
Από τη μέρα που ο μπαμπάς μας έφυγε δεν ψήσαμε, δεν έτυχε. Σήμερα όμως ήρθαν οι φίλοι του από θεσσαλονίκη και δεν υπήρχε περίπτωση να μην το τσικνίσουμε. Ο κ. Χάρης, ο "φαλάκρας" όπως τον φώναζε ο μπαμπάς, νομίζω πως ήταν η συμπάθεια του. Άλλωστε 35 χρόνια φιλίας δεν είναι και μικρό πράγμα.
Έφτασαν το πρωί στο σπίτι και ζωντάνεψε ο τόπος. Μέσα στον ύπνο μου άκουγα παιδικές φωνές κι ήταν αυτό που με έκανε να αφήσω το κρεβάτι μου και να βγω στον ήλιο. Ο κήπος ήταν γεμάτος κόσμο. Θείοι, φίλοι, παιδιά ακόμη και ο μάστορας που έφτιαξε τα κιόσκια ήταν εκεί.
Μου αρέσει όταν έχουμε πολύ κόσμο στο σπίτι. Τότε μόνο το νιώθω ζωντανό. Τότε ακούω τα χτυποκάρδια του.

Φυσικά δεν χρειάστηκε δεύτερη σκέψη, θα ψήναμε. Θα εγκαινιάζαμε και το νέο κιόσκι στην ψησταριά να δούμε αν τραβάει. Οι γυναίκες στην κουζίνα, εγώ με τον ψήστη. Όπως τότε με τον πατέρα μου. Δεν αντέχω να είμαι και πολύ με γυναίκες. Καλύτερα με τους άντρες. Συζητάς πιο σοβαρά πράγματα από το πως βάφεται το μαλλί με ανταύγιες ή ποιο χρώμα είναι στη μόδα φέτος το καλοκαίρι.

Είπιαμε τσίπουρο με κρόκο, είπιαμε μπύρα, και μετά από αυτό το φαγοπότι νιώθω την ανάγκη να ξαπλώσω στο γκαζόν και να μην κουνηθώ. Σαν τα χελωνονιντζάκια... μόνο να λιάζομαι.







Παρόλα αυτά δεν είναι για τέτοια η ώρα. Έκανα έναν καφέ για να συνέλθω και να μπορέσω να βγάλω τη μέρα. Μπήκαμε στο απογευματάκι και ο καιρός είναι γλυκός. Δεν σου κάνει καρδιά να κλειστείς μέσα...