7/10/10
Η γκουρτσιά
Του σπίτ΄ π’ γινήθκα κι τράνιψα ήταν ανάμισα στ’ Γιτιά, τα Κατσ΄κάθκα, κι τα Μπουντανάθκα. Ήταν σ΄μά στου φούρνου τ’ Τάσιου τ’ Πατιά κι άντικρα π’ του σπίτ΄ τ’ Νικουλάκ΄ τ’ Μαντρέλα. Ουδός Γιουργίου Τιόλ΄, αριθμός τέσσιρα. Διξά μας απ’ του δρόμου ήταν τ’ Μπέντα, ύστιρα τ’ Νιάκου τ’ Ούρδα, παρακείθι τ’ Τιάλ΄, τ’ Τιόλ΄, τ’ Σύρπ’, τ’ Κουκαλιάρ΄, κι όπους ξιαστουχήθκα τα φτάσου ίσια μι τουν Αϊκουσταντίνου μι φαίνιτι. Ουπίσου ’π τι μας είχαμι τ’ Σάνα τ’ δασκάλα, τ’ μάνα τ’ Κουσταντούλ΄ κι ζιρβά μας του σπίτ΄ τ’ Χρήστ’ τ’ Τσιάρα τ’ μαραγκού. Ου Τσιάρας είχιν φύβγ΄ απού χρόνια στ’ Σαλουνίκ΄ κι του νοίκιαζιν. Κι μεις στα νοικιαστά κάθουμάσταν. Του σπίτ΄ ήταν απ’ τ’ς Λαβαντσιώτ’δις, δυο αδέρφια κι μια αδιρφή, ανύπαντρ΄ όλ΄, κι έτσ΄ όπους είχιν τρεις θύρις στου νουβουρό, κάθουμάσταν ικεί μέσα δυο φαμπλιές κι ένας ζουντόχηρος, ου Βασίλτς τ’ Λαβαντσιώτ΄ π’ δούλιβιν μιρουκάματου σιαπάν στ’ αμπέλια. Του Βασίλ΄ τουν καρτιρούσαμι ιμείς οι μ’κροί στουν πάτου, άμα σώνουνταν τα γιουρτάσια, να σ΄νάξ΄ ότ΄ είχιν απουμείν΄ στ’ς ντραματζάνις, να μας πει του παραμύθ΄ μι του μπιάγκαβου του λύκου κι ύστιρα κοιμούμασταν.
Με’ στου νουβουρό μας, ακουλ΄τά μι τουν αναγκαίου, ήταν η γκουρτσιά. Τέτοιου τρανό δέντρου δεν ήταν άλλου σι όλ΄ ’ν Κόζιαν΄, ιξόν απ’τα τρία στουν Αϊκουσταντίνου. Ένας τρανός μαναχόςτ’ δεν μπουρούσιν να τ’ν αγκαλιάσ΄. Τα κλουνάριατ’ς απιρνούσαν τ’ς Μπέντινας τ’ στινούρα κι έβγινανίσια μι ’ν Ούρδινα κι του γκαλντιρίμ΄. Απ’ ’ν άλλ΄ τ’μιρά απιρνούσαν ουπάν απ’ τα κιραμίδια μας κιέριχναν γκόρτσα κι φύλλα ως κι στα κιραμίδια απ’του μπακάλ΄κου τ’ Μανώλ΄ τ’ Δημουδιά. ΚάθιΑύγουστουν, ύστιρ’ απ’ τ’ς Παναΐας, τίναζάμι ταγκόρτσα. Του τίναγμα δεν ήταν ντιπ εύκουλ΄ δλειά. Αδουκιούμι πως απού ιτότι που καβαλίκιψα ’ν αυλή τ’ς Μπέντινας, πάτσα ουπάν στ’ς παφιλέοι απ’ τουν αναγκαίου μας κι γραπατσώθκα ουπάν στ’ γκουρτσιά για πρώτ΄ φουρά, ως που να φτάσου ν’ ανιβαίνου σι
όλα τα κλουνάρια τ’ ς για να τ΄νάζου κι τα ψηλότιρα τα γκόρτσα, απέρασαν τόσα χρόνια όσα έκαμα απού ’ν πρώτ΄ τ’ Δημουτικού ως τ’ μέσ΄ απ’ του Γυμνάσιου. Κάθι χρόνου καθώς τράνιβα, κατάφιρνα σιγά σιγά κι πατούσα ένα ένα όλα τα κλουνάρια τ’ς γκουρτσιάς. Πρώτα τα χαμπηλά κι τα ίσια, ύστιρα τα λουξά κι στουν πάτου τα ψηλότιρα κι τα ουρθά. Στ’ γκουρτσιά δεν ανέβινα μούγκι τουν Αύγουστου. Απ’ τα ιτότι π’ τα κατάφιρα να γραπατσουθώ ουπανουθό τ’ς για πρώτ΄ φουρά, γίγκιν για τ’ ιμένα κάτ΄ σαν καταφύγιου. Πού μ’ έχανις πού μ’ ίβρισκις, ουπάν στ’ γκουρτσιά!
Είχα ένα μέρους π’ τιντώνουμαν τα μισμέρια. Είχα άλλου μέρους π’ κάθουμαν κι διάβαζα. Είχα μέρους απ’ όπ’ κυνηγούσα τα σπουρλίτια μι τα ταντστάρια. Είχα μέρους π’ κάθουμαν κι τηρούσα ποιος απιρνούσιν απ’ του γκαλντιρίμ΄. Είχα ακόμα κι ένα κρυφό μέρους απ’ όπ’ τηρούσα κι δεν φαίνουμαν τ’ Φρουσίτα τ’ Κουσταντούλ΄, όντας έφκιανιν ηλιουθιραπεία μι σιορτ, ουπάν σ’ ένα σιδιρέινου κριβάτ΄ π’ τούχιν ανιβάσ΄ ου Κουσταντούλτ΄ς ουπάν στ’ σκιπή απού λαμαρίνις στ’ αχούρ΄ πούχιν η μάνα τ’ για τα γιλάδια. Ουπάν στ’ γκουρτσιά ανέβινα πάλι όντας μι κυνηγούσιν η Στιργιανή μι ’ν κουτάλα, άμα έφκιανα καμιά μουζαβιριά κι δεν μπουρούσιν να μι φτάσ΄. Ικεί ουπάν κρύβουμαν κι τ’ς νύχτις όντας έπιζάμι τζιβουτό μι του Χαριλάκ΄ τ’ς Τζάρινας, του Νίκου τ’ς Αθηναίας, ’ν Καίτη τ’ς Ούρδινας κι τ’ν Λέν΄ τ’ Γκατζιαρίνα.
Κάθι άνοιξ΄ η γκουρτσιά μας χιουνίζουνταν. Μουσκουβουλούσιν ου τόπους αλόυρα κι βούιζαν οι μιλίσσις. Ως που να ρθεί η Πασχαλιά, τα γκόρτσα είχαν δέσ΄ κείχαν γιουμόσ΄ τα κλουνάρια φύλλα στρόγγυλα.
Όπους είπαμι κι παραπάν’ ύστιρα απ’ του δικαπινταύγουστου ’ν τίναζάμι. Ξικριμνούσαμι τ’ς κουπάνις απ’ του μαειριό, έπιρνάμι δαν’κά καφάσια, φώναζάμι κι τ’ γειτουνιά κι χιρνούσαμι του τίναγμα. Ιγώ πρώτους κι καλύτιρους ψηλά, τίναζα γιρά τα κλουνάρια κι καταής έβριχιν γκόρτσα. Οι ζιούλις έπιφταν εύκουλα αλλά ήταν κι καμόσα μουχόζ΄κα π’ δεν ήταν ακόμα καλά φτασμένα κι ίχριζιν να τα τ’νάζου μι τουν κλώστ΄. Απού κάτ’ μάζουναν κι έτρουγαν, έτρουγαν κι μάζουναν. Σι κάνα δυο ώρις είχαν γιουμόσ΄ τα καφάσια κι οι κουπάνις κι χιρνούσαμι του μοίρασμα. Κάνα δυο καφάσια τα διάλιγάμι μι του Νίκου τ’ς Αθηναίας κι τα πλούσαμι στου Μανώλ΄ τ’ Δημουδιά, πέντι χιλιάδις του καφάσ΄ (παλιές χιλιάδις…). Όσα έπιφταν ουπάν στα κιραμίδια μας τα απαρατούσαμι κι σάπ’ζαν ικεί, ως που έρχουνταν κι τα μάζουνιν αντάμα μι τα φύλλα ου μάστιουρας π’ ξιανάσιρνιν τα κιραμίδια ή τα κατέβαζιν καμιά γιρή σιαρσιάρου απ’ τ’ς αστρέχις πριν τσακώσ’ν τα κρύα κι τα χιόνια.
Κι έτσ΄ μι τιαυτά κι μι τ’ ικείνα απιρνούσαν τα χρόνια. Έσουσα του γυμνάσιου κι χίρσα να δ’λεύου στου Άζουτου. Πού κιρός ν’ ανιβώ στ’ γκουρτσιά. Όν΄τηλ μέρα ήμαν στου ιργουστάσιου, γυρνούσα του δειλ’νό ψόφιους κι αστουχούσα ως κι τα μάτια μ’ να σ΄κώσου να ’ν ιδώ ψίχα. Άφκι που τιλιφταία φουρά π’ ανέφ’κα μι κακουφάνγκιν γιατί τα καλούπια απ’ τ’ς κουλώνις τ’ Τιάλ΄ είχαν ανιβεί ψηλότιρα απ’ τ’ γκουρτσιά κι δεν φαίνουνταν του τζιαμί στ’ Γιτιά μι τ’ς πιλικανέοι, νε ου Όλυμπους σιαπέρα. Άπ’ ’ν άλλ΄ τ’ μιρά φαίνουνταν του Σιόπουτου. Μα απ’ τι κεί τι να ειιδείς; Όλου τ΄φάνια κι ντουρλάπια έρχουντι απ’ του Σιόπουτου.
Κι έτσια καθώς ’ν απαράτσα, σιγά σιγά λές κι κατάλαβιν κι αυτήν απ’ δεν χράζουνταν παραπάν’. Ικείνου του χειμώνα –1962/3 – τα χιόνια ήταν κι πουλλά κι βαρά. Μια κλουνάρα, η χαμπηλή η ίσια, π’ απιρνούσιν ουπάν απ’ του χειμουνιάτ΄κου του νουντά μας, τσακίσ΄κιν απ’ του βάρους πούχιν του χιόν΄ κι τσακίζουντας κιραμίδια, γριντιές κι νταβάν΄, σέφκιν βάχτ΄ χειμώνα κιρό στου νουντά μας. Φώναξάμι τ’ς σπιτουνικουκυραίοι να βρουν μάστιουραν να μας φκιάσ΄ του νταβάν΄ κι αυτοί λες κι καρτιρούσαν ’ν ιφκιρία, έστειλαν πρώτα δυο ξυλουκόπ΄ μι πριόνια κι τσικούρια κι έκουψαν τ’ γκουρτσιά απ’ τ’ ρίζα.
Έλιουσαν τα χιόνια, ήρθιν η άνοιξ΄ κι ου νουβουρός μας ήταν σα γκόλιαβους. Νε γκουρτσιά, νε λούδια, νε φύλλα, νε ίσκιους, νε αέρας, νε σπουρλίτια, νε δικουχτούρις, νε γκάλτσις, νε καντίπουτας. Σι λίγου κιρό έφυγάμι κι μεις. Νοίκιασάμι ένα κινούργιου σπίτ΄ στου Λάζου τουν Καλώτα στουν Αϊκουσταντίνου. Του σπίτ΄ απούχα γιν΄θεί ρήμαξιν. Ου μπαχτσές κι ου νουβουρός σκιπάσ΄καν μι τσουκνίδις, κουλτσίδις, αγκάθια κι βρουμουξυλιές. Σι καμόσα χρόνια του γκρέμ’σαν κι τόφκιασαν πουλυκατοικία. Η ρίζα τ’ς γκουρτσιάς μας τα σαπίζ΄ τώρα σιγά σιγά κάτ’ απ’ τα μπάζα κι τα γκιρίζια. Όντας απιρνώ καμιάφρας απ’ τικεί, δεν καταλαβαίνου που είμι. Δεν έχ΄ δέντρα αλόϋρα, δεν έχ΄ μπαχτσέδις. Νε του γκαλντιρίμ΄ απόμνιν΄, νε τα πιζούλια για του χουρατά, νε καντίπουτας. Μούγκι πουλυκατοικίις, άσφαλτους μι τρύπις, αυτουκίνητα πουλλά κι πλαστικές καρέκλις στα μπαλκόνια. Κι κόσμους ξένους να πχιαλάει κι να μην τηράει ου ένας τουν άλλουν γιατί είνι κιρός τώρα απ’ δεν γνουρίζουντι συναμιταξύ τ’ς.
Μι φαίνιτι απ’ τα ιτότι πόκουψαν τ’ γκουρτσιά μας χίρσαν όλ’ αυτάια. Ή κάμου αλάθουν γιατί έφυγα μακρά κι τα γλέπου έτσια τώρα;
Του Γιάννη Δ. Βανίδη
Επεξήγηση λέξεων:
Γκορτσιά (Pyrus spinosa)= Είναι ένα παμπάλαιο ελληνικό δένδρο που συχνά μπολιάζεται ακόμη και σήμερα. Είναι θάμνος ή μικρό δέντρο με ύψος μέχρι 6 μέτρα, με αγκάθια.Τα νεαρά κλαδιά στην αρχή έχουν λευκές τρίχες, αργότερα όμως είναι γυμνά. Τα φύλλα είναι πράσινα επάνω και γαλαζωπά κάτω. Τα άνθη είναι λευκά. Ο καρπός (γκόρτσι) είναι σφαιρικός με χρώμα κιτρινοκάστανο και αρκετά στυφός.
Σάνα= κύριο όνομα, η Αλεξάνδρα
Νουβορό= η αυλή
Αναγκαίο= η τουαλέτα
Μιρά= μεριά, πλευρά
Αδικιούμι= θυμάμαι
Παφιλέοι= οι τενεκέδες
Τζιβουτό= το κρυφτό
Ζιούλις= ώριμες
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
Έπρεπε να βάλεις ...
και τον αυτόματο μεταφραστή της Google στα Σαμιώτικα !!!
Κι γιατίς δε τν' αμπουλιάσατι τ'ν γκουρτζά να τρώτι κι καμιά αχλάδα ???
Την αγριοαχλαδιά λένε "γκορτσιά" στο δικό μου χωριό και έχει πολλές απ αυτές... μόνον που οι καρποί της δεν πολυτρώγονται και τ αγκάθια της περισσεύουν..
Την καλησπέρα μου,τις ευχές μου και καλό Σαββατοκύριακο εύχομαι από καρδιάς!
Δημοσίευση σχολίου