3/9/08

Φθινοπωρινές θυμήσεις...


Tούτες τις πρώτες μέρες του φθινοπώρου από μικρό παιδί ένιωθα μια ζεστασιά μέσα μου. Ένιωθα ότι με αυτό το μάζεμα πια μέσα στο σπίτι, θα έρθουμε ο ένας πιο κοντά στον άλλον. Μου προκαλούσαν μια γλυκειά αγωνία, όλες αυτές οι προετοιμασίες εν όψει των σχολειών που άνοιγαν. Αλλά και στο σπίτι... μου άρεσαν όλες αυτές οι ετοιμασίες για τις βροχερές και κρύες μέρες που πλησίαζαν. Κάτι άλλο που θυμάμαι πολύ έντονα, και μου έκανε εντύπωση, ήταν το ότι ο πατέρας μου κάθε χρόνο την ίδια εποχή άρχιζε να τραγουδά τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Και κάθε χρόνο όταν του λέγαμε «Μα είναι πολύ νωρίς ακόμη μπαμπά» ,εκείνος απαντούσε «Δεν είναι κακό να ετοιμαζόμαστε!». Αυτό για έναν παράξενο λόγο μας έκανε να έχουμε και μια όμορφη προσμονή μέσα μας. Να περιμένουμε εκείνες τις μέρες που όλα ήταν μαγικά!
Το φθινόπωρο των παιδικών μου χρόνων το έχω συνδέσει με δυο λουλούδια. Τα χρυσάνθεμα και τις ντάλιες. Τα χρυσάνθεμα με εκείνο το υπέροχα παράξενο άρωμα τους. Τις ντάλιες με τα χιλιάδες χρώματα τους που σε άφηναν να ταξιδεύεις μέσα σε μια μαγική παλέτα, κι έκαναν την παιδική σου φαντασία να καλπάζει σε άσπρα συννεφάκια. Θυμάμαι ότι πάντα τις μέρες του φθινοπώρου γεμίζαμε τα βάζα με μεγάλα μπουκέτα και στο σπίτι, αλλά και στις τάξεις του σχολειού. Θυμάμαι επίσης, ότι στους διαδρόμους του σχολείου μύριζε κιμωλία και χρυσάνθεμα...Τόσο έντονη ήταν η μυρουδιά των λουλουδιών.


Στο σχολείο κάναμε συλλογές από διάφορα πράγματα. Εγώ προτίμησα να μαζεύω γράμματα και χαρτοπετσέτες. Μου φαίνεται στ΄ αλήθεια τόσο περίεργο τώρα το να κάνεις συλλογή από χαρτοπετσέτες... Θυμάμαι ότι είχα τόσες πολλές, που αναγκαζόμουν να τις κάνω μικρά μικρά δεματάκια και να τις φυλάω στο δωμάτιο μου... Και βέβαια κάναμε ανταλλαγές. Με τις διπλές που είχαμε πέρναμε μια που έλλειπε από τη συλλογή μας. Τρέλα μεγάλη!


Αλλά και με τα γράμματα... αγοράζαμε φακέλους και κόλλες. Τότε ήταν πολυτέλεια όλα αυτά. Γεμίζαμε τις κόλλες, όπως όταν γράφεις σε κάποιον που είναι μακρυά, και μετά δίναμε το γράμμα μας στον παραλήπτη. Το ίδιο έκανε κι εκείνος σε μας. Έτσι είχαμε αποκτήσει μια αλληλογραφία που δεν ήταν απαραίτητα ούτε τα γραμματόσημα, αλλά ούτε και ο ταχυδρόμος!


Πάντα η μητέρα μου από νωρίς φρόντιζε να είναι έτοιμες οι μπλε ποδιές μας. Με τα ολόλευκα καλοσιδερωμένα άσπρα γιακαδάκια τους. Αλλά και τα παπούτσια μας και οι κάλτσες μας. Ήταν δε η εποχή που έπρεπε να φροντίσουμε για τα παλτά μας. Τα κρύα και τα χιόνια ήταν πολύ πιο άγρια τότε. Για το σχολείο μας υπήρχε ένα μονοπάτι. Χωμάτινο, δίχως σκάλες. Κάποιες φορές το χιόνι ήταν πιο ψηλό από μας τα παιδιά που βαδίζαμε στη σειρά για να μην πέσουμε. Μπαίναμε μέσα στο σχολείο και νιώθαμε εκείνη τη ζέστη από τις θερμάστρες να κάνει τα σώματα μας να χαλαρώνουν και ξαναβρίσκουν τη φυσική τους θερμοκρασία. Τα μάγουλα μας κατακόκκινα, αφού ήταν το μόνο σημείο που δεν καλύπταμε.


Επίσης πριν ακόμη ανοίξουν τα σχολεία, ετοιμάζαμε τα τετράδια μας, τα μολύβια μας, τις σβύστρες μας. Τη σχολική τσάντα, που μέσα της θα είχαμε όλα αυτά τα πολύτιμα εφόδια της γνώσης μας. Τα τετράδια τα ντύναμε με αυτοκόλλητο μπλε ή διάφανο κάλλυμα. Για να μην φθαρούν και να είναι όμορφα κατά τη διάρκεια όλης της σχολικής χρονιάς. Το ίδιο κάναμε και στα βιβλία μας, όταν μας τα έδιναν στο σχολείο. Και νιώθαμε ένα δέος, όταν ανοίγαμε το καινούργιο βιβλίο, και προσεκτικά με καθαρά και στρογγυλά γράμματα, βάζαμε το όνομα μας. Της μαθητρίας της 4ης Δημοτικού....


Τα μολύβια... τι τρέλλα είχα με τα μολύβια! Πάντα φρόντιζα να έχουν μύτη μυτερή για να μπορώ να γράφω όσο το δυνατόν πιο όμορφα και στρογγυλά γράμματα. Ήταν τακτοποιημένα μέσα στην κασετίνα μου, μαζί με την σβύστρα, την ξύστρα και τους χάρακες. Τώρα που είπα μύτες...θυμήθηκα εκείνους τους απίστευτους χάρτες που κάναμε. Μου έμαθε ο πατέρας μου και νομίζω ότι ήταν από τους καλύτερους στην τάξη. Θυμάμαι έλεγε «Τη θάλασσα για να την κάνεις θα βάφεις απαλά με την μπλε ξυλομπογιά σου στο μπλοκ, και ύστερα με λίγο βαμβάκι θα το περνάς και θα γίνεται όμορφο!»

Το διάσκεζα πολύ με τους χάρτες. Γιατί με το τέλος της ζωγραφικής έπρεπε να γράψουμε τις πόλεις, τα ποτάμια τα βουνά... Έμοιαζε πιο πολύ με παιχνίδι κι όχι με εργασία.


Τα παιχνίδια λιγόστευαν. Το διάβασμα ήταν η φροντίδα μας και έπρεπε να είμαστε στις 9 το βράδυ στα κρεβάτια μας. Αυτό από τότε δεν το άντεχα. Αντιδρούσα έντονα. Δεν μπορούσα να κοιμάμαι με αποτέλεσμα να εφεύρω το διάβασμα υπό το φως χαμηλού φωτισμού. Έβαζα ένα πορτατίφ κάτω από το κρεβάτι μου, έριχνα το βιβλίο στο πάτωμα και σχεδόν η μισή έξω από το κρεβάτι διάβαζα μέχρι να νυστάξω. Κάθε Τρίτη μετά τις ειδήσεις των 9 στην ΕΡΤ τότε, είχε ελληνικές ταινίες. Παλιό ελληνικό κινηματογράφο. Τι κλάμα, τι παρακαλετό για να μας αφήνουν να τις δούμε...! Αλλά αυτό σπάνια συνέβαινε. Μερικά πράγματα ήταν «νόμοι» και δεν χάλαγαν όσο και να κλαψουρίζαμε.


Θυμάμαι στο σχολείο είχαμε κάτι καρτέλες πιασμένες από έναν κρίκο. Εκεί σε κείνες τις καρτέλες μαθαίναμε το Αλφάβητο. Κάθε καρτέλα και ένα γράμμα. Και από κάτω από το γράμμα λέξεις που ξεκινούσαν με αυτό. Επίσης είχαμε και κάτι τετράδια τα οποία ήταν μισά με ρίγες και στο υπόλοιπο λευκό ζωγραφίζαμε. Εκεί σε κείνο το τετράδιο μου ζωγράφισε ο μπαμπάς έναν ψαρά - εμένα μου φάνηκε δύσκολος για να τον κάνω- και ο δάσκαλος μου κόντεψε να πάθει καρδιακό επεισόδιο. Ο μπαμπάς δεν φημίζεται για την καλιτεχνική του φλέβα...!

Είχαμε επίσης κι εκείνα τα τετράδια τα γεμάτα μικρά κουτάκια, για την αριθμητική. Που πάντα με παίδευαν, αφού προσπαθούσα να είναι τα νούμερα συμμετρικά μέσα τους.


Βέβαια δεν έλλειπαν και οι γιορτές και τα πάρτυ. Εκείνα τα πάρτυ που με μια απλή τούρτα είμασταν ευτυχισμένα εμείς τα παιδιά. Δεν ζητούσαμε τότε. Όμως η μαμά πάντα έκανε διάφορες λιχουδιές και ήταν όμορφα. Είπα λιχουδιές ε... Θυμήθηκα που έφερνε ο μπαμπάς κάτι μικρά χάρτινα πακετάκια. Μέσα είχαν σοκολάτες μικρές ΙΟΝ. Δεν υπήρχαν όλες αυτές οι τεράστιες σοκολάτες που βρίσκουμε παντού σήμερα. Τι χαρά κάναμε με εκείνες τις σοκολάτες! Και με τα μπισκοτολούκουμα... τα κοκ....

Βέβαια πάντα το φθινόπωρο ξεκινούσαν και τα κάστανα. Ψημένα στο τζάκι ήταν νοστιμότατα!


Τα χελιδόνια εγκατέλειπαν τις φωλιές τους. Ήταν γεμάτο το μπαλκόνι μας από χελιδονοφωλιές. Ήταν ο καιρός που έπρεπε να αποδημίσουν για άλλες χώρες. Πιο ζεστές. Άρχιζε ο τρύγος. Στα σταφύλια από το αμπέλι του παππού και μετά η γιαγιά έκανε μουσταλευριά και ο παππούς κρασί που αποθήκευε σε ένα ξύλινο μεγάλο βαρέλι. θυμάμαι ότι πριν βάλουν το κρασί μέσα το ξέπλεναν με κονιάκ. Με αυτόν τον τρόπο από τη μια το απολύμαιναν και από την άλλη έπερνε και το κρασί ένα ωραίο διακριτικό άρωμα.


Οι βροχές άρχιζαν και εκείνο που μου άρεσε πολύ, ακόμη και σήμερα το βρίσκω εκπληκτικό, ήταν το χαλί από τα φύλλα που στρωνόταν στη γη. Ένα χαλί με τόσο όμορφη φούγκα που θα ζήλευε και η πιο έμπειρη υφάντρα. Με περίτεχνους κόμπους και χιλιάδες χρώματα. Κίτρινα, καφετιά, κοκκινωπά και πορτοκαλιά... το χαλί αυτό ήταν ένα αριστούργημα φτιαγμένο από την φύση. Κι εμείς το χαιρόμασταν και το χαζεύαμε. Σαν κάτι πολύτιμο...


Οι ομπρέλες απαραίτητες. Και σε κείνη την ηλικία ήταν χαρούμενες και πολύχρωμες. Έκαναν ωραία αντίθεση με το γκρίζο του ουρανού. Θυμάμαι έντονα μια διάφανη με πολύχρωμα πουά. Και φυσικά τα αδιαβρόχα... δεν μου πολυάρεσαν αλλά δεν μπορούσα να κάνω και τίποτα τότε. Μου άρεσε να με χτυπά η βροχή και να τη νιώθω στο πρόσωπο μου. Να γίνομαι παπί...


Στο σπίτι μάζευαν τον τραχανά και τα πέτουρα μέσα σε υφασμάτινα σακουλάκια. Ραμένα, όσο ζούσε, από το χέρι της γιαγιάς Εριφίλης. Ήταν χρυσοχέρα. Μέχρι και τελευταία έπλεκε και κεντούσε. Σε κείνα τα ολόλευκα σακουλάκια λοιπόν αποθήκευαν τις προμήθειες που είχαν ετοιμάσει για το χειμώνα. Γιατί το φθινόπωρο ήταν η εποχή της οργάνωσης και της προετοιμασίας για τις κρύες μέρες που έρχονταν. Επίσης ετοίμαζαν τα παστά, το τουρσί, και κάναν προμήθειες από όσπρια και πλιγούρι. Να είναι όλα έτοιμα όταν χτυπήσει την πόρτα ο χειμώνας...


Και φυσικά, άλλη μια έγγνοια που είχαν ήταν τα ξύλα και τα κάρβουνα. Πανηγύρι εκείνη την μέρα. Τα έφερναν από νωρίς και τα έριχναν έξω από το σπίτι. Μετά με το καροτσάκι έπρεπε να πάνε πίσω στην αποθήκη να στιβαχτούν και να είναι και αυτά στη θέση τους. Ερχόταν και οι θείοι και ξαδέρφια να βοηθήσουν. Το μεσημέρι η γιαγιά συνήθως εκείνη τη μέρα έφτιαχνε «ντουντούκια». Ένα παραδοσιακό φαγητό από τις χαμένες πατρίδες. Ήταν ένα είδος ζυμαρικού. Έκανε το ζυμάρι, το άνοιγε και μετά το έκοβε σε τέτραγωνα κομματάκια. Έπερνε ένα μολύβι και τύλιγε κάθε κομματάκι ζυμαριού γύρω του. Τα άφηνε να στεγνώσουν και μετά τα έβραζε με νερό και αλάτι. Μετά έπαιρνε ένα μεγάλο σινί και άρχιζε. Στρώση από ντουντούκια, καυτό λάδι και τριμμένη φέτα. Αυτό με τις στρώσεις συνεχίζοταν μέχρι να τελειώσουν τα ζυμαρικά.

Ήταν το επίσημο οικογενειακό φαγητό της μέρας εκείνης.


Ήταν όμορφα χρόνια τότε. Σαν παιδιά δεν νιώθαμε καμμιά πίεση. Ρουφούσαμε ότι όμορφο υπήρχε στη ζωή μας σαν τις μέλισσες που ρουφούν το νέκταρ. Εκείνο που δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε τότε, ήταν το πόσο πολύτιμες θα ήταν όλες αυτές οι αναμνήσεις για την ζωή μας στο πέρασμα των χρόνων. Πόσο πολύ θα μας βοηθούσαν και θα μας ατσάλωναν. Γιατί δεν είναι απαραίτητο να ατσαλώνεις μόνο μέσα από άσχημες εμπειρίες και καταστάσεις.


Κράτησα στη μνήμη μου όμορφες εικόνες από το παρελθόν. Εικόνες των φθινοπώρων μου. Που δεν θα σβήσουν όσα χρόνια και να περάσουν. Που θα με συντροφεύουν και θα είναι συνταξιδιώτες μου μέχρι να χαθώ κι εγώ. Ως το τέλος. Γιατί όλα κάποτε τελειώνουν. Ακόμη και αυτή η ζωή μας που τη ζούμε και την κοιτάζουμε ο καθένας με τα δικά του μάτια...


Αλλά τουλάχιστον όσο υπάρχω θα προσπαθώ να ζω τις εποχές και να περνώ μέσα από αυτές, ήρεμα, γλυκά και τρυφερά. Όσο αυτό γίνεται. Θα προσπαθώ να μπορώ να χαίρομαι τις στιγμές, τα φθινοπωρινά χρώματα στην παλέτα της ζωής μου και ότι άλλο όμορφο υπάρχει. Γιατί υπάρχουν και άλλα... έξω από εμένα.


Η ώρα πέρασε... έτσι είναι με τις αναμνήσεις! Χάνεσαι μέσα στον χρόνο... Ας κλείσω λοιπόν το κουτάκι τους, και ας ευχηθώ να είναι κι αυτό το φθινόπωρο όμορφο, όπως εκείνα των παιδικών μου χρόνων....

Δεν υπάρχουν σχόλια: