Η κυρία που είχε καρφιτσωμένο το καλοκαίρι στο πέτο της προχώρησε μόνη της στον διάδρομο.
Ήταν σκοτεινά. Ακουγόταν ένας εκκλησιαστικός ύμνος. Η φωνή της Mελίνας υπενθύμιζε με νόημα τις βασικές της ιδιότητες. Την παλαιότητα του βαδίσματος και την εμπειρία του χώρου. Έδειχνε αποφασισμένη. Στο βάθος την περίμεναν τα βιβλία. Είχε μεγαλώσει με αυτά.
Τα αγκάλιασε ένα ένα. Περιποιήθηκε τις πληγές τους, επούλωσε με τα μακριά της δάχτυλα τα συντρίμμια. Δεν ήταν βαμμένη. Τα μαλλιά της ήταν αχτένιστα. Απαλλαγμένα απ' τον βραχνά της ιστορίας. Τους διάβασε ένα απόσπασμα από την «Αμοργό» - εκείνη τη στιγμή παρουσιάστηκε και ο Γκάτσος.
Μετά τα έβαλε στον έλεγχο των αποσκευών. Κοιμισμένα. Το καθένα είχε το διαβατήριό του. Από πάνω τους ο Χατζιδάκις λυσσομανούσε. Χαμογέλασε με το χαμόγελο της Τζοκόντας. Η πτήση θα ήταν για πάντα, αν και οι μηχανικοί έδιναν προθεσμία. Αλλος έναν μήνα, άλλος τρεις. Το θεωρούσαν δοκιμή.
Τα πράγματα δεν βρίσκονταν πλέον στη θέση τους. Κανένας λόγος δεν μπορούσε να εκφράσει αυτή την εκθεμελίωση, που γινόταν μαγεία εν μια νυκτί. Τις ατέλειωτες ώρες της αναμονής για την απογείωση διάβαζε ένα ποίημα του Παζολίνι. Πολλές φορές, έως ότου το αποστηθίσει. Έφερε στο μυαλό της τη Μήδεια, τον Οιδίποδα, τον Ορέστη. Είδε την παραλία της Οστιας. Κόκκινη απ' το αίμα.
Όταν σηκώθηκε το φόρεμά της, φάνηκαν οι Κυκλάδες. Όλες. Βραχώδεις, ζωγραφιστές, ανώνυμες. Σαν ένα ταξίδι στις χίμαιρες, αμαρτωλό. Xτες ήταν της Παναγίας. Δεν της άρεσε η Τήνος. Την ενοχλούσε το χαλάκι απ' το λιμάνι, οι πιστοί που έπρεπε να είναι γονυπετείς, το εμπόριο των ελπίδων. Θα πήγαινε να ανάψει ένα κερί. Στον Ασλάνογλου. Στον Καβάφη. Στη Βιρτζίνια Γουλφ.
Όταν το κίτρινο υποβρύχιο προσγειώθηκε, τσαλάκωσε τη σελίδα που διάβαζε και την πέταξε στους κάδους του αεροδρομίου. Ένα άρθρο μιας κυριακάτικης εφημερίδας είχε βαλθεί να αποδείξει ότι τα υποβρύχια δεν πετούν. Τα βιβλία είχαν ξυπνήσει. Επιβιβάζονταν ένα ένα, διαρρηγνύοντας τον Κανόνα.
Έριξε μια τελευταία ματιά στην εγκυμοσύνη της. Έξι μηνών. Τακτοποίησε στο υποβρύχιο τις σελίδες και τα είδη. Μπροστά έβαλε την ελληνική ποίηση. Για πιλότο.
Η θάλασσα χανόταν στα σύννεφα. Από κάτω ο ουρανός, σαν κουκκίδα, είχε εκείνες τις μπλε, στραφταλιστές σταγόνες που μοιάζουν με άστρα.
Ένα βιβλίο είπε: Είναι όλα ανάποδα.
3 σχόλια:
Πώς δεν πετούν τα υποβρύχια!
Και τα... καραβάκια πετούν... και μας ταξιδεύουν! ;)
Καλά είπε το βιβλίο.
Όλα ανάποδα είναι!
Και οι πιστοί κακώς σέρνονται μέχρι τα σκαλιά Της.
Πιο πολύ θα τους χαιρόταν αν πήγαιναν χαρούμενοι και με το κεφάλι ψηλά να ανάψουν ένα κερί στ' όνομά Της.
Φιλιά πολλά!
Lilith συμφωνώ απόλυτα μαζί σου.Τα υποβρύχια και τα καραβάκια πετάνε,όλα είναι ανάποδα και η Παναγιά θέλει να βλέπει κεφάλια όρθια με αξιοπρέπεια.Να είσαι καλά σου εύχομαι!Καλό απόγευμα!Φιλιά πολλά κι από μένα!
ADE GEIA..... ελπίζω να ήρθε το περιστέρι...
Δημοσίευση σχολίου