17/10/10

Γέλα, κυρία μου


Ο Κώστας Καφάσης πέρασε στον άλλο κόσμο χτυπημένος από τον καρκίνο. Ηταν πασίγνωστος πριν από σαράντα χρόνια και η δόξα του κράτησε ίσαμε επτά ή οκτώ. Σε ολόκληρη τη δεκαετία του '70. Επαιξε καρατερίστας σε χρωματιστές, πολύ χρωματιστές ταινίες, και τον λάτρεψαν ως τραγουδιστή. Με βασικό σουξέ το «γέλα, κυρία μου». Ηταν μια εποχή που το άκουγες παντού. Οπως το «τικ τακ» από εκείνα τα εκκρεμή βαρίδια, όπως ό,τι ξέφευγε από τα φωτάκια των βραδινών ραδιοφώνων και τη γαλακτώδη διακοπτόμενη ανταύγεια της ασπρόμαυρης τηλεόρασης.

Με την ευκαιρία, κι αφού τον αποχαιρέτησα, ως ένα κομμάτι της νεότητας που δεν μπόρεσα να συμπαθήσω, βάλθηκα να σκέφτομαι αν αυτή η ξινίλα και η αφ' υψηλού απόρριψη που επιφυλάσσαμε, ως παρέα ή προσωπικά, για ένα σωρό πρωταγωνιστές και συνοδούς της καθημερινής ζωής των άλλων, έκρυβε μια παθογένεια δική μας, ένα σακατλίκι. Διότι η αντίδραση δεν ήταν ισότιμη. Και στους άλλους, σε πολλούς άλλους δεν ήταν αρεστή η μουσική μου μας άρεζε, τα χούγια και το ντύσιμό μας, ο τρόπος που μιλούσαμε κι ένα σωρό άλλα, ωστόσο δεν το παίρναμε τοις μετρητοίς, επειδή (μεταξύ μας) ήμασταν αρκετά προκλητικοί, δηλαδή θέλαμε να προκαλέσουμε είτε το σάστισμα είτε τη θυμηδία -ακόμη κι αν μας έβριζαν, την καταβρίσκαμε. Αλλά αυτά τα παιδιά, σαν τον Κώστα Καφάση, είχαν για την επιτυχία και του σουξέ μια τελείως διαφορετική εικόνα, αυτήν που αποτυπώνεται στις ασπρόμαυρες ταινίες με ήρωα τον Ξανθόπουλο, τον Παπαμιχαήλ και τον Βοσκόπουλο, όποτε έπαιζαν τους συνθέτες. Ηθελαν να κάνουν όνομα για να κερδίσουν τον έρωτα μιας ή περισσοτέρων κυριών, να φορέσουν κοστούμι με τα δέοντα σκισίματα πίσω και ντυμένα με ύφασμα κουμπιά, να μείνουν σε διαμέρισμα και να πίνουν σε κολονάτα ποτήρια. Για τον πέρα κόσμο, τον δικό μας, δηλαδή των περίπου συνομήλικων ή πιτσιρικάδων, που δεν τους γούσταραν οι φανταχτερές τους στολές στις ταινίες του Καραγιάννη και τα έντονα φερσίματα μπροστά στο φακό, δεν είχαν, ή τουλάχιστον δεν έβγαζαν την κακότητα που είχαμε εμείς με το καντάρι σχολιάζοντάς τους. Ελεγαν καμιά φορά καμιά περιφρονητική ατάκα για τα χιπαριά και τους μακρυμάλληδες, αλλά ως κομμάτι μιας μεταπολεμικής ομαδικής συνείδησης. Οι ίδιοι ποτέ δε δίστασαν να καραγκιοζευτούν φορώντας «αστεία» κοστούμια και παίζοντας άχαρα, πλην όπως ήθελε ο σκηνοθέτης τους. Ηταν μέρος της σεβαστής δουλειάς τους. Οταν πολλά χρόνια μετά την παρακμή τους γνώρισα ουκ ολίγους τέτοιους ήρωες του πάλκου και της φήμης, συνήθως έμενα εμβρόντητος από την ευγένεια και το τακτ που διέθεταν. Δε θα μπορούσα να πω το ίδιο για άλλους ήρωες, της «δικής» μας πλευράς, όπου η αμετροέπεια, η γαϊδουριά και η ψηλομυτίαση βάραγαν υπερωρίες πάνω στο κεκτημένο τους υφάκι.

Δεν ξέρω αν η κυρία του τραγουδιού έπαψε να περιγελά τον Κώστα Καφάση. Ευκαιρία, τώρα που τον αποχαιρετούμε, να το ξανασκεφτεί.

Πηγή: agelioforos

1 σχόλιο:

busy bee είπε...

Τι μου θύμησες τώρα...άλλες εποχές, πιτσιρικάς τότε...για το άλλο θέμα ενημέρωσεμαι σχετικά και είμαι μέσα.