Στην παράσταση του Παπαϊωάννου. Κάποια στιγμή άρχισα να χασμουριέμαι. Πολλές φορές. Σαν νευρικό τικ. Ύστερα, με το βλέμμα πάντα καρφωμένο στη σκηνή, μ’ έπιασε κάτι σαν λιποθυμία. Ανακάθισα στην καρέκλα. Στήριξα την πλάτη στο σκληρό μέταλλο της καρέκλας. Τι είχα πάθει; Σαν απάντηση, μ’ έπιασε δύσπνοια. Ήταν η στιγμή που ο γυμνός Μιχάλης Θεοφάνους περνάει μέσα από το σώμα του ντυμένου Παπαϊωάννου και στη συνέχεια ο ντυμένος Παπαϊωάννου περνάει με τη σειρά του μέσα από το γυμνό σώμα του Θεοφάνους. Σκηνή ασφυκτική, καθώς το ένα σώμα συστρέφεται, περιστρέφεται, εισχωρεί από κάθε πιθανό άνοιγμα και τελικώς περνά από την άλλη πλευρά, ενώ το άλλο σώμα μένει όσο πιο ακίνητο και δύσκαμπτο γίνεται.
Η άκρως ασφυκτική σχέση που περιγράφει ο Δημήτρης Παπαϊωάννου στην «Πρώτη ύλη», έπαιζε με τη μνήμη μου και μου προκαλούσε ψυχοσωματικές αντιδράσεις. Τικ (χασμουρητό) από νευρικότητα, άρνηση (τάση για λιποθυμία για να μη βλέπω), ασφυξία (δύσπνοια). Μόλις το συνειδητοποίησα άρχισα να αναπνέω κανονικά και μπόρεσα να απολαύσω ανενόχλητη πλέον την υπόλοιπη παράσταση.
Δεν είναι μόνο η πρώιμη σχέση με το σώμα μας που περιγράφεται σ’ αυτό το έργο . Είναι και οι κοινωνικές συμβάσεις που μας υποχρεώνουν σε πολύ νεαρή ηλικία να διαλέξουμε ένα πρόσωπο-ρόλο ώστε να είμαστε ευπαρουσίαστοι και αποδεκτοί. Κοινωνικές συμβάσεις που μας υποχρεώνουν να έρθουμε σε ρήξη με την ίδια μας τη φύση, να τη βάλουμε σε Προκρούστειο τραπέζι και να κόψουμε ό,τι περισσεύει, να γυαλίσουμε και να λειάνουμε τις διαφορές. Χωλή και ανάπηρη φύση, ίδια ωστόσο, με ότι θεωρεί οικείο το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο.
Στο έργο, ο Θεοφάνους, με σώμα αρχαίου ελληνικού αγάλματος ενσαρκώνει όχι μόνο το φυσικό κάλλος αλλά και την αγαθή, την απονήρευτη φύση. Ο Παπαϊωάννου, ντυμένος στα μαύρα, είναι ο κοινωνικός εαυτός μας. Ο νους μας. Ο νους ενός συνηθισμένου ανθρώπου.
Δοκιμάζει τη δύναμή του πάνω στον άλλον. Μερικές φορές του βγαίνει και λίγη κακία. Λίγος σαδισμός. Μια κάποια βία. Υπολογισμένη.
Ο Θεοφάνους αντιδρά βίαια μονάχα όταν προκαλείται. Χωρίς θυμό. Όχι για εκδίκηση. Απλά αντιδρά. Όπως όταν μας πετάνε μια μπάλα κι εμείς αποκρούομε και τη στέλνουμε πίσω. Ο επιβεβλημένος αργός ρυθμός σε κάποια σημεία τονίζει το αργό, συχνά οδυνηρό ταξίδι της ενηλικίωσης. Φυσικά υπάρχει και εδώ όπως στα περισσότερα έργα του Π., το στοιχείο του νερού, ως υπόμνηση του αμνιακού υγρού στο οποίο κάποτε ζήσαμε άσπιλοι κι ευτυχισμένοι.
Ο νους και το σώμα παλεύουν επί σκηνής, αγαπιούνται τρυφερά, αστειεύονται, πετσοκόβονται, και στο τέλος μαθαίνουν να φροντίζουν ο ένας τον άλλον. Μαθαίνουν στη συγκλονιστική σκηνή του τέλους, πετσοκομμένοι και ανάπηροι να γίνονται ένα κι ό,τι λείπει του ενός (πόδια), να τα προσφέρει ο άλλος. Κι έτσι χωλοί αλλά ένα, να σέρνονται, ύστερα να σηκώνονται και, τέλος, να περπατούν!
Πηγή:protagon