ΚΙ όπως έμπαινε η θάλασσα απ' τα παράθυρα και την παραβιασμένη πόρτα, οι τοίχοι ξεφλούδιζαν σαν ταπετσαρία κι έφερναν ένα γύρο τα έπιπλα.
Εμοιαζαν παγιδευμένα στο σπίτι. Το πάτωμα γινόταν σιγά σιγά θηλυκό. Αποκτούσε καμπύλες, πτυχώσεις, ιριδισμούς. Το στόμα του, σαν ανοιχτό, ρουφούσε τη θάλασσα και πνιγόταν. Απ' έξω ο δρόμος. Τόσο μακριά και τόσο κοντά.
Σαν φίδι, που λίγο πριν νυχτώσει επίσημα, τα κλείνει όλα σε ένα αχόρταγο τώρα, που είναι εντελώς χθες. Και τα σφίγγει.
Η ζωή λέει τα πάντα στους πάντες σε παρατατικό χρόνο. Ο ενεστώτας είναι χρόνος απουσίας. Μια ανυπόφορη επέτειος. Πού πήγαν τα πράγματα; Θα τα ξαναδούμε;
Τo κουρτινόξυλο είναι πεταμένο σε μια γωνιά. Μια παρατημένη κιθάρα, έρημο σύμβολο. Της σιωπής. Ενα πλαστικό ποτήρι καφέ. Με κοιτάζει το γυμνό στήθος μιας γυναίκας. Ή είναι πίνακας; Τα βιβλία επιπλέουν.
Θα 'ρθει καιρός που, από έλλειψη χρόνου, οι σελίδες θα γυρίζουν μόνες τους. Θα καταδιώκουν την έλλειψη νοήματος με υπεράνθρωπη ελπίδα.
Θέλω να βγάλω τα γεγονότα του σπιτιού έξω. Φτάνουν στην άκρη και αφήνουν ήλιο να στάζει. Αλλος τρόπος από χυμένο ήλιο δεν έμεινε. Πέφτει πάνω στο νερό, δημιουργώντας δέσμες. Είναι σανίδες φυγής.
Μην ξαναπείς ποτέ ότι η αγάπη είναι ένας σκύλος απ' την κόλαση. Ολοι οι σκύλοι είναι στον παράδεισο. Η αγάπη είναι αλλού.
ΘΥΜΑΜΑΙ τις παλιές εποχές. Σαν να κοιτάζω από τραβηγμένη κουρτίνα. Εκείνο το αργοπορημένο κορίτσι στις κερκίδες του Λυκαβηττού. Κάποια μέρη σιωπή, κάποια μέρη λέξεις. Ποτέ δεν βρίσκεις το σωστό κοκτέιλ. Το παρελθόν είναι κάτι που βλέπεις, χωρίς να ακουμπάς. Κάτι που το βάφεις ξανά και ξανά, με σπρέι θερμοκρασίας. Θυμάμαι πως άγγιζα με τα δάχτυλα, σαν πινέλο. Υπήρχα για να διαπιστώσω τα πράγματα, για να τα δω να γεμίζουν συνήθεια. Μετά να χωλαίνουν. Οταν τα πράγματα παύουν να αποτελούν ερωτικά αντικείμενα, χάνουν τη σημασία ζωής που έχουν. Το υλικό τους βαραίνει.
ΕΞΩ η νύχτα φωτίζει τη νύχτα, προετοιμάζει αργά το επόμενο βήμα της. Τι είναι βήμα; Αμίλητο νερό. Από τα βράχια του ουρανού οι άγγελοι πέφτουν ακόμα. Σαν τρομαγμένες πεταλούδες, έρχονται από ψηλά. Είναι τόσο σύντομη η πτώση τους, που δεν προλαβαίνεις ούτε να την αντιληφθείς.
Πέρασε τόσος καιρός απ' το μέλλον. Σχεδόν τον έσκαψα μέσα μου. Τώρα διαρκώ. Θα μακρύνω κι άλλο τα χέρια μου, για να μπορώ να σ' αγγίζω.
ΔΕΝ γράφω πια. Σημειώνω τις σκιές των ανθρώπων που γυαλίζουν τη νύχτα, σαν ψεύτικα κτήρια. Το λούστρο τους καθώς ζουν σβήνει. Μένει μόνο μια ανοιχτή επιφάνεια, σαν κοιλιά ψαριού, που περιέχει νεκρά σχέδια. Τα αντιγράφω σε μια κόλλα, για να τα σώσω.
Οι άνθρωποι δεν είναι ούτε ευτυχισμένοι ούτε δυστυχισμένοι.
Είναι απλώς τραγικοί.
Σταύρος Σταυρόπουλος
2 σχόλια:
Ναμαστε πάλι εδώ :) Την καλημέρα μου!
Γεια σου κυρ δάσκαλε!Μου έλειψαν εκείνες οι μέρες που επικοινωνούσαμε μέσα από τα blog μας.Το έσβησες το δικό σου;
Δημοσίευση σχολίου