Την γλώσσα την ελληνική οι Πωσειδωνιάται εξέχασαν τόσους αιώνες ανακατεμένοι με Τυρρηνούς και με Λατίνους, κι άλλους ξένους. Το μόνο που τους έμενε προγονικό ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες, με λύρες και με αυλούς, με αγώνες και στεφάνους. Κι είχαν το συνήθειο προς το τέλος της γιορτής τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται, και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε, που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι...
(Κ. Π. Καβάφης, Ποσειδωνιάται, 1906)
Οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί της Κάτω Ιταλίας που ζουν στα μέρη που ήδη από τον 8ο αιώνα υπήρξαν κέντρα αποικισμού της Μεγάλης Ελλάδας, αντιπροσωπεύουν από απόψεως γλωσσικής τους παράδοσης και ιστορικής τους καταγωγής σημείο αμφιλεγόμενο για την επιστημονική έρευνα.
Ο εντοπισμός φωνολογικών και λεξιλογικών στοιχείων της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και μάλιστα της δωρικής διαλέκτου στα "γκρεκάνικα" ιδιώματα του Σαλέντο και της Καλαβρίας οδήγησε γλωσσολόγους σαν τον Γ. Χατζηδάκη στην υπόθεση της γλωσσικής συνέχειας.
Άλλοι πάλι υποστηρίζουν τη βυζαντινή προέλευση των ελληνοφώνων, ενώ άλλοι την εκδοχή ενός αρχικού πυρήνα ελληνοφώνων που διατηρήθηκε από την αρχαιότητα και ενισχύθηκε στη Βυζαντινή περίοδο από διαδοχικές εγκαταστάσεις αποίκων.
Η γλώσσα των ελληνοφώνων της Απουλίας και της Καλαβρίας που ήταν απαγορευμένη κατά την περίοδο του φασισμού, φαίνεται να υποχωρεί μεταπολεμικά καθώς τα απομονωμένα ελληνόφωνα χωριά εντάσσονται στην Ιταλική πραγματικότητα. Η χρήση της περιορίζεται στους ηλικιωμένους παρά τις προσπάθειές για διάσωση και διδασκαλία της στους νεωτέρους.
Απουλία
Οι ελληνόφωνοι οικισμοί της περιοχής του Σαλέντο, βρίσκονται στα νότια της πόλης Lecce, που αποτέλεσε αξιόλογο βυζαντινό κέντρο κατά τον 10ο αιώνα, και είναι η Καλημέρα, το Μαρτάνο, το Καστρινιάνο ντέι Γκρέτσι, το Μαρτινιάνο, το Τζολίνι, το Σολέτο, η Στερνατία και το Μελπινιάνο.
Καλαβρία
Τα ελληνόφωνα χωριά βρίσκονται βορειοδυτικά του Ρέτσιο, η περιοχή είναι μία από τις φτωχότερες και προβληματικότερες της Ευρώπης, και είναι η Αμυγδαλέα, το Γκαλλιτσιανό, η Μπόβα, το Ροκαφόρτε ντελ Γκρέκο, το Ροχούντι, το Πεντιτάτιλο και το χωριό του Ροχούντι.
Η μουσική τους παράδοση μας έγινε γνωστή με την κυκλοφορία δύο δίσκων που περιλάμβαναν ελληνόφωνα τραγούδια από το Μαρτάνο και το χωριό Καλημέρα Στα τραγούδια του Σαλέντο περιλαμβάνονται νανουρίσματα, μοιρολόγια, της δουλειάς, ερωτικά, θρησκευτικά κ.ά. Τραγουδισμένα από δύο φωνές, έχουν στιχουργική μορφή εντεκασύλλαβου. Τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούνται είναι κιθάρα ταμπορέλο, οργανέτο, ακορντεόν.
Μια ιδιαίτερη κατηγορία λαϊκών χορών (ταραντέλα πίτσικα) σχετίζεται με το μαγικό-θρησκευτικό φαινόμενο και πρόκειται για χορούς που γίνονται με ιδιαίτερο τρόπο για την θεραπεία από το τσίμπημα ενός είδους αράχνης.
Η μουσική παράδοση της Καλαβρίας είναι πιο φτωχή με λίγα τραγούδια χωρίς οργανική συνοδεία.
Κορσική
Ο πρώτος αποικισμός έγινε από Φωκαείς στα 565 π.χ. με την ίδρυση της πόλης Αλαλίας, μετά την κατάκτηση της Ιωνίας από τους Πέρσες.
Ο δεύτερος έγινε το 17ο αιώνα από Μανιάτες του γένους των Στεφανοπουλαίων του Οιτύλου. Μετά από βεντέτα με το ισχυρό γένος των Γιατριάνων και αφού προηγήθηκε διερευνητική επιστολή, 700 άτομα αναχωρούν με πλοία και φθάνουν στη Γένοβα όπου μετά από ανακρίσεις από τις γενοβέζικες αρχές και την αποδοχή των όρων τους αναχωρούν για την Κορσική.
Οι άποικοι μέσα σε μια πενταετία χτίζουν το χωριό Παόμια, επιδίδονται στη γεωργία και την υφαντουργία και διατηρούν μια αυστηρή ενδογαμία. Γρήγορα έρχονται σε σύγκρουση με τους Κορσικανούς και μετά από άρνησή τους να συμπράξουν στην εξέγερση των γηγενών, καταφεύγουν στο χωριό Αιάκειο. Μετά από 44 χρόνια και ενώ η Κορσική έχει πουληθεί στη Γαλλία, επανεγκαθίστανται στην περιοχή στο νέο χωριό Καργέζε.
Η γαλλική πολιτική προστασίας των Ελλήνων κατά την Γαλλική επανάσταση και κατά τα χρόνια του Ναπολέοντα είναι συνεχής. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα της Λάουρας Στεφανοπούλου, οι Βοναπάρτηδες κατάγονται από το γένος των Καλόμερων του γένους Στεφανοπούλου, που μετά την εγκατάστασή τους στην Τοσκάνη άλλαξαν το όνομα σε Buonoparte.
Απόγονός τους που εγκαταστάθηκε στο Αιάκειο έγινε ο γενάρχης της κορσικανής οικογένειας των Μποναπάρτηδων. Μετά το θάνατο του Καρόλου Βοναπάρτη, χρέη κηδεμόνα του ορφανού Ναπολέοντα ανέλαβε ο στρατηγός Δημήτριος Στεφανόπουλος (σύμφωνα πάντα με τα απομνημονεύματα).
Αν και η ελληνική γλώσσα δεν είναι σε χρήση στο Καργκέζε, η Ελληνική συνείδηση διατηρείται. Ο κεντρικός δρόμος του χωριού ονομάζεται οδός Μάνης, κάποια τραγούδια που αναφέρονται στη Μάνη διασώζονται από τους γηραιότερους, τέλος στην Ελληνόρυθμη Εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα ακούγονται θρησκευτικοί ύμνοι στα Ελληνικά.
Η πρώτη επίσκεψη των κατοίκων του Καργκέζε στο Οίτυλο το 1986 είχε την μορφή προσκυνήματος.
Οι Κρητικοί του ΑΛ ΧΑΜΙΔΙΕ
Η περίπτωση των μουσουλμάνων κρητικής καταγωγής που έγινε γνωστή στα μέσα της δεκαετίας του 80 (με την προβολή του φιλμ του Δημήτρη Μανωλεσάκη), αποτελεί μια χαρακτηριστική σελίδα στην ιστορία της τουρκοκρητικής διασποράς. Το χωριό Χαμιδιέ (στα σύνορα Συρίας και Λιβάνου) δημιουργήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Οι λόγοι της μετανάστευσης ή εξορίας, που έγινε κατόπιν εντολής του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ, παραμένουν σκοτεινοί.
Η διατήρηση της κρητικής διαλέκτου στην ομιλία των Χαμιδιανών, είναι ενδεικτική για την επιβίωση της κρητικής τους πολιτισμικής ταυτότητας: συχνή είναι η παρεμβολή στον αφηγηματικό λόγο μαντινάδων. Παρ' ότι ενταγμένοι στην συριακή κοινωνία, διαφυλάσσουν και διεκδικούν την πολιτισμική τους ιδιαιτερότητα με την μέχρι πρόσφατα ενδογαμική τους πρακτική, την εμμονή στην προβολή της καταγωγής τους στη μέριμνα για την μετάδοση της γλώσσας στις νεότερες γενιές. Πόθος τους μια και μοναδική επίσκεψη στην Κρήτη.
Οι ΚΑΦΙΡ ΚΑΛΑΣ του Πακιστάν
Στο βορειοδυτικό άκρο του Πακιστάν, στα οροπέδια του Ινδικού Καυκάσου κοντά στα σύνορα με το Αφγανιστάν, βρίσκονται τα 20 μικρά χωριά των Καλάς. Οι Καλάς του Πακιστάν είναι τμήμα μιας ευρύτερης εθνοτικής ομάδας που οι γείτονές τους αποκαλούν Καφίρ (άπιστοι), η πλειονότητα της οποίας εντοπίζεται στο Αφγανιστάν. Στα τέλη του 19ου αιώνα και μετά τον βίαιο εξισλαμισμό των Καφίρ, μια μικρή ομάδα κατέφυγε στην περιοχή Hindu kush και απετέλεσε τους προγόνους των σημερινών Καφίρ Καλάς.
Αριθμούνται περίπου σε 2.500 άτομα και διατηρούν ζωντανή μέχρι τις μέρες μας την προϊσλαμική τους φυσιογνωμία, με κύρια χαρακτηριστικά τη πολυθεϊστική τους θρησκεία, τη γλώσσα Kalasha (ινδική-δαρδική διάλεκτος) και την παραδοσιακή τους κοινωνική οργάνωση. Ένας από τους μύθους καταγωγής τους θέλει να είναι απόγονοι των στρατιωτών του Μεγάλου Αλεξάνδρου που παντρεύτηκαν στην περιοχή. Φυσικά απομονωμένοι, έχουν αναπτύξει μια οικονομία αυτάρκειας που συνδυάζει τη γεωργία μικρής κλίμακας και την κτηνοτροφία.
Ο καταμερισμός εργασίας ανάμεσα στα φύλα είναι αυστηρός (οι άντρες ασχολούνται με την κτηνοτροφία και οι γυναίκες με την γεωργία). Αυστηρά ενδογαμικοί οι Καλάς, δείχνουν ανοχή στις προγαμιαίες σχέσεις, όμως η απαγωγή γυναικών είναι σύνηθες φαινόμενο, ο θεσμός του γάμου εύθραυστος και η διεκδίκηση συζύγου γίνεται αφορμή για την εκδήλωση ενδοφυλετικών συγκρούσεων.
Το λατρευτικό πάνθεον των Καλάς περιλαμβάνει αρκετές θεότητες. Οι ιερείς τους είναι κληρονομικοί. Ναοί αφιερωμένοι στην θεά της οικογένειας βρίσκονται σε κάθε χωριό και είναι οι μοναδικοί λατρευτικοί χώροι που έχουν πρόσβαση οι γυναίκες. Οι άνδρες θυσιάζουν τράγους στις ανδρικές θεότητες έξω από το χωριό και κατά κανόνα σε μεγάλο υψόμετρο.
Η μουσική των Καλάς είναι συνδεδεμένη με τον κύκλο ζωής. Μια ειδική κατηγορία τραγουδιών αφορά τους νεκρούς και τελούνται χοροί προς τιμή τους γύρω από βωμό που δεσπόζει κάποιο ξόανο. Το τραγούδι είναι ατομικό πάνω σε απλές μελωδίες ή ομαδικό σε πιο γρήγορους ρυθμούς. Στα ομαδικά τραγούδια γίνεται χρήση της πολυφωνίας, ένα στοιχείο που διαφοροποιεί τη φωνητική μουσική των Καλάς από τις μουσικές παραδόσεις του Πακιστάν και Αφγανιστάν.
Στις θρησκευτικές εορτές που παρευρίσκονται και γυναίκες εκτελούνται γυναικείοι κυκλικοί χοροί. Οι γυναίκες είναι πιασμένες σε κύκλο με τα χέρια πλεγμένα πίσω από την πλάτη και συνοδεύουν το χορό με τραγούδι. Η οργανική συνοδεία που βρίσκεται στο κέντρο του κύκλου είναι ένα μεγάλο νταούλι, ξύλινες φλογέρες και τοξοειδής άρπα με τέσσερις χορδές που θυμίζει την αρχαιοελληνική λύρα.
Οι Ναπολιτάνοι ξέρουν να ξορκίζουν τους τρόμους τους. Αυτούς που γεννά ο Βεζούβιος, η Καμόρα, οι σεισμοί. Ο δημοκρατικός ιταλικός Νότος τραγουδάει και χορεύει στον διονυσιακό ρυθμό της ταραντέλας.
Σε κάθε γωνιά του παλάτσο Μοντραγκόνε υπήρχε δραστηριότητα. Στις υπαίθριες κουζίνες μαγείρευαν ναπολιτάνικα σπαγγέτι, στους κήπους γίνονταν επιδείξεις μόδας, στο εσωτερικό της παλιάς εκκλησίας (έχει παραδοθεί στον πολιτισμό εδώ και 23 χρόνια) οι εκδηλώσεις των χορών. Στο «αλτάρε», εκεί όπου βρισκόταν κάποτε η Αγία Τράπεζα, στήνονται τώρα οι ορχήστρες για να παίξουν στους ρυθμούς της «ανίερης» ταραντέλας.
Παιδιά, νέοι, μεσήλικες γυναίκες και άντρες συμμετέχουν και διδάσκονται την εκμάθηση λαϊκών οργάνων όπως της ταμόρας, καστανιέτες, τραγούδια και διάφορα είδη ταραντέλας. Οι γέροι ταμοράροι αποτελούν τους πιο σημαντικούς δασκάλους στο Φεστιβάλ με την πολύχρονη εμπειρία τους.
Η ευρύτερη περιοχή γύρω απ' τον Βεζούβιο δονείται στους ρυθμούς του ναπολιτάνικου χορού. Κι αν η ταραντέλα γεννήθηκε ως αυτοσχέδιος χορός στα σοκάκια της Νάπολης, ένα άλλο είδος, η ταμουριάτα, γεννήθηκε στα χωριά. Τα «φρόνε» ήταν τραγούδια που επινοούσαν οι άντρες στο δάσος και τα χωράφια ενώ την μελωδία του απόντος οργάνου έδιναν τα εργαλεία δουλειάς όπως το πριόνι, το δρεπάνι, το τσαπί, η τσουγκράνα. Σημείο αναφοράς των τραγουδιών ήταν πάντα η γυναίκα γι' αυτό και τελείωναν με το πανηγυρικό «La femina». Οταν έφταναν το βράδυ σπίτι, τα τραγουδούσαν χτυπώντας τα χέρια και οι γυναίκες χόρευαν.
Ενας χορός ερωτικός, βακχικός που έχει τις ρίζες του στα προχριστιανικά χρόνια. Από στόμα σε στόμα κι από γενιά σε γενιά, οι λαϊκοί οργανοπαίκτες ταξίδευαν στα χωριά παίζοντας και τραγουδώντας, ενώ συχνά γίνονταν τραγουδιστικοί ντελάληδες, αναγγέλλοντας γάμους, γιορτές ή τα όρντινι των δουκάτων.
Ο χορός είναι στο αίμα των Ναπολιτάνων. Το κορίτσι που ανέβηκε στη φωτισμένη σκηνή, δε χρειάστηκε πολλά για να αρχίσει να χορεύει μια «πίτσικα» μόλις ακούστηκε η ταμουριάτα. Χόρεψε εκστατικά και μας μάγεψε...
(Κ. Π. Καβάφης, Ποσειδωνιάται, 1906)
Οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί της Κάτω Ιταλίας που ζουν στα μέρη που ήδη από τον 8ο αιώνα υπήρξαν κέντρα αποικισμού της Μεγάλης Ελλάδας, αντιπροσωπεύουν από απόψεως γλωσσικής τους παράδοσης και ιστορικής τους καταγωγής σημείο αμφιλεγόμενο για την επιστημονική έρευνα.
Ο εντοπισμός φωνολογικών και λεξιλογικών στοιχείων της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και μάλιστα της δωρικής διαλέκτου στα "γκρεκάνικα" ιδιώματα του Σαλέντο και της Καλαβρίας οδήγησε γλωσσολόγους σαν τον Γ. Χατζηδάκη στην υπόθεση της γλωσσικής συνέχειας.
Άλλοι πάλι υποστηρίζουν τη βυζαντινή προέλευση των ελληνοφώνων, ενώ άλλοι την εκδοχή ενός αρχικού πυρήνα ελληνοφώνων που διατηρήθηκε από την αρχαιότητα και ενισχύθηκε στη Βυζαντινή περίοδο από διαδοχικές εγκαταστάσεις αποίκων.
Η γλώσσα των ελληνοφώνων της Απουλίας και της Καλαβρίας που ήταν απαγορευμένη κατά την περίοδο του φασισμού, φαίνεται να υποχωρεί μεταπολεμικά καθώς τα απομονωμένα ελληνόφωνα χωριά εντάσσονται στην Ιταλική πραγματικότητα. Η χρήση της περιορίζεται στους ηλικιωμένους παρά τις προσπάθειές για διάσωση και διδασκαλία της στους νεωτέρους.
Απουλία
Οι ελληνόφωνοι οικισμοί της περιοχής του Σαλέντο, βρίσκονται στα νότια της πόλης Lecce, που αποτέλεσε αξιόλογο βυζαντινό κέντρο κατά τον 10ο αιώνα, και είναι η Καλημέρα, το Μαρτάνο, το Καστρινιάνο ντέι Γκρέτσι, το Μαρτινιάνο, το Τζολίνι, το Σολέτο, η Στερνατία και το Μελπινιάνο.
Καλαβρία
Τα ελληνόφωνα χωριά βρίσκονται βορειοδυτικά του Ρέτσιο, η περιοχή είναι μία από τις φτωχότερες και προβληματικότερες της Ευρώπης, και είναι η Αμυγδαλέα, το Γκαλλιτσιανό, η Μπόβα, το Ροκαφόρτε ντελ Γκρέκο, το Ροχούντι, το Πεντιτάτιλο και το χωριό του Ροχούντι.
Η μουσική τους παράδοση μας έγινε γνωστή με την κυκλοφορία δύο δίσκων που περιλάμβαναν ελληνόφωνα τραγούδια από το Μαρτάνο και το χωριό Καλημέρα Στα τραγούδια του Σαλέντο περιλαμβάνονται νανουρίσματα, μοιρολόγια, της δουλειάς, ερωτικά, θρησκευτικά κ.ά. Τραγουδισμένα από δύο φωνές, έχουν στιχουργική μορφή εντεκασύλλαβου. Τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούνται είναι κιθάρα ταμπορέλο, οργανέτο, ακορντεόν.
Μια ιδιαίτερη κατηγορία λαϊκών χορών (ταραντέλα πίτσικα) σχετίζεται με το μαγικό-θρησκευτικό φαινόμενο και πρόκειται για χορούς που γίνονται με ιδιαίτερο τρόπο για την θεραπεία από το τσίμπημα ενός είδους αράχνης.
Η μουσική παράδοση της Καλαβρίας είναι πιο φτωχή με λίγα τραγούδια χωρίς οργανική συνοδεία.
Κορσική
Ο πρώτος αποικισμός έγινε από Φωκαείς στα 565 π.χ. με την ίδρυση της πόλης Αλαλίας, μετά την κατάκτηση της Ιωνίας από τους Πέρσες.
Ο δεύτερος έγινε το 17ο αιώνα από Μανιάτες του γένους των Στεφανοπουλαίων του Οιτύλου. Μετά από βεντέτα με το ισχυρό γένος των Γιατριάνων και αφού προηγήθηκε διερευνητική επιστολή, 700 άτομα αναχωρούν με πλοία και φθάνουν στη Γένοβα όπου μετά από ανακρίσεις από τις γενοβέζικες αρχές και την αποδοχή των όρων τους αναχωρούν για την Κορσική.
Οι άποικοι μέσα σε μια πενταετία χτίζουν το χωριό Παόμια, επιδίδονται στη γεωργία και την υφαντουργία και διατηρούν μια αυστηρή ενδογαμία. Γρήγορα έρχονται σε σύγκρουση με τους Κορσικανούς και μετά από άρνησή τους να συμπράξουν στην εξέγερση των γηγενών, καταφεύγουν στο χωριό Αιάκειο. Μετά από 44 χρόνια και ενώ η Κορσική έχει πουληθεί στη Γαλλία, επανεγκαθίστανται στην περιοχή στο νέο χωριό Καργέζε.
Η γαλλική πολιτική προστασίας των Ελλήνων κατά την Γαλλική επανάσταση και κατά τα χρόνια του Ναπολέοντα είναι συνεχής. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα της Λάουρας Στεφανοπούλου, οι Βοναπάρτηδες κατάγονται από το γένος των Καλόμερων του γένους Στεφανοπούλου, που μετά την εγκατάστασή τους στην Τοσκάνη άλλαξαν το όνομα σε Buonoparte.
Απόγονός τους που εγκαταστάθηκε στο Αιάκειο έγινε ο γενάρχης της κορσικανής οικογένειας των Μποναπάρτηδων. Μετά το θάνατο του Καρόλου Βοναπάρτη, χρέη κηδεμόνα του ορφανού Ναπολέοντα ανέλαβε ο στρατηγός Δημήτριος Στεφανόπουλος (σύμφωνα πάντα με τα απομνημονεύματα).
Αν και η ελληνική γλώσσα δεν είναι σε χρήση στο Καργκέζε, η Ελληνική συνείδηση διατηρείται. Ο κεντρικός δρόμος του χωριού ονομάζεται οδός Μάνης, κάποια τραγούδια που αναφέρονται στη Μάνη διασώζονται από τους γηραιότερους, τέλος στην Ελληνόρυθμη Εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα ακούγονται θρησκευτικοί ύμνοι στα Ελληνικά.
Η πρώτη επίσκεψη των κατοίκων του Καργκέζε στο Οίτυλο το 1986 είχε την μορφή προσκυνήματος.
Οι Κρητικοί του ΑΛ ΧΑΜΙΔΙΕ
Η περίπτωση των μουσουλμάνων κρητικής καταγωγής που έγινε γνωστή στα μέσα της δεκαετίας του 80 (με την προβολή του φιλμ του Δημήτρη Μανωλεσάκη), αποτελεί μια χαρακτηριστική σελίδα στην ιστορία της τουρκοκρητικής διασποράς. Το χωριό Χαμιδιέ (στα σύνορα Συρίας και Λιβάνου) δημιουργήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Οι λόγοι της μετανάστευσης ή εξορίας, που έγινε κατόπιν εντολής του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ, παραμένουν σκοτεινοί.
Η διατήρηση της κρητικής διαλέκτου στην ομιλία των Χαμιδιανών, είναι ενδεικτική για την επιβίωση της κρητικής τους πολιτισμικής ταυτότητας: συχνή είναι η παρεμβολή στον αφηγηματικό λόγο μαντινάδων. Παρ' ότι ενταγμένοι στην συριακή κοινωνία, διαφυλάσσουν και διεκδικούν την πολιτισμική τους ιδιαιτερότητα με την μέχρι πρόσφατα ενδογαμική τους πρακτική, την εμμονή στην προβολή της καταγωγής τους στη μέριμνα για την μετάδοση της γλώσσας στις νεότερες γενιές. Πόθος τους μια και μοναδική επίσκεψη στην Κρήτη.
Οι ΚΑΦΙΡ ΚΑΛΑΣ του Πακιστάν
Στο βορειοδυτικό άκρο του Πακιστάν, στα οροπέδια του Ινδικού Καυκάσου κοντά στα σύνορα με το Αφγανιστάν, βρίσκονται τα 20 μικρά χωριά των Καλάς. Οι Καλάς του Πακιστάν είναι τμήμα μιας ευρύτερης εθνοτικής ομάδας που οι γείτονές τους αποκαλούν Καφίρ (άπιστοι), η πλειονότητα της οποίας εντοπίζεται στο Αφγανιστάν. Στα τέλη του 19ου αιώνα και μετά τον βίαιο εξισλαμισμό των Καφίρ, μια μικρή ομάδα κατέφυγε στην περιοχή Hindu kush και απετέλεσε τους προγόνους των σημερινών Καφίρ Καλάς.
Αριθμούνται περίπου σε 2.500 άτομα και διατηρούν ζωντανή μέχρι τις μέρες μας την προϊσλαμική τους φυσιογνωμία, με κύρια χαρακτηριστικά τη πολυθεϊστική τους θρησκεία, τη γλώσσα Kalasha (ινδική-δαρδική διάλεκτος) και την παραδοσιακή τους κοινωνική οργάνωση. Ένας από τους μύθους καταγωγής τους θέλει να είναι απόγονοι των στρατιωτών του Μεγάλου Αλεξάνδρου που παντρεύτηκαν στην περιοχή. Φυσικά απομονωμένοι, έχουν αναπτύξει μια οικονομία αυτάρκειας που συνδυάζει τη γεωργία μικρής κλίμακας και την κτηνοτροφία.
Ο καταμερισμός εργασίας ανάμεσα στα φύλα είναι αυστηρός (οι άντρες ασχολούνται με την κτηνοτροφία και οι γυναίκες με την γεωργία). Αυστηρά ενδογαμικοί οι Καλάς, δείχνουν ανοχή στις προγαμιαίες σχέσεις, όμως η απαγωγή γυναικών είναι σύνηθες φαινόμενο, ο θεσμός του γάμου εύθραυστος και η διεκδίκηση συζύγου γίνεται αφορμή για την εκδήλωση ενδοφυλετικών συγκρούσεων.
Το λατρευτικό πάνθεον των Καλάς περιλαμβάνει αρκετές θεότητες. Οι ιερείς τους είναι κληρονομικοί. Ναοί αφιερωμένοι στην θεά της οικογένειας βρίσκονται σε κάθε χωριό και είναι οι μοναδικοί λατρευτικοί χώροι που έχουν πρόσβαση οι γυναίκες. Οι άνδρες θυσιάζουν τράγους στις ανδρικές θεότητες έξω από το χωριό και κατά κανόνα σε μεγάλο υψόμετρο.
Η μουσική των Καλάς είναι συνδεδεμένη με τον κύκλο ζωής. Μια ειδική κατηγορία τραγουδιών αφορά τους νεκρούς και τελούνται χοροί προς τιμή τους γύρω από βωμό που δεσπόζει κάποιο ξόανο. Το τραγούδι είναι ατομικό πάνω σε απλές μελωδίες ή ομαδικό σε πιο γρήγορους ρυθμούς. Στα ομαδικά τραγούδια γίνεται χρήση της πολυφωνίας, ένα στοιχείο που διαφοροποιεί τη φωνητική μουσική των Καλάς από τις μουσικές παραδόσεις του Πακιστάν και Αφγανιστάν.
Στις θρησκευτικές εορτές που παρευρίσκονται και γυναίκες εκτελούνται γυναικείοι κυκλικοί χοροί. Οι γυναίκες είναι πιασμένες σε κύκλο με τα χέρια πλεγμένα πίσω από την πλάτη και συνοδεύουν το χορό με τραγούδι. Η οργανική συνοδεία που βρίσκεται στο κέντρο του κύκλου είναι ένα μεγάλο νταούλι, ξύλινες φλογέρες και τοξοειδής άρπα με τέσσερις χορδές που θυμίζει την αρχαιοελληνική λύρα.
Οι Ναπολιτάνοι ξέρουν να ξορκίζουν τους τρόμους τους. Αυτούς που γεννά ο Βεζούβιος, η Καμόρα, οι σεισμοί. Ο δημοκρατικός ιταλικός Νότος τραγουδάει και χορεύει στον διονυσιακό ρυθμό της ταραντέλας.
Σε κάθε γωνιά του παλάτσο Μοντραγκόνε υπήρχε δραστηριότητα. Στις υπαίθριες κουζίνες μαγείρευαν ναπολιτάνικα σπαγγέτι, στους κήπους γίνονταν επιδείξεις μόδας, στο εσωτερικό της παλιάς εκκλησίας (έχει παραδοθεί στον πολιτισμό εδώ και 23 χρόνια) οι εκδηλώσεις των χορών. Στο «αλτάρε», εκεί όπου βρισκόταν κάποτε η Αγία Τράπεζα, στήνονται τώρα οι ορχήστρες για να παίξουν στους ρυθμούς της «ανίερης» ταραντέλας.
Παιδιά, νέοι, μεσήλικες γυναίκες και άντρες συμμετέχουν και διδάσκονται την εκμάθηση λαϊκών οργάνων όπως της ταμόρας, καστανιέτες, τραγούδια και διάφορα είδη ταραντέλας. Οι γέροι ταμοράροι αποτελούν τους πιο σημαντικούς δασκάλους στο Φεστιβάλ με την πολύχρονη εμπειρία τους.
Η ευρύτερη περιοχή γύρω απ' τον Βεζούβιο δονείται στους ρυθμούς του ναπολιτάνικου χορού. Κι αν η ταραντέλα γεννήθηκε ως αυτοσχέδιος χορός στα σοκάκια της Νάπολης, ένα άλλο είδος, η ταμουριάτα, γεννήθηκε στα χωριά. Τα «φρόνε» ήταν τραγούδια που επινοούσαν οι άντρες στο δάσος και τα χωράφια ενώ την μελωδία του απόντος οργάνου έδιναν τα εργαλεία δουλειάς όπως το πριόνι, το δρεπάνι, το τσαπί, η τσουγκράνα. Σημείο αναφοράς των τραγουδιών ήταν πάντα η γυναίκα γι' αυτό και τελείωναν με το πανηγυρικό «La femina». Οταν έφταναν το βράδυ σπίτι, τα τραγουδούσαν χτυπώντας τα χέρια και οι γυναίκες χόρευαν.
Ενας χορός ερωτικός, βακχικός που έχει τις ρίζες του στα προχριστιανικά χρόνια. Από στόμα σε στόμα κι από γενιά σε γενιά, οι λαϊκοί οργανοπαίκτες ταξίδευαν στα χωριά παίζοντας και τραγουδώντας, ενώ συχνά γίνονταν τραγουδιστικοί ντελάληδες, αναγγέλλοντας γάμους, γιορτές ή τα όρντινι των δουκάτων.
Ο χορός είναι στο αίμα των Ναπολιτάνων. Το κορίτσι που ανέβηκε στη φωτισμένη σκηνή, δε χρειάστηκε πολλά για να αρχίσει να χορεύει μια «πίτσικα» μόλις ακούστηκε η ταμουριάτα. Χόρεψε εκστατικά και μας μάγεψε...
6 σχόλια:
KAΛΑ ΦΙΛΗ ΜΟΥ.ΤΙ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΚΑΙ ΑΥΤΗ!!!!ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ΟΛΗ Η ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΕΛΕΙΕΣ.
ΠΕΡΑΣΕ ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΠΑΡΑΛΑΒΕΙΣ ΒΡΑΒΕΙΑΚΙΑ ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΑΞΙΖΕΙΣ.ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ.
καταπληκτικη η ολη αναστηση προπαντων με τις φωτο!!!
καλο βραδυ
Μα τί απίστευτα ζωντανός χορός..!!!
καταπληκτικοί ήταν..
μπράβο Aza που μάζεψες τόσες πληροφορίες και μας τις μετέδωσες..
καληνύχτες..
JK με συνεπήρε τούτος ο χορός...Ήταν τόσο ζωντανός με τόσο πάθος,που θαρρώ πως άγγιξε όλους όσους τον απολαύσαμε.Καλό βράδυ!
zinaa kapa καλές οι αναρτήσεις και οι φωτογραφίες,αλλά όταν τα ζεις είναι καλύτερα.Καλό βράδυ και σε σένα.
Ευρύνοε,εσύ μπορείς να καταλάβεις γιατί τον έζησες... Τον είδες και τον ένιωσες.Έπρεπε να μάθω από που κρατά η σκουφιά τούτου του χορού.Καθώς και των ανθρώπων που τον χόρεψαν.Καλό βράδυ!
Δημοσίευση σχολίου