«Και τελικά είναι μια γυναίκα, μισή ιπποκάμπη και μισή περιδέραιο» ...
Δεν υπάρχει χειρότερο από έναν καβγά νωρίς το πρωί, όταν ακόμα δεν έχεις πιει καν μια γουλιά καφέ. Ειδικά αν βρίσκεσαι σε ξερονήσι και η παρέα σου αποτελείται από άλλον έναν. Αν κι αυτός ο άλλος ένας, είναι και αυτός που κρατάει τα κλειδιά του αυτοκινήτου, ζεις για λίγο στα Τάρταρα. Μες στην ερημιά.
Έτσι ήμουν από παιδί. Τη στιγμή που ένιωθα ότι πρέπει να κατέβω, κατέβαινα. Δίχως μεν και δεν. Αλλά είχε ζέστη εκείνο το πρωί. Πηχτή, να την κόψεις με μαχαίρι και να κρατήσεις κομμάτι. Δεν έπαιρνα ανάσα. Πίστευα ότι με μια βουτιά στα παγωμένα νερά θα κατάφερνα να συνέλθω από τον λήθαργο.
Η μικρή παραλία ήσυχη. Μεσάνυχτα κι όμως με τρανταχτό ήλιο.
Κολύμπησα για ώρα πολλή, πέρα δώθε, από τα νεύρα, το ορκίζομαι. Με κάθε βουτιά ένιωθα το παγωμένο νερό να μουδιάζει ολοένα και περισσότερο κάθε χιλιοστό και μιλιγκράμ του σώματος που ένιωθα πριν βαρύ σα μολύβι. Την πρόσεξα μετά από ώρα. Αλλά την αγνόησα. Ξάπλωσα πάνω στην πετσέτα που βρήκα στο σακίδιο. Δικιά του. Τον μύριζα. Με κλειστά μάτια και πάλι εκείνος μπροστά μου, αναιδέστατος, εξαιρετικά διεφθαρμένος.
Και τότε πλησίασε. Βγήκε στα ρηχά και ανακάθισε στη βρεγμένη άμμο, αφήνοντας τα πόδια της να τα βρέχει η θάλασσα.
Τα πόδια της; Αλίμονο, και είχε υπέροχα μαύρα μαλλιά. Πόδια σαν ουρά. Σαν πλοκάμι. Καλυμμένο από βεντούζες μικρές, ροζ. Μήτε άνθρωπος, μήτε τέρας, όλα, τόση ομορφιά.
Όταν γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος μου, είδα βλέμμα ξεπλυμένο, σχεδόν λευκό. Έδειχνε τη χούφτα της. Ένα μεγάλο μαργαριτάρι, ούτε ροζ, ούτε ακριβώς λευκό, ιρίδιζε όπως το ούζο στο ποτήρι. Μετά έδωσε μια και βούτηξε πάλι μέσα. Τόσο γρήγορα όσο εμφανίστηκε. Και χάθηκε. Δεν την ξαναείδα.
Ούτε όταν μετά από χρόνια πήγα πάλι εκεί. Με άλλη γεύση, ακόμα και το νερό γλυκύτερο. κι αν ήταν όνειρο; κι όμως, μαλώνω τη σκέψη μου.
cλopy από τη θάλασσα του διαδυκτίου