22/4/10

Πάρε τα χνάρια μου...



Το πρώτο τραγούδι που σιγομουρμούρισαν τα χείλη της ήταν ένα τραγούδι που της είχε μάθει ο πατέρας. Κρατούσε την κιθάρα του εκείνα τα "βιαστικά" βράδια που άλλοτε μύριζαν γιασεμί και άλλοτε βρεμένο χώμα κι έπαιζε τραγούδια του Καζαντζίδη.

Μόνο τώρα, που τα χρόνια είχαν περάσει καταλάβαινε γιατί ενώ εκείνα τα τραγούδια ακουγόντουσαν τόσο σπαρακτικά στα παιδικά της αυτιά, έκαναν το πρόσωπο του πατέρα να μαλακώνει. Μόνο τώρα καταλάβαινε, ότι ο πατέρας γινόταν εκείνα τα βράδια ένα μικρό παιδί κι ο ίδιος, που έψαχνε μέσα στις λέξεις, μέσα στους στίχους, μέσα στις νότες ... ότι πολυτιμότερο του είχε στερήσει η ζωή. Τα βράδια εκείνα τα τραγούδια γινόταν βάλσαμο κι η ψυχή του γαλήνευε.

Όσα τραγουδούσε τα είχε ζήσει ο πατέρας. Ορφάνια, πείνα, κρύο, εγκατάλειψη.

«Ήρθα σαν ξένος στην ζωή και ξαναφεύγω ξένος…» τραγουδούσε, και γνώριζε καλά ότι η ζωή ήταν τσιγάρο σέρτικο, βαρύ. Παρόλα αυτά το κρατούσε σφιχτά στο χέρι του και το κάπνιζε δίχως να φοβάται.

Ο πατέρας την μεγάλωσε με τα τραγούδια αυτά. Έγιναν κομμάτι δικό της. Και κάθε φορά που τα ακούει, τον βλέπει να κάθεται εκεί στην πολυθρόνα του, να κρατά την κιθάρα του και να τραγουδά χαμογελαστός...




Δεν υπάρχουν σχόλια: