28/2/10

Τέλος εποχής...



Δεν είμαι πια παιδί ούτε μετράω τ' άστρα...

Έχω πλέον αποβληθεί από όλα τα όνειρα της ζωής, επειδή τα κούρασα. Περιπλανιέμαι, λοιπόν, για άλλη μια φορά στις επαρχίες του τόπου μου· γνωρίζω μικρασιάτες πρόσφυγες, ξεχασμένους σε ξερά και άνυδρα χωριά, γύφτους πονηρούς μα φιλοσοφημένους, αγρότες και κτηνοτρόφους φτωχούς κι αγράμματους.

Συναντώ και πάλι, την αδικία αλλά και την καλοσύνη.

Θα καταφέρω ωστόσο να σταθώ όρθια, και να κατανοήσω με όλες μου τις δυνάμεις τους ανθρώπους που βρίσκονται στο διάβα μου, θα εναντιωθώ σε κάθε λογής προκατάληψη και αδικία. Πάντοτε με ευαισθησία, αισιόδοξη μα και αποφασιστική.

θα επιστρέψω έπειτα, καβαλάρισσα, στην πόλη μου για να ξαναβγώ με τους σχολικούς μου φίλους και, κυρίως, τη μεγάλη μου αγάπη.

Ένα ταξίδι επώδυνο στην "αγέλαστη Άνοιξη"...

27/2/10

Ελεύθερες πτήσεις σε νύχτες με πανσέληνο...



Όταν μπορούσα ακόμα να αλλάζω, υπήρξε ένας συγγραφέας που με στιγμάτισε. Ο Τομ Ρόμπινς. Ήταν ένα μικρό βιβλίο, που στο εξώφυλλο του η σελήνη γίνηκε μάρτυρας μιας συνουσίας, ενός κόσμου που δεν υπάρχει πια. Τίτλος, «Το Άρωμα του Ονείρου». Και μετά, ένα άλλο διηγήματά του το «Ακόμη και οι καουμπόισσες μελαγχολούν», χάλια μετάφραση, αλλά τη δουλειά της την έκανε.
Πρωτοετής στη Δημοσιογραφία, προβλήματα και όνειρα, στριμωξίδι μέσα κι έξω. Ένιωθα ότι δεν με καταλαβαίνει κανείς.



Άκουγα μουσική και διάβαζα. Με την τρυφερή μοναξιά του Αταίριαστου. Με ένα μολύβι υπογράμμιζα τις φράσεις που θεωρούσα δυνατές και τις κόπιαρα στα τσαλακωμένα μου χειρόγραφα. Ήμουν περίπου μια όρθια τραγωδία που αναζητά την κάθαρσή της. Συνεπώς, με είλκυαν τα ερέβη, οι σκοτεινοί ήρωες, ένας σχετικός στόμφος. Η εποχή, με τα μπαγλαμαδάκια της, με σιγοντάριζε. Δεν ήξερα ότι όλα τα παιδιά της ηλικίας μου τραβάνε ανάλογα ζόρια, αν και όχι ακριβώς τα ίδια.

Ώσπου διάβασα το «Το Άρωμα του Ονείρου», και ένας ανεμοστρόβιλος με πήρε και με σήκωσε σε μια χώρα από όπου δεν γύρισα ποτέ. Κυριολεκτώ. Στη χώρα του εαυτού μου.



Η πραγματικότητα σκίστηκε, σαν αλλεπάλληλα σεντόνια, και είδα από πίσω έναν τόπο όπου ήμουν αποδεκτή, για πρώτη φορά. Το αίσθημα μιας τέτοιας ορμής και ευεργεσίας ήταν (και είναι) το πιο κοντά σε μαγεία που ένιωσα ποτέ στη ζωή μου - αν εξαιρέσουμε τον έρωτα και ορισμένες ταινίες. Αγάπησα τις φράσεις, τις λέξεις και τα γράμματα εκείνης της μονοτυπίας σαν ζηλωτής, σαν άρρωστος που ψάχνει τη γιατρειά του. Τις διάβαζα μεγαλόφωνα, παράφορη και ανακουφισμένη - γιατί ό,τι νόμιζα λόξες μου τα είχε υψώσει η ποίηση σε νόημα της ύπαρξης, σε τρόπο για να ζεις και όλα αυτά που με είχαν πληγώσει είχαν πληγώσει και άλλους, παιδιά άλλων τόπων με γδαρμένα γόνατα και ευπαθή καρδιά.



Το βράδυ αποκοιμιόμουνα πάνω στις φτέρες του Laugharne (που προφέρεται Ι-α-αρν), στις αμμουδιές του Τοwy (που προφέρεται Το-ι-ι), μαζί με κέλτικα τραγούδια, ποτάμια αλκοόλ και το πρώτο αληθινό αίσθημα ελευθερίας που ένιωσα στη ζωή μου. Την ελευθερία που νιώθεις όταν κεντράρεις την εικόνα σου και ψιλοκαταλαβαίνεις ποιος είσαι. Είναι σαν τη στιγμή που κάνεις τιλτ και όλα φωταγωγούνται - πυροτεχνήματα στον ουρανό των ελάχιστων, κοσμικός οργασμός.

Η μαγεία με τον Τομ Ρόμπινς κρατάει ακόμα. Έχουν συμβεί κι άλλες αποκαλύψεις με χαρακτηριστικά μαγείας. Αυτό το αίσθημα ότι μεταστοιχειώνονται τα σα εκ των σων. Ο Κάλβος, ο Σολωμός, η Μπωβουάρ αν κι αυτήν, την ξεπέρασα. Αλλά εκείνη η φάση δεν επαναλήφθηκε. Ούτε χρειάζεται. Γιατί με το βιβλίο που σε άλλαξε ζεις διά βίου. Όχι λίγες φορές, την ώρα που είμαι μόνη, συνομιλώ με την Κούδρα που περιπλανιέται στο δάσος κι ακούω τον ήχο της σκιάς του φεγγαριού, που σέρνεται πάνω στη χλόη των λόφων της Βοημίας.



Δεν είμαι πια τόσο ευεπίφορη στα θαύματα. Αλλά αν ξανάσυμβεί, ξέρω ότι θα' ναι πάλι από βιβλίο...

26/2/10

Πέτρινες θυμήσεις...



Μη με ψάχνεις, μη με παίρνεις στο κατόπι,
η αλάνα είναι μεθύσι και φυγή



Στο κυνηγητό έχω μείνει και στο τόπι...



Μη με αποπαίρνεις, είμαι παιδί.



Λιγοστεύω σε μιάν άσκοπη θητεία
σε έναν κόσμο αδιάφορο πεζό.



Η αλάνα λησμονιά είναι κι αλητεία.
Μη με αποπαίρνεις, καρδούλα μου, που ζώ.



Μη μου νοιάζεσαι κι απόψε θα γυρίσω,
έχω πίσω μιά στοργή πού με πονά.



Στην αλάνα την καρδιά μου όμως θα αφήσω
και μη μ’ αποπαίρνεις, η ζωή περνά.



Η αλάνα έχει τους νόμους της χαράξει
στης Καισαριανής τη μάντρα, στο Γουδί.



Πλάι στο τσέρκι μου η ζωή θα με σχολάσει.



Μη την αποπάρεις, τη ζωή.

25/2/10

Upόψεις



"Μεσημέρι, Κολωνάκι, καφέ στην πλατεία.
Είναι αποκλεισμένο περιμετρικά, μπράβοι σε σχήμα Π, περαστικοί κοιτάζουν περίεργοι το θέαμα.
Στη μέση αυτός, μαύρο κοστούμι, μαύρο πουκάμισο, όρθιος μιλάει στο κινητό. Πίσω του άλλος μπράβος, κρατάει στα χέρια ευλαβικά το πούρο.

Γυρνάει, τραβάει μια ρουφηξιά, συνεχίζει, ο κολαούζος το κρατάει, περιμένει την επόμενη ρουφηξιά. Μπράβος πούρου, επαγγέλματα του μέλλοντος.

Φθινοπωρινό μεσημέρι στο κέντρο της πόλης, η...
δημόσια επίδειξη της αήττητης ηλιθιότητας. Είναι πλούσιος. Έχει πολλά λεφτά, από πού, απροσδιόριστο.

Οι πλούσιοι αυτής της χώρας δεν κάνουν, έχουν.

Κάτι γενικώς, καράβια, προμήθειες, λαθρεμπόριο πετρελαίου, πλαστά τιμολόγια, ποδοσφαιρικές ομάδες-πλυντήρια, αγοραπωλησίες παικτών, εικονικά συμβόλαια, πουλάει τριπλάσια τιμή, εισαγωγή από την Κύπρο, εκμεταλλεύεται εμπορικά ακίνητα της εκκλησίας, καταπατάει δημόσιες εκτάσεις, χτίζει στη Μύκονο συγκρότημα κατοικιών με συνέταιρο γνωστό πολιτικό, αλλαγές συντελεστή δόμησης μόνο για την περίπτωσή του, έχει αναλάβει τη διαφημιστική καμπάνια υπουργείων, διαχειρίζεται τα λεφτά των ασφαλιστικών ταμείων, πουλά! ει τηλεοπτικά κανάλια που του χαρίζει το κράτος, αύξηση κεφαλαίου, τραπεζική εγγύηση, δάνεια, εταιρείες, κωδικοί, μπράβοι. Πούρα. Χοντρός σβέρκος.

Οι περαστικοί απολαμβάνουν το θέαμα. Κουνάνε το κεφάλι ειρωνικά.

Το θέμα είναι τα λεφτά, αυτό μου είπε κι ο μπαμπάς.

Μια χώρα που δεν παράγει τίποτα και έχει τόσους πολλούς πλούσιους.

Δεν δημιουργούν αλλά έχουν διασυνδέσεις. Σωστοί άνθρωποι στις σωστές θέσεις. Βιτρίνες. Ταμίες. Μεταφορά χρήματος, όχι δημιουργία πλούτου.

Δεν βγάζουν χρήματα, υπεξαιρούν.

Οι πλούσιοι ξέρουν πολύ καλά από...
πού προέρχονται τα χρήματά τους.

Τα αντιμετωπίζουν και οι ίδιοι ως προϊόν εγκλήματος.

Τα τρώνε γρήγορα και επιδεικτικά. Όπως οι γκάνγκστερ.

Σε ολόκληρο τον κόσμο μόνο δύο άρχουσες τάξεις έχουν υιοθετήσει ως τρόπο ζωής το lifestyle της κολομβιάνικης μαφίας.

Οι Ρώσοι ολιγάρχες και οι Έλληνες πλούσιοι.

Θηριώδη τζιπ στα στενά δρομάκια, παρκαρισμένες πόρσε στα κλαμπ, αστυνομική προστασία, γουόκι τόκι, μπράβοι, ημίγυμνες ξανθιές, χοντροί σβέρκοι.

ΚΔΟΑ. Κτηνώδης δύναμη ογκώδης άγνοια.

Στον υπόλοιπο κόσμο οι πραγματικοί πλούσιοι μοιάζουν με φοιτητές στα Εξάρχεια. Σνίκερς, φούτερ και κουκούλες.

Ανακάλυψαν ένα τσιπάκι, έστησαν τη Microsoft, την "Apple-style-span", έφτιαξαν ένα πρόγραμμα, φαντάστηκαν μια κοινότητα, το FaceBook, βάζουν την εταιρεία τους στο χρηματιστήριο έναντι 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων φορώντας τζιν, στο υπόγειο γκαράζ παίζουν ακόμα Nirvana με τις φοιτητικές τους κιθάρες.

Εδώ δεν υπάρχουν κιθάρες.

Ούτε πανεπιστήμια. Ελληνικός ληστρικός μικροκαπιταλισμός, κλοπιμαία.

Ξαπλώστρες 3.000 ευρώ στην παραλία, ο ένας δίπλα στον άλλον..

Πάνω στον άλλον. Όλοι μαζί.

Δεν θέλουν να κρυφτούν, θέλουν να φανούν.

Ποιος έχει το πιο μεγάλο, σπίτι, το πιο μεγάλο, κότερο.

Αγωνιούν για μια φωτογραφία τους σε φτηνές κίτρινες φυλλάδες που λερώνεσαι άμα τις ξεφυλλίσεις.

Αγοράζουν παρέα, δημοσιότητα, σεξ, σταρ, μις, θεές, απόλυτες, υπέρλαμπρες, δίμετρες. Ξανθιές με μαύρη ρίζα.

Από τη μαζική παραγωγή των καλλιστείων. Μια δυο γυμνές φωτογραφίες και μετά στον αγώνα.

Στο ανελέητο κυνήγι στη σκληρή ζούγκλα της ζωής.

Η ανεργία στις νεαρές γυναίκες μέχρι τα 30 φτάνει στο 40%.

Πιράνχας, κόβουν βόλτες από φωτογράφιση σε κότερα, από πασαρέλα σε επισκέψεις κατ οίκον.

Το ίδιο παμπάλαιο συγκινητικό όνειρο. Μια μέρα ο πελάτης θα ερωτευτεί και θα την κάνει κυρία.

Ένας γάμος, τώρα πριν να ναι αργά, τα χρόνια περνάνε γρήγορα, νέο εμπόρευμα βγαίνει στην αγορά κάθε σεζόν.

Τα πούρα διαλέγουν. Επιλέγουν την επόμενη trophy wife.

Επιλέγουν και επιλέγονται. Ε9 κυκλοφορούν σε φωτοτυπίες, αγοραπωλησίες, ντιλ κλείνονται...



Τα κοσμικά περιοδικά γράφουν για πανέμορφα μοντέλα που φωτογραφίζονται σε ακριβά μαγαζιά με νεαρούς ζεν πρεμιέ της αθηναϊκής νύχτας. Εννοούν escort συναντάνε γιους πλουσίων με την ελπίδα να «κατακτηθούν». Νέες ιδιότητεςτης κοσμικής ζωής. Κληρονόμοι.

Γιοι εισηγμένων. Πολύφερνοι γαμπροί με πολλές κατακτήσεις. Οι βίζιτες της πρώτης σελίδας.

Ο πλανήτης μπαίνει στον τρίτο χρόνο της οικονομικής κρίσης. Ο δύσκολος χειμώνας. Οι ελληνικές πολιτικές εφημερίδες, αυτιστικές πάντα, στο πιο βαθύ τούνελ της κρίσης, εισάγουν στην ύλη τους κοσμικά ένθετα.

Χρώματα πολύχρωμα, γυαλιστερές φωτογραφίες. Δες το 16χρονο ζάπλουτο ξέκωλο πώς διασκεδάζει στα μπουζούκια.

Ζηλεύεις; Δες το νεαρό πάμπλουτο κληρονόμο αγκαλιά με τη θεά, την προκλητική miss young.Θα κάνουν προγαμιαίο συμβόλαιο;

Η Ελένη ρίχνει με νάζι το τιραντάκι να φανεί η ρόγα, πέφτει η τηλεθέαση.

5.000 άτομα στο γάμο, τραγούδησε ο Ρέμος, εσύ δεν ήσουν εκεί;

Εσένα ο μπαμπάς σου δεν έκανε λαθρεμπόριο πετρελαίου; Η μαμά σου δεν ήταν συμβολαιογράφος στα μεγάλα ντιλ ακίνητης περιουσίας;

Δεν ξέρεις ούτε ένα γενικό γραμματέα υπουργείου, έναν ταμία κόμματος έστω; Τι άτυχος που ήσουν.

Όλα διορθώνονται όμως, άρχισε τώρα, κάνε κοιλιακούς, κάνε προσθετικές στήθους, κάνε κάτι. Αν δεν είσαι αγοραστής, γίνε τουλάχιστον εμπόρευμα. Η Ελλάδα, αδιόριστη πτυχιούχος, κλείνει τα μάτια, πέφτει στο κρεβάτι για μια μονιμοποίηση στο δημόσιο, υπέρβαρη πηδάει απ? το μπαλκόνι.

Γυρνάει το ρολόι μια ώρα πίσω μεσάνυχτα Κυριακής, ετοιμάζεται για τον πιο βαρύ χειμώνα. Μπερδεμένη, πεινασμένη, εν πλήρει συγχύσει, δηλώνει αθώα.

Ήταν ωραίο το έργο, εύκολο, χωρίς κόπο, θεαματικό σαν μεταμεσονύχτια κολομβιάνικη σαπουνόπερα του Άλφα με βαρόνους κοκαΐνης, μπράβους και μικρά κοριτσάκια που πάνε στον πλαστικό χειρούργο με παιδιάστικη αφέλεια για να πιάσουν την καλή, να τις διαλέξει ο αρχηγός της συμμορίας. Κρατάει 45 λεπτά.

Μετά ακολουθεί τελεμάρκετινγκ.

Κατσαρόλες, στρώματα και όργανα γυμναστικής, 29,99 ευρώ σε 6 δόσεις.

Συμπληρώνω:

Πού είναι η άλλη Έλλάδα; Η Ελλάδα του 5%. Η Ελλάδα της γνώσης, της επιστήμης και της έρευνας. Η Ελλάδα της τέχνης, του πολιτισμού και του πνεύματος. Η Ελλάδα του (αντοπάριστου (βλέπετε χρειαζόμαστε επεξηγήσεις γιατί κινδυνεύουμε να παρεξηγηθούμε!!!)) αθλητισμού, της ευγενούς αμίλλης και του θαυμασμού του καλού καγαθού. Η Ελλάδα της δουλειάς, της προκοπής και της εξέλιξης. Η Ελλάδα του μέτρου. της μετριοφροσύνης και της σύνεσης. Κι όμως υπάρχει η Ελλάδα αυτή, υπάρχει, αναπνέει και λειτουργεί.

Μόνο που είναι χαμένη στο υπόλοιπο 95% όπως περιγράφεται στο παραπάνω κείμενο. Αυτό το 95% χρεωκόπησε την Ελλάδα. Η διάσωσή της είναι το 5%.

Ανακαλύψτε το, αποκαλύψτε το, διαδόστε το, ενισχύστε το, συμπληρώστε το....

Ίσως τότε φανεί η αρχή της ελπίδας."

Πηγή: To κουτί της Πανδώρας

23/2/10

«Δυστυχώς επτωχεύσαμε»



Στην Ποτσντάμερ Πλατς, καθ' οδόν προς τις αίθουσες προβολών της Μπερλινάλε στο εμβληματικό Σόνι Σέντερ του αρχιτέκτονα Φρανκ Γκέρι, οι επισκέπτες του κινηματογραφικού φεστιβάλ του Βερολίνου περπατούν σαν πιγκουίνοι. Βαδίζουν στη σειρά προσεκτικά, ισορροπώντας δύσκολα πάνω στον πάγο. Αμάθητοι στο ασταθές έδαφος με ακατάλληλα παπούτσια, οι περισσότεροι ξένοι, σινεφίλ και κριτικοί, προσπαθούν να μην πέσουν.

Η κυβέρνηση του Βερολίνου, χρεοκοπημένη πλήρως, δεν βρήκε φέτος χρήματα για να ρίξει αλάτι στα πεζοδρόμια και να εκχιονίσει τους δρόμους. Σχεδόν τρεις μήνες έχει κρατήσει η κακοκαιρία και η γερμανική πρωτεύουσα έχει καλυφθεί από μόνιμο στρώμα πάγου. Ενα βερολινέζικο ταμπλόιντ, η BZ, προκηρύσσει διαγωνισμό για λίγους τυχερούς. Οσοι άνεργοι προσέλθουν για να φτυαρίσουν χιόνι, θα λάβουν 50 ευρώ μεροκάματο. Εμφανίζονται 27.000 άνθρωποι.

Στο S-bahn, το μετρό του Βερολίνου, οι καθυστερήσεις είναι μεγάλες. Το επιβατικό κοινό διαμαρτύρεται. Η κακοδιαχείριση έχει οδηγήσει στην πλήρη διάλυση του δικτύου. Η γερμανική συνέπεια παύει να αποτελεί αξίωμα. Μέσα στους συρμούς παρελαύνουν δεκάδες αναξιοπαθούντες. Οι περισσότεροι πωλούν τη Motz, την εφημερίδα των αστέγων. Μυρίζουν αλκοόλ, μιλούν όμως με εντυπωσιακή ευγένεια.

«Ελπίζω να μην ενοχλώ, απλά θα ήθελα την προσοχή σας στο πρόβλημα των αστέγων. Με μόλις 1,3 ευρώ μπορείτε να βοηθήσετε πολλούς από εμάς να βρούμε στέγη, έστω για ένα βράδυ», λέει ο ακτιβιστής-κλοσάρ και βγαίνει από το βαγόνι, ευχόμενος «Καλή διασκέδαση στους τουρίστες μας».

Στο κατάστημα της Motz στη Φριντριχστράσε, λίγα μέτρα από τις βιτρίνες με τις πανάκριβες Bedley, μπορεί κανείς να αγοράσει από καναπέδες μέχρι πιστολάκια και να δωρίσει οτιδήποτε περισσεύει στο νοικοκυριό του. «Οποιος έχει πολλά δίνει πολλά, όποιος έχει λίγα λίγα», είναι το σύνθημα του μαγαζιού. Τρία ευρώ ένα ζευγάρι παιδικά παπούτσια, σετ ποτηριών για λίγα σεντς.

Η πελατεία του φτηνότερου πολυκαταστήματος της πόλης είναι μεγάλη. Ενας στους επτά Γερμανούς βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας, σύμφωνα με στοιχεία του 2008, που δημοσιοποιήθηκαν την περασμένη εβδομάδα από το ινστιτούτο DIW. Πράγματι 11,5 εκατ. Γερμανοί ανήκουν σήμερα σε ένα σύγχρονο λούμπεν προλεταριάτο και επιβιώνουν με βοηθήματα, επιδοτήσεις ενοικίων και άλλες μορφές κρατικής υποστήριξης.

«Υπάρχει μεγάλη οργή στον κόσμο, είναι δύσκολο ακόμη και να συζητήσεις μαζί τους, είναι τόσο χαμηλού επιπέδου», λέει μια καλοντυμένη κυρία μέσα στο βιβλιοπωλείο του Μπούντεσταγκ στη Ντοροτεενστράσε. Έτοιμη να αγοράσει τo βιβλίο που βασίζεται στη συνομιλία του πρώην καγκελάριου Χέλμουτ Σμιντ με τον ιστορικό Φριτς Στερν, πιστεύει ότι δεν έχει νόημα να μιλήσει κανείς με απλούς Γερμανούς πολίτες για την κρίση στην Ελλάδα, αλλά με τραπεζίτες και ειδικούς.

Ο ταξιτζής με την έντονη βερολινέζικη προφορά είναι έξαλλος. Μέσα σε ένα χείμαρρο ύβρεων κατά της Ελλάδας, των Γερμανών πολιτικών και της πλουτοκρατίας συλλήβδην, μπορεί να διακρίνει κανείς όλη τη λαϊκίστικη ρητορική του γερμανικού Τύπου.

«Γιατί να πληρώνουμε εμείς με τους φόρους μας τα σπασμένα για όλους τους μεσογειακούς λαούς; Μας είχαν τάξει νομισματική σταθερότητα όταν εγκαταλείψαμε το μάρκο. Εμείς βγαίνουμε στη σύνταξη 65 - 67. Δεν μας περισσεύουν λεφτά για να δώσουμε και σε σας».

Ο βουλευτής των Πρασίνων Γκέρχαρντ Σικ παραπέμπει στα σχόλια των αναγνωστών της ιστοσελίδας του περιοδικού Focus, προκειμένου να αντιληφθεί κανείς το κλίμα που επικρατεί αυτήν τη στιγμή στη γερμανική κοινή γνώμη έναντι της Ελλάδας.

«Η Ελλάδα είναι ένα μοναδικό μουσείο. Στην είσοδο γράφει διαφθορά», πιστεύει ένας από τους χρήστες του site, ενώ μια γυναίκα ζητάει από την Ελλάδα να βοηθήσει μόνη της τον εαυτό της. Αυτή είναι άλλωστε και η μόνιμη επωδός στα χείλη των επισήμων στο Βερολίνο. «Βοήθεια για αυτοβοήθεια» (Hilfe zur Selbsthlife) είναι το σλόγκαν των περισσότερων Γερμανών πολιτικών, που καλλιεργούν τεχνηέντως την ασάφεια για να αποφύγουν το πολιτικό κόστος μιας έμπρακτης, οικονομικής υποστήριξης προς την Αθήνα.

Όσο η Γερμανία δεν χρειάζεται να βάλει το χέρι στην τσέπη, η Ελλάδα παραμένει για τους Γερμανούς, πάνω από όλα, ένας δημοφιλής τόπος διακοπών. «Οχι, δεν θέλουμε να βγείτε από την Ευρωζώνη, περνάμε τόσο ωραία στα νησιά σας», λένε οι περισσότεροι Γερμανοί στο δρόμο. Η TUI διαφημίζει βουτιές σε καταγάλανα νερά, οι ελληνικές ταβέρνες μουσακά και χωριάτικη και οι αφίσες στο μετρό του Βερολίνου τον βιολιστή Λεωνίδα Καβάκο που συμπράττει με τη συμφωνική Ορχήστρα του Βερολίνου στη μεγάλη αίθουσα της Συμφωνικής Ορχήστρας του Βερολίνου, στην οδό Χέρμπερτ φον Κάραγιαν.

Aυτή είναι η Ελλάδα μας, δεν είναι οι κάμποι.

Tης Ξένιας Kουναλάκη


22/2/10

La crizia e bella



Μια κλασική ανησυχία των γονιών είναι το πώς θα μιλήσουν στο παιδί τους για το σεξ, όμως το ευαίσθητο αυτό θέμα δεν είναι terra incognita. Πώς όμως, εδώ και τώρα, μιλάμε στα παιδιά για την κρίση που ζυγώνει και για το νέο «πατριωτικό καθήκον», δηλαδή την αποδοχή των σκληρών μέτρων;

Ίσως μια λύση θα ήταν να κάνουμε ό, τι έκανε ο Ρομπέρτο Μπενίνι στην ταινία του «Η ζωή είναι ωραία» (La vita e bella). Εδώ ο πατέρας, κρατούμενος στο Άουσβιτς, έχει πείσει τον τετράχρονο γιο του, που βρίσκεται μαζί του, ότι η ζωή στο στρατόπεδο είναι ένα παιχνίδι και ότι ο νικητής, αυτός που θα συγκεντρώσει τους πιο πολλούς πόντους, κερδίζει ένα τανκ. Έτσι, το παιδί πρέπει να μάθει να κρύβεται, να μην κλαίει, να μην κάνει θόρυβο, να μην παραπονιέται ότι πεινάει, να μη γυρεύει τη μαμά του.



Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να παίξουμε με τα παιδιά μας την «Κατοχή», μόνο που σήμερα το πρόσωπο της φτώχειας είναι πολύ διαφορετικό από ό, τι τότε. Αλλα χρώματα έχει σήμερα η στέρηση. Τα χορτασμένα παιδιά μας δεν κινδυνεύουν να βρεθούν στην ουρά των συσσιτίων του Ερυθρού Σταυρού με ένα τενεκεδάκι στο χέρι. Δεν τα απειλεί η πείνα, αλλά η απελπισία των ίδιων των γονιών, καθώς η οργή και η κατάθλιψη είναι οι πιο συνήθεις αντιδράσεις εκείνων που δεν χάνουν απλώς κάτι από τα επιδόματα, αλλά τη δουλειά και τον αυτοσεβασμό τους. Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι η ανεργία αυξάνει δραματικά το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας, καθώς και της καταφυγής στο αλκοόλ, το κάπνισμα και στη χρήση ψυχοφαρμάκων (βλ. «Newskeek», 15.2.2010 και, επομένως, είναι αυτονόητο ότι, σύντομα και σε μαζική κλίμακα, θα τεθούν σε δοκιμασία και οι πιο οικείες και ιερές σχέσεις.



Σήμερα το status ενός παιδιού ή εφήβου δεν ορίζεται μόνο από την απάντηση στην παλιομοδίτικη ερώτηση «τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου;», αλλά από τα επώνυμα ή μη ρούχα του, το μοντέλο του iPod και του κινητού του, από τον τόπο κατοικίας και το αυτοκίνητο των γονιών του, αλλά και από το πλήθος και το είδος των αγορασμένων εξωσχολικών δραστηριοτήτων του. Από το αν παρακολουθεί την «ενισχυτική διδασκαλία», αν πηγαίνει στο «ομαδικό» ή σε «γκρουπάκι» στο φροντιστήριο ή έχει καθηγητή στο σπίτι. Από το πότε και πώς έμαθε αγγλικά και άλλες γλώσσες, από το τι είδους επαφή έχει με την τέχνη, τη μουσική, τον αθλητισμό. Με την επίταση της ύφεσης, κάποιες από αυτές τις δραστηριότητες θα καταργηθούν, γεγονός που ίσως να μην είναι τόσο τραυματικό για το παιδί, όσο για τον γονέα που εύκολα μπορεί να θεωρήσει τον εαυτό του αποτυχημένο καθώς δεν μπορεί να προσφέρει στο πιο ακριβό του πλάσμα τα απαραίτητα. Και δυστυχώς στα «απαραίτητα», που ορίζονται ιστορικά, με βάση την εποχή και τη σύγκριση με τους δίπλα και όχι απλώς με τους «από πάνω», περιλαμβάνονται όλα όσα θα μπορούσε αλλά δεν μπορεί να προσφέρει το σύγχρονο δημόσιο σχολείο.



Ας πούμε, λοιπόν, στα παιδιά ότι La crizia e bella. 'Οτι η μαμά, που δεν θα εργάζεται, θα τους λέει παραμύθια, θα ζυμώνει ψωμί και θα γαζώνει χαρούμενη στη ραπτομηχανή της, ότι δεν θα ανάβουμε το καλοριφέρ για να μην υπερθερμαίνεται ο πλανήτης, ότι ο μπαμπάς θα έχει χρόνο να παίζει μαζί τους και ότι αντί για διακοπές στη θάλασσα, θα διαβάζουμε τον «Σεβάχ τον Θαλασσινό».

Τις τελευταίες δεκαετίες ζούσαμε στην εποχή της εμπειριοθηρίας, των αγορασμένων γνώσεων, αναμνήσεων και συγκινήσεων. Δύσκολο να επιστρέψουμε στην εποχή της πρωτογενούς ανακάλυψης και της χειροποίητης, της οικιακής παραγωγής. Το πιο δύσκολο να απαντηθεί ερώτημα δεν είναι το «πώς έρχονται στον κόσμο τα παιδιά;», αλλά το «τι έχει ο μπαμπάς;», «τι έχει η μαμά;».

Από την Καθημερινή
Οι φωτογραφίες από τον φωτογράφο Βρεττάκο Αλέξανδρο


20/2/10

Λίγο όνειρο ακόμα...

11111111111111111111111111111111111111111111111
1111111111111111111111
1111111111111111111111111111111111
11111111111111111111111111111111111111111
1111111111111111111111111111111111111111
11111111111111111111111111111
1111111111111111111111111111111111111
11111111111111111111111111111111111111
11111111111111111111111111111111111



Μπροστά στο στρογγυλό καθρέφτη, το 2 τίναξε το λαιμό του σαν τον κύκνο, έστρωσε τα φτερά στην άκρη της ουράς του και κορδώθηκε.

Είμαι το 2, είπε, κανένας άλλος δεν είναι σαν εμένα.

Μερικά σπίτια πιο κάτω, το 8, μπροστά στον στρογγυλό καθρέφτη του κι αυτό, χαλάρωσε τη ζώνη γύρω απ’ τη μέση του και θαύμασε τις καμπύλες του. Όποιος σε δει και πει ότι είσαι 4+4 ή 3+5, είναι οπωσδήποτε ανόητος, σκέφτηκε χαζεύοντας στον καθρέφτη. Δεν έχει μάτια να σε δει ως ξεχωριστή, ανεξάρτητη, ολοκληρωμένη ύπαρξη.

Στην άλλη άκρη της πόλης, μπροστά στο στρογγυλό του καθρέφτη, το 1283 αναλογιζόταν τις συνέπειες του να είσαι το 1283. Δεν είμαι ένας οποιοσδήποτε αριθμός. Είμαι ακέραιος και πρώτος. Και μήπως υπάρχει κανείς άλλος που να εκφράζει την έννοια του 1283; Εκφράζω μια μοναδική έννοια – κι αυτή η έννοια δικαιολογεί κι ευλογεί μια αντίστοιχα μοναδική ύπαρξη.

Κάθε βράδυ, χιλιάδες αριθμοί αφήνουν σκέψεις και λόγια σαν κι αυτά μπροστά στον στρογγυλό καθρέφτη τους – σπονδή και πρόσφορο στον στρογγυλό θεό που έχει τη μορφή τους. Ύστερα σταυρώνουν το μαξιλάρι τους, ξαπλώνουν και κλωσούν τα όνειρά τους. Καθένα τους μοναδικό, όπως κι ο ονειρευτής τους.

Κάθε βράδυ, όταν όλοι οι αριθμοί έχουν αποκοιμηθεί, το Ένα περνά απ’ όλα τα σπίτια της πόλης και ξεσκονίζει τους μεγάλους, στρογγυλούς καθρέφτες. Κι αυτοί, μες στο σκοτάδι, για λίγες ώρες ξαναγίνονται μεγάλα, στρογγυλά μηδενικά.

Έγραψε ο Παναγιώτης Πάκος

18/2/10

Αρχοντικά στο διάβα των αιώνων

"Πολυύμνητα είναι τα αρχοντικά της Σιάτιστας στη Δυτική Μακεδονία. Στέκουν σαν ορθή και αιώνια μαρτυρία ψυχής και παλμού ενός κόσμου που έμεινε στην ιστορία, αλλά το πνεύμα του και η δημιουργική του πνοή είναι ακόμη ζωντανά και εμπνέουν".

(Εφημερίδα "Μακεδονία" 27-7-1978).



Η Σιάτιστα συγκροτείται από δύο πολεοδομικούς οικισμούς με σημαντικά μνημεία εκκλησιαστικά, κοινοτικά και κοσμικά. Ίσως είναι η μοναδική πόλη που διέσωσε αυτούσια τη μορφή της παλιάς αρχοντιάς. Ο μεγάλος αριθμός αρχοντικών κατοικιών καταλαμβάνει τους πυρήνες των οικισμών, που προσδιορίζουν τις διαστάσεις της οικονομικής, πολιτιστικής και κοινωνικής ζωής της πόλης στο 18ο και 19ο αιώνα. Καθώς αυτά υψώνουν ακόμα το ανάστημα τους στο πείσμα του χρόνου και της αδιαφορίας, η Σιάτιστα γίνεται θρύλος και αποκτά διάσταση στο χώρο και το χρόνο.



Πολυσήμαντη στο χρόνο, είναι η πόλη των σημερινών και όσων υπήρξαν, η πόλη της καρδιάς και της μνήμης, η πόλη που ακολουθεί τον Σιατιστινό όπου γης. Η πόλη που δίνει ως πρώτη αίσθηση τον εγκλωβισμό και την απομόνωση στον ανυποψίαστο επισκέπτη. Την απομόνωση του απόκοσμου αναίρεσε η αγάπη των Σιατιστινών μεταμορφώνοντας αυτόν το βράχο σε κυψέλη και κιβωτό διάσωσης προαιώνιων αρετών.



Ο τρόπος ζωής το 18ο αιώνα ενσαρκώνεται σ’ όλα τα αρχοντικά με τους φρουριακούς πέτρινους αυλόγυρους και τις απόρθητες δρύινες πόρτες. Με το άνοιγμα της αυλόπορτας απλώνεται η πλακόστρωτη αυλή, με το πηγάδι, το φούρνο και το μαγειριό, επιβλητικό προβάλει το κυρίως οικοδόμημα σε δύο ή τρεις ορόφους προσανατολισμένο κυρίως με άξονα τον μεσημβρινό η σοφή σύνθεση της λιθοδομής αρμοδένεται με τα δρύινα διαζώματα.



Η μονοτονία του ύψους σπάζει με τα ασβεστωμένα σαχνισιά, που προεξέχουν στηριζόμενα σε καμπυλωτά φουρούζια. Η στέγη επιβλητική προεξέχει προστατευτικά χωρίς υδρορροές και πάνω οι περίτεχνες καπνοδόχοι. Τα σιδερόφρακτα παράθυρα του πρώτου ορόφου, η χαμηλή ξύλινη είσοδος και πολεμίστρες απαραίτητοι όροι ασφαλείας αμυντικού χαρακτήρα.

Όταν ανοίξει η αμπάρα της εισόδου οδηγεί στην πλακόστρωτη "μεσιά". Απέναντι το κατώγι με τα κρασοβάρελα, δίπλα το μαγαζί και σκάλες δεξιά και αριστερά οδηγούν στους άλλους ορόφους.



Ο πρώτος όροφος ήταν ο χώρος παραμονής τους χειμερινούς μήνες και αποτελείται από τη σάλα "ντηλιακό" με ξυλόγλυπτη οροφή δεξιά και αριστερά τα δωμάτια. Ο δεύτερος όροφος μαζί με τη σάλα των δεξιώσεων, των γλεντιών και τα καλά τα δωμάτια. Εντυπωσιακές είναι οι οροφές της σάλας με πολυγωνικό ομφαλό και των δωματίων με τα αραβουργήματα. Ιδιόμορφα είναι τα τζάκια με γύψινη διακόσμηση και υαλογραφίες. Αξιοπρόσεκτοι οι φεγγίτες (βιτρώ), πάνω από τα παράθυρα του 2ου ορόφου με τα νταπλαδωτά κανάτια. Συμβολικές οι παραστάσεις ζωγραφικής στους τοίχους και στα ντουλάπια (μεσάντρες).



Τα περίφημα αρχοντικά της Σιάτιστας είναι έργα μιας μεγάλης αρχιτεκτονικής που αποτελεί συνέχεια της βυζαντινής. Χτίστηκαν από μαστόρους της περιοχής χάρη στις δυνατότητες των εμπόρων μεταπρατών, που δραστηριοποιήθηκαν επί το πλείστον στις παραδουνάβιες χώρες της Ευρώπης.

Κάθε εποχή αφήνει τη δική της σφραγίδα, επιβάλλει τους δικούς της αρχιτεκτονικούς ρυθμούς. Οι κατοικίες που χτίζονται, πρέπει να προσιδιάζουν με τον παραδοσιακό και ιστορικό χαρακτήρα της πόλης. Ευτυχώς έστω και ελάχιστοι με ξέχωρο μεράκι και ευαισθησία έδωσαν στις κατοικίες τους τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά και τον όγκο των αρχοντικών με αρμονικό πάντρεμα σύγχρονων και παραδοσιακών υλικών.



Το αρχοντικό του Νεραντζόπουλου ή Χατζηγιαννίδη βρίσκεται στην πλατεία της συνοικίας Χώρας. Ανήκε στον Χατζηγιαννίδη, που έκανε περιουσία ως έμπορος στη Βουδαπέστη. Στο αρχοντικό, ωστόσο, έδωσε το όνομά του ο μεταγενέστερος ιδιοκτήτης του, Νεραντζόπουλος.

Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή κατασκευάστηκε στα 1754 και διακοσμήθηκε τα επόμενα χρόνια. Σώζει μοναδικά βιτρό στα σαχνισιά του 2ου ορόφου, ξεχωριστές ζωγραφικές παραστάσεις και γλυπτική σε ξύλο.





Το 1969, το αρχοντικό Νεραντζόπουλου αγοράστηκε από το ελληνικό κράτος. Τα αρχοντικά φτιάχτηκαν την εποχή της μεγάλης ακμής της Σιάτιστας, απόδειξη του πλούτου των κατοίκων της πόλης κατά το 18ο και 19ο αι. Είναι τριώροφα, με επιβλητική όψη, πέτρινη δομή και πλούσιο εσωτερικό διάκοσμο. Είναι ορθογώνια σε σχήμα «Π» ή «Γ» και η πρόσοψή τους είναι μεσημβρινή.



Εκείνο που διακρίνει το εσωτερικό τους είναι οι άνετοι και πλούσια διακοσμημένοι χώροι, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από αυτοτέλεια, χωρίς όμως να διαρρηγνύεται η εσωτερική επικοινωνία, με την ύπαρξη ενός πυρήνα γύρω από τον οποίο γίνεται η διάταξη των χώρων.



Στο αρχοντικό Νεραντζόπουλου εντυπωσιάζει η ξυλόγλυπτη διακόσμηση, οι γύψινοι φεγγίτες και τα βιτρό παράθυρα. Στους φεγγίτες, εκτός από τα όμορφα γύψινα πλαίσια, ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα εγχάρακτα σχέδια, οι επιγραφές και τα στιχουργήματα.



Φιλοτεχνημένα πάνω σε καπνισμένο γυαλί (in sgraffito), τα τελευταία είναι γραμμένα σε αρχαΐζουσα γλώσσα και εξυμνούν το κάλλος και τη μεγαλοπρέπεια του σπιτιού. Σήμερα το αρχοντικό ανήκει στο Υπουργείο Πολιτισμού και λειτουργεί ως επισκέψιμος μουσειακός χώρος.



Επισκέψιμα αρχοντικά είναι: Νεραντζόπουλου, Μανούση, Πούλκως, Δόλγκηρα, Δίντσιου. Η διάσωση αρχοντικών με λειτουργικό χαρακτήρα και όχι μόνο μουσειακό, δεν είναι απλά η διάσωση του παρελθόντος, είναι για τον τόπο η σωτηρία του παρόντος, η σωτηρία του μέλλοντος.

«Τα αρχοντικά της Σιάτιστας, αχάλαστα από το χρόνο, με την αγέραστη παρουσία τους επιμένουν, αιώνες τώρα, να μαρτυρούν στους νεότερους το παλιό μεγαλείο και την αρχοντιά του τόπου. Ο επισκέπτης – προσκυνητής μένει έκθαμβος στ’ αντίκρισμα των μουσειακών τούτων κτισμάτων, που η εξωτερική αρχιτεκτονική τους κι ο πλούτος του χειροποίητου εσωτερικού διάκοσμου είναι ανεπανάληπτος…..
Χρειάζονται άμεσες ενέργειες. Η καθυστέρηση θα σημάνει καταστροφή. Καταστροφή κι ασέβεια».

Έτσι περιέγραφε την κατάσταση το 1972 ο δημοσιογράφος Β. Παπαβασιλείου, που είχε επισκεφτεί τα Αρχοντικά μας. (Εφημερίδα «Ελληνικός Βορράς», 1-7-1972).

Πηγή: Τριαντάφυλλος Ν. Φίλιος

17/2/10

Ο θλιμένος μου εαυτός



Κάποιες φορές όταν τα μάτια μου είναι κόκκινα
αναβαίνω στην κορυφή του σπιτιού
και ατενίζω τον κόσμο μου,
τα κτίρια μου, τους δρόμους που έκανα τα κατορθώματά μου,
τις σοφίτες, τα κρεβάτια, τα φτηνιάρικα διαμερίσματα
- αποκάτω στην μεγάλη λεωφόρο που κι αυτή την έχω στο μυαλό μου,
τα αυτοκίνητα της σαν μυρμήγκια, μικρά κίτρινα ταξί, άνθρωποι
που περπατούν στο μέγεθος μάλλινων ψηγμάτων -
Πανόραμα των γεφυρών, ξημέρωμα πάνω από τη μηχανή της πόλης,
ο ήλιος δύει
και στα σοκάκια που έπαιξα με τα μυρμήγκια -
οι κατοπινοί μου έρωτες στην 15η οδό,
οι πιο μεγάλοι μου έρωτες στο άγαλμα το ψυχρό κοντά,
τα κάποτε υπέροχα αμόρε μου
πέρα μακριά -
πορείες που διασταυρώνονται σ’ ετούτους τους κρυμμένους δρόμους.
Η ιστορία μου ολόκληρη, οι απουσίες και οι
εκστάσεις μου -
- ο ήλιος λάμπει πάνω από κάθε τι που εξουσιάζω
μ’ ένα κλείσιμο του ματιού στον ορίζοντα
μέσα στην έσχατη μου αιωνιότητα -
το ζήτημα είναι άπιαστο.
Θλιμμένη,
κατεβαίνω τις σκάλες,
συλλογισμένη,
και περπατώ στα πεζοδρόμια καρφώνοντας τα μάτια σ’ όλων των ανθρώπων
τις τζαμαρίες, τα πρόσωπα,
κι ύστερα αναρωτιέμαι ποιος νιώθει αγάπη,
και σταματώ, θολωμένη
μπροστά σε μια βιτρίνα αυτοκινήτων
και στέκομαι χαμένη μέσα σε χαλαρές σκέψεις,
με την κίνηση να πηγαίνει πάνω και κάτω στα τετράγωνα της λεωφόρου
πίσω μου
προσμένοντας για μια στιγμή όταν …
Είναι ώρα να γυρίσω στο σπίτι και να φτιάξω βραδινό και να ακούσω
τα ρομαντικά νέα του "πολέμου" στο ραδιόφωνο
… κάθε κίνηση παύει
και περπατώ μέσα στην άχρονη θλίψη της ύπαρξης,
η τρυφερότητα ξεχύνεται μέσα από τα κτίρια,
τα ακροδάχτυλά μου αγγίζουν το πρόσωπο της πραγματικότητας,
το πρόσωπο το δικό μου το γραμμωμένο από δάκρυα στον καθρέφτη
κάποιου παραθύρου - το σούρουπο -
όταν δεν νιώθω καμιά επιθυμία -
για καραμέλες και σοκολάτες - ή να αποκτήσω φουστάνια ή Γιαπωνέζικα
κιμονό της διανόησης -
Σαστισμένη με το θέαμα γύρω μου,
άντρες να αγκομαχούν στο δρόμο
με δέματα, εφημερίδες,
γραβάτες, όμορφα κοστούμια
σύμφωνα με το γούστο τους
άντρες, γυναίκες, που ξεχύνονται πάνω στα πεζοδρόμια
κόκκινα φώτα που ρυθμίζουν ρολόγια βιαστικά και
ελεγχόμενες κινήσεις -
Και όλοι ετούτοι οι δρόμοι να οδηγούν
τόσο διαγώνια, γεμάτοι κόρνες, εκτεταμένα,
μέσα από λεωφόρους
στοιχειωμένες από ψηλά κτίρια ή πηγμένες στη βρώμα
των φτωχικών συνοικιών
μέσα από τόση μπλοκαρισμένη κίνηση
αυτοκίνητα και μηχανές να ουρλιάζουν
με τόσο πόνο σ’ αυτήν την
εξοχή, σ’ αυτό το σιωπηλό μέρος,
στην γαλήνη
της γειτονιάς ή του δρόμου
που κάποτε αντίκρισα.
Ποτέ δεν ξαναβρήκα ή επιθύμησα
να έρθει στο μυαλό μου
όπου ολόκληρη η πόλη που είδα πρέπει να εξαφανιστεί.

Άλλεν Γκίνσμπεργκ "Το Ουρλιαχτό"

15/2/10

Μια ολόλευκη Καθαρή Δευτέρα



Ήταν μια αλλιώτικη Καθαρή Δευτέρα. Αντί να πετάξουμε χαρταετό, κάναμε στον κήπο χιονάνθρωπο.

Μετά το χτεσινό γλέντι, το ποτό, τα τραγούδια και το απίστευτο χιόνι, στον ουρανό λάμπει ένας υπέροχος ήλιος. Τι να σου πω, το χιονάκι την ώρα της παρέλασης ήταν το κάτι άλλο. Νόμιζες πως ζούσες καρναβάλι μέσα από παλιά ταινία. Ήταν σαν να μας άφησε ο χρόνος να ρίξουμε μια ματιά στα παλιά άρματα της πόλης. Αν δεν την είδες πάντως προλαβαίνεις, γιατί τα τοπικά κανάλια την δείχνουν δύο φορές την ημέρα το καθένα!

Φέτος λέγεται, είχε λιγότερο και καλύτερο κόσμο. Να σου πω καλύτερα να έχουμε λίγους και καλούς. Θα μου πεις τι λίγοι, τι πολλοί με τόσο που ήπιανε. Eξαντλήθηκαν όλα τα αποθέματα αλκοόλ. Και αν δεν χιόνιζε, ακούστηκε, θα φεύγανε την Τρίτη το πρωί από το πιώμα.

Ξέρεις τι με ενόχλησε πιο πολύ; Που ενώ η χλιδάνεργη νεολαία έπινε το Σάββατο και πετούσε τα μπουκάλια στους δρόμους και ξανά -έπινε και έτρωγε και ξανά μανά πετούσε τα χαρτιά στον πεζόδρομο, ένας παππούλης στις 6.30 το πρωί μάζευε τα μπουκάλια μπύρας που επιστρέφονται στις κάβες με 0,10€ το ένα, για ένα μικρό μεροκάματο πριν περάσει ο δήμος.

Επίσης με στεναχώρησε και το ότι ο ξαφνικός χιονιάς έριξε τα δέντρα στο μικρό παρκάκι δίπλα από το σπίτι μας. Άδειασε ο κήπος κι έμεινε γυμνός. Δεν ξέρω αν η πυροσβεστική είχε δίκαιο κι έπρεπε να κόψει αυτά τα δέντρα τόσο σύριζα. Ελπίζω να μεγαλώσουν και πάλι και να ομορφύνει ο τόπος.









Όπως και να χει καλή σαρακοστή σε όλους και από δω και μπρος κάθε κατεργάρης στον πάγκο του...

Καθαρή Δευτέρα – 15 Φλεβάρη 2010

Ο Δήμος Κοζάνης σε συνεργασία με Συλλόγους προσφέρει νηστίσιμα:

09.00 Προφ. Ηλίας Μεταμόρφωσης (Πολιτιστικός Σύλλογος Μεταμόρφωσης)
10.00 Προαύλιο Κοινοτικού Καταστήματος (Πολιτιστικός Σύλλογος Πτελέας)
10.00 Πάρκο Αγίας Παρασκευής Καρυδίτσα (Πολιτιστικός Σύλλογος Καρυδίτσας «ο Γαύρος»
11.00 Αίθουσα Πολιτιστικού & Μορφωτικού Συλλόγου Ν. Καρδιάς (Πολιτιστικός & Μορφωτικός Σύλλογος Ν. Καρδιάς)
11.00 Εξωκλήσι Παναγίας (Σύλλογος Φίλων του Ψηλού Αϊ Λιά και των λοιπών εξωκλησιών)
11.00 Άγιος Χαράλαμπος Κοζάνης (Σύλλογος Γρεβενιωτών) Με την ορχήστρα της Νομαρχίας Γρεβενών και το χορευτικό συγκρότημα του Συλλόγου Αβδέλας Βασιλίτσας, Χορηγία: Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Γρεβενών.
11.00 Αγία Παρασκευή Κοζάνης (Σύλλογος Π. Μελάς)
11.00 Αγία Παρασκευή Κοζάνης (Σύλλογος Σαμαριναίων Κοζάνης)
11.00 Περιοχή Ζυγκόστι Λευκοπηγής (Δ.Δ. Λευκοπηγής)
11.00 Πάρκο Συλλόγου Ηπειρωτών (Σύλλογος Ηπειρωτών Κοζάνης)
11.30 Ιππικό Κέντρο – Πετρανά (Ιππικός Σύλλογος Κοζάνης)
11.30 Εκκλησία Αποστόλου Θωμά (Σύλλογος Αλληλεγγύη)
12.00 Ψηλός Άι – Λιας (Ε.Ο.Σ.)
12.00 Καταφύγιο Σμάθκο (Σ.Ε.Ο.)
12.00 Μελίσσια (Πολιτιστικός Σύλλογος Μελισσίων)
12.00 Δάσος Κουρί / Κατασκηνωτικό Κέντρο Γ. Χαλκιάς (Παλαιοί Πρόσκοποι)
13.00 Περιοχή Σμάθκο (Κασμιρτζήδις)
15.00 Πάρκο Αγ. Δημητρίου (Δήμος & Δ.Ε.Π.Α.Κ.Π.Κ.)
16.00 Πάρκο Αγ. Δημητρίου (Απονομή επαίνων από τον Δήμαρχο, την Αντιδήμαρχο Πολιτισμού και τη Δ.Ε.Π.Α.Κ.Π.Κ.)

ΥΓ. Εμείς προτιμήσαμε τη ζεστασιά του τζακιού και τη φασολάδα της μαμάς.

Τα Άλογα

…άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως
…Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακριές χαίτες κουνούσαν την γη χτυπούσαν με τα πόδια και θρηνούσαν τον Πάτροκλο που ενοιώθανε άψυχο -αφανισμένο-…

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης «Τα άλογα του Αχιλλέως»



Τα ζώα που αγάπησα με πάθος κι’ ακόμα αγαπώ είναι τα άλογα. Δεν είχα διανοηθεί πόση ομορφιά, περηφάνια, νοημοσύνη και κομψότητα έχουν αυτά τα ζώα. Ακόμα κι’ αυτά που οργώνουν τη γη, όταν σέρνουν ζεμένα το υνί, η κίνηση τους είναι περήφανη και σηκώνουν το κεφάλι ψηλά τραβώντας μπροστά.

Ακριβώς την ίδια ασφάλεια και σιγουριά αισθανόταν όταν τον έπαιρνε και τον πήγαινε βόλτα με το ποδήλατο, ο Οδυσσέας. Του έδειχνε τον κάμπο, τη λίμνη, το μικρό δάσος, του έφτιαχνε μεγάλους πολύχρονους χαρταετούς και τους πετούσαν μαζί στα λιβάδια της Γκιούλμπερης και της Μπάκραινας, τους ανέβαζαν ψηλά, πολύ ψηλά ώσπου χάνονταν, γινόταν στον ουρανό μια μικρή κουκκίδα και έπειτα τους κατέβαζαν σιγά σιγά ως τη γη κι’ εκείνος έτρεχε και τους έπιανε.

Του έκανε εντύπωση, πώς αυτά τα χαρτιά είχαν ανεβεί τόσο ψηλά στον ουρανό, είχαν αψηφήσει τον αέρα και τα σύννεφα κι’ είχαν ισορροπήσει σ’ ένα σημείο, αγναντεύοντας ολόκληρο τον κάμπο.

Όταν επέστρεφαν στο «κονάκι» ο Οδυσσέας τον έπαιρνε πίσω στο στάβλο με τα άλογα, τον έχανε για λίγο, κι’ έπειτα τον ξανάβλεπε να έρχεται κρατώντας από το χαλινάρι μια μικρή, κατάλευκη φοραδίτσα. Τον κάθιζε στη σέλα, το αλογάκι τον δεχόταν υπομονετικά, έπειτα ξεκινούσε, έκανε γύρους στην αυλή του στάβλου τρατάροντας μαλακά και προσεχτικά και σε μια στιγμή σταματούσε περιμένοντας τον ευγενικά να κατεβεί.

Τα βράδια μόνος στο δωμάτιο του, σχεδίαζε κάτω από το φως της λάμπας, πάνω στο χαρτί πολλούς χαρταετούς, με όλα τα χρώματα, χαρταετούς να πετούν στο λευκό ουρανό του χαρτιού κι’ έπειτα, παράξενο, ζωγράφιζε δίπλα τους άλογα χρωματιστά, ψαριά, μαύρα, καφέ, κόκκινα και άσπρα προπαντός λευκά, να πετούν κι’ αυτά δίπλα στους χαρταετούς. Ο ουρανός γέμιζε χαρταετούς και άλογα.

Το δωμάτιο όλο γέμιζε άλογα και χαρταετούς, που ανέμιζαν τρεμουλιάζοντας στη μεθυσμένη παιδική του φαντασία, στο τέλος το χαρτί γέμιζε ασφυκτικά, δεν ξεχώριζε πια τι ήταν χαρταετοί, τι άλογα, η επιφάνεια του ουρανού γέμιζε από μικρές χρωματιστές κουκίδες, η μια δίπλα στην άλλη, ώσπου βλέποντας τες πολλή ώρα ζαλιζόταν, έσβηνε το φως κι’ όλα γίνονταν σκοτάδι κι όταν τον έπαιρνε ο ύπνος, πάλι έβλεπε ν’ ανεμίζουν στον ουρανό, άλογα και μεγάλοι χρωματιστοί χαρταετοί, μα προπαντός έβλεπε άλογα λευκά με πλούσιες χαίτες και μακριές ουρές ν’ ανεμίζουν ελεύτερα, καλπάζοντας στον κάμπο ή πετούσαν στο γαλάζιο ουρανό, όπως οι άγγελοι κι ύστερα γίνονταν ένα με τα σύννεφα χάνονταν και ξαναγύριζαν, περήφανα καμαρωτά τρέχοντας χωρίς ν’ ακούγονται, όπως στο κενό.

Όταν ξυπνούσε άκουγε πάλι το ποδοβολητό τους στον κάμπο, τραχύ και άγριο στην αρχή, έπειτα όμως γινόταν ένα μαλακό και ρυθμικό τροτάρισμα σα μουσική που έσβηνε αργά, βαθιά μέσα στη νύχτα.

Στον κάμπο ζούσαν λεύτερα μεγάλα κοπάδια άλογα. Τις καλοκαιριάτικες νύχτες έτρεχαν, πετούσαν σαν οπτασίες καλλίγραμμες, άγριες και δυνατές και χάνονταν στα ριζά των βουνών που κύκλωναν την απεραντοσύνη του κάμπου. Ανέβαιναν μέσα από χαράδρες και πυκνά δάση να βοσκήσουν σε ανεμόδαρτα οροπέδια, έπιναν νερό από καθαρές πηγές και ζευγάρωναν χλιμιντρίζοντας άγρια.

Το ήξερε πως ήταν μικρές θεότητες, ότι κουβαλούσαν νεράιδες ή άλλα ξωτικά στις ράχες τους, έτρεχαν ή πετούσαν πάνω από τα νερά της λίμνης ή στον ουρανό, ήταν σίγουρα μικρές θεότητες όπως οι άγγελοι που δεν τους είχε δει βέβαια, ακόμα, όμως τους ένιωσε να φτερουγίζουν γύρω του, δεν έχανε ποτέ την ελπίδα να δει, έστω και έναν, τον δικό του ίσως άγγελο.

Τα άγρια άλογα το χειμώνα ζούσαν πιο κοπαδιαστά, κατέβαιναν και στάλιαζαν στον κάμπο, οι χωριάτες έστηναν υπόστεγα γεμάτα με μπάλες χόρτο και βρώμη να μην πεινάσουν.
Οι νύχτες όμως ήταν άγριες, έβρεχε και χιόνιζε, ο άνεμος δεν
έπαυε να ουρλιάζει, ούρλιαζαν και τα κοπάδια των λύκων που κατέβαιναν κι’ αυτοί απ’ τα βουνά πεινασμένοι, και τότε άρχιζε μια απελπισμένη μάχη γεμάτη άγριες κραυγές και τουφεκιές που έριχναν με τις καραμπίνες τους οι χωριάτες κι’ οι τσο-παναραίοι άναβαν φωτιές να διώξουν τους λύκους, τα σκυλιά αλυχτούσαν όλη νύχτα, οι φλόγες δημιουργούσαν τεράστιες εφιαλτικές φιγούρες στον ουρανό, γινόταν πανδαιμόνιο, αυτός, ήταν μόνος στην κάμαρα του φοβόταν κι’ όλο σκεπαζόταν κρύ¬βοντας το κεφάλι κάτω απ’ τις κουβέρτες, ένιωσε πολύ μόνος μέσα σε αυτή την άγρια μάχη που γινόταν στο σκοτάδι, ήταν μια σφαγή που κρατούσε όλη τη νύχτα. Τελείωνε όταν ο ορίζοντας γινόταν γκρίζος και τότε όλα σιωπούσαν, πάγωναν κι’ οι χωριάτες έτρεχαν στον κάμπο και μετρούσαν τα πρόβατα που έλειπαν και τα νεκρά σκυλιά και τα ξεκοιλιασμένα άλογα, όλα από τους πεινασμένους λύκους που αποσύρονταν πίσω στα βουνά χορτασμένοι από το μακελειό.

Όσα άλογα ή σκυλιά δεν είχαν ξεψυχήσει τα σκότωναν με τις καραμπίνες, τα πρόβατα τα έσφαξαν με μεγάλα κοφτερά μαχαίρια και τα ‘φερναν στα σπίτια για το κρέας. Τα άλλα ζώα τα άφηναν να σαπίζουν στα χουράφια.

Την άνοιξη που έλαμπε ο ήλιος τα λευκά σκέλεθρα άστραφταν στις ακτίνες του και τις νύχτες φωσφόριζαν στο φως του φεγγαριού.
Ο Μπόρις σινιαριζόταν το πρωί, έβαζε το καπέλο του, ξελάσπωνε τις μπότες του, έριχνε βιαστικά δυο-τρεις χούφτες παγωμένο νερό στα φλογισμένα μάτια του και το πρόσωπο του κι έτρεχε να ετοιμάσει τη ψαριά φοράδα της κυρίας διευθυντού, να τη σελώσει, να της περάσει τα ωραία γυαλιστερά χάμουρα, και το μπρούτζινο χαλινάρι, με τα μαλακά γκέμια από δέρμα δορκάδος.



Ετοίμαζε και τον δικό του «ντορή», έπρεπε να συνοδεύσει την κ. διευθυντού, ο κύριος διευθυντής πήγαινε σπανίως ιππασία, εκείνη έτρεχε επί ώρες σαν τρελή σ’ όλο τον κάμπο καβάλα πάνω στην όμορφη φοράδα της.
Άλλοτε ξανοιγόταν προς το Μετεσελή, το Τοπουζλάρ και το Σαρτζιλάρ. Άλλες φορές έτρεχαν μακρύτερα, έφταναν ως το Σακαλάρ, το Σαραχάλ, το Γιαχαλάρ, το Γκερλή, φτάνοντας ως τις όχθες της λίμνης. Την Κάρλα.

Πολλές φορές η κυρία διευθυντού ξεπέζευε να ξεκουραστεί αυτή και η φοράδα της, και καθόταν στην κορυφή κάποιου λόφου αγναντεύοντας την απεραντοσύνη του κάμπου, που τον χειμώνα ήταν κάτασπρος, σαν χιονισμένη στέπα, καταπράσινος την άνοιξη και εκτυφλωτικά κίτρινος το καλοκαίρι από τα ώριμα στάχυα που κυμάτιζαν αργά στον ελαφρό αέρα. Άλλες φορές καθόταν να ξεκουραστεί σε κάποιο καφενεδάκι, στις άκρες της πόλης, πότε στον «Μπαλατζάρα», στα σφαγεία κοντά, ή στο «Αλκαζάρ» του Μήτσου του Βρετόπουλου, ή στο μικρό καφενεδάκι «Παυσίλυπο», κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό του Βόλου.

Εκεί συναντούσε αραιά και που τον γηραιό δικηγόρο κ. Αγγελίδη, ερχόταν από τον Βόλο, για κανένα εφετείο στη Λάρισα. Μόλις τέλειωνε γύριζε στο μικρό καφενεδάκι εκεί κοντά στο σταθμό περιμένοντας το τραίνο του. Μιλούσαν για πολλά η κ. διευθυντού με τον κ. Αγγελίδη, για την οικογένεια του, το Βόλο ακόμα ο κ. Αγγελίδης της διηγιόταν ιστορίες από τον Ευαρίστο Ντε Κύρικο που ήταν υπεύθυνος των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων, όταν όλοι η οικογένεια του ήταν εγκατεστημένη στο Βόλο. Ο ντε Κύρικο μιλούσε στον Αγγελίδη για τις δουλειές του, το δίκτυο τουν σιδηροδρόμου που επεκτείνονταν, την γυναίκα του που δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στο Βόλο και έφευγε συχνά στη Ρώμη ακόμα και για τους δυο του γιους προπαντός των Τζώρτζιο, Γιώργο όπως τον έλεγε, που δεν έκανε τίποτα άλλο από το να ζωγραφίζει, ζωγράφιζε ωραία άλογα του θεσσαλικού κάμπου, κι’ ο μικρός έκανε κι’ αυτός το ίδιο. Η συζήτηση με τον κ. Αγγελίδη πολλές φορές γινόταν στα γαλλικά και τότε έπαιρνε μέρος και ο Μπόρις γιατί αυτός ο διαολεμένος Μπόρις μιλούσε πολλές γλώσσες εκτός από τα ρωσικά, μιλούσε προπαντός άψογα γαλλικά αλλά μιλούσε και γερμανικά και ιταλικά. Ακόμα και τούρκικα μιλούσε ο Μπό¬ρις και τότε η συζήτηση έπαιρνε χρόνο και ζωντάνια. Μόνο που ο Μπόρις ήταν πολύ ζορισμένος, δεν είχε βάλει τόση ώρα στο στόμα του σταγόνα τσίπουρο ραψανιώτικο, και ζητούσε ευγενικά συγγνώμη και αποσυρόταν στην πρωτόγονη τουαλέτα του καφενείου να κατεβάσει μερικές γεμάτες γουλιές, τσίπουρο από το πλακέ μπουκαλάκι που έσερνε πάντα μαζί του στην τσέπη του σακακιού του.

Επιτέλους χαιρετιόνταν, ο Μπόρις βοηθούσε την κυρία διευθυντού να ανέβει στο άλογο της κι’ αυτή χαιρετούσε τον κύριο Αγγελίδη με το μικρό δαντελένιο μαντηλάκι της φωνάζοντας τρυφερά «ορεβουάρ, ορεβουάρ μεσσιέ Αγγελίντις» κι’ έπειτα έδινε μια ελαφρή καμτσικιά στα καπούλια της φοράδας της, την ακολουθούσε ο Μπόρις μισολέγοντας στον κ. Αγγελίδη ένα βαρύ «ορεβουάρ».

Φτάνοντας στη Σχολή τη βοηθούσε να ξεπεζέψει κι’ εκείνη κατέβαινε με χάρη από το άλογο της, του έλεγε, «μερσί, Μπορίς» κι’ αυτός υποκλινόταν ευγενικά κι’ έφευγε με τα δυο άλογα κρατώντας τα από τα χαλινάρια και τα οδηγούσε στο σταύλο.
Τότε θα ήμουν 10 με 11, μπορεί και 12 χρονών. Στο «Κονά¬κι» είχε έρθει να δουλέψει ο Σλέπ. Ήξερε από άλογα, δούλευε στο ιπποφορβείο της Γεωργικής Σχολής με τον Μπόρις. Ο Σλέπ, ήταν κοντούλης κι’ αδύνατος, απόμαχος τζόκεϊ. Ήταν παντρεμένος με μια καραγκούνα από το Μετεσελή. Δε τον μπορούσε πια το Μπόρις, προπαντός δεν μπορούσε να τον ακολουθήσει στην «τσιπροποσία». Ήρθε στο κονάκι να φροντίζει τα άλογα. Ανάμεσα σ’ αυτά, ήταν κι’ ο «Πρίγκιπας» όπως τον έλεγε ο παππούς. Μαύρο, ωραίο καθαρόαιμο αραβικό άλογο, ήταν το καμάρι του παππού. Ο Σλέπ μόλις με γνώρισε με συμπάθησε γιατί αγαπούσα τα άλογα. Μου έμαθε πολλά μυστι¬κά προπαντός πώς να τα περιποιούμαι και να τα ταΐζω σωστά. Ο παππούς είπε στον Σλέπ ότι μπορώ να καβαλάω τον «Πρί¬γκιπα». Αυτός - ο παππούς - ήταν πια ανίκανος να ιππεύει, καθηλωμένος από την «Πάρκινσον» στο κρεβάτι.

Για μένα ήταν μια μεγάλη ευτυχία, να καβαλικέψου τον «Πρίγκιπα».
Το άλογο ήξερε καλά τον κάμπο, όλα τα μονοπάτια, τα μεγάλα ρέματα, τ’ αυλάκια. Μπορώ να πω πως και ο Πρίγκιπας με ήθελε για αναβάτη, ίσως θέλησε να μου δώσει τη βαθιά εμπειρία να δεθώ μαζί του. Ήθελε να με ενσωματώσει στο ωραίο του σώμα και την προσωπικότητα του. Γι’ αυτό με δέχτηκε, με αγάπησε, με φύλαξε και μου έδωσε όλη την απεραντοσύνη της δικής του ελευθερίας, τη δική του ευαισθησία κι’ ομορφιά. Ολ’ αυτά τα πέρασε στην δική μου προσωπικότητα.

Τρέχαμε, εγώ κολλημένος ελαφρά στη ράχη του αγκαλιάζοντας το λαιμό του με την πλούσια μαύρη χαίτη του. Ποτέ δεν τον «τσίνισα» κι’ εκείνος έτρεχε τρελά και με σιγουριά και συντόνιζε το ρυθμό του με τη δική μου ανάσα κι’ εγώ ανάπνεα με το δικό του ρυθμό. Κάλπαζε, πετούσε, πηδούσε πάν(υ από τους φράχτες, τα μικρά και τα μεγάλα αυλάκια του νερού, έχοντας ψηλά το κεφάλι του κοιτάζοντας τον ουρανό και πάλι κάλπαζε ελεύθερα και γρήγορα σχίζοντας τον αέρα, κάνοντας μεγάλες ατέλειωτες στροφές στον πράσινο κάμπο, που πάνω του αστραποβολούσαν πολύχρωμες δροσοσταλίδες.

Όταν επιστρέφαμε ο «Πρίγκιπας» ήταν κάθιδρος, πηδούσα κάτω και αγκάλιαζα με λατρεία το λαιμό του, με την ωραία χαίτη, χάιδευα την ευγενική του μουσούδα κι’ εκείνος με κοιτούσε με βαθιά, σοβαρή τρυφερότητα. Αυτός μ’ έκανε να νιώσω, άντρας καβαλάρης, λεύτερος και τρυφερός. Δεν ξεχνώ, δεν θα ξεχάσω ποτέ τον «Μαύρο Πρίγκιπα».
Τρόμαξε πολύ για τα άλογα, τι θα τα κάνουν τα ωραία άλογα, τί ‘θα την κάνουν τη Λευκή; Την κάτασπρη φοράδα με τα λεπτά σφύρα, την πλούσια χαίτη και ουρά και τα εκφραστικά μάτια;

Η Ολυμπία του είχε διηγηθεί την ιστορία της, του είπε ότι ο παππούς την είχε αιχμαλωτίσει από άγριο κοπάδι της Μπάκραινας κι’ αυτή αρνήθηκε να ξανατρέξει. Άφησε κάνα δυο φορές τον παππού να καθίσει στη ράχη της, όμως αμέσως έκανε τόσο απότομες και νευρικές κινήσεις, τον έριχνε κάτω ή άλλες φορές έμεινε ακίνητη, πετρωμένη δίχως καμιά αντίδραση στα χάδια, τα παρακάλια, τις άγριες καμτσικιές. Έμενε έτσι, ασάλευτη για ώρες εκεί, με υγρά μάτια και δεν επέτρεψε στον παπ¬πού ή σε κανέναν άλλον να καυχηθεί ότι τη δάμασε ή την έτρεξε.

Ο παππούς είχε φρενιάσει μ’ αυτή τη φοράδα, ήταν σα γυναίκα που δεν του παραδίνονταν, δεν ήταν συνηθισμένος να του αντιστέκονται κι’ αυτό τον έκανε τρελό, τόσο τρελό, που μια φορά έβγαλε το περίστροφο να τη σκοτώσει. Ακούμπησε την κά¬νη στο κούτελο της, στο μέτωπο, ακριβώς εκεί που η Λευκή είχε ένα μικρό γκρίζο σημάδι σαν αστεράκι, εκείνη έμεινε ακίνητη, μόνο που άρχισε να δακρύζει και τα δάκρυα της έσταζαν πάνα) στα ξηρά χόρτα. Ο παππούς δεν μπόρεσε να πιέσει τη σκανδάλη.

Το πήρε απόφαση, η Λευκή δεν ήταν άλογο, είχε ψυχή η Λευκή, η Λευκή ήταν ατίθαση και περήφανη, γι’ αυτό την αγάπησε σα μια φανταστική γυναίκα που την ονειρεύονταν όλα του τα χρόνια και ποτέ δε θα την χαιρόταν. Διέταξε να τη βάλουν σε δικό της σταύλο, να την περιποιούνται και να την ταΐζουν σούστα, να μην παχύνει, μια και δεν έτρεχε, να την αφήσουν λυτή και με ανοιχτή την πόρτα του σταύλου της. Εκείνη όμως δεν έφυγε. Κι ο παππούς πήγαινε καθημερινά, όσο μπορούσε και στεκόταν στα πόδια του, και την έβλεπε, της χάιδευε το μέτωπο, τη χαίτη, τα καπούλια, τη μακριά της ουρά και μιλούσε μαζί της με τις ώρες. Τί της έλεγε ποτέ κανένας δεν κατάλαβε.



Το τελευταίο βράδυ πριν πεθάνει ο παππούς, έπιασε άγρια καλοκαιριάτικη μπόρα, ο ουρανός χαρακωνόταν απ’ άκρη σ’ άκρη με αστραπές, οι βροντές τον ξεκούφαναν, η βροχή έπεφτε κύματα-κύματα κι’ ο αέρας λυσσομανούσε.
Σκεπάστηκε με την κουβέρτα του, πάτο και κορφή να μην βλέπει τις ξαφνικές λάμψεις, να μην ακούει τις βροντές και τα αστροπελέκια που έπεφταν απανωτά. Σε μια στιγμή άκουσε από το στάβλο το άγριο χλιμίντρισμα της Λευκής. Αλαφιάστηκε και τόλμησε να σηκωθεί και να πάει στο παράθυρο. Σε λίγο ξανακούστηκε το χλιμίντρισμα κι’ αμέσως μετά ένας βίαιος, δυνατός κρότος από το σταύλο, όμοιος με κεραυνό, η Λευ¬κή έσπασε με τα μπροστινά της πόδια την πόρτα του σταύλου κι’ έπειτα, μ’ ένα τεράστιο πήδημα, την είδε από το παράθυρο μέσα στο πράσινο φως της αστραπής, πήδηξε τον ψηλό φράκτη της αυλής και ξαμολήθηκε καλπάζοντας δαιμονισμένα μέσα στη νύχτα και την άγρια μπόρα. Σε λίγο, οι βροντές χώνεψαν τον καλπασμό της. Χάθηκε.

Την άλλη μέρα το πρωί οι χωριάτες τη βρήκαν σκασμένη, στην άκρη της λίμνης.
Από μακριά άκουσε την καμπάνα του χωριού να χτυπάει νεκρικά για τον παππού.
Σήκωσε το κεφάλι του και ξαφνικά είδε βαθιά στον ορίζοντα να προβάλλει η γιαγιά, φορώντας το μακρύ λευκό φόρεμα της, να κυματίζει στον άνεμο που φυσούσε καθώς αυτή πετούσε στο αέρα με μεγάλες δρασκελιές. Πίσω της ακολουθούσε η Λευκή, το αγαπημένο άλογο του παππού, σέρνοντας το μακρύ του φέρετρο, τροτάροντας αργά κι’ επίσημα κι’ η μακριά της ουρά διέγραφε αρμονικές καμπύλες στον ουρανό. Ακολουθούσε ένα μεγάλο κοπάδι άγρια άλογα τρατάροντας κι’ αυτά στον επίσημο ρυθμό της Λευκής. Η γιαγιά και όλη η πομπή πέρασε πετώντας πάνω από το κεφάλι του και συνέχισαν την πορεία τους στον ουρανό αθόρυβα, μόνο ο νεκρικός αργός ήχος της καμπάνας ακούγονταν μακριά, συνέχισαν την πορεία τους ως το βάθος του ορίζοντα και χάθηκαν αργά.

Όταν συνήλθε μαγεμένος από το όραμα, σκέφτηκε ότι ο παππούς δεν είχε άγγελο, άγγελος του ήταν ένα άγριο άλογο, ο φύλακας άγγελος του ήταν η Λευκή, η αγαπημένη του φοράδα.
Η τελευταία φορά που είδαν τον Ματία οι άνθρωποι του κάμπου ήταν εκεί κοντά στα Τέμπη. Τον Ιούλιο. Κατακαλόκαιρο.

Έτρεχε πάνω σ’ ένα άσπρο άλογο, φορώντας ένα μακρύ λευκό χιτώνα που ανέμιζε στον γαλάζιο ουρανό και οι τελευταίες του πτυχές άγγιζαν τον Ευαγγελισμό. Φτάνοντας στο έμπα της Κοιλάδας άρχισαν να πετούν, αυτός και το άλογο και
ν’ ανεβαίνουν τις ψηλές χαράδρες του Όλυμπου. Οι άνθρωποι τον έβλεπαν να χάνεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα και να γίνεται σε λίγο ένα λευκό σημαδάκι κι’ ο μακρύς του χιτώνας μια χρυσή, λεπτή ουρά διάττοντα. Αστραπιαία έσβησε και χάθηκε σαν ένα βέλος που μπήχτηκε στο γαλάζιο ατλάδι του ουρανού και πέρασε από την άλλη μεριά.

Όλοι αναρωτήθηκαν αν ο Ματιάς έζησε ή ήταν μια ψευδαίσθηση που δημιούργησε η ταραγμένη τους φαντασία.

Ποιος ξέρει;

(Τα «άλογα» είναι αποσπάσματα από το ανέκδοτο βιβλίο του Μάκη Λαχανά, «Η πόλις, ανθρωπογεωγραφία της Λάρισας και του κάμπου». Το τελευταίο απόσπασμα είναι, από το μικρό διήγημα του ίδιου, «Ματίας», σπαρμός Νο 19. Το βιβλίο εκδίδεται σε 99 αντίτυπα, αριθμημένα και κυκλοφορούν εκτός εμπορίου-αρ. αντ. 38/99)

14/2/10

«Όμορφη Νύχτα» αποκριάς



Βράδυ απόκριας κι η πόλη ζει σε ξέφρενους ρυθμούς. Το χιόνι κι οι χαμηλές θερμοκρασίες δεν κατάφεραν να τρομάξουν κανέναν. Στις γειτονιές, μόλις το σούρουπο έπεσε άναψαν οι φανοί, τα τραγούδια άρχισαν κι οι χοροί ξεκίνησαν.

Παρέες μεγάλες, γεμάτες κέφι, τραγουδούν, ή χορεύουν μέσα σε δρόμους, πλατείες, πεζοδρόμια. Η πόλη μετατρέπεται σε μια τεράστια πίστα. Το κρασί ρέει άφθονο και τα κοζανίτικα κιχιά δίνουν δύναμη για το ξενύχτι που θα ακολουθήσει. Τα αυτοκίνητα εξαφανισμένα, λόγω καιρού.


Αποφασίσαμε να μην ξανακάνουμε τους ήρωες. Μας έφτανε το κρύο που μαζέψαμε το μεσημέρι στην παρέλαση. Θα περνούσαμε το βράδυ μας σε ένα κουτούκι.

Συντροφιά με την γλυκειά φωνή της Ανθής.


Η «Όμορφη Νύχτα» είναι ένα μικρό παρείστικο κουτούκι στην Παύλου Μελά. Όχι τίποτα το ιδιαίτερο όταν το πρωτοσυναντάς. Σε κερδίζει όμως γρήγορα η ζεστασιά των ανθρώπων εκεί μέσα. Μια μεγάλη παρέα που τους αρέσει η καλή, η ποιοτική μουσική.

Και η Ανθή, ο Κώστας και ο νεαρός στο μπουζούκι είναι άσσοι δυνατοί...


Ξεχωρίζω τρία κάδρα που κρέμονται στους τοίχους του κουτουκιού. Μου φέρνουν στο μυαλό όμορφες εικόνες καιρών περασμένων. Θυμάμαι πόσες απόκριες έχουμε περάσει μαζί με την Ανθή και τον Κώστα. Μικρά παιδιά είμασταν τότε. Μα τα γλέντια εκείνων των εποχών ήταν ανεπανάληπτα.


Στο «Κονάκι», ρεμπέτικη και έντεχνη μουσική ξεσήκωνε τον κόσμο που γλεντούσε μέχρι πρωίας. Αργότερα στο «Αλλοτινό» με θέα την πλατεία και το φωτισμένο ρολόι της πόλης, η Ανθή μας ταξίδευε σε διαφορετικούς ρυθμούς. Ένα πιάνο την συνόδευε, μα ήταν αρκετό για να γίνει το ταξίδι αξέχαστο.


Εικοσιπέντε χρόνια. Μια πορεία γεμάτη όμορφα ακούσματα. Μελωδίες και τραγούδια που αγγίζουν την καρδιά και την κάνουν να μαλακώνει. Που της δίνουν δύναμη να προχωρά και να αντέχει.

Ένας κόσμος γεμάτος νοσταλγικές νότες που δεν σε απογοητεύει ποτέ.



Το πρώτο τραγούδι αφιερωμένο σε μας από την Ανθούλα...



Το χιόνι πυκνό συνεχίζει να πέφτει έξω. Μα εμείς δε νιώθουμε κρύο. Οι καρδιές απόψε είναι ζεστές.



Το δίχτυ, πάντα μοναδικό από τη φωνή της Ανθής



Που ΄σαι Θανάση...



Ζαμπέτας και... το χιόνι έπιπτε στρέιτ θρου...