30/9/13

Mόνο έτσι η ζωή είναι ωραία

















Σεπτέμβριος 1999. Είμαι τριαντατριών -έχω τα χρόνια του Χριστού, που έλεγαν οι παλιοί- αντίθετα όμως από Εκείνον, εγώ δεν νοιάζομαι να διδάξω τίποτα σε κανέναν. Ζω σάμπως να έχω κάνει κοπάνα απ’ το σχολείο στα δεκάξι μου και να μην έχω επιστρέψει ποτέ. Δεν έχω καμιά απολύτως πρόθεση ούτε να σοβαρευτώ ούτε να νοικοκυρευτώ, πόσω δε μάλλον να πλουτίσω.

Ουσιαστικά είμαι πλούσιος. Κατοικώ σε ένα ισόγειο εσωτερικό διαμέρισμα τριάντα τετραγωνικών στην πλατεία Κολιάτσου. Σε πολυκατοικία του 1960. Δύο δωμάτια, κουζινίτσα, μπάνιο (με ροζ, «κουφετί» πλακάκια, όπως συνηθιζόταν τότε), το γραφείο μου, το κρεβάτι μου, ένα μικρό μπαλκόνι στον φωταγωγό… Στον πυθμένα τού φωταγωγού, δυο μέτρα από κάτω μου, παίζουν μαύρα παιδάκια ενώ οι γονείς τους τηγανίζουν ρύζι ή γονατίζουν σε τρύπιο χαλί με το κούτελο προς τη Μέκκα. Η Κολιάτσου και τα πέριξ είναι μια μικρή Αφρική. Κομμωτήρια για ράστα, ιδιωτικά τηλεφωνικά κέντρα -χίλιες δραχμές η πεντάλεπτη σύνδεση με Νιγηρία-, κλαμπ με μαύρικη μουσική και αραπίνες που μπαλαμουτιάζονται με τους δικούς τους φόρα-παρτίδα μες στον δρόμο. «Έχουμε καταντήσει μετανάστες στην ίδια μας την πόλη!» γκρινιάζουν μέσα απ’ τις μασέλες τους οι παλιοί Κυψελιώτες. Εμένα μου αρέσει να είμαι μετανάστης, με ενθουσιάζει το πολυφυλετικό αυτό χύμα -δεκάδες γλώσσες στον αέρα και άλλες τόσες μυρωδιές εξωτικών φαγητών-, μου επιτρέπει, μεταξύ των άλλων, να πηγαίνω στο περίπτερο με τις πιζάμες, μέσα σε τόσες κελεμπίες ποιος θα με κοιτάξει στραβά;

Ουσιαστικά είμαι πλούσιος. Τα μυθιστορήματά μου αγοράζονται από κάθε λογής αναγνώστες – ένα μεγάλο ποσοστό, το ξέρω, τα χρησιμοποιεί απλώς για να στηρίζει την πετσέτα του στην πλαζ, δεν με χαλάει ωστόσο αυτό, δεν με ενδιαφέρει να ποδηγετήσω τα πλήθη - απ’ όταν, έφηβος, ξεκίνησα να γράφω, καημός μου ήταν να συγκινήσω δέκα φίλους, πέντε που είχα ήδη και πέντε που θα συναντούσα στη συνέχεια της ζωής μου… Ένας μεγαλοεκδότης περιοδικών -ο οποίος τη μια μέρα νομίζει ότι είναι ο Χιου Χέφνερ του PlayBoy και την επόμενη ο Τεντ Τέρνερ του CNN- μου πληρώνει τριακόσιες χιλιάδες δραχμές για κάθε άρθρο ή διήγημα, βαυκαλίζεται ότι κι εγώ είμαι αντιστοίχως ο Νόρμαν Μέηλερ. Δεν κάνω πάντως πασαλείμματα, δουλεύω κατά μέσο όρο δέκα ώρες καθημερινά, τα ταλαιπωρώ τα γραπτά μου, το “delete” είναι το πιο πατημένο πλήκτρο στο κομπιούτερ μου - «τη σάρκα, το αίμα θα βάλω σε σχήμα βιβλίου μεγάλο», αυτός ο στίχος του Καρυωτάκη με στοιχειώνει, κι αν πρόκειται για σαρκασμό, εγώ τον παίρνω τοις μετρητοίς.

Τα λεφτά μου δεν τα βάζω καν στην τράπεζα. Τα φυλάω σε ένα κουτί παπουτσιών - ποιος θα μπει στον κόπο να διαρρήξει μια γκαρσονιέρα στην Κολιάτσου; Όποτε βγαίνω έξω, χώνω στην τσέπη μου πεντέξι χαρτονομίσματα δίχως καλά-καλά να τα μετρήσω. Τα λεφτά μου τα τρώω και τα πίνω και τα ταξιδεύω - δεν οδηγώ καν αυτοκίνητο, μπαίνω σε ένα ταξί και λέω «βουρ, στη Χαλκίδα για ψάρι!», εν μέρει θέλω να εντυπωσιάσω το κορίτσι που έχω βγει ραντεβού, εν μέρει απολαμβάνω την αίσθηση πως ο κόσμος είναι ένας ολάνθιστος κήπος κι όλα τα φρούτα του στο χέρι μας…

Tις Τετάρτες τα απογεύματα πηγαίνουμε με το Ντεσεβό της μαμάς στους πρόποδες του Υμηττού και κόβουμε λουλούδια για τα βάζα της. Η μαμά οδηγεί απαίσια, από τα γύρω αυτοκίνητα τη μουντζώνουν και τη βρίζουν, εκείνη παριστάνει ότι δεν καταλαβαίνει, δυναμώνει απλώς στο κασετόφωνο τη φωνή του Φοίβου Δεληβοριά: «Μόνο έτσι η ζωή είναι ωραία…».

Σεπτέμβριος 2013. Είμαι σαραντεφτά -έχω τα χρόνια του Ιωσήφ όταν γεννήθηκε ο Χριστός- δεν έχω δει όμως ακόμα Άγγελο Κυρίου. Ή ίσως και να ’χω. Η μαμά μου κοιμάται εδώ και πέντε χρόνια σε ένα μαρμάρινο κρεβάτι στο νεκροταφείο της Νέας Σμύρνης. Μα το όνομά της αντηχεί εκατό φορές τη μέρα μες στο σπίτι – «Νίκη, μάζεψε επιτέλους τα τουβλάκια σου! Θες, Νίκη, μια μπανάνα; Ο μπαμπάς φεύγει, Νίκη, θα του δώσεις ένα φιλί;». Όταν της πρωτομίλησα για τη γιαγιά Νίκη, που πήγε στον ουρανό προτού να γεννηθεί η ίδια, με κοίταξε απορημένη – «και τη βαφτίσατε Νίκη για μένα;» με ρώτησε.

Δεν έχω εγκαταλείψει την Κυψέλη, κατοικώ απλώς στους αντίποδες της Κολιάτσου. Τα στενά πάνω από την Πατησίων με δυσκολία περπατιούνται πια. Πέρυσι σε έπιανε φόβος από τις αγριεμένες φάτσες, φέτος σε πιάνει θλίψη από την εγκατάλειψη, η φτώχεια σάρωσε τον πολυπολιτισμό, οι αραπίνες δεν μπαλαμουτιάζονται πλέον με τους δικούς τους, εκδίδονται σε κάτι κωλο-Έλληνες για δέκα ευρώ.

Έχω πάψει να είμαι πλούσιος. Δουλεύω όσο και τη χαρισάμενη εποχή και βγάζω το ένα πέμπτο των χρημάτων και δεν τα βάζω σαν παλιόχαρτα στην τσέπη μου, τα μετράω και τα ξαναμετράω, πρέπει να πληρωθεί η ΔΕΗ, το σούπερ-μάρκετ, η εφορία… Θυμάμαι έπειτα τη Λωξάντρα και αναθαρρώ: «Τις έστιν πλούσιος; Ο εν τω ολίγω αναπαυόμενος.».

Σηκώνομαι κάθε πρωί στις εφτά για να κατεβάσω τη Νίκη στο σχολικό. Όταν ξυπνάς πολύ πρωί έχεις όλη τη μέρα μπροστά σου -ισχύει- μόνο που όλη τη μέρα σούρνεσαι. Για να μην ντουμανιάζω το σπίτι, παίρνω το κομπιούτερ μου και πηγαίνω να γράψω στα καφενεία. Έχω μάθει να αποκόπτομαι τελείως από το περιβάλλον και να συγκεντρώνομαι φορώντας τα ακουστικά κι ακούγοντας κλασσική μουσική. Στα διαλείμματα, τα βγάζω και παρακολουθώ τις κουβέντες των θαμώνων. Συχνάζω σε συνοικιακά κατά προτίμηση στέκια, όπου πλειοψηφούν οι συνταξιούχοι. Πληροφορούμαι τα κουτσομπολιά της γειτονιάς, λαθρακούω λογομαχίες για το ποδόσφαιρο και για την πολιτική - πάνω απ’ το τάβλι ή από την πρέφα ανταλλάσσουν εξωφρενικές πληροφορίες - πως τα ροδάκινα, λόγου χάριν, εισάγονται από το Ισραήλ αφού πρώτα τα έχουν ψεκάσει ραβίνοι με σκοπό να ναρκώσουν τον Ελληνισμό. Πάω να ξεκαρδιστώ, συνειδητοποιώ αμέσως ύστερα πως με αυτά τα μυαλά -τα τηγανισμένα από την τηλεόραση, τα αλαλιασμένα από την κρίση- ψηφίζουν. Κρατιέμαι για να μη βάλω τα κλάματα.

Τα παιδιά έχουν ανάγκη και απ’ τους δυο γονείς τους, βεβαιώνομαι για αυτό κάθε στιγμή. Όχι πως δεν μπορούν να μεγαλώσουν μια χαρά και με έναν -και με μισόν ακόμα- όταν ωστόσο χώνουν το ένα χέρι την παλάμη της μαμάς και το άλλο στην παλάμη του μπαμπά, η σιγουριά τους γίνεται αγαλλίαση.

Η συμβίωση, από την άλλη, φθείρει αδυσώπητα τον έρωτα - η κοινή καθημερινότητα κινδυνεύει να καταντήσει μια ατέρμονη σειρά από για ασήμαντη αφορμή καβγάδες - «γιατί μου πήρες τον αναπτήρα;», «ποιος έκλεισε τον θερμοσίφωνα;» (λες και κυκλοφορεί κανένας τρίτος ενήλικας μες στο σπίτι). Η συμβίωση είναι λαμπαδηδρομία υπό βροχήν: Πασχίζεις να κρατήσεις τον πυρσό αναμμένο τσαλαβουτώντας μες στις λάσπες. Μονάχα η αίσθηση του χιούμορ και η έλξη των σωμάτων μπορεί να σε σώσει. Το μυστικό για να διαρκέσει μία σχέση είναι να ερωτεύεσαι τον ίδιον άνθρωπο ξανά και ξανά.

Ποιος όμως στην Ελλάδα του 2013 έχει διάθεση να ερωτευτεί; Όταν δε, συμπιέζει ο κόσμος και τα βασικά του έξοδα για να βγάλει τον μήνα, τσακώνεται, τρώγεται μεταξύ του. Οι πιο φανατικοί δεν είναι παραδόξως οι πιο αδικημένοι από την κρίση κι από τα αλλεπάλληλα κύματα λιτότητας. Είναι εκείνοι που ανέκαθεν αναζητούσαν μια ευκαιρία για να βγουν μπροστά, να τους παραδοθεί το πόπολο, να τους χειροκροτήσει έστω. Έχουμε γεμίσει μικρούς Ροβεσπιέρους, εκ δεξιών και εξ αριστερών. Αρκετούς τους θυμάμαι πριν από το 2010: Συντάκτες σε περιοδικά λάιφ-στάιλ που το όνομά τους δεν μπήκε ποτέ στο εξώφυλλο, σφουγγοκωλάριοι κάθε ισχυρής κυρίας ή κυρίου, διανοούμενοι βαρέων βαρών που δεν ευδόκησαν να βρουν εκδότη για τα ακατάληπτα κείμενά τους... Για την προσωπική τους κακοδαιμονία ή οσφυοκαμψία μέμφονταν πάντοτε το «σύστημα» και τώρα μάχονται για το αιματηρό του γκρέμισμα. Είναι οπαδοί της «καλής» βίας. Πού θα βρίσκονται άραγε σε δέκα χρόνια από σήμερα; Εκεί προφανώς που θα τους έχει πάει ο άνεμος. Ο συρμός…

Πρέπει να ερωτευτούμε ωστόσο ξανά στην Ελλάδα, την Ελλάδα, του 2013. Επείγει. Όχι για να ξεφύγουμε από τα βάσανά μας. Μα για να βρούμε μια βάση -μια πλατφόρμα εκτόξευσης- για τα όνειρά μας. Καμία επανάσταση δεν έγινε ποτέ από ανθρώπους που τα έβλεπαν όλα μαύρα. Η επανάσταση -όπως και έρωτας- είναι ένα φυτίλι που πυροδοτεί το πυροτέχνημα της ευτυχίας, το οποίο κρύβεις μέσα σου.

Παραδίδω τη Νίκη στο σχολικό και διασχίζω το Πεδίον του Άρεως. Η πάχνη δεν έχει ακόμα στεγνώσει απ’ τα φύλλα, οι οδοκαθαριστές δεν έχουν μαζέψει τα πεταμένα προφυλακτικά από τις νυχτερινές αρπαχτές. Κατεβαίνω την οδό Ηρώων, με τις προτομές των αγωνιστών του 1821 ένθεν και ένθεν – παρ’ όλα τα εμφύλια μίση που τους χώριζαν, μαρμάρωσαν τελικά στους αιώνες ο ένας πλάι στον άλλον. Πάντοτε με εντυπωσίαζε πόσο ονειροπόλο βλέμμα είχε ο Αθανάσιος Διάκος, πόσο λεβεντομούνα ήταν η Μαντώ Μαυρογένους…

Στα πόδια του Κολοκοτρώνη ελλοχεύει ένας γάταρος -ένας τίγρης τσέπης- με παχιά γούνα και με ορθωμένα μουστάκια. Το ένα του αφτί είναι μισοφαγωμένο, απώλεια προφανώς σε συμπλοκή για τα μάτια κάποιας ωραίας. «Τι έγινε, μεγάλε;» τον ρωτάω. «Την κέρδισες τουλάχιστον την ψιψίνα;». Κάνει τη ράχη τόξο και γουργουρίζει απειλητικά. «Όχι σε μένα τέτοια!» τσαμπουκαλεύομαι με τη σειρά μου. Βγάζω απ’ την τσέπη το πακέτο, του το τείνω. «Τσιγαράκι; Να κεράσω τσιγαράκι;» Ο γάτος τότε νιαουρίζει. Το νιαούρισμά του φτάνει στα αυτιά μου σαν γέλιο γάργαρο είτε σαν στίχος του Τσιτσάνη: «Σε παλάτια, σε τσαντίρια, θα τα πιούμε τα ποτήρια!».

Μόνο έτσι η ζωή είναι ωραία.


Πηγή:protagon

3/9/13

Το πουκάμισο και η Ελένη



















Με βλοσυρότητα αντάξια ενός Νίκου Ξανθόπουλου στις παλιές ελληνικές ταινίες και με μελοδραματισμό εφάμιλλο μιας Μάρθας Βούρτση, κάποιοι επίδοξοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης αστράφτουν και βροντάνε καθημερινώς κατακεραυνώνοντας το «σύστημα», την «εξουσία», κυρίως δε τους «υπηρέτες» τους.

Σαν «υπηρέτες» της «εξουσίας», ως «λακέδες» του «συστήματος» ορίζονται όσοι δεν έσπευσαν να ενταχθούν ψυχή τε και σώματι στον Αντιμνημονιακό Αγώνα, στο κίνημα του «Δεν Πληρώνω» ή ακόμα και στο κίνημα του «Ψόφα!», παρά διατήρησαν τις επιφυλάξεις και τις ενστάσεις τους προς πάσα κατεύθυνση. Όσοι όταν διαπιστώθηκε η χρεοκοπία του ελληνικού κράτους δεν έθρεψαν τη δονκιχωτική ονείρωξη να γυρίσει ο χρόνος πίσω -στις ημέρες των παχιών αγελάδων- ούτε κάλεσαν τους Έλληνες να ποντάρουν σε φανταστικούς σωτήρες, στο ξανθό γένος, στους Κινέζους ή στους εξωγήινους. Όσοι δεν πήραν στα σοβαρά τον λεονταρισμό ότι μπορούμε να καταργήσουμε τα μνημόνια με έναν νόμο του ενός άρθρου αλλά ζήτησαν τα βάρη της οδυνηρότατης μνημονιακής πραγματικότητας να κατανεμηθούν κοινωνικά πιο δίκαια και εθνικά πιο δημιουργικά. Όσοι κουβέντιασαν και την ηρωική ακόμα έξοδο σαν ύστατη λύση, και τον τσαμπουκά ακόμα σαν αποδοτικότερη στάση, ώσπου το πάθημα της Κύπρου τον Μάρτιο του 2013 απέδειξε περίτρανα ότι οι τσαμπουκάδες με άσφαιρα πυρά σε φτάνουν στο χείλος της πανωλεθρίας και σε οδηγούν μοιραία σε πανικόβλητες αναδιπλώσεις. Αυτοί παρουσιάζονται σαν «υπηρέτες» της «εξουσίας».

Ποια είναι όμως η «εξουσία» και ποιο το «σύστημα»; Σύμφωνα με τους Νίκους Ξανθόπουλους και με τις Μάρθες Βούρτση των ΜΜΕ και των social media, η Ελλάδα υπήρξε ανέκαθεν και παραμένει διαιρεμένη σε αφεντικά και σε δούλους, εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, καταπιεστές και καταπιεζόμενους, δοσίλογους και πατριώτες. Από τη μία, το «σύστημα» και η «εξουσία» -που κατασπαράζει ό,τι βρίσκει μπροστά της- και από την άλλη ο αγέρωχος, αδάμαστος λαός!

Η παραπάνω εικόνα θα ενθουσίαζε πιθανόν κάποιον λαϊκό καλλιτέχνη, (θα τον ενέπνεε να ζωγραφίσει στα δεξιά το σεράι του Πασά και στα αριστερά την καλύβα του Καραγκιόζη), θα έκανε όμως κάθε σοβαρό ιστορικό, κοινωνιολόγο, οικονομολόγο να ξεσπάσει σε τρανταχτά γέλια. Ο ίδιος ο Κάρολος Μαρξ θα ξεκαρδιζόταν και στη συνέχεια θα εξοργιζόταν με όλους αυτούς τους Έλληνες αλμπάνηδες που τον λιβανίζουν στο εικονοστάσι τους.

Διότι ακόμα και αν θεωρεί κανείς τον καπιταλισμό αιτία όλων των δεινών της ανθρωπότητας, η στοιχειώδης διανοητική εντιμότητα τού απαγορεύει να αντιμετωπίζει την πατρίδα μας σαν τυπική καπιταλιστική χώρα.

Στη Ελλάδα της Μεταπολίτευσης δεν αναπτύχθηκαν -φευ!- μεγάλες παραγωγικές μονάδες που να εκμεταλλεύονται την εργατική δύναμη και τον φυσικό πλούτο. Πλην μετρημένων εξαιρέσεων, η βιομηχανία σταδιακά παρήκμασε και η μεταποίηση μπήκε σε βαθύ χειμώνα εξαιτίας της αλματώδους ανόδου των εισαγωγών. Τα υφαντουργεία, τα μηχανουργεία, τα ναυπηγεία -ό,τι συγκροτούσε τον παραγωγικό ιστό της χώρας- έκλεισαν ή μεταφέρθηκαν εκτός συνόρων. Νέες τεχνολογίες πολύ σπάνια βρήκαν εύφορο έδαφος, η καινοτομία γενικά κάθε άλλο παρά ενθαρρύνθηκε. Ακόμα και η «βαριά βιομηχανία» μας, ο τουρισμός, δεν κατάφερε ουσιαστικά να ξεφύγει από τη λογική των μικρομεσαίων οικογενειακών επιχειρήσεων, που εξαρτώνταν από δάνεια και λειτουργούσαν με προγραμματισμό διετίας το πολύ.

Το μόνο που ήκμασε στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης ήταν το κράτος. Το κράτος έκανε παιχνίδι, μοίραζε τα χαρτιά. Το κράτος προκήρυσσε τα μεγάλα έργα και τα ανέθετε στους εκλεκτούς του κατόπιν διαγωνισμών, οι οποίοι στήνονταν ή νοθεύονταν με χίλιους τρόπους. Το κράτος στήριζε τα ΜΜΕ δια της διαφήμισης. Το κράτος προστάτευε κάθε κλειστό επάγγελμα και κάθε συντεχνία. Το κράτος -διαχειριζόμενο πακτωλούς φόρων και ευρωπαϊκών επιδοτήσεων- τακτοποιούσε, διόριζε, εξαγόραζε…

Ποιοι αποτελούσαν το ελληνικό κράτος; Οι εκλεγμένοι, πρώτα από όλα, άρχοντές του. Από τον βουλευτή -ο οποίος έφερνε ή ψήφιζε στα τυφλά και την πιο φωτογραφική τροπολογία- μέχρι και το δημοτικό συμβούλιο της κωμόπολης, που ανέθετε την κατασκευή της παιδικής χαράς στον τοπικό εργολάβο. Οι γραφειοκράτες έπειτα. Οι ανώτεροι αλλά και οι μέσοι υπάλληλοι στην πολεοδομία και στην εφορία, οι διεφθαρμένοι μα και οι νομοταγείς -δυστυχώς- μοχλοί ενός μηχανισμού που είχε κατασκευαστεί για να δουλεύει στο ρελαντί παρεκτός εάν λαδωνόταν. Οι συνδικαλιστές οι οποίοι εκπροσωπούσαν τους εργαζόμενους, είχαν εξελιχθεί όμως από πολύ νωρίς σε μιαν ανεξάρτητη κάστα με δικά της συμφέροντα και προτεραιότητες.

Ποιοι ωφελούνταν από το ελληνικό μεταπολιτευτικό κράτος; Η πλειονότητα όσων σχετίζονταν μαζί του. Οι πολιτικοί που έχτιζαν καριέρες εξυπηρετώντας τούς ισχυρούς τους φίλους αλλά και τους ψηφοφόρους τους. Οι δημοσιογράφοι εκείνοι που εξωράιζαν την εικόνα, που ξεσκόνιζαν τη βιτρίνα, που αποκάλυπταν -στοχευμένα- ένα σκάνδαλο ενώ συγκάλυπταν δέκα. Οι πολίτες, τέλος, οι οποίοι αντήλλασσαν τις ψήφους τους με παντοειδή ρουσφέτια.

Μαύρο το όφελος για τους πολίτες! Αντί να παλέψουν για καλύτερη υγεία, βολεύονταν με ένα ράντζο σε νοσοκομείο με «σημείωμα υπουργού». Αντί να διεκδικήσουν υψηλότερης ποιότητας δημόσια παιδεία, αρκούνταν σε μισθολογικές αυξήσεις που τις έδιναν στα φροντιστήρια. Αντί να απαιτήσουν την ανταποδοτικότητα των φόρων, απολάμβαναν να ψιλοκλέβουν -ή να χοντροκλέβουν- την εφορία…

Η Μεταπολίτευση που ξεκίνησε το 1974 αποτέλεσε τη μακρότερη περίοδο ειρήνης, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και καταναλωτικής ευημερίας στην Ιστορία του ελληνικού κράτους. Υπήρξε όμως και η εποχή όπου οι πατροπαράδοτες μας παθογένειες (τις απαριθμεί και ο Θουκυδίδης, τις καυτηριάζει και ο Παπαδιαμάντης στους «Χαλασοχώρηδες») παροξύνθηκαν στον μέγιστο βαθμό. Η φράση «όλοι μαζί τα φάγαμε» συσκοτίζει την πραγματικότητα εφόσον άλλοι βαρυστομάχιασαν κι άλλοι αρκέστηκαν σε ψίχουλα. Το γεγονός ωστόσο είναι ότι όλοι βράσαμε στο ίδιο καζάνι. Η διαφθορά εκλαϊκεύτηκε, κατήντησε κυρίαρχη αντίληψη. Διαπότισε τα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά μας ήθη, εξαπλώθηκε παντού –στον αθλητισμό, στις πολιτιστικές επιδοτήσεις-, συνέτεινε στη χρεοκοπία του 2009 αποφασιστικότερα από κάθε παγκόσμια κρίση.

Σήμερα, τέσσερα χρόνια αργότερα, κάποιοι επιμένουν να διακινούν φαιδρές θεωρίες συνομωσίας και να καλλιεργούν απλοϊκά σενάρια σωτηρίας. Να ισχυρίζονται πως η Ελλάδα θα απαλλαγεί από τα δεινά της αρκεί ο λαός να κάνει γιούργια εναντίον ενός «συστήματος» -το οποίο απαρτίζεται από συγκεκριμένους, δακτυλοδεικτούμενους «κακούς». Αρκεί ο λαός να καταλάβει την «εξουσία».
Περί θεσμικών αλλαγών, λίγα και μασημένα τα λόγια τους, ανάλογα κάθε φορά με το ακροατήριο στο οποίο απευθύνονται. Περί μεταρρυθμίσεων, καινούργιου παραγωγικού μοντέλου, νέας εθνικής αφήγησης ούτε κουβέντα. Έως και το αίτημα για τη νομοθέτηση κατώτατου εγγυημένου εισοδήματος το απορρίπτουν επειδή τους μυρίζει -άκουσον, άκουσον- «νεοφιλελεύθερη, διαχειριστική λογική»…

Οι μεταμοντέρνοι αυτοί Νίκοι Ξανθόπουλοι και Μάρθες Βούρτση βολεύονται να αντιμετωπίζουν τη ζοφερή πραγματικότητα σαν μια παλιά ασπρόμαυρη ταινία. Οι ίδιοι ενσαρκώνουν το άσπιλο λευκό. Η «εξουσία» και το «σύστημα» το ερεβώδες μαύρο. Αποχρώσεις δεν υπάρχουν.

Η μικρονοϊκή τους ανάγνωση θα ήταν ίσως συγγνωστή εάν δεν υπέκρυπτε δόλο. Πίσω από τους μύδρους που ακατάπαυστα εξαπολύουν, διακρίνεται η λαχτάρα τους να καταλάβουν εκείνοι την «εξουσία». Να ηγηθούν εκείνοι του νέου «συστήματος». «Σήκω εσύ, να κάτσω εγώ!»: Σε τέσσερις μόλις λέξεις συνοψίζεται το πολιτικό τους πρόγραμμα και το κοινωνικό τους όραμα.

Το πιο εξωφρενικό δε είναι ότι επιμένουν να μην αντιλαμβάνονται ότι κανείς δεν έχει πιά να κάτσει πουθενά. Όλοι οι θρόνοι και όλες οι καρέκλες έχουν προ πολλού καταρρεύσει. Ή έχουν -ακόμα χειρότερα- βγάλει καρφιά…

Σύμφωνα με την εκδοχή του Ευριπίδη στην ομώνυμη τραγωδία του, η Ελένη δεν είχε πάει ποτέ στην Τροία. Η αιματοχυσία δέκα χρόνων συνέβη με έπαθλο ένα σύννεφο, ένα πουκάμισο αδειανό κατά τον Γιώργο Σεφέρη. Στην Ελλάδα του 2013, δεν έχουμε περιθώριο για ανάλογες χίμαιρες. Ας αφήσουμε τα άδεια πουκάμισα στους μεταμοντέρνους Νίκους Ξανθόπουλους και Μάρθες Βούρτση. Κι εμείς ας κυνηγήσουμε και ας αφοσιωθούμε στην Ελένη.

Πηγή:protagon