13/9/08

Ένα σωρός από υπέροχα τίποτα


Πηγαίναμε σπίτι κι όταν κάποιος ρωτούσε «Που ήσαστε;» εμείς απαντούσαμε «Έξω» κι όταν κάποιος ξαναρωτούσε «Τι κάνατε μέχρι τόσο αργά το βράδυ;» εμείς λέγαμε όπως πάντα, «Τίποτα».

Και τι ήταν αυτό το τίποτα... κουνιόμαστε στις κούνιες. Πηγαίναμε βόλτες. Ξαπλώναμε ανάσκελα στις πίσω αυλές και μασούσαμε χορτάρι. Κι όταν τελειώναμε, εκείνη η καλύτερή μου φίλη-, με πήγαινε ως το σπίτι μου κι όταν φτάναμε εκεί, την πήγαινα εγώ πίσω στο δικό της σπίτι και μετά αυτή με ξαναπήγαινε στο δικό μου και... και...

Κοιτούσαμε διάφορα... κοιτούσαμε ανθρώπους να χτίζουν σπίτια, άντρες να διορθώνουν αυτοκίνητα και κοιτούσαμε η μια την άλλη να μπαλώνει τα λάστιχα του ποδηλάτου με λαστιχένιες ταινίες... Κοιτούσαμε τους πατεράδες μας να παίζουν χαρτιά, τις μανάδες μας να φτιάχνουν μαρμελάδα, τις αδελφές μας να παίζουν σχοινάκι, να τυλίγουν τα μαλλιά τους...
Καθόμαστε πάνω σε κουτιά, καθόμαστε κάτω από μπαλκόνια. Καθόμαστε σε στέγες. Καθόμαστε σε κλαδιά δέντρων.
Στεκόμαστε σε σανίδια πάνω από εκσκαφές. Στεκόμαστε πάνω σε σωρούς από φύλλα. Στεκόμαστε στη βροχή που έσταζε από τις μαρκίζες. Στεκόμαστε βουτηγμένες ως το λαιμό στο χιόνι.
Κοιτούσαμε πράγματα, όπως πεταλούδες και μέλισσες και σύννεφα και σκυλιά και ανθρώπους.

Αναπηδούσαμε και παίζαμε κουτσό και πηδούσαμε. Χωρίς να πηγαίνουμε πουθενά, μόνο αναπηδούσαμε και παίζαμε κουτσό και πηδούσαμε και καλπάζαμε.
Τραγουδούσαμε και σκαλίζαμε και σιγομουρμουρίζαμε και ξεφωνίζαμε.

Αυτό που εννοώ,φίλε μου, είναι ότι κάναμε ένα σωρό από όμορφα τίποτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: