23/4/11

Απόψε βρέχει αστέρια...


Σβήνω το φως.
Κάθε βράδυ.
Και καπνίζω.
Περιμένω.
Από παράθυρο σε πόρτα.
Περπατώ.
Μεγάλες αποστάσεις.
Αλλάζω συνοδοιπόρους.
Από σκέψη σε σκέψη.
Συνομιλώ με όνειρα.
Και με χτυπήματα φλεβών.
Με την ανάμνηση του έρωτα.
Και ξενυχτώ.
Τον διακεκομμένο ύπνο
Των φιλενάδων μου.
Σβήνω το φως.
Και καπνίζω...

3/4/11

Το τραγούδι της Μοσχαρούλας Παραζητούλη


Aν ανοίξτ' ένα κουτάκι που η θάλασσα το βρέχει
κι αν θα βρείτε ένα λύκο που να τρώει κρουασάν,
το ρινόκερο που τρέχει όταν άλλοι περπατάν,
το λουκάνικο που στρίβει στη γωνία και πιστεύει
πως το σύννεφο θα γίνει παντελόνι που χορεύει
τότε πείτε: "είμαι κύμα, κιμάς και κιμωλία,
βαρόνος των ψαριών που ψάχνουν στην πλατεία
τους πρίγκηπες των άστρων που άρπαξαν φωτιά,
τα κίτρινα λουλούδια που γίναν βιολετιά,
κουνούπια που τσιμπάνε μία χοντρή μου θεία,
καρέκλες που μικραίνουν και γίνονται σα πλοία
και πέφτουνε στο πέλαγο που κυματίζει αργά

Αχ, αέρα, φύσα, φύσα, με φτερά από πεταλούδες,
λιγνά χελιδονόψαρα, πορτοκαλιές μαϊμούδες,
μήπως κι έρθει η βροχή τις τσέπες μου να βρέξει
που στέγνωσαν χωρίς πουλιά και, ποιός θα με γιατρέψει;

Aχ, αέρα, φύσα, φύσα, με φτερά από ανεζούλες,
ιπτάμενους ρινόκερους, κλαδιά 'πο νεραντζούλες,
μήπως κι έρθει η βροχή τα χέρια μου να βρέξει
που στέγνωσαν και κάτσιασαν, προσμένοντας να φέξει...

Αλλ' αν πείτε έτσι θά'ρθει εκείνο το μωρό
που ζεί μέσα στους λόφους και πίνει το νερό
μες το ψηλό ποτήρι που πλέει ο πινγκουίνος
μέσα σ' ένα σωσίβιο, λευκός σα νά'ναι κρίνος
και τότε, ξεκαρδίζεται της κότας το ζουμί
και λέει: "δε το ποτίσατε αυτό το γιασεμί,
γι αυτό και σταματήσανε της πόλης τα ρολόγια
γι αυτό το άσπρο ψάρι πλέει μέσα στα υπόγεια,
καθώς ισορροπεί πάνω σ' ένα πηρούνι,
δεινόσαυρων πατημασιές, σαύρες χωρίς πηγούνι...

Τί είπατε; Πώς είπατε; Πινγκ-Πονγκ; Μα, δε ταιριάζει!
Της σαύρας η πατημασιά πώς μπήκε μες το τσάι;
Ένα και τρία τέσσερα, κλιπ-κλαπ κι εγώ να τρέμω
και μπι και σι, πιστέψτε με, ούτε ήξερα, ούτε ξέρω...
Είμαι δω, είμαι κει, είμαι πού; Καλαμαζού!
Ντοκ σφυρίζω, ντοκ ελπίζω, έχασα το νου,
στης Μοσχαρούλας το λαιμό, τον παραπονεμένο,
η πόρτα κλείνει τρίζοντας, μα ΄γω πιά δω δε μένω!

Η μέδουσα πιό χαμηλά να φτάσει, και πιό κάτω,
στου κήπου σας το ήσυχο, το ασημένιο πιάτο,
εκεί που λιώνουνε αργά της πόλης οι κιθάρες
με ένα "πλινγκ", αφήνοντας δύο καμπύλες ζάρες
στης Μοσχαρούλας το λαιμό που ζει το σαλιγκάρι,
κοιτάζοντας στοχαστικά το άδειο το φεγγάρι

Αχ, νοτιαδάκι, φύσα με φτερά 'πο ανεζούλες,
ιπτάμενους ρινόκερους, κλαριά απο νεραντζούλες,
μήπως κι έρθει λίγο φως τις τσέπες μου να φέξει
που μούχλιασαν χωρίς πουλιά και, ποιός θα με προσέξει;

Πώς είπατε; Τί είπατε; Φλιπ-φλοπ, χοροπηδάει,
η σαύρα μες το τσάι μου γλυκά με πιτσιλάει...
Πλινγκ η χάντρα, φλουπ το ψάρι, η μέρα σκοτεινιάζει
και τρέχει, βρέχει, χάνεται κι όλο μας τραγουδάει
της Μοσχαρούλας το σκοπό, τον παραπονεμένο
και κλείν' η πόρτα τρίζοντας, μα 'γω πιά εδώ δε μένω!

* Του Κώστα Λαδόπουλου... όλα...