30/6/10

Πάμε παρακάτω....



Λοιπόν που λες, όπως τ' ακούς έτσι όλα γίνανε. Και όσα νόμιζα πώς μείνανε ξεφτίσανε, σκορπίσανε στον άνεμο τον άπονο.

Και να 'μαι πάλι εδώ μ' ένα παράπονο.
Ξεφτίσανε, σκορπίσανε στον άνεμο τον άπονο.

Λοιπόν που λες όπως τ' ακούς έτσι όλα γίνανε. Και τελικά αυτά που μείνανε Φωνάζουνε, βουλιάζουνε, πονάνε και παλέυουνε. Απάντηση και φως όλα γυρεύουνε.

Φωνάζουνε, βουλιάζουνε πονάνε και παλεύουνε...

Αυτό θα με φάει το γιατί. Γιατί να γίνουν όλα αυτά. Γιατί να τρέμω το μετά σε μια παράνοια γενική, εγώ να ψάχνω λογική.

Λοιπόν που λες όπως τ' ακούς έτσι με βρήκανε. Και στο μυαλό μου όλα μπήκανε. Γυρίζουνε και βρίζουνε μεσάνυχτα χαράματα. Και να 'μαι πάλι εδώ με τα φαντάσματα.

Με κλέψανε, μπερδέψανε ξανά τις ιστορίες τους. Τα λάθη τις κρυφές τις αμαρτίες τους...




Αυτή τη φορά το μήνυμα μου έχει και ήχο και στίχο και εικόνα. Ο νταλκάς της εποχής...
Η ζωή πάλι έκανε το θαύμα της. Άλλωστε πάντα βγαίνεις από την παράνοια της με διαβατήριο ένα "γιατί".

29/6/10

Αιώνες μετά...



Άνοιξε τα χέρια της και είπε:
Δεν έχω καρδιά να σας δώσω.
Το σώμα μου στάχτη πυκνή σ’ ένα άδειο βάζο.

Όμως ελάτε...
Θα σας διδάξω την Απώλεια.

Πως χάνεσαι μόνη σου;
Μα δεν χρειάζεται εισιτήριο η επιστροφή.

Ο χρόνος δεν είχε αιτία να σταματήσει.
Ειρωνεύτηκε τα ασπροκάστανα μαλλιά της
και πήγε κι έκατσε βαρύς στ’ αριστερό της φτερό.
Έκτοτε εκείνη γέρνει προς τα δεξιά
να ισορροπήσει κάπως το διασκελισμό της μοναξιάς της.



Ήμουν κάποτε μια νότα σ’ ένα φθαρμένο πεντάγραμμο -θυμήθηκε.
Κανείς δεν μ’ έκανε τραγούδι
αλλά εγώ δεν το έβαλα κάτω.
Τις νύχτες -αιώνες τώρα- μπαίνω στ’ αυτιά των σκύλων
κι εκείνοι τρέχουν αμέσως να προστατέψουν όσους αγάπησα.

Αυτό που ξέρω από σένα είναι ένα
βλέμμα που αδειάζει
κάθε φορά που φέρνω την κουβέντα στο αίμα μου.
Αυτό που ξέρεις από μένα
είναι ένας άνεμος που γελά σαν τρελός γύρω σου
και περιμένει να γυρίσεις την πλάτη
για να κοπάσει λίγο μέσα του την τρικυμία.

Θα μπορούσε να πει κανείς πως γνωριζόμαστε.



Πόση θάλασσα πια να φέρω; Πόσο ουρανό;
Κάποιος άλλος θα μ’ έδιωχνε και με λιγότερα.

Στο κάτω κάτω υπάρχει για όλους μας ένα τοπίο φυγής
μια έρημος κι ένα σταυροδρόμι.
Στάσου μια στιγμή να πάρω τσιγάρα
κι έρχομαι ν’ αναληφθούμε

Ό,τι αγάπησα
καταγράφηκε επιτυχώς στις ετικέτες των ρούχων μου.
Έτσι κάθε φορά που ντύνομαι
φοράω κάποιον από εσάς...



Άνοιξε τα χέρια της και είπε:
Μου τα πήραν όλα...
τη δουλειά μου την υγεία μου
τους απογόνους που δεν έκανα.

Κάτι τρίμματα από παλιά αντίδωρα
έχουν απομείνει στις παλάμες μου.
Όσα δεν φάνε τα πουλιά
ευχαρίστως να σας τα δώσω.
Να τα ρίχνετε στους δρόμους
για να επιστρέψετε σε μένα

Σε μιαν άλλη ζωή.

Της Στέλλας Βλαχογιάννη, από το βιβλίο της "Με λένε Θάνατο".

26/6/10

Για ένα φιλότιμο....



Τα κοπάνησα στην καντίνα απόψε. Και δεν πρέπει καθόλου να πίνω, γιατί πολλά λέω και κάνω συνήθως. Μέθυσα απαίσια με ανιζέτα - μοιάζει κάπως με το δικό μας το ούζο αυτό το σπίρτο. Κακά μαντάτα πάλι∙ κυρίως απ' τον εαυτό μου.

Αλλά κι αλλιώς δεν μπορούσε να γίνει. Αμέσως μόλις μπήκα, γύρω μου σχηματίστηκε μια παρέα. Με κερνούσαν συνέχεια και με κανένα τρόπο δε μ' άφηναν να τους κεράσω. Ζηλεύω πολύ αυτές τις συντροφιές. Έχω χάσει άδικα των αδίκων τα χρόνια μου με κείνους τους άνοστους λογοτέχνες. Τα παιδιά αυτά μ' αγαπούν, το παραδέχομαι. Η αγάπη τους όμως είναι ίδια με κείνη, που έχουμε για τον καλόβολο συνταξιδιώτη. Κορυφώνεται κατά το μέσο του ταξιδιού, για ν' αρχίσει να σιγοσβήνει όσο τελειώνουν τα χιλιόμετρα. Στο τέλος μπορεί να μην πούμε ούτε αντίο. Όποιος έχει μιλήσει τα περισσότερα και τα ειλικρινέστερα είναι ο χαμένος. Το 'χω υπόψη μου αυτό το παιχνίδι, κι όμως θέλω με όλη μου την καρδιά να ξαναμιλήσω.

Έχω την υποψία πως σ' όλο αυτό το διάστημα καθόταν στο απέναντι τραπέζι αυτός που πρόκειται να γίνει φίλος μου. Έπινε δήθεν αδιάφορα, μα εγώ ξέρω πως το μάτι του και το αυτί του ήταν εδώ σε μένα. Να δούμε ποιος απ' τους δυο μας θα προσπέσει. Πάντως θα βουρλιζόμαστε έτσι για πολύ καιρό. Είναι βαρύς από μυστικά κι αυτός∙ το διαισθάνομαι∙ και θα πρέπει να σκέφτεται ολοένα το ίδιο πράγμα. Θα δοκιμάσω κι αυτουνού την αντοχή με αποκαλύψεις και θα δούμε. Μ' αυτή τη μέθοδο έχω χάσει όλους τους ανθρώπους μου σιγά σιγά. Ο πιο στενός μου φίλος, πάντως, πήγε τελευταία για γάμο.



Η ανιζέτα είναι αψιά, ιδίως όταν την ανακατεύεις με μπύρα. Τίποτα δεν εξαλείφεται, κακά τα ψέματα. Μ' ένα γρόσι στο τζιουμπόξ άρχισαν τα ζεϊμπέκικα του Μητσάκη:

Όσο βαριά είν' τα σίδερα...

Κάποιος χορεύει κα μάλιστα καλά. Αγαπάει, λένε, απελπισμένα ένα ανήλικο.

Κάποιος με παρατηρεί, με σκέφτεται δυνατά, νιώθω σα βάρος. Άναψαν κιόλας οι ιστορίες για το πώς ξεγλίστρησε ο καθένας μας απ' την όλο στοργή πατρίδα.

Στο μώλο ο γερανός αρπάζει με τις δαγκάνες του βράχους και τους ξαναβυθίζει στο πέλαγος. Είναι φορτωμένοι απολιθώματα ψαριών και οστράκων. Δεν είναι ανάγκη να 'σαι σοφός για να καταλάβεις τι έχει συμβεί. Οι πέτρες είναι βέβαια κατά μας∙ απ' το πέλαγο και πέρα αρχίζει, θαρρείς, η πατρίδα. Ο γερανός με το φωτάκι του συνεχίζει να στρέφεται∙ μια προς εμάς, μια κατά τη θάλασσα, και κει χαμηλώνει. Έτσι, μου φαίνεται, θ' αρπάξει και μένα καμιά μέρα.

Μια τέτοια νύχτα γλυκιάς χαράς θα τρέξω κατά το μώλο. Μέσα στο μεθύσι μου και στην άφθαρτη ακόμα εκτίμηση των φίλων. Όταν με ξαναβρούνε θα με σηκώσουνε στους ώμους τους. Εδώ ευτυχώς δεν υπάρχουν νεκροθάφτες. Ο φιλαράκος μου ο δύτης θα μ' έχει βγάλει απ' τη θάλασσα. Όλα τα έχω προβλέψει. Με τρέφει η απελπισία∙ αυτό το χαλάρωμα είναι που φοβάμαι.



Ο Νταντίνης πλαγιάζει απόψε, κινδύνεψε πάλι τη ζωή του. Τον ζητούσα στο μώλο, μόλις βγήκα απ' τα γραφεία. Μου είπαν πως ζαλιζόταν όταν ανέβηκε απ' τη θάλασσα. Ξαναφόρεσε το φόρεμα και βυθίστηκε, όσο να συνέλθει. Με υποδέχτηκε στην κάμαρά του με γέλια και φωνές. Εγώ στη θέση του θα ήμουν ράκος, σκεπτόμενος κυρίως το μέλλον. Μ' έφαγαν πολλά πράγματα, δεν ξέρω ποιον άτιμο να πρωτοδείρω. Παρατηρημένο τέλος πάντων∙ κάθε βράδυ έχω νέες αφορμές για ποτό και απανωτά τσιγάρα.

Ένα σφουγγάρι, μου είπε, έβλεπε∙ ριζωμένο όμως πιο βαθιά απ' ό,τι συνήθως κατεβαίνει. Αν και ήξερε καλά τον κίνδυνο, δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να τ' αφήσει. Αμολήθηκε, κι αμέσως ένιωσε να μουδιάζει ολόκληρος. Το ξερίζωσε εντούτοις∙ κι ούτε ξέρει με τι χέρια το κατόρθωσε αυτό.

Μαύρο και γλιστερό σαν πάθος, κείτονταν σ' ένα πανέρι το σφουγγάρι. Θα γίνει όμορφο κι αυτό στον ήλιο και στον αέρα.

Και γιατί το 'κανες αυτό; Αφού κανένας απολύτως δε σ' έβλεπε, γιατί το ΄κανες; του φώναξα.

Μα, για ένα φιλότιμο, απάντησε ήσυχα. Και κατόπι πρόσθεσε με σημασία:

Εσύ τι ξέρεις απ' αυτά∙ εσένα τα γράμματα σ' έχουνε άσκημα δαμάσει.


Έγραψε ο Γιώργος Ιωάννου

23/6/10

Μια αγκαλιά γεμάτη ευχές....



Κάνω μπουκέτο την καρδιά δώρο σου την εκάνω
και γράφω χρόνια σου πολλά σε κάθε φύλλο πάνω.

20/6/10

Ένας απρόσμενος επισκέπτης...















Τέσσερα σφηνάκια για το μπλόγκιν...



Από το blog του busy bee

Κάθε μέρα και κάποιο blog «κλείνει»… το «σφραγίζουν» στην κυριολεξία θα έλεγε κανείς.
Νομίζω ότι πρέπει να μας ανησυχεί πλέον κατά πόσο πραγματικά, υπάρχει δημοκρατική διαδικασία στην διακίνηση ιδεών μέσω του blogging.
Κάτι άλλο που έχω προσέξει και θα το ρισκάρω να το καταθέσω εδώ, είναι ότι τα περισσότερα από αυτά, εκφράζουν συγκεκριμένες πολιτικές απόψεις και θέσεις και προέρχονται άμεσα η έμμεσα από και πάλι συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους και όχι πάντα βέβαια από χώρους του κοινοβουλευτικού πολιτικού συστήματος.

Και σίγουρα ενοχλούν το σύστημα.

Σήμερα ενημερωθήκαμε για το κλείσιμο του blog, του φίλου γραφέας πεζικού.

Και από κάτω τα σχόλια...

Η υπόθεση σηκώνει σφηνάκια ...

1ο σφηνάκι

Τέσσερα χρόνια μετά, η μπλογκόσφαιρα δεν έχει πια το ενδιαφέρον που είχε. Έχω σταματήσει να ψάχνω καινούρια μπλογκ. Αυτό δε σημαίνει υποχρεωτικά ότι «χάλασε» η μπλογκόσφαιρα, αλλά είναι γεγονός ότι έχει γεμίσει σαβούρα. Προσωπική γνώμη...

2ο σφηνάκι

Όταν έρχεται η κουβέντα στις δικτυακές φιλίες, μέσα στα μπλογκ, να θυμάστε ότι στο τέλος θα χρειαστείτε δραμαμίνες, για να αντιμετωπίσετε την τάση για εμετό. Οι εξαιρέσεις υπάρχουν για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

3ο σφηνάκι

Οι «κλασσικοί» μπλόγκερ έχουν υποστεί καθίζηση στις λίστες, δηλ. στην αναγνωσιμότητα. Τους (μας) πήραν φαλάγγι οι δημοσιογράφοι, οι χριστιανοί, οι παλαβοί και διάφοροι άλλοι απιθανόπουλοι. Δεν είναι μπόρα που θα περάσει, είναι πια παγιωμένη κατάσταση.

4ο σφηνάκι

Ούτως εχόντων, το μπλόγκιν δεν έχει ιδιαίτερα ευοίωνο μέλλον. Ακόμα κι αν ενσωματώσει όλα τα καινούρια μπιχλιμπίδια της τεχνολογίας (το κάνει ήδη). Γιατί στα ντέρμπυ Λόγος εναντίον Εικόνας και Ερασιτέχνες εναντίον Tρελών όποιος παίξει 1 ή Χ, απλά θα χάσει τα λεφτά του.

Και το καραβάκι; Αφού πέρασε από σαράντα κύματα, διάβασε του κόσμου την παράνοια, έζησε –μερικές κυριολεκτικά ανεπανάληπτες, μερικές δύσκολες στιγμές έδωσε μια μούτζα σε όλους και σε όλα. Τρεις φορές έφτασε στο τσακ να κλείσει, από αηδία της κτήτορος απέναντι σε κάποιες συμπεριφορές. Το ότι υπάρχει ακόμα, στην εποχή που ο χρόνος έκανε τη σχέση με το μέσον λιγότερο παθιασμένη, σημαίνει ότι θα συνεχίσει επ’ αόριστον, είτε στην ίδια είτε στην απέναντι θάλασσα.

Όσο για την εγγραφή που παραθέτω στην αρχή της ανάρτησης τα συμπεράσματα δικά σας... Eκείνο που με φοβίζει είναι ότι η παράνοια εξαπλώνεται με μεγάλη ταχύτητα τελευταία κι αυτό είναι ανησυχητικό.



Αφιερωμένο σε όλους τους σκιαγμένους bloggers... που βλέπουν εχθρούς παντού.Σε όσους χάνονται μέσα στις οθόνες τους σε λάθος δρόμους.

Τα σφηνάκια δανείστικα από την καλύβα ψηλά στο βουνό.

19/6/10

Τα λερωμένα τ΄ άπλυτα....



Στην επαρχία υπάρχουν σπίτια που είναι χαμηλά ακόμα. Περπατάς το βράδυ και πίσω από τις κουρτίνες των σπιτιών, που θυμίζουν μπερντέ σε θέατρο σκιών, ρίχνεις κλεφτές ματιές στις ζωές των ανθρώπων. Ένας μαθητής που διαβάζει, ενώ η μάνα του στέκεται από πάνω του, με ρόμπα και ρόλει στα μαλλιά. Πόσα χρόνια είχα να δω γυναίκα με ρόλει ! Ένας άνδρας που χασμουριέται. Μια γριά ακίνητη σαν πεθαμένη. Οι άνθρωποι στα κλουβιά τους.

Και ξαφνικά σε έναν παράδρομο δυο τρία ταβερνάκια ζωντανεύουν το σκηνικό.«Πάμε στο Πέτρινο» ήταν η πρόταση κι όταν λέμε Πέτρινο, εννοούμε ένα παλιό νεοκλασικό, καταπληκτικό με όλες τις μυρουδιές του σκόρδου και του βουτύρου και το σεφ με καπέλο στο κεφάλι και λευκή στολή. Και καθώς οι οδηγίες έλεγαν ότι δε δέχεται κρατήσεις, όποιος πρόλαβε πρόλαβε…

Και προλάβαμε ένα από τα 8 όλα κι όλα τραπέζια. Και ήρθαν τα πατέ και οι ανάλαφρες σαλάτες και το καταπληκτικό κρασί και τα εξαιρετικής ποιότητας κρέατα. Και ο τιμοκατάλογος ήταν η ωραιότερη έκπληξη που έχω δει τα τελευταία χρόνια σε εστιατόριο. Γιατί ως λαός είχαμε αποκτήσει ένα σαδομαζοχιστικό στοιχείο που με τρόμαζε στις εξόδους μας.

Με το που πρόφερες «Το λογαριασμό παρακαλώ», κατέφθανε το προσωπικό με χαμόγελο «τώρα να δεις έρημε, τι σε περιμένει» και δώστου τα μπουνίδια και δώστου το κεφαλοκλείδωμα μέχρι που σου κόλλαγαν στο κούτελο μια ταμπέλα με νέον, για να ακτινοβολεί το μαλ*κας πελάτης, στα πέρατα! Έχουμε φάει πειραματισμούς και «κοκορέτσι με σος από βατόμουρο και πατάτες από τα βάθη του ηφαιστείου της Σαντορίνης» στην προ ΔΝΤ εποχή. Άσε τι κτήματα Μπαχλαμπουρδόπουλου έχουμε πιεί!

Πάνε αυτά πια…

Σε λίγο, ο Γάλλος σεφ, μας συστήθηκε στη γλώσσα του, ενώ η Ερριέτη, γαλλοτραφής ούσα, βοηθούσε στη μετάφραση μέχρι που έσκασε «ρε άι παρατάτε με που θα τον ρωτάω εγώ, ότι μαλακ*α σας έρχεται στο κεφάλι», οπότε λάβαμε τα μέτρα μας, ξεσκονίζοντας όλα εκείνα τα «Κατρίν ε Φιλίπ αμπίτ α Παρί» της γενιάς μας μέχρι το ιστορικό Καραμανλέικο «θα σας κάνω Σαν Μο*νί»! (Γίναμε, γίναμε παππού μείνε ήσυχος!).

Αλλά όσο περνούσε η ώρα, τα «πήρε» ο Πάνος ένας εκ της παρέας και του βγήκε όλο το αρχαιοελληνικό που αναβλύζει η ψυχή του και σαν από αντίδραση πλάκωσε το Γάλλο σε σεμινάριο για το ελληνικό λάδι και το Σωκράτη και τον Αριστοτέλη και «όταν εμείς δίναμε τα φώτα»... Και στην πορεία έριξε και ψύλλους στα αφτιά μας «Τόσα χρόνια και δε μιλάει ελληνικά; Μας δουλεύει το Γαλλάκι, όλα τα καταλαβαίνει» και βγήκε όλο το υποψιασμένο της φυλής μας και τα φέραμε όλα τούμπα.

Τι ενδιαφέρουσα που είναι η ράτσα μας, τι αλλαγές, τι μεταπτώσεις στη ψυχοσύνθεσή μας... Και μόλις ήρθε ο λογαριασμός και μείναμε απολύτως ευχαριστημένοι «να ’ναι καλά το παλικάρι! Που είναι τα χάλια τα δικά μας…» και ούτω καθ΄εξής…

Ένα βράδυ στο Πέτρινο.

Και ξαφνικά μέσα σ΄ εκείνη την παρείστικη οχλαγωγία, ο Νικόλας μου είπε «Γύρνα να δεις μια μπουγάδα στο απέναντι μπαλκόνι» και γύρισα. Ασπρόρουχα στη σειρά. Ένα σεντόνι, μερικές πετσέτες, ένα μακό... Φωτισμένα θαρρείς από προβολέα. Και μετά φύσηξε ένα αεράκι και σηκώθηκε το σεντόνι και ξεπρόβαλε πίσω του ένα ολόγιομο φεγγάρι. Και το φως κύλησε αργόσυρτα πάνω του και δανείστηκαν φως τα ρούχα ένα ένα...

Τι μπουγάδα! Τι στιγμή! Μια νύχτα στο Πέτρινο. Και μετά φιληθήκαμε σαν αποχωρώντας από Μυστικό δείπνο. Ευλογημένοι που μοιραστήκαμε το γεύμα, το κρασί, τα γέλια, μια σκηνή με μια μπουγάδα σ΄ ένα μπαλκόνι.

Και έκανα μια ευχή πριν κοιμηθώ «ας μη μαγαρίσει κανείς αυτό το σεντόνι με βαρετό έρωτα!»

17/6/10

Δελφίνι δελφινάκι πάμε πιο γρήγορα...



Ήταν ξαπλωμένη νωχελικά σε μια μπαμπού πολυθρόνα παραλίας, ένα μέτρο μακριά από μένα. Εκεί την είχε φέρει η τύχη εκείνο το πρωινό. Ήταν ωραία κοπέλα, νέα και φροντισμένη. Το χρώμα του κορμιού της ήταν μπρονζέ, το πρόσωπο της όμορφο. Μέσα στον συνωστισμό της παραλίας, η ξαπλώστρα της ήταν τοποθετημένη λοξά. Μπροστά στα μάτια μου ήταν τα πόδια της.



Δεν είχα κάνει ούτε μισή πονηρή σκέψη -πιστέψτε με- μέχρι την αποφράδα στιγμή που το βλέμμα μου έπεσε πάνω στα δάκτυλα του ποδιού της. Κάτι γαλάζιο και μικροσκοπικό, τράβηξε την προσοχή μου. Ίσιωσα τα γυαλιά μου, για να καταφέρω να φέρω βόλτα πρεσβυωπία και υπερμετρωπία, επικεντρώνοντας τες σ' ένα σημείο. Ναι, πάνω στο καλοβαμμένο νύχι ήταν ζωγραφισμένο ένα γαλάζιο παιχνιδιάρικο δελφινάκι. Ίσως να ήταν και αυτοκόλλητο. Που να ξέρω πως φτιάχνουν τα νύχια τους οι κοπέλες;



Και ξαφνικά, κάτι συνέβη μέσα στο κεφάλι μου. Το δελφίνι ζωντάνεψε κι άρχισε να χοροπηδά γεμάτο χάρη, σκορπίζοντας γύρω-γύρω νερά και λευκές αφρόσκονες (του Ελύτη η λέξη). Τα αυτιά μου γέμισαν από τους ήχους που έκανε το υπέροχο δελφίνι σε κάποια άλλη βαθιά καταγάλανη θάλασσα, από τα πλατσουρίσματα και τα χαριτωμένα του στριγκλίσματα. Πέταξα το βιβλίο που κρατούσα, ψαχούλεψα στην τσάντα, έβγαλα ένα σημειωματάριο με το στυλό και μετά από προσπάθεια μιας ώρας έγραψα:



Δελφίνι σε ζωγράφισαν σ’ ενός νυχιού την άκρη
δελφίνι πέτρωσες εκεί μακριά από τους βυθούς σου
μα είναι ο βυθός της άβυσσος, πόντος, γαλάζια μάκρη
είν’ το νυχάκι της βαθύ σαν τους ωκεανούς σου.

Δελφίνι ταξιδιάρικο δελφίνι μαγεμένο
βούτα σε τούτο το κορμί που χρόνια περιμένω
να σεργιανίσω στους γιαλούς ν’ αγγίξω τ’ ακρογιάλια του
να μεταλάβω τη χαρά απ’ τα ακριβά κοράλλια του.



Μόλις το τέλειωσα, σηκώθηκα αναστενάζοντας, μάζεψα τα πράγματα μου, έσκισα τη σελίδα και αποχωρώντας έτεινα το χαρτί προς το μέρος της:

- Συγνώμη για την ενόχληση, δεν γνωριζόμαστε, αλλά έγραψα αυτό το μικρό ποιηματάκι για σας, της είπα με ευγένεια. Αφού είναι δικό σας, κρατείστε το.

- Για μένα; ρώτησε γεμάτη έκπληξη.

- Μάλιστα, για σας.

Πήρε το χαρτί, διάβασε φευγαλέα τις λίγες γραμμές, τις ξαναδιάβασε, γέλασε με χάρη και μου είπε:

- Είναι πολύ ωραίο. Ευχαριστώ πολύ.

- Αλήθεια σας αρέσει;

- Πολύ. Να το δώσετε στον Μακρόπουλο να το βάλει σε δίσκο. Θα γίνει μεγάλο σουξέ.

- Στον ...Μακρόπουλο;;;

- Ναι. Πεθαίνω για Μακρόπουλο. Είναι και ο πρώτος. Μακράν. Εσάς δεν σας αρέσει;



Έστρεψα το βλέμμα μου προς το νυχάκι της. Και πρώτη φορά είδα δελφίνι να πνίγεται μπροστά στα μάτια μου...

Του Δημήτρη Καμπουράκη

16/6/10

Σκοτώνουν τ' άλογα όταν γεράσουν...



31 Οκτωβρίου 1823.

Ο Τόμας Τζέφερσον -το είδος του Αμερικανού που τείνει σήμερα να εξαφανιστεί- συμβουλεύει τον Αδαμάντιο Κοραή -το είδος του Ελληνα που τείνει σήμερα να εξαφανιστεί.

187 χρόνια αργότερα...

Σκυλιάζω που δεν έχει εφευρεθεί ακόμη η μηχανή του χρόνου για να γυρίσω πίσω και να τους ενημερώσω ΠΟΣΟ ΣΤΡΑΒΑ θα πάνε όλα.

15/6/10

Μικρές χαραμάδες φωτός στην παράνοια των καιρών και των ανθρώπων...



Μετά που άρχισαν να αντιγράφουν, κουράστηκαν, και βγήκαν στην παραλία να πιάσουν πέτρες...

Ο Μπουβάρ κι ο Πεκυσέ με ένα τράστο γεμάτο βιβλία, περπατούσαν και πετούσαν από ένα τόμο βιβλίου ο ένας στον άλλον.

- "Χοχοχο, αγαπητέ Μπουβάρ πάρε έναν Πάουντ, δώσε μου ένα Ελύτη ανοιχτά χαρτιά..."

Ήταν χάρμα να τους βλέπεις... μέχρι και η παρέα του τσίπουρου, οι λογοτέχνες της Κυριακής, βγήκαν στην πόρτα να τους θαυμάσουν καθώς πετούσαν τόμους ανάμεσα στις νερατζιές.

- "Ω Μπουβάρ Μπουβάρ, η φήμη τυφλή ούσα, δεν γίνεται να μου γίνει μούσα".

- "Ω, Πεκυσέ Πεκυσέ, η έμπνευσις απούσα, και η φήμη τυφλή ούσα, μια μούσα απούσα, πάρε ένα τομάκι..."

Και πήγαιναν πετώντας τόμους ο ένας στον άλλον προς την ακτή πετώντας τόμους και τόμους. Ώσπου έφτασαν στις πέτρες. Χιλιάδες πέτρες, λες και τα στήθια όλων των γυναικών είχαν πετρώσει στην ακτή. Μπουβάρ, ναι Πεκυσέ, ο συγγραφεύς είναι ένας κάποιος που ξέμεινε να παίζει
- Μπουβάρ, ναι Πεκυσέ, να παίζει λέγω με το στήθος της γυναικός του.



- "Έλα στις πέτρες Μπουβάρ, ναι Πεκυσέ, να πιάσωμεν στήθη γυναικών, να σκάσουν οι οχτροί μας".

- "Τη φήμη που αδέξια κυνηγούμε θα μας την δώσουν οι πέτρες".

Μπουβάρ, ναι Πεκυσέ, είναι σκληρές οι πέτρες της φήμης. Πιάσε μερικές... Μπουβάρ, ναι Πεκυσέ, συλλογίζομαι τινάς, μήπως αντί να εκσφενδινίζουμε πέτρες παρα θιν' αλός, μήπως λέγω ήταν καλύτερα να χτυπάμε το κεφάλι μας και επίσης Μπουβάρ, ναι Πεκυσέ, αναρωτιέμαι τι θέλουν μαζί ένας μπούλης κι ένας μουνάκιας, Μπουβάρ, ναι Πεκυσέ, λιγότερος κόπος, ίδιο αποτέλεσμα... η μαλακία λέω... ( εδώ το χειρόγραφο έχει ένα κενό).

Αρχίζουν να πετάνε πέτρες ο ένας στον άλλον.

Υ.Γ. Κάθε ομοιότητα με πραγματικά περιστατικά είναι τελείως συμπτωματική.
Ποιος θα ήταν τόσο ηλίθιος να κάνει τέτοια πράγματα εκτός μυθοπλασίας...;

Απόσπασμα από το ημιτελές, πολύπλοκο και πάντα εξαιρετικά επίκαιρο αριστούργημα του Φλωμπέρ


9/6/10

Κακόφημοι δρόμοι...



Έχω ταξιδέψει πολύ μέσα στην Ελλάδα. Στο Βορρά συναπαντάς την πινακίδα:

"ΠΡΟΣΟΧΗ ΖΩΑ"

ενώ στο Νότο

"ΣΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΔΥΟ ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΘΑΝΑΣΙΜΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ".

Θα ήθελα να γνωρίσω κάποτε τους εμπνευστές τους. Διψάει η πατρίδα μας για χιουμορίστες του δικού τους επιπέδου.



Όταν δεις στην Αττική Οδό τη φωτεινή επιγραφή:
"ΚΙΝΟΥΜΕΝΟ ΖΩΟ ΣΤΟ ΟΔΟΣΤΡΩΜΑ"

μην τρομοκρατηθείς.

ΜΑΛΛΟΝ δεν εννοούν ΕΣΕΝΑ

Όταν η φωτεινή επιγραφή σβήσει, μην σπεύσεις να χαρείς. Συνήθως δεν υπονοούν ότι το ζώο έφυγε από το οδόστρωμα. Υπονοούν ότι δεν είναι πια ΚΙΝΟΥΜΕΝΟ.


6/6/10

Ο μπαρμπα-Μήτσος από τα Γρεβενά...



Ο μπαρμπα-Μήτσος από τα Γρεβενά διατηρούσε ένα μικρό μαγαζάκι. Δούλευε Κυριακές και υπερωρίες χωρίς να πληρώνεται. Έκλεβε λίγο στο ζύγι –«για να τα φέρνει βόλτα»–, δήλωνε στην εφορία όσα ακριβώς χρειαζόταν για να μην πληρώνει, αλλά «ποιος δεν κάνει το ίδιο;». Μεγάλωσε δυο παιδιά, τα σπούδασε και περιμένει να διοριστούν στο δημόσιο. Το μαγαζί έτσι κι αλλιώς δεν έχει μέλλον. Τώρα το έχει στο όνομα της γυναίκας του, για να συμπληρώνει τη σύνταξή του. Γι’ αυτή τη σύνταξη πλήρωσε πολλά στο παλιό Ταμείο Εμπόρων και νυν ΟΑΕΕ. Κάθε πρώτη του μηνός, επί 45 έτη, περνούσε ο εισπράκτορας...

Όποτε ο μπαρμπα-Μήτσος πήγαινε στο καφενείο, κάποιος του σφύριζε για τους εθνικούς κινδύνους που απειλούν τη χώρα. Όλοι –και ειδικά οι Τούρκοι– εξοπλίζονταν. Έτσι ο μπαρμπα-Μήτσος αγρίευε. Του τριβέλιζαν τ’ αυτιά για την ανισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο και αυτός, ρητορικά τουλάχιστον, πλειοδοτούσε: «F15 οι Τούρκοι; F16 εμείς. Εκατό άρματα μάχης οι Τούρκοι; Διακόσια εμείς». Το περίεργο ήταν ότι όσα περισσότερα όπλα ήθελε ο μπαρμπα-Μήτσος, τόσα περισσότερα χρειάζονταν. Κάθε μέρα η ανισορροπία στο Αιγαίο χειροτέρευε. Και δώσ’ του φρεγάτες και δώσ’ του υποβρύχια. «Πάνω απ’ όλα η πατρίς» έλεγε, αλλά έκανε και δεύτερες σκέψεις: «Σάμπως θα τα πληρώσω εγώ; Να πληρώσουν αυτοί που έχουν. "Το κεφάλαιο", που ’λεγε και ο Μπάμπης ο αριστερός».

Κάπως έτσι ψήθηκε και για την «Ολυμπιακή». Ένα εκατομμύριο την ημέρα κόστιζε, αλλά μόλις τον ρώτησαν «θες εθνικό αερομεταφορέα;», αμέσως απάντησε «ναι». Μπορεί να μην είχε δει αεροπλάνο στη ζωή του αλλά η λέξη «εθνικός» τον γαργαλούσε. Εξάλλου, όπως είχε πει και ο Μπάμπης ως έσχατο επιχείρημα για τη χρησιμότητα του κρατικού αερομεταφορέα, αν μας την έπεφταν οι Τούρκοι δεν έπρεπε να έχουμε πρόχειρα μερικά αεροπλάνα για να μεταφέρουν το στρατό μας στα νησιά;

Για εθνικούς λόγους τάχθηκε αναφανδόν και υπέρ της Ολυμπιάδας. Όταν τον ρώτησαν «θες να γυρίσουν οι Ολυμπιακοί στη χώρα που τους γέννησε;» αμέσως συγκινήθηκε: «Θέλει και ρώτημα; Μας ανήκουν και είναι απορίας άξιον πώς δεν γύρισαν ακόμη». Έβρισε την Κόκα Κόλα και τους Αμερικανούς που μας έκλεψαν την Ολυμπιάδα του 1996, αλλά ανατρίχιασε όταν το 1997 ο μακαρίτης Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ είπε με σπαστά αγγλικά "and the city izzz... ATHENS!" Ο μπαρμπα-Μήτσος ανήκε στο 97% των Ελλήνων που απαντούσε καταφατικά στις δημοσκοπήσεις για τους Ολυμπιακούς που μας ανήκουν.

Φυσικά, χάρηκε τόσο πολύ για τα μετάλλια της άρσης βαρών και για τα «ιπτάμενα παιδιά του», που χειροκροτούσε όταν η «πατρίς ευγνωμονούσα» τους προσλάμβανε τιμητικά στο δημόσιο. «Τόσοι και τόσοι μπαίνουν» σκέφτηκε, «στους ελλαδονίκες, βαλκανιονίκες, ολυμπιονίκες κ.λπ. θα κολλήσουμε;»

Κάθε λίγο και λιγάκι κάποιοι εθνικοί, κοινωνικοί, πολιτιστικοί λόγοι ορθώνονταν για να ξοδεύει το κράτος περισσότερα. Πολιτικοί, συνδικαλιστικοί, πνευματικοί ταγοί της χώρας συμφωνούσαν στα παράθυρα της τηλεόρασης «για την αναγκαιότητα ίδρυσης κάποιων φορέων» ή την «ανάγκη ενίσχυσής τους, επειδή παράγουν πλούσιο και σημαντικό έργο», το οποίο χρειάζεται η πατρίς. Οι βουλευτές πλειοδοτούσαν στο καφενείο για «έργα πνοής στην περιφέρεια, που θα αλλάξουν το πρόσωπο του νομού», αρκεί να τους εξέλεγαν. «Είναι δυνατόν να έχει κέντρο γούνας η Καστοριά και να μην έχουμε ένα Ινστιτούτο Μελέτης Ξύλου στα Γρεβενά, εμείς που έχουμε τόσα κωνοφόρα δένδρα;» του έλεγαν κι εκείνος έβρισκε αμέσως δίκιο στο αίτημα: «Έλα ντε! Είναι δυνατόν να μας ρίχνουν έτσι;».

Κατά καιρούς, στα δίκαια αιτήματα του δικού του νομού προστίθεντο και άλλα δίκαια αιτήματα άλλων νομών ή και πιο απομακρυσμένων. Στην Κοζάνη ζητούσαν κέντρο μελισσοκομίας επειδή είχε η Νάουσα, και στην Αθήνα –κέντρο των γραμμάτων και των τεχνών– όλο και κάποιος φορέας με «πλούσιο και σημαντικό έργο» χρεοκοπούσε κι έπρεπε το κράτος να τον συνδράμει. Ο μπαρμπα-Μήτσος δεν είχε σχέσεις ούτε με τη μελισσοκομία ούτε με τα γράμματα, αλλά άκουγε τους ταγούς του έθνους και (στην καλύτερη περίπτωση) σιωπούσε. Εξάλλου, αυτός θα τα πλήρωνε; «Να πληρώσει το κεφάλαιο» που ’λεγε και το ΚΚΕ.

Έτσι, δεν μίλησε όταν ξαναστήθηκε η αγροφυλακή. Ήξερε ότι δεν χρειαζόταν, αλλά πάλι ψυχοπόνεσε όταν έμαθε ότι σε κάποιους υποσχέθηκαν πρόσληψη το 1993 (για να κάνουν αυτό που δεν χρειαζόταν) και μέχρι το 2006 δεν είχαν αρχίσει να πληρώνονται. Τι πάει να πει «δεν έχουν αντικείμενο»; Να γίνουν «οικολογική αστυνομία», όπως είπε κι ένας πολιτικο-πνευματικός ταγός του έθνους.

Ο μπαρμπα-Μήτσος ψυχοπονούσε με κάθε «δίκαιο αίτημα» και όλα τα αιτήματα ήταν δίκαια. Όποτε τον ρωτούσαν «να βγει η κυρα-Μαρία στη σύνταξη στα 50, επειδή πριν χρόνια έκανε τρία παιδιά;», εκείνος απαντούσε «ναι» ή δεν μιλούσε. Βλέπετε, τον αγριοκοίταζε και ο Μπάμπης ο Κουκουές στο καφενείο. Αυτός πάλι δεν το ’χε σε τίποτε να τον κράξει ως «νεοφιλελεύθερο», αν τολμούσε να ρωτήσει, «μα πρέπει να παίρνουν σύνταξη και οι κόρες των δημοσίων υπαλλήλων;». Ο μπαρμπα-Μήτσος δεν ήξερε τι σημαίνει η λέξη «νεοφιλελεύθερος», αλλά του ’χαν πει ότι είναι ο «ανάλγητος», λέξη που επίσης δεν γνώριζε.

Έτσι, κάθε φορά ο μπαρμπα-Μήτσος συναινούσε. Και για τα μικρά και για τα μεγάλα. «Να κάνουμε Εθνικό Κέντρο Χορού;» «Ε, άμα είναι "εθνικό" να το κάνουμε».
«Να κάνουμε Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης;» «Ε, άμα είναι ευρωπαϊκό, θέλει και ρώτημα;»
«Να δώσουμε επιδοτήσεις σε κάποιους που δηλώνουν επιχειρηματίες για να υπερτιμολογήσουν και τα μηχανήματα και να βοηθήσουν την ανάπτυξη;» «Μα τι λέτε; Η ανάπτυξη πάνω απ’ όλα».

«Ξέρεις, φωνάζουν κάτι αγρότες της Θεσσαλίας. Φυτεύουν βαμβάκι που δεν αγοράζει κανένας. Να τους δώσουμε 500 εκατομμύρια, όπως λέει ο βουλευτής τους, που είναι και υπουργός Γεωργίας;» «Φυσικά! Εγώ μόνο ξέρω πόσο σκληρή είναι η ζωή του αγρότη. Ο πατέρας μου ξεροστάλιαζε ολημερίς στο λιοπύρι».
«Ξέρεις, το λιμάνι δεν βγαίνει κι αποφασίσαμε να το δώσουμε στους Κινέζους. Γκρινιάζουν, όμως, οι λιμενεργάτες που θα χάσουν 50-100 χιλιάρικα το χρόνο. Να τους δώσουμε κανένα 250άρι χιλιάρικα στον καθένα να πάν’ στην ευχή της Παναγίας, για να μη δημιουργηθεί κοινωνικό πρόβλημα;» «Δώσ’ τα, να μην έχουμε κοινωνικές εντάσεις, που λέει κι ο Μπάμπης».

«Πρέπει να δώσουμε και την Ολυμπιακή. Κοστίζει πολλά... Να χρυσώσουμε το χάπι στους εργαζόμενους βγάζοντάς τους στη σύνταξη στα 45, με 2-3 χιλιάρικα το μήνα;» «Μα για 1,16 δισ. θα κάνουμε τώρα θέμα; Παρακαλώ...»
«Το ποδόσφαιρο είναι το παιγνίδι του λαού, αλλά οι ΑΕ που το διαχειρίζονται έχουν πολλά χρέη. Να τους ξελασπώσουμε με μια ρύθμιση;» «Καλά, εισιτήρια δεν κόβουν; Τηλεοπτικά δικαιώματα δεν εισπράττουν;» «Πώς! Παίρνουν, αλλά κάνουν κι ακριβές μεταγραφές. Για σένα, βρε χαζέ... Για να έχεις καλό θέαμα και νίκες στην Ευρώπη». «Να τα ρυθμίσουμε. Εξάλλου, οι περισσότερες ΠΑΕ είναι θρησκεία. Όπως επιδοτούμε την ορθόδοξη, έτσι και τον ΠΑΟΚ. Μη μας πουν ότι δεν είμαστε κι ανεξίθρησκοι».
«Μια κι ανέφερες τα τηλεοπτικά δικαιώματα, ξέρεις, και τα κανάλια δεν βγαίνουν. Μην τους ζητάμε τώρα να πληρώσουν και τις συχνότητες που καταπάτησαν. Έχουν κι ένα προβληματάκι με χρέη στα ασφαλιστικά ταμεία και κάποια κρούσματα φοροδιαφυγής. Να τα ρυθμίσουμε για χάρη της πολυφωνίας και της υγιούς δημοκρατίας;» «Ε, άμα είναι για την πολυφωνία της Μενεγάκη και του Ψινάκη, να το κάνουμε. Έτσι κι αλλιώς τζάμπα τους κάνω χάζι κάθε μέρα».

Μ’ αυτά και μ’ αυτά περνούσε ο καιρός και ο αφανής λογαριασμός μεγάλωνε. Ο ένας υπουργός έφτιαχνε αγροτικό κανάλι. Προς δόξα της πολυφωνίας πλήρωνε 68 δημοσιογράφους, άσχετα αν το κανάλι δεν λειτούργησε ποτέ. Ο άλλος είχε συστήσει επιτροπές διανομής της αλληλογραφίας: «Ξέρετε πόσα λίγα παίρνει ένας άνθρωπος του υπουργού για να τρέχει όλη μέρα;». Κάποιος άλλος είχε κάνει προαστιακό σιδηρόδρομο στη Θράκη, όπου όλως τυχαίως εκλεγόταν. Διόρθωσε μια ιστορική αδικία, είπε. Κάθε υπουργός έφτιαχνε μερικούς φορείς. Έστηνε μια συνέντευξη τύπου για να διαλαλήσει πόσο πλούσιο και αναγκαίο έργο θα προσφέρει και προσλάμβανε κάποιους για να τον στελεχώσουν – «τόσα χρόνια σπούδασαν τα παιδιά, πού αλλού θα μπορούσαν να δουλέψουν;». Και ο μπαρμπα-Μήτσος δεν γκρίνιαζε. Μπορεί κάποια πράγματα να του φαίνονταν υπερβολικά, αλλά όλα κάποιον ευγενή ή ανώτερο σκοπό εξυπηρετούσαν. Όσο για τα λεφτά, κανένα πρόβλημα. «Έχει ο Θεός!» σκεφτόταν. Θεός στη σύγχρονη Ελλάδα είναι το κράτος.

Κάποιο πρωί, όμως, εμφανίστηκαν στην πόρτα του τρεις ξανθόμαλλοι με ξενικά ονόματα. «Ξέρετε, χρωστάτε 30.000 ευρώ» του είπαν. «Εγώ;» ψέλλισε αποσβολωμένος ο μπαρμπα-Μήτσος. «Εσύ κι όλο σου το σόι» αγρίεψαν αυτοί. «Τριάντα χιλιάρικα εσύ και τριάντα η σύζυγος. Συν εξήντα των δύο παιδιών σας, 120.000. Έχεις και τέσσερα εγγόνια; Τελικό σύνολο 240.000». «Μα χρωστάνε και τα μωρά;» ξαναρώτησε ο μπαρμπα-Μήτσος. «Κυρίως αυτά» του απάντησαν βλοσυροί.

Τώρα ο μπαρμπα-Μήτσος βρίσκεται στο Σύνταγμα. Μουντζώνει τη Βουλή και φωνάζει «κλέφτες». Κοίταξε τους λογαριασμούς, για τους οποίους τόσο καιρό αδιαφορούσε, και βρήκε ότι αρκετοί από τους εθνικούς, κοινωνικούς, και πνευματικούς ταγούς ήταν ευαίσθητοι με το αζημίωτο. Δεν ξέρει, όμως, ή δεν θέλει να ακούσει ότι τα κλοπιμαία είναι μόνο ένα μικρό κλάσμα των 300 δισ. που χρωστά αυτός, τα παιδιά και τα εγγόνια του. Ένα μεγάλο μέρος έγιναν έργα. Πολλά ήταν χρήσιμα, κάποια ήταν άχρηστα, αλλά όλα ήταν υπερτιμολογημένα. Οι εργολάβοι δεν έφτιαχναν μόνο δρόμους, χρηματοδοτούσαν και την περισσότερη πολυφωνία που υπήρξε ποτέ στην παγκόσμια ιστορία.

Ένα άλλο, μεγάλο επίσης, κομμάτι είναι οι «ευαισθησίες» που του καλλιεργούσαν. Κάποιες από αυτές χρειάζονταν. Η παιδεία, η υγεία, η προστασία των πραγματικά αδυνάτων. Άλλες, πάλι, ήταν εμμονές μιας γενιάς που δεν έζησε όπως έπρεπε τα σίξτις κι αποφάσισε με τα λεφτά του μπαρμπα-Μήτσου να ζει την καρικατούρα τους. Για παράδειγμα, όποτε μπούκαραν οι χουλιγκάνοι στα πανεπιστήμια και τα κατέστρεφαν, κανείς δεν γκρίνιαζε για το λογαριασμό. «Τα εργαστήρια ξαναφτιάχνονται, μπαρμπα-Μήτσο» του ’λεγαν. «Αν χαθεί το άσυλο, χανόμαστε όλοι». Στο κάτω-κάτω της γραφής, τα παιδιά πάλευαν για δημόσια και ισχυρή παιδεία, που ’λεγε και ο κυρ-Αλέκος.

Έτσι, λοιπόν, ο μπαρμπα-Μήτσος βρέθηκε στο Σύνταγμα να βρίζει τους πολιτικούς, επειδή του έκαναν τα χατίρια. Το περίεργο είναι ότι μαζί μ’ αυτόν βρίσκονταν και όλοι εκείνοι που του ζάλιζαν τ’ αυτιά «να κάνουμε το ένα και να πληρώσουμε το άλλο». Δεν μπορούσε να λείπει και ο Μπάμπης ο αριστερός. Αυτός φώναζε περισσότερο απ’ όλους. Μόλις είδε τον μπαρμπα-Μήτσο, του άνοιξε μεγάλη αγκαλιά. «Τα τιμημένα γηρατειά είναι πάντα μπροστά στους ταξικούς αγώνες. Ήρθε η ώρα, μπαρμπα-Μήτσο, να παλέψουμε για τα κοινωνικά μας δικαιώματα. Για να ξεπεράσουμε την κρίση πρέπει να προσλάβουμε άλλους 100.000 στο Δημόσιο...»

«Για περίμενε, ρε Μπάμπη» αντιμίλησε για πρώτη φορά ο μπαρμπα-Μήτσος. Ποιος θα τους πληρώσει αυτούς;»
«Μα το κεφάλαιο» απάντησε με ταξική υπερηφάνεια το επαγγελματικό στέλεχος του κόμματος.
«Ποιο κεφάλαιο, ρε Μπάμπη; Εδώ κρουαζιερόπλοιο δεν πλησιάζει στον Πειραιά, επειδή εσείς στήνετε καθημερινά μπλόκα. Θα έρθει το κεφάλαιο να βάλει λεφτά στην Ελλάδα;»
«Έ, όχι και να αλωνίζουν τη χώρα οι επενδυτές, μπαρμπα-Μήτσο! Είπαμε, η κρίση είναι καπιταλιστική και οι καπιταλιστές πρέπει να πληρώσουν. Είναι δεν είναι εδώ. Για την αναδιάρθρωση του χρέους πήρε τίποτε τ’ αυτί σου;»

Πηγή: www.medium.gr

Τα άκλαυτα



Όσο περνούν τα χρόνια και τα πράγματα όλα δείχνουνε την τρομερή πίσω τους όψη, όλο και πιο συχνά πηγαίνω στο πηγάδι που έχω μέσα μου και το αποσφραγίζω.
Έριχνα κάποτε εκεί χιλιάδες πτώματα, τώρα έχω σταματήσει. Κάτι μικρές στιγμές κυρίως, που είχα κλέψει νύκτωρ από τους θεούς - όταν σκιζόταν βίαια, με ξυραφιές, το μαύρο παραβάν, έμπαιναν οι ακτίδες να γλείψουν τα σώματα κι ο καιρός σκέβρωνε άναυδος, αδικώντας λιγότερο.

Τώρα τραβάω το καπάκι πιο συχνά. Καθώς περνούν τα χρόνια και τα πράγματα αγριεύουν, κυλούν τετράγωνα στους δρόμους, δεν έχουν πόρτες, εγώ παρηγοριά ζητάω στα περασμένα, στ’ άκλαυτα. Χώνω το χέρι στα βαθιά και ανασύρω ό,τι τύχει.

- «Κοίτα», λέω από μέσα μου, «τόσες δεκαετίες στο νερό κι αντέξαν όλα τους, δεν πνίγηκε κανένα». Ξέρω πώς κάποια έχουν πεθάνει από καιρό, αλλά ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος - αίφνης τινάζονται αναστημένα να σου δαγκώσουν το χέρι.

Ετούτα τ’ άγρια είναι και τα πιο νόστιμα. Τα μασουλάω με τις ώρες και τα χαίρομαι. Όχι πως με χορταίνουν (μόνο το στόμα αναστατώνει η μνήμη, το στομάχι το αφήνει άδειο), αλλά η γεύση είναι που μου λείπει εδώ, στην ερημιά του σήμερα, καθώς τα χρόνια έχουν περάσει προ πολλού και τα πράγματα όλα είναι λεία, δεν κρατούν τη βροχή.

***

Τότε ήταν που έσκυψε ο άγγελος θλιμμένος,
φαρμακωμένη η καλή ψυχή του
και τα φτερά στην πλάτη του έσταζαν αίμα.

Του Πάνου Σταθόγιαννη


5/6/10

Παγκόσμιες Ημέρες



Ημέρα της Γης, Ημέρα του Περιβάλλοντος, Ημέρα της Βιοποικιλότητας, Ημέρα του Νερού. Του ανέμου. Της θάλασσας. Της λίμνης. Των ποταμών. Ημέρα του δάσους. Της φώκιας. Του τσαλαπετεινού. Της μαρμότας. Της θείας μου!

Ποτέ δεν είχαμε τόσες πολλές ημέρες-αφιερώματα, που να αντιστοιχούν σε τόσα πολλά εγκλήματα. Δικά μας (μικρά) εγκλήματα αλλά και δολοφονικές, μερικές φορές και σε σημείο γενοκτονίας, ανθρώπινες πράξεις.

Αυτές οι Παγκόσμιες Ημέρες αρχίζουν όλο και περισσότερο να μου θυμίζουν αρχαίες θεότητες των παλιών πολιτισμών. Ή, για να το κάνω πιο οικείο, τους αγίους του χριστιανικού εορτολογίου. Υπάρχει ένας άγιος προστάτης για όλα, για το πυροβολικό, για τη θάλασσα, για τις γκαστρωμένες, για τις λεχώνες, για κάθε πόλη και χωριό, κάθε επάγγελμα ή ανθρώπινη κατάσταση. Κάθε μέρα είναι κι ενός αγίου.

Στην «πολιτικώς ορθή» εποχή μας είναι πιο σικ να αναφέρεται κανείς στις Παγκόσμιες Ημέρες. Για μας ειδικά που εργαζόμαστε στα Μέσα Ενημέρωσης είναι σωτηρία. Αν σας έγραφα μια στήλη, στις 26 Νοεμβρίου, ας πούμε, για τον Βίο του Αγίου Στυλιανού (που παραδοσιακά βοηθούσε τις στείρες γυναίκες να τεκνοποιήσουν), θα νομίζατε ότι σάλταρα. Αν όμως γράψουν ότι στις 25 Ιουλίου είναι η Επετειακή Ημέρα Εξωσωματικής Γονιμοποίησης (γεννήθηκε το πρώτο «παιδί του σωλήνα», όπως τα ονόμαζαν τότε), μπορεί και να με πάρετε σοβαρά. Είναι θέμα εποχής και ηθών.

Το ζήτημα είναι, γίνεται τίποτα; Ημέρα του Περιβάλλοντος σήμερα, με πανηγυρικούς εορτασμούς (κι άλλες τόσες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας). Από τις αρχαίες γιορτές γονιμότητας, τις παγανιστικές ιερουργίες έως τις νεότερες χριστιανικές γιορτές οι άνθρωποι είχαν πάντα ανάγκη τις «Παγκόσμιες Ημέρες» τους. Αυτό δεν σημαίνει πώς αυτό που τιμούμε δεν το σφαγιάζουμε. Πως αυτό που εξυμνούμε δεν το καταστρέφουμε. Δεν είναι τίποτα καινούργιο οι Παγκόσμιες Ημέρες, με άλλο όνομα σημαίνουν την ίδια ενοχή, το ίδιο δέος, την ίδια διγλωσσία.

Ψάχνω, αλλά δεν βρίσκω πουθενά την «Παγκόσμια Ημέρα του Ανθρώπου». Κάπου θα παράπεσε, υποθέτω ανάμεσα στην Παγκόσμια Ημέρα των Κοάλα και την Παγκόσμια Ημέρα Μπουγάτσας! (η τελευταία είναι δική μου επινόηση, αλλά γιατί όχι;)...

Γράφει η Ρίκα Βαγιάνη

4/6/10

Το θαλασσινό τριφύλι...



Το «Μεθυσμένο Καράβι» είναι η πρώτη εικόνα που μου ρχεται στο μυαλό, όταν θέλω να περιγράψω την ακυβέρνητη πολιτεία όπου συζούμε πια όλοι, τα σαλόνια και τα αλώνια, καθώς βυθιζόμαστε παρέα ηδονικά, μέχρι να φτάσουμε στον πάτο και να βρεθούμε τ' ανάσκελα «μες στα σκοτεινά τα φύκια μες στα πράσινα χαλίκια», όπως είπε κι ο Προφήτης Ελύτης.

Τις μέρες αυτές που όλα είναι ρευστά, κολυμπώντας στη στεριά μου, σε κάποιο απο τα νοητά μακροβούτια μου, εντόπισα δυό αστεράκια που λάμπανε. Ξαναβούτηξα πολλές φορές για να ανασύρω το πρώτο Θαλασσινό Τριφύλλι, εδώ, χωρίς να φύγω καθόλου απο το σπίτι μου.

Η Αναστασία Λαμπρία, με ένα σύντομο κείμενο και μία παραπομπή ξεκλειδώνει όλες τίς ενισχυμένες σύγχρονες ασφάλειες -και τις ανασφάλειες μαζί.



«Ὡς ἄνθος μαραίνεται, καὶ ὡς ὄναρ παρέρχεται, καὶ διαλύεται πᾶς ἄνθρωπος», διαβάζω. Αλλά μέσα σ' αυτό «το σκότος το ψηλαφητό» (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, εάν έχετε ακουστά, συγγραφέας Έλληνας, Χριστιανός Ορθόδοξος από τη Σκιάθο) που φωτίζεται από μέσα, μια άλλη λάμψη επιμένει στο συλλογικό μας βάθος με το οποίο πέρασα όλη τη μέρα ταυτισμένη.

Ξαναβουτάω και ξαναβουτάω και νάτο και το δεύτερο, βγαίνει στην επιφάνεια και το κρατώ στο χέρι. Μα τόσο τυχερή;

«Μια φορά στα χίλια χρόνια» λέει ο Προφήτης – αλλά και ο Χρόνος εδώ που τα λέμε σάμπως είναι μετρήσιμος; Εδώ είναι πάντως, τόχω. Γράφει πάνω «Ταμπακιέρα» αλλά δεν είναι ταμπακιέρα, είναι το δεύτερο Θαλασσινό Τριφύλλι που αξιώνομαι την ίδια μέρα, μετά απο χίλιες δεκατρείς καταδύσεις μέσα στο ίδιο μου το σπίτι.



Η Γκέλη Βούρβουλη με κάποιον περίεργο συνειρμό με συνδέει (σε απευθείας σύνδεση) με την εποχή που, δεκαωχτάρα, μοντάριζα συνεντεύξεις που είχα πάρει, πάντα μαζί με τον καθηγητή μου τον Ηλία τον Κουτσούκο (κατοικεί εδώ και πολλά χρόνια στο συλλογικό ασυνείδητο), απο τον Γιώργο Κορδομενίδη, τον Νίκο Μπακόλα, τον "άγνωστο" στους πολλούς, ζωγράφο Κώστα Στάθη λίγο πριν φύγει από τη ζωή, με τις μουσικές που διαλέγαμε στο ραδιόφωνο... Μια «Γυμνοπαιδία» του Erik Satie, έναν Σαββόπουλο, μία Πιάφ, έναν Ντύλαν, ή έναν Μπρέλ.

Κάναμε «δημοσιογραφία», ήταν δημοσιογραφικές οι εκπομπές μας, γεμάτες συνετεύξεις από δημιουργικούς φωτεινούς ανθρώπους και ειδήσεις καλλιτεχνικές και «σπόντες» αντικυβερνητικές, «αντικαραμανλικές» τότε. Και υπήρχαν πολλές αξιόλογες εκπομπές. Θυμάμαι διάβαζα, πόσο πολύ διασκέδαζαν τον Χατζιδάκι αυτές οι παραγωγές αλλά και διάφορα πικάντικα που έγραφαν οι εφημερίδες εκείνα τα χρόνια. Διασκέδαζαν και τον Πρωθυπουργό Καραμανλή, έλεγε ο Χατζιδάκις, αλλά εκνεύριζαν τον υπουργό Τύπου Αθ. Τσαλδάρη και πολλούς ακόμα, στη Βραδυνή κυρίως, και την Απογευματινή καμμιά φορά.



Κυκλοφορούσε τότε για το Τρίτο Πρόγραμμα, πως «τα κείμενα αυτής της αθλίας εκπομπής προφανώς τα γράφει πους-τις και όχι χειρ-τις». Ο Χατζιδάκις είχε βάλει τα γέλια και έβγαλε ένα δελτίο τύπου όπου έλεγε ότι «πρέπει να αποφασίσουν επιτέλους οι παλαιοί δεξιοί, ομοφυλόφιλοι είναι στο Τρίτο Πρόγραμμα ή κομμουνιστές; Γιατί και τα δύο δεν γίνεται – το απαγορεύει το Κόμμα».

Πότε αλήθεια άρχισα να ντρέπομαι όταν μου λέγανε «δημοσιογράφος δεν είστε εσείς;». Αργότερα. Όταν άρχισα να άρχισα να μπαίνω όλο και πιο βαθιά μέσα στο πετσί της δουλειάς. Όταν κατάλαβα πόσο βλαβερές για την υγεία μου ήταν οι κακίες που επικρατούσαν στο χώρο.



«Αποστραφήτωσαν παραυτίκα αισχυνόμενοι οι λέγοντες μοι Εύγε, εύγε», λέει ο Δαβίδ στον 69ο Ψαλμό του. Τους έχει μεταφράσει και ο Κάλβος («ο Ανδρέας ο πρωτόκλητος και πρωτοψάλτης Κάλβος», όπως τον ονομάζει ο Ανδρέας Εμπειρίκος), τους «Ψαλμούς» και τους έχω πάντα απο δίπλα, απο τίς εκδόσεις ΚΕΙΜΕΝΑ του 1981, με εισαγωγή και σχόλια του Γιάννη Δάλλα.

Κρατάω στα χέρια μου αυτά τα δυό Θαλασσινά Τριφύλλια της ιδιωτικής μου κατάδυσης και, «πως αλλοιώς», σκέφτομαι – «δεν είναι τυχαίο που αυτές οι δυό γυναίκες είχαν και οι δύο πατέρες Δημοσιογράφους με Δέλτα κεφαλαίο– και όχι κότες σαν αυτές που διδάσκουν τώρα σ' αυτές τίς άθλιες δημοσιογραφικές σχολές».

Θα μου πείτε «τίποτε δεν είναι τυχαίο». Και θα συμφωνήσω απόλυτα.

3/6/10

Πάλι πλησιάζει Παρασκευή , που να πάρει...



… Συνέβη εκείνους τους πολύ παλαιούς καιρούς, όταν ακόμη ο καιρός δεν ήτανε καιρός γιατί δεν κυλούσε, μόνο παραζαλισμένος έφερνε βόλτα γύρω από το μάτι του σαν σβούρα.
Ξημέρωνε ένα πρωινό ομιχλώδες και κρύο πάνω από τους ολοστρόγγυλους λειμώνες του χρόνου. Παντού μπαμπάκια πάχνης αιωρούμενα, συχνά να σκαλώνουν στις βελόνες των πεύκων, να τα παίζει ο αέρας, να τα μαδάει σε κλωστές ως κάτω μακριά, εκεί που τα λιβάδια γίνονται άμμος ξανθή και αρχίζει η περιπέτεια της θάλασσας.



Όλα έμοιαζαν απολιθωμένα, τα νερά στεκούμενα και ο άνεμος χαυνωμένος, γιατί η επανάληψη τα επανέφερε, τα επαναπάτριζε στη θέση εκκίνησης, έτσι που το ‘‘γίγνεσθαι’’ να αυτοκαταναλώνεται αυτούσιο και να κατακυρώνεται στα κυκλικά ενυδρεία του ‘‘τώρα’’.

Κάτι υπηρέτες αράπηδες, που είχαν βγει χαράματα να αρμέξουνε τις αγελάδες και ύστερα να τις βγάλουν για βοσκή, επιστρέφοντας με τις βαριές καρδάρες στα χέρια, βρήκανε στην αυλόπορτα της Εβδομάδας ένα πλεχτό καλάθι από χλωρά κλωνάρια λυγαριάς. Μέσα του, ένα κοριτσάκι με τα ξίγκια της γέννας ασφούγγιστα ακόμη να κάνουν κρούστα πάνω στο αχαμνό του κορμάκι, νιαούριζε σπαρακτικά από μοναξιά κι από πείνα σαν πεινασμένο γατσούλι.



Φορούσε στο λαιμό του ένα εγκόλπιο από κοκκινωπό χρυσάφι, δουλεμένο στο σχήμα της ερωτευμένης καρδιάς, και στα ροδαλά του χέρια έσφιγγε δύο αμυγδαλάκια. Κανείς ποτέ δεν έμαθε ποιοι ήταν οι γονείς της και ποια χρεία τους ανάγκασε να την παρατήσουν απροστάτευτη στους πέντε δρόμους, ελπίζοντας στην αμφίβολη φιλανθρωπία κάποιων ξένων. Ευτυχώς όμως, η μικρή έπεσε σε καλά χέρια. Την μπάσανε στο σπίτι της Εβδομάδας και τη μεγάλωσαν σαν δικό τους παιδί, ταΐζοντάς τη σταφίδες και ζαχαρωτά και ποτίζοντάς την ολόπαχο αγελαδινό γάλα.

… Όταν με το θέλημα του Θεού ήρθε καιρός να ανοίξουνε οι πόρτες της Ιστορίας για να κυλήσει το ποτάμι του καιρού ψάχνοντας την κοίτη του, ανυποψίαστο για τα προσχωσιγενή της εκβολής του, δόθηκε στην Παρασκευή –αν και υιοθετημένη– το προνόμιο να κουμαντάρει κι αυτή με τη σειρά της την πορεία και τα χούγια του καιρού.



Έσπασε τότε εκείνη το ένα αμύγδαλο κι έβγαλε από μέσα ένα φουστάνι που είχε ζωγραφισμένο πάνω του το ουρανό με τ’ άστρα, το φόρεσε και σαν χτενίστηκε και βγήκε στο σεργιάνι έλαμψαν ιλαρά ως την πιο μυστική τους κόχη όλες οι κάμαρες του χρόνου. Έσπασε και το άλλο αμυγδαλάκι κι έβγαλε ένα δεύτερο φουστάνι χωρίς ραφή και βελονιά, που είχε τη γη με τα λουλούδια ένα προς ένα αυτοπροσώπως πάνω του, το πρόβαρε κι αγαλλίασαν οι καθρέφτες ραγίζοντας και γέλασαν ευτυχισμένες όλες οι κάμαρες του χρόνου.

Έτσι έκανε το ποδαρικό της μέσα στον καιρό, πεντάμορφη κι αστραφτερή, φορώντας δώδεκα ώρες το εικοσιτετράωρο το ένα της φουστάνι, δώδεκα ώρες το άλλο, και διαρκώς το βαφτιστικό της εγκόλπιο.



... Από τις έξι θηλυκές Ημέρες της Εβδομάδας, η Παρασκευή είναι, κοινή παραδοχή, η ομορφότερη. Τα Χαρτιά που μιλούν για το πώς κατανεμήθηκε η ομορφιά στον κόσμο λένε ότι το δέρμα της έχει το χρώμα του ψημένου σιμιγδαλιού, τα μάτια της είναι στιλπνά, υγρά και τσακίρικα, σαν της δορκάδας την άνοιξη, και οι αστράγαλοί της είναι λεπτοί και κοντυλογραμμένοι.

Όμως οι αδερφές της πιο πολύ τη ζηλεύουν για τα τροφαντά της βυζιά, τρυφερά και μεγάλα όσο δυο κούπες φυσημένες από αλχημιστές της Πράγας. Στο αιχμηρό τους ζενίθ θριαμβεύουν κόκκινες οι ζουμερές κι ολόγλυκες, ίδιες με βυτινιώτικα κεράσια, ρώγες.



… Η Παρασκευή διαλέγει τους εραστές της αποκλειστικά από την κάστα των μυστακοφόρων (δείχνοντας μάλιστα ιδιαίτερη προτίμηση σε εκείνους με τα ανατολίτικα γούστα), για να τους παραδοθεί μπαίνοντας στο σώμα κάποιας από τις θνητές γυναίκες του κόσμου. Ύστερα από κάθε ερωτική συνεύρεση, έχει τη θαυμαστή ικανότητα να επαναφέρει αυτομάτως την παρθενιά και στις εννέα παραβιασμένες τρύπες του κορμιού της. Όποιος καλότυχος λάβει τη δωρεά να την κοιμηθεί μια νύχτα μετά δε θέλει να γυρίσει να κοιτάξει άλλη γυναίκα – τέτοια είναι η γλύκα της αγκαλιάς της.

…Τα χαρτιά που μιλούν για το που φυτρώνει το δειλό πανσεδάκι της καλοσύνης και πού απλώνει ρίζα η άγρια αγκινάρα της κακίας λένε, ότι τις πενήντα μία φορές που η Παρασκευή έχει το πάνω χέρι στα καλεντάρια, προστατεύει τους κατατρεγμένους, τους ασθενείς και τους οδοιπόρους.



Για παράδειγμα, το χάραμα της Παρασκευής, όταν οι λύκοι επιστρέφουν χορτασμένοι στις μονές τους, είναι η καλύτερη στιγμή για να πιάσει παιδί και μάλιστα αρσενικό η στείρα γυναίκα. Το μεσημέρι της Παρασκευής βοηθάει στο να γυρίσει η τύχη του κατσικοπόδαρου κουμαρτζή. Το δε βράδυ της είναι η πιο κατάλληλη ώρα για να περάσει τα σύνορα ο λαθρέμπορας, χωρίς να πιάσουν τη μυρωδιά του τα σκυλιά ή να τον βρει η σφαίρα των τελώνηδων.

Όλοι οι ελεεινοί και αξιοδάκρυτοι της οικουμένης, αλλά και κάμποσοι τρανοί –άρχοντες των αγρών και των αλόγων, στρατηλάτες γερακομύτες και υπερφίαλοι, θαλασσοπόροι μερεμετατζήδες των κυμάτων, αστροναύτες πελαργοί ασουλούπωτοι– κουβαλάνε πάνω τους ένα χαλίκι κοκκινωπό χρυσάφι που, απ’ ό,τι λένε, είναι φτιαγμένο και το μενταγιόν της Παρασκευής.


Όταν ο κόμπος από τα βάσανα της ζωής φτάσει στο χτένι, όταν αρρώστια ή βασκανία χτυπήσει το σόι τους και τα ζωντανά τους, όταν λίβας μαροκινός κάψει τη σοδειά τους ή κίνδυνοι απρόβλεπτοι απειλήσουν τις περιουσίες τους, όταν ύφαλος από κοράλλια-μαχαίρια χαρακώσει την καρίνα των καραβιών τους ή αιφνίδιος μετεωρίτης εμφανιστεί στα όργανα ελέγχου των διαστημοπλοίων τους, τότε το πιπιλάνε να πάρουν κουράγιο και δύναμη.

… Μια φορά το χρόνο, όμως, η Παρασκευή ξυπνάει ρουθουνίζοντας σαν σιχαμένη γουρούνα και, σάμπως να της τσιγκλάνε τα ψαχνά όλοι οι διάβολοι και οι τρίβολοι, πάει να στραγγαλίσει μέσα στην αβρότητα των χεριών της όλες τις καλοσύνες που έπραξε τον προηγούμενο καιρό.


Τα Χαρτιά δε λένε αν ετούτη η ημέρα-πανικός, η ημέρα-ταραντούλα πέφτει άνοιξη ή φθινόπωρο, χειμώνα ή καλοκαίρι, τονίζουν όμως ότι, όπως η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί, έτσι και η πιο σκληρή ημέρα του χρόνου δείχνει από τα χαράματα τη μοχθηρία των δοντιών της. Αρχίζει από τις πρώτες πρωινές ώρες με ένα ψιλόβροχο σαν ξυραφάκι, που πειθαναγκάζει τα νεύρα στη φουρτούνα της ανατριχίλας και κάνει τα νεφρά να δένουν στην ψίχα τους επώδυνα κρυσταλλικά βοτσαλάκια, για να τελειώσει με μια μυρωδιά αναγούλας, μια μυρωδιά γδαρμένου σκύλου, που ποτίζει ως το μεδούλι τον καιρό. Ίσως η ανεξήγητη φούρκα του μυαλού και της καρδιάς της να απελευθερώνει ιδρώτα άσχημο και βρομερό που να καλύπτει το μύρο που ευωδιάζουν οι τρυφερές της αμασχάλες και η διχάλα ψηλά των ποδιών της.



Μια τέτοια ημέρα κάθε πετούμενο πουλί θα βρει στη φωλιά του αυγά φιδιού κι ανίδεο θα κουρνιάσει πάνω τους να τα επωάσει. Μια τέτοια ημέρα ο Υιός του Ανθρώπου, γδυμνός και των ταπεινών ταπεινότερος, θα κατεβεί στον Άδη με τα σημάδια των ήλων, του ακάνθινου στεφάνου και της λόγχης στο πάνσεπτό Του σώμα, νεκρός νοούμενος εν μέσω νεκρών. Μια τέτοια ημέρα, ο εραστής του έρωτα των Αμαδρυάδων, ο των θαυμάτων και τεράτων ποιητής, θα γράψει εκείνο το άρτιο ποίημα, το ζωντανό ποίημα, που θα στραφεί εναντίον του και θα τον πάρει στο κατόπι, όπου κι αν πάει, όπου κι αν σταθεί, ως να τον αφανίσει.

Ας μην πιάσει προζύμι η καλή νοικοκυρά μια τέτοια ημέρα, γιατί άρτο φαρμακωμένο θα ταΐσει τους εδικούς της΄ ας μη φτύσει τις παλάμες του ο πρωτομάστορας πιάνοντας το μυστρί, γιατί θα χρειαστεί αργότερα να χτίσει τη διαλεχτή του στα θεμέλια για να στεριώσει το γεφύρι΄ ας μη μείνει ούτε μια στιγμούλα αφύλαχτο το παιδί στο σπίτι, γιατί θα χώσει της φουρκέτες της μητέρας του στην πρίζα.


Κι εσύ, φίλε αναγνώστη,

αν είσαι σμιχτοφρύδης, μάθε να ξεχωρίζεις την οσμή του γδαρμένου σκύλου κι άμα Παρασκευή τη νιώσεις να σου τριβελίζει τα ρουθούνια, λυπήσουμε, κλείσε αμέσως ετούτη τη σελίδα κι ούτε μια συλλαβή από το βαφτιστικό μου όνομα μην πιάσεις στο στόμα σου...

(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Πάνου Σταθόγιαννη ‘‘Η ΚΙΒΩΤΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΟΘΥΜΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ’’, εκδόσεις Νέα Σύνορα – Α. Α. Λιβάνη, 1995.


2/6/10

O πλάτανος του Μεντρεσέ




Απέναντι απ' τους Αέρηδες, ανάμεσα στα μνημεία τα κλισέ, τα τουριστικά, μοιάζει σαν ένα ακόμα ρημαδιό. Κι όμως Αθηναίοι, πρόκειται για σημαντικό κομμάτι της Οθωμανικής αλλά και της σύγχρονης Ιστορίας της πόλης μας, σημαντικό σύμβολο, άλλοτε πίστης κι άλλοτε φρίκης.

Ψηλά, στη γωνιά που ξεκινά η Αιόλου στέκει ακόμα η πύλη του Μεντρεσέ. Χτίστηκε το 1721 και λειτούργησε σαν ισλαμική θρησκευτική σχολή (ιεροσπουδαστήριο άλλωστε σημαίνει στα Τουρκικά). Γύρω-γύρω τα δωμάτια των οικότροφων φοιτητών και στη μέση η αυλή, που στο κέντρο της φύτεψαν ένα δέντράκι. Όλα κυλούσαν γαλήνια και μουσουλμανικά μέχρι που αρχές του 18ου αιώνα οι Τούρκοι, για ανεξήγητο λόγο, τον μετέτρεψαν σε φυλακή.



Ωιμέ, από τότε ξεκίνησε το κακό το όνομα, συνώνυμο της επί Αττικής κόλασης. Το απελευθερωθέν ελληνικό κράτος συνέχισε να το χρησιμοποίει σαν φυλακή, άσε που στο μεταξύ το μικρό δεντράκι ράτσες, έθνη και λαλιές δεν το απασχολούσαν, θέριεψε κι έγινε τεράστιος πλάτανος.



Τρομερός και φοβερός όμως. Στα κλαδιά του κρεμάστηκε άπειρος κοσμάκης, από ποινικούς μέχρι πολιτικούς κρατούμενους. Και όχι μόνο αυτό, το δεντράκι άφησε πίσω του και την έκφραση "Χαιρέτα μου τον πλάτανο", που χρησιμοποιούσαν οι πρώην εκεί φυλακισμένοι και την απευθύνανε σε όποιον φλέρταρε με παραβατική συμπεριφορά, προβλέποντας ότι θα κατέληγε εκεί.





Η επιγραφή στην κορυφή της εισόδου σε αράβικη γραφή:

"Ο πάνσοφος θεός, αποφάσισε ότι τα παιδιά αυτής εδώ της πόλης πρέπει να έχουν πλούσια μόρφωση. Γι' αυτό έβαλε στην καρδιά του Μεχμέτ Φαχρή την επιθυμία να ιδρύσει Ιεροδιδασκαλείο στο κέντρο της πόλης, ώστε σε αυτό το Ιεροδιδασκαλείο να μορφώνονται τα τέκνα του Προφήτη, λαμβάνοντας καλή ανατροφή και ζώντας μέσα σε αδελφική αγάπη, σαν να βρίσκονται στον παράδεισο".

Βαρύ το κάρμα του πλατάνου και μάλλον υπάρχει και Θεός και Αλλάχ και το 1915 ένας κεραυνός έκαψε το θεριό. Κάπως έτσι, 4 χρόνια αργότερα, ο λαοθρύλητος τόπος βασανιστηρίων του Μεντρεσέ κατεδαφίστηκε και διατηρήθηκε μόνο η είσοδος, έτσι να ΄χουμε να λέμε ότι κάτι κρατήσαμε κάτι απ' τα 400 χρόνια ιστορίας και μουσουλμανικής αρχιτεκτονικής της Αθήνας.

«Ω Πλάτανε του Μενδρεσέ, στοιχειό καταραμένο
της τυραννίας τρόπαιο, σε φυλακή υψωμένο.
Συμμάζωξε τα φύλλα σου τα δακρυραντισμένα,
να ιδώ κομμάτι ουρανό και τ’ άστρα τα καϋμένα.
Αν είσαι δέντρο σπλαχνικό ανθρώπους μη μιμήσαι
μη δεσμοφύλακας και συ ωσάν εκείνους είσαι!

Θα έρθη η ώρα πλάτανε, της χώρας μας Βαστίλη,
που ξυλοκόπους η οργή του Έθνους θα σου στείλη,
και πέλεκυς στη ρίζα σου ελεύθερα θ’ αστράψη.
Δεν θα σε φαν γεράματα, φωτιά δεν θα σε κάψη,
και γύρω θα χορέψωμε στη στάχτη σου τη κρύα
εμείς, που θάφτει σήμερα εδώ η τυρρανία».

- Αχιλλέας Παράσχος, 1861

Πηγή: Athens voice