30/4/09

Mια απρόσμενη έκπληξη...


Είναι όμορφο να σου κάνουν δώρα. Ειδικά όταν αυτά είναι συναισθηματικής αξίας μεγάλης και προέρχονται από ανθρώπους που ούτε καν γνωρίζεις. Δώρα καρδιάς, που σε κάνουν να σκέφτεσαι πως ακόμη υπάρχουν άνθρωποι με αισθήματα και καρδιά που χτυπά.
Ένα τέτοιο δώρο, με περίμενε σήμερα στο καραβάκι. Ένα δώρο ανέλπιστο, που με έκανε να χαμογελάσω και να νιώσω πιο άνετα στη νέα θάλασσα που μπήκα. Γιατί δεν το κρύβω, και αγωνία έχω και σκέφτομαι συνεχώς ότι άφησα πίσω μου...

Ταξίδι σε άλλες θάλασσες...


Το καραβάκι απόψε έκανε στροφή και μπήκε και σε άλλες θάλασσες. Χωρίς να ξεχνά τα ταξίδια του παρελθόντος, αλλά ούτε τους φίλους που ταξίδεψε μαζί τους. Ανοίγει τα πανιά του και γι άλλα μέρη. Εύχομαι να είναι όμορφα τα ταξίδια που θα κάνει σε τούτα τα νερά...

29/4/09

Στο αλωνάκι της αγάπης μου...


Στην πρώτη επαφή που είχαμε,
μιλήσαμε όπως δυο ξένοι
για πράγματα αδιάφορα σχεδόν.
Στη δεύτερη μπορώ να πω το ίδιο,
με κάποια στη φωνή μας διαφορά,
ένα χρωμάτισμα.
Ώσπου στην Τρίτη,
τα λόγια μας ακολουθούσαν παύσεις -

εκείνες οι γλυκές σιωπές
του έρωτα.

Του Χρήστου Λάσκαρη

28/4/09

Έξω(πραγματικό)...


Πήγαινα στη Καλαμάτα, για κάτι δουλιές και πιστέψτε με σ' ό,τι σας λέω πιο κάτω, γιατί συνέβη πραγματικά!
Είχα περάσει τη Τρίπολη κι άκουγα δυνατά ραδιόφωνο. Πρέπει να πω πως ήταν καθημερινή και δεν είχε κίνηση και καθώς είχα αποφασίσει να κάνω το δρόμο χωρίς στάση, είχα αρχίσει να βαριέμαι. Προσπαθούσα να ξεχαστώ τραγουδώντας δυνατά μαζί με τους ήχους των ερτζιανών, αν και δεν είχα καλό σήμα. Κάποια στιγμή, όταν παιζόταν ένα αδιάφορο τραγούδι, σταμάτησα να τραγουδώ κι άρχισα να βυθίζομαι στις σκέψεις μου και πιο συγκεκριμένα, σε γεγονότα των τελευταίων ημερών. Τότε, ξαφνικά, εντελώς ξαφνικά, λέτε και βρέθηκα στο Τρίγωνο των Βερμούδων, όλες οι ενδείξεις χάθηκαν. Το ραδιόφωνο έπαψε ν' ακούγεται και το αυτοκίνητό μου, άρχισε να συμπεριφέρεται σα μπουκωμένο.
Αυτό το τελευταίο μη το δέσετε κόμπο, γιατί δεν αποτελεί ισχυρό στοιχείο. Το συνηθίζει κάτι τέτοιο. Είναι ένα θηρίο-κλαστήρι 899 κυβικών εκατοστών παρακαλώ. Τ' άλογα του, που κάποτε φρούμαζαν καμαρωτά και περήφανα, τώρα κινούνται νωχελικά κι εκ περιτροπής. Τα σκούρα, Δευτέρα-Πέμπτη, τα λευκά, Τρίτη-Σάββατο, τα μικτά, Τετάρτη-Κυριακή και τη Παρασκευή τους δίνω ρεπό. Δηλαδή είτε το δώσω, είτε όχι, αυτά το παίρνουν τσαμπουκά, μα τέλος πάντων, καλόν είναι να νομίζω πως κάνω κι εγώ κάτι.

Δε το κατηγορώ, ίσα-ίσα, το αγαπώ το φφφφουκαριάρικο, μα αυτό δε σημαίνει πως είναι Φφφφφερράρι. (Το σκάλωμα στο φφφφ, άρχισα να το παθαίνω, από τότε που το απέκτησα, γιατί βλέπετε είναι ...Φφφφίατ! Μα ...άλλο είχα αρχίσει να λέω...) Α ναι... για τον (ε)φφφιά(λ)τ(η)! Εφιάλτης, τρόπος του λέγειν μα ...το λέω τώρα πια κρίνοντας εκ των υστέρων...
Μόλις λοιπόν διαπίστωσα τη περίεργη συμπεριφορά του πολυαγαπημένου μου μεταφορικού μέσου, βλαστήμησα το μάστορα, που το 'χα πάει τελευταία. Όμως δεν είχα δίκιο και το κατάλαβα, αμέσως μετά. Ένα σύννεφο έκρυψε την όμορφη λιακάδα κι αμέσως ένιωσα όλες τις τρίχες στο κορμί μου, να σηκώνονται μονομιάς! Σα σε βίντεο άρχισα να βλέπω παράξενα πράματα...

...Μόλις είχα -λέει- ξυπνήσει, ήμουν ξεκούραστος κι ευδιάθετος. Αυτό ίσχυε, όσο πάμε προς τα πίσω, στα χρόνια της ζωής μου, αλλά προς τα 'δω, σπάνιο φρούτο. Σηκώθηκα δια μιας από το κρεβάτι! Είπα κρεβάτι, μα το αδικώ κατάφορα, γιατί πραγματικά ήταν πολυτελέστατη κρεβατάρα και μάλιστα με δαντελωτό "ουρανό"! Το δίχως άλλο θα 'ταν κάποιου Λουδοβίκου, με ασαφές για μένα νούμερο. Ας πούμε λοιπόν χάριν της διήγησης Λουΐ Χεζ και συνεχίζω...
...Θαύμασα και τσιμπήθηκα επανειλημμένως, μα το να καταφέρεις ένα καλό κι αξιόπιστο τσίμπο σ' ένα μπράτσο που φορά, μεταξωτό νυχτικό, είναι -όσο και να πεις- δύσκολο εγχείρημα κι όταν επιτέλους το κατόρθωσα, τσιμπήθηκα δις, για να 'μαι σίγουρος! Μιά για το κρεβάτι και μιά για το μεταξωτό! Έπειτα σκέφτηκα, να ρίξω μερικά, για το κέφι, για το ξεκούραστο ξύπνημα και τελικά μπλάβιασα το αριστερό μου μπράτσο πριν πάρω χαμπάρι πως ματαιο-πονούσα. Τίποτε δεν εξαφανίστηκε και φυσικά δε ξύπνησα από κανένα όνειρο. Μάλιστα, για τους δύσπιστους, έχω ακόμα τα σημάδια.
Κατευθύνθηκα προς το μπάνιο και θαύμασα -χωρίς να τσιμπηθώ αυτή τη φορά- τη χλίδα! Τέλειωσα κι από 'κει τις καθημερινές μου ...υποχρεώσεις, πλύθηκα καλά και ξυρίστηκα. Το ότι εξακολουθούσα να μη κατανοώ, δε σήμαινε πως θα σταματήσει η πέψη μου ή ότι θα μείνω άπλυτος.
Αρωματίστηκα μ' ότι ακριβότερο κυκλοφορά στην αγορά και βγήκα ολόγυμνος, τυλιγμένος στο μπουρνούζι -με τ' αρχικά μου παρακαλώ-, προς αναζήτηση ρούχων. Άνοιξα τη ντουλάπα -συγγνώμη, τη ...μπουτίκ μου ήθελα να πω- κι έμεινα άφωνος. Ένα δωμάτιο-ιματιοθήκη μ' εξαίσια και ταιριαχτά μου ρούχα κι απέναντι ένας μεγάλος καθρέφτης για τις δοκιμές.
Εκεί με περίμενε άλλη μια τρομερά ευχάριστη έκπληξη! Δεν είχα πια καραφλίτσα και γκρίζες τρίχες, μήτε ρυτίδες ή μελανούς κύκλους κάτω απ' τα μάτια. Μ' έφτυσα πολλές φορές και με θαύμασα. Ωστόσο είμαι γενικά ευπροσάρμοστο άτομο κι έτσι δε σπατάλησα πολύ χρόνο. Είχα αρχίσει να συνηθίζω τη νέα κατάσταση, που στο κάτω-κάτω δεν ήταν διόλου δυσάρεστη. Ντύθηκα σπέσιαλ κι όσο πιο σπορ γουστάριζα και βγήκα από την ιματιοθήκη.
Έξω κόντεψα να πέσω πάνω σ' ένα ξερακιανό μπαστουνοδίαιτο μεσήλικα ντυμένο σα μπάτλερ. Μη νομίζετε πως ξέρω εκ του φυσικού, πως είναι η ενδεδειγμένη ενδυμασία ενός μπάτλερ. Η εμπειρία μου αντλείται από το σινεμά, όπως φαντάζομαι και στους περισσότερους από σας. Ένας λοιπόν μπάτλερ, όπως ο Άντονυ Χόπκινς στα "Απομεινάρια Μιάς Μέρας" αλλά στο πιο χλιδάτο να φανταστείτε!

-"Ξυπνήσατε Κύριε, τόσο πρωΐ;" μου 'πε. "Καλημέρα σας. Θα πάρετε το μπρέκφαστ εδώ, στο σαλόνι ή στη βεράντα; Έχει τόσο όμορφο πρωϊνό Κύριε..."
-"Εσύ τι λες; Μοιάζω να 'χω ξυπνήσει"; του πέταξα ...ανιχνευτικά. Μέσα μου αναρωτιόμουν ακριβώς το ίδιο φυσικά. "Θα 'θελα να μου εξηγούσε κάποιος τι συμβαίνει. Και πρώτα-πρώτα, που βρίσκομαι, γιατί και ποιός είμαι"; Δεν έχασε στιγμή την αυτοκυριαρχία του κι αν όντως έπαιζε θέατρο, τότε ο Χόπκινς θα 'χε πολλά να διδαχτεί, αν καθόταν στα γόνατα τούτου 'δω κι άκουγε προσεκτικά!
-"Αστειεύεστε όπως πάντα Κύριε..." είπε μα παρέμεινε αγέλαστος ως πέτρα κι άκαμπτος ως ατσαλόβεργα. "Βρίσκεστε στο σπίτι σας, -θα 'πιατε κανά ποτηράκι παραπάνω χθες-, κι είμαι ο Αρχιθαλαμηπόλος σας"! Συνήλθα αμέσως κι έπιασα το ...νήμα.
-"Φυσικά κι αστειεύομαι" του αντιγύρισα σοβαρός, "κι εσύ το ξέρεις πολύ καλά. Λοιπόν ...μπρέκφαστ... χμμ ... Στη βεράντα που βλέπει προς τη θάλασσα και μάλιστα διπλό. Έχω κάτι πείνες, που δε ...θυμάμαι ποιός είμαι"! του 'πα, μπαλώνοντας τα πάντα, κάτω από τη σκέπη του χιούμορ. "Θέλω επίσης τσιγάρα κι όλες τις εφημερίδες, καθώς επίσης και το σημερινό μου λεπτομερές πρόγραμμα"! Ανέλαβα ...επιθετική πρωτοβουλία.
-"Πήρα το θάρρος, μιάς και γνωρίζω τις συνήθειες του Κυρίου και τα έχω σχεδόν έτοιμα όλα -κι όλες οι βεράντες σας βλέπουν θάλασσα- ...αλλά ...Κύριε..." έδειξε στενάχωρος και με παραξένεψε. Να 'χα κάνει καμμιά χαζομάρα;
-"Τι τρέχει παιδί μου; Δεν υπήρξα σαφής μήπως"; Σοβαρός μέχρι ...θανάτου εγώ!
-"Μα ναι ...ναι αλλά να ...αυτό το τελευταίο... για το πρόγραμμα... σίγουρα θα 'ναι κανά νέο αστείο σας, έτσι δεν είναι"; έδειχνε παραξενεμένος, μπερδεμένος και ουσιαστικά για ...λύπηση. Κάτι τον είχε ξεβολέψει, αλλά τι;
-"Ε λοιπόν δεν αστειεύομαι διόλου. Αναγνωρίζω πως χθες είχα μια ... δύσκολη νύχτα, μα σήμερα δε θυμάμαι τι έχω να κάνω...", άφησα τη φράση να αιωρείται.
-"Μα... ότι κάνετε συνήθως κάθε μέρα, Κύριε" απάντησε δείχνοντας τρομερά έκπληκτος εκείνος.
-"Ε αυτό ρωτώ χριστιανέ μου..." είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι και νομίζω πως ο καθένας στη θέση μου θα 'νιωθε το ίδιο, "θέλω τα ραντεβού και τις δουλειές μου, όσο πιο τέλεια επεξηγημένα γίνεται"! ξεφύσηξα και πιστεύω πως έδειχνα αρκετά άγριος.
-"Αυτό απάντησα κι εγώ Κύριε, ότι κάνετε συνήθως: Δηλαδή ...τίποτε"! Ομολογώ πως δε περίμενα κάτι τέτοιο. Τα 'χασα και ...ψέλλισα:
-"Μα ...στη δουλειά... στο γραφείο"; Αυτό το τελευταίο το πρόσθεσα κάνοντας μαντεψιά κι ήλπιζα να πέφτω "μέσα"!
-"Αν θέλετε να περάσετε από 'κει, κανένα πρόβλημα, μα δε χρειάζεται. Έχετε ρυθμίσει τα πάντα στην εντέλεια, γιά να 'χετε άφθονο χρόνο ελεύθερο. Δανείστηκα την ολόδική σας φράση, Κύριε. Οι δουλειές σας πάνε περίφημα κι οι επενδύσεις σας, αυγατίζουν κάθε μέρα με τρελούς ρυθμούς". Τον έδιωξα μ' ένα νεύμα, όσο πιο βιαστικά μπορούσα, μη μπορώντας ν' αρθρώσω λέξη, μη τυχόν κατάλαβει πως κάτι τρέχει. Κατέβηκα για μπρέκφαστ, ευτυχώς χωρίς να δυσκολευτώ.

Ανέκαθεν μου αρέσει το πρωινό γεύμα και σπανίως το χάνω. Μ' αρέσουν οι λιχουδιές, συνοδευμένες με γάλα κι όπως πάντα, γέμισα τα πιάτα μου με πολύ πιότερο φαγητό, απ' όσο μπορούσε να χωρέσει η μικρή, σφιχτή, νεανική κοιλιά μου! Το κακό σε τέτοιες περιπτώσεις είναι, πώς όσο τη γεμίζω, κατανοώ πως κάποιο ή κάποια θα πρέπει δυστυχώς ν' αφήσω κι αρχίζω με λύπη μου ν' αποκλείω κομμάτια. Μα πάντα αποδείχνεται πως είμαι συμπονετικότερος σ' αυτή την επίπονη διαδικασία κι έτσι σηκώνομαι από το τραπέζι, κυριολεκτικά, "τούμπανο"! Έτσι και τότε.
Ξάπλωσα πίσω στη πολυθρόνα μου και πριν προφτάσω να γυρέψω τίποτε, νατον ο καφές μου, έτσι όπως ακριβώς τον προτιμώ. Μαζί στο δίσκο, ήσαν δυό πακέτα τσιγάρα Άσσος σκέτος κι ένα πάκο εφημερίδες. Άνοιξα πρώτα τις αθλητικές, αλλά το πρωινό ήταν πραγματικά υπέροχο για να το σπαταλήσω διαβάζοντας κι έτσι τις παράτησα σχεδόν αμέσως. Η χώνεψη του πρωινού, αλλά κι όλων των άλλων που μου συνέβησαν με το ξύπνημα, ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Φώναξα τον Αρχιθαλαμηπόλο, που εμφανίστηκε άμεσα.
-"Πως σε λένε"; τον ρώτησα αυθάδικα και μισοπονηρά. Με κοίταξε όπως θα κοίταζε ένα Κινέζο που τυχόν κάλπαζε πάνω σε μια σχεδία, καταμεσής της πλατείας Ομονοίας, ντάλα χειμώνα, ολόγυμνος!
-"Πάλι αστειεύεται ο Κύριος", είπε ανέκφραστα. "Ξεχάσατε το όνομά μου; Τόσο εύκολα ξεχνάτε το παππού σας"; Ωραία, τώρα είχαμε αποκλείσει ένα κάρρο ονόματα και περιορίσαμε το πεδίο ερευνών σε δυό. Χρειάστηκα τύχη κι ...έρριξα:
-"Άκου Παναγιώτη, ήθελα να σου τονίσω, άλλη μια φορά, πως μου 'ναι πολύτιμες οι υπηρεσίες σου και σκέφτομαι να σου κάνω μιάν αύξηση, στο τέλος του μηνός".
-"Έχετε παππού Παναγιώτη; Ομολογώ δε το 'ξερα" είπε ανέκφραστος πάντα, μα παράλληλα πέρασε τεχνηέντως σε πλάγιο θέμα. "Ευχαριστώ Κύριε. Κάνω ότι μπορώ"!
-"Δηλαδή επειδή σε λένε Κωνσταντίνο, σημαίνει πως δεν έχω άλλο παππού στο κόσμο"; του 'πα γελαστά, σκάζοντάς του περίτεχνη ντρίμπλα! "Αχ Ντίνο, δε θα με μάθεις ποτέ, μα δε με πειράζει, μου 'σαι πολύτιμος και θα δεις στο τέλος του μηνός, πόσο"!
-"Να 'στε καλά Κύριε. Τι θέλετε και με φωνάξατε";
-"Θα βγω και θέλω το αμάξι έτοιμο σε κανά μισάωρο"!
-"Ποιό αμάξι θα χρησιμοποιήσει ο Κύριος σήμερα. Σας υπενθυμίζω πως το Σάαμπ είναι ακόμα στο συνεργείο για τη βλάβη στο ηλεκτρονικό σύστημα πλοήγησης".
-"Το θυμάμαι. Δεν είμαι κανάς ξεμωραμένος, φφφφέρε μου το Φφφ (κόντεψα να πω Φφφφίατ μα κρατήθηκα έγκαιρα κι αντ' αυτού είπα)φερράρι, (πιο πολύ για να δείξω πάλι πως αστειεύομαι) και το θέλω φφφφουλαρισμένο. Θα κάνω μεγάλη βόλτα"! Εκείνος δίχως να κάνει κανένα σχόλιο, γύρισε και μ' άφησε μόνο στη βεράντα. Ε αυτό πια ...πήγαινε πολύ! ΕΙΧΑ ΦΦΦΦΦΕΡΡΑΡΙ! Πανηγύρισα χοροπηδώντας σα πίθηκας, όσο πιο αθόρυβα μπορούσα.
Κάθισα πάλι ξαναμμένος στη πολυθρόνα και άρχισα να καπνίζω και να πίνω καφέ, μη βλέποντας να περνά η ώρα. Σε λίγο, γύρισε ο Ντίνος και μου 'βαλε στο χέρι, το κινητό μου και τα κλειδιά του αυτοκινήτου.
-"Θέλετε κάτι άλλο Κύριε";
-"Όχι! Ήσουν άψογος όπως πάντα"!

Κατέβηκα στο γκαράζ και μετά σύντομη έρευνα, διαπίστωσα πως είχα τέσσερα μεγάλα και σπορ αμάξια: Τη Φφφερράρι, μια Λαμποργκίνι, μια Μαζεράτι και μία Ρολς (αν είναι δυνατόν), είχα επίσης ένα υπέροχο Τζιπ της Μπε-Εμ-Βε και το Σάαμπ, που 'ταν στο συνεργείο, ήταν της χρονολογίας που προτιμώ. Σάαμπ 9000 μοντέλο του '92! Είχα και δυό μικρά, ένα Πεζώ 206, αλλά 1800 κυβικά κι ένα Σμαρτ για νεροτσουλήθρες! Το Φφφφίατ δε το 'δα πουθενά μα ...δε βαριέσαι. Ένιωσα πως είχα χάσει ένα φίλο μα θα το 'ριχνα στις βόλτες να ξεχαστώ.
Είχα ξεχάσει το μποτιλιάρισμα στους δρόμους και τ' άλογα της Φφφφερράρι, χρεμέτιζαν μ' αδημονία. Δε βαριέσαι... εγώ είμαι το Αφεντικό και το πήγαινα σιγά-σιγά με το τέλειο ηχοσύστημα να παίζει όμορφα τραγούδια. Βγήκα παραλιακή και σε κάποιο φανάρι, επωφελήθηκα ν' ανοίξω το κινητό μου. Πρέπει να πω, πως ήταν το μόνο αντικείμενο που αναγνώριζα. Όταν συνδέθηκε, οι ήχοι των εισερχομένων μηνυμάτων, πέσανε βροχή. Κλήσεις πάμπολλες και μηνύματα στο τηλεφωνητή, ένα σωρό. Δεν έδωσα σημασία γιατί ήθελα να ξεκαπνίσω τη Φφφφερράρι και σ' ελάχιστο χρόνο βρέθηκα στο Λαγονήσι.
Εκεί να δείτε υποδοχή. Ήξεραν καλά πως άφηνα καλό φφφφιλοδώρημα και τσακίστηκαν να με περιποιηθούν. Πιστεύω πως και καθόλου φφφφιλοδώρημα να μην άφηνα, πάλι θα τσακίζονταν, γιατί αν δε το ξέρετε, άνθρωποι σαν εμένα και τη τάξη μου, είναι από μόνοι τους ..."φφφφιλοδωρήματα"! Ήταν ένα όμορφο Μαγιάτικο πρωινό, από 'κείνα που λες κι είναι Αυγουστιάτικα, χωρίς το μελτέμι φυσικά.
Είχε περάσει αρκετή ώρα και κόντεψα να ξεχάσω τα μηνύματα! Άρχισα λοιπόν να ...μαζεύω! Τρομερή αλλαγή! Όχι πια μηνύματα-τηλεγραφήματα, μα λέξεις πολλές κι όμορφες φράσεις! Μ' είχαν θυμηθεί όλοι, ακόμα κι εκείνοι που 'χα πια ξεχασμένους από καιρό. Όλοι κι όλες θέλανε να με δούνε, να με κεράσουν ένα καφέ, ένα ποτό βρε αδερφέ, έτσι να τα πούμε, να θυμηθούμε τα παλιά. Τώρα τι κάνουμε; Πως μπορούσα να κοπώ σε απειροστά κομμάτια για να καλύψω όλες τις ανάγκες; Και κάτι επίσης νέο: Εκεί που πρώτα δεν είχε κανείς χρόνο να με δει, τώρα μου πρόσφερε στο πιάτο και τις 365 μέρες του το χρόνο. Αρκεί να διάταζα κι ήταν πρόθυμος-η!
Ένιωσα πολύ χαρούμενος! Τελικά η ζωή είναι ωραία ρε σεις! "Ανάθεμά τον που το πει τ' αδέρφια δε πονιούνται! Τ' αδέρφια σκίζουν τα βουνά...", συγγνώμη μου 'ρθε ο δημώδης στίχος έτσι αυθόρμητα! Δε με χωρούσε ο τόπος! Για να 'μαι ακριβής, δεν είχα πια χρόνο. Εγώ που 'χα φροντίσει τις δουλειές μου έτσι, ώστε να 'χω λυμένα τα χέρια, 24 ώρες το 24ώρο, τώρα με λύπη μου διαπίστωσα πως δεν έφταναν, μήτε 124! Πως θα προλάβαινα να καλύψω τόσες και τόσες εκκλήσεις μοναξιάς; Μήτε και στ' όνειρό μου δε γίνεται! Ε τι να γίνει, θα 'κανα μιαν επιλογή, σαφώς.
Κατέστρωσα πλάνο κίνησης. Οι πιο αδιάφοροι, απόμακροι κι από καιρό χαμένοι, θα λάβαιναν ...σιγή. (Ότι λάβαινα κι εγώ από 'κείνους μα εν προκειμένω δε το 'κανα για αντεκδίκηση, απλά δεν είχα χρόνο)! Οι αμέσως επόμενη στιβάδα, θα λάμβανε μερικές λέξεις βιαστικές, που θα 'λεγαν, πως πνίγομαι και δε προφταίνω μήτε για κατούρημα! Οι πιο κοντινοί και χρήσιμοι -για ώρα ανάγκης- θα λάμβαναν ένα πιο εμπεριστατώμενο μήνυμα, με πολλή συγγνώμη και ...θλίψη! (Καλόν είναι να κρατάμε πισινή, γιατί ποτέ κανείς δε ξέρει τι του ξημερώνει)! Τέλος εκείνοι που μ' ενδιέφεραν ζωτικά, θα τύγχαναν της αιτούμενης ...ακροάσεως μου και τα ...δέοντα. Θα τους χάριζα την εύνοια μου κι όλα τα συμπαρομαρτούντα...
Μα τι λέω; Σιγά μη δώσω και λογαριασμό! Θα ρίξω λιγάκι χρυσοποίκιλτο ..."σανό" στα άτια της Φφφφερράρι μου κι όποιος-α γουστάρει... Στο κάτω-κάτω, έχω να κάνω κι άλλα πράματα. Έχω να ποτίσω τ' άλογα, να αρμέξω τις ...κατσίκες της Εταιρείας μου, να πειράξω τον Αρχιθαλαμηπόλο, να βολτάρω και να πιω και ...και ...και... Δε πάνε να θυμώσουν... στο τέλος σε μένα θα 'ρθούνε δακρύβρεχτα. Πως τάχα δε τους σκέφτομαι διόλου, ενώ εκείνοι-ες, μ' έχουν στη σκέψη τους ολοήμερα και με βλέπουν στον ύπνο τους τις νύχτες!
Δε μπορώ! Αγχώνομαι! Τι εφφφφιάλτης! Πως θα προκάμω; Τι θα πρέπει να λέω; Ε καλά! Ας μην απαντήσω σ' όλα σήμερα. Κι αύριο μέρα του Θεού είναι ντε! Βγήκα κι υποκλίσεις σωρό! Άφησα καλό φφφιλοδώρημα γι' αυτό! Φφφέρανε και τη Φφφερράρι κι άρχισα να απομακρύνομαι κι άλλο από τούτη την απρόσιτη πόλη! Τότε...

...Όλες οι ενδείξεις σταμάτησαν και το ραδιόφωνο σίγησε! Για λίγο! Γιατί βρέθηκα δια μιάς και πάλι στο Φφφφιατάκι, στο δρόμο της Καλαμάτας. Δε ξέρω πόσο διήρκεσε όλο τούτο μα είχα διανύσει ελάχιστο δρόμο, βλέποντας τούτο τον εφφφη-άλτη. Σιγά-σιγά, επέστρεψαν οι ενδείξεις και το ραδιόφωνο έπιασε σήμα κι άρχισε να παίζει ξαφνικά, ένα σκυλάδικο, πιασμένο ευτυχώς από τη μέση και μετά. Το κινητό ξαναβρήκε το σήμα του κι όλα άρχισαν να παίρνουν τις σωστές, γνωστές διαστάσεις τους. Ευτυχώς γιατί είχα αγχωθεί άσχημα. Ουφ, επιτέλους. Σε λίγο θα 'μπαινα στη πόλη της Καλαμάτας και τ' άλογα του Φφφφίατ είχαν αρχίζει να εργάζονται στους γνωστούς ρυθμούς: Λάου-λάου και προχώρα/ φάγαμε την ανηφόρα! Ποιά λιβάδια ν' αναπολούν κι εκείνα, άραγε;
Σε κάποια διασταύρωση, ένας τροχονόμος ρύθμιζε τη κυκλοφορία. Εγώ οδηγούσα το Φφφφφιατάκι μου με σύνεση, όμορφα και στρωτά, στο δεξί άκρο του δρόμου. Τότε σκέφτηκα ηλιθιωδώς: "Να.. το όργανο της κυκλοφορίας, τώρα θα προσέξει, το πόσο νομοταγώς οδηγώ, θα με σταματήσει και θα μου απονείμει τα ...εύσημα για τούτο" μα αμέσως μετά, με πικρία σκέφτηκα πως οι τροχονόμοι του κόσμου τούτου, είν' επιφορτισμένοι να βλέπουν μόνο τις παραβάσεις. Δε τραβά τη προσοχή τους απολύτως τίποτε άλλο. Μπρρρρ μακριά από μας οι ..."Τροχονόμοι"!
Ένα μήνυμα έφτασε στο κινητό κι όρμηξα με κίνδυνο της ζωής μου να το διαβάσω, προσπαθώντας παράλληλα να κρατήσω και το τιμόνι στο σωστό δρόμο. Δυσκολεύτηκα μα σαν ίσιωσε κάπως η στράτα, μπόρεσα να διάβασω:
"Δεν έχω πολύ χρόνο και το ξέρεις. Θέλω να κάνω κι άλλα πράματα. Με πιέζεις. Μου λείπεις. Τη Κυριακή τα λέμε. Αγωνιώ. Φιλάκια"!
Ήταν Τρίτη μεσημεράκι όταν μπήκα στη Καλαμάτα, ανακουφισμένος...

"Σ' εκείνους που
δε μάθανε ακόμα
να μετράνε ...σωστά"

Μια βεράντα γεμάτη χρώμα...

Μια μικρή βεράντα με δικό της ουρανό. Μια τριανταφυλλιά, αγκαλιασμένη σφιχτά με ένα γιασεμί. Να μας χαρίζει χρώματα και αρώματα υπέροχα. Και παραπέρα στέκει μικρή και αδύναμη μια πασχαλίτσα. Όσο τη θυμάμαι προσπαθεί να δέσει το κορμό της, μα μάταια. Η ρίζα της θα ναι πάνω σε πέτρα, σκέφτομαι. Μα όσο αδύναμη κι αν είναι, σαν φτάνει τέτοια εποχή, είναι έτοιμη να ανθίσει και κει να δείτε άρωμα και χρώμα μαγικό... Πόσες εικόνες, πόση αγάπη, σε μια τόση δα βεράντα, πνιγμένη λες στα λουλούδια...

Οι μέρες άλλαξαν. Δεν είναι οι ίδιες. Φύγαν πρόσωπα αγαπημένα, μα ήρθαν άλλα. Για πάντα. Άλλαξαν όλα. Μα ότι αγαπήσεις μια φορά, το κουβαλάς για πάντα, το δρόμο σου ομορφαίνει, κι ας μην είναι κει μαζί σου... Κι όταν θα δω στο δρόμο Πασχαλιά, θα γυρίζω ξανά πίσω, σε άλλα χρόνια. Με χρώματα και αρώματα διαφορετικά.

Ίσως πάλι μόνο εγώ να άλλαξα...






























Δεν στο χω πει ακόμη...


Να γελάσεις απ' τα βάθη των χρυσών σου ματιών
είμαστε μες στο δικό μας κόσμο.

Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει.
Τα πιο όμορφα παιδιά
δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα.
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα.

Κι αυτό που θέλω να σου πω,
το πιο όμορφο απ' όλα,
δε σ' τό 'χω πει ακόμα.

Ναζίμ Χικμέτ

27/4/09

Σπίτι μου,σπιτάκι μου...

Τελείωσε το πάνω σπίτι. Όλα στη θέση τους. Στρωμένα και τακτοποιημένα. Κάτι είναι κι αυτό. Τουλάχιστον να είναι κάτι τακτοποιημένο... έστω κι αν είναι τα ντουβάρια.


















































Ότι αξίζει αντέχει στον χρόνο...


Διαβάζοντας στο μπλοκ του Νίκου, Θραψανιώτης μέχρι... κόκκαλο, το xθεσινό του σημείωμα, σχετικά με το γιατί φτιάχνεται και γιατί εγκαταλείπεται ένα μπλοκ, η σκέψη μου γυροφέρνει συνεχώς εκεί. Θυμήθηκα ότι πριν έναν χρόνο ξεκίνησα το δικό μου ταξίδι με το καραβάκι. Δίχως πυξίδα, δίχως μπούσουλα. Το μόνο που ήθελα ήταν να καταγράφω ότι μου άρεσε από όσα διάβαζα. Καμιά σκέψη για να γράψω κάτι δικό μου. Μόνο του στην αρχή, αλλά σύντομα με αρκετούς επιβάτες, που απολάμβαναν κι αυτοί μαζί μου τις διαδρομές που εγώ διάλεγα.

Το καραβάκι έκανε ταξίδια που πότε τον χάρτη και το τιμόνι κρατούσα εγώ, και πότε σκέψεις άλλων ανθρώπων που με βρίσκαν σύμφωνη. Με τον καιρό, το μπλοκ έγινε κομμάτι του εαυτού μου. Η αλήθεια είναι ότι έφτασαν στιγμές που θέλησα να το αγκυροβολήσω, και να μην κάνει άλλα ταξίδια. Χάρη όμως σε κάποιους ανθρώπους που στάθηκαν δίπλα μου και με στήριξαν, ευτυχώς δεν το έκανα. Το χειμώνα που πέρασε, η δοκιμασία ήταν μεγάλη. Και θεωρώ ότι αφού άντεξε το σκαρί του στη φουρτούνα που πέρασε, θα είναι πιο ετοιμοτάξιδο στο μέλλον.

Μέσα στις διαδρομές αυτές συνάντησα ανθρώπους αξιόλογους. Τόπους διαδυκτιακούς που κατέθεταν κομμάτια ψυχής τους, άλλοι άνθρωποι. Με άλλες εμπειρίες, άλλες συνήθειες, άλλα στάνταρ. Μα κάθε φορά που κάποιος κατέβαζε ρολά και εξαφανιζόταν, ένιωθα παράξενα. Είδα ανθρώπους να φεύγουν γιατί δεν άντεχαν την κόντρα με άλλους, ανθρώπους που έφυγαν και εξαφανίστηκαν δίχως ένα γεια, κι άλλους που χάθηκαν λες και τους κατάπιε τούτη η ηλεκτρονική θάλασσα. Δεν μπορώ να ξέρω το γιατί, αλλά σίγουρα γνωρίζω ότι κυκλοφορούν σαν φαντάσματα μέσα στο χώρο. Δίχως να μιλούν, δίχως να σχολιάζουν, έρχονται και φεύγουν σαν τον άνεμο. Ξαναγυρίζουν στον τόπο που έστω και για λίγο έδωσαν κομμάτια ψυχής. Αθόρυβα και αθέατα.

Το σίγουρο είναι ότι όταν κάτι το αγαπάμε και το νιώθουμε δικό μας δεν το εγκαταλείπουμε, αυτό το έμαθα καλά πια. Ακόμη κι αν περνάμε δύσκολες φάσεις, ακόμη κι αν δεν μας περισσεύει πολύς χρόνος, βρίσκουμε την ώρα να δώσουμε ένα στίγμα ότι είμαστε εδώ. Ότι υπάρχουμε, ότι ζούμε και αναπνέουμε. Ειδάλλως, βρίσκουμε ένα σωρό δικαιολογίες για να εξαφανιστούμε.

Τελικά, ο χρόνος είναι ο αδιάψευστος κριτής όλων. Αλέθει τα πάντα και κρατάει μόνο τα δυνατά, τα καθαρά. Τα υπόλοιπα, σκουπίδια που χάνονται στη μηχανή του. Το τραγουδάκι αφιερωμένο σε όσους έφυγαν κατεβάζοντας ρολά. Για τους δικούς τους λόγους. Εις μνήμην των ωρών, που αφιέρωσαν. Με ή χωρίς έμπνευση...

26/4/09

Η ομορφιά της ασχήμιας


κλικάρετε στη φώτο για να ακούσετε το τραγούδι...

Από μικρό παιδί έχω τη συνήθεια να παρατηρώ τους ανθρώπους. Να τους αναλύω. Μέσα από διαφορετικά κάτοπτρα κάθε φορά, και ανάλογα με την ηλικία μου. Ως εκεί που έφτανε η σκέψη μου και μπορούσα. Κάποιες φορές λάθος, αλλά τα τελευταία χρόνια με απίστευτη διαισθαντικότητα, το βρίσκω συναρπαστικό να ανακαλύπτω τι κρύβει ο καθένας που στέκει δίπλα μου. Εκείνο που μου έμαθε η ζωή, είναι οι περισσότεροι άνθρωποι, πίσω από μια πλασματική ηρεμία, ομορφιά, ή καλοσύνη, κρύβουν έναν χαραχτήρα γεμάτο κακία, πονηριά, και ψυχοπάθεια. Ήδη υπάρχουν στη ζωή μου κανά δυο τέτοιοι που τους έχω κυκλωμένους με καγκελάκια και επάνω σε αυτά η πινακίδα γράφει "Προσοχή επικύνδινοι".

Θυμήθηκα ότι όταν ήμουν παιδί έκρινα πιο πολύ με βάση την εξωτερική εμφάνιση. Κάτι που με το πέρασμα των χρόνων κατάλαβα πόσο ανόητο είναι. Το ξαναθυμήθηκα, μετά από ένα βίντεο που είδα τις προάλλες, με μια Βρετανίδα μεσήλιξ η οποία βρέθηκε στην εκπομπή της βρετανικής τηλεόρασης,
Britain's got talent. Ο τρόπος που την υποδέχτηκαν ήταν απαξιωτικός. Κοροιδευτικός και χλευαστικός. Μα όταν ξεκίνησε να τραγουδά, η εικόνα μεταμορφώθηκε. Όλοι έμειναν άναυδοι από τη μαγική φωνή της.

Η 47χρονη Μπόιλ μεγάλωσε και ζει στη Σκοτία, στο πατρικό της σπίτι. Το όνειρό της, όπως είπε η ίδια απαντώντας στις ερωτήσεις των κριτών, ήταν να γίνει τραγουδίστρια, κάτι που δεν είχε πραγματοποιήσει μέχρι σήμερα γιατί απλά «δεν της δόθηκε η ευκαιρία». Στο διαγωνισμό ταλέντου επέλεξε να τραγουδήσει το
I dreamed a dream από το μιούζικαλ Les Miserables, ένα τραγούδι που απαιτεί ιδιαίτερες φωνητικές ικανότητες.

Όπως παραδέχτηκαν αργότερα οι ίδιοι οι κριτές, όταν την πρωτοείδαν της έδιναν γύρω στα πέντε δευτερόλεπτα μέχρι να την κόψουν. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Αντιθέτως η Μπόιλ πέρασε στον επόμενο γύρο του παιχνιδιού, σύντομα θα βγάλει άλμπουμ και θα κάνει ντουέτο με την Έλεν Πέιτζ, ενώ μέσα σε εννιά μέρες το βίντεο με την ερμηνεία της είχε 100.000.000 επισκέψεις.

Ας την απολαύσουμε και ας θυμόμαστε ότι, οι άνθρωποι είναι όμορφοι ή άσχημοι ανάλογα με το κρύβουν μέσα τους. Η εξωτερική ομορφιά, η καλλιέργεια, και η μόρφωση δεν είναι πάντα συνώνημα του καλού ανθρώπου.

Έρχετ' η Παναγιά, μπάρμπα!


-Χριστός Ανέστη!

Την Παρασκευή της Διακαινησίμου, έχουμε την εορτή της Ζωοδόχου Πηγής δηλ. της ομώνυμης εκκλησίας της άλλοτε Κωνσταντινουπόλεως, νυν Ισταμπούλ (στην οποία καταφεύγουν αγεληδόν -χωρίς όμως μουκανισμούς- οι νεοέλληνες το Πάσχα)· τώρα ονομάζεται πλέον Μπαλουκλί από τα ομότιτλα, μικρά ψάρια που κολυμπούν αμέριμνα στην εκεί στέρνα. Την αυτή ημέρα είθισται, κατά τα πατροπαράδοτα ήθη της ανατολικής ημών ορθοδόξου πίστεως, περιοχή μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης, δηλαδή τα τελευταία τρία χρόνια, να αφικνείται στην πόλη εν επισήμω πομπή, από τη μονή της Παναγίας του Ζιδανίου κοντά στα Σέρβια, ένα ορειχάλκινο κυτίον περισυλλογής των επιούσιων χρημάτων, δια την τοπική εκκλησία, τα αντίστοιχα δηλαδή επιούσια πράσα των καλογήρων του μεσαίωνος και αργοτερότερον.
Στο Ζιδάνι ήταν εν ενεργεία το άλλοτε αμιαντορυπογόνο εργοστάσιο, του οποίου το νυν σκέλεθερον, εμποτισμένο με οικολογική αμιαντοφρίκη, μαζί με το χώρο του γύρωθεν, αγόρασε η κυρία Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κοζάνης αντί του τιμήματος του 1 ευρώ (!) για να τον αποκαθάρει εννοείται εν καιρώ. Το θεάρεστο και πανευλαβές κυτίον το συνοδεύει η παλαιά επάργυρη και θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Ζιδανιώτισσας, η και μυδραλιοφόρος αποκαλούμενη, ότι εβλήθη από γερμανικά πυρά τον καιρό της κατοχής, έτσι για τα μάτια των πιστών, οι οποίοι αν θέλουν να δουν της Παναγίας τα μάτια, καλούνται ατύπως να ρίψουν στο κυτίον νόμισμα, κατά προτίμησιν ευρωχαρτονόμισμα.
Η δεσποτική συνοδεία περνά από τα χωριά ένθεν κι ένθεν του δρόμου και καταλήγει στην πρωτεύουσα πόλη της θεοσώστου μητροπόλεως δια τα περαιτέρω. Θα μείνει στις εκκλησίες της πόλεως μέχρι την παραμονή εορτής του Γενέθλιου της Θεοτόκου, κάπου στις 7 Σεπτεμβρίου, όταν δι άλλης οδού, όπως οι Μάγοι της Γεννήσεως, θα επιστρέψει στην κατοικία της, για να ξεχειμωνιάσει. Κάτι σαν τη συνήθεια των κτηνοτρόφων που ανεβοκατεβάζουν τα κοπάδια τους άνοιξη-φθινόπωρο από τα χειμαδιά στα καταπράσινα λιβάδια.
Η συνοδεία αυτή έχει την μεγαλοπρέπεια και ασφάλεια παρόμοιας -ελαφρώς πιο κάτω- του προέδρου της ελληνικής Δημοκρατίας με αστυνομικά οχήματα, σειρήνες, μοτοσυκλέτες και ζητάδες. Κατά το νεοελληνικό, κρατικό πρωτόκολλο τιμές αρχηγού κράτους δικαιούνται η εικόνα της Παναγίας, αλλά από τα μεγάλα της προσκυνήματα όπως είναι το «Άξιον Εστι» του αγίου Όρους, η «Παναγία η Ιεροσολημίτισσα», η «Μεγαλόχαρη της Τήνου», το «Άγιον Φως, και το «Τίμιον Ξύλο», αν δεν κάνω λάθος. Αυτά βλέπουν οι Ιρανοί μουλάδες και διαπορούν με σκεπτικισμό: «Ετούτη η Ελλάδα των Νεοελλήνων Χριστιανών είναι πραγματικά θεοκρατικό κράτος, κι όχι εμείς».
Είναι δε το ιερόν κυτίον (μεγάλο όσο οι τενεκέδες που βάζουν οι μεγάλοι αλλά και οι λιανο-κτηνοτρόφοι το τυρί φέτα και το διατηρούν στο ψυγείο) και η δίπλα του εικόνα με το πρόσωπο στραμμένο στο δρόμο για την εύκολη προσκύνησή της, ασφαλώς πακτωμένα, κατά την στρατιωτική ορολογία και τρόπο, στα οπίσθια ενός ανοιχτού στρατιωτικού τζιπ, άνωθεν ακριβώς της εξατμίσεως. Διότι την σήμερον ποιός άγιος περπατάει χωρίς κουτί, λέει ο απλός λαός; Του αγήματος προϊσταται νεοέλλην ανθύπας (όχι ανθύπατος που παραπέμπει στους Ρωμαίους και το Θείον Δράμα), ότι εδώ έχουμε απλά σατιρικόν δράμα.
Συνειρμικά το σκηνικό το φέρνει στη βυζαντινή διαπόμπευσιν, όταν στα οπίσθια αλόγου όνου, έδεναν ανάποδα τον ή την προς πόμπευσιν και έφτυναν σιέλω μακρώ. Η ευφάνταστη κατασκευή του τζιπ είναι μια ευρισιτεχνία του ελληνικού στρατού Κοζάνης και οφείλουμε να συγχαρούμε τον αρχι-Αντι-στράτηγο (μου θύμισε τον «Αει στράτηγο», διήγημα του Θ. Βαλτινού) διοικητή του Α' ΣΣ για τα κατορθώματα των υποτακτικών του. Μάλιστα μετά την ανάγνωση υπ' αυτού του «Πιστεύω» την φετινή Κυριακή της Ορθοδοξίας, ελλείψει εκπροσώπων της πολιτικής αρχής, ούτε ένας, έστω Δημοτικός Σύμβουλος, δεν ήταν παρών, αναβαθμίστηκε «Συμβολικά» δεόντως. Με τέτοια στρατιωτική, τοπική ηγεσία (μαζί με την αντίστοιχη πολιτική ψχ, ψχ, ωχ) σε τόση ετοιμότητα ευρισκομένη, ησυχάζουμε δια το ετοιμοπόλεμόν της· θα υπερασπίσει τα πάτριά μας σύνορα ανδρείως στα φυλάκια Νίκης και Ειδομένης για να μη μας φύγει το Μακεδονικό μας όνομα και μας το πάρουν όλο οι άπληστοι Σκοπίων και περιχώρων, μείνουμε δε εμείς ρέστοι με ανά χείρας την Ανω Μακεδονία κάποτε, Δυτική Μακεδονία τώρα και τον μακεδονικό χαλβά εσαεί. Ο Ε.Σ. παρέα με την εκκλησία και τη λοιπή κομματο(σκυλο) γραφειοκρατία υποδέχονται κατά καιρούς και την ολυμπιακή φλόγα· τις προάλλες δε αυτή του Πεκίνου του υπαρκτού αιματοκυλισμού υπέρ του Θιβέτ, στην κεντρική μας πλατεία, παρουσία αντιδημάρχου πολιτισμού και ντοπ(α)ιο αθλ(ιο)ητισμού όπου ανταλλάχτηκαν τα εσκαλισμένα παραδοσιακά πιάτα της ειρήνης και της ανακωχής κάθε σφαγής του ανωτέρω λαού υπό των υπερανωτέρω του. Της φλογός της αποδόθηκαν τιμές απλού υφυπουργού δημοσίων επενδύσεων (καθότι από το Μέγα Θεοδόσιο και μετά όλα αυτά θεωρούνται μαγείες) και μόνον οι ευλαβέστατοι και περινούστατοι δωδεκαθεϊστές τα ακολουθούν πιστά, οι ερίφηδες.
Στην επίσημη γλώσσα το διαπραττόμενο ονομάζεται "Αφιξης της ιερής εικόνας της Παναγίας Ζιδανίου στην πόλη της Κοζάνης". Το γεγονός προκαλεί ειλικρινή χαρά στους απλοϊκούς πιστούς, μεγαλύτερη στους επώνυμους άρχοντες (οι γνωστοί Σαδδουκαίοι αλλά και ευκαιριακά μέλη του θεάτρου σκιών- καραγκιόζηδες δηλαδή), που συνωστίζονται ποιος θα την άρει στους ώμους του (προς βοήθειά του δηλονότι), υπό τα χλευαστικά, βέβαια, βλέμματα των ψηφοφόρων τους (ωρέ ποιοί μας κυβερνούν!), και φυσικά άφατον ηδονή στο ιερατείο για τις εισπράξεις που θέλουν επισυμβεί και οι οποίες θα ριφθούν στο κυτίο, του οποίου τις επίγειες κλείδες έχει μάλλον ο συνεορτάζων με τον κλειδαρά του ουράνιου παραδείσου.
Στη σιωπηλή γλώσσα όχι μόνον της ορθολογιστικής καθημερινότητας αλλά και σ' αυτήν των πιστών που προσεγγίζουν εν τούτοις με άδολες προθέσεις το κυτίον και την εικόνα, αυτό καλείται εικονο-αγυρτεία. Ρητορική ερώτηση. - Και τι σε νοιάζει εσένα, συνήγορος, της Παναγίας της Ζιδανιώτισσας είσαι; Απάντηση. Όχι. Όμως η Παναγία σε όλες τις προσφωνήσεις κι επικλήσεις, ως γνωστόν, είναι καταφυγή όλων, ακόμα και των απίστων· δεν είναι ιδιοκτησιακό μονοπώλιο ή ολιγοπώλιο, πρωτίστως του ιερατείου, ως εκ τούτου πάντες οι στοιχειωδώς ευλαβείς (και δεν μιλώ για ανευλαβείς) έχουν λόγο υπερασπίσεώς της, όταν βλέπουν το εικαστικό της απείκασμα (προσβλέπουμε σε ό,τι αναφέρεται η εικόνα κι όχι στην τεχνική της όταν την προσκυνούμε, κατά τον Μ. Βασίλειο), να υφίσταται τέτοια χριστιανοεμπορική μεταχείριση. Η δια χρηματικού αντιτίμου αίτηση μεσιτείας Της, αποτελεί βαρύτατη προσβολή Της, και είναι αντίστοιχα βαρύτατο αμάρτημα για τον φυσιολογικό χριστιανό. Αυτό όλοι το νιώθουν αλλά τους έχει εμποτισθεί δια φόβου (άνευ ελέους) το ακριβώς αντίθετο, πως όσο μεγαλύτερη η δόσις τόσο επικερδέστερη η μεσιτεία και υποκύπτουν αγογγύστως. Παράδεισος είναι αυτός και ποιός τον χάνει τώρα για κάτι παραπάνω...
- Παναγία μου Ζιδανιώτισσα, μυδραλιοχτυπημένη και υπό του αγίου Εδέσσης. Αλμωπίας κ,λπ. Ιωήλ, τροπαριοποιημένη, πως σε κατάντησαν! Δος αυτοίς, όμως, άφεσιν ου γαρ οίδασιν τι παραποιούσιν...
Αλλά,
«Εδώ ας σταθώ Κι ας δω κι εγώ την φύσι λίγο
θάλασσα του πρωιού κι ανέφελου ουρανού
λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη· όλα
ωραία και μεγάλα φωτισμένα...»
κι ας θυμηθώ, έστω για ανάσα, του Κ.Π.Καβάφη την 75χρονη επέτειο θανάτου του, 29 Απριλίου γέννηση και τελευτή του την αυτή ημέρα. Ψάχνοντας στον παγκόσμιο δικτυακό, πληροφοριακό τόπο του google.gr με λήξεις αναζήτησης «εικονοαγυρτεία» ή κάτι παραπλήσιο είδα χιλιάδες εγγραφές! Τόσο πολύ διαδεδομένο είναι το πράγμα ανά τους αιώνες αλλά στις μέρες μας έλαβε επιστημονική ειδίκευση. Βρήκα ένα κείμενο του γλυκύτατου ποιητού, παλαιάς αλλά γνήσιας κοπής και σχολής, Γ. Δροσίνη, που γειτνιάζει με όσα ζούμε στις μέρες μας, Αυτού προηγείται διαφωτιστική, κάπως επιστημονική εισαγωγή. Το παραθέτω ως έχει κι ο Θεός βοηθός.

«ΕΡΧΕΤ' Η ΠΑΝΑΓΙΑ, ΜΠΑΡΜΠΑ!»

(Μια περιγραφή καλογηρικής αγυρτείας στις Γούβες της Βόρ. Εύβοιας μέσ' απ' τις «Αγροτικές Επιστολές» του Γ. Δροσίνη) Ο συμβολικός αντιδυτικισμός που κυριαρχεί (τον 19ο αι) στον Ελλαδικό χώρο δεν αποκλείει τη διαμόρφωση ευσεβιστικής και νομικής ηθικής στο χώρο της Ανατολής, παράλληλης με τη δυτική. Ο ευσεβισμός είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της Θεολογίας της (χαρακτηριστικές οι εγκύκλιοι της Ι. Συνόδου για την αργία της Κυριακής, τη βλαφημία, τα θεάματα, τα καφωδεία κ. α: Σ. Γιαννόπουλος, Συλλογή των Εγκυκλίων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 901, 406, 412, 427, 429). Βέβαια ο απλός λαός δεν είναι δυνατό να .κατανοήσει τις ζυμώσεις αυτές.
Βιώνει τη σχέση του με την Εκκλησία συγκινησιακά, μέσω των λειτουργικών πράξεων και των λατρευτικών τελετών. Ευλαβείται τα λείψανα των αγίων, τιμά τις εικόνες. γιορτάζει τις πανηγύρεις και τηρεί τις νηστείες (Ι. Σ. Πέτρου, Εκκλησία και Πολιτική, Θεσσαλονίκη (Κυριακίδης) 1992, 164). Η λαική θρησκευτικότητα, σε μεγάλο βαθμό, είναι ενσωματωμένη στην επίσημη λατρεία και καλλιεργείται με κάθε τρόπο, εκτός από τις πολύ ακραίες μορφές της. Η ευλάβεια όμως του λαού στις εικόνες και τα λείψανα των αγίων είναι τόσο μεγάλη, ώστε μοναχοί περιφέρονται με εικόνες ή λείψανα συγκεντρώνοντας χρήματα από τις «ευσεβείς» αυτές περιοδείες τους.
Η κατάσταση φαίνεται φθάνει σε υπερβολικό βαθμό, γι' αυτό η Ι. Σύνοδος αναγκάζεται να απαγορεύσει τις περιοδείες αυτές των μοναχών, αντιδρώντας στην αργυρολογία και εκμετάλλευση του θρησκευόμενου λαού.(Σ. Γιαννόπουλος, ό. π., 281-282, 558-567). Ταυτόχρονα όμως η κατάσταση αυτή δείχνει πόσο ευάλωτος είναι ο λαός και πως μπορεί να χρησιμοποιηθεί η θρησκευτικότητά του. Μαζί όμως με την τιμή των αγίων και των λειψάνων ο λαός επιδίδεται σε μαντικές πράξεις, ενώ κυριαρχούν φοβερές δεισιδαιμονίες. Σαν παραδοσιακός τρόπος χρηματισμού, η καλογηρική αγυρτεία, απασχόλησε και τη σάτιρα όπως και την ευθυμογραφία (Κ. Θ. Δημαράς, Από τη σάτιρα στην ευθυμογραφία, στο Συλλογικό: Σάτιρα και Πολιτική στη Νεότερη Ελλάδα, Αθήνα (Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας) 1979, 313-316). Καλόγεροι τριγυρνούσαν από τόπο σε τόπο, κατεξοχήν στο ύπαιθρο, μεταφέροντας θαυματουργές εικόνες αγίων ή λείψανα και «σταυρούς εκ κεράτων ζώων» ή «πτερά εκ των πτερύγων των αγγέλων» και «τρίχας εκ των γενείων του Χριστού» (Γ. Μουγογιάννης, Ζωσιμάς Εσφιγμενίτης, Βόλος 1976, 20-21. Κ. Πολυμέρου, Ο Ζωσιμάς ο Εσφιγμενίτης και η λαογραφία της Θεσσαλίας, περιοδ. «Θεσσαλκά Χρονικά», τομ. 11(1976), 183-222). Χαρακτηριστική η περιγραφή ανάλογου γεγονότος στις «Αγροτικές Επιστολές» του Γ. Δροσίνη που έχουν σαν χώρο αναφοράς τη Βόρεια Εύβοια, πιο συγκεκριμένα το χωριό Γούβες, όπου το εξοχικό σπίτι του ποιητή και πεζογράφου που κινήθηκε στα πλαίσια ενός ευπρεπούς, περιγραφικού λόγου, εμπλουτισμένου με ηθογραφικά και λαογραφικά στοιχεία (Κ. Στεργιόπουλος.
Το αφηγηματικό έργο του Δροσίνη, «Νέα Δομή» τχ. ό (Νοέμβριος 1976) 70-72. Χρειάζεται μάλιστα (Μ. Mερακής, Ελληνική Λαογραφία, 2 ('Ηθη και Έθιμα), Αθήνα (Οδυσσέας) 1986, 206) να αναθεωρηθεί η άποψη που επικρατούσε «ότι η ηθογραφία του τέλους του περασμένου αιώνα, ένας από τους εκπροσώπους της οποίας ήταν και ο Δροσίνης, έδωσε αποκλειστικά μια πλασματική, εξωπραγματική εικόνα του ελληνικού υπαίθρου της εποχής» (οι Αγροτικαί Επιστολαί» κυκλοφόρησαν το 1882. Το Κείμενο που ακολουθεί είναι από την γ' έκδοση, σσ. 28-30):
«Δεκάς πυροβολισμών περί την δείλην της παρελθούσης Τρίτης, αφυπνίσασα την ηχώ των βουνών της κοιλάδος, έκαμε κι εμέ να σπεύσω έκπληκτος προς τον εξώστην του πύργου. Ηύξησε δ' έτι μάλλον η έκπληξίς μου, όταν είδα ολόκληρον το χωρίον σπεύδον προς ωρισμένον σημείον, ως αν ανέμενεν αυτούς εις συμφωνηθέν σημείον. Κράξας παιδίον σπεύδον μετά των άλλων και ερωτήσας έλαβον την εξής απόκρισιν: Έρχετ' η Παναγία, μπάρμπα! Και πράγματι πριν ή προφθάσω να σκεφθώ τι είδους έλευσις Παναγίας ήτο η δια πυροβολισμών ούτω μηνυθείσα, είδον μεγάλην συνοδείαν προβαίνουσαν μέσω του δάσους, τη βοηθεία δε των διοπτρών μου διέκρινα ήδη ζεύγος καλογήρων, εφίππων, ερυθρόν σχήμα ορθογώνιον κρατούμενον υπό τίνος. πλήθος δε χωρικών του τε ωραίου και ασχήμου φύλου ακολουθούν την λιτανείαν. Η συνοδεία ολονέν επλησίαζεν, ηκούοντο δ' ευκρινώς ήδη τα Κύριε ελέησον των πιστών. Αφ' ετέρου οι σπεύσαντες προς απάντησιν χωρικοί εγονυπέτουν και εσταυροκοπούντο και έκλινον μέχρι της γης την κεφαλήν. Το θέαμα ήτο αληθές γραφικώτατον. Μέσω των πρασίνων δένδρων και θάμνων οι χρυσίζοντες στολισμοί των γυναικών στίλβοντες υπό τας ακτίνας του κατερχομένου ηλίου ωμοίαζον προώρως ανατείλαντα άστρα και - ίνα εμμείνω εις την παραβολήν μου - οι κόκκινοι αυτών εμπροσθέλαι κολπούμενοι υπό ελαφρού ανέμου, ωμοίαζον της δύσεως ροδοσύννεφα. Όταν η λιτανεία αφίκετο εις την πλατείαν του χωρίου κατήλθον κι εγώ εκεί. Το αίνιγμα ελύθη η έλευσις της Παναγίας δεν ήτο άλλο ή η άφιξις ζεύγους καλογήρων, οίτινες ενοικιάζοντες δια πλειοδοτικής δημοπρασίας (αντί 5.000 δρ. εφέτος, νομίζω) μεγάλην εικόνα της Θεοτόκου αργυρότευκτον και ογκώδες αργυρούν κιβώτιον πλήρες αγίων λειψάνων, αναχωρούσιν από Μοναστηρίου της Σούρπης και περιάγοντες ταύτα ανά την Ήπειρον και Θεσσαλίαν και Εύβοια και Φθιώτιδα, εκμεταλλεύονται την ευπιστίαν των χωρικών, αναγιγνώσκοντες αυτοσχεδίους ευχάς περί εξοντώσεως της ακρίδος, της μηνιγγίτιδος και των τυφοειδών πυρετών και της από πάσης ασθενείας και κακού απαλλαγής των τε ανθρώπων, ζώων, δένδρων, αμπέλων και λαχάνων. Πληρούσι δ' ούτως αφθόνως τας μεν κοιλίας ορνίθων, τα δε θυλάκια αργυρίου τάσου, ώστε και το ενοίκιον των ιερών κτημάτων να πληρώσωσι και δια τους ευσεβείς αυτών κόπους να αποζημιωθώσιν (...) Και εστήθη η εικών εν τη πλατεία, και είπον οι καλόγηροι το ευαγγέλιον του Λαζάρου (αγνοώ διατί), και χρήμα ουκ ολίγον κατετέθη εν ταις παλάμαις αυτών (...) Μετά το τέλος της λειτουργίας ετελέσθη αγιασμός εν τη πλατεία του χωρίου, δια του οποίου ηγίασαν τους αγρούς και τας αμπέλους αυτών οι αγρόται. Μετά δε τον αγιασμόν περιάγοντες ανά τους οίκους πάντων την ιεράν εικόνα και τα λείψαναν, εφορολόγησαν τετάρτην ήδη φοράν τους ταλαιπώρους χωρικούς την μεγίστην φορολογίαν, την του σίτου. Εις κατάστιχον εγγράφουσι τι έκαστος θα δώσει... εις την Παναγίαν, όταν μετρήση το αλώνιόν του. Και ο μεν δίδει εν κιλόν, ο δε ήμισυ, και όλη η εγγραφή ανέρχεται εις κιλά 12, δραχμάς 100 περίπου... δια την Παναγίαν».

Μάλλον θα πρέπει το κείμενο να κοινοποιηθεί στον αξιότιμο Υπουργό Εθνικής Αμύνης προς γνώση και για τις νόμιμες συνέπειες, επί τω τέλει επιβράβευσης και δι' άλλου αστέρος του «ενδοξοτάτου» αντιστρατήγου του Α'ΣΣ για την ευρεσιτεχνία, και στον Αρχιεπίσκοπο Αθηναίων και όλης της Ελλάδος, προς απλή του γνώση, διότι μάλλον γνωρίζει περί αυτών, για να δοκιμαστεί ο δημόσιος λόγος του στην πράξη, όσον αφορά χρήματα, τυχερά, τελετές, θαυματουργές εικόνες που πρέπει ν' απαγορευτεί και δια ποιμαντικής ράβδου η προσκύνησή τους, επί χρήμασι.
- Εδώ σ' έχω κυρ' άγιε Αρχιεπίσκοπε!
Εγραφον όσα κι αντέγραφαν επίσης, εν Kοζάνη, σωτηρίου έτους 2008, Κυριακή του Θωμά και μνήμη των: αγίας μάρτυρος Πελαγίας εκ Ταρσού, οσίου πατρός Ιλαρίου του θαυματουργού, οσίου πατρός Νικηφόρου ηγουμένου μονής Μηδικού, οσ. Νικηφόρου ησυχάσαντος εν τοις ερημικωτέροις χωρίοις του Αθω όστις συνέγραψεν την σοφήν μέθοδον περί νοεράς προσευχής, κείμενης εν σελ. 869 της Φιλοκαλίας· οσίου πατρός Αθανασίου επισκόπου Κορίνθου, αγίων πατέρων Αφροδισίου («Τις ούτος ο τράχηλος εκτείνων ξίφει;/Αφροδίσιος, Αφροδίσιος λέγει»), Λεοντίου, Αντωνίου, Μέλους, Ουαλλεριανού, και Μακροβίου και του πλήθους των συν αυτοίς εν Σκυθοπόλει μαρτυρησάντων, ανάμνηση ανακομιδής λειψάνων αγίου Λαζάρου και της μυροφόρου Μαρίας Μαγδαληνής γενομένης επί Λέοντος του φιλοσόφου και φιλοχρήστου εν έτει 890.

- Αληθώς ο Κύριος!

Του Β.Π. Καραγιάννη

Η Παναγιά απ΄το Ζντάνι


Χτες βράδυ άκουσα τη μητέρα μου να λέει ότι δεν θα μπορέσει να πάει σήμερα στην μεγάλη λιτανεία μιας Παναγίας με παράξενο όνομα, και αφού έκλεισε το τηλέφωνο τη ρώτησα περί τίνος πρόκειται. Μου διηγήθηκε λοιπόν την ιστορία της Παναγιάς από το Ζντάνι.

Το 1918 πέφτει στην πόλη μια φανατηφόρα επιδημία λέπρας, και πολύς κόσμος χάνει τη ζωή του. Ζητούν να έρθει τότε η εικόνα της Παναγίας της Ζιδανιώτισσας, που θεωρούν θαυματουργή. Η εικόνα φτάνει στην πόλη που υποφέρει από τον λοιμό και μετά από αγρυπνίες, παρακλήσεις και λιτανείες με την θαυματουργή παρέμβαση της Παναγιάς, η επιδημία σταματά και η πόλη σώζεται. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες από τα παλιά χρόνια, μέχρι και σήμερα για τα θαύματα της Παναγίας της Ζιδανιώτισσας, στην οποία καταφεύγουν οι πιστοί σε δύσκολες ώρες της ζωής τους, ζητώντας την θεραπεία της ψυχής τους και του σώματος.

Από εκείνες τις μαύρες μέρες του λοιμού και μέχρι σήμερα, γίνεται κάθε χρόνο τη μέρα αυτή, του Θωμά, μεγάλη λιτανεία της θαυματουργής εικόνας στην πόλη για ευλογία και αγιασμό των πιστών. Η εικόνα φτάνει στην πόλη συνοδεία στρατιωτικής δύναμης τοποθετημένη πάνω σε κανόνι. Το μεσημέρι του Θωμά, ξεκινά μια μεγάλη πομπή που αποτελείται από τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές του τόπου, και πλήθος πιστών που κρατούν στα χέρια τους αναμμένες πασχαλιάτικες λαμπάδες, από την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, (εκεί έχει μεταφερθεί η εικόνα από την Παρασκευή της Διακαινησίμου) και περνώντας μέσα από όλη την πόλη καταλήγει στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου, όπου ψάλεται Μέγας Εσπερινός. Αφού παραμείνει εκεί κάποιες μέρες για προσκύνημα, μεταφέρεται στη συνέχεια εκ περιτροπής σε όλους τους ενοριακούς ναούς της πόλης, για να επιστρέψει αργότερα στο μοναστήρι στο Ζιδάνιο, όπου είναι και η φυσική της θέση.

Το μοναστήρι της Παναγίας Ζιδανίου χτίσθηκε και αναπτύχθηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Η ίδρυση του έγινε τον 17ο αιώνα, και η ιερή εικόνα της Παναγίας είναι από τα λίγα κειμήλια που σώθηκαν μέσα στους αιώνες, αφού πέρασε πολλές μπόρες και κακουχίες της ιστορίας. Μας είναι άγνωστος ο αγιογράφος, καθώς και ο χρόνος που φιλοτεχνήθηκε. Γεγονός πάντως είναι, ότι η εικόνα είναι πολύ παλιά. Ασημώθηκε με βαρύ ασήμι το 1755, από τον τεχνίτη Θεόδωρο από τους Καλαρύτες Ιωαννίνων, όπως φαίνεται από την επιγραφή που βρίσκεται στη βάση της εικόνας.


[Πηγές ιστορικές από τη Λαογραφική σελίδα της πόλης]

Ξημέρωσε Κυριακή...


Έχετε νιώσει ποτέ όλο σας το κορμί να πονάει και να μην θέλετε να σηκωθείτε από το κρεβάτι; Αυτό συνέβη σήμερα το πρωί πολύ νωρίς, μιας και τούτη η Κυριακή δεν είναι ούτε καν μικρή γιορτή. Σηκώθηκα και ένιωθα λες και θα διαλυόμουν. Περπάτησα αργά μέχρι την κουζίνα να κάνω καφέ. Μπήκα κι έκανα ένα ντουζ μήπως και νιώσω καλύτερα και μετά κάθησα στον υπολογιστή μου.

Μου αρέσει τούτη η ώρα της Κυριακής. Που ο περισσότερος κόσμος κοιμάται ακόμη. Που μπορώ να είμαι μόνη μέσα στην απόλυτη ησυχία. Που δεν διακόπτει τίποτε και κανένας την σκέψη μου. Ώρες δικές μου, απόλυτα δικές μου. Μαζί με ότι αγαπώ και έχω στην καρδιά μου.

Ο μάστορας θα αργήσει να έρθει σήμερα. Έτσι μπορώ να αφεθώ και να κοιτάζω με τις ώρες έξω από το παράθυρο μου. Να νιώθω την ζεστασιά του ήλιου, να γαληνεύω με το μπλε του ουρανού, με τις σκέψεις που μοιάζουν με τρεχαντήρια που αρμενίζουν σε θάλασσες.

Η χθεσινοβραδυνή βροχούλα δεν επηρέασε το πρωινό της Κυριακής. Όλα προμηνύουν μια υπέροχη μέρα. Κι ας μην είναι σχόλη. Θα μου δίνει δύναμη το ήρεμο πρωινό που το συντροφεύουν όμορφες σκέψεις.