Το ραδιόφωνο έπαιζε λαικά της δεκαετίας του 60.
Σάββατο , απόκριες, και θάλεγες ότι γλέντι χωρίς λαικά της δεκαετίας του 60 δεν γίνεται.
Θυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια μέχρι τα 10.
Κάτοικος παράγκας, στην οδό Θράκης 21, στη παραγκούπολη της Παναγίτσας , στο Ταύρο.
Το σοκκάκι που χώριζε τις εξώπορτες ήταν δεν ήταν 1,5 μέτρο πλάτος.
Και ήταν ανίκανο βέβαια να απομονώσει τις οικογένειες που ζούσαν πίσω από τις εξώπορτες.
Η Τασούλα, η Μαρίτσα, η Σταυρούλα, ή Βάσω
Ηταν όλες μαζί ένα, μόνο το βράδυ οι ζωές χωρίζονταν, μόνο τότε που η κάθε οικογένεια πήγαινε για ύπνο.
Στη δική μας παράγκα, ο ύπνος ήταν ιεροτελεστία, είχε συγκεκριμένο τελετουργικό.
Θα τρώγαμε πριν τις 8, ο πατέρας έπρεπε να ξυπνήσει πρωι για να φύγει για τη δουλειά.
Στη συνέχεια, το Τελεφουνγκεν με τα δύο στρογγυλά κουμπιά και το φωτεινό καντράν στη μέση, θα έπιανε στις 8 ακριβώς, την εκπομπή με τα λαικά τραγούδια της Κολούμπια.
Μισή ώρα, με ένα διαφημιστικό στη μέση, αν θυμάμαι καλά, όλη η οικογένεια θα ακουγε τα λαικά, και ύστερα θα σβύνανε τα φώτα και ύπνο.
Εμαθα να μετράω μέχρι το οκτώ, μετρώντας τον αριθμό των τραγουδιών της εκπομπής!!!
Τις πιο πολλές φορές η ακρόαση δεν σταματούσε, γιατί ακούγαμε τα τραγούδια από την ταβέρνα στην απέναντι γωνία, την ταβέρνα του Κούλα.
Καμμιά φορά, αργότερα έμαθα ότι αυτή η φορά είχε να κάνει με το ύψος του μεροκάματου που έφερνε στο σπίτι ο κυρ Τάσος, τα τραγούδια έφερναν τη μάνα στο τσακίρ κέφι, και τότε, το μικρό δωμάτιο, που ήταν όλο το σπίτι, γινόνταν πίστα όπου το ζευγάρι χόρευε χασάπικο, ή ο πατέρας ζειμπέκικο.
Την άλλη μέρα, άρεσε στη μάνα να της λένε, τι έγινε Ανιώ πάλι γλέντι είχατε χτες;
Ολα σε κοινή θέα, όλα με ανοιχτές πόρτες, όλα με ανοιχτές καρδιές.
Μπορεί να υπήρχαν ζήλιες, κουτσομπολιά, λόγια, μα έλειπε παντελώς η κακία.
Το "αχ", ένωνε όλο το στενό στο προσκεφάλι του πονεμένου, το "δεν μπορώ" του ενός, γινόταν έγνοια της παραγκογειτονιάς.
Αργότερα πήγαινα και χάζευα το διαμέρισμα στη προσφυγική πολυκατοικία, που ήταν για μας, αλλά δεν μας το είχαν παραδώσει ακόμα.
Πολλά δωμάτια, πολυτέλεια, τρεχούμενο νερό , αποχέτευση, τουαλέτα, αποθήκη, ξεχωριστές κρεββατοκάμαρες, σαλόνι.
Ομως, τα παιχνίδια που έβρισκα, όταν κάποιος ανέβαινε και έφτιαχνε τα κεραμίδια της παράγκας, και πέταγε κάτω ό,τι εβρισκε, τα έχασα.
Δεν ξαναβρήκα σύρμα για να φτιάξω αυτοκινητάκι με τιμόνι συρμάτινο, δεν ξαναέβαλα το σεντόνι στα ξύλινα κάγκελα για να παίξω καραγκιόζη, δεν ξαναήρθε ο παπλωματάς, να χτυπήσει το μπαμπάκι και να ξανακάνει αφράτο το πάπλωμα, δεν ξαναθαύμασα τα κουτάλια που έμπαιναν μαύρα σε μία μικρή τρυπούλα στη φουφού του γανωματή γεμάτη υγρό κασσίτερο, και έβγαιναν γυαλιστερά γυαλιστερά σαν ασημένια.
Στη σημερινή βραδυνή βόλτα μου παρατήρησα τις μοναξιές των νέων, ανά δύο -τρεις, σε παρέες του ίδιου φύλου, να κυκλοφορούν πηγαίνοντας κάπου.
Που;;
Η διασκέδαση είναι μέσα μας.
ΚΑι τη βρίσκουμε στα πιο μικρά πράγματα.
Σ ένα κομμάτι φλούδα πεύκου, που το φτιάχνεις καραβάκι και το βάζεις να ταξιδεύει στο νερό που γεμίζει τον αναποδογυρισμένο πάτο των βαρελιών, που τα έχει αφήσει έξω ο ταβερνιάρης για να σφίξουν,
Σ ένα σύρμα που το κάνεις ρόδα και το τσουλάς μ ένα άλλο σύρμα κατάλληλα διαμορφωμένο,
Σ ενα παλιό ρουλεμάν που το κάνεις ρόδα για αυτοσχέδιο πατίνι.
Η διασκέδαση, η χαρά, η ικανοποίηση είναι μέσα μας.
Σ εκείνο το καμμάτι τηςκαρδιάς μας, που στις μέρες μας, το έχουμε γεμίσει κατάθλιψη.
Και όσο πιο καλύτερη η οικονομική μας κατάσταση, τόσο μεγαλύτερη η κατάθλιψη.
Αντικαταστήσαμε τις παράγκες- σπίτια με παράγκες - ζωές.
Μεγαλώσαμε τα σπίτια και μικρύναμε τις καρδιές μας.
ΚΑι τώρα που η οικονομική κατάσταση μας μικραίνει τα σπιτια,
δεν έχουμε που να κατοικήσουμε.
Γιατί οι καρδιές μας,
δεν μας χωράνε πια.
Ακούω ένα ακόμα λαικό.
( Γιατί θες να φύγεις που θα πας
αφού σ αγαπώ και μ αγαπάς
Γρηγορά θα πληγωθείς, θα γυρίσεις μα δεν θα με βρεις
Γιατί θες για πάντα να με χάσεις και πικρά
πολύ πικρά να κλάψεις ).
Χορεύω μόνος μου.
Ζειμπέκικο.
Πηγή: Hρακλής