10/3/10

Το χιόνι στη λαογραφία



Δεν είναι, λοιπόν, διόλου παράξενο που και εγώ βρήκα την ευκαιρία να ιδώ το χιόνι σαν ένα θέμα αποκλειστικά λαογραφικό. Τι ρόλο λοιπόν έχει παίξει η λέξη “χιόνι” μέσα στη νεοελληνική λαογραφία; Αυτή ήταν η απορία. Και σαν απάντηση θα μπορούσε να δοθεί ολόκληρη η πιο κάτω συνέχεια.

Τα ψηλά βουνά συντροφιά τους χειμωνιάτικη έχουν τα χιόνια. Και από τα δέντρα, εκείνο που περισσότερο απ' όλα χαίρεται στα κλωνάρια του το χιόνι, είναι το έλατο. Μια παροιμία για την πρώτη περίπτωση και ένας στίχος δημοτικού τραγουδιού για τη δεύτερη, φανερώνουν ότι οι περιπτώσεις αυτές δεν ξέφυγαν από τη λαϊκή παρατηρητικότητα.

Γι' ανθρώπους εξοικειωμένους στη δυστυχία και στις αντίξοες περιστάσεις του βίου, σε βαθμό που να μην τους κάνουν πια εντύπωση τα νέα ατυχήματα, λέμε την παροιμία:

“Μαθημένα τα βουνά απ' τα χιόνια”. Εξάλλου, για το έλατο, που χαίρεται στις κορφές τη συντροφιά του χιονιού, ο επόμενος στίχος είναι χαρακτηριστικός: Χαίρεται κι ένας έλατος στους πάγους και στα χιόνια.

Η παροιμία των αντιξοοτήτων, που είδαμε πιο πάνω, έχει πάρει και τη μορφή κανονικού δεκαπεντασύλλαβου. Λέγεται δηλαδή και έτσι: “Συνήθεια το 'χουν τα βουνά να βρέχουν, να χιονίζουν”. Επειδή όμως γίνεται λόγος για στίχους, αξίζει να προστεθούν δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ένα π.χ. μελαγχολικό “γύρισμα” τραγουδιού εκφράζει με τρόπο λυρικό την έντονη θλίψη για το χωρισμό που παρατείνεται κουραστικά: “Όλα άλλαξαν, η βαρυχειμωνιά έφυγε, η άνοιξη που έλεγες ήρθε, όμως η συνάντησή μας ακόμα δεν έγινε:

Λιώσαν τα χιόνια, λιώσανε,
και μεις δεν ανταμώσαμε.



Ένας άλλος στίχος, ο παρακάτω, δεν είναι παρά μια προσφώνηση στο Θεό, που τονίζει την παντοδυναμία του να προκαλεί τη βροχή και το χιόνι: Μεγαλοδύναμε Θεέ, που βρέχεις και χιονίζεις.

Δεν είναι στίχος ιδιαίτερα σπουδαίος, τον αναφέρω όμως σαν από τα πιο ταιριαστά νεοελληνικά “παράλληλα” στην προσευχή που οι μακρινοί πρόγονοί μας, οι Έλληνες του Ομήρου έκαναν λέγοντας: “Ζευ νεφεληγερέτα”. Η Ομηρική επίκληση ηχεί το ίδιο περίπου νόημα σαν αυτό: Θεέ, που έχεις τη δύναμη να ξεσηκώνεις σύννεφα, συ “ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις”.

Μια άλλη φράση, γνωστή σε πολλά ελληνικά μέρη είναι η εξής: “Σαν τα χιόνια”. Πρόκειται εδώ για ένα επιφώνημα που ισοδυναμεί με ζεστή φιλοφρόνηση και με χαρούμενο χαιρετισμό, με τον οποίο υποδεχόμαστε φίλο ακριβοθώρητο που καιρό είχαμε να τον δούμε.



Γιατί όμως συνδέονται οι έννοιες αυτές με τα χιόνια; Γιατί τα τελευταία πιστεύεται πως με τον ερχομό τους φέρνουν γούρι, πως η σοδειά του χρόνου θα είναι άφθονη και πως το καλοκαίρι θα έρθει με πολλά κρύα νερά και δίχως αρρώστιες. Και αυτός λοιπόν εδώ, που καιρό μας έλειψε και που τώρα αναπάντεχα πρόβαλε στην πόρτα, σαν τα χιόνια, τα αργοπορημένα και για τούτο τα γουρλίδικα χιόνια, ευπρόσδεκτος μας έρχεται.

Υπάρχει όμως και μια άλλη πανελλήνια, επίσης, φράση, που θέλει να δείξει την αποστροφή μας σε πρόσωπο ανεπιθύμητο. Πρόκειται για την απέχθεια που δοκιμάζει κανείς, βλέποντας επισκέπτες αντιπαθητικούς και επιζήμιο για τούτο και υποδέχεται με ψυχρότητα και αποστροφή: “Τον εδέχτηκαν σαν τα χιόνια του Γενάρη”. Βλέπετε, δεν πρόκειται για τα πρώτα και τα γουρλίδικα χιόνια του Δεκεμβρίου, αλλά για τα κατοπινά που δε φέρνουν πια γούρι, παρά μόνο παγωνιά και βάσανα.
Συνώνυμη είναι και η φράση “Σαν τα χιόνια στον κόρφο του”. Ακούμε π.χ. να λένε “Τι ρώτησες; Αν τον αγαπάει; Πως!! Σαν το χιόνι στον κόρφο του”.



Άλλη παροιμία χρησιμοποιεί το θέμα του χιονιού για να εκφράσει μεταφορικά την έννοια της κοινοτυπίας. Όταν ακούνε πράγματα γνωστά και συνηθισμένα, που μάλιστα ανακοινώνονται με κάποια σπουδαιοφάνεια, αντιπαρατηρούν: “Εχιόνισε στο όρος”. Το νόημά της το ίδιο με το νόημα της αρχαίας φράσης: “Εκόμισε γλαύκα εις Αθήνας” ή με την πανελλήνια σημερινή συνώνυμη: “Κάτι τρέχει στα γύφτικα”, στον τόπο που διαρκώς όλο και “κάτι τρέχει”, όλο και φωνές, διαπληκτισμοί και κακό συμβαίνουν. Αξίζει να προστεθεί τώρα και ένα χαρακτηριστικό αίνιγμα που μιλάει για το χιόνι.

Οι μεταβολές που γίνονται στην ανθρώπινη ζωή, ανάλογα με την ηλικία της, είναι θέμα που συναντιέται σε πολλούς λαούς και που έχει για τούτο απασχολήσει τη συγκριτική εθνολογική έρευνα των αινιγμάτων. Το αρχαιότερο πρότυπο, πράγμα άλλωστε που είναι γνωστό, βρίσκεται στην αρχαία ελληνική μυθολογία, στο αίνιγμα που η φοβερή Σφίγγα είπε στον Οιδίποδα: “Ποιο είναι το ζώο εκείνο, που το πρωί έχει τέσσερα ποδάρια, το μεσημέρι δυο και το βράδυ τρία;” Με ποικιλία διαφορετικών παραλλαγών, το ίδιο θέμα παρουσιάζεται μέσα στη νεοελληνική λαογραφία. Εδώ, θ' αναφέρω μόνο μια περίπτωση, αυτή που χρησιμοποιεί μεταφορικά το μοτίβο του χιονιού:

Εχιονίσανε τα βουνά
εθαμπώσαν τα γυαλιά
και τα δυο έγιναν τρία.



Η λύση του αινίγματος είναι φανερή. Πρόκειται για το δράμα της αιώνιας και της αναπόφευκτης φθοράς των πάντων ακόμα και της θαλερής νεότητος. Κάποτε όλα αυτά τα ωραία και τα ονειρευτά, που εκφράζονταν με τη μαγική λέξη “νιάτα”, τελειώνουν. Και τότε προβάλλουν τα σεβαστά γερατειά με χιονισμένα τα μαλλιά, με αδυνατισμένα τα μάτια και με τη βακτηρία στο χέρι, ακριβό και αχώριστο σύντροφο, στήριγμα και ελπίδα του οδοιπόρου πρεσβύτη.

Τελειώνω με μια παροιμιώδη φράση που λέγεται σε κάποιον όταν τον συμβουλεύουν να ξεχάσει κάτι, λόγο ή πράξη, που δε χρειάζεται να μένει στη θύμηση: “Γράψε το στο χιόνι”, του λένε.

Έκαμα ειδικό λόγο για την τελευταία παροιμία, όχι τόσο γιατί είναι σπουδαία αυτή καθ' εαυτή, όσο για το το θέμα της γραφής, πάνω στο ευμετάβλητο χιόνι φέρνει το λόγο σε ένα μελαγχολικό δίστιχο που ανήκει στην κατηγορία των μοιρολογιών.

Να το δίστιχο αυτό:
Αυτού του νέου τ' όνομα στο χιόνι ήταν γραμμένο.
Εβγήκε ο ήλιος το 'λιωσε, το πήρε το ποτάμι.



Επιβάλλεται να σταθεί κανείς με σχετικό σεβασμό μπροστά στους δυο αυτούς στίχους και να συλλογιστεί το βαθύτερο νόημα των λέξεων. Πρόκειται για ένα νέο, που κείτεται νεκρός και τον μοιρολογούν. Ένας λυρικός ποιητής θα μπορούσε στην ίδια περίπτωση να σκεφτεί ένα όνομα γραμμένο πάνω στην υγρή αμμουδιά. Αυτοί που το έγραψαν, έφυγαν και έρχεται κατόπιν το κύμα και σκορπάει τους αφρούς του και πια δεν απομένει πάνω στη αμμουδιά ούτε το όνομα ούτε αχνάρια. Αντί όμως της αμμουδιάς και του κύματος, εδώ ο ελληνικός λαός παίρνει βασικό στοιχείο το χιόνι. Η μεταφορά που κάνει είναι πρωτότυπη και πετυχημένη:

Πάνω στο χιόνι, το άστατο και το ρευστό χιόνι, γράφτηκε του “Ωκύμορου” νέου τ' όνομα. Βγήκε όμως ο ήλιος και το χιόνι έλιωσε. Και έτσι τ' όνομα του αγαπημένου νεκρού έπεσε μέσα στο απρόσωπο ποτάμι της αιωνιότητας και χάθηκε για πάντα.



Πόση μελαγχολία και πόση ποίηση δεν υπάρχουν συνταιριασμένες μέσα στους δυο στίχους. Λες και πρόκειται για ένα από τα λίγα εκείνα επιγράμματα των Αλεξανδρινών χρόνων, τα πιο πρωτότυπα και τα πιο σπάνια, που είναι γεμάτα με ανθρωπιά, με λυρισμό και με φιλοσοφημένη μελαγχολία.

Γεώργιος Μ. Μπόντας
Τέως Δ/ντής της Μανουσείου Δημόσιας Βιβλιοθήκης Σιάτιστας – Λαογράφος

Δεν υπάρχουν σχόλια: