9/9/08
Ο θεός, οι κλέφτες και οι νοικοκυραίοι
Το έγκλημα «των κυνηγών», ανήμερα της Αγίας Αικατερίνης, θα μείνει χαραγμένο στη μνήμη μου. Όχι μόνο γιατί τη μέρα εκείνη έχασαν τη ζωή τους πέντε νέοι άνθρωποι «δι' ασήμαντον αφορμήν», όπως ανέγραφαν παλιότερα τα αστυνομικά ανακοινωθέντα που πρόσφατα αντικαταστάθηκαν από τα δελτία Τύπου, αλλά και γιατί, μια τέτοια μέρα, πριν δεκάδες χρόνια, αρραβωνιάστηκα (μικρός, όπως λέει ο Μ. Βαμβακάρης, που συνεχίζει εκκωφαντικά σαρδόνιος: «κορόϊδο που επιάστηκα» ). Κυρίως όμως, γιατί το Σαββάτο 25 Νοεμβρίου 2006, ξεκίνησε ημεγαλύτερη ήττα της ελεύθερης τηλεόρασης.
Θα μπορούσε να πει κανείς, ότι πρόκειται για τρεις ήττες, κι αυτό γιατί, η εκτέλεση 5 ανθρώπων, πρωτόφαντη στα εγκληματικά χρονικά της Ελλάδας, καταλύει τον μύθο της ηπιότητας του Έλληνα περιστασιακού εγκληματία, του «βλάχου», όπως τον λένε στις φυλακές οι καθ' έξιν ποινικοί, για να τον ξεχωρίζουν από τους δικούς τους, που σκοτώνουν για να εδραιώσουν τη δύναμη ή το κύρος τους. Θα αφήσω κατά μέρος την προσωπική μου ήττα επί των θεωριών της αντίστασης στα μικροαστικά δεδομένα περί «ομαλής μετάβασης στον γάμο», για να μην έχουν να λένε οι συγγενείς, για να πάμε στο τρίτο, και απολαυστικότερο συμβάν, την μεγαλειώδη ήττα της εγκυρότητας των ενημερωτικών τηλεοπτικών προγραμμάτων.
Αυτό το στραπάτσο των τηλεπαρουσιαστών, των αναλυτών, των «ειδικών», των «απεσταλμένων», των μαρκουτσοφόρων ρεπορταρέων και των ψυχολόγων των εγκληματολόγων, αλλά και των ποινικολόγων, που από την... αμήχανη ανακοίνωση του αστυνομικού δελτίου Τύπου αργά το Σάββατο, προχώρησαν σε εικασίες, αναλύσεις, πιθανολογήσεις και ετυμηγορίες περί των συμβάντων, υπήρξε λυτρωτικό για όλους εμάς που από εκείνο το βράδυ της 24ης Νοεμβρίου ετοιμαστήκαμε ψυχολογικά για μαραθώνιους αιμάσουσας ενημέρωσης μεγάλης, τουλάχιστον εβδομαδιαίας, διάρκειας.
Αυτή τη φορά ο Παντοδύναμος, που ως γνωστόν, αγαπάει ΚΑΙ τον νοικοκύρη, έδειξε καθαρά την αποστροφή του στους κλέφτες της ηρεμίας μας. Τους σκότισε, τους παραπλάνησε, τους αποδιοργάνωσε, τους αποβλάκωσε ίσως μάλιστα ως Πανάγαθος και να τους ... εξαπάτησε, χάριν του ποίμνίου του.
Από την αρχή, όταν τα ειδησεογραφικά επιτελεία των ΜΜΕ συγκροτήθηκαν συσκεπτόμενα την διαχείριση της λαχταριστής είδησης, στράβωσε η υπόθεση. «Τρεις νεκροί σε μακελειό στον κάμπο». «Τέσσερεις στον τόπο-δύο αγνοούμενοι», «Αδέρφια σκοτώνουν τα ξαδέρφια τους», «Μίλησαν οι καραμπίνες» τέσσερεις νεκροί, ένας λαβωμένος, για να κάτσει τελικά ο αριθμός στο «Καρτέρι θανάτου για πέντε».
Πάμε τώρα στους δράστες. «Σωματέμποροι», «Λαθρέμποροι», «Αλβανοί μαφιόζοι», «Ψυχροί εκτελεστές της Ρώσικης μαφίας», «Πάνω από δέκα οι δράστες» «Δεκαπέντε (εδώ, έχουμε να κάνουμε με έφεδρο ανθυπολοχαγό που διδάχθηκε στοιχεία Τακτικής, βάσει των οποίων οι επιτιθέμενοι, πρέπει να είναι τριπλάσιοι από τους αμυνόμενους) φονιάδες ξεκλήρισαν δυο οικογένειες», για να καταλήξουμε πως «οι εκτελεστές είχαν και τσιλιαδόρους».
Παίρνει σειρά το κίνητρο: «Σε ντίλ ναρκωτικών έπεσαν οι κυνηγοί», «Πάθη στον κάμπο», «Τους έκλεισαν το στόμα γιατί είχαν ανοιχτά τα μάτια», «Έπεσαν σε καραβάνι σωματεμπόρων», «Ήξεραν τα κατατόπια οι δολοφόνοι που ξέφυγαν μαζί με τους νεκρούς τους».
Τα πρωϊνάδικα πήραν τη σκυτάλη από νωρίς, ενώ οι αποστολές που οργανώθηκαν αποβραδίς όργωναν ήδη λόγγους και ρεματιές και μάζευαν χωριανούς, συγγενείς και τοπικούς παράγοντες για το πανηγύρι του βραδινού δελτίου.
Σιγά- σιγά άρχισε να οργανώνεται το πρεσάρισμα της αστυνομίας, η οποία με τα γνωστά περί «ανθρωποκυνηγητού», περί «μπλόκων» σε ολόκληρη την περιοχή από ισθμό έως την... Κακαβιά, ετίθετο προ των ευθυνών της. Γιατί αργεί; Τι βρήκε; Τι ψάχνει; Πού είναι τα πτώματα; Πού είναι τα όπλα τους; Βρέθηκαν τα όπλα του εγκλήματος; Πόσοι είναι οι κάλυκες, ποιοι είναι οι ύποπτοι, «μίλησαν» τα στοιχεία, τι είπε ο ιατροδικαστής;
Τα σενάρια δίνουν και παίρνουν, τα λαγωνικά της τηλεόρασης οργιάζουν, μεγάλες και παλιές φίρμες καταφθάνουν από το απόγευμα της Κυριακής και ρίχνουν το βάρος τους υπέρ της χρυσοφόρου ενημέρωσης. Και έρχεται η ώρα του πόνου. Είναι βαθύς, βαρύς, αγιάτρευτος, σφραγίζει τις καρδιές, θολώνει τα μάτια, σφίγγει τα χείλη και ...; ένα απέραντο «ΓΙΑΤΙ», απλώνεται τριγύρω.
Ξημερώνει Δευτέρα και είναι η στιγμή να θυμηθούμε όλα τα φονικά με πάνω από ένα θύμα σε βάθος δεκαετίας, μέχρι οι επιτόπου να φτιάξουν μια αληθοφανή και κυρίως ανατριχιαστική ιστορία που θα καταναλωθεί βούλιμα από το κοινό που διψάει για αίμα, ενώ οι προσπάθειες για να βρεθεί το συνεπίκουρο σπέρμα, εντείνονται χάρη στις άοκνες προσπάθειες των δαιμονίων, που μέχρι στιγμής, παραμένουν ατελέσφορες.
Πίσω, στην αστυνομία. Και στη ρουτίνα της. Εξετάζονται μάρτυρες, γίνονται κλήσεις, συγκεντρώνονται πληροφορίες, τα μπλόκα ατονούν και τα σενάρια ξαναφουντώνουν, αφού ο δρόμος για τα Σκόπια και τη Βουλγαρία έμεινε ανοιχτός και οι δολοφόνοι έγιναν άφαντοι.
Και οι χαροκαμένοι συγγενείς; Θα πάρουν τον νόμο στα χέρια τους; «Ας πούμε ότι είχες μπροστά σου τον δολοφόνο του παιδιού τι θα τον έκανες;», ρωτάει ο δαιμόνιος έναν μεσόκοπο θείο, αφού προλογίζοντας αναφέρθηκε στο δίκαιο αίτημα για εξιχνίαση του εγκλήματος και την τιμωρία των ενόχων.
Αυτός, σηκώνει τα μάτια από κάτω και τα προσηλώνει σε κάτι δίπλα και χαμηλότερα από την κάμερα, που τώρα ζουμάρει στα βαριά του βλέφαρα, ενώ το στόμα του μισανοίγει. «Τι θα έκανες σ' αυτόν τον άνανδρο που σκόρπισε το πένθος;», επιμένει ο δαιμόνιος, ενώ προσπαθεί να γράψει στα μάτια του την απάντηση που οφείλει στον νεκρό ο μπάρμπας του, ως είδος «ότο κιού» απ' όπου διαβάζουν τις ειδήσεις που λένε οι Ευαγγελάτοι. Μούγκα ο μεσόκοπος, δεν ξέρει να διαβάζει, δεν καταλαβαίνει πως του γράφω «θα τον σκότωνα», εκτός κι αν το τρακ τον έχει αποβλακώσει, γράφει το πρόσωπο του δαιμόνιου.
Ξανά: «Είναι ο δολοφόνος, τι θα του έκανες;» Επιτέλους θα το πει! «Θα τον κέρναγα καφέ;» λέει ο ... ξενέρωτος.
Βράδυ πια και η αστυνομία αφήνει να εννοηθεί πως κάτι κινείται Η ανάκριση συνεχίζεται, πλησιάζουμε, είναι το μόνο που αποκαλύπτει. Κανάλια, καναλάρχες, παραθυρούχοι, παρουσιαστές, ανταποκριτές και απεσταλμένοι συνεγείρονται. Τι διάολο, αυτοί δεν μπορούν να πιάσουν έναν λωποδύτη, τώρα, σε τρεις μέρες βρήκαν τους ένοχους πενταπλής δολοφονίας ...;
Δύο κτηνοτρόφοι ανακρίνονται. Έπεσαν σε αντιφάσεις, είναι η πληροφορία που υφέρπει. Πάνε κι οι Αλβανοί κι οι Ρώσοι. Οι σωματέμποροι, οι λαθρέμποροι κι οι λαθρομετανάστες ξεχάστηκαν τώρα, είναι η ώρα για Βεντέτα. «Το αίμα θα ξεπλύνει τους φόνους» ουρλιάζουν τα ΜΜΕ, ενώ καταστρώνονται σχέδια από τους σχολιαστές Κακαουνάκη, Τράγκα, Καμπουράκη, κ.λ.π., για φυγάδευση των γυναικόπαιδων που κινδυνεύουν από την μανία εκδίκησης των πονεμένων, όταν βέβαια συνέλθουν από την φρικτή αβελτηρία που τους έχει καταλάβει.
Ήδη έπεισαν την αδελφή του φερομένου! ως δράστη να πάρει το παιδί της «σε ασφάλεια» και αυτή, πιασμένη στο δόκανο του κάμεραμαν λέει με σπασμένη από τον τρόμο φωνή «τι φταίει το παιδάκι μου», πριν ζαλωθεί παιδί και ρούχα για να εξαφανιστεί.
Οι ύποπτοι ως δράστες έχουν πια ταυτοποιηθεί με την συνέντευξη του αστυνομικού διευθυντή, τα κανάλια ξαναπροβάλλουν τα ρεπορτάζ από την τυχαία συνέντευξη που ως γείτονας έδωσε ο 37χρονος γιός σ' ένα απ' αυτά - με καλυμμένο το πρόσωπο τώρα - και η πρόβλεψη - προτροπή στους χαροκαμένους, επανέρχεται. «Μήπως, άμα περάσουν αυτά πιο ψύχραιμα θα αποφασίσετε να αντιδράσετε;», «Η δικαιοσύνη ας τους κρίνει», επιμένουν αυτοί ξεροκέφαλα.
«Βεντέτα απειλεί με αφανισμό τα χωριά σας. Πως θ' αντιδράσετε;» ρωτούν οι δαιμόνιοι με το ακουστικό στο αυτί τους κοινοτάρχες, εκτελώντας τις εντολές των προϊσταμένων τους να «βγάλουν τρόμο». Είμαστε φιλήσυχοι άνθρωποι ψελλίζουν αυτοί συντετριμμένοι, έχοντες κατά νου ότι οι καναλάρχες, είναι μνησίκακοι και ίσως τους βγει σε κακό αυτή η άρνηση συνεργασίας.
Αν πεις για τους δράστες, άλλοι νερόβραστοι αυτοί. Αφού διάλεξες, κύριε, να είσαι ο κακός, παίξε τον ρόλο τίμια! Πέντε ανθρώπους φάγατε, τώρα αντί να δείξετε συνέπεια, να βροντοφωνάξετε «ναι, έτσι θέλουμε, δίκιο έχουμε», κάθεστε στο κελί σας άλαλοι; Και εμείς, πως θα δουλέψουμε εμείς; Τόσα έξοδα πως θα βγούνε; Πάει, χάλασε αυτός ο τόπος όλοι το παίζουν Ευρωπαίοι ...;
Αλλά το αποκορύφωμα της τηλε -κατάντιας ήρθε λίγο πριν την κηδεία. «Οι άτυχοι γονείς του τάδε νεκρού κυνηγού δεν έχουν να πληρώσουν για την κηδεία» σαλπίζει στην κάμερα η επιτόπου, δίπλα σε έναν Ψηλό συγκρατημένο άνθρωπο. «Πως δεν έχουμε, τι είν' αυτά;» απαντά ξαφνιασμένος αυτός. «ειπώθηκε πως θα πουλήσετε το τρακτέρ για τα έξοδα της κηδείας;» πετάγεται, αρωγός ο παρουσιαστής από την Αθήνα, που τον ακούει ο καλωδιωμένος πατέρας. «Της μάνας τ' το (δεν το γράφω, αισχύνομαι) όποιος το είπε», λέει πεντακάθαρα ο αγανακτισμένος άνθρωπος, ενώ ακούγεται ένα «Ωωω!» από τη ρεπόρτερ δίπλα και ο πατέρας ξεκινάει προς τον εικονολήπτη βγάζοντας ταυτόχρονα το ακουστικό από το δεξί αυτί του. «Έφυγε», υποτονθορίζει πένθιμα η σύξυλη δαιμόνια, ενώ το πρόσωπό της κλείνει το πλάνο.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου