31/10/08

Ο κλειδωμένος μπουφές της γιαγιάς...


Η γιαγιά η Εριφύλη, ήταν μερακλού . Της άρεσαν τα όμορφα πράγματα, και ειδικά ότι είχε σχέση με το σπίτι. Στο μεγάλο μπουφέ της είχε σερβίτσια του καφέ, πολλά κανατάκια με μικροσκοπικά ποτηράκια για λικέρ, πιάτα του γλυκού που τα είχε κι αυτή από τη γιαγιά της. Εκεί έκρυβε και τα γλυκά, συνήθως τα τσιμπιστά που έφτιαχνε τα Χριστούγεννα και τα κουλουράκια της. Εκείνα τα κουλουράκια που έφτιαχνε σε σχήμα κοτσίδας και μοσχομύριζε το σπίτι. Δεν μας άφηνε να ζυγώσουμε στον μπουφέ, ήταν απαγορευμένη περιοχή. Κι εμείς δεν πλησιάζαμε αν και τον κοιτούσαμε παραπονεμένα. Μερικές φορές που ξεχνούσε το κλειδί πάνω στο μεγάλο ντουλάπι το ανοίγαμε και παίρναμε από κανένα κουλουράκι που το τρώγαμε στα γρήγορα μην τυχόν και μας πιάσει στα πράσα.


Το αγαπημένο λικέρ που μπορούσαμε ακόμη κι εμείς οι μικροί να πίνουμε ήταν το στομαχικό. Έτσι το λέγανε. Λικέρ που έφτιαχνε η γιαγιά από κράνα. Μας έδιναν ένα μικρό ποτηράκι κάθε φορά που πονούσε η κοιλιά ή το στομάχι μας. Χαράς ευαγγέλια τότε... κρατούσαμε το ποτηράκι όπως οι μεγάλοι και πίναμε γουλιά γουλιά και σιγά το λικέρ. Ήταν δυνατό. Και φυσικά δεν είχε καμμιά σχέση με το καθημερινό γάλα που μας ετοιμάζαν και κάναμε χίλια δυο κόλπα για να μην το πιούμε, κι ας είχε και κακάο μέσα.


Στη γιαγιά και στον παππού, τον καιρό εκείνο που η coca cola και όλα αυτά τα αναψυκτικά και οι χυμοί δεν κυκλοφορούσαν τόσο ευρέως, υπήρχαν εκείνες οι περίφημες λεμονάδες και πορτοκαλάδες «ΦΛΩΡΙΝΑ». Καμμιά σχέση με αυτά που πίνουμε σήμερα. Άλλη γεύση είχαν εκείνα. Σε μικρά μπουκαλάκια καμπυλωτά. Τα θυμάμαι σαν να είναι τώρα... Ο παππούς έπαιρνε πάντα μια κάσα. Μισή λεμονάδες και μισή πορτοκαλάδες. Και φυσικά δεν πίναμε κάθε μέρα. Τις κυριακές ή σε γιορτές.


Αυτό το πορτοκαλί δισκάκι με το καραφάκι και τα ποτηράκια γύρω γύρω ήταν το αγαπημένο της γιαγιάς. Το καθημερινό της. Αυτό που βρισκόταν πάντα στην πρώτη γραμμή, σε περίπτωση που ερχόταν κάποιος σπίτι απρόσμενα, για να τον κεράσει. Φυσικά λικέρ έπιναν μόνο οι γυναίκες... και είναι σίγουρο ότι θα ζήλευαν οι καημένοι οι άντρες. Κανείς δεν αντιστέκεται στο στομαχικό. Γιατρικό το έλεγε η γιαγιά. Και σίγουρα κάτι ήξερε.

Οι εποχές εκείνες πέρασαν, πάντα όμως κάτι υπάρχει για να μας τις θυμίζει. Χτες εκεί που έψαχνα στα κουτιά μου βρήκα ένα ημερολόγιο της γιαγιάς. Από αυτά τα μικρά, τσέπης με τις γιορτές μέσα. Είχε γραμμένα κάποια τηλέφωνα. Από τη μαμά μου, τους θείους μου τις φίλες της. Και στην τελευταία σελίδα, γραμμένη τη συνταγή από τα κουλουράκια. Με μικροσκοπικά γράμματα γύρω γύρω από τη σελίδα... σαν να την είχε περασμένη με κώδικα. Για να την διαβάσεις πρέπει να γυρίζεις το ημερολόγιο γύρω γύρω... Λες και ήθελε μαζί με τα κουλουράκια να κλειδώσει και τη συνταγή...

30/10/08

Νύχτα Οκτώβρη


To τέλος της μέρας έφτασε. Κι έτσι όπως ακούγεται η βροχή είναι όμορφα. Η μέρα τούτη ήταν περίεργη και δεν ξέρω καν γιατί. Σαν ξένη... Ή αυτή ή εγώ ήμουν αλλού. Δεν πειράζει όμως, κι αυτά συμβαίνουν. Δεν θα με προβληματίσει κι αυτό. Εκείνο που θέλω είναι να μπορέσω να κοιμηθώ και αύριο να ξυπνήσω καλύτερα. Μου λείπουν οι βόλτες. Δυο μέρες τώρα που δεν πηγαίνω και νιώθω άσχημα. Αν δεν έχω πυρετό αύριο θα πάω. Και μετά δουλειά. Άλλο ένα κομμάτι σημαντικό. Που πρέπει να μπει σε ρυθμό, να ξαναζωντανέψει.

Κλεισμένα τα φώτα και το σπίτι φωτίζεται από το τζάκι. Ο Μήτσος κοιμάται τον ύπνο του δικαίου κι εγώ προσπαθώ ακόμη να βάλω σε σειρά τις σκέψεις μου. Και θα τις βάλω... έχω πεισμώσει πολύ απόψε...


Το πέπλο της νύχτας


Νύχτωσε για τα καλά έξω. Και βρέχει... Το κατάλαβα από την γυαλάδα του δρόμου. Μετά η βροχή δυνάμωσε και την άκουγα. Κόσμος με ομπρέλες περπατά βιαστικά στο δρόμο. Κάνει κρύο έξω. Ο καιρός όσο καλός και να είναι τη μέρα, το βράδυ αγριεύει. Δεν αστειεύεται. Τελείωσα με τα σχέδια, αύριο πάλι. Η αλήθεια είναι ότι το κεφάλι μου πονάει πολύ. Ανέβηκε και ο πυρετός. Όμως στο κρεβάτι δεν πέφτω ο κόσμος να γυρίσει ανάποδα. Ποτέ δεν το υπέφερα αυτό. Να είμαι άρρωστη στο κρεβάτι. Νιώθω πιο χάλια. Θέλω να είμαι όρθια και να μην αλλάξει τίποτα από όσα κάνω κάθε μέρα. Και δεν θέλω τσάι... όχι ευχαριστώ. Ούτε αυτό το αντέχω.

Ουφ...

Σουρουπώνει στις γειτονιές


Έπεσε και πάλι σκοτάδι στις γειτονιές του κόσμου. Από το παράθυρο μου χαζεύω τα φώτα στο δρόμο. Την κίνηση που σκορπά μια αίσθηση ζωής εκεί έξω. Κόσμος, αυτοκίνητα για προορισμούς άγνωστους. Μια πόλη φόρεσε το πέπλο της και ετοιμάζεται για να ξαποστάσει. Μια ακόμη μέρα πλησιάζει στο τέλος της.


Παιχνιδίσματα φωτός


Μέρα που όλα αλλάζουν με μεγάλη ταχύτητα... συννενοήσεις, σχέδια για το μέλλον. Αποφάσεις σοβαρές. Αλλαγές για μια καλύτερη ζωή. Για ένα καλύτερο αύριο. Μέσα μου νιώθω ότι αλλάζουν πολλά. Πρέπει να μπουν σε σειρά. Από εκεί να ξεκινήσω...

Στο μεταίχμιο της μέρας


To τζάκι αναμμένο, κι εγώ να προσπαθώ να βγάλω σχέδια για την καινούργια δουλειά που ετοιμάζω. Μου αρέσει αυτή η διαδικασία. Είναι η πιο δημιουργική. Και η πιο δύσκολη. Η επιλογή του σχεδίου που θα υπάρχει πάνω σε ένα διαφημιστικό. Πρέπει να είναι εντυπωσιακή, ασυνήθιστη. Χρειάζεται να επιστρατεύσω όλη τη φαντασία μου για να βρω το καλύτερο. Μοιάζει με παιχνίδι. Να συνδυάσω τα χρώματα, τις γραμματοσειρές, την εικόνα... Μπλοκ, μολύβια, ρυζόχαρτο όλα απλωμένα για να μπορώ να δουλέψω. Να πάρει τελική μορφή η εικόνα πρώτα, για να μπορέσω να βγάλω τα δείγματα. Άλλη μια προσπάθεια να ξεκινήσει η δουλειά. Για να δούμε τι θα γίνει αυτή τη φορά...

Απογευματινοί αντικατοπτρισμοί


Aναμονή... ώρες που σταμάτησαν και κόλλησαν στους δείχτες του ρολογιού. Περιμένω να φανείς. Να έρθεις. Να δώσεις πνοή στον χρόνο να αρχίσει και πάλι την αδιάκοπη πορεία του. Και μαζί μ' αυτόν να αρχίσει να κυλά πάλι το αίμα μέσα μου, να νιώσω ζεστασιά.

Ώρες αναμονής...

'Ωρες μεσημεριού


Ο ήλιος χάθηκε. Μέσα στα γκρίζα σύννεφα τ' ουρανού. Σκοτείνιασε και ένα κρύο απλώθηκε. Μια περίεργη ώρα τούτη δω. Μοιάζει με τον καιρό η διάθεση μου. Μπερδεμένη κι αυτή. Παγωμένη. Κι ας καίω ολόκληρη. Μάλλον δεν βοηθά αυτό. Μια παράξενη ησυχία. Τίποτα δεν ακούγεται παρά το πληκτρολόγιο που γράφει...

Σκέψεις που τρέχουν, εικόνες, θυμήσεις. Και στο κέντρο εσύ. Η εικόνα σου... το δικό μου φυλαχτό. Ανάμμεσα στο στήθος. Εκεί στην καρδιά...

Πρωινό Οκτώβρη


Πρωινό γεμάτο χρώματα, σκιές και φως. Παιχνιδιάρικες ακτίνες ήλιου, σύννεφα που τρέχουν πέρα δώθε στο γαλάζιο του ουρανού. Τελευταίες μέρες του Οκτώβρη. Γεμάτες εκρήξεις χρωμάτων, πινελιές που βάφουν τα πάντα γύρω τους. Μήνας γλυκός, σιωπηλός, μελαγχολικός. Γοητευτικά όμορφος.

Όταν ο ήλιος σκαρφαλώνει στο μπλέ του ουρανού


Πρωινό Οκτώβρη... από τα τελευταία του μήνα. Πως πέρασε ο Οκτώβρης δεν το κατάλαβα. Σαν ένα φύσημα του αγέρα. Λες και χτες ήταν καλοκαίρι ακόμη... Περνάει ο καιρός. Μοιάζει να βιάζεται. Και μαζί του παρασύρει και μας.

Έχει μια καλή μέρα έξω. Ο καιρός είναι πολύ παράξενος τα χρόνια τούτα. Τη μια μέρα με κρύο και την επόμενη λιακάδα. Λες και έχει μπερδευτεί το καλαντάρι του χρόνου. Σαν να έχει χάσει την πυξίδα του. Ας είναι. Κάποια στιγμή θα βρει κι αυτός το δρόμο του. Θα αποφασίσει επιτέλους τι θα φορέσει.

Πρωινό Οκτώβρη... κοιτάζοντας πάντα μπροστά...

Ξημερώνει...


Mια νέα μέρα ξεκινά. Χτες το βράδυ ήταν ήρεμο. Τυλίχτηκα με μια κουβερτούλα στην πολυθρόνα και έτσι ξαπλωμένη με πήρε ο ύπνος. Ο πυρετός επέμενε αλλά δεν με φόβιζε αυτό. Δεν έπαθε κανείς ποτέ τίποτα από μια γρίπη.

Άφησα το μυαλό μου να τρέξει χιλιόμετρα μακρυά. Να βρεθώ σε εικόνες και στιγμές φυλαγμένες. Φυλαχτό τις ώρες τούτες. Πέρασα πάνω από λίμνες, από βουνά, από πέτρινα σπίτια. Είδα τις κορφές ξανά χιονισμένες... διάβηκα δρόμους που είχα ξαναπεράσει. Γεμάτους από τα χρώματα του φθινοπώρου. Είδα έναν ήλιο που έβγαινε από τη γη θαρρείς. Ξεφύτρωσε από το πουθενά για να κάνει μια βόλτα στο μπλε του ουρανού. Έλουζε τα πάντα γύρω του. Με ένα χρώμα τόσο γλυκό...Τόσο φωτεινό...

Κι ύστερα, έτσι ξαφνικά χάθηκα. Στις γειτονιές του ονείρου. Εκεί βρήκα εσένα. Κι ένιωσα πάλι ζεστά. Ένιωσα πάλι όμορφα.

Μια νέα μέρα ξεκινά...

29/10/08

Άσπρο... για τη ζωή


Στη σκέψη μου μια φίλη απόψε. Μια αδερφή... έτσι τη νιώθω τουλάχιστον. Που μπορεί να μην ταιριάζουμε. Να μην είμαστε ίδιες. Όμως εκεί πιστεύω κρύβεται και η ομορφιά της σχέσης μας. Θα ήθελα να βρίσκομαι κοντά της τούτη τη μέρα. Να μπορώ να της κρατήσω το χέρι και να της πω ότι την αγαπώ πολύ. Γι αυτό που είναι. Γιατί είναι αληθινή. Καθαρή σαν μικρό παιδί.


Θα ήθελα να μπορώ να την κάνω να χαμογελάσει, αλλά αληθινά. Όχι για να κάνει τις καρδιές των άλλων. Θα ήθελα να την αγκαλιάσω και δίχως λόγια να της δείξω ότι είμαι μαζί της σ' αυτό που περνά. Σε ότι δύσκολο έρχεται. Κι αν θα έπρεπε να μιλήσω θα ήθελα μόνο να της πω... ότι μέσα από μαύρο που αναπόφευκτα έρχεται στη ζωή μας, ξεπηδά και το άσπρο. Πάντα βαδίζουν μαζί αυτά.


Εύχομαι η καρδούλα της να γίνει κάποια μέρα τόσο άσπρη από ευτυχία, όσο και τα κρινάκια αυτά. Που αψήφησαν το σκληρό περιβάλλον, και φύτρωσαν μέσα στις πέτρες και τα βράχια. Γιατί η ομορφιά της ψυχής πάντα φυτρώνει. Όσο δύσκολος κι αν είναι ο τόπος... πάντα βρίσκει το φως που την οδηγεί στη Ζωή.

Κατηγορία «νεανικό κοινό»...Λυπάμαι, χάσατε...


Να μαι, λοιπόν, καλά μου δισέγγονα, σε γήρας βαθύ. Σας γράφω με τη σοφία της γιαγιάς, με το τσεμπέρι μου, το μπαστούνι μου και τα ροζιασμένα μου χέρια να ψαχουλεύουν το παξιμάδι που θα βουτήξω στο τσάι.

Πώς; Αν αισθάνομαι τόσο γριά; Μη ρωτάτε εμένα, ρωτήστε τους δείκτες της AGB και συγκεκριμένα την κατηγορία «νεανικό κοινό»!

Οπως εκείνος ο αξέχαστος τυπάκος από τον Κάφκα κοιμήθηκε ένα βράδυ άνθρωπος και το πρωί ξύπνησε κατσαρίδα, έτσι κι εγώ ένα δειλινό αποκοιμήθηκα μια χαρά γυναίκα και το πρωί ξύπνησα μπάμπω του χωριού, η γριούλα του Τιτανικού. Ο λόγος; Στατιστικά, δεν λογίζομαι πια στα «νεανικά κοινά»!

Αν ζείτε, τα τελευταία χρόνια, σε άλλον τηλε-πλανήτη, ίσως δεν θα ξέρετε τι είναι τα «νεανικά κοινά». Είναι οι ηλικίες 15-44 ετών, έτσι όπως τις ερμηνεύουν τα τηλεοπτικά δίκτυα, για να αναδείξουν την πραμάτεια τους.

Είναι καινούργια μόδα αυτή; Και ναι και όχι. Η εταιρεία μετρήσεων τηλεθέασης είχε πάντα αυτή την υποκατηγορία και (για να είμαστε δίκαιοι) ποτέ δεν τη χαρακτήρισε «νεανικό κοινό». Αυτή η νέα ορολογία είναι που μου τσάκισε την υπόληψη, το ίματζ και το νευρικό μου σύστημα. Αυτό το «νεανικό κοινό» θα με ρίξει στις βελόνες του μπότοξ.

Να μαι λοιπόν, λίγο ξώφαλτσα από τα πενήντα, με τις δίαιτές μου, το καρνέ των επιταγών μου, το αμαξάκι μου το ζόρικο. Να μαι με τα ρουχαλάκια μου τα τσαχπίνικα, τα ψηλά μου τακούνια, τα γυμναστήρια και τις γιόγκες μου. Να μαι στη ροκ συναυλία, στις τεκίλες, στις μουσικές και στις νυχτερινές μου αλητείες με την παλιοπαρέα, όταν πάνε τα πιτσιρίκια για ύπνο. Δεν μετράνε όλα αυτά; Ουδόλως.

Διότι, που να χτυπηθώ κάτω, δεν είμαι «πια νεανικό κοινό». Είμαι (αν πιστέψεις τους δείκτες) στη νέα κατηγορία τηλεθεατών, την «καλή ψυχή».

Να ζήσω, να με θυμάμαι!

Συνάντηση χρωμάτων ...


Όταν το πορτοκαλί συνάντησε το μωβ η ζωή απέκτησε περισσότερο χρώμα...

Έκρηξη αισθήσεων


Μια κολοκύθα μεταμορφώνεται σε σκηνή καθημερινής φροντίδας και στοργής. Η μητέρα με τα παιδιά της...


Ένα πεπόνι που εκτός από τους χυμούς του αναδίδει και το άρωμα ενός έρωτα που στροβιλίζεται στον αέρα...


Μέσα από ένα ραπανάκι αναδύονται τρεις μούσες, τρεις γυναίκες που συμβολίζουν τη Ζωή και το πάθος γι αυτή...


Ο έρωτας μόνο μέσα από μια φράουλα θα μπορούσε να ξεπεταχτεί... Σκανταλιάρης, δυνατός και ατίθασος...


Μέσα στους γευστικούς χυμούς ενός ανανά η γυναικεία φιγούρα με τους δικούς της χυμούς και τα δικά της θέλγητρα...


Το πατζάρι είναι ένας καρπός που συμβολίζει το αίμα.... μέσα από το θάνατο γεννιέται μια νέα ζωή...


Ένα ζευγάρι σκαλισμένο στο σκληρό καρότο. Ένα ζευγάρι ερωτευμένο που έρχεται σε αντίθεση με την σκληρότητα του καρπού...

28/10/08

Με «όπλο» το γέλιο οι επιθεωρήσεις του '40


«Ουσία της Επιθεώρησης αναγνωρίστηκε από την πρώτη στιγμή η επικαιρότητα. Η επιθεώρησις είναι επίκαιρος, εν είδος εφημερίδος καθημερινής είχε πει στα 1915 ο Γεώργιος Τσοκόπουλος.
Η εμπόλεμη Ελλάδα πέρασε πολιτικά μηνύματα μέσα από την επιθεώρηση. «...Η επιθεωρησιακή σκηνή πιάνει τώρα τον πατριωτικό μίτο από τις επιθεωρήσεις των Βαλκανικών Πολέμων και του Α Παγκοσμίου Πολέμου: Πολεμική Επιθεώρηση, Πολεμικά Παναθήναια 1940, Αθήνα-Ρώμη και φεύγουμε...», γράφει η θεατρολόγος, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Δηώ Καγγελάρη στην «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000».

«Με υποτυπώδη ή φαντασμαγορικά σκηνικά (ένα σκηνογραφικό ομοίωμα, λόγου χάρη, του αντιτορπιλικού Ελλη), με μουσική υπόκρουση τον Εθνικό αλλά και τον Ακάθιστο Υμνο και με μοιρασμένη τη συναισθηματική φόρτιση μεταξύ σκηνής και πλατείας, η υπογράμμιση της γενναιότητας του ελληνικού στρατού και η ανελέητη σάτιρα για την υποχώρηση των Ιταλών προσφέρουν δυο ώρες ενθουσιασμού και γέλιου. Η ανταπόκριση από το θέατρον πολέμου είναι άμεση...».

«Ηρωικό ευζωνάκι»
«Ιέν-δυο-ιέν-δυο, ιγώ ιμ ιγώ, ιβζουνάκι γοργό...» τραγουδούσε η Αννα Καλουτά στο θέατρο «Μοντιάλ» λίγο μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, ξεσηκώνοντας κάθε βράδυ τους θεατές με αποτέλεσμα να καθιερωθεί απ αυτό το νούμερο ως το «ηρωικό ευζωνάκι» του ελληνικού θεάτρου.

Η Σοφία Βέμπο ερμήνευε το «Παιδιά, της Ελλάδος Παιδιά» που έγινε γρήγορα το πιο δημοφιλές τραγούδι της Αντίστασης, αλλά και το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του», το «Στον πόλεμο βγαίνει ο Ιταλός».

Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, τον Οκτώβριο του 1940, οι καλλιτέχνες του θεάτρου, ηθοποιοί, τραγουδιστές και σεναριογράφοι επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους στα γεγονότα του πολέμου για να εμψυχώσουν τους Ελληνες στρατιώτες αλλά και να παρηγορήσουν τους ανθρώπους που είχαν μείνει πίσω και αγωνιούσαν.

Επιθεωρήσεις με χαρακτηριστικούς τίτλους όπως «Κορόιδο Μουσολίνι», «Πολεμικές Καντρίλιες», «Αθήνα-Ρώμη και φεύγουμε» αναδείκνυαν μια θεματική που πρόβαλλε τις ελληνικές νίκες, διακωμωδούσε την αποτυχημένη απόπειρα των Ιταλών να καταλάβουν την Ελλάδα και καλούσε όλους τους Ελληνες να δείξουν θάρρος και υπομονή.

Αξέχαστα έχουν μείνει τα τραγούδια της Σοφίας Βέμπο που εμψύχωναν τόσο τον κόσμο στα μετόπισθεν όσο και τους στρατιώτες στα πεδία των μαχών.

Τα θέατρα της πρωτεύουσας δεν λειτούργησαν μόνο για τρεις ημέρες, στις 29, 30 και 31 Οκτωβρίου του 1940, εξαιτίας του ιταλικού αιφνιδιασμού και της επιστράτευσης πολλών ηθοποιών. Μετά την ανασυγκρότηση των θιάσων, πρώτη η Μαρίκα Κοτοπούλη που έπαιζε τη «Μαντάμ Μποβαρύ» κατέβασε το έργο και ανέβασε την επιθεώρηση «Πολεμικά Παναθήναια» του Δημήτρη Γιαννουκάκη με μουσική Κ. Γιαννίδη.

Η ίδια ξεσήκωσε τον κόσμο απαγγέλλοντας στο φινάλε, περιτρυγυτρισμένη από όλο τον θίασο, «Ηρθ ο καιρός που θα βροντήξει το κανόνι», ενώ η Ελένη Χαλκούτση σατίριζε τα πολεμικά ανακοινωθέντα των Ιταλών που απέδιδαν τις ήττες τους στην κακοκαιρία. Στο θέατρο «Κεντρικό» ο θίασος της Κατερίνας ανέβασε την επιθεώρηση «Πολεμικές καντρίλιες» των Γιαλαμά-Οικονομίδη και Θίσβιου και έπειτα την επιθεώρηση «Νοκ-Αουτ» του Γιαλαμά.

Στο θέατρο «Μουσούρη» ο θίασος Μιράντας-Κ. Μουσούρη ανέβασε την επιθεώρηση «Πρωτοβρόχια» των Αλέκου Σακελλάριου και Δ. Ευαγγελίδη και στη συνέχεια τις επιθεωρήσεις «Φινίτο λα Μούζικα» και «Μπράβο Κολονέλο», όλες με μουσική Θ. Σακελλαρίδη και συνεργάτες τους Ορέστη Μακρή, Κυριάκο Μαυρέα, Κώστα Δούκα, Περικλή Χριστοφορίδη, Ερρίκο Κονταρίνη, Μιράντα, Μαρίκα Κρεββατά, Μαλαίνα Ανουσάκη, Μαρίκα Νέζερ και Λιλή Κοντονή.

Στο «Μπέλλα Γκρέτσια» του Μίμη Τραϊφόρου στο «Μοντιάλ» η Σοφία Βέμπο τραγουδούσε το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» και άλλα... αντι-ιταλικά τραγούδια σε τέτοιο βαθμό που η φήμη της είχε γίνει γνωστή στους Ιταλούς, οι οποίοι όταν «κατέλαβαν» την Αθήνα πίσω από τους Γερμανούς, της απαγόρευσαν να τραγουδά. Αργότερα, όταν φοβήθηκε ότι θα συλληφθεί, διέφυγε στη Μέση Ανατολή, όπου συνέχισε να τραγουδά στα ελληνικά στρατόπεδα, αλλά και σε συναυλίες.

Την επόμενη επιθεώρηση του «Μοντιάλ» έγραψαν οι Γιαννουκάκης, Γιαννακόπουλος και Αλέκος Σακελλάριος με τίτλο «Πολεμική Αθήνα». Στο θέατρο «Κυβέλης» ο θίασος Παρασκευά Οικονόμου ανέβασε την επιθεώρηση «Μπόμπα» και στο θέατρο «Ολύμπια» άλλος μουσικός θίασος την επιθεώρηση «Αθήνα-Ρώμη».

Ολα αυτά άλλαξαν τελείως μετά τη γερμανική εισβολή, αφού η πλήρης και άμεση αλλαγή ρεπερτορίου ήταν αναγκαία, λόγω της υπηρεσίας λογοκρισίας που οργάνωσαν οι κατακτητές.

Η πρώτη εγκύκλιος της «Διευθύνσεως Λαϊκής Διαφωτίσεως» προς τους θιασάρχες δόθηκε στις 12 Μαϊου 1941 (έξι ημέρες μετά τη γερμανική εισβολή), η δεύτερη στις 30 Ιουνίου 1941 και η τρίτη στις 11 Ιουλίου του ίδιου χρόνου.

Πάντως, ο θεατρικός κόσμος έδωσε τη μάχη του κατά των κατακτητών, μέσα σε κλίμα κινδύνου. Οι επιθεωρησιογράφοι δούλευαν τα κείμενά τους με ευελιξία και φρόντιζαν να τα εμπλουτίζουν με... υπονοούμενα τα οποία οι ηθοποιοί υπογράμμιζαν, στόλιζαν και διάνθιζαν με την τέχνη τους.

Το «κόλπο» δεν περνούσε πάντα στους Γερμανούς, το αντίθετο, και οι κυρώσεις ήταν αυστηρές (συλλήψεις, φυλακίσεις, εγκλεισμοί σε στρατόπεδα, ανακρίσεις από τους Ες-Ες, «συστάσεις») αλλά οι καλλιτέχνες δεν το έβαζαν κάτω. Οι θιασάρχες, αν και δέχονταν ισχυρότατες πιέσεις για να ανεβάσουν γερμανικά θεατρικά έργα, μετέρχονταν διαφόρους τρόπους για να το αποφύγουν (μερικοί μάλιστα τα «βάφτιζαν» με γερμανικό όνομα, αλλά κι αυτό δεν περνούσε) και αντιστέκονταν.

Ολοι σχεδόν οι ηθοποιοί πήραν μέρος στην Εθνική Αντίσταση, οι περισσότεροι στις γραμμές του ΕΑΜ και λίγοι στον ΕΔΕΣ, ενώ πολλοί ηθοποιοί και συγγραφείς υπέστησαν σοβαρές διώξεις (Γιώργος Οικονομίδης, Ρένα Ντορ, Σπύρος Πατρίκιος, Θόδωρος Μορίδης, Ηρώ Χαντά, Πάνος Πλέσσας, Φρόσω Κοκόλα, Γιάννης Βεάκης, Γιώργος Γληνός, Πέλος Κατσέλης, Δανάη Στρατηγοπούλου κ.ά.).

Τραγικότερες υπήρξαν οι περιπτώσεις του τενόρου Λεάνδρου Καβαφάκη και της ηθοποιού Μανταλένας Χατζοπούλου που εκτελέστηκαν τον Αύγουστο του 1944 στο Δαφνί μαζί με τη Λέλα Καραγιάννη και άλλους πατριώτες, καθώς και του Αττίκ που αυτοκτόνησε μην αντέχοντας την πείνα και την εξαθλίωση, λίγο πριν από την αποχώρηση των Γερμανών (σ.σ. Ευχαριστούμε τη θεατρολόγο Ιωάννα Πέπα για τις πολύτιμες πληροφορίες που μας παρέσχε και που βασίζονται στο βιβλίο του Ευάγγελου Μαχαίρα, «Το Θέατρο», εκδόσεις «Καστανιώτη»).

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΕΙΣ
Μετά την κήρυξη του πολέμου τα θέατρα σταματάν αμέσως τις παραστάσεις τους και αρχίζουν να βρίσκουν καινούργια έργα. Αυτή όμως που κερδίζει τη μάχη είναι η επιθεώρηση. Ετσι όλοι σχεδόν οι θίασοι ανεβάζουν επιθεωρήσεις με πολύ μεγάλη επιτυχία.

Στο θέατρο «Αλάμπρα» ανεβαίνει η πρώτη επιθεώρηση γραμμένη από τους Μαμάκη και Γιοκαρίνη, πάνω σε μουσική του Ιωσήφ Ριτσιάρδη. Ο θίασος είχε ως εξής: Ολυμπία Ριτσιάρδη, Νίκος Μηλιάδης, Γιάννης Πρινέας, Ρίτα Δημητρίου, Ρένα Ντορ, Τοτό Λιάσκα, Καντιώτης, Γαβριηλίδης, και το χορευτικό ζευγάρι: Παυλόφσκαγια-Σταύρος Σπυρόπουλος.

Λίγες μέρες αργότερα άλλο ένα θέατρο, αυτό της «Αλίκης» σημερινό «Μουσούρη», φιλοξενεί επιθεώρηση. Το «Μπράβο Κολονέλο» που έγραψαν οι Ευαγγελίδης-Αλέκος Σακελλάριος με μουσική Θεόφραστου Σακελλαρίδη και σκηνογραφίες Μάριου Αγγελόπουλου σημείωσε εξαιρετική επιτυχία.

Ο θίασος αποτελούνταν από τους Μιράντα Μυράτ, Κώστα Μουσούρη, συνεργάζονται οι Κυριάκος Μαυρέας, ο Ορέστης Μακρής, Μαρίκα Κρεββατά, Κώστας Δούκας, Μαρίκα Νέζερ κ.ά.

Εδώ αξίζει να αναφέρουμε το τραγούδι της έναρξης το οποίο έλεγε όλος ο θίασος επί σκηνής:

«Μπράβο Κολονέλλο!/ Ετσι σε θέλω να νικάς, έτσι σε θέλω!/ Φόρα τα μαχαίρια και στη μάχη να ορμάς./ Και να τρέχεις προς εμάς, Χαιρετώντας φασιστί με τα δύο χέρια!/ Μπράβο μώρε Τσιάνο/ Που τις χτυπάς τις πόλεις απ τ αεροπλάνο...»

«Κτύπησαν την Ντιριντάουα, τον Πατρίκιο, τον Φωτόπουλο...»

Πάντα πολιτική η επιθεώρηση αλλά «στα πέτρινα χρόνια, σ' ολόκληρες τις δεκαετίες του '40 και του '50, ούτε κουβέντα για Εθνική Αντίσταση, για Εμφύλιο και για Διχασμό», γράφει ο Γιώργος Λαζαρίδης στο «Πάμε παρασκήνιο;» (εκδόσεις «Νέα Σύνορα Α.Α. Λιβάνη»). «Ποιος θα τολμούσε να κάνει έστω και την παραμικρή νύξη;

Με μοναδική εξαίρεση την επιθεώρηση Γιούπι Γιούπι Για που έγραψε ο Ασημάκης Γιαλαμάς, γνωστός ήδη δημοσιογράφος της Αριστεράς, η οποία ανέβηκε στο θέατρο Σαμαρτζή της οδού Καρόλου, καλοκαίρι του 1948 (σ.σ. για την ημερομηνία υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές με απόκλιση ενός έως τριών ετών), με ηθοποιούς χαρακτηρισμένους αριστερούς και επικεφαλής την Καίτη Ντιριντάουα, με βεβαρημένο παρελθόν, ως έχουσα λάβει ενεργόν μέρος στη δράση του ΕΑΜ και ζωσμένη με στολή εκστρατείας, μπροστάρισσα στη θριαμβευτική είσοδο του αντάρτικου στρατού στην Αθήνα».

Σε αυτή την επιθεώρηση έπαιζε ένας καθαρά αριστερός θίασος, ανάμεσά τους, εκτός από την Ντιριντάουα, «ο Μίμης Φωτόπουλος, η Λέλα Πατρικίου και ο Σπύρος Πατρίκιος (σ.σ. γονείς του ποιητή Τίτου Πατρίκιου)» θυμάται η κυρία Αλκη Ζέη, η οποία έζησε από κοντά τον θρίαμβο του «Γιούπι Γιούπι Για», μια και τη συνέδεε στενή φιλία, όπως και τον σύζυγό της, Γιώργο Σεβαστίκογλου, με το ζεύγος Πατρικίου.

Εκείνη την ίδια χρονιά, το καλοκαίρι του 1945 όπως εκτιμά η Αλκη Ζέη, ο Σεβαστίκογλου με τον θίασο των Ενωμένων Καλλιτεχνών παρουσίαζαν ένα έργο του Αρμπούζοφ, παράσταση που «σημάδεψε την εποχή.

Ο κόσμος βρισκόταν σε μια έξαρση ελπίδας αλλά τότε ήταν που άρχισε η τρομοκρατία. Κτύπησαν την Ντιριντάουα, τον Σπύρο Πατρίκιο, τον Μίμη Φωτόπουλο...».

Οι ουρές κλείνανε το τετράγωνο, μέσα στο θέατρο επικρατούσε παραλήρημα ενθουσιασμού. «Θα είχα δει την παράσταση μπορεί και είκοσι φορές. Μου έχει εντυπωθεί στη μνήμη. Παραμένει, έως σήμερα, από τις πιο ευχάριστες επιθεωρήσεις που έχω δει, πολύ φίνα και με χιούμορ.

Με τον Τίτο Πατρίκιο θυμόμαστε ακόμη ένα από τα τραγούδια του Γιούπι Γιούπι Για που τραγουδούσαν οι γονείς του επί σκηνής. Οταν είμαστε στα μεγάλα μας μεράκια, μάλιστα, το τραγουδάμε.

Τα λόγια έχουν ως εξής: Η δουλειά με κάνει βασιλιά/ η δουλειά και μόνο βασιλιά στο θρόνο./ Να ναι καλά τα δυο μου χέρια/ κι από ψηλά όλα τα αστέρια τα κατεβάζω και τα θωρώ/ του ίδρωτά μου κάθε σταγόνα στο μέτωπό μου χρυσή κορώνα».

Ενα από τα αγαπημένα νούμερα της εν λόγω επιθεώρησης που η μνήμη της κυρίας Αλκης Ζέη έχει κρατήσει ήταν αυτό στο οποίο η Λέλα κι ο Σπύρος Πατρίκιος υποδύονταν ένα ζευγάρι που είχε προσλάβει ως θαλαμηπόλο έναν Αγγλο.

Αλλά αυτός ήταν τόσο υπερόπτης και υπεράνω που φερόταν στους κυρίους του να είναι... δούλοι!

ΘΕΑΤΡΟ «ΜΟΝΤΙΑΛ»
«ΜΠΕΛΑ ΓΚΡΕΤΣΙΑ», Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ

Ηταν μια καθαρά πολεμική επιθεώρηση που θα αφήσει τη δική της σφραγίδα σε αυτήν τη δύσκολη περίοδο που περνά ολόκληρη η χώρα. Σε αυτό το θέατρο είναι που κάθε βράδυ η μελωδική φωνή της Σοφίας Βέμπο θα πλημμυρίζει την αίθουσα με το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά».

Εκτός όμως από τη μοναδική παρουσία της Σοφίας Βέμπο θα πρέπει να αναφέρουμε άλλη μία τραγουδίστρια που βρισκόταν στον θίασο εκείνο τον καιρό. Την ανεπανάληπτη Ρένα Βλαχοπούλου, η οποία έπαιζε για τρίτη φορά σε κάποια αθηναϊκή σκηνή. Ετσι και αυτή από την πλευρά της κάθε βράδυ έστελνε μηνύματα ελπίδας και συμπαράστασης στα νιάτα της Ελλάδας και όχι μόνο, τραγουδώντας το γνωστό τραγούδι «Κορόιδο Μουσολίνι».

Τον θίασο αποτελούσαν λαμπρά ονόματα της εποχής όπως οι: Αννα Καλουτά, Μαρία Καλουτά, Ηρώ Χαντά, Μίμης Κοκκίνης, Μάνος Φιλιππίδης και η Σοφία Βέμπο. Τραγούδι Ρένα Βλαχοπούλου, κομπέρ Μίμης Τραϊφόρος.

ΠΩΣ ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΤΟ «ΠΑΙΔΙΑ, ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΙΔΙΑ»
Η πρώτη συνάντησή τους δεν μπορεί να πει κανείς πως πήγε καλά. Οι κόντρες που είχαν όταν συνεργάστηκαν ήταν καθημερινό φαινόμενο, αλλά η ζωή τα έφερε έτσι ώστε ο Μίμης Τραϊφόρος να χαρίσει στη Σοφία Βέμπο τη μεγαλύτερη επιτυχία όλων των εποχών με το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» και δικαίως να αποσπάσει τον τίτλο της «Τραγουδίστριας της νίκης», αλλά και στη συνέχεια να ενωθούν με τα δεσμά του γάμου. Ετσι, λοιπόν, στην επόμενη συνεργασία τους η Σοφία Βέμπο λέει κάποια μέρα πίσω στα καμαρίνια στον Μίμη Τραϊφόρο: «Εμαθα πως γράφεις ωραίους στίχους. Θέλω να μου γράψεις ένα πολεμικό τραγούδι».

«Πρώτη φορά βλέπω θεούς να ζητάνε χάρη από κοινούς θνητούς...» Εκείνη σοβαρή και λιγομίλητη του λέει:

«Αστ αυτά. Απ αυτά ξέρεις πολλά! Τραγούδια μπορείς να μου γράψεις;».

«Θα προσπαθήσω». Τότε η Σοφία Βέμπο προχώρησε προς τη σκάλα των καμαρινιών και πριν κάνει λίγα βήματα, γυρνάει και του λέει: «Αν μπορείς, γράφ το απάνω στη Ζεχρά του Σουγιούλ. Μου αρέσει πολύ η μουσική της». Τότε ο Μίμης Τραϊφόρος με το που ακούει αυτό τρέχει στο καμαρίνι του. Χαρτί δεν υπήρχε.

Ομως αυτό δεν ήταν πρόβλημα. Παίρνει, λοιπόν, ένα τσιγαρόχαρτο και πάνω εκεί αρχίζει γρήγορα να γράφει τους στίχους του τραγουδιού:

«Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά /που σκληρά πολεμάτε, πάνω στα βουνά./ Παιδιά, στη γλυκιά Παναγιά, προσευχόμαστε όλοι/ Να ρθετε ξανά».

Με το που διάβασε τους στίχους στη Σοφία Βέμπο, αυτή βούρκωσε από συγκίνηση.

Το τραγούδησε το ίδιο βράδυ στη σκηνή κλαίγοντας η Σοφία, κλαίγοντας και ο κόσμος, που ήταν οι περισσότεροι φαντάροι νεοσύλλεκτοι, και οι πρώτοι τραυματίες που μόλις είχαν γυρίσει με κρυοπαγήματα. Και πριν τελειώσει το τραγούδι, ένα παλικάρι με κομμένα και τα δυο του τα πόδια της φώναξε: «Τραγούδα, Σοφία, τραγούδα, όταν τραγουδάς δε νιώθουμε πόνους στα πόδια μας!».

27/10/08

Mυρωδιά από μηλόπιτα...

Περιμένουμε κόσμο. Αλλά στο σπίτι αυτό και χωρίς να περιμένουμε κόσμο πρέπει να υπάρχει πάντα γλυκό για τον επισκέπτη που θα φτάσει απρόοπτα. Κάνω δουλειές και μέσα σε όλο το τρέξιμο, πρέπει να ετοιμάσω και το γλυκό. Μια μηλόπιτα νομίζω είναι ότι πρέπει αυτή την εποχή. Για να σας ξεναγήσω λοιπόν στα μυστικά της κουζίνας μου...


Πριν το γλυκό απαραίτητο να ανάψω το τζάκι. Έξω έχει ήδη σκοτεινιάσει αν είναι ακόμη νωρίς. Το κρύο όμως το νιώθεις. Κι εγώ και το κρύο έχουμε κακές σχέσεις. Πάμε να το ανάψουμε...


Τα ξύλα φέτος ήταν πολύ καλά. Ευτυχώς λίγο πριν το κακό μας βρει το καλοκαίρι, ο πατέρας μου είχε φροντίσει και γι αυτά. Μια βδομάδα ακριβώς πριν πάθει το εγκεφαλικό. Και μάλιστα τη μέρα εκείνη είχαν έρθει και φίλοι τους από τη θεσσαλονίκη. Πίναν τσιπουράκι στην αυλή και τον μάλωνα, γιατί με την ντάλα τον ήλιο ήθελε να καθαρίσουμε ότι είχε απομείνει από τα ξύλα. Ας πέσει ο ήλιος του είπα και θα τα μαζέψουμε. Και έλεγαν με την παρέα εκεί, ότι το άγχος σκοτώνει... αλλά πως να γίνεις γαιδούρι;Δεν είναι και εύκολο! Μια βδομάδα αργότερα, ο πατέρας μου και ο ένας από την παρέα την ίδια μέρα βρέθηκαν στο εξαιρετικό Νοσοκομείο της πόλης μας. Ο πατέρας μου με το εγκεφαλικό και ο Πόλυς από τροχαίο... Τι σου είναι η ζωή...


Καλά κι η δική μου σκέψη δεν έχει όρια... από που το ξεκίνησα και που το έφτασα... Νομίζω ότι τζάκι είναι έτοιμο. Μόνο όταν θέλω και καίγομαι να ανάψει μου κάνει κολπάκια και με ταλαιπωρεί. Ναι, ναι. Δεν πέρασε πολύς καιρός από το βράδυ που δεν ήθελε με τίποτα να ανάψει. Που με είχε σκάσει. Που μου ερχόταν να του ρίξω κανένα πετόνι πετρέλαιο να μας βγάλουν στις ειδήσεις. Πυρομανής, πυρπόλησε το τζάκι της γιατί δεν ήθελε να ανάψει! Τέλος πάντων... ώρα να κάνω τη μηλόπιτα.


Ας ετοιμάσουμε τα υλικά. Χρειαζόμαστε ζάχαρη, αυγά, αλεύρι, κανέλα, λάδι, βανίλιες και φυσικά μήλα. Και μάλιστα τα μήλα είναι από κήπο σπιτικό παρακαλώ... Είναι εύκολη αυτή η συνταγή και κάθε χειμώνα δεν ξέρω πόσες τέτοιες μηλόπιτες κάνω. Η Έρη και το Μαρούλι τις τιμούν αυθημερόν. Την επόμενη δεν βρίσκεις ψίχουλο...


Απαραίτητο πριν φύγω για την κουζίνα να βάλω μια φωνή στον Μήτσο, έτσι για να έχω το κεφάλι μου ήσυχο. Το καταλαβαίνει και ορίστε στάση... το φωτοστέφανο δεν ανάβει! Οι μπαταρίες τελείωσαν... Εκεί και φρόνιμα! Δεν χρειάστηκε να πω τίποτε άλλο. Κατάλαβε ο Μήτσος...


Έτοιμα τα υλικά, ο φούρνος άναψε και μπρος μαρς να κάνουμε επιτέλους αυτή τη μηλόπιτα. Ε δεν έχω αγωνία. Αλλοίμονο μετά από τόσες φορές που την έχω κάνει. Με κλειστά μάτια πια...


Τα αυγά στο μπολ είναι το πρώτο βήμα. Χωρίς τσόφλια... για μερικές μερικές το τονίζω. Καλονοικοκυρές... τα τσόφλια πέφτουν βαριά στο στομάχι... μετά θέλει και σόδα για να την χωνέψεις την μηλόπιτα...


Προσθέτουμε και τη ζάχαρη και χτυπάμε στο μίξερ καλά. Πολύ καλά για την ακρίβεια γράφει η συνταγή. Έως ότου το μείγμα μας πάρει ένα πολύ ανοιχτό χρώμα και κάνει φουσκαλίτσες. Τόσο καλά μέχρι να το ζαλίσουμε δηλαδή...


Κι αφού είναι έτοιμο προσθέτουμε το λάδι. Και πάλι καλό χτύπημα με το μίξερ για να πάει παντού. Να δέσει με τα υπόλοιπα υλικά...


Προσθέτουμε και το αλεύρι, μέσα στο οποίο έχουμε ανακατέψει την κανέλα και τις βανίλιες. Εδώ αφήνουμε το μίξερ. Το μυστικό για να φουσκώνουν αυτά τα γλυκά είναι το αλεύρι να ανακατεύεται με τα άλλα υλικά με ξύλινο κουτάλι... Και προς την ίδια φορά πάντα...


Ένα κολλώδες μείγμα με μια απίστευτη μυρωδιά από την κανέλα είναι έτοιμο. Ήρθε η ώρα να κόψουμε τα μήλα σε μικρά κυβάκια για να τα προσθέσουμε κι αυτά στα υπόλοιπα υλικά...


Και φυσικά καλό δούλεμα με το ξύλινο κουτάλι να πάνε παντού στην ζύμη... Να γεμίσουν με το άρωμα τους και τη γεύση τους το γλυκό μας...


Σε φόρμα καλά βουτυρωμένη η μηλόπιτα λίγο πριν μπει στο φούρνο για να ψηθεί. Ωραία φαίνεται από την όψη της. Να δούμε και μετά το ψήσιμο...


Όχι σε δυνατό φούρνο, η μηλόπιτα μπήκε στο τελικό στάδιο. Η αλήθεια είναι ότι αν και δεν με ενθουσιάζει σαν γλυκό, έχει μια μυρωδιά που σπάει μύτες. Μύρισε όχι μόνο το σπίτι μέσα, αλλά και έξω...


Έτοιμη και βγήκε από τον φούρνο. Νομίζω ότι την πέτυχα. Το χρώμα της αυτό δείχνει. Θα το μάθουμε σύντομα αν ισχύει αυτό...


Το σπίτι έτοιμο, η μηλόπιτα έτοιμη, ώρα να απολαύσω το τζάκι και να μείνω με σκέψεις όμορφες που παρόλο που δεν έχουν ζάχαρη, αυγά κανέλα και αλεύρι και δεν ψήνονται είναι κι αυτές γλυκές! Σαν την μηλόπιτα!


H γυναίκα που δίδαξε τη ζωή



Είναι μια τρελή νεανική παρέα της εποχής. Περνούν τα καλοκαίρια τους στο χωριό Kράσι, στο Οροπέδιο Λασιθίου. Oι ντόπιοι τους έχουν μάθει πια και τους αντιμετωπίζουν με συγκατάβαση βλέποντάς τους να τριγυρνούν ανέμελα στα βουνά και τα λιόφυτα, να ζωγραφίζουν, να απαγγέλλουν και να συζητούν ατέλειωτες ώρες για το νόημα της ζωής. Kαλλιτεχνική φύση ο καθένας τους, θέλουν να γίνουν μεγάλοι ποιητές, συγγραφείς, ζωγράφοι. H Λιλίκα, για παράδειγμα, έχει πάθος με τη ζωγραφική. O πίνακας που μόλις τέλειωσε δείχνει το δωμάτιο στο σπίτι των παππούδων της. Mια καμάρα που χωρίζει το μεσιανό δωμάτιο με το χωμάτινο πάτωμα, το τζάκι, η ανέμη με το κουβάρι που ξετυλίγεται. H Γαλάτεια αναρωτιέται τι όνομα θα δώσουν στον πίνακα. O Nίκος, που έχει τελειώσει τη Nομική και έχει εκδώσει ήδη το πρώτο του μυθιστόρημα «Oφις και κρίνο», παίρνει την πένα του και γράφει «Kράσι, Sweet Home, 1911, Λιλίκα». Tον πίνακα η Λιλίκα θα τον χαρίσει στον Kώστα. Eίναι ερωτευμένοι, θέλουν να παντρευτούν αλλά ο πατέρας της δεν ακούει κουβέντα. H Λιλίκα (χαϊδευτικό της Eλλης) είναι παιδί, 17 μόλις χρόνων. O νεαρός καθηγητής Kώστας Bάρναλης που γράφει και ποιήματα δεν θα γίνει σύζυγος της Λιλίκας ούτε εκείνη θα γίνει ζωγράφος. Θα γίνει δασκάλα και θα γράψει βιβλία που θα «ενηλικιώσουν» την παιδική λογοτεχνία στην Eλλάδα.

H Έλλη Aλεξίου ήταν το μικρότερο παιδί του δημοσιογράφου και διανοούμενου Στυλιανού Aλεξίου. Aδέλφια της η Γαλάτεια (αργότερα πρώτη σύζυγος του Nίκου Kαζαντζάκη), ο Pαδάμανθυς (αργότερα παντρεύτηκε την κόρη του Zορμπά) και ο Λευτέρης -ένας ακόμη λογοτέχνης στην οικογένεια. Eκείνες οι διακοπές στο Kράσι ήταν το τέλος μιας ειδυλλιακής εποχής. O αιφνίδιος θάνατος της μητέρας της, Eιρήνης Zαχαριάδη, και η φυλάκιση του πατέρα για τη συμμετοχή του στην Επανάσταση του Θέρισσου προσγειώνουν την Eλλη στην πραγματική ζωή. Στο τέλος του καλοκαιριού του 1911, αφού έχει τελειώσει το Aνώτερο Παρθεναγωγείο του Hρακλείου, ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Aθήνα, όπου μπαίνει στον λογοτεχνικό «κύκλο της Δεξαμενής» και γνωρίζεται με λογοτέχνες όπως οι Kαρκαβίτσας, Bλαχογιάννης, Θεοτόκης, Tραυλαντώνης, Kονδυλάκης. Στην παρέα και ο Bάρναλης, αλλά και ο πεζογράφος Mάρκος Aυγέρης που θα γίνει αργότερα ο δεύτερος σύζυγος της Γαλάτειας. Tο 1914 διορίζεται στο Γ' Xριστιανικό Γυμνάσιο της Aγίας Παρασκευής στο Hράκλειο, όπου θα μείνει έξι χρόνια. H εμπειρία της αποτυπώθηκε στο πρώτο της μυθιστόρημα, το «Γ' Xριστιανικόν Παρθεναγωγείoν».

Όλα ξεκίνησαν από το διήγημα «Φραντζέσκος» που έγραψε έπειτα από έντονη πίεση του Bάσου Δασκαλάκη (μεταφραστή αργότερα των έργων του Kνουτ Xάμσον στα ελληνικά), τον οποίο είχε παντρευτεί το 1920 στο Παρίσι.

«Έγραψα εντελώς στην τύχη. Eικοσιτριώ-εικοσιτεσσάρω χρονώ και κυριολεκτικά κάτω από την πίεση του Δασκαλάκη. Tου διηγήθηκα ένα βράδυ ένα επεισόδιο της διδασκαλικής μου ζωής κι εκείνος απαίτησε να το γράψω. Γέλασα κι αρνήθηκα. Mε απείλησε τότε πως αν ως το μεσημέρι δεν θα το είχα γραμμένο, δε θα γύριζε στο σπίτι. Φοβήθηκα και κάθησα κι έγραψα το ?Φραντζέσκο?, το πρώτο διήγημα των «Σκληρών αγώνων». - Σου έκαμα το κέφι σου, του λέω, μα να μην το πεις σε κανένα, γιατί ντρέπομαι. - Θα το δημοσιέψω, μου λέει, στη Φιλική Eταιρεία (περιοδικό του Φώτη Kόντογλου). Aναστατώθηκα, ταράχτηκα, τον παρακάλεσα. - Kαλά, μου λέει, θα το δώσω με ψευδώνυμο. Kαι δημοσιεύτηκε με την υπογραφή Eλλη Kληροδέτη».

συλλογη «Σκληροί αγώνες για τη μικρή ζωή», που κυκλοφόρησε το 1931, δημιούργησε αμέσως αίσθηση αναγκάζοντας ακόμη και τον πιο αυστηρό κριτικό της εποχής, Φώτο Πολίτη, να γράψει: «Mέσα από αυτές τις απλές ψυχές κατορθώνει η συγγραφεύς να δώσει όλο το ρίγος τής πραγματικής ζωής, είτε χαρούμενη είναι είτε μαύρη και βλοσυρή. Kάτω από τις περιγραφές της υπάρχει η θερμή άχνα της αλήθειας».

Tο 1928 γράφτηκε στο K.K.E. ανοίγοντας μια περίοδο πολιτικής δράσης που θα συνεχιστεί τα επόμενα εξήντα χρόνια της ζωής της. Tο 1934, χρονιά που εκδίδεται το «Παρθεναγωγείο», πήρε μέρος στην ίδρυση της Eταιρείας Eλλήνων Λογοτεχνών. Δύο χρόνια αργότερα τη συλλαμβάνουν και την ανακρίνουν στην Aσφάλεια (είναι η εποχή της δικτατορίας του Mεταξά) και από τότε οι κινήσεις της παρακολουθούνται. Tο 1938 χώρισε με τον Bάσο Δασκαλάκη. Tην ίδια χρονιά εκδίδει τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Ανθρωποι». Aκολουθούν τα μυθιστορήματα «Mε τη Λύρα», «Bοηθός νηπιαγωγού», «Παραπόταμοι» και «Λούμπεν», και τέσσερις τόμοι διηγημάτων: «Σπονδή», «Aναχωρήσεις και μεταλλαγές», «Mυστήρια» και «Προσοχή συνάνθρωποι». Ξεχωριστή βέβαια θέση στο έργο της έχουν τα παιδικά βιβλία: «Xοντρούλης και Πηδηχτή», «Hθελε να τη λένε κυρία», «Tραγουδώ και χορεύω», «Παίζω κουκλοθέατρο» και η εγκυκλοπαίδεια για έφηβους «Pωτώ και μαθαίνω». Ποιο ήταν όμως το στοιχείο που κάνει το έργο της μοναδικό, πέρα από το γεγονός ότι άρχισε να γράφει σε μια εποχή που υπήρχαν ελάχιστες γυναίκες πεζογράφοι και ακόμη λιγότερες που είχαν ασχοληθεί ιδιαίτερα με το παιδικό βιβλίο; Σύμφωνα με τον κριτικό Δημήτρη Γιακό, ανήκει στους στυλοβάτες του νεοελληνικού παιδικού λογοτεχνήματος. «Eμφανίζεται σε μια εποχή που το σχολικό και εξωσχολικό ανάγνωσμα κυριαρχείται από το πνεύμα του εθνικού φρονηματισμού και της ηθικοδιδακτικής σκοπιμότητας. Aποφεύγει τα γλυκανάλατα παραμυθάκια και τοξεύει στο καίριο, καθρεφτίζει με άλλα λόγια την ίδια την πραγματικότητα της ζωής όσο δυσάρεστη κι αν φαίνεται ή είναι».

Tα χρόνια του πολέμου και της Kατοχής θα τα περάσει στην Kαλλιθέα αναλαμβάνοντας τα σχολικά συσσίτια ταυτόχρονα με την ενεργή συμμετοχή της στο EAM. Σήμερα στην περιοχή υπάρχει ένα σχολείο με το όνομά της. O Eμφύλιος θα την απομακρύνει από την Eλλάδα. Tο 1945 φεύγει στο Παρίσι με υποτροφία του Γαλλικού Iνστιτούτου όπου παρακολουθεί μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης. Tο 1948 διορίζεται εκπαιδευτική σύμβουλος από την Eπιτροπή Bοηθείας Παιδιού και έναν χρόνο αργότερα συμμετέχει στο πρώτο συνέδριο ειρήνης στο Παρίσι. Tο 1949 έφυγε στη Pουμανία και πήρε μέρος στο δεύτερο συνέδριο ειρήνης. Mοιράζει τα χρόνια της αυτοεξορίας της στη Pουμανία και την Oυγγαρία, όπου συνεχίζει το παιδαγωγικό της έργο, αλλά ταξιδεύει συνέχεια. Συμμετέχει στη Συνδιάσκεψη για την Eκπαίδευση στη Bιέννη το 1952, στο πρώτο Παγκόσμιο Συνέδριο Δημοκρατικών Γυναικών στην Kοπεγχάγη την επόμενη χρονιά και στη Λογοτεχνική Συνδιάσκεψη του Bερολίνου το 1957.

Eπιστρέφει στην Eλλάδα το Nοέμβριο του 1962. Aιτία είναι ο θάνατος της αδελφής της, της Γαλάτειας. Eρχεται με εξαήμερη άδεια αλλά δεν φεύγει παρότι η ζωή στην πατρίδα την απογοητεύει: «Oλοι τους έχουν κάνει στόχο αυτήν την τιποτένια, δίχως περιεχόμενο διαβίωση», παραπονιέται. Tο 1966 κάποιοι ανακαλύπτουν ένα ένταλμα που είχε ξεμείνει από το 1952. Συλλαμβάνεται και κρατείται στις Φυλακές Aβέρωφ. Δικάζεται και αθωώνεται. Tο Ελληνικό Κράτος δεν θέλει πια να τη διώξει, αντίθετα της στερεί το δικαίωμα να φύγει. Mένει και υπομένει τα χρόνια της δικτατορίας με συνεχείς ενοχλήσεις, παρ' όλο που έχει πια περάσει τα εβδομήντα. Συνεχίζει την πολυποίκιλη λογοτεχνική, εκπαιδευτική και πολιτική της δράση κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και μετά τη Μεταπολίτευση.

Στο μεταξύ, το 1966 είχε γράψει μια βιογραφία του Nίκου Kαζαντζάκη με τίτλο «Για να γίνει μεγάλος» όπου αφηγείται -με αγάπη αλλά δίχως να του «χαρίζεται»- τη ζωή του φίλου των νεανικών της χρόνων και συζύγου της αδελφής της. Eπιστρέφει έτσι νοερά στα χρόνια της μεγάλης παρέας μισό αιώνα πριν. Tο νήμα έχει πια ξετυλιχτεί από την ανέμη για τους περισσότερους από τους φίλους και συντρόφους της. H ίδια παραμένει ακατάβλητη -πλησιάζει σχεδόν έναν αιώνα ζωής όταν φεύγει το 1988- συνεχίζει να γράφει, να δίνει συνεργασίες να διδάσκει το μάθημα της ζωής. Γαλήνια και με το χαρακτηριστικό της χιούμορ αντιμετωπίζει το τέλος. «Eίναι μια φυσική κατάσταση που δεν πρέπει να με ανησυχεί», λέει σε μια από τις τελευταίες τις συνεντεύξεις. «Γεννήθηκα, μεγάλωσα, πρέπει να πεθάνω. Aν μου έλεγες ότι θα μείνω αθάνατη θα το έβλεπα σαν παράδοξο φαινόμενο. Nα μείνω αθάνατη να κάνω τι;»

Όμορφα που τα ταίριαξες,
συντρόφισσα Eλλη
νοικοκυριό και γράμματα,
συγνώμη και επανάσταση
τα ογδόντα χρόνια σου
ανήλικα μου φαίνονται
για το πλατύ σου το χαμόγελο
για τη μεγάλη σου καρδιά
με την Aνθρώπινη την τέχνη σου
γεια σου συντρόφισσα Eλλη

( από το ποίημα του Γιάννη Pίτσου «Στην Eλλη Aλεξίου», Aπρίλιος 1978 )

Με δικά της λόγια
«Στα βιβλία μου αυτά αποτυπώθηκαν οι πρώτες εμπειρίες μου από την τραγική ανισότητα που μας περιβάλλει. Oταν διορίστηκα δασκάλα σε δημοτικό σχολείο στο Hράκλειο, βρέθηκα σε μια ατμόσφαιρα απύθμενης δυστυχίας, πρωτόγνωρης, που χτύπησε ανελέητα την πιο αθώα πλευρά της ζωής, τα μικρά παιδιά. Tα παιδιά σα να με τραβούσαν από το φόρεμα και απαιτούσαν να ζητήσω το δίκιο τους. Δεν μπορούσα να επικαλεστώ το ανεύθυνο της άγνοιας. Aπό τα πρώτα κιόλας βιβλία μου συμμάχησα με τους αδύνατους και τους αδικημένους. Kαι τη συμμαχία αυτή την κράτησα πιστά σ' όλη μου τη ζωή».

Σπουδαίοι θαυμαστές
«H Eλλη Aλεξίου με τη γλώσσα της, με την ισορροπία της, με το βαθύ ενδιαφέρον για τη ζωή και τη συνεχή επαφή μαζί της, μας έδωσε έργα που όταν τα αρχίσεις δεν μπορείς να τα αφήσεις χωρίς να τα τελειώσεις. Aυτό το τελευταίο για μένα είναι ο καλύτερος έπαινος για έναν συγγραφέα».

-Γιάννης Tσαρούχης

«Yπάρχουν βιβλία που μπορούμε να τα ονομάσουμε βιβλία μιας ολόκληρης ζωής. Tα διαβάσαμε, τα ξαναδιαβάσαμε, τα διαβάζουμε πάλι και πάλι. Oμως σ' αυτά πάλι βυθιζόμαστε και βρίσκουμε γοητεία, γαλήνη και παρηγοριά. Για μένα ένα από αυτά τα βιβλία είναι το Γ' Xριστιανικόν Παρθεναγωγείον».

-Nίκος Eγγονόπουλος

Πηγές
Eλλη Αλεξίου, Μικρό αφιέρωμα
-Εκδόσεις Καστανιώτη

Eλλη Αλεξίου, Aπαντα
-Εκδόσεις Καστανιώτη

Eλλη Αλεξίου, Τρεις δρόμοι, Συνέντευξη στην Κατερίνα Λαμπρινού
-Εκδόσεις Αυτογνωσία. Eλλη Αλεξίου, Μονόγραμμα,
www.ert-archives.gr.

«Να μείνω αθάνατη να κάνω τι;»
-Συνέντευξη στον Δημήτρη Γκιώνη, Ελευθεροτυπία, Μάιος 1985
www.stigmes.gr
www.cretanhistory.tripod.com

Η φωτεινή πλευρά..


Τι κι αν κάνει κρύο; Τι κι αν βρέχει; Τι κι αν μαζεύτηκαν μαύρα σύννεφα πολλά; Στον ουρανό της καρδιάς είναι όλα καθαρά και γαλάζια. Κι ένας ήλιος λαμπερός χαμογελά. Τα συννεφάκια είναι λευκά και παιχνιδιάρικα. Κανένας φόβος να χαλάσει ο καιρός στης καρδιάς τα ουράνια. Όλα είναι γλυκά και ζεστά στη φωτεινή πλευρά της ζωής. Βγάλε το παλτό σου και προχώρα. Μη φοβάσαι. Στη φωτεινή πλευρά της ζωής όλα είναι ορατά.

26/10/08

Eίχα έμπνευση...


Με το ηλεκτρονικό πινέλο είναι πολύ πιο δύσκολο να ζωγραφίσεις κάτι συγκεκριμένα. Έτσι άφησα ελεύθερη την φαντασία να αποτυπωθεί πάνω στο λευκό του φόντου και ότι ήθελε προκύψει....


Χρώματα έντονα, γεωμετρικά σχήματα, ένα τρελό πέρασμα των πινέλων μέσα τους. Και ιδού το αποτέλεσμα! Δεν είναι εντυπωσιακό;

H ζωή είναι ... δρόμος...


Ένας δρόμος με πολλά σκαμπανεβάσματα, που απολαμβάνεις την ομορφιά της διαδρομής...


Με τον ορίζοντα στο βάθος του να μας οδηγεί για την πορεία που πρέπει να ακολουθήσουμε...


Ένας δρόμος που χάνεται κάποιες στιγμές από τα μάτια σου. Που γίνεται ένα με τον ουρανό και σε μπερδεύει...


Με πολλές ανηφοριές και κατηφοριές... τόσο πολλές που κάποιες φορές μας προκαλεί ζαλάδες...


Σκεπασμένος από σκιές που άλλοτε μας προφυλάσσουν και άλλοτε μας εμποδίζουν να δούμε το φως...


Δρόμους που κάποιες φορές μοιάζουν εξωπραγματικοί ... σαν να είναι βγαλμένοι από άλλη εποχή...


Άλλες φορές πάλι είναι πεντακάθαροι και με χρώματα ζωντανά λες και θα σου μιλήσουν...


Δρόμοι παιχνιδιάρικοι... με εναλασσόμενο φως και σκιές... γιατί έχουν διαθέση να σε κάνουν να χαμογελάσεις...


Κι άλλοτε μελαγχολικοί με χρώματα θλιμένα, που κάνουν τη διαδρομή σιωπηλή και μυστηριώδη...


Δρόμοι που οδηγούν σε άλλους δρόμους πιο απόμερους. Με μια μοναδική ομορφιά. Με μια μαγεία που σε συνεπαίρνει...


Στρωμένους με φύλλα που κάναν τον κύκλο τους και τώρα ο άνεμος θα τα ταξιδέψει μακρυά ...


Δρόμοι μέσα σε ομίχλη, σε βροχή που σε καλούν να νιώσεις τις αλλαγές και να πορευτείς μαζί τους...


Γεμάτοι εκπλήξεις και εικόνες όμορφες. Δρόμοι ήσυχοι, που σε γαληνεύουν και σε ταξιδεύουν με ασφάλεια...


Κι άλλες φορές απότομοι, γεμάτοι λακούβες. Δρόμοι που πρέπει να είσαι ιδιαίτερα προσεκτικός...


Με πολλές στροφές που σε ταλαιπωρούν και σε έχουν σε κατάσταση συναγερμού...


Δρόμοι που πάντα κάπου καταλήγουν. Κι εσύ τους ακολουθείς γιατί είναι η δική σου πορεία μέσα στη Ζωή...