30/11/09

Παράξενος χειμώνας μπαίνει...


Παράξενος χειμώνας μπαίνει
παράξενη εποχή
Κανείς δεν ξέρει πού πηγαίνει
δεν ξέρει πού θα βγει



Βουλιάζουμε όλο και πιο κάτω
όλο πιο βαθιά
Πότε θα πιάσουμε επιτέλους πάτο... πια



Όλο κάτι άσχετοι κερδίζουν
με κόλπα και εφέ
και μας που λίγα μας χωρίζουν
δεν σμίγουμε ποτέ



Πες μου ποιος
την άνοιξη θα φέρει
σε τούτα εδώ τα μέρη
Κανένας πια δεν ξέρει πώς



Πες μου ποιος
το φως του θα μας δώσει
Ξανά να μας ενώσει
τα όνειρα να σώσει ποιος



Τώρα που πια κανείς δεν μοιάζει
για σοφός

Η αγάπη ίσως ξέρει πως...



Η αγάπη μόνο ίσως ξέρει
μα το 'χει μυστικό,
πώς λύνουνε χωρίς μαχαίρι
το γόρδιο δεσμό



Η αγάπη μόνο ίσως έχει
το μαγικό κλειδί
να ξέρει μέσα απ' το λαβύρινθο... να βγει



Πες μου ποιος
το φως του θα μας δώσει
Ξανά να μας ενώσει
τα όνειρα να σώσει ποιος



Παράξενος χειμώνας μπαίνει
παράξενη εποχή
Κανείς δεν ξέρει τι συμβαίνει
δεν ξέρει πού θα βγει



Φατμέ, Χαρούλα, Αφροδίτη
πρώτη μας φορά,
φέτος νοικιάσαμε το ίδιο σπίτι... να

Απο τώρα;


Κάποτε ένας φίλος μου, μου είπε «ok, βγάλε τώρα τα Χριστούγεννα απ’ την πρίζα...» εννοώντας «σοβαρέψου για να συνεννοηθούμε».
Άνοιξη ήταν, όμως κάθε Χριστούγεννα τον θυμάμαι γι’ αυτήν του την έκκληση. Η πρώτη Χριστουγεννιάτικα στολισμένη βιτρίνα που είδα χθες βράδυ στην πόλη, με ανάγκασε να τον ξαναφέρω στο μυαλό μου έναν μήνα νωρίτερα. Κοντοστάθηκα, βεβαιώθηκα ότι βλέπω καλά και ήταν σαν να τον ακούω το ίδιο καθαρά όσο τότε.

Και ύστερα έφυγα τρέχοντας...

Όχι, ότι έχω κάτι κακό με τις πρόωρα στολισμένες βιτρίνες, ούτε με νοιάζει αν όλη αυτή η κατασκευασμένη χαρά θα έρθει στην ώρα της.

Ποια είναι η ώρα της δηλαδή;

Όμως τα Χριστούγεννα είναι γιορτή του Χειμώνα και θέλουν ζεστασιά που μπορεί εγώ να μην την νιώθω πια και να μην τη αναζητώ κιόλας.
Τα Χριστούγεννα θέλουν να είσαι κάπου μέσα και έξω να χιονίζει, θέλουν να δείχνεις «καλά» για να νιώθουν όμορφα οι άνθρωποί σου, να τσουγκρίζεις το ποτήρι με το κρασί, να βρέχεις τα χείλη σου κι ας λες μέσα σου «διάολε, αφού δεν πίνω πια».

Τα Χριστούγεννα σε υποχρεώνουν σε θυσίες, που δεν γίνεται να μην κάνεις, γιατί δεν είναι ωραίο να χαλάς τις καρδιές των δικών σου. Άλλωστε οι δικοί σου άνθρωποι, η θαλπωρή του σπιτιού σου, το ότι στέκεσαι στα πόδια σου, είναι τα δεδομένα που δεν θα έπρεπε ποτέ να υποτιμήσεις.

Τα Χριστούγεννα -ακόμη κι αυτά που η αγορά σου φέρνει δυο μήνες πριν- ξεσηκώνουν τις δύσκολες σκέψεις, υγραίνουν τα μάτια, κάνουν το λαιμό να κομπιάζει για να μη μπορείς να φωνάξεις αυτό που πραγματικά θέλεις.

Την αγανάκτησή σου, το «δεν αντέχω» σου, το «φεύγω» ή το «ξαναγύρισα», το «σ’ αγάπησα» ή το «σ’ αγαπώ πάντα», το «έλα» ή το «παράτα με», το «πεθαίνω» ή το «πεθαίνω για σένα»...

29/11/09

Η σκιά στις πόλεις...


Χαράματα, στον σταθμό των τρένων, με το ψιλόβροχο να πέφτει μέσα στο πλαστικό ποτηράκι του καφέ, τους επιβάτες με τις σακούλες στο χέρι να μπαινοβγαίνουν στα αριθμημένα δρομολόγια και τους νευρώνες στο κεφάλι – πύργο της Βαβέλ - ανίκανους και για τις πιο απλές συνδέσεις.
Ο χρόνος ακούει Andre Rieu - Romeo & Juliet - και αδιαφορεί για τους χαλασμένους φωτεινούς σηματοδότες.
Τα ακρυλικά απογεύματα, πίνεις καφέδες επεξεργασμένους που υπόσχονται νύχτες με όνειρα και καθώς το στρώμα σου σε καταπίνει, χαμογελάς στην αράχνη που τραμπαλίζεται πάνω από την μύτη σου κοροιδευτικά.
Τα βράδια τρέχεις στο ψυγείο και το ανοιγοκλείνεις να βλέπεις το φωτάκι μέσα να παιχνιδίζει και κρύβεις τα τιμαλφή σου λάθη κάτω από το μαξιλάρι. Ασελγείς πάνω στο παρελθόν σου και γελάς ειρωνικά καθώς του κλείνεις το στόμα να μην ακούσει η γειτονιά.
Στο νεκροταφείο έκανε ένα κρύο. Εγώ διάβαζα τις επιγραφές και τις φανταζόμουν πολύχρωμες, σαν διευθύνσεις παλιών (μονο)κατοικιών.

«Πήγαινα με το σώμα αγκαλιά, με το σώμα μου μόνο εξηγούσα. Πήγαινα και εξηγούσα»

Τι να σου εξηγήσω εσένα, που σε βλέπω να ξύνεις τις λέξεις με τα νύχια σου και να τις καταβροχθίζεις;

Θέλω να σου γεμίσω τον λαιμό μικρές μωβ μελανιές, θανατηφόρα φιλιά, ένα για κάθε ανέντιμη δικαιολογία σου, "να σου χορέψω τον χορό των Δερβίσιδων", ωδή σε έναν δικό μου θεό, όταν μου λες πως μ’αγαπάς να σε πιστέψω ακριβώς για τριάντα δευτερόλεπτα και μετά να πηδήξουμε από τον φωταγωγό να δούμε την ανατολή στο υπόγειο.

Θα ουρλιάξουμε παρέα τις ιαχές μας, θα ιδρώσουμε πάνω σε στρώματα με την ευτυχία να ξεφτίζει από την υγρασία και τις ηλεκτρικές καταιγίδες να ξεπηδούν ολοζώντανες πάνω στον ολογραφικό μας καναπέ.

Μετά μπορούμε να γίνουμε χαρτοπόλεμος σε κάποιο τελειωμένο καρναβάλι ή φωτοβολίδα διάσωσης σε ναυάγιο.

"Ελεύθερος είσαι όταν αντέχεις να κοιτάς κατάματα το πρόσωπό σου, ακριβώς την στιγμή που γίνεται ένα με το προσωπείο σου. Και είσαι ελεύθερος, γιατί είσαι γενναίος, να προσπαθείς να αποδεχτείς όλα όσα θα ήθελες να είσαι και δεν μπορείς".

Χωρίς ίχνος επιείκειας…
Του Γιώργου Μίχου

Kυριακή στο φως...


Κυριακή μεσημέρι. Κάθομαι άνετα στην πολυθρόνα της μεγάλης βεράντας με τις γλάστρες τοποθετημένες γύρω γύρω σαν στρατιωτάκια σε τάξη και προσπαθώ να απολαύσω το φως που πλάθει λευκές ευθείες καθώς τρυπώνει ανάμμεσα στα φυλλώματα που με περιτριγυρίζουν. Το λαμπερό φως άλλοτε προσγειώνεται στο πάτωμα και ενοχλεί το χρώμα της τερακότας κάτω απ’ τα πόδια μου, κι άλλοτε εισβάλει παιγνιδιάρικα ανάμμεσα στις λέξεις που ταξιδεύουν στον αέρα ψάχνοντας τον προορισμό τους. Και όσο πληθαίνουν οι λέξεις, το φως μαλακώνει. Ενστικτωδώς, ρίχνω μια διερευνητική ματιά στον ουρανό για να εξακριβώσω πως δεν υπάρχει κανένα σύννεφο από πάνω μου.

Συγκεντρώνομαι στην έκφραση της Μαρίνας που ξαπλώνει απέναντι μου στον πράσινο καναπέ με τα δεκατρία κεντημένα μαξιλάρια . Είχα μετρήσει τα μαξιλάρια καθώς στριμώχνονταν οι λέξεις στην άκρη των χειλιών της και πετάγονταν μια μια στον αέρα και κατευθείαν φτερούγιζαν βιαστικά προς αποφυγήν του... απειλητικού συνωστισμού. Τότε ήταν που έλυσα το γρίφο για το φως που αναβόσβηνε τριγύρω μας. Αφού ξεμπέρδεψα με τα μαξιλάρια και το φως, πήρα μια βαθειά ανάσα και αποφάσισα να συγκεντρωθώ στις λέξεις.


Οι απορίες της Μαρίνας τη βύθιζαν σε μία ασταθή συναισθηματική κατάσταση. Ρωτούσε και έβρισκε απαντήσεις ταυτόχρονα σε μια προσπάθεια να τοποθετήσει αυτά που ήταν ολοφάνερο για κάποιο μυστηριώδες λόγο πως δεν την αφορούσαν, ενώ την «αφορούσαν», σε μια ευθεία που να έχει γι’ αυτήν κάποιο νόημα. Το μόνο που πετύχαινε ήταν να παραμένει πιστή στην πορεία ενός επαναλαμβανόμενου κύκλου. Ήταν αφόρητα θυμωμένη για ψεύτικα λόγια που είχε ακούσει. Ανάλωνε την ενέργεια της στο φαύλο κύκλο της απογοήτευσης και του γιατί, χωρίς να υποψιάζεται καν πως δεν είχε εμπιστευτεί το ψέμα που είχε ακούσει με τα ίδια της τα αυτιά. Απαιτούσε από τους ανθρώπους να της πουν την αλήθεια ενώ ήταν φανερό πως οι ίδιοι δεν απηύθυναν το ψέμα σ’ αυτήν, αλλά στον εαυτό τους. Ήταν φανερό, πως επέλεγε να δεχθεί το μύθο γύρω απ’ αυτούς αντί την πραγματικότητά τους. Αν δεν παραπλανούσε τον εαυτό της, θα επέλεγε να αφουγκρασθεί τις πράξεις τους αντί να ακούσει τα λόγια τους. Αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό της και στην κρίση της ήταν ακριβώς αυτό που την πλήγωνε. Αν κατανοούσε μόνο πως το ψέμα των άλλων είναι προϊόν μιας μεγάλης δικής τους φοβίας που επικεντρώνεται στην ατυχή προσπάθεια να μην αποκαλυφθεί ο αληθινός τους εαυτός, τότε δεν θα έπαιρνε καθόλου προσωπικά το όλο ζήτημα. Θα συγχωρούσε τον εαυτό της και αυτούς μαζί.


Περίμενα να μου δώσει την ευκαιρία με μια μικρή της παύση, για να τη λυτρώσω απ’ το θυμό της αλλά αυτή η στιγμή δεν φαινόταν να έρχεται. Τουλάχιστον όχι σύντομα...

Η ταλαιπωρία της συνεχίστηκε με μια σειρά από υποθέσεις που έπλαθαν σενάρια για το μυαλό, τη ψυχή και τις ενέργειες όλων αυτών που τόσο πολύ την πλήγωναν. Η κάθε της υπόθεση ήταν μια παρεξήγηση που φώλιαζε στο είναι της δημιουργώντας το δράμα της. Την παρατηρούσα ενώ παραχωρούσε τον έλεγχο της ύπαρξης της με τις υποθέσεις που είχε ανάγκη να δημιουργεί και διαπίστωνα πως και η ίδια και το φως γύρω της σκούραιναν.


Έπλαθε ένα όνειρο κόλασης και καθόταν ακριβώς στο κέντρο του πιάνοντας τις φλόγες, ενώ κατάπινε το συναισθηματικό δηλητήριο που την τύλιγε. Είχε γίνει η κουτσομπόλα των φαντασιώσεών της σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να τις υποστηρίξει. Και όλα αυτά επειδή φαίνεται να είχε υποθέσει πως όλοι βλέπουν τη ζωή ακριβώς όπως τη βλέπει αυτή, σκέφτονται, νοιώθουν, κρίνουν, μεταχειρίζονται ή κακομεταχειρίζονται ακριβώς όπως η ίδια. Χάνω το συνειρμό της για λίγο για να διερωτηθώ αν τελικά αυτή είναι η μεγαλύτερη και χειρότερη υπόθεση, το πιο φοβερά πλάνο σενάριο που πλάθει το ανθρώπινο μυαλό. Και αν αυτό το σενάριο είναι που μας εμποδίζει στο τέλος της μέρας να αποκαλύπτουμε τον εαυτό μας πρώτα σε εμάς τους ιδίους και στην εξέλιξη στους γύρω μας. Ίσως επειδή φοβόμαστε πώς θα κριθούμε, θα κατηγορηθούμε, θα «απορριφθούμε» με τον ίδιο τρόπο που κρίνουμε, κατηγορούμε, «απορρίπτουμε» εμείς οι ίδιοι.


Προσπάθησα να φανταστώ μια μέρα που η Μαρίνα και η κάθε Μαρίνα θα παύανε να κάνουν υποθέσεις για το σύντροφό τους και τους γύρω τους. Η επικοινωνία θα άλλαζε μορφή. Η Μαρίνα δεν θα απευθυνόταν στο σύντροφό της μέσα απ’ την προέκταση του σεναρίου της οπόταν δεν θα υπήρχαν δεδομένα στην επικοινωνία τους. Θα ήταν ανοικτή να εισπράξει την αλήθεια του χωρίς προκαταλήψεις. Το ίδιο θα ίσχυε και με τους υπόλοιπους που ήταν παρόντες στη ζωή της. Και αν δεν έπαιρνε τόσο προσωπικά τις αντιδράσεις τους, θα τους έβλεπε ακριβώς όπως είναι, δεν θα είχε λόγο να επιθυμεί να τους αλλάξει και δεν θα είχαν λόγο αυτοί να θέλουν να αλλάξουν την ίδια. Σεβόμενοι το δικαίωμα των πάντων στο ναι και στο όχι, χωρίς υποθέσεις και προϋποθέσεις, η επικοινωνία θα είχε άλλη κατεύθυνση, το τοπίο θα ήταν ξεκάθαρο και οι σχέσεις υγιείς. Και αν αυτή η μορφή διαλόγου ίσχυε σε παγκόσμια διάσταση, δεν θα υπήρχε χώρος για παρεξηγήσεις, για βία, για πολέμους, για πληγές.


Ανεπαίσθητα έγειρα πιο πίσω το κεφάλι μου για να βολευτώ καλύτερα στην πολυθρόνα μου και τέντωσα τα πόδια μου στο σκαμπό που βρισκόταν μπροστά μου. Στο ξύλινο τραπέζι ανάμεσα στη Μαρίνα κι εμένα είχε εμφανιστεί ένας δίσκος με 2 παγωμένες λεμονάδες και ένα πιάτο με σπιτικά γλυκά, από αυτά που έφτιαχνε πάντα η μητέρα μου. Αυτά τα υπέροχα γλυκά συνόδευαν ανελλιπώς τα πολυάριθμα διαλείμματα του διαβάσματός μας στο Λύκειο, και η μαγική συνταγή όπως και η ανάμνηση της μητέρας μου, παρέμειναν αθάνατα στοιχεία στη ζωή μας και την πολύχρονη φιλία μας. Η Μαρίνα ξάπλωνε ακόμη στο λευκό καναπέ ανάμεσα στα δεκατρία κεντημένα μαξιλάρια, αλλά είχε πια σωπάσει.

«Θυμάσαι την Έλενα που φοιτούσε μαζί σου στη Δραματική Σχολή;»

Έσπασα τελικά τη σιωπή της.

«Φυσικά και τη θυμάμαι» είπε ψιθυριστά και αποκαμωμένα. «Έμαθες κάτι γι’ αυτήν;»

«Όχι» της είπα. «Δεν έχω μάθει κάτι γι’ αυτήν αλλά μου φαίνεται πως έχω μάθει κάτι απ’ αυτήν! Θυμάσαι πόσα βράδια ξημερωθήκαμε να την ακούμε να αναλύει την προοπτική της σχέσης της με το Μάρκο με τον οποίο βγήκε δύο φορές όλες και όλες, και παρόλο που η ίδια είχε περάσει υπέροχα και ένοιωθε πως είχε βρει τη σημαντική σχέση της ζωής της, ο Μάρκος έδωσε ή δεν έδωσε το παρόν του δύο τρείς φορές στους τόσους μήνες που η Έλενα ανέμενε και ανέμενε πιστή στην ανάμνηση των δύο ρομαντικών και υψηλά υποσχόμενων βραδιών που μοιράστηκαν;….»

«Πως και δεν το θυμάμαι. Τόσες υποθέσεις και αναλύσεις είχαμε υποστεί, όλες προς δικαιολόγηση της… απουσίας του. Τη μια τα «έριχνε» στην Βελγική του κουλτούρα που απαιτούσε αργούς ρυθμούς, την άλλη στην αφοσίωσή του στο έντονο πανεπιστημιακό του πρόγραμμα...»

«Μέχρι που βρέθηκε ο Θάνος για να της πει τη δική του άποψη σαν εκπρόσωπος του ανδρικού φύλου».

«Μα και αυτός πως της το «πέταξε» τόσο απότομα;»


«Δεν ήτανε απότομος Μαρίνα. Ήταν ειλικρινής. Δεν της έδωσε αυτό που της δίναμε εμείς, ανώφελη παρηγοριά και λανθασμένες ελπίδες. Εμείς τη βοηθούσαμε να υποφέρει. Ήμασταν πιστές στο μεγαλύτερο δεσμό που ενώνει το ανθρώπινο γένος και που στηρίζεται σε μια ομόφωνη συμφωνία.

«Ας βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο ώστε όλοι να υποφέρουμε!» Ο Θάνος της πρόσφερε τη διέξοδο από το προσωπικό της βάσανο. Άλλο αν η ίδια δεν ήταν έτοιμη να τη δεχθεί.»

«Της το είπε τόσο απλά με τη χαριτωμένη προφορά του... Μην το πάρεις προσωπικά Ελενα, γιατί αυτό που θα σου πω δεν σε αφορά καθόλου. Είναι φανερό πως ο Μάρκος δεν ενδιαφέρεται για σένα. Τα πράγματα με τους άνδρες είναι πολύ απλά. Όταν θέλουν να τηλεφωνήσουν, σηκώνουν κατ’ ευθείαν το τηλέφωνο. Όταν τους ενδιαφέρει μια γυναίκα και θέλουν να τη συναντήσουν, φροντίζουν να κλείσουν ραντεβού μέρες, βδομάδες πριν. Κανένα πολυάσχολο πρόγραμμα και καμία κουλτούρα δεν τους σταματά!».


Σκέψου το για λίγο Μαρίνα. Αν η Έλενα είχε τον έλεγχο της αλήθειας της, αν δεν είχε την ανάγκη να χάνεται σ’ ένα μύθο, αν πίστευε ότι της άξιζε η πραγματικότητα, αν θεωρούσε το χρόνο, την ενέργεια της, την ίδια της την ύπαρξη πολύτιμη, δεν θα έπαιρνε την αλήθεια του Μάρκου καθόλου μα καθόλου προσωπικά, και αυτό που της είπε ο Θάνος θα την απελευθέρωνε ανώδυνα και άμεσα.»

«Μα όλα αυτά που της είχε υποσχεθεί; Τα ψέματα που της είπε; Η απόρριψη που ένοιωσε με τη δήλωση του Θάνου;» Ταυτίζεται και ψελλίζει η Μαρίνα.

«Ο Μάρκος ήταν ο πρώτος που της είπε την αλήθεια με τις πράξεις του. Και οι ενέργειες του ήταν οι απτές αποδείξεις της ειλικρίνειάς του. Όσο για την απόρριψη που αναφέρεις, αυτή η λέξη δεν θα έπρεπε καν να υπάρχει στο διεθνές λεξιλόγιο. Δεν υπάρχει τέτοια εφεύρεση ως απόρριψη. Κανείς δεν έχει τη δύναμη να απορρίψει κανέναν. Αυτό που υπάρχει είναι το δικαίωμα στο ναι και στο όχι. Και κανένα όχι του άλλου δεν έχει αντίκτυπο στη δικιά μας ύπαρξη. Κανένα όχι δεν μας αφορά και σίγουρα δεν μας υποβιβάζει. Αυτό που δεν γίνεται, είναι πολύ καλύτερο απ’ αυτό που ίσως γινόταν.
Όπως και αυτό που γίνεται, είναι πολύ καλύτερο απ’ αυτό που ίσως δεν γινόταν. Η ουσία βρίσκεται στο να μπορούμε να δεχόμαστε με την ίδια ευκολία και χαρά είτε το ένα είτε το άλλο. Αυτή η ικανότητα μας χαρίζει μια πολύτιμη ανοσία..»

Ο χρόνος που ακολούθησε δεν αφορούσε καθόλου πια τις λέξεις. Η βεράντα γέμισε με φως, με δροσερές λεμονάδες και γλυκιά γεύση στον ουρανίσκο απ’ τις αγαπημένα σπιτικά γλυκά.


«Προσπαθείς να μου πεις κάτι τώρα εσύ με τις φοιτητικές σου αναμνήσεις;» ρώτησε δειλά πολύ αργότερα η Μαρίνα.

«Τι εννοείς;» της απάντησα αδιάφορα...

28/11/09

Ο καφενές


Ήταν έντεκα το βράδυ όταν ξεκίνησα να φύγω απ'το χωριό.

-"Γιαγιά, άμα δεις το Γιώργο πες του χαιρετίσματα. Είχαμε συννενοηθεί να κάτσουμε για ένα ρακί, αλλά πέρασε η ώρα και δεν έχω τόσο όρεξη."

Άνοιξα το γκάζι, ίσως για να ξεφύγω από τις τύψεις ότι δεν κράτησα τον λόγο μου, όταν τον είδα εκεί. Καθόταν μόνος του σκυθρωπός και κοίταγε το χασαπιό απέναντι. Όμως το ύφος του πρόδιδε ότι αυτό που έβλεπε ήταν εικόνες απ'το παρελθόν και το μέλλον του, μέσα από τα μυστήρια μάτια της σκέψης. Ο Γιώργος είναι μια φιγούρα που δεν έχεις συνηθίσει να βλέπεις. Ψηλός, αδύνατος και ατημέλητος, με τις δυσκολίες της ζωής χαραγμένες πάνω στα ροζιασμένα χέρια του. Είναι απ'την Αλβανία, ή αλλιώς Αλβανός (πόσο πιο υποτιμητικό ακούγεται, ε;) αλλά τα άσπρα σγουρά μαλλιά του και το κοκκινωπό δέρμα του τον χαρακτηρίζουν πολύ περισσότερο από την εθνικότητά του. Είναι αλμπίνος.
Και ήταν εκεί, στον καφενέ, με ένα τσιγάρο στο ένα χέρι και μια μπύρα στο άλλο, να βλέπει προς το χασαπιό και να σκέφτεται.



-"Γιωργάρα τι γίνεται; Αν δεν σε έβλεπα δεν θα καθόμουν. Ήταν ο παππούς μου κρυωμένος και καθυστέρησα πάνω", του είπα, προσπαθώντας να αντισταθμίσω το ότι δεν τήρησα τον λόγο μου με την ειλικρίνειά μου.

-"Που είσαι ρε φίλε εσύ; Μείνε να φέρω δυο μπύρες". Επέστρεψε φέρνοντας όχι μόνο τις μπύρες αλλά και τη σκιά που εξακολουθούσε να καλύπτει το πρόσωπό του.

-"Είχες κανένα νέο ρε Γιώργο;"

-"Τα ίδια ρε φίλε. Περιμένω να μου πουν τη Δευτέρα για νέα. Σήμερα όμως ξανανέβασε πυρετό μετά από μια βδομάδα. Σήμερα που μιλήσαμε μου είπε για πρώτη φορά ότι πονάει".

-"Γιώργο πιστεύω ότι όλα θα παν καλά. Κανένας δεν πέθανε από αυτό το πράγμα. Απλά την παρακολουθούν ώστε να αποφύγουν την εγχείρηση".

-"Εγώ τους ζήτησα να αποφύγουν την εγχείρηση! Αν την εγχειρήσουν θα της κάνουν μια τομή από το στέρνο μέχρι την κοιλιά", ενώ παράλληλα μου έδειχνε τα σημεία για να καταλάβω την έκταση του προβλήματος. "Δεν πρέπει, είναι τεσσάρων χρονών μωρό. Αλλά από τότε που γεννήθηκε..."

-"Μην νοιάζεσαι, όλα θα φτιάξουν. Απλά είναι μια δυσκολία τώρα και πρέπει να φανείς δυνατός".

-"Έχω περάσει πολλά δύσκολα, αλλά ποτέ όσο τώρα. Δεν έχω δουλειά. Σήμερα δεν δούλεψα, αύριο δεν ξερω αν θα δουλέψω. Ξέρεις πόσες φορές μου είπαν αύριο να με περιμένεις στο τάδε μέρος και γω περίμενα σα βλάκας για ένα μεροκάματο χωρίς να εμφανιστεί κανένας;". Σώπασε για λίγο, και συνέχισε: "Με πήρε η μάνα μου πριν τηλέφωνο και έκλεγε όπως τα μωρά. Έκλεγε αυτή, έκλεγα και γω. Ευτυχώς που ήμουνα σε ένα μέρος μακριά και μπορούσα τουλάχιστον να κλάψω με την ησυχία μου".

Σε αυτό το σημείο είδα τα μάτια του να γυαλίζουν, να πετούν φλόγες. Είχε γίνει κατακόκκινος. Ακόμα δεν ξέρω αν ήταν από τις μπύρες ή από τις σκέψεις του. Μάλλον όμως ήταν και από τα δύο.


Έπεσα σε περισυλλογή. Έβλεπα το τσιγάρο να καίγεται και σε μια στιγμή πέρασαν χίλιες αναμνήσεις από το μυαλό μου. Δεν ήταν εικόνες. Τώρα που το σκέφτομαι, μια ανάμνηση είναι μια αίσθηση. Μια γεύση. Αυτό μένει από τη ζωή μας. Οι γεύσεις.
Έψαχνα λόγια να του πω, αλλά τι να του πείς. Να μην στεναχωριέται; Να μην το σκέφτεται; Δεν γίνεται. Ευτυχώς, τη σιωπή την έσπασε ξανά εκείνος.

-" Έβλεπα ένα ντοκιμαντέρ με λιοντάρια τις προάλλες. Ξέρεις κάτι; Αυτά δεν έχουν κακία. Ο άνθρωπος είναι το πιο άγριο λιοντάρι, το χειρότερο ζώο. Και όμως, έχει την ελπίδα. Γιατί υπάρχει αυτό το ψέμμα; Για να πονάμε περισσότερο; Να βλέπεις τεσσάρων χρονών παιδί που ο Χάρος ούτε το παίρνει, ούτε το αφήνει. Που είναι ο Θεός; Κάποιος μου είπε ότι έχει απογοητευτεί από τον Θεό. Ξέρεις τι του είπα; Να μην πιστεύει ούτε να απογοητεύεται από πράγματα που δεν υπάρχουν".

Ήξερα ότι ο Γιώργος είναι διαβασμένος, το είχα καταλάβει. Όμως απόψε το πήγε πολύ μακριά. Λέει ότι έχει σπουδάσει δημοσιογραφία. Ε λοιπόν, απόψε τον πίστεψα.

-"Με τη δημοσιογραφία γιατί δεν κάνεις τίποτα ρε Γιώργο; Τι κάθεσαι εδώ και τυραννιέσαι στα χωράφια; Ξέρεις χίλια δυο πράγματα".

-Τη δημοσιογραφία τη σιχάθηκα. Ό,τι βλέπεις, ό,τι ακούς στην τηλεόραση είναι ψέμματα. ΨΕΜ-ΜΑ-ΤΑ, το καταλαβαίνεις; Τους μαθαίνουν να λένε ψέμματα. Δεν ασχολούνται με τα πραγματικά προβλήματα. Σε βάζουν να λες ψέμματα. Εγώ αυτό δεν μπορώ να το κάνω. Αν είχα λεφτά, θα άνοιγα έναν ραδιοφωνικό σταθμό. Να έλεγα αλήθειες. Και ας μην κέρδιζα τίποτα. Αλλά εδώ υπάρχει τόσος ρατσισμός. Αυτό δεν μπορώ να το καταλάβω. Το γιατί δεν μπόρεσα να το καταλάβω ποτέ".



Τα όνειρα, σκέφτηκα, τελικά είναι δικαίωμα του καθενός. Είναι πηγή ζωής. Αλήθεια, τι θα ήμασταν χωρίς τα όνειρά μας; Νομίζω πως ζούμε για να κάνουμε τα όνειρά μας πραγματικότητα. Να παίρνουμε μια ιδέα από τον κόσμο των ονείρων (και δυο και τρεις, ευτυχώς δεν έχουν τιμή) και να την πλάθουμε στον κόσμο μας. Αυτός είναι ο σκοπός μας. Και αν δεν τα καταφέρουμε, αν κάπου αποτύχουμε, σίγουρα αξίζει να προσπαθούμε. Με δύναμη, με περηφάνια. Χωρίς κακία. Όπως τα λιοντάρια στο ντοκιμαντέρ.

-"Ξέρεις τι φοβάμαι; Τι είναι το χειρότερο; Τώρα που θα μείνω μόνος μου. Και θα σκέφτομαι, θα σκέφτομαι, χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα. Αν με το να δώσω την καρδιά μου γινόταν καλά, θα την έδινα ευχαρίστως. Δεν με πειράζει να πεθάνω για το παιδί μου, ίσα ίσα. Αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Νιώθω εντελώς άχρηστος".

-"Δεν είναι έτσι, απλά είσαι φορτισμένος τώρα. Είμαι σίγουρος ότι αύριο θα ξημερώσει καινούργια μέρα. Αύριο όλα θα είναι αλλιώς. Το πιστεύω και στο λέω. Πίστεψέ το και συ. Και όταν σε ξαναδώ θα πιούμε ρακί στον ίδιο καφενέ και θα γελάμε".



Χαιρετηθήκαμε με μια χειραψία δυνατή, ένα χτύπημα στον ώμο και ο καθένας τράβηξε το δρόμο του. Έβλεπα το Γιώργο να κοιτάει τα αστέρια καθώς χανόταν μεσα στις σκιές, στα καλντερίμια του χωριού. Κοίταγε τα αστέρια...
Όλοι μας κοιτάμε τα αστέρια όταν απογοητευόμαστε. Όλοι έχουμε το δικαίωμα. Να κοιτάμε ψηλά προς το ανώτερο, το άγνωστο, το άφταστο.

Χτες μίλησα με τη γιαγιά μου. Τη ρώτησα για το Γιώργο.

-"Μια χαρά είναι, ανανεωμένος! Μου είπε να σου δώσω πολλά χαιρετίσματα!".

-"Με το μωρό του του τι έγινε;"

-Καλά λέει είναι, μην ανησυχείς! Το έβγαλαν απ' το νοσοκομείο! Όλα καλά!".

Η γιαγιά μου μιλάει με χρώματα. Ό,τι μου είπε ήταν με πολύ ζεστασιά, με χαμόγελο. Ήταν αλήθεια. Πολύ χάρηκα. Τελικά, η καινούργια μέρα είχε ξημερώσει. Μένει να πιούμε αυτό το ρακί, ξέγνοιαστα και χαρούμενα, μόλις γυρίσω.

Να κοιτάτε και σεις τ' αστέρια, όπως ο Γιώργος. Τις άλλες κοσμικές πολιτείες. Αυτά ξέρουν. Αυτά έχουν τις απαντήσεις, αφού ο ουρανός του Κόσμου είναι ο ουρανός της Ψυχής μας.



ΥΓ. Βρέθηκε στα δίχτυα του καραβιού... και μου θύμισε τις εποχές που τριγυρίζαμε στα καφενεία της Θεσσαλονίκης. Φοιτητές. Ζωή ανέμελη. Μέσα σε ποτά, τσιγάρα, ξενύχτια βάρβαρα και νύχτες ατελείωτες με έρωτες και συζητήσεις. Γιατί τότε, οι λέξεις είχαν νόημα. Αξία. Στόχο.
Αγναντεύαμε τον θερμαικό καθισμένοι στις ξύλινες καρέκλες των καφενέδων κι ο νους ταξίδευε. Ονειρευόταν. Βουτούσε μέσα στο γαλάζιο του Θάλασσας και γινόταν βαρκάκι που έσκιζε τα νερά του. Δεν φοβόταν από τρικυμίες και αγέρηδες άγριους. Μόνο αρμένιζε...

Τότε ελπίζαμε ότι η ζωή που έρχεται θα είναι όμορφη...

27/11/09

Ο δόκτωρ βούρδουλας


Χρόνια τώρα παρατηρώ τους ανθρώπους. Στο δρόμο, στο μετρό, στον κινηματογράφο... Όχι, δε με ενδιαφέρουν τα ρούχα ή τα μαλλιά τους, η τσάντα ή το καπέλο τους. Αυτά τα αφήνω για όσους πιστεύουν ότι το στιλ ξεκινά από τα παπούτσια. Για μένα ξεκινά από τον εγκέφαλο, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία...
Εκείνα που προσέχω είναι η συμπεριφορά, οι εκφράσεις και οι κινήσεις τους. Τι μου αρέσει; Να κατασκευάζω μια θεωρία και μετά να προσπαθώ να βρω στοιχεία για να την επαληθεύσω. Και δεν τα πάω άσχημα.

Στην πόλη, ως πεζοί, κινούμαστε άτσαλα, πετάμε κάτω το τσιγάρο ή την τσίχλα. Πουά πλατείες ξεπετιούνται από το πουθενά. Μιλάμε στο κινητό και ποτέ δε μεριάζουμε για να περάσει κι ο άλλος. Ακόμα κι αν βαδίζουμε στο πεζοδρόμιο στο κέντρο της πόλης, φορτωμένοι με το μισό εμπορικό, είναι θέμα τιμής. Τη θεωρία μου εδώ την ονομάζω «δε με νοιάζουν οι άλλοι».

Στο δρόμο, ως οδηγοί, αψηφούμε σήματα, φωτεινούς σηματοδότες, τροχονόμους, οχήματα κάθε είδους και κυρίως πεζούς. «Χαιρετάμε» με ορθάνοιχτες παλάμες τους άλλους οδηγούς και πολλαπλασιάζουμε το όριο ταχύτητας Χ 3, αλλά πάλι το παραβιάζουμε. Τη θεωρία μου εδώ την ονομάζω «είμαι ο κυρίαρχος της ασφάλτου».

Στο μετρό, στο λεωφορείο, σπρώχνουμε βίαια όποιον δύστυχο ξεχάστηκε στην αριστερή πλευρά της κυλιόμενης, για να βγούμε πρώτοι εμείς στην έξοδο. Επίσης, κυνηγάμε την πόρτα του βαγονιού που έρχεται και κολλάμε πάνω στο τζάμι, ώστε να εμποδίσουμε τον αντίπαλο -συγγνώμη, το συνεπιβάτη- να βγει, παρά μόνο στο μεθεπόμενο σταθμό. Τη θεωρία μου εδώ την ονομάζω «μάχη σώμα με σώμα».

Στον κινηματογράφο προσπαθούμε να φτάσουμε όσο πιο αργά γίνεται, να αγοράσουμε όσο πιο πολλά τρόφιμα γίνεται, να θορυβήσουμε όσο περισσότερο μπορούμε και να μιλάμε στο κινητό μας με όλους τους «βασικούς μετόχους» - μέχρι τέταρτου βαθμού και εξ αγχιστείας! Τη θεωρία μου εδώ την ονομάζω «το δικό μου
home-cinema είναι η 3η αίθουσα δεξιά, στο μούλτιπλεξ».

Ο Φρόιντ σίγουρα θα έκανε «χρυσές δουλειές» αν άνοιγε γραφείο στη χώρα. Έλα, όμως, που όλα ξεκινούν από το σπίτι και το σχολείο. Άρα, ο Πιαζέ θα ήταν η λύση μας. Νομίζετε, όμως, ότι θα άλλαζε κάτι;

Μήπως ο μόνος που θα τα κατάφερνε, τελικά, θα ήταν ο... βούρδουλας;


Μελαψές φυλές
κοντοπόδαρες,
Σειληνοί του κράτους
που ξερνάει και να`τους,
τσιφτετέλληνες
με γονείς ληστές
των συντρόφων τους θύτες
για ανμηστία αλήτες
τώρα διοικητές.
Κράτος ασυστόλων
και πεσμένων κώλων
κωλοέλληνες.

Η χάρτα αυτού του κράτους κρύβει απάτη
που φτάνει στον γνωστό αγριορωμιό
στο Ντάτσουν μιας φυλής που ζει φευγάτη
απ` ό,τι Ελληνικό στον κόσμο αυτό.

Κωλοέλληνες
μασκαρλίκια δες
στο Άλφα της Αξίας
της Αρχής της Μίας
λουτροκαμπινές.
Τιμωρός καιρός
πέντε αιώνες δύσης
εθνικής θα ζήσεις
από δω και μπρος
με αγγλικές αλφαβήτες
μαλλιαροί μου Ελλαδίτες
θλιβερές μου πορδές.

Πνεύμα αλήτικο
Ελλαδίτικο
σε μικρά Ασία,
Κύπρο,Λευκωσία
Βόρειο Ήπειρο.
Δεν ακούει κανείς
στο χειρότερο
του Ελληνισμού κομμάτι
στην Ελλάδα ζούμε

Μια φάουσα καταπίνει τον αέρα,
τη θάλασσα,την πόλη,το ιερό,
πλημμύρισε σκουλήκια η μητέρα
το ρόδο καταγής βγάζει καπνό.

Δεν υπάρχει ελπίς
στην Ελλάδα ζεις.

Σκαλιστές σκιές
μακρυχέρηδες
με το φως σπασμένο
κρατικοποιημένο,
αχ,οι Έλληνες !
Αλλά εκεί στην ξένη
στην οθόνη σκυμμένοι
θεϊκά δεμένοι
με την οικουμένη
στους απέναντι τόπους
φωτοκολλημένοι
απ`τον εδώ ουρανό τους.

Κι ενώ εδώ θα ζούμε καταρρεύσεις
ο έξω Ελληνισμός θα προχωρεί
και φως και μουσική μιας άλλης σκέψης
στη μείζονα Ελλάδα θα εκραγεί

στους Πανέλληνες
στους Πανέλληνες.

26/11/09

Τετ α τετ... με τη ζωή



Αμφιβολία
Μερικές φορές λέω με αμηχανία στον εαυτό μου... ελπίζω να είναι μια άλλη που ζει για μένα. `Έτσι αισθάνομαι πιο ήσυχη.

Το ποίημα
Έγραψα ένα ποίημα τόσο σύντομο που δεν το βρίσκω πια εκεί που το έγραψα.

Πλους
Ενίοτε, τη νύχτα, νοιώθω ότι είμαι λοστρόμος στο πλοίο των παπουτσιών μου.

Χάθηκα
Είναι τώρα δυο μέρες που ψάχνω να με βρω. Δε θυμάμαι πια που με έβαλα.

Εξομολόγηση
Καθισμένη μπροστά στον καθρέφτη και ντυμένη καλόγρια, με εξομολόγησα.

Παλιά πείνα
Διάφορες φορές προσπάθησα να κρεμαστώ. Είμαι όμως πολύ ελαφρυά!

Αντικατοπτρισμός
Εμφανίστηκε στ όνειρό μου ένα χαρτονόμισμα των χιλίων. Μόλις του μίλησα στον ενικό, αμέσως εξαφανίστηκε!

Τύψεις
Τι παράξενο! Συχνά νοιώθω πως μεγάλωσα στη θέση μιας άλλης.

Πρόσκληση σε γεύμα
Μερικές φορές για να μην είμαι μόνη μου, με προσκαλώ σε γεύμα. Από ευγένεια τρώγω λίγο, αλλά πληρώνω για δυο.

Ανείπωτο φλερτ
Ντυμένη άντρας στάθηκα μπροστά στο καθρέφτη και για περίπου μια ώρα με φλέρταρα. Στη πιο ωραία στιγμή αρπάζω μια σφαλιάρα. Ακόμα δεν ξέρω καλά αν μου την άστραψα εγώ ή εκείνος.

Αυτός που κρυφοκοιτάζει
Κρύφτηκα πίσω από μια ιδέα.Και τώρα θέλω να δω που στο καλό ξεπορτίζει η σκέψη μου.

Ποιητική
Τα πάντα ειπώθηκαν με λόγια όμορφα. Τώρα δεν μένει παρά να ειπωθούν με λόγια αληθινά.

Η πυγολαμπίδα
Ήμουν μόνη, μια νύχτα, και είδα τη ψυχή μου. `Ήταν η πρώτη πυγολαμπίδα της χρονιάς.

Θερινή ομιλία
Ξαπλωμένη κάτω από μια ελιά άκουσα το λόγο που έβγαζε ένας τζίτζικας. Δεν κατάλαβα μόνο τη τελευταία συλλαβή.

Πρόνοια
Όταν είμαι θλιμμένη περπατώ στις μύτες των ποδιών για να μη ξυπνήσω την ψυχή.

Το ουράνιο τόξο
Εμφανίστηκε το ουράνιο τόξο. Είναι ίσως η ψυχή του πατέρα μου που περνάει ανάμεσα στις τελευταίες σταγόνες της βροχής.

Απέλπιδα υπόθεση
Εάν ο πατέρας μου ζούσε και μ’ έβλεπε, θα έλεγε αμέσως: με συγχωρείτε, κυρία μου, μήπως είδατε την κόρη μου;

Σχεδόν μια βρισιά
Αν μ’ έβλεπε ο Θεός, θα έλεγε : «Η κόρη μου περπατάει ακόμα πάνω στη γη».

Αυτοκτονία
Εάν ήταν δυνατόν, απόψε θα απαγχονιζόμουν από μια αχτίδα φεγγαριού.

Ταξίδι απλής μετάβασης
Πριν ο πατέρας μου ξεψυχήσει μου είπε... Πηγαίνω να βρω το Θεό, αλλά θα γυρίσω αμέσως. Ίσως να μην τον βρήκε – ίσως να τον ψάχνει ακόμη, αφού δεν επέστρεψε ακόμη.

Ο σύντροφος
Βαρέθηκα να είμαι μόνη κι έβαλα απόψε τη σκιά να ξαπλώσει μες στο κρεβάτι μου. Ήταν πιο κρύα από μένα.

Στο Σταθμό
Πηγαίνω συχνά στο Σταθμό για να δω αυτούς που φεύγουν και μου είναι άγνωστοι. Ένα - ένα επιθεωρώ όλα τα παράθυρα μέχρις ότου το τρένο αρχίζει να κινείται σιγά- σιγά. Τότε συγκινημένη κουνάω το μαντήλι και φεύγω · νοιώθω λιγότερο μόνη.

Εγκατάλειψη φύλαξης
Έφυγε χωρίς να με αγγίξει ο άγγελος που με φύλαγε όταν ήμουν παιδί. Κι αυτός με άφησε. Τώρα είμαι μόνος με όλο κείνο το σκοτάδι που δημιουργώ πάνω στο χώμα σαν μια χοντρή σιωπηλή κηλίδα.

Προκαταβολή
Πληρώνω σ’ αυτή τη ζωή τις αμαρτίες που θα κάνω σε μια άλλη.

Οι αδιάφοροι
Ανακάλυψα πως οι αστερισμοί δεν δίνουν δεκάρα για μένα, προ παντός όταν τους κοιτάζω νοσταλγικά.

Ήρωας στο σκοτάδι
Ναι, σκοτώνω τον εχθρό, αλλά πάντα μες στο όνειρο. Είναι προτιμότερο και για τους δυο μας.

Η ιστορία
Οι άνθρωποι οικοδομούν τις χώρες με ατέλειωτη υπομονή και οι στρατηγοί τις καταστρέφουν με ατέλειωτη επιπολαιότητα.

Λεπτότητα ευαίσθητου πεζού
Τα πόδια μου είναι πάντα αγχωμένα απ’ τις τύψεις που άδικα πατώ το χώμα με όλο μου το βάρος.

Το υπερήφανο
Απ’ όλα μου τα όργανα το κεφάλι είναι το πιο υπερήφανο μόνο και μόνο γιατί είδε το φως της ημέρας εφτά λεπτά πριν από τα πόδια!

Ο υπήκοος
Όλα τα όργανά μου είναι δικτάτορες. Ο μόνος υπήκοος είμαι εγώ.

Έκσταση
Το ρολόι μου σταμάτησε. Νοιώθω ότι είμαι σχεδόν αιώνιος.

Ισότητα
Ανάμεσα σε μένα και το Θεό δεν υπάρχει καμία διαφορά. Ως σήμερα δεν ξέρω ακόμη καλά ποιος απ’ τους δυο μας υπάρχει.

Δραστική απόφαση
Δεν μιλάω πια: θέλω ν’ αρχίσω από μένα την εκστρατεία εναντίον των θορύβων.

Ανθρωπολογικός σαδισμός
Σε μένα οι άνθρωποι θαυμάζουν μόνο τις σιωπές μου. Δε θέλουν με κανένα τρόπο να θαυμάσουν τα λόγια μου.

Οριστικός χειμώνας
Μες στη ψυχή μου, ολόγυμνη τώρα, ο Θεός πια πεθαίνει απ’ το κρύο.

Αντίθετες κατευθύνσεις
Αυτά τα τελευταία χρόνια ενώ εγώ έγινα πιο κοντός, οι ιδέες μου έγιναν πιο υψηλές.

Ντροπή
Πρέπει οπωσδήποτε να κρυφτώ. Ανακάλυψα ότι σκέφτομαι.

Η επιλογή
Για να μην είμαι μόνος, επέλεξα εμένα για φίλο. Πολύ ελπίζω να μη με προδώσω.

Ο αναζητών
Αναζητώ τις λέξεις που θα μου εξηγήσουν επιτέλους ποιος είμαι για τον εαυτό μου και για τους άλλους. Βρήκα κιόλας μερικές.

Ο πολύ συνετός
Με τόσα γρήγορα αυτοκίνητα που κυκλοφορούν, αποφάσισα να μείνω ακίνητος. Θέλω να αποφύγω επικίνδυνα προσπεράσματα.

Παράνυμφος
Πολλές ιδέες μου είναι ακόμη παρθένες. Θα πρέπει να τις βρω γαμπρό πριν καταντήσουν ξινές γεροντοκόρες.

Ανθός από ανθό
Ευτυχώς που απ’ τη ζωή μου διατηρώ λίγες αναμνήσεις: αν τις είχα κρατήσει όλες, ξαφνικά θα έσκαζε η καρδιά μου.

Εκείνος που έπαψε να αγαπάει
Τίποτα το δικό μου δεν αγαπώ: ούτε τη σκιά μου που σέρνεται συνέχεια στο χώμα και δεν πλένεται ποτέ.

Η έξωση
Μου ‘καναν έξωση. Απ’ τη σοφίτα ίσως μετακομίσω κάτω απ’ τα κεραμίδια. Ακριβώς όπως τα πουλιά.

Το αστέρι
Ένα αστέρι έρχεται και λάμπει στα τζάμια κάθε φορά που στο σκοτάδι μου εύχομαι καλή νύχτα κι η σκέψη μου πηγαίνει στο συγχωρημένο πατέρα μου.

Ο Ντον Τζιοβάνι
Ως τώρα το μόνο θηλυκό που προσκολλήθηκε σε μένα υπήρξε και είναι η σκιά μου. Και μ’ αγαπάει τόσο πολύ που μερικές φορές μου φιλάει ακόμη και τα πόδια.

Ένας μπαίνει κι ένας βγαίνει
Εγώ κι ο χρόνος κοροϊδεύουμε ο ένας τον άλλο. Εγώ προσπαθώ να βγω οριστικά απ’ αυτόν κι αυτός προσπαθεί να μπει για πάντα μέσα μου.

Ο λιγομίλητος
Σπανίως μιλάω. Για να μην ενοχληθώ.

Αφηρημάδα
Με όλη αυτή τη ζέστη που κάνει, δεν καταφέρνω να ζεσταθώ. Ίσως να έχω πεθάνει και δεν το κατάλαβα.

Λεπτότητα
Έγραψα ένα γράμμα γεμάτο βρισιές στον εαυτό μου, αλλά από λεπτότητα δεν το υπέγραψα.

Ο κρυμμένος μουσαφίρης
Αναρωτιέμαι και πάλι αναρωτιέμαι ποιος είμαι εγώ και μου απαντάει συνεχώς κάποιος τον οποίο δεν μπόρεσα ακόμη να γνωρίσω προσωπικά.

Η ρότα
Στο δωμάτιό μου, στο σκοτάδι, ανάβω ένα σπίρτο. Είναι σαν το Πολικό Αστέρι. Με οδηγεί ως το κρεβάτι.

Τιτάνιο
Επιτέλους κατόρθωσα να σταματήσω τον χρόνο: αφαίρεσα τους δείχτες απ’ το ρολόι μου.

Ανακάλυψη
Ανακαλύπτομαι σιγά - σιγά για να μη φοβηθώ.

Τα αστεία του ζην
Μέσα σε καθένα από μας υπάρχει ένας παπάς, ένας μπάτσος, ένας λοχίας, ένας στρατηγός, ένας τύραννος, ένας υποκριτής, ένας δολοφόνος, ένας προδότης, ένας προδομένος, ένας ιεροδίκης, ένα γουρούνι και, κάτω απ’ όλη αυτή τη κοπριά, το φτερό μιας περιστεράς που δυσκολεύεται να πετάξει. Κάθε μέρα είναι και μια ευκαιρία για να βγει στην επιφάνεια ένα απ’ αυτά τα αηδιαστικά πρόσωπα.

Απαίτηση
Όταν απαιτώ να έχω δίκαιο, αντιλαμβάνομαι αμέσως μετά ότι δεν σκέφτηκα επαρκώς.

Η απόσταση
Όσο πιο πολύ διαβάζω, τόσο πιο πολύ απομακρύνομαι απ’ τον εαυτό μου.

Οι κεραυνοβολημένοι
Στα φρενοκομεία τελικά πηγαίνουν και παραληρούν τα πλάσματα που πήραν στα σοβαρά τη ζωή και κεραυνοβολήθηκαν.

Εξευτελισμός
Όποιος παραιτείται περνάει απ’ το ένα στο μηδέν.

Παρών άνθρωπος
Όσο πιο πολύ ζούμε στη γη, τόσο περισσότερο είμαστε απόντες. Ο καθένας μας συνηθίζει να εξαφανίζεται γιατί κανείς δε μας βλέπει. Αλλά μόλις έρθει ο θάνατος, όλοι έρχονται κοντά γιατί ο θάνατος, παράξενο, θυμίζει στους άλλους ότι υπήρξαμε. Και τότε όλοι, από μακριά κιόλας, βγάζουν το καπέλο τους σχεδόν σαν να ήμαστε πιο ζωντανοί κι απ’ τους ζωντανούς.

Marino Piazzolla

25/11/09

Nα με θυμάσαι...


Πόθος είναι το άλογο που αμαξώνει τη θλίψη. Είναι η ανεξίτηλη δαχτυλιά που ανοίγει το σώμα, τον χάρτη του έρωτα. Η διαπεραστική μελάνη του πνεύματος. Για όλες τις Μαριάνες και τις Σουζάνες του κόσμου που δρασκελίζουν κρυφά ένα μέρος κοντά στο ποτάμι για να μου προσφέρουν τσάι με πορτοκάλια. Για όλες τις αγάπες που μου τον παίρνουν – όπως η Joplin – όταν το ζώο μου ουρλιάζει αήττητο, σε ένα άφτιαχτο κρεβάτι του Chelsea Hotel, ενώ η λιμουζίνα τους περιμένει στο δρόμο.

That night that you planned to go clear. Did you ever go clear?

Γυμνές, φορούν μόνο ένα διάσημο μπλε αδιάβροχο φθαρμένο στους ώμους που τους γδέρνει τη σάρκα. Την ήβη, όλοι οι άγγελοι είναι εκεί θυμωμένοι. Και σιωπηλοί.



Παρίσι της δεκαετίας του 70, στα καφέ,
like a bird on the wire. Αν το φεγγάρι είχε μια αδελφή, θα ήσουν εσύ. Στο Σηκουάνα το φεγγάρι δεν είναι παρά μια πέτρα που βρήκε κοντά στην όχθη του κάποιος τυχερός και την έριξε στη τσέπη του. Το Παρίσι δεν τελειώνει ποτέ, είναι το αγαπημένο παιχνίδι των ποιητών. Κάτι σαν τον αιφνίδιο σπασμό της κοιλιάς σου, λίγο πριν ξεσπάσει ο οργασμός.

Εγώ.

I want to come again.


Στα «ευρωπαϊκά μπλουζ» του Κοέν η θλίψη έχει αξιοπρέπεια. Το τσεκούρι είναι φτιαγμένο από χρυσό, η λίμνη είναι ο καθρέφτης της γυναίκας. Αφήνει όλες τις πόρτες ανοιχτές στο φως της σελήνης. Θα περάσω κάτω απ’ τα πόδια σου, κάτω απ’ τη δική σου αψίδα θριάμβου.

I will kill you if I must, I will help you if I can.

Σειρά σου τώρα να πεθάνεις από έρωτα, σειρά μου να αναστηθώ. Με τραγούδια, ψηλαφώντας τα δικά μας δευτερόλεπτα. Με βραδινές μπαλάντες που σκάλισα στις βεράντες της Ύδρας instead of fucking you more often.

Είδες;

Είμαι τελικά τόσο ελεύθερος που μπορώ ακόμα και να σου φέρω την Αμερική μου στον ίσιο δρόμο. Τα ερωτικά μου κουρέλια στο πιάτο σου.

Fucking America, fucking you.

Δέκα φορές Καναδός, στις αδιάψευστες ποσοστώσεις μιας ραγδαίας ζωής. Δέκα φορές Υδραίος Καβάφης που αποχαιρετά την Αλεξανδρινή Αλεξάνδρα του, δέκα φορές μαγεία που εξαπατά όλους τους φρουρούς της καρδιάς σου. Πεζοναύτης του πνευματικού κόσμου σου. Ποίημα με αυτοκόλλητο όνομα ράχης. Ακατάλληλο. Θλιμμένο κουκουνάρι. Κανείς.


Εντάξει, φύγε αν πρέπει / θα φτιάξω μόνος μου το Σύμπαν / θα τα αφήσω όλα να κολλήσουν πάνω μου / κάθε θλιμμένο κουκουνάρι / κάθε ανιαρή πευκοβελόνα / Και θα στείλω τη στοργή μου / από αυτό το ξυρισμένο κεφάλι / 360 μοίρες / προς όλα τα δραματικά τοπία / όλες τις καταχνιές και τα χιόνια / που διασχίζουν / τα λαμπερά βουνά / για να φτάσω στις γυναίκες που κολυμπούν / στους χειμάρρους / και χτενίζουν τα μαλλιά τους / στις σκεπές / στους άφωνους που με κάλεσαν / από την εκπληκτική σιωπή τους / στους μικρόψυχους ενώ είναι πλούσιοι / για να φτάσω σε όλες τις μορφές της σκέψης / και τα διάτρητα διανοητικά αντικείμενα / που μπορείς τώρα / στο τέλος της εφιαλτικής σου ζωής / να αποκτήσεις.

(Leonard Cohen, Ε
ΔΩ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΙΝΑ)

Μπορώ ακόμα να σε σχεδιάσω με μια ματιά. Αλήθεια. Χωρίς καν μολύβια. Έρχομαι, να μου πετάς κέρματα στο τζουκ-μποξ, για να μην τελειώσω. Θα κάνω ό, τι μου πεις. Θα κλάψω στις άκρες των σεντονιών σου, θα πατήσω τον Νόμο στο λαιμό. Θα σε ανταμείψω με όλα τα μέλη μου να καίγονται από ζάλη.

I
’ m your man.



Έρχομαι, για να ζήσω μέσα σου, με τις μελαχρινές φάρσες μου, με τις μυστικές μου ανοησίες. Πρώτα θα πάρουμε το Μανχάταν, μετά το Βερολίνο. Μετά, θα γίνουμε ο κόσμος όλος, πάνω σ’ ένα κρεβάτι διαλυμένο από τις προσευχές μας. Σ’ ένα μηχανάκι που θα το γέρνει ο άνεμος, όλα τα πρωινά του κόσμου, παραμελημένοι απ’ όλους.

Έρχομαι, να με χορέψεις στις παρακλήσεις σου. Να με πας ως το τέλος της αγάπης. Θέλω να νιώσω τον μικρό σεισμό που ανασηκώνει το στήθος σου, μέσα σε δωμάτια αυλές, εγώ ο βετεράνος με το κόκκινο παράσημο του έρωτα, εγώ απ’ το άλλο ημισφαίριο, που θα σε γνωρίσω ξανά στον εαυτό μου, μια νύχτα αργή, όταν θα μαζεύουμε βιαστικά τις καρδιές μας για να φύγουμε,

ανήσυχοι, φυσικά
ηττημένοι, φυσικά
γέροι, φυσικά
ευγνώμονες, φυσικά

αλλά διαλυμένοι επιτέλους
στο χρυσαφένιο μας φως.



ΥΓ. Καλή ψαριά η αποψινή. Τα δίχτυα κρύβουν θησαυρούς πολύτιμους κάποια βράδυα. Κι η επιθυμία γίνεται μουσική, λέξεις, πουλιά που πετούν μακρυά από το « εδώ»...

24/11/09

Του έρωτα και του πηλού

Έλα να σου δείξω
του φθινοπώρου τις παράγκες.
Σφιχτά θα σου κρατώ το χέρι
βήμα με βήμα σταθερά
ή θα γλιστρούμε ανάλαφρα
μες σε βροχή από μαύρο χώμα.

Και σαν τα λόγια θα βραδιάζουν
θα σου ΄χω άστρο την καρδιά
και φεγγαρόλουσμα από λέξεις...


Θα μασούσαμε μαζί πικραμύγδαλο
σε παράθυρο ανοικτό στο πέλαγο.
Γιατί περιμέναμε να χιονίζει γιορτές
με τους ανέμους ν΄ αποκοιμιούνται
κρεμασμένοι απ΄ το κατάρτι
δίπλα στο παγωμένο του βορά φιλί.

Της
Τζίνας Μουκριώτη


23/11/09

Όταν χαράζει...



Θα ήθελα τόσο πολύ να σε αγγίξω. Μα, η μοναδική μας νύχτα ήταν ξαφνική και σύντομη. Σαν μια μπόρα. Ούτε που πρόλαβα να αρχίσω. Ούτε που πρόλαβα να σου πω τη μοναδική μου ιδιότητα.

Είμαι συλλέκτης.

Μαζεύω το πιο σκληρό κι άγριο πράγμα του κόσμου. Στιγμές...

Έτσι κι αλλιώς τα πράγματα κυλάνε πάντα όπως θέλουν αυτά.

Η ζωή ξέρει...

Όταν χαράζει, ο πρώτος στεναγμός
βγαίνει απ' τα πιο σφιγμένα χείλη.
Σαν πεταλούδα στην κάμαρη πετά
ψάχνοντας άνοιγμα να φύγει.

Αν είσαι μόνος, αν είσαι αδύναμος
η χαραυγή θα σε ξεκάνει.
Έχει το μύρο, έχει τη σιγαλιά,
έχει τον ήλιο τον αλάνη.

Καινούρια μέρα, καινούριος στεναγμός
στις εκβολές του θα προσφέρει
όσα χαθήκαν, όσα ξεχάστηκαν
κι όσα γι' αυτά κανείς δεν ξέρει.

Πίσω απ' τους λόφους, πίσω απ' τα βλέφαρα
υπάρχει τόπος και για σένα.
Χωρίς Βαστίλη, χωρίς ανάθεμα,
χωρίς τα χείλη τα σφιγμένα.

33 χρόνια μετά την αεροπορική τραγωδία στο Mεταξά


23 Νοεμβρίου 1976...

Tο δικινητήριο αεροσκάφος της Ολυμπιακής Αεροπορίας τύπου
YS-11A με στοιχεία νηολογίου SX-BBR και όνομα «Νήσος Μήλος» απογειώνεται στις 08:35, ώρα τοπική, από το αεροδρόμιο του Ελληνικού. Τελικός του προορισμός είναι το αεροδρόμιο Φίλιππος της Κοζάνης με ενδιάμεσο σταθμό τη Λάρισα. Στο πιλοτήριο του καινούργιου αεροσκάφους (παραλήφθηκε το 1971 από την Ολυμπιακή) ο έμπειρος κυβερνήτης και πρώην ιπτάμενος της πολεμικής αεροπορίας Κωνσταντίνος Σκιαδάς και συγκυβερνήτης ο Νικόλαος Τάρναρης. Μαζί τους στην καμπίνα επιβατών πετούν οι ιπτάμενοι συνοδοί Σταματία Σταθοπούλου και Γεωργία Τσουκαντά, οι οποίες είχαν ήδη ξεκινήσει να ετοιμάζουν το πρωινό, μόλις το αεροσκάφος οριζοντίωσε στα 10.000 πόδια.


Οι χειριστές είχαν ενημερωθεί από την επιμελητεία των πτήσεων της Ολυμπιακής κατά την πρωινή ενημέρωση ότι στη Λάρισα και στην Κοζάνη οι νεφώσεις εκείνο το πρωινό είχαν την «τιμητική» τους και πως η θερμοκρασία στην Κοζάνη ήταν κοντά στους 50
C, δηλαδή «σε φυσιολογικά για την εποχή επίπεδα». Δύο λεπτά πριν τις 9 το πρωί, το πλήρωμα επικοινωνεί με τον πύργο ελέγχου της Λάρισας και ζητά πλήρες μετεωρολογικό δελτίο τόσο για τη Λάρισα όσο και για την Κοζάνη: «Λάρισα καλημέρα, η Ολυμπιακή 830, επίπεδο πτήσεως 100, αναφέρατε καιρικές συνθήκες ...Ολυμπιακή 830 καλημέρα, καιρός νεφελώδης, νέφη στα 4/8, ορατότητα 150 μέτρα, άπνοια, βαρομετρική πίεση 29,63, η θερμοκρασία στο έδαφος στους 80C, αναμείνατε για το μετεωρολογικό της Κοζάνης ...Ελήφθη η Ολυμπιακή 830 κατερχόμενοι για τα 8000 και εν συνεχεία για τα 6000, η βάση των νεφών άνω των 10.000 ποδών». Το έμπειρο πλήρωμα καταλαβαίνει γρήγορα ότι έτσι όπως ήταν τα πράγματα, η προσγείωση στο αεροδρόμιο της Λάρισας θα ήταν από δύσκολη έως αδύνατη, αλλά παρ όλα αυτά συνεχίζει την προσέγγιση εξ όψεως λόγω καιρού και αν τα πράγματα ήταν καλύτερα σε περίπου 25 λεπτά που θα έφτανε εκεί, θα επιχειρούσε προσγείωση.


Στις 09:07 η Λάρισα μεταβιβάζει το δελτίο καιρού του αεροδρομίου της Κοζάνης: «Ολυμπιακή 830 ο καιρός στην Κοζάνη νεφοσκεπής 8/8
AC8000 πόδια, 6-8 SCU 3500 πόδια, 2/8 ST 1500 πόδια, θερμοκρασία εδάφους 60C, βαρομετρική 29,62 ορατότητα 8 – 10 χιλιόμετρα, άνεμος 10 κόμβοι ...Ευχαριστούμε Λάρισα, ελήφθη ο καιρός από Ολυμπιακή 830, να διαβιβασθεί στην Κοζάνη ότι συνεχίζουμε για εκεί» απαντά το πλήρωμα από το YS-11A, το οποίο εκείνη την ώρα βρισκόταν πάνω από τον ραδιοφάρο της Αγχιάλου και σε 15 λεπτά θα έφθανε στην Λάρισα. Στις 09:18 το αεροσκάφος περνά κοντά από το αεροδρόμιο της Λάρισας και δυο λεπτά αργότερα, αναφέρει πως βρίσκεται 10 μίλια βόρεια της Λάρισας και πως γυρίζει στη συχνότητα της Κοζάνης: «Φίλιππε καλημέρα η Ολυμπιακή 830. Διαβιβάστε το μετεωρολογικό ...Ολυμπιακή 830 καλημέρα σας, 2/8 ST 1500 πόδια, 7/8 SCU 3500 πόδια, 8/8 AST 8000 πόδια, θερμοκρασία εδάφους 60C, άνεμος 10 κόμβοι». Το πλήρωμα ζητά να επαναλάβει η Κοζάνη το μετεωρολογικό δελτίο κάτι που ο «Φίλιππος» κάνει ένα λεπτό αργότερα. Το μετεωρολογικό δεν τους λέει πολλά πράγματα, το πλήρωμα του BBR ασφυκτιά μέσα στη «σούπα», πνίγεται στα 6.000 πόδια... θεωρούν ότι η μόνη διέξοδος είναι στα χαμηλότερα... αρχίζουν κάθοδο για τα 3.500 πόδια, κάπου για να βρουν ένα σημάδι...


Δυστυχώς, οι καιρικές συνθήκες που επικρατούν σε όλη την περιοχή του όρους Μεταξά δεν βοηθούν. Η πυκνή νέφωση που έχει σκεπάσει την περιοχή του Σαρανταπόρου, δεν αφήνει να φανούν οι παγίδες που κρύβονται στα υψώματα που σφίγγουν τον κλοιό γύρω από το
YS-11A της Ολυμπιακής. Το έμπειρο πλήρωμα κρίνει ότι δεν μπορεί να συνεχίσει για Κοζάνη. Αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο, στρίβει δεξιά 180 μοίρες και συνεχίζει για δύο λεπτά μια πορεία μεταξύ 214 και 233 μοιρών με ταυτόχρονη άνοδο στο ύψος των 4.500 ποδών. Το βαρύ πέπλο της νέφωσης, δεν λέει να σχιστεί. Αδιέξοδο παντού... Αποφασίζουν ταχεία κάθοδο με βαθμό 1.100 ποδών και οριζοντιώνουν στα 3.880 πόδια. Μένουν εκεί για μόλις 45 δευτερόλεπτα, το πλήρωμα βλέπει από ένα τυχαίο σκίσιμο της ομίχλης ένα διαφορετικό χρώμα από αυτό των νεφών. Η εικόνα στα μάτια του έμπειρου κυβερνήτη δεν είναι άγνωστη, είναι όμως η τελευταία. «Τράβα Νίκο, τράβα να βγούμε...», ίσως ήταν τα τελευταία λόγια προς τον συνάδελφό του. Ενστικτωδώς κολλούν και οι δυο το χειριστήριο στην κοιλιά τους, τραβούν με όση δύναμη έχουν και το «Romeo» σηκώνει μούρη απότομα. Η στάση του αυτή κρατά μόλις 12 δευτερόλεπτα και συνοδεύεται από έντονες ταλαντεύσεις και κραδασμούς. Απώλεια στήριξης; Έτσι φαίνεται μα συνεχίζει να ανεβαίνει παράλληλα με την πλαγιά. Στις 09.37 δεν μπορεί πια. Η κοιλιά του «Νήσος Μήλος» γλύφει την πλαγιά του Μεταξά, το αεροπλάνο γλιστρά, αναπηδά και σχεδόν εφαπτόμενο με το έδαφος συντρίβεται φλεγόμενο σε απόσταση 250 μέτρων από το σημείο της πρώτης επαφής και σε υψόμετρο 4190 ποδών.


Τα τηλέφωνα παίρνουν φωτιά λίγα λεπτά αργότερα, όταν η Κοζάνη και η Λάρισα αδυνατούν να επικοινωνήσουν πλέον με το
SX-BBR. Μόλις δίδεται το σήμα ότι το αεροσκάφος εξαφανίστηκε και πιθανότατα να έχει καταπέσει σε μια από τις ορεινές περιοχές του Σαρανταπόρου και του Μεταξά, σημαίνει συναγερμός. Η αστυνομία ειδοποιεί την κοινότητα του χωριού Μεταξά ότι χάθηκε το αεροπλάνο της Ολυμπιακής. Την ώρα εκείνη το χωριό ήταν καλυμμένο από την πυκνή ομίχλη, το ψιλόβροχο σε συνδυασμό με την υγρασία τρυπούσαν το κόκαλο και η θερμοκρασία βρισκόταν σταθερά κάτω από 5 βαθμούς με το βοριά να φυσά. Ο γραμματέας του χωριού βγαίνει τρέχοντας από το κοινοτικό κατάστημα στην πλατεία και ενημερώνει όλους όσοι βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στο καφενείο. Μεταξύ αυτών και ο Γιάννης Γκουζιώτης, 78 χρονών σήμερα, και ο δόκιμος τότε ιερέας Κωνσταντίνος Παπαγιάννης.


Ο κ. Γκουζιώτης εργαζόταν τότε σε ένα λατομείο, το οποίο λόγω των κακών καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν εκείνη την ημέρα, έμεινε κλειστό. «Ήμασταν στο καφενείο στην πλατεία και μόλις μας ενημέρωσε ο γραμματέας μαζευτήκαμε 11 νομίζω άτομα και με ένα αγροτικό ξεκινήσαμε να βρούμε που έπεσε το αεροπλάνο. Την περιοχή εγώ την ήξερα καλά γιατί τέσσερα χρόνια έκανα φύλακας στη βάση του ΟΤΕ που βρίσκεται στην κορυφή και ξέραμε καλά που πηγαίναμε» μας λέει μετά από 33 χρόνια ο κ. Γκουζιώτης. Έχει χρόνια να μιλήσει για το αεροπορικό δυστύχημα και να επαναφέρει στη μνήμη του τις δραματικές εικόνες που αντίκρισε. Είχε περάσει μισή ώρα από την πτώση του αεροσκάφους και το αγροτικό με τους έντεκα κατοίκους του χωριού Μεταξά κινούνταν μέσα στην πυκνή ομίχλη επάνω στον κακοτράχαλο ορεινό δρόμο, που οδηγούσε στην τηλεπικοινωνιακή βάση του ΟΤΕ. Ξαφνικά, μέσα στη μονοτονία του γκρίζου, είδαν λευκά χαρτιά να ανεμίζουν δεξιά και αριστερά. «Εδώ είναι, εδώ είναι» φώναξε ο Γιάννης Γκουζιώτης και χτύπησε την οροφή του αγροτικού για να σταματήσει ο οδηγός. «Είσαι σίγουρος;» τον ρώτησε ο εδώ και πολλά χρόνια πλέον ιερέας του Μεταξά Κωνσταντίνος Παπαγιάννης. «Εδώ έπεσε, δεν βλέπετε τα χαρτιά;» συνέχισε ο Γιάννης Γκουζιώτης και οι άνδρες κατέβηκαν από το αγροτικό και χωρίστηκαν σε δυο ομάδες για να συνεχίσουν την έρευνα. Ο κ. Γκουζιώτης με κάποιους κατοίκους ακολούθησε τα χαρτιά και ο παπα-Κώστας προχώρησε πιο δεξιά με τους υπόλοιπους.


«Καθώς περπατήσαμε όχι πολλά μέτρα από το δρόμο, άρχισε να γίνεται αντιληπτή μυρωδιά από καύσιμο και καταλάβαμε ότι πλησιάζουμε. Μετά είδαμε το έδαφος να καίγεται, μια ευθεία γραμμή, λες και έβαλε κάποιος φωτιά επίτηδες» εξιστορεί ο κ. Γκουζιώτης, «μετά είδαμε βαλίτσες ανοιγμένες, μια από εδώ και μια από εκεί και μόλις φτάσαμε επάνω από τη μικρή χαράδρα, είδαμε το αεροπλάνο σπασμένο στη μέση να καίγεται, το ίδιο και οι άνθρωποι». Οι φωνές των κατοίκων του χωριού για να εντοπίσουν τυχόν επιζώντες δυστυχώς αντιλαλούσαν μάταια στις πλαγιές του βουνού. Όλοι ήταν νεκροί, 46 επιβάτες και το τετραμελές πλήρωμα. Όπως θυμάται ο κ. Γκουζιώτης, προσπάθησαν να τραβήξουν μερικούς επιβάτες από τη φωτιά, αλλά δεν κατάφεραν και πολλά. Όλοι ήταν συγκεντρωμένοι σε ένα σημείο, ο ένας επάνω στον άλλον, μια στοίβα ανθρώπων, έτσι όπως πετάχτηκαν από το
YS-11A, μετά το σύρσιμο του στη χαράδρα.


Από τα δεξιά προσέγγισε και ο παπα-Κώστας με τους υπόλοιπους. «Ήταν τόσο πυκνή η ομίχλη που δε βλέπαμε ο ένας τον άλλο σε απόσταση δυο μέτρων και για να μη χαθούμε σφυρίζαμε» θυμάται. Μόλις πέρασε το σημείο του σπασμένου φτερού του αεροσκάφους, το θέαμα που αντίκρισε ήταν φρικτό «δεν θα το ξεχάσω ποτέ μου αυτό που είδα. Όλοι στοιβαγμένοι ο ένας επάνω στον άλλο, λες και το είχαν καταλάβει και είχαν αγκαλιαστεί. Μια κοπέλα ήταν μπρούμυτα πεσμένη και καιγόταν μέχρι την μέση και ένας φαντάρος, δεν φαινόταν χτυπημένος, αλλά ήταν ακίνητος πεσμένος στο έδαφος» εξιστορεί με μεγάλη ταραχή τόσα χρόνια μετά ο παπα-Κώστας. Στη συνέχεια μαζί με ένα ακόμη κάτοικο του χωριού περπάτησαν για το τηλεπικοινωνιακό κέντρο του ΟΤΕ, το οποίο βρίσκεται ένα χιλιόμετρο από το σημείο της πτώσης, στην κορυφή του βουνού. Λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν δεν υπήρχε κάποιος έξω και αναγκάστηκαν να πηδήξουν την περίφραξη, προκειμένου να ενημερώσουν τους τηλεπικοινωνιακούς ότι βρήκαν το αεροπλάνο. «Τότε οι τηλεφωνικές γραμμές ήταν ανοιχτές και μόλις τους είπαμε ότι το βρήκαμε, ακούστηκαν πολλές διαφορετικές φωνές που φώναζαν... που είναι, πες μας ποιο είναι το σημείο, είναι ζωντανοί; Δυστυχώς, όμως, η απάντηση για επιζώντες ήταν αρνητική. Μετά η ομίχλη διαλύθηκε, λες και περίμενε να γίνει πρώτα το κακό» περιγράφει με συγκίνηση τις στιγμές αυτές ο παπα-Κώστας.

Σε λίγο στο σημείο της πτώσης άρχισαν να καταφθάνουν άνδρες της ασφάλειας, αστυνομία, στρατός και άλλος κόσμος. Η περιοχή αποκλείστηκε και την επόμενη μέρα ξεκίνησε το μακάβριο έργο της αναγνώρισης των πτωμάτων, το οποίο σύμφωνα με δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής εκείνης, ήταν πολύ δύσκολο λόγω της απανθράκωσης των θυμάτων.

Στο ξέφωτο που κατέπεσε το «Νήσος Μήλος» της Ολυμπιακής, 4 χιλιόμετρα από το Μεταξά, βρίσκεται μέχρι σήμερα μια σπασμένη πτέρυγά του με τη μπλε λωρίδα από τα χρώματα της εταιρείας, ξεφτισμένη σε κάποια σημεία, να υπενθυμίζει το γεγονός. Λίγο παραπέρα βρίσκεται ένας μαρμάρινος σταυρός με μια επιγραφή χαραγμένη στη μνήμη του υποσμηναγού Γιάννη Ζήκου, επιβάτη της μοιραίας πτήσης, που στήθηκε από τους γονείς του. Σε όλη τη γύρω περιοχή διάσπαρτα μικρά-μικρά κομμάτια του αεροσκάφους στέκονται σε πείσμα του χρόνου που πέρασε αδιάψευστοι μάρτυρες του γεγονότος.


Στο σημείο που βρέθηκαν οι επιβάτες και το πλήρωμα στέκεται σήμερα μια μικρή εκκλησία, την οποία έχτισαν στη μνήμη των νεκρών, οι συγγενείς τους, η Ολυμπιακή και η Μητρόπολη. Η εκκλησία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και σήμερα τα σημάδια της εγκατάλειψής της είναι εμφανή. «Έκανα μεγάλη προσπάθεια να φτιάξω αυτή την εκκλησία όπως πρέπει» λέει ο παπα-Κώστας και προσθέτει πως «ένας μηχανικός που έβαλα να μου υπολογίσει το ποσό που χρειάζεται για να φτιαχτεί, μου είπε πως είναι 25.000¬». Έκανα προσπάθειες και έστειλα επιστολές στην Ολυμπιακή για να χρηματοδοτήσει τις επισκευές, αλλά απάντηση δεν πήρα μέχρι σήμερα».

Κάπου-κάπου, 33 χρόνια μετά από εκείνη την συννεφιασμένη μέρα του Νοέμβρη, ο παπα-Κώστας πηγαίνει στο σημείο και κάνει ένα τρισάγιο στη μνήμη αυτών που χάθηκαν κοντά στο χωριό του.

Πηγή: Περιοδικό Όμικρον

22/11/09

Νυχτερινές απόπειρες...

Περισσότερο –τίποτα– δεν περισσεύει.
H καρδιά οικονομία στα πάντα.
Στο μυαλό παρελθόν που τα μέλλοντα κλέβει,
περασμένα τα χρόνια, σαράντα.

Η καρδιά, ποια καρδιά; Δε χτυπά.
Tι είναι ο χτύπος;
Μια σιωπή που πληγώνει. Σαΐτα.
Φίδια έρπουν παντού κι έχει γίνει ο κήπος
της καρδιάς –πάλι;– Πάλι! Για κοίτα. . .

Ανεβάζει στροφές το παλιό το καμιόνι
κι ο γκρεμός δε φοβίζει κανένα
μην κοιτάς προς τα εδώ –κάπου αλλού ξημερώνει–
κάπου αλλού. . . πάντα αλλού. . . ολοένα. . .

Και δεν πάει πουθενά, έχει γίνει ο δρόμος
ένας κύκλος αέναος πράος
και στο κέντρο του εγώ –με χαμόγελο όμως–
μη με δει και τρομάξει το χάος. . .

Μια αστραπή, μια βροντή, μια βροχή κι ένα αστέρι
–το ανερμήνευτο, πώς να εξηγήσεις;–

Πώς θα ζήσεις –κουτέ– ούτ’ ένα κύκνειο άσμα
δε σου κλήρωσε η Λάχεση ούτ’ ένα.
Κι άντε τώρα, ή μετά, να καλύψεις το χάσμα
με χαρτί με μελάνι και πένα. . .