόμο του δάσους σε εφτά ώρες είχα βγει πάλι στον πολιτισμό (;) έβρεχε κοιμήθηκα σαν ξερός. Δεν υπήρχε περιθώριο για τίποτε άλλο πέρα από ημερολόγια. Συνέχισα να καταγράφω.

Γιάννης Ζέρβας, Ημεροδρόμιο Μεγάλης Εβδομάδος









30/3/10

Και με ταξίδευες...



Σαν έκλεινες στο βλέμμα σου τον πόθο
ανθίζαν τα λουλούδια στις αυλές
κι ενώ με ξαναρώταγες τι νιώθω
σου' λεγαν σ' αγαπώ οι γειτονιές

Ήσουνα θάλασσα και μ' έπαιρνες μαζί σου
σαν καράβι με ταξίδευες παντού
κι έτσι που' γερνα σαν ίσκιος στο κορμί σου
ακουμπούσα στις πληγές τ' αυγερινού

Σαν άφηνες το δάκρυ σου να τρέξει
μεθούσε το φεγγάρι το χλωμό
κι ενώ με γλυκοφίλαγες πριν φέξει
σου' λεγαν οι παλμοί για σένα ζω

Ήσουνα θάλασσα και μ' έπαιρνες μαζί σου
σαν καράβι με ταξίδευες παντού
κι έτσι που' γερνα σαν ίσκιος στο κορμί σου
ακουμπούσα στις πληγές τ' αυγερινού

Ήσουνα θάλασσα
και κίναγες γι' αλλού
Ήσουνα θάλασσα
και ξέσπασμα του νου

Μεγάλη Τρίτη



Είναι συμφωνημένο από χρόνια. Με νεύματα στις σκοτεινές αίθουσες του σινεμά. Μ’ ένα ξαφνικό ρεύμα στις σήραγγες του υπόγειου. Με κραγιόν σε καθρέφτες ξενοδοχείων. Με πατημένες γόπες. Σε νεκροταφεία αυτοκινήτων και χυτήρια. Στην πράσινη θάλασσα της Κυριακής και τ’ ανακάτεμα της άμμου τ’ απομεσήμερο. Όταν ξυπνούν ιδρωμένοι το χάραμα είναι ήδη έτοιμοι.

Ακίνητοι μπροστά στη θάλασσα κι ερεθισμένοι απ’ το νερό τον κόσμο ατενίζοντας σαν όρθια περιπλάνηση. Σχήματα γεωμετρικά κι αφηρημένα μαγνητικές φωνές όντα μισά παλλόμενα.

Στις επιφάνειες του κόσμου θα συναντηθούν χωρίς να γνωρίζονται. Με το ακατανόητο στις κινήσεις τους, το κοινό στη φορεσιά τους. Ξένοι για τους απέξω. Εκπληρωτές ενός ανομολόγητου όρκου οι συντεχνίτες του 3Χ4. Χωρίς ν’ αγγίζουν χέρια. Χωρίς ν’ αλλάζουν βλέμματα και λόγια. Έξι μέρες θα δουλέψουν συνέχεια και την εβδόμη θ’ αναπαυθούν. Τον καθρέφτη των ονείρων τους θα στρέψουν στον κόσμο να τον δείξουν απ’ την αρχή:

Σαν από τοιχογραφία κατεστραμμένη σχέδια της πόλης
ασκοί μιας μνήμης που θολώνει

Τ’ απόγευμα της τρίτης μέρας θ’ αρχίσει η πομπή. Απ’ το γκρίζο της πόλης θα προβάλλουν έκπληκτοι οι κάτοικοι. Στο πολύχρωμο τείχος θα πλησιάσουν ένας ένας να κρεμάσουν τα κειμήλιά τους. Το κορίτσι τις τιράντες του κι ο ερωτευμένος το κύμβαλο της τύψης. Γυναίκες με μαντήλες χρυσά τάματα για τα παιδιά τους. Ο λιμενεργάτης τα μάτια της γοργόνας απ’ το ακρόπρωρο. Τα στρόφαλα του ύπνου οι υπνοβάτες κι οι κουρασμένοι κάρτες με τα’ ανάκλιντρα της Θήβας. Οι φαντάροι τα δίκωχα κι οι ραβδοσκόποι τις διχάλες τους. Οι κολυμβήτριες τα γυαλιά τους. Κι άλλοι ανώνυμοι, χάλκινες μέδουσες και σκαραβαίους, σταυρουδάκια και κιλίμια, θαλασσογραφίες, μετρονόμους, φλάουτα και κονδυλοφόρους.

Σαν λιτανεία έρχονται αυτοί που δεν ανήκουν. Ένα καινούργιο κόσμο φτιάχνοντας για να τους κατοικήσει. Οίκοι λευκοί στο μαύρο μάτι της δροσιάς χωράφια νεοσύλλεκτα με το φίλτρο της σιωπής τι σημασία έχει αν είδαν καθαρά.

Γιάννης Ζέρβας, Ημεροδρόμιο Μεγάλης Εβδομάδος

29/3/10

Στα υπόγεια είναι η θέα...



Μπήκαμε στην βδομάδα των Παθών. Στις σκηνές του δρώμενου τα πρόσωπα αλλάζουν.

Χριστός, το μικρό αγόρι από το Αφγανιστάν, που άφησε την πατρίδα του και ήρθε στον τόπο αυτόν για να βρει μια καλύτερη ζωή. Μια ζωή δίχως πολέμους, δίχως τρομαγμένα βλέμματα, δίχως βία. Ένα αγόρι που τόλμησε να κάνει όνειρα σε μια ελεύθερη καινούργια πατρίδα. Μόνο που η μοίρα έγραφε διαφορετικά την ιστορία του.

Μια λάθος στιγμή στο κυνήγι της επιβίωσης. Μια φιγούρα ασπρόμαυρη σαν να τραβήχτηκε από παλιά, που ξαφνικά χάθηκε. Μπορείς να ξαναγυρίσεις το χρόνο πίσω; Γίνεται;

Η Μαγδαληνή ψάχνει τον Χριστό, για να τον τυλίξει στα λευκά σάβανα. Το κανάλι της αγάπης είναι κόκκινο. Οι Πιλάτοι, πολλοί. Ένα κορίτσι ψάχνει στο σκοτάδι το χέρι της μητέρας του. Οι άνθρωποι ψάχνουν τη χαμένη τους αθωότητα. Οι κάλτσες τους είναι λερωμένες.

Ο θεός ένα αδιανόητο τίποτα...

Η ζωή αλλάζει από μόνη της. Φοράει κουστούμια που την στενεύουν. Συχνάζει στους βρώμικους κάδους σκουπιδιών της γειτονιάς και τους γεμίζει παιδιά. Στον αστερισμό της νύχτας οι σηματοδότες είναι σπασμένοι. Δεν υπάρχει Γρηγόρης και Σταμάτης, ποιητής ουρανού και γης, παιδικά καροτσάκια με πλαστικές σακούλες κρεμασμένες στα μπράτσα τους. Τα πρόσωπα που κυκλοφορούν περισσότερο τα υποθέτεις, παρά τα βλέπεις.

Εντούτοις, είναι αληθινά. Η νύχτα κοροϊδεύει την υποκρισία της μέρας, την κερνάει σφηνάκια, τη μεθάει, την εξαντλεί. Το φως είναι λίγο, ο ουρανός ελάχιστος. Χαθήκαμε, το πεζοδρόμιο ένα ανάποδο καρέ. Ενα αναποδογυρισμένο τραπεζάκι. Μια μπάλα που κυλάει.

Το μικρό αγόρι έφυγε. Η νύχτα έμεινε. Βασανιστική να μας γεμίζει ενοχές.



Ο θάνατος του μικρού παιδιού χτες το βράδυ δεν χαροποίησε κανέναν μας. Έφερε ένα μούδιασμα στα σώματα μας, στη σκέψη μας. Ήταν βέβαιο ότι θα γραφτούν και θα ειπωθούν πολλά. Σενάρια που θα χοροπηδάνε στον αέρα, πάνω από τις κηλίδες αίματος που άφησε το κομματιασμένο σώμα του άτυχου παιδιού, σε έναν δρόμο μιας λαικής συνοικίας. Σενάρια που εξυπηρετούν πάντα κάποιους. Tο λυπηρό της υπόθεσης, είναι οι φανατισμένες θέσεις κάποιων συνανθρώπων μας, που δείχνουν να είναι το ίδιο βίαιοι, το ίδιο διξασμένοι για αίμα κι εκδίκηση, στην προσπάθεια τους να δείξουν πόσο πολύ λυπούνται για το χαμό του μικρού αγοριού.



Βδομάδα των παθών μπήκε μα οι ψυχές μας δε λένε να μαλακώσουν... Ας επικεντρωθούμε μόνο, στο ότι δεν πρέπει να ξαναχαθεί καμιά ψυχή μέσα στα σκουπίδια...

Πηγές: Αποσπασματικές φράσεις από κείμενο του Σταύρου Σταυρόπουλου, που με τις λέξεις του κάνει την ψυχή μου να γαληνεύει.

Μεγάλη Δευτέρα



Πέρα οι μιναρέδες. Φρουρώντας το ξημέρωμα μέσα στην υγρασία της νύχτας. Εδώ, κόκκινος ήλιος που μετατοπίζεται. Αργά στ’ ανάκατα σεντόνια. Απλώνει φωτεινά εγκαύματα στο σώμα του. Σταδιακά το αποκαλύπτει. Σέρνει την παλάμη στο στήθος, σηκώνεται. Ξυπόλητος, ξύλινο πάτωμα, οσμή καφέ που φουσκώνει γρήγορα. Παραμερίζει τις λεπτές κουρτίνες: σπασμένες κολόνες ο δίσκος του ήλιου επίμονα. Ρουφάει την πρώτη γουλιά στο παράθυρο, αναρωτιέται. Τι γυρεύει εδώ.

Αυτή η χώρα πίσω του. Μεγάλη και άβολη. Με οχήματα παντού. Λέξεις που ορίζουν και δε μιλούν. Σύμμετρες σκέψεις πλανισμένες να μη χωρούν πόνο και θάνατο. Γυαλιστερές εικόνες μαγικές να κρύβουν την εικόνα. Μια κίνηση αδιάκοπη σβήνει συνεχώς την ιστορία. Αλλά στις τσέπες της πόλης, γυναίκες. Μητέρες δίχως μητέρες δίχως μητέρες. Με ρίζες χαμένες βαθιά στο σκοτάδι των ηπείρων. Με ιστορίες ψαλιδισμένες, γιατί όλα τα μεγάλα στρίγγλιζαν έξω απ’ τα παράθυρα με σειρήνες και φρεναρίσματα. Εκείνες που τον μεγάλωσαν κι ευγνώμων, τις ξεχνάει.

Ανήσυχος ύπνος χωρίς όνειρα. Κρυώνει. Ζεσταίνεται. Μ’ ένα τίναγμα ξυπνάει. Σαν ξαφνική απόφαση. Έχει επιστρέψει.

Σιωπηλό Δάσος του Dvorjak. Βαθιά μέσα απ’ την κοιλιά των ηχείων. Σε ελάχιστη ένταση μην την ξυπνήσει. Γυρίζει και την κοιτάζει. Το σώμα της κουλουριασμένο στο κρεβάτι, το πουλόβερ της στην πολυθρόνα. Το τσέλο ζεσταίνοντας το μεταλλικό χάραμα πάνω απ’ τους ουρανοξύστες. Απλώνεται σαν ψίθυρος στα γυμνά του πόδια, στο ινδιάνικο χαλί, τα χύμα χαρτιά στο παλιό γραφείο. Στο μεγάλο παράθυρο όπου παρακολουθεί τα τελευταία φώτα να σβήνουν αλλάζοντας συνέχεια τη γεωγραφία της πόλης. Εκεί ψηλά στο παράθυρο, το πρόσωπό του παγωμένο.

Το στόμα τους. Φιλόξενο και δυνατό. Μικρά γρυλίσματα καθώς πλέκουν τις γλώσσες τους. Γεμάτα στήθη που αναριγούν κάτω απ’ τα χέρια του. Τα λαγόνια τους καθώς αναδεύονται κάτω απ’ τα δικά του. Σκληρό δέρμα χωρίς μνήμη. Μαλακό υπογάστριο, υγρό. Το στόμα τους. Πάντα φιλόξενο.

Λίγο πριν το ξημέρωμα. Ξέφυγε από την αγκαλιά της σχεδόν μ’ ένα σπρώξιμο. Το χέρι της κοιμισμένο γύρω απ’ το στήθος της. Σημείωμα στην καφετιέρα. Η βαλίτσα. Το ταξί. Αραιή κίνηση. Ομίχλη στο αεροδρόμιο. Ο ωκεανός. Τα τετράγωνα της Δυτικής Ευρώπης. Η Έλβα. Οι γυμνές οροσειρές της Ελλάδας. Όταν τ’ αεροπλάνο ακούμπησε μ’ ένα τράνταγμα ένιωσε τα χέρια της αστραπιαία να τον αγκαλιάζουν και να τον αφήνουν. Δεν ειδοποίησε κανέναν.

Γιάννης Ζέρβας, Ημεροδρόμιο Μεγάλης Εβδομάδος

28/3/10

Η Κυριακή με τα Βάγια



Ξένος, πάντα. Έγκλειστος, μες στην καρδιά του πλήθους ερημίτης. Μόνο στον έρωτα χαράζοντας, για λίγο, το συμπαγές του κόσμου.

Από ψηλά αυτή η πόλη χυμένη στα πόδια του κι από μακριά ο κόσμος κλειδωμένος στη ζωή του. Με το βλέμμα αγγίζοντας, με την ακοή ακουμπώντας. Την οχλοβοή και τους ανθρώπους. Το θρόισμα στις φούστες των γυναικών, το υγρό στα χείλη τους. Δρόμους και μαγαζιά, το βρεγμένο οδόστρωμα της νύχτας. Τα δυτικά της φώτα και τ’ ανατολικά της κύμβαλα. Το ίδιο πάντοτε βαθιά επιθυμώντας: στην απαγορευμένη πόλη της αφής να περιπλανηθεί. Χαμένος, στ’ άγγιγμα, να βρει.

Σε εισόδους πόλεων ακίνητος για χρόνια. Στα μάτια του αδιάκοπα να καταγράφει. Σήραγγες, γέφυρες, διαβάσεις. Πλατείες και σταθμούς. Πλανόδιους, ταξιδιώτες, μετανάστες. Τα πρόσωπα τους παρακολουθεί μες στο συνωστισμό. Τα βλέμματα και τις χειρονομίες τους. Τα βήματα τους. Το φευγαλέο άγγιγμα των ρούχων τους.

Ξένος κι αυτός. Ο άγνωστός τους συγγενής.

Γιάννης Ζέρβας, Ημεροδρόμιο Μεγάλης Εβδομάδος

27/3/10

Οι Λαζαρίνες



Μια παρέα μικρών κοριτσιών εμφανίστηκε στη δημοσιά. Κρατούσαν ψάθινα καλαθάκια στα χέρια, στολισμένα με λουλούδια. Όλα τα κορίτσια ήσαν πιασμένα αγκαζέ και τραγουδούσαν.

-Φοράνε τις παραδοσιακές στολές του τόπου τους και είναι πολύ όμορφες με τα μαντίλια στους ώμους, τις καμάρωσε ο λαγός.
-Αυτές είναι οι Λαζαρίνες! Ανακοίνωσε η Πουά η πασχαλίτσα.
- Οι Λαζαρίνες;
-Κοίτα, Τρεχάλα, μερικές έχουν κορδέλες στα μαλλιά. Μοιάζουν με τις κόρες της άνοιξης, είπε με θαυμασμό η Πουά, καθώς έβλεπε τα κορίτσια να κατηφορίζουν στο δρόμο και τα μαλλιά τους να πετάνε σαν πλουμιστοί χαρταετοί.
- Θέλω να πάω μαζί τους, απαίτησε ο λαγός, τώρα είναι η σειρά μου να πω κι εγώ τα κάλαντα!
-Δεν επιτρέπεται να πάνε μαζί τους αγόρια, του φώναξε η Πουά.

Μάταια όμως. Ο λαγός είχε γίνει άφαντος. Μια και δυο, με δυο τρεις πήδουλους εμφανίστηκε μπροστά στα κορίτσια και τους είπε με θαρραλέα φωνή:
-Καλημέρα, Λαζαρίνες, θέλω να πω τα κάλαντα μαζί σας.
-Ποιος είσαι εσύ;
-Από πού ξεφύτρωσες;
-Ουάου! Ένας λαγός; Τι θέλεις από μας;
Τον βομβάρδισαν με ερωτήσεις οι Λαζαρίνες.
-Είμαι ο Τρεχάλας ο λαγός και θέλω να μάθω ό,τι έχει σχέση με την άνοιξη. Τα κάλαντα που λέτε μυρίζουν άνοιξη.
-Μα μόνο κορίτσια λένε αυτά τα κάλαντα. Εσύ, ένας λαγός, πώς θα τραγουδήσεις μαζί μας την άνοιξη;
-Κάντε μου τη χάρη! Τις παρακάλεσε ο Τρεχάλας και έπεσε στα πόδια τους.
-Πήδα μέσα στο καλάθι μου. Είναι άδειο ακόμα, είπε η μεγαλύτερη και ανέλαβε να κρύψει το λαγό.

Δεν ήθελε άλλη παρότρυνση ο Τρεχάλας και τσουπ πήδησε μέσα στο καλάθι. Κουκουλώθηκε με τα λουλούδια και περίμενε τη συνέχεια. Οι Λαζαρίνες χτύπησαν την πόρτα ενός σπιτιού, τραγουδώντας:

«Ανοίξετε και λάμψετε
να μπουν οι Λαζαρίνες»

Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε διάπλατα και οι νοικοκυραίοι τις υποδέχτηκαν με ανοικτές αγκάλες. Έδωσαν σε κάθε μια Λαζαρίνα από ένα ζυμωτό ψημένο λαζαράκι, που αντί για ματάκια είχε δυο μοσχοκάρφια μπηγμένα στο μπισκοτένιο πρόσωπό του και αντί για στοματάκι μια σταφίδα. Τα χεράκια του ήταν πλεγμένα κοτσίδα, που κύκλωνε το στρουμπουλό σώμα του και σταύρωνε στο μπροστινό μέρος, εκεί που ήταν η κοιλιά.

Το κορίτσι, που κρατούσε το καλάθι με το λαγό, ζήτησε ένα ακόμα για τη μικρή της αδελφή που ήταν άρρωστη. Η νοικοκυρά της είπε:
-Μετά χαράς! Και της έχωσε ένα ακόμα αφράτο λαζαράκι στο καλάθι, ακριβώς πάνω απ’ το κεφάλι του Τρεχάλα. Του λαγού άρχισαν να του πέφτουν τα σάλια, αλλά επειδή δεν ήθελε να καταχραστεί τη φιλοξενία των κοριτσιών και να αρχίσει να μασουλάει, συγκρατήθηκε.
Τα κορίτσια έφυγαν από το σπίτι για άλλη γειτονιά, τραγουδώντας περιπαιχτικά μια ευχή:

«Πάει και τούτη η γειτονιά
τίποτα δε μ’ άρεσε
μόνο ο κήπος μ’ άρεσε
πού ‘σπερνα βασιλικό»

-Μωρ’ συ, έσπερνες το βασιλικό κι εγώ θέλω να φάω το μπισκότοοοο! σιγομουρμούριζε ο Τρεχάλας και καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα μέσα στο λουλουδένιο στρώμα. Πάνω απ’ το κεφάλι του είχε στρογγυλοκάτσει ο πιο γλυκός πειρασμός του κόσμου!
-Σώπα, κάνε υπομονή! Του ψιθύρισε το κορίτσι, σκύβοντας πάνω στο καλάθι. Για σένα προορίζεται το λαζαράκι, ησύχασε.
-Είπε ψέματα για χάρη μου! κορδώθηκε ο λαγός.
Οι λαζαρίνες είπαν τα κάλαντα σχεδόν σε όλα τα σπίτια. Τα καλάθια τους γέμισαν λαζαράκια, βραστά αλλά και άβραστα αυγά και χρήματα, πολλά χρήματα. Ήταν σούρουπο όταν έφτασαν στον περίβολο της εκκλησίας.

-Αν δεν φάω τώρα μια μπουκιά, θα λιποθυμήσω εδώ έξω από την εκκλησιά, μπροστά στα μάτια σας, είπε ο λαγός όρθιος μέσα στο καλάθι και χραπ δίνει μια και τρώει το ένα χεράκι του μπισκότου.
-Χμμ! Νιαμ νιαμ! Μυρίζει γαρίφαλο. Έχει γεύση βανίλια, είπε με γεμάτο στόμα.
-Να δοκιμάσω κι εγώ; Δεν άντεξε άλλο η Πουά και άρπαξε ένα ψιχουλάκι με τα μπροστινά της ποδαράκια.
-Νιαμ νιαμ! Πολύ νόστιμο! Είπαν και οι τρεις μασουλώντας και απολαμβάνοντας τη γεύση του.
-Είναι και γλυκό, είπε η Πουά, που έγλυφε και τις κεραίες της.

-Δεν πιστεύω να μην είναι νηστίσιμο, γιατί η Σάρα η Σαρακοστή θα μας μαλώσει, είπε ο λαγός. Από αυτή έμαθα τι πάει να πει νηστεία. Εγώ δεν έχω πρόβλημα, γιατί είμαι έτσι κι αλλιώς φυτοφάγος, αλλά η φίλη μου η Πουά, που είναι σαρκοφάγα, θα έχει πρόβλημα για λίγες ακόμα ημέρες.
-Τι λες, ψεματούρη; Εγώ αντέχω τη νηστεία. Δεν κάνω ζαβολιές. Το Πάσχα είναι ιερό, είπε σοβαρά η Πουά.


Απόσπασμα από το αδημοσίευτο παιδικό πασχαλινό παραμύθι "Ο Τρεχάλας της κ. Αναστασίας Ευσταθίου

26/3/10

Δεύτερο γράμμα



Αγαπημένη μου μαμά,

Σου γράφω γιατί αισθάνομαι πολύ μπλοκαρισμένος πάλι... Μάλιστα έχω την εντύπωση πως είμαι πολύ μπλοκαρισμένος τα τελευταία είκοσι χρόνια... Μαμά νομίζω πως αυτά τα χρόνια τα έχασα κάπου. Για να σου εξηγήσω καλύτερα μου θυμίζει εκείνη την ιστορία με το εικοσάρικο... πρέπει να ήταν γύρω στο 1960 που πρωτοβγήκαν τα μεταλλικά εικοσάρικα —θυμάσαι— κι ο μπαμπάς έφερε ένα εικοσάρικο στο σπίτι και μας το έδειξε κι εγώ ο ηλίθιος μόλις ο μπαμπάς έπεσε για ύπνο το βούτηξα μέσα απ' το μικρό του το τσεπάκι και την άλλη μέρα το μεσημέρι που γύρισε ο μπαμπάς — μετά το φαγητό— είπε κοιτάζοντας το πιάτο με τις φακές του, κάπου έχασα το εικοσάρικο που σας έδειξα χτες... και συ είπες, αποκλείεται... κάπου θα το έδωσες και δεν θυμάσαι Τζίμη... κι αυτός είπε δυο-τρεις φορές χωρίς να σε κοιτάζει, χωρίς να με κοιτάζει, το εικοσάρικο χάθηκε εδώ μέσα στο σπίτι!... κι εγώ είχα γίνει λιώμα μ' αυτό που είπε κοιτάζοντας τις φακές του... Βέβαια το ίδιο βράδυ τόβαλα πάλι στο τσεπάκι του, έκλαψα κι όλας θυμάμαι στο κρεβάτι μου αφού είχα γίνει ο κλέφτης του μπαμπά...

Μαμά, έτσι ακριβώς αισθάνομαι με τα χρόνια. Νομίζω πως τα έχασα κάπου τριγύρω μου και δεν μπορώ να κοιμηθώ, λες και τα έκλεψα εγώ απ' τον εαυτό μου...

[....] Μαμά θέλω να σου γράψω δυο λόγια για τα μαθήματα που κάνω στη σχολή. Έχω κάπου εξήντα μαθητές σε τρία τμήματα. Στη σχολή λένε πως είμαι ο καλύτερος καθηγητής αν και δεν ακολουθώ κανένα οδηγό διδα σκαλίας, παρά τους λέω τα δικά μου πράγματα. Τα παιδιά ξέρεις θαυμάζουν τον δάσκαλο τους αν τους μιλάει στη γλώσσα τους κι εγώ έτσι τους μιλάω και τους λέω πως είναι ξοφλημένοι αν δεν μπουν στο Σύστημα αλλά παράλληλα τους βρίσκω διάφορους τρόπους να είναι μέσα στο Σύστημα και να μην είναι! Αυτό τους ενθουσιάζει πολύ! τώρα που να σου εξηγήσω ρε μαμά τι σημαίνει Σύστημα;.. είναι σαν να σε βρίζω και συ να μου λες στο τηλέφωνο., καλά-καλά παιδάκι μου αλλά να προσέχεις και να φοράς φανέλα από μέσα!. έτσι δηλαδή η αιώνια προστασία, κατάλαβες;

[....] Μαμά προχτές σε είδα στον ύπνο μου και χάρηκα πολύ. Φορούσες ένα μπεζ ταγιέρ με μεγάλα πέτα, κάτι καφετιές γόβες και τσάντα ασορτί, καδράκι του εξήντα ήσουν, μόλις λέει, είχε σχολάσει η εκκλησία κι έμπαινες σπίτι... Λιάκο! Λιακούλη, φώναξες απ' την πόρτα κι εγώ έτρεχα σφήνα στον καμπινέ να σβήσω το τσιγάρο...

Μαμά θα κλείσω τώρα και θα σου γράψω άλλη φορά γιατί είμαι κουρασμένος. Τον μπαμπά και τα μάτια σου.

Μαμά στο προηγούμενο γράμμα σ' είχα πικράνει για τον Άγιο Φανούριο και τις πίτες που κάνεις. Εντάξει, μη παίρνεις στα σοβαρά όσα σου γράφω. Πάντως στο λέω πως ο Άγιος Φανούρης σου δεν κάνει τίποτα...

Σ' αγαπώ
ο Λιάκος σου


Από το περιοδικό ΓΙΑΤΙ - τ. 179, Μάιος 1990
Έγραψε: Ηλίας Κουτσούκος

23/3/10

Πινελιές άνοιξης



Για μιά ιστορία μυστική
κρυφά απ το φως της μέρας
σου μιλησα μια κυριακή
ξημέρωμα Δευτέρας



κι άφησες την εικόνα σου
στο νου μου να κυλήσει
άνοιξη στο χειμώνα σου
να γίνω αν το θελήσει



Πήρα μολύβι και χαρτί
άρχισα,να σκιτσάρω
το πρόσωπο σου γητευτή
που μ 'αναψε το φάρο



Στα πέλαγα να ξανοιχτώ
βράδυ χωρίς πυξίδα
σαν ήλιο να σ ερωτευτώ
μετά την καταιγίδα.





Έκανα τη χαρά καμβά
και χρώμα τη φωτιά μου
ήσουν τ αστέρι π άναβα
γλυκά στην ζωγραφιά μου



Μες τον καμβά μου πινελιές
τα δυό σου σκούρα μάτια
τ όνειρου μου αετοφωλιές
της ρότας μου κατάρτια.





20/3/10

Ανεμολούλουδα...



Το όνομα του λουλουδιού συνδέεται με τον αρχαίο ερωτικό μύθο του Άδωνι και της Αφροδίτης. Σύμφωνα με το μύθο ο Άδωνις βγήκε για κυνήγι στο δάσος. Εκεί ο θεός Άρης που ζήλευε τον Άδωνι, επειδή η Αφροδίτη τον παράτησε για τα μάτια του ωραίου νέου, μεταμορφώθηκε σε άγριο κάπρο, επιτέθηκε στον Άδωνι και τον σκότωσε.

Απαρηγόρητη η Αφροδίτη πήρε στην αγκαλιά της το άψυχο σώμα του αγαπημένου της και όπως λέγεται ράντισε με νέκταρ την πληγή. Και από το μείγμα που έκαναν το νέκταρ με το αίμα ξεπήδησε ένα όμορφο λουλούδι. Μόνο που η ζωή αυτού του λουλουδιού κρατάει λίγο.

Όταν ο άνεμος φυσάει κάνει τα μπουμπούκια του φυτού να ανθίσουν και ύστερα ένα άλλο ανεμοφύσημα παρασέρνει τα πέταλα μακριά. Έτσι το λουλούδι αυτό ονομάστηκε ανεμώνη ή ανεμολούλουδο επειδή ο άνεμος βοηθάει την ανθοφορία του αλλά και την παρακμή του.


























16/3/10

Σπίτια ερμητικά κλειστά…



…και παράθυρα. Αμπαρωμένα χρόνια που διάβηκαν όπως διάβηκαν κι οι ζωές, αμπαρωμένες μνήμες. Πάνω από το ένα λουκέτο που σκουριάζει μπαίνει κι άλλο λουκέτο, πάνω από τη μια σιωπή μπαίνει κι άλλη. Και μαζεύονται οι σιωπές όπως μαζεύονται τα χρόνια, όπως πληθαίνουν οι ρυτίδες του ξύλου, όπως ανοίγουν οι χαραμάδες κι αφήνουν τη σκόνη να περνά.



Σπίτια ερμητικά κλειστά. Γειτονιές ολόκληρες που βουλιάζουν στη λήθη, χωριά που γλιστρούν σιωπηλά στο πεπρωμένο τους. Κι ύστερα έρχονται οι ξένοι που αναζητούν μια γωνιά σε λιόλουστο οικόπεδο, σε ένα νησί ή σε κάποια άλλη γωνιά του Αιγαίου, του τόπου μας. Ανοίγουν οι πόρτες και τα παράθυρα, συντηρούνται, αρχίζει μια καινούργια ζωή, μόνο που η διαχωριστική γραμμή έχει μπει οριστικά. Άλλος κόσμος ο τότε, άλλος ο τώρα. Η όψη των ντουβαριών συντηρείται, αλλά αμφιβάλλω αν συντηρείται μαζί κι η ψυχή τους.
Ασυναίσθητα φωτογράφισα το λουλούδι που φύτρωσε κάτω από το κλειστό παράθυρο. Δεν ξέρω γιατί μερικά λουλούδια επιμένουν ν’ ανθίζουν κάτω από κλειστά παράθυρα…

Νίκος Ψιλάκης (Από το περιοδικό ΥΠΕΡ)

13/3/10

Μπαίνουν κρυφά στον ύπνο μου τα βράδυα…



Πόσο λαχτάρισα τα σπίτια που ξυπνάνε πρωί, που αχνίζουν, που καπνίζουν, παράθυρα ανοιχτά, οι κουρτίνες, το τσάι, το γάλα, οι μουσικές, τα σκαλοπάτια, το τραπέζι της κουζίνας, όλοι μαζί εκεί με τον καφέ, την καρδιά του θεού, με το πώς κοιμήθηκες απόψε.

- Τι όνειρα είδες;
- Tης Αδριανουπόλεως, του πορθητή το στρώμα ένα βράδυ πριν την άλωση, φύλλο και φτερό…

Αντί για καλημέρα, τι όνειρο είδες απόψε ή κατευθείαν στο όνειρο χωρίς την ερώτηση, γρήγορα, γρήγορα, στο όνειρο, μην φύγει, μην χαθεί, μην ξεχαστεί, μην το φωνάξουν πίσω, μήπως περάσει η ώρα του, μήπως εξατμιστεί, μήπως εξαντληθεί η διορία που του έχει δοθεί, μήπως λαλήσει ο πετεινός.

Να σπρώχνει το βοριαδάκι την εξώπορτα και σαν από σύμπνοια να ανοίγει μαζί η πόρτα του διαδρόμου και να μπαίνεις εσύ που ξέρεις όπως κανείς άλλος, να εξηγείς τα όνειρα, εσύ που ποτέ δεν μας είπες κανένα δικό σου. Δεν έβλεπες όνειρα; Σε πλάκωσαν τα δικά μας; Έβλεπες κάτι και φοβόσουν; Έβλεπες όλα εκείνα που ήρθαν μετά τα φοβερά; Πάλευες μαζί τους;

Πως τα έπαιρνες, πως τα έπιανες στα χέρια σου, πως τα γύρναγες, τα μέσα έξω, πως τα κοίταζες, πως τα διάβαζες, πως τα καλόπιανες, πως τα γλυκομάλωνες. Πως τα δρόσιζες, πως τα ζεμάτιζες. Μπρος, πίσω, πάνω, κάτω, σαν παιδιά. Παιδιά σου.
Πως αναγνώριζες τους τόπους, τα σήματα, τα σύρματα, τα σύνορα, τα σημάδια, τους δρόμους. Πως μέλωνες μ’ αυτά που λαχταρούσες, που νοσταλγούσες, πως χαιρόσουν όταν ξανάβρισκες στα όνειρα τον τόπο.

Πόσο χαιρόσουν όταν ερχόταν ξανά και ξανά, πως σκοτείνιαζες όταν χανόταν, όταν εξαφανιζόταν, όταν έκανε μήνες, χρόνια να φανεί.

Είναι σπίτια που ονειρεύονται, που έχουν την ευλογία να ονειρεύονται…

Εύκολα τα αναγνωρίζεις, τα βλέπεις από μακριά, άλλο το χρώμα τους, άλλη η πατίνα τους, άλλο το φως τους, άλλος ο χρόνος τους, άλλη η αναπνοή τους. Αλλιώς ο κήπος τους, το άνθισμα τους, ο κτύπος τους, άλλο το κουδούνι τους, άλλη η φωνή τους.

Είναι έτοιμα να φύγουν, να πετάξουν, με το ζόρι κρατιούνται στη γη, τα θεμέλια τους είναι αλλού, σε άλλους τόπους, σε άλλους ανθρώπους, σ’ αυτούς που έρχονται τα βράδια και μπαίνουν κρυφά στον ύπνο τους.

Ακούς τους χτύπους, το περπάτημα, το πέταλο, την πατούσα, το φτερούγισμα, το φορτηγό που φεύγει, το χλιμίντρισμα, το σκούπισμα των παπουτσιών, το κλείσιμο της ομπρέλας, το τίναγμα του αδιάβροχου, το στρίψιμο του κλειδιού.

Ακούς τις λέξεις, τους ψιθύρους, το σύνθημα, το σσσστ, ακούς τις λέξεις, ακούς τις ξεχασμένες, τις βουλιαγμένες γλώσσες. Ακούς το πάτημα, το σκαλί που τρίζει, τη σανίδα στο πάτωμα που απαντάει με μιαν αχνή ηχώ σαν καλωσόρισμα.

Σαν τραγούδι.

12/3/10

Οι αβάσταχτες Παρασκευές της ποίησης...



«Δεν είναι κόσμος εδώ και μήτε τόπος για να ζήσουμε. Χρυσάφι ντροπής στοιβάζουν οι άνθρωποι. Ευεργετούν τον πλούτο και ελεούν το ασήμαντο».
Μάνος Ελευθερίου

Τον ακούω στο δεύτερο πρόγραμμα. Προικισμένοι άνθρωποι όσοι ευλογήθηκαν με φωνή ταξιδεύτρα. Ο Μάνος Ελευθερίου μιλάει και σε οδηγεί στους τόπους και στις αναμνήσεις του. Θυμάται τα μικράτα του στην Ερμούπολη της Σύρου.

«Λέου, λέου, λέου, λέου, τενεκές του πετρελαίου», ο στίχος από το ρεμπέτικο του 19ου αιώνα συντροφεύει τις θύμησες των εποχών, που η λάμπα του πετρελαίου φώτιζε τις νύχτες του. Συνειρμός ψύχραιμος, που ανθίσταται στην υστερία των ημερών με τις διακοπές του ρεύματος. Ξεδιπλώνει με γλαφυρές αφηγήσεις τις εικόνες μιας εποχής που κατεδαφίσαμε για να φτιάξουμε την σύγχρονη Ελλάδα. Στιγμές ανθρώπων που σκύβουν στη λάμπα και δυναμώνουν το φυτίλι για να ανάψουν τσιγάρο.



Κι ο Μάνος Ελευθερίου γίνεται πιο γαλαντόμος και πιο γενναιόδωρος, καθώς μας ταξιδεύει στα ερτζιανά. Kάθε του κουβέντα θυμίζει πόσο όμορφα παλιώνει το σπάνιο κρασί και γίνεται όλο και πολυτιμότερο.

Oι στίχοι του κι οι φίλοι του ανοίγουν διάπλατα τις πόρτες ενός κόσμου που τακτοποιεί τα συμβαίνοντα στα δελτία των ειδήσεων εκεί που τους αρμόζει. Υποθέτω δηλαδή, πουθενά. Σε αντίθεση με τον μοναχικό ήρωα του τελευταίου του βιβλίου «Η μελαγχολία της πατρίδας μετά τις ειδήσεις των 8», που επιμένει να καθηλώνεται στο χαζοκούτι του ακόμη κι όταν σκέψεις κι εικόνες τον κατακλύζουν.



Το απόσπασμα χαρακτηριστικό: «(...) Τότε είδα κι εγώ το τίποτα. Εκεί που έβλεπε και η ίδια ή που εγώ νόμιζα ότι έβλεπε όλα εκείνα τα χρόνια που δεν τη γνώριζα. Και είδα ξαφνικά μέσα στα μάτια της αυτά τα πάμφωτα αρχαία ερείπια της ρημαγμένης ζωής πολλών ανθρώπων. Συναντήσεις πολλές και αποχαιρετισμούς. Τρένα και πλοία και λεωφορεία σαράβαλα και σκισμένες βαλίτσες δεμένες με σκοινιά. Την είδα που είχε κάπως απογειωθεί, δεν πατούσε στο χώμα, πατούσε σ' ένα μικρό γαλάζιο συννεφάκι, κάτω από τα παπούτσια της κυκλοφορούσαν με άνεση όλες οι γάτες της οικουμένης διαρκώς νιαουρίζοντας και πεινασμένες. Τι ρόλος ήταν αυτός που έπαιζε; Τίνος συγγραφέα; Τη χαιρέτησα ευγενικά και έφυγα. Η περιέργειά μου με είχε εκδικηθεί. Η σπάνια προαίσθησή μου ν' αποφεύγω τους κινδύνους είχε πάει περίπατο. Χωρίς να το σκεφτώ, είχα βγάλει ο ίδιος τα μάτια μου. Σύρθηκα μέχρι τη δουλειά μου εξαντλημένος και λυπημένος. Κι όταν αργότερα έφτασα στο σπίτι μου, δεν είχα όρεξη για τίποτα. Άνοιξα μόνο την μπαλκονόπορτα για να ‘ρχεται πιο εύκολα μες στο δωμάτιο η μελαγχολία της Αθήνας κι όλης της πατρίδας και κάθισα μπροστά στην τηλεόραση για ν' ακούσω τις ειδήσεις (...)».



Η "ασκεψία" δεν είναι καν δόκιμος όρος. Είναι όμως σίγουρα υπάρχουσα κατάσταση. Είναι αυτό ακριβώς που κάνουμε βουλιάζοντας στον καναπέ για να χαλαρώσουμε -υποτίθεται- με τις εμμονές των .. καλών ανθρώπων που φτιάχνουν τα τηλεσκουπίδια μας. Την διακρίνεις πλέον εύκολα παντού, σαν να είναι μεταδοτική νόσος. Στους ελληναράδες που καμαρώνουν τους μασκέ Μακεδόνες των συλλαλητηρίων του Άδωνη, στους κυβερνοψηφοφόρους που πασχίζουν να αναμασήσουν τις πολιτικολογίες των αρχηγών τους για τα σκάνδαλα και τη διαφθορά, στις συντροφιές που συζητούν το σουξεδάκι της Καλομοίρας, ακόμη και στους «επιχειρούντες» που μηνύουν -για πρώτη φορά- συνδικαλιστές της ΔΕΗ, ενώ χρόνια στωικά αποδέχονται ότι οι διοικήσεις του μονοπωλιακού αγαθού δεν αποζημιώνουν ντεφάκτο.

Θυμάμαι την ταινία με τη Τζόντι Φόστερ στο «Εκτός εαυτού». Επαναλαμβάνει μία φράση μαγική. «Περπατώ τις νύχτες στην πόλη και ψάχνω τις γνώριμες γωνιές της». Θα μπορούσε να το 'χε πει με την δική του φωνή ο Μάνος Ελευθερίου νωρίτερα. Ή θα μπορούσε να ηχεί σαν φράση στο μυαλό της Κλειούς, όταν ζωγράφιζε τον πίνακα του Ηρακλείου. Μία σπειροειδής κίνηση που καμώνεται πως ανιχνεύει τα πέριξ, αλλά κατ ουσίαν γυρνά σαν μαχαίρι στα εσώτερα. Μοιάζει με μικρομέγαλο κορίτσι που φοράει τα τακούνια της μητέρας της, καθώς δεν είναι το χάος της Αθήνας αλλά έχασε πια και την επαρχιακή της παιδικότητα.

Μ’ αυτό το άλλο «συμπέρασμα» σχηματισμένο μέσα μου, δεν χρειάστηκε, όταν νύχτωσε, ν’ ανάψω το φως…

Θα μπορούσε σκέφτομαι, να το 'χει γράψει ο Μάνος Ελευθερίου ή να το χει "ερμηνεύσει" η Τζόντι Φόστερ. Ωστόσο, δεν είναι παρά ο τρόπος που συναντιούνται οι εμπνεύσεις των ... ακόμη σκεπτόμενων.



Οι άγιοι, οι παλιοί ηθοποιοί, τα υφάσματα, μια μικρή λεπτομέρεια όπως ένα έπιπλο, ένα ματσάκι μωβ λουλούδια ή ένα φθαρμένο πινέλο με ψαλιδισμένες άκρες. Ένα ελάχιστο της καθημερινότητας κι όμως ικανό να δημιουργήσει το απρόβλεπτο, να λειτουργήσει σαν ξόρκι ή κι αντίθετα σαν προπατορικό αμάρτημα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι «Η Μελαγχολία Της Πατρίδας Μετά Τις Ειδήσεις Των Οκτώ», είναι γραμμένη από τον άνθρωπο που έχει γράψει στίχους σαν κι αυτόν:

«Πάνω απ' το κρεβάτι στολισμένο, σε βελούδο μαύρο, θωρηκτό. Και πιο δίπλα ήταν διπλωμένο το άλμπουμ με δικέφαλο αετό».

Οι ποιητές έχουν τόσο πλούτο να διαχειριστούν, που με «απόγνωση» κοιτούν το μέλλον. Ως τη στιγμή που γίνονται λέξεις κρεμασμένες σ' αυτό. Και ο Μάνος Ελευθερίου. Πρωινό καθημερινής ανταμώσαμε για κουβέντα. Ροφήματα και τσιγάρα. Και η κάπνα.

«Μην τη διώχνεις, μου αρέσει» θα με παραινέσει.

Σημεία αναφοράς, δεκαετίες τώρα, η ποίηση, οι στίχοι και τα πεζά του.

«Ψελλίσματα είναι αυτά που γράφεις. Μπορεί να υπάρχει συνέχεια, μπορεί και όχι. Μερικά πράγματα τα έχω τελειώσει. Τους στίχους μάλλον... κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος» εξομολογείται. Ένα διαρκές και ευτυχές παρόν στη ζωή του τόπου, που φτάνει ως τα δικά μου 24 χρόνια... Τα «Παραπονεμένα» και τα «Μαλαματένια Λόγια» να συναντούν τον «Άμλετ της Σελήνης» και «Της βροχής» -ξάδερφος του, όπως δηλώνει.

Η «Μελαγχολία της πατρίδας μου μετά τις ειδήσεις των οκτώ». Διηγήματα, γραμμένα χρόνια πίσω.

«Πολλά από αυτά, είναι αυτοβιογραφικά. Αρκετά πρόσωπα είναι ήδη στα μυθιστορήματα, ατμόσφαιρα υπάρχει σ' αυτά, τύποι και καταστάσεις μπλέκονται, και είναι ουσιαστικά ένα». Όνειρα και εφιάλτες, εκφάνσεις της πολυπρόσωπης και καμιά φορά αβάσταχτης πραγματικότητάς μας. Φίλοι που φεύγουν, θύμησες που κυκλώνουν, ο θάνατος, η ανασφάλεια και οι «εχθροί», η ελληνική επαρχία. Το υποσυνείδητο σε εγρήγορση, το μαγικό -πόσο ανάγκη το έχουμε- να κάνει κουμάντο!



Οι στίχοι, ο έρωτας, η πολιτική. Μαζί;

Μήτρα των στίχων η ποιητική λαλιά, έτσι που συχνά τα όρια καταργούνται. Λόγια που τραγουδούν την πολυπρόσωπη και αντιφατική ζωή μας. Τον άνθρωπο σε όλες τις εκφάνσεις του. Κι ο έρωτας, δοσμένος υποδόρια, όχι μελιστάλαχτα ή με... καψούρα. Για τον ίδιο: «Δεν είναι ο δύσκολος δρόμος, απλά, δεν έχω διαλέξει αυτή την επιλογή. Μακάρι να μπορούσα να γράψω έτσι, τα ζηλεύω. Πολλά, είναι τόσο ωραία, που λέω μακάρι να τα είχα γράψει εγώ».

«Ή μήπως ήταν αυταπάτη όλα εκείνα που κατάργησαν τους στίχους μας κι η ομορφιά τους εξευτέλισε τα εγκώμια»; αναρωτιέται σ' ένα ποίημα. Τώρα; «Υπάρχουν πάρα πολύ ωραία τραγούδια, στίχοι, και περνάνε στο ντούκου, διότι έχουν ατυχήσει μουσικά και ερμηνευτικά. Και υπάρχουν και τραγούδια που είναι κακοί οι στίχοι, θαυμάσια η μουσική και γίνονται επιτυχία. Την επιτυχία δεν μπορεί κανείς να την προβλέψει καταρχήν. Είναι απ' τα περίεργα που συμβαίνουν. Βέβαια, αν έχει δουλέψει κανένας, σοβαρά και για χρόνια, έρχεται κάποια στιγμή ως φυσικό επακόλουθο. Όταν ξενυχτάς στα μπαρ μέρα νύχτα, δεν ασχολείσαι με το έργο. Δε λέω να κάθεσαι σαν τον ερημίτη σε μια σπηλιά, αλλά ουσιαστικά, η μεγάλη σου μέριμνα, πρέπει να είναι το έργο σου».

Αντιηρωικοί οι καιροί μας και η κουβέντα για το σύγχρονο πολιτικό τραγούδι αναζωπυρώνεται: «Υπάρχουν πάρα πολλές προϋποθέσεις για να γραφτεί πολιτικό τραγούδι. Βεβαίως, μπορεί να μην έχουμε δικτατορία, αλλά υπάρχουν χίλια άλλα πράγματα που μας καταπιέζουν. Διάβασα ότι νοικοκυριά στην Ελλάδα ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Αυτό δεν είναι θέμα για πολιτικό τραγούδι; Εάν τραγουδηθεί σε μια συναυλία -είμαι σίγουρος και αν είναι έξυπνο και καλογραμμένο- νομίζω ότι θα έχει μεγάλη επιτυχία. Βέβαια, τότε, έπαιρναν άλλη διάσταση στις καρδιές των ανθρώπων. Αλλά και τώρα, τα αποτελέσματα των προβλημάτων που απασχολούν τους ανθρώπους, θα τα δεις σε λίγο καιρό, οπότε και αναγκαστικά θα ξεσηκωθούν. Εκεί, χρειάζεται λίγη βοήθεια από τους δημιουργούς. Αλλά, θέλει ταλέντο. Και υπάρχουν σπουδαίοι στιχουργοί, νέοι που μπορούν να κάνουν θαύματα» σχολιάζει.



Όλη η Ελλάδα γράφει;

«Πάντοτε γράφανε. Αλλά οι ποιητικές συλλογές, βγαίνουνε κάθε μέρα μία-δύο. Που δε γινόταν στα παλιότερα χρόνια. Υπήρχαν άνθρωποι που κρυβόντουσαν κυριολεκτικά. Ο Τέλος Άγρας, προπολεμικά, κρυβότανε πηγαίνοντας στη δουλειά του στην Εθνική βιβλιοθήκη που δούλευε, γιατί τον πλησίαζαν 2-3 την ημέρα λέγοντάς του: «πάρε χειρόγραφα μου να τα διαβάσεις, να μου πεις τη γνώμη σου...» και, τι να του πεις του αλλουνού; Σταμάτα να γράφεις; Θα τον κάνεις εχθρό... Είσαι μεγάλος; Γράψε μου, προλόγισε το βιβλίο μου...
Και τώρα γίνεται αυτό. Άνθρωποι τα στέλνουν σ' όλους τους ποιητές και λένε πέστε μου τη γνώμη σας...

Μα δε γίνεται αυτό το πράγμα...Τι θα πει προλογίστε; Μου έχει συμβεί κι εμένα. Είδα και έπαθα να πείσω μια κυρία, ότι αυτά τα πράγματα γινόντουσαν στον Μεσοπόλεμο (1920-1940). Τι θα πει ο άλλος στον πρόλογο; Τι το θες; Κι αν δε μ' αρέσουν εμένα; Εντάξει είναι ωραία ποιήματα. Τι να κάνω εγώ, να γράψω και πρόλογο, ύμνο δηλαδή; Γιατί, εκεί, περί ύμνου πρόκειται. Κι αν για τα ποιήματα που θα γράψω εγώ τον ύμνο, τα βρει απαίσια ο κριτικός, θα πάρει η μπάλα κι εμένα...»



Είναι καιρός για ποιητές;

«Οι ποιητές δεν είναι για να συναγελάζονται με καμιά εξουσία, πέρα απ' την εξουσία του δίκαιου και τ' ανθρώπινου» διάβασα κάπου. «Υπήρξαν ποιητές σπουδαίοι στον κόσμο που ήταν εξουσία, είχαν βαθμό πρεσβευτού, υπουργού. Αυτό, δεν επηρεάζει το ένα το άλλο, είναι τελείως διαφορετικό. Ας πούμε ότι ένας ποιητής κάνει παρέα με τον Καραμανλή? πέφτει η υπόληψή του; Ή αν κάνει παρέα με την Παπαρήγα -που κι αυτή είναι εξουσία ουσιαστικά- θα γράφει χειρότερα; Τι θα πάθει η ποίησή του;» ενίσταται.

Συλλογίζομαι, αν είναι καιρός για ποιητές. Μήπως τους έχουμε εξορίσει; Ή κρύβονται; «Οι καλοί ποιητές πάντα θα υπάρχουν, πάντοτε γράφουν, εκδίδουν τα βιβλία τους, πάντοτε έχει ένα κοινό ένας καλός ποιητής» κατηγορηματικά σημειώνει. Για να συνεχίσει: «Όταν γίνονται εκδηλώσεις για ποιητές, ποιητικές βραδιές, οι αίθουσες είναι πάντοτε γεμάτες, κι από νέους ανθρώπους, κι αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό». Την ίδια στιγμή, όμως, οι «ειδικοί», ισχυρίζονται ότι «φτωχαίνουμε» τη γλώσσα. «Όχι, το λεξιλόγιο σας δεν είναι καθόλου φτωχό.

Εφόσον μπορείς και συνεννοείσαι με τους ανθρώπους, δεν έχει χαθεί τίποτα. Η ελληνική γλώσσα συνέχεια πλουτίζεται. Τώρα, το αν τη λέξη «προχωρημένος», τη λέει ο άλλος «προχώ», το πολύ πολύ να μπει και σε ένα λεξικό αργότερα. Και σ' έναν καλό συγγραφέα, όλα χρειάζονται. Και αυτές οι λέξεις. Αρκεί πώς θα τις χρησιμοποιήσει, με ποιον τρόπο, σε ποια στιγμή του βιβλίου του, σε ποιους ήρωες του βιβλίου θα βάλει αυτά τα λόγια», καταλήγει.



«Οράματα βλέπουν οι διωγμένοι. Βλέπουν οι στρατιώτες όταν φυλάνε σκοπιά στη χιονισμένη Καστοριά και στην Αλεξανδρούπολη, δύο με τέσσερις τη νύχτα. Βλέπουν οι κυνηγημένοι και οι ασκητές. Όσοι απαρνήθηκαν τον κόσμο από στενοκεφαλιά κι από πείσμα. Άλλοι από πίστη και κάποτε από αλαζονεία και κακοπέραση.

Οράματα βλέπουν οι φυλακισμένοι και οι ψευδομάρτυρες. Αυτοί που ζητιανεύουν τον έρωτα και το δίκιο τους. Οι γυναίκες που γέννησαν πολλά παιδιά και βρέθηκαν ένα πρωί να τρέχουν σε ιδρύματα για επιδόματα και χαρτιά απορίας.

Οράματα βλέπουν αυτοί που δεν ταξίδεψαν. Κι εκείνοι που έμειναν στα μισά του ποταμού ολομόναχοι και αναποφάσιστοι.

Οράματα βλέπουν τα παιδιά και, πιο σπάνια, οι μεγάλοι ποιητές.
Στη ζωή μου άκουσα περισσότερο τους ανθρώπους παρά τους έμαθα. Τους είδα σε πολλές στάσεις, σε πολλούς μορφασμούς, με νεύρα, με κλάματα, με αλαλαγμό. Τους είδα να φιλιούνται, να αποχωρίζονται, να σέρνονται όπου υπάρχει έλεος και καταδίκη, όπου υπάρχει ανακριτής, λόγος του Θεού, παρέλαση, νοσοκομείο, συλλαλητήριο. Τους είδα στα νιάτα τους και στα γεράματά τους. Τους είδα να πεθαίνουν ήρεμοι στα χέρια των αναστατωμένων δικών τους, ή άρρωστοι και ολομόναχοι σ' ένα κρεβάτι, ανάμεσα σε άλλα είκοσι, όπως ο συγγραφέας Γιώργος Παπουτσάκης στο νοσοκομείο Ελπίς.

Παλιά πόλη με τα ερείπια. Ροδιές, τσουκνίδες, χαμομήλι, μολόχες. Και παλιό φως - ο τοίχος που θα γκρεμίσει μέσα τη ζωή σου. Σ' εκείνο, δηλαδή, που κάποτε θα ήταν η ζωή σου και χτίκιασε μέσα σε λόγια που δε μάντεψε κανείς. Και φωνές τρομαχτικές από μαρτύρια, και σαν τις αγάπες που σπαταλήθηκαν και "όλα γίνανε σε μια νύχτα" λέει.

"Μόνο την άλλη μέρα κατάλαβα πώς μπορεί να θαφτεί ένας κόσμος".

Μόνο που θα χουν περάσει χρόνια. Και θα ναι σαν να σ' έχουν ναρκώσει και σε κοιτάζουν με λύπη. Και είναι όλοι τους καλοί και ξαφνικά καλοί, και μαρτυρικοί από την αγάπη. Δε θα χεις τίποτα εναντίον τους γιατί δε θα υπάρχει τίποτα δικό τους να το ζηλέψεις ή να το ζητήσεις. Μονάχα θα ναι καλοί. Μαρτυρικοί από την αγάπη, και ίσως έ τ σ ι να ήταν από πάντα, αλλά εσύ δεν έβλεπες τίποτα, και χωρίς αυτά που έζησες ή μ' εκείνα που φανταζόσουν πως έζησες και κρατήθηκες από κλωστές.

Κάποτε, και καμιά φορά στον ύπνο, μόνο εσύ υποπτεύεσαι τί γίνεται πίσω απ' τον τοίχο, αλλά, χωρίς να το ξέρεις, μόνο εσύ είσαι πια πίσω απ' τον τοίχο, κι οι διπλανοί σου δεν έχουν παρά ένα σώμα για να κρύψουν την ψυχή τους. Χρόνια και μέρες λεηλατημένες, ένα κομμάτι ουρανού που ξεκόλλησε και θρυμματίστηκε στο δρόμο σου και το πατάς αμέριμνος.

Κάποτε, πώς το χρυσό ποτάμι που περίμενες στη ζωή σου, πώς το μαλαματένιο ποτάμι σε βγάζει σκάρτο και άχρηστο...»



Πηγές: Δεύτερο πρόγραμμα Ελληνικής Ραδιοφωνίας, Λέξημα, Ποιείν,oistros

10/3/10

Νοσταλγική αυλή ασμάτων και θεαμάτων



Ήρθε στην Κοζάνη για δυο μόνο μέρες για λόγους καθαρά επαγγελματικούς και αποφάσισε εκείνο το βράδυ να περπατήσει στα σοκάκια της πόλης, για να δει την πόλη από «μέσα». Ο 50άρης αντιπρόσωπος εταιρείας από την Αθήνα συνηθίζει να κάνει τέτοιες βραδινές βόλτες στις πόλεις που επισκέπτεται κι όχι να κλείνεται στους τέσσερις τοίχους ενός απρόσωπου δωματίου ξενοδοχείου. Έτσι κι εκείνο το βράδυ της Δευτέρας, τα βήματα του τον οδήγησαν προς την κατεύθυνση που ερχόταν μια γλυκειά μελωδία. Χωρίς να χάσει λεπτό, με γρήγορο βηματισμό, ακολούθησε τις νότες και βρέθηκε μπροστά στη γαλάζια σιδερένια πόρτα του αρχοντικού του Γεωργίου Τιάλιου.



Η αυλή του σπιτιού ήταν γεμάτη κόσμο, ο οποίος απολάμβανε τη γλυκιά και μελωδική φωνή γνωστής καλλιτέχνιδος. Προς στιγμή κατάφερε να απομονώσει τα «άχαρα» κτίρια περιμετρικά του αρχοντικού και να βρεθεί σε μια άλλη, νοσταλγική εποχή.



«Συγνώμη, τι γίνεται εδώ;», ρώτησε έναν περαστικό.

«Μια από τις εκδηλώσεις του Φιλοπρόοδου Συλλόγου Κοζάνης. Να καθήσετε να την παρακολουθήσετε. Θα σας αρέσει σίγουρα», του απάντησε εκείνος.

Ο επισκέπτης, αμέσως, άνοιξε την πόρτα και περπάτησε προς το εσωτερικό της αυλής.

Το αρχοντικό του Γεωργίου Τιάλιου χτίστηκε το 1904 και από το 1996 μέχρι και σήμερα αποτελεί τη στέγη του Φιλοπρόοδου Συλλόγου Κοζάνης, ο οποίος φέτος κλείνει 30 χρόνια ζωής με συνεχή προσφορά στον πολιτισμό της πόλης αλλά και ευρύτερης περιοχής. Ένας ζεστός και φιλόξενος χώρος που ταιριάζει απόλυτα με το πνεύμα του συλλόγου και δίνει το στίγμα των ανθρώπων του που βρίσκονται στην υπηρεσία του πολιτισμού.



«Ιδρύσαμε το Φιλοπρόοδο, καθώς οι σύλλογοι που δραστηριοποιούνταν τότε στον πολιτισμό δεν μας κάλυπταν, δεν κάλυπταν αυτό που θέλαμε να κάνουμε και αποδείχτηκε 30 χρόνια μετά ότι άξιζε τον κόπο για τον τόπο αυτόν με την πλούσια πολιτιστική ιστορία που έχει», μας είπε ο πρόεδρος του συλλόγου Τάσος Γκλούμπος. Είναι στο διοικητικό συμβούλιο από τη γέννηση του Φιλοπρόοοδου και ούτε ο ίδιος μπορεί να θυμηθεί πόσα χρόνια προεδρεύει του διοικητικού συμβουλίου.





Από το 1996 μέχρι σήμερα, το αρχοντικό του Γεωργίου Τιάλιου έμεινε όπως ήταν, χωρίς καμιά απολύτως παρέμβαση. Όλοι οι χώροι του σπιτιού με τα ψηλοτάβανα δωμάτια, το τζάκι, τα κουφώματα διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση, χάρη στα μέλη και στους φίλους του Φιλοπρόοδου.

Το χειμώνα τα δωμάτια γεμίζουν με κόσμο που έρχεται να παρακολουθήσει τους ξεχωριστούς καλλιτέχνες που φιλοξενούνται με τη φροντίδα του συλλόγου. Τα καλοκαίρια πάλι, στην αυλή των ασμάτων και των θεαμάτων, στην κερασιά από κάτω που φέρνει εικόνες από την παλιά Κοζάνη, οι μυημένοι περνούν στιγμές μοναδικές.





«Από τη στιγμή που ήρθαμε στο αρχοντικό, ο ίδιος ο χώρος μας οδήγησε στο πως να αξιοποιήσουμε τον κάθε χώρο. Στο σπίτι αυτό, ξέρετε, μεγάλωσε ο σκηνοθέτης Κώστας Κουτσομύτης. Τα εξαιρετικά βράδυα που έχουμε περάσει εδώ είναι κυρίως μουσικά, αλλά δεν έλλειψαν και οι λογοτεχνικές, λαογραφικές και ποιητικές βραδυές», συμπληρώνει ο πρόεδρος Τάσος Γκλούμπος. Ο σημαντικός αυτός χώρος έχει γίνει σημείο αναφοράς για τους χωρίς υπερβολή, δεκάδες καλλιτέχνες που έχουν νιώσει τη ζεστασιά του αρχοντικού και συμμετείχαν στις μυσταγωγίες του. «Με το που έρχονται εδώ, ο χώρος τους εμπνέει. Πλέον μπορώ να σας πω ποιοι καλλιτέχνες δεν έχουν έρθει, γιατί είναι λιγότεροι. Ο κόσμος αγάπησε το Φιλοπρόοδο, γιατί ένιωσε πως είναι αληθινός και δεν έχει κερδοσκοπική διάθεση».



Ο Φιλοπρόοδος Σύλλογος Κοζάνης, επιφυλλάσει πολλές βραδυές φιλόξενες και νοσταλγικές ακόμη στο αρχοντικό του. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που αναπολούν τις παλιές ξένοιαστες βραδυές στα εξοχικά κέντρα και την εικόνα των αρχοντικών στις γειτονιές, τα οποία αντικαταστήθηκαν από τις άχαρες πολυκατοικίες.

«Το ιστορικό κέντρο της πόλης έχει χαθεί κι αυτό με στεναχωρεί πάρα πολύ. Εξαφανίστηκαν τα πάντα και γι αυτό φταίει η κοινωνία και οι διοικούντες. Το στέκι αυτό δείχνει στα νέα παιδιά ή τους επισκέπτες πως ήταν η εποχή που πέρασε ανεπιστρεπτί. Δεν του δείχνουμε μια φωτογραφία, αντιθέτως τον προσκαλούμε και τον προκαλούμε να το ζήσει.», εξηγεί ο πρόεδρος του Φιλοπρόοδου.



Συνεχίζοντας να βρισκόμαστε μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, μαθαίνουμε από τον κ. Γκλούμπο πως καθοριστικό ρόλο στην πρόοδο του συλλόγου, κατά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του, έπαιξαν τα μέλη του διοικητικού του συμβουλίου μέσω του ορισμού επιτροπών δουλειάς. Έτσι το κοινό μπορούσε να συμμετέχει εύκολα σε πολλές δραστηριότητες. Βιβλιοθήκη, σκάκι, κινηματογραφικές προβολές σπάνιων ταινιών, θεατρικές ομάδες, μουσικά σύνολα, εικαστικά εργαστήρια, εκδρομές εσωτερικού και εξωτερικού, αναβίωση εθίμων, συνέβαλαν στο να έρθει ο κόσμος πιο κοντά και να καλυτερέψουν οι σχέσεις.

«Από το 1980 και μετά ο κόσμος ήταν πιο συσπειρωμένος και συμμετείχε ενεργά, δρώντας πολιτιστικά. Σήμερα περισσότερο παρακολουθεί παρά συμμετέχει. Το κοινό θέλησε να καλυτερέψει την αισθητική του και το "μέσα" του, να ασχοληθεί με τον πολιτισμό, γι αυτό και αγκάλιασε τον Φιλοπρόοδο», επισημαίνει ο πρόεδρος του συλλόγου.

Σήμερα ο Φιλοπρόοδος έχει 160 μέλη και πολλαπλάσιο αριθμό φίλων. Στόχος του δεν είναι να γεμίσει τα μπλοκ συνδρομών του, αλλά να γεμίζουν κάθε χρόνο οι σελίδες του ημερολογίου του με εκδηλώσεις. «Σε κάθε κοινωνία, οι σύλλογοι θα πρέπει να ασχολούνται με πράγματα που δεν προσφέρονται και να κινούνται ανάλογα με τις ανάγκες που υπάρχουν. Η αξία των εκδηλώσεων που έχουμε κάνει και η προσφορά του συλλόγου στον πολιτισμό και στον τόπο θα φανεί στο μέλλον», καταλήγει ο κ. Γκλούμπος.



Μια ακόμη όμορφη, μουσική βραδιά, με την γνωστή ερμηνεύτρια Αφροδίτη Μάνου επιφύλαξε για τους φίλους του, το βράδυ της Δευτέρας, στο γνωστό και αγαπημένο του στέκι, ο Φιλοπρόοδος Σύλλογος Κοζάνης. Παρά τις δυσμενέστατες καιρικές συνθήκες και τη σφοδρή χιονόπτωση, η εκδήλωση στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία, καθώς το στέκι γέμισε από κόσμο, σε μια συναυλία που είχε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, καθώς η Αφροδίτη Μάνου, μετά από αρκετά χρόνια απουσίας, τραγούδησε για δυο, περίπου, ώρες και έδειξε ιδιαίτερα συγκινημένη από τις θερμές εκδηλώσεις που είδε προς το πρόσωπό της. Μαζί της, ο Μανόλης Ανδρουλιδάκης στην ακουστική κιθάρα και τη φωνή, τον οποίο και η γνωστή ερμηνεύτρια ευχαρίστησε θερμά, σημειώνοντας πως χωρίς τη δική του συμβολή δεν θα ήταν ούτε και η ίδια εκεί.





Ο Μανόλης Ανδρουλιδάκης, από την πλευρά του, τραγούδησε Νίκο Ξυλούρη, αλλά και Διονύση Σαββόπουλο, δίνοντας και αυτός τον καλύτερό του εαυτό, σε μια από τις καλύτερες μουσικές εκδηλώσεις του Φιλοπρόοδου τα τελευταία χρόνια.



Όσο για τον 50χρονο Αθηναίο αντιπρόσωπο, μαγεμένος από τη μυρωδιά της κερασιάς στην παραδοσιακή κοζανίτικη αυλή και με το αίσθημα της συντροφικότητας και της νοσταλγίας στο ζενίθ, αποτελεί πλέον φανατικό μέλος αυτής της μεγάλης και μαγικής παρέας.

Πηγές: Omikron Magazine, www.omikron.tv