26/7/11

Amy Winehouse: To κοριτσάκι με τα σπίρτα...


Νομίζω πως το μεγαλύτερο χάρισμά της ήταν το ότι είχε τη δυνατότητα να «μιλήσει» στις ψυχές ακόμα και των μουσικών ΑΜΕΑ. Η φωνή της ερχόταν από κάπου αλλού, από ένα κόσμο όπου δεν είχε σημασία το σωστό «κάρφωμα της νότας», ούτε οι μοναδικές λαρυγγικές ακροβασίες. Ερχόταν από την άβυσσο μιας πρωτόγονης, ωμής απόγνωσης, κάτι που σε συνδυασμό με το αθώο παιδί που ακόμα ήταν, αποτελούσε ένα ακαταμάχητο παράδοξο.

Η Εϊμι, στα εικοσιένα, τραγουδούσε τα μπλούζ και τα τζαζάκια της σαν να ήταν γεννημένη χιλίων χρονών. Την έχω δει πιτσιρίκα, υγιέστατη, μπουμπούκα, λίγο αδέξια, να «κατεβάζει θέατρα» στις πρώτες της κιόλας εμφανίσεις. Τηn έχω δει -όπως όλοι- λιώμα, ένα σκέλεθρο με χαραγμένο στο κούτελο το εισιτήριο εξόδου -one way pass για το μακάβριο κλάμπ των «27»: μια ηλικία στην οποία «την έκαναν», σαν από μυστικό ραντεβού, ο Τζίμ Μόρρισον, η Τζάνις Τζόπλιν, ο Κέρτ Κομπαίην και Τζίμμυ Χέντριξ.

Σε όποια κατάσταση κι αν τη έβλεπα, δεν ήταν καθόλου δική μου δουλειά να την κριτικάρω και να την κουτσομπολέψω: αν ήταν αυτοκαταστροφική, η απρόσεκτη, ή απλώς βαριά άρρωστη. Καμιά φορά μόνο τη σκεφτόμουν σαν μια σύγχρονη έκδοση του πιο πικρού παραμυθιού που γράφτηκε ποτέ, εκείνη τη μικρούλα στο «κοριτσάκι με τα σπίρτα»: Το τελευταίο που άναψε για ζεστάνει την παγωνιά της ψυχής της, ήταν κι αυτό που την πήρε μακριά.

Όλοι είχαν ένα «αγαπημένο» κομμάτι της. Το δικό μου ήταν το "Ι am no good’” για το οποίο είμαι ακόμα απολύτως -και ηλιθίως- πεπεισμένη ότι εγώ το σύνθεσα, εγώ το στιχούργησα και βεβαίως, εγώ το ηχογράφησα. Τρέλες. Η Εϊμι ήταν, τα τελευταία χρόνια για μένα κάτι σαν το μπαστούνι και απαραίτητο σκυλί-συνοδός για τον τυφλό -μου έδειχνε, με τη σκοτεινή της λάμψη, το δρόμο μέσα στο το σκοτάδι της μουσικής μου ανεπάρκειας: Δεν ήταν μόνη -η Τζάνις και η Μπίλι ήταν οι άλλες μου «φωνές», τόσο νωρίς φευγάτες. Αλλά, γαμώτο, η Εϊμι με είχε κάνει να ξαναπιστέψω. Οτι οι μούσες μου είχαν επιστρέψει, στο βλέμμα, τον λυγμό και στο χάσιμο αυτού του κοριτσιού. Πίστευα πως με κάποιο μαγικό τρικ θα έσπαγε το κλισέ, ότι θα ήταν εκείνη που θα νικούσε -κάπως- τους δαίμονές της. Πως αυτό το αξιοθρήνητο "hello Athens” καταμεσίς του εμβρόντητου Βελιγραδίου, ήταν κάτι περισσότερο από το ντελίριο μιας τελειωμένης. Ευχόμουν -το ψιλοπίστευα- ότι αυτό το «γειά σου Αθήνα» ήταν, ας πούμε, ένας υπαινιγμός για την μελλοντική πραγματοποίηση μιας, έστω μεθυσμένης υπόσχεσης,.

Χτες, περνούσα το πιο βαρετά νορμάλ σαββατόβραδο στον κόσμο -στο λούνα πάρκ «Αηδονάκια», αγοράζοντας μάρκες για τα αλογάκια και τα τραμπολίνα των παιδιών και περιέργως, τη σκεφτόμουν.

«Λες να τα καταφέρει κάποτε να πεί «γεια σου Αθήνα» και να είναι στη σωστή πόλη;» Το ευχόμουν με όλη μου τη ψυχή.

Μισή ώρα αργότερα πήραν φωτιά τα τέλια στα τουϊτερ: «η γκόμενα την έκανε», συνοδευόμενα από το γνωστό RIP, ένα αρκτικόλεξο που σιχαίνομαι βαθειά, μέσα από τη ψυχή μου.

Οσο για την υπόθεση «καταραμένοι καλλιτέχνες», οι στατιστικές λένε ότι αποτελούν μια ισχνή μειοψηφία. Αντίθετα με τον ευρέως διαδεδομένο μύθο του “die young, live forever”, οι σπουδαίοι του κόσμου χαρακτηρίζονται, κυρίως, από την αντοχή στα ζόρια, και κυρίως, τη διάρκειά τους. Η Εϊμι Γουϊνχάουζ ανήκε, στις λίγες, αλλά αλησμόνητες εξαιρέσεις εκείνων που «καίνε το κερί τους κι από τις δυό μεριές, γρήγορα, άτσαλα, σαν επικίνδυνο πυροτέχνημα -ή σαν μοναχικό σπίρτο…

Κοριτσάκι μου γλυκό, θυμωμένο, μοναδικό, είπες «γειά σου Αθήνα» -νομίζω πως πραγματικά ήθελες να φτάσεις μέχρι εδώ, πιστεύω πώς αλήθεια το εννοούσες.
Η Αθήνα τώρα λέει "γειά" -και επίσης το εννοεί.

Κι εμείς το θέλαμε, μικρούλα...

Πηγή: Protagon

16/7/11

Ο πρόστυχος παράδεισος


Εκείνα τα καλοκαίρια που ήμουν λίγο πιο μεγάλος από παιδί και λίγο μικρότερος από έφηβος, ήταν -θαρρώ- τα πιο υπέροχα καλοκαίρια της ζωής μου. Τριγυρίζαμε απ’ το πρωί ως αργά το βράδυ, πότε στη θάλασσα, πότε στα χωράφια και πότε στην πλατεία ή τα σοκάκια του χωριού χωρίς να δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν. Τα κεφάλια μας ήταν κουρεμένα με την ψιλή, οι πλάτες μας κατάμαυρες απ’ τους ήλιους, οι πατούσες μας πετσιασμένες απ’ την ξυπολισιά, τα γόνατα μας μόνιμα πληγιασμένα απ’ τις κουτρουβάλες και τα κυνηγητά. Τρώγαμε φέτες ψωμί βουτηγμένες στο λάδι με τριμμένη ντομάτα και λίγο αλάτι από πάνω, απαλλοτριώναμε αγγούρια και καρπούζια απ’ τα μποστάνια, τσακίζαμε τα σύκα από τις συκιές του δρόμου, κλωτσούσαμε ξεφούσκωτες μπάλλες μαζί με πέτρες, κυνηγούσαμε πουλιά με αυτοσχέδιες σφεντόνες που τις λέγαμε χαρχάλες.

Παίζαμε πόλεμο στα κατσοπρίνια και φτιάχναμε το αντριλίκι μας ψευτομαλώνοντας με παιδιά από διπλανά χωριά σε κάτι ανοικτά χωράφια στη μέση της απόστασης, χωρίς ποτέ να θυμάμαι κάποιον από μας χτυπημένο. Μερικές φορές κατασκευάζαμε μικρές καλύβες με τάβλες και ξύλα, που τις θεωρούσαμε παλάτια και φρούρια μαζί. Κόβαμε κλαδιά από πλατάνους με πυκνό φύλλωμα και φτιάχναμε τη σκεπή τους. Πιάναμε καβρούς και σκατζόχοιρους, αλλά αφού τους χαζεύαμε λίγο τους αφήναμε. Μαζεύαμε το πάνω μέρος από τα άδεια πακέτα τσιγάρων, ΕΘΝΟΣ, ΣΑΝΤΕ και ΑΣΣΟ ΦΙΛΤΡΟ, διότι τα παίζαμε στις αμάδες. Κατεβαίναμε στη θάλασσα τους Αύγουστους με τα μεγάλα κύματα, σκαρφαλώναμε σε ψηλούς βράχους και συναγωνιζόμασταν ποιός θα κάνει την πιο επικίνδυνη βουτιά. Αν και κατά βάθος ζηλεύαμε, κοροϊδεύαμε όσους πρωτευουσιάνους είχαν μάσκες και πέδιλα. Εκεί πρωτοείδα φουσκωτό στρώμα. Πετούσαμε ο ένας στον άλλον χουφτιές βρεγμένης άμμου και τρώγαμε πεταλίδες απ’ τους βράχους ακούγοντας από μακριά το a caza d’ Ιrene. Ερχόταν απ’ το τζουκ-μποξ του μοναδικού ουζερί που βρισκόταν στην άκρη της παραλίας.

Δυο τρεις φορές τη μέρα τραβούσαμε νερό απ’ το πηγάδι, που το περνούσαμε από το λεπτό σουρωτήρι του χαμομιλιού ή από ένα τούλι για να μη πιούμε τις βδέλες και πάθουμε εντερικά. Τα Σάββατα ερχόταν υπαίθριος κινηματογράφος στο χωριό. Έφερνε ταινίες με τον Ρίζο, τον Κωσταντάρα, τον Φούντα και τη Μάρθα Βούρτση. Ένα δίφραγγο έκανε το εισητήριο και τα έργα ήταν πάντα ελληνικά διότι οι περισσότεροι χωριανοί δε μπορούσαν να διαβάσουν υποτίτλους. Μέσα στο καφενείο απαγορευόταν να μπούμε, αλλά το καλοκαίρι που τα τραπέζια ήταν έξω μπορούσαμε να πλησιάσουμε προσεκτικά και ν’ ακούσουμε τις κουβέντες των μεγάλων. Για τις ελιές έλεγαν, για τις προβατίνες και για το ποδόσφαιρο. Πολιτικά λίγα, τα αποφεύγανε. Καμιά φορά, αν υπήρχε κανένας θείος μας ανάμεσα στους θαμώνες, τον κοιτάζαμε τόσο παρακαλετά που στο τέλος μας κερνούσε γκαζόζα, βανίλια ή λουκούμι.

Ήμασταν πλάσματα φασαριόζικα και άγαρμπα, αλλά με μια αίσθηση κοινωνικής και οικογενειακής ιεραχίας που μας έκανε εν’ τέλει καλά παιδιά. Σκληραγωγημένα σαν πετραμύγδαλα, ευρηματικά σαν Ροβινσώνες. Κι εκείνα τα καλοκαίρια ήταν τα πιο μεστά, τα πιο ανέμελα και πιο αθώα της ενσυνείδητης ζωής μου. Ό,τι κι αν φέρω στο μυαλό μου από κείνη την περίοδο, είναι διαποτισμένο από μια αίσθηση βαθιάς ανεπιτείδευτης ευτυχίας. Ο χυμός του καρπουζιού που έτρεχε στο πηγούνι μου, ο αφρός της θάλασσας που έδερε το πρόσωπο μου, το τρεχαλητό μας πίσω απ’ τη μπάλλα στην αλάνα, η βαθιά ησυχία του δειλινού στο σκαλοπάτι, ο καπνός απ’ τα τσιγάρα των μεγάλων στην πλατεία, τα μουρμουρητά των γιαγιάδων που αποσπερίζανε στις αυλές. Όλα είναι αποτυπωμένα στο μυαλό μου ως ένας ανεπίστρεπτος προεφηβικός παράδεισος, που όμοιος του δεν θα ξαναϋπάρξει για μένα.

Μα πιο πολύ απ’ όλα, έρχεται στο μυαλό μου εκείνη η ανυπόφορα φορτισμένη ώρα της νύχτας, όταν όλοι είχαν πια ησυχάσει, που ανοίγαμε σιγά-σιγά την πόρτα του σπιτιού μας και χανόμασταν τρέχοντας μέσ’ τα σκοτάδια. Προχωρώντας προσεκτικά για να μη μας δει κανένα μάτι και ακούγοντας μόνο γρύλους απ’ το χώμα, κουκουβάγιες απ’ τα σκοτεινά δέντρα και σκυλιά να γαυγίζουν απ’ τα σπίτια, φθάναμε στο προκαθορισμένο σημείο. Ήμασταν πάντα η παρέα με τον Νικολή, τον Γιώργη, τον Ευθύμη και τον Μανόλη. Δεν ανταλλάσαμε ούτε λέξη, αλλά σαν ληστές της νύχτας, σαν Χαϊνηδες, σαν καλοκαιρινά ξωτικά, κινούσαμε όλοι μαζί κάτω απ’ το μεγάλο φεγγάρι προς τον στόχο που είχαμε από νωρίς εντοπίσει. Μια ασυγκράτητη εσωτερική δύναμη μας έφερνε ως το πορτάκι της αυλής που είχαμε βάλει στο μάτι, αδιαφορώντας για τις φρικτές συνέπειες που θα μας επιφύλασε το σκληρό περιβάλλον του χωριού, αν μας ανακάλυπταν. Ήταν πάντα η αυλή κάποιου σπιτιού που είχε νεαρό κορίτσι ή κάποια νέα και όμορφη παντρεμένη γυναίκα.

Σαν επαγγελματίες διαρρήκτες δρασκελίζαμε αθόρυβα τους φράκτες, περνούσαμε ανάμεσα από γλάστρες και καρέκλες, αποφεύγαμε κλαδιά και μικροαντικείμενα που θα μπορούσαν να ξυπνήσουν τους ενοίκους και φθάναμε ως την απλώστρα. Με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις ξεκρεμούσαμε τις γυναικείες κυλότες που είχαμε εντοπίσει στις ημερήσιες βόλτες μας στα σοκκάκια, τις χώναμε στην τσέπη μας και αποσυρόμασταν αστραπιαία σαν τους φονιάδες. Δεν έπρεπε να μας δει κανείς μέχρι να γυρίσουμε, διότι όλα συζητιόντουσαν στο καφενείο και θα καταλάβαιναν τι ζητούσαμε έξω μεσάνυκτα. Και μόνο όταν κλείναμε την πόρτα του σπιτιού πίσω μας βεβαιωμένοι ότι οι δικοί μας δεν είχαν πάρει χαμπάρι την απουσία μας, μόνο όταν χωνόμασταν κάτω απ’ το σεντόνι, αφήναμε την ερωτική αγαλλίαση να μας συνεπάρει και μας ταξιδέψει ως την άκρη του σύμπαντος. Διότι εκείνη την περίοδο εξερευνούσαμε το μυστήριο της νέας μας ζωής, από τα πιο ανυπόφορα ύψη ως τα πιο βαθιά πηγάδια του... κι είχαμε αντιληφθεί πως άλλη ήταν η γλύκα της ικανοποίησης πάνω σε μια αόρατη φαντασίωση κι άλλη η ένταση του ξεσπάσματος πάνω στην κλεμμένη κυλότα της γυναίκας που βλέπαμε το απόγευμα να περνά απ’ το σοκάκι... διότι καθώς περνούσε κρατώντας το καλάθι με τα κηπευτικά, πηγαινόφερνε πρόστυχα τα καπούλια της και μας καλούσε...

Πηγή: Protagon

26/5/11

Σημειώσεις για το ανώνυμο καλοκαίρι που πλησιάζει...


- Από πέρσι άρχισε να “χαλάει” ο καιρός. Πλησιάζει Ιούνης μα τα πρόσωπα έχουν φθινόπωρο. Έχουν πια μαζευτεί πολλά σύννεφα για τόσο ευλογημένο τόπο…

- Ξεκινούν οι πρώτες καλοκαιρινές συναυλίες. Ωραίες συλλογικότητες, που τραβούν το μέλι του καιρού σου, του τραγουδιού του, των δικών σου ανθρώπων.

- Έχει μείνει βέβαια ο ήλιος. Υπό την ίδια γωνία. Κοίτα να κρατήσεις κι εσύ την θέση σου.

- Περισσότερη Αθήνα φέτος... Σκαλωμένοι στην μοναδική παραθαλάσσια πρωτεύουσα της Ευρώπης.

- Περισσότερη βία. Φτωχοδιάβολοι αλλά και εγκληματίες εγκλωβισμένοι στην ανατολική είσοδο της Ευρώπης, μπερδεμένοι με νεόπτωχους Έλληνες που τους κρέμονται πια τα νεύρα έξω από την σάρκα.

- Κανένα σχέδιο με βάθος πέρα από το καλοκαίρι. Πάνε αυτά. Τώρα κάθε μέρα κι ένα σενάριο καταστροφής παραλύει την ραχοκοκκαλιά σου και μια μαρτυριάρα ζυγαριά δείχνει τα πραγματικά κιλά σου.

- Θάλασσα. Θα χώνονται τα ποδαράκια της στην άμμο και θα περπατάει σαν αναποφάσιστο βαρελάκι. Ενός έτους. Τι ηλικία Θεέ μου!

- Κορίτσια. Ελεύθερα, γυμνά χέρια σε σχηματισμούς χελιδονιών. Ερωτισμός με ενδεχόμενο δόλο.

- Κορίτσια, ξανά. Η πατρίδα του γέλιου, του ήχου τού τρεχούμενου νερού όταν ξεπηδάει από μία ερεθιστική νεότητα. Υλικό που προσφέρεται για πλήθος παρερμηνειών.

- Κορίτσια. (πλάκα μου κάνεις, ξεκόλλα!). Ούτε ψύλλος στον κόρφο τους όταν θεωρούν την ομορφιά τους δεδομένη και αιώνια. Στην κατάρρευση κοίτα να λείπεις μακριά…

- Λεφτά. Τσαλακωμένα, καχεχτικά χαρτονομίσματα, μαραμένα μεγαλεία, και να τα μετράς κρυφά. Η πιο κρυφή πράξη του ανθρώπου πια. Έχει ξεπεράσει ακόμη και τις άλλες…

- Κόλαση. Γιατί όχι; Γιατί πιστεύεις πως δεν αντιστοιχεί τουλάχιστον μία στην δική σου εποχή, σε εσένα;

- Ένα όνειρό σου γίνεται πραγματικότητα. Ή εφιάλτης. Απλώνονται χέρια δικών σου ανθρώπων κι εσύ παλεύεις να τα πιάσεις. Δεν τα φτάνεις, βουλιάζουν.

- Ιούνιος. Τόσο καιρό λέμε να τα πούμε. Δεν βρισκόμαστε πια, χανόμαστε ρε, δεν το βλέπεις; Θα μπορέσεις;

- Ιούλιος. Κουλουριασμένος δίπλα στην θάλασσα, λίγο διαφέρει το σχήμα σου από τα κορμιά στην Μενάνδρου, την Σωκράτους, την Σοφοκλέους. Μόνο που τώρα δεν πιστεύεις πια πως την έχεις γλιτώσει. Περιμένεις να σε βρούνε. Έχουν ξαμολυθεί.

- Αύγουστος. Κάποιος να κλείσει τον ήλιο. Αναστροφές και διαθλάσεις μου δείχνουν νερό, αλλά δεν υπάρχει τίποτα. Έρημος. Μείνε μακριά μου.

- Καλοκαίρι. Μασκαρεμένο σε κάτι άλλο που δεν έχει ακόμη όνομα...



Πηγή: cλοpy paste από τη θάλασσα του διαδυκτίου...

23/4/11

Απόψε βρέχει αστέρια...


Σβήνω το φως.
Κάθε βράδυ.
Και καπνίζω.
Περιμένω.
Από παράθυρο σε πόρτα.
Περπατώ.
Μεγάλες αποστάσεις.
Αλλάζω συνοδοιπόρους.
Από σκέψη σε σκέψη.
Συνομιλώ με όνειρα.
Και με χτυπήματα φλεβών.
Με την ανάμνηση του έρωτα.
Και ξενυχτώ.
Τον διακεκομμένο ύπνο
Των φιλενάδων μου.
Σβήνω το φως.
Και καπνίζω...

3/4/11

Το τραγούδι της Μοσχαρούλας Παραζητούλη


Aν ανοίξτ' ένα κουτάκι που η θάλασσα το βρέχει
κι αν θα βρείτε ένα λύκο που να τρώει κρουασάν,
το ρινόκερο που τρέχει όταν άλλοι περπατάν,
το λουκάνικο που στρίβει στη γωνία και πιστεύει
πως το σύννεφο θα γίνει παντελόνι που χορεύει
τότε πείτε: "είμαι κύμα, κιμάς και κιμωλία,
βαρόνος των ψαριών που ψάχνουν στην πλατεία
τους πρίγκηπες των άστρων που άρπαξαν φωτιά,
τα κίτρινα λουλούδια που γίναν βιολετιά,
κουνούπια που τσιμπάνε μία χοντρή μου θεία,
καρέκλες που μικραίνουν και γίνονται σα πλοία
και πέφτουνε στο πέλαγο που κυματίζει αργά

Αχ, αέρα, φύσα, φύσα, με φτερά από πεταλούδες,
λιγνά χελιδονόψαρα, πορτοκαλιές μαϊμούδες,
μήπως κι έρθει η βροχή τις τσέπες μου να βρέξει
που στέγνωσαν χωρίς πουλιά και, ποιός θα με γιατρέψει;

Aχ, αέρα, φύσα, φύσα, με φτερά από ανεζούλες,
ιπτάμενους ρινόκερους, κλαδιά 'πο νεραντζούλες,
μήπως κι έρθει η βροχή τα χέρια μου να βρέξει
που στέγνωσαν και κάτσιασαν, προσμένοντας να φέξει...

Αλλ' αν πείτε έτσι θά'ρθει εκείνο το μωρό
που ζεί μέσα στους λόφους και πίνει το νερό
μες το ψηλό ποτήρι που πλέει ο πινγκουίνος
μέσα σ' ένα σωσίβιο, λευκός σα νά'ναι κρίνος
και τότε, ξεκαρδίζεται της κότας το ζουμί
και λέει: "δε το ποτίσατε αυτό το γιασεμί,
γι αυτό και σταματήσανε της πόλης τα ρολόγια
γι αυτό το άσπρο ψάρι πλέει μέσα στα υπόγεια,
καθώς ισορροπεί πάνω σ' ένα πηρούνι,
δεινόσαυρων πατημασιές, σαύρες χωρίς πηγούνι...

Τί είπατε; Πώς είπατε; Πινγκ-Πονγκ; Μα, δε ταιριάζει!
Της σαύρας η πατημασιά πώς μπήκε μες το τσάι;
Ένα και τρία τέσσερα, κλιπ-κλαπ κι εγώ να τρέμω
και μπι και σι, πιστέψτε με, ούτε ήξερα, ούτε ξέρω...
Είμαι δω, είμαι κει, είμαι πού; Καλαμαζού!
Ντοκ σφυρίζω, ντοκ ελπίζω, έχασα το νου,
στης Μοσχαρούλας το λαιμό, τον παραπονεμένο,
η πόρτα κλείνει τρίζοντας, μα ΄γω πιά δω δε μένω!

Η μέδουσα πιό χαμηλά να φτάσει, και πιό κάτω,
στου κήπου σας το ήσυχο, το ασημένιο πιάτο,
εκεί που λιώνουνε αργά της πόλης οι κιθάρες
με ένα "πλινγκ", αφήνοντας δύο καμπύλες ζάρες
στης Μοσχαρούλας το λαιμό που ζει το σαλιγκάρι,
κοιτάζοντας στοχαστικά το άδειο το φεγγάρι

Αχ, νοτιαδάκι, φύσα με φτερά 'πο ανεζούλες,
ιπτάμενους ρινόκερους, κλαριά απο νεραντζούλες,
μήπως κι έρθει λίγο φως τις τσέπες μου να φέξει
που μούχλιασαν χωρίς πουλιά και, ποιός θα με προσέξει;

Πώς είπατε; Τί είπατε; Φλιπ-φλοπ, χοροπηδάει,
η σαύρα μες το τσάι μου γλυκά με πιτσιλάει...
Πλινγκ η χάντρα, φλουπ το ψάρι, η μέρα σκοτεινιάζει
και τρέχει, βρέχει, χάνεται κι όλο μας τραγουδάει
της Μοσχαρούλας το σκοπό, τον παραπονεμένο
και κλείν' η πόρτα τρίζοντας, μα 'γω πιά εδώ δε μένω!

* Του Κώστα Λαδόπουλου... όλα...

8/3/11

Γιατί οι καρδιές μας, δεν μας χωράνε πια...




















Το ραδιόφωνο έπαιζε λαικά της δεκαετίας του 60.

Σάββατο , απόκριες, και θάλεγες ότι γλέντι χωρίς λαικά της δεκαετίας του 60 δεν γίνεται.
Θυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια μέχρι τα 10.
Κάτοικος παράγκας, στην οδό Θράκης 21, στη παραγκούπολη της Παναγίτσας , στο Ταύρο.
Το σοκκάκι που χώριζε τις εξώπορτες ήταν δεν ήταν 1,5 μέτρο πλάτος.

Και ήταν ανίκανο βέβαια να απομονώσει τις οικογένειες που ζούσαν πίσω από τις εξώπορτες.

Η Τασούλα, η Μαρίτσα, η Σταυρούλα, ή Βάσω

Ηταν όλες μαζί ένα, μόνο το βράδυ οι ζωές χωρίζονταν, μόνο τότε που η κάθε οικογένεια πήγαινε για ύπνο.

Στη δική μας παράγκα, ο ύπνος ήταν ιεροτελεστία, είχε συγκεκριμένο τελετουργικό.
Θα τρώγαμε πριν τις 8, ο πατέρας έπρεπε να ξυπνήσει πρωι για να φύγει για τη δουλειά.
Στη συνέχεια, το Τελεφουνγκεν με τα δύο στρογγυλά κουμπιά και το φωτεινό καντράν στη μέση, θα έπιανε στις 8 ακριβώς, την εκπομπή με τα λαικά τραγούδια της Κολούμπια.

Μισή ώρα, με ένα διαφημιστικό στη μέση, αν θυμάμαι καλά, όλη η οικογένεια θα ακουγε τα λαικά, και ύστερα θα σβύνανε τα φώτα και ύπνο.

Εμαθα να μετράω μέχρι το οκτώ, μετρώντας τον αριθμό των τραγουδιών της εκπομπής!!!

Τις πιο πολλές φορές η ακρόαση δεν σταματούσε, γιατί ακούγαμε τα τραγούδια από την ταβέρνα στην απέναντι γωνία, την ταβέρνα του Κούλα.

Καμμιά φορά, αργότερα έμαθα ότι αυτή η φορά είχε να κάνει με το ύψος του μεροκάματου που έφερνε στο σπίτι ο κυρ Τάσος, τα τραγούδια έφερναν τη μάνα στο τσακίρ κέφι, και τότε, το μικρό δωμάτιο, που ήταν όλο το σπίτι, γινόνταν πίστα όπου το ζευγάρι χόρευε χασάπικο, ή ο πατέρας ζειμπέκικο.

Την άλλη μέρα, άρεσε στη μάνα να της λένε, τι έγινε Ανιώ πάλι γλέντι είχατε χτες;

Ολα σε κοινή θέα, όλα με ανοιχτές πόρτες, όλα με ανοιχτές καρδιές.
Μπορεί να υπήρχαν ζήλιες, κουτσομπολιά, λόγια, μα έλειπε παντελώς η κακία.

Το "αχ", ένωνε όλο το στενό στο προσκεφάλι του πονεμένου, το "δεν μπορώ" του ενός, γινόταν έγνοια της παραγκογειτονιάς.

Αργότερα πήγαινα και χάζευα το διαμέρισμα στη προσφυγική πολυκατοικία, που ήταν για μας, αλλά δεν μας το είχαν παραδώσει ακόμα.
Πολλά δωμάτια, πολυτέλεια, τρεχούμενο νερό , αποχέτευση, τουαλέτα, αποθήκη, ξεχωριστές κρεββατοκάμαρες, σαλόνι.
Ομως, τα παιχνίδια που έβρισκα, όταν κάποιος ανέβαινε και έφτιαχνε τα κεραμίδια της παράγκας, και πέταγε κάτω ό,τι εβρισκε, τα έχασα.

Δεν ξαναβρήκα σύρμα για να φτιάξω αυτοκινητάκι με τιμόνι συρμάτινο, δεν ξαναέβαλα το σεντόνι στα ξύλινα κάγκελα για να παίξω καραγκιόζη, δεν ξαναήρθε ο παπλωματάς, να χτυπήσει το μπαμπάκι και να ξανακάνει αφράτο το πάπλωμα, δεν ξαναθαύμασα τα κουτάλια που έμπαιναν μαύρα σε μία μικρή τρυπούλα στη φουφού του γανωματή γεμάτη υγρό κασσίτερο, και έβγαιναν γυαλιστερά γυαλιστερά σαν ασημένια.

Στη σημερινή βραδυνή βόλτα μου παρατήρησα τις μοναξιές των νέων, ανά δύο -τρεις, σε παρέες του ίδιου φύλου, να κυκλοφορούν πηγαίνοντας κάπου.

Που;;

Η διασκέδαση είναι μέσα μας.

ΚΑι τη βρίσκουμε στα πιο μικρά πράγματα.

Σ ένα κομμάτι φλούδα πεύκου, που το φτιάχνεις καραβάκι και το βάζεις να ταξιδεύει στο νερό που γεμίζει τον αναποδογυρισμένο πάτο των βαρελιών, που τα έχει αφήσει έξω ο ταβερνιάρης για να σφίξουν,

Σ ένα σύρμα που το κάνεις ρόδα και το τσουλάς μ ένα άλλο σύρμα κατάλληλα διαμορφωμένο,

Σ ενα παλιό ρουλεμάν που το κάνεις ρόδα για αυτοσχέδιο πατίνι.

Η διασκέδαση, η χαρά, η ικανοποίηση είναι μέσα μας.

Σ εκείνο το καμμάτι τηςκαρδιάς μας, που στις μέρες μας, το έχουμε γεμίσει κατάθλιψη.
Και όσο πιο καλύτερη η οικονομική μας κατάσταση, τόσο μεγαλύτερη η κατάθλιψη.
Αντικαταστήσαμε τις παράγκες- σπίτια με παράγκες - ζωές.
Μεγαλώσαμε τα σπίτια και μικρύναμε τις καρδιές μας.
ΚΑι τώρα που η οικονομική κατάσταση μας μικραίνει τα σπιτια,
δεν έχουμε που να κατοικήσουμε.

Γιατί οι καρδιές μας,
δεν μας χωράνε πια.

Ακούω ένα ακόμα λαικό.
( Γιατί θες να φύγεις που θα πας
αφού σ αγαπώ και μ αγαπάς
Γρηγορά θα πληγωθείς, θα γυρίσεις μα δεν θα με βρεις
Γιατί θες για πάντα να με χάσεις και πικρά
πολύ πικρά να κλάψεις ).

Χορεύω μόνος μου.

Ζειμπέκικο.

Πηγή: Hρακλής

21/2/11

Χώρα ποτέ



















Εν τω μεταξύ τίποτε δεν μπορούσε να περιορίσει αυτή τη χυδαία πληγή που ανέβαιναν τα μυρμήγκια και μαζεύονταν.
Αφηναν τα χειμωνιάτικα σημάδια τους που σαν αρρώστια όλο μεγάλωνε. Και απ' το στόμα της. Ερείπια έσταζαν σαν ποτάμια. Οσοι είχαν την ευθύνη του παρελθόντος της είχαν κρυφτεί.

Ξεπούλαγε αυτή η γριά γη την ήττα της σε δημοπρασία. Την έβγαζε στο παράθυρο και την έδειχνε με τα χαλασμένα δόντια της. Σαν δελτίο ειδήσεων ήταν με ματωμένο σεντόνι· η παρθενιά της είχε κοπεί. Αλλά μιλούσε χθές.

Και  μιλούσε με το στόμα όλων των λαών, γιατί σε αυτήν δεν είχε μείνει πια λαός, ο λαός που ήταν δεν ήταν δικός της, αυτός δεν μπορούσε να είναι άλλο ο δικός της λαός, ήταν ο μοναδικός λαός που ήταν λαός και της τον πήραν μέσα απ' τα χέρια, είχε φύγει στα βάθη της Ιστορίας και στα βάθη του κόσμου, αυτός ο κρεμασμένος λαός δεν είχε άλλο λαό, από αυτόν τον λαό δεν θα προέκυπτε κανείς λαός ποτέ, και έκανε απ' τα μάτια της να κυλάνε ερείπια.

Ήταν  καιρός τότε που σήμαινε να πεθάνει. Σαν ανάμνηση, και δεν χρειαζόταν. Αυτή η ουδέτερη γη είχε εξαντλήσει το μέρος της. Την είχαν εισβάλει.

Το σύνορό της είχε σκιστεί από ζάρες ανάκατες, τα πόδια της, παραμορφωμένα. Θα μπορούσε να τη συλλυπηθεί κανείς με το τρομαγμένο βλέμμα ενός ελαφιού. Αλλά εξακολουθούσε να χωρά σε άθλια δωμάτια χωρίς ντους.

Το σύνορό της δεν είχε νερό. Ηταν άνερο, άπλυτο, άυγρο. Λες και κάποιος είχε κλείσει από καιρό τη βάνα. Σαν να ήθελε να πεθάνει από τη δίψα το σύνορο και να σκάσει με αυτόν τον θόρυβο που θα ακουστεί.

Έτσι  σκισμένη θα επέβλεπε την έρευνα για τον θάνατό της. Τον αντιμετώπιζε σαν εξ αίματος αμαρτία. Και σαν περίεργη προπατορική δέσμευση. Θα μιλούσε χθες χωρίς λέξεις. Μόνο χθες είχε.

«Τα κράτη είναι κινητά. Ο καθένας παίρνει το δικό του μαζί και ζητάει διόδια. Ολοι μεταναστεύουν, όλοι υψώνουν σημαίες. Σε όλο τον κόσμο. Τα παιδιά τους ήδη κουνούν τις κουδουνίστρες τους και σέρνουν τη βρομιά τους σε κύκλους».1

Αυτή  η κορδωμένη γη έχασε το περιεχόμενο της φωνής της και ανοιγοκλείνει τώρα το στόμα της· έγινε βωβός κινηματογράφος. Την δαπάνησαν με ωμότητα και κάθεται στα σκαλάκια γυμνή, στο μαρμάρινο προαύλιο του πρώην πολιτισμού της. Με την κρύα απουσία του σώματος. Και καπνίζει.

Καμιά φορά πνίγεται από την ιστορία. Η ιστορία τής κάθεται στον λαιμό, βγάζει έναν βήχα μαρμάρινο, όλες οι ιστορίες κάθονται στον λαιμό όλων των χωρών και κρυώνουν. Εχουν κλείσει όλες οι αναπνευστικές δίοδοι. Βλέπεις τα γουρλωμένα μάτια. Το αίμα παντού.

Η χώρα που ψάχνει τη χώρα. Οχι χώρα. Χώρα ποτέ.

1. Wim Wenders - Peter Handke, Τα φτερά του έρωτα

Σταύρος Σταυρόπουλος

11/2/11

Iστορίες για να σκεφτόμαστε διαφορετικά...

Από τους αγνότερους εκπροσώπους μιας γενιάς που οραματίστηκε το θρίαμβο του σοσιαλισμού επί της βαρβαρότητας, ξαπόστειλε θαρραλέα το ωραίο όνειρο όταν αποδείχτηκε εφιάλτης, αφήνοντας τις «κόκκινες» πολιτείες για τις «πράσινες». H ολιστική οικολογία και τα εναλλακτικά δίκτυα κοινωνικής οργάνωσης είναι, λέει, η μόνη μας βιώσιμη ελπίδα απέναντι στον «χρηματιστηριακό ιμπεριαλισμό» που σαρώνει τον πλανήτη. Και, πάνω απ’ όλα, ο έρωτας – «πολιτισμό και προϋπόθεση ελευθερίας» τον χαρακτηρίζει, κι αν τον ακούσεις να μιλά γι’ αυτόν μαγεύεσαι.

Εμφύλιος, φυλακές, βασανιστήρια, αγώνες, διώξεις, εξορίες... Μια ζωή σαν παραμύθι, κι όμως, εντελώς πραγματική, αποτυπωμένη σε κάθε ρυτίδα του προσώπου αυτού του λεβεντάνθρωπου. Σήμερα, στα ογδόντα τόσα χρόνια του, ο συγγραφέας του «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» και του «Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;» παραμένει μαχητής («Δεν άλλαξα το σύστημα, αλλά ούτε εκείνο θα με αλλάξει»), εξακολουθεί να γράφει, αν και αναρωτιέται πού να τοποθετήσει τους ήρωές του «αφού θα κινδυνεύουν διαρκώς με σύλληψη, ξύλο ή απέλαση!», και μένει σε ένα νοικοκυρεμένο αγρόκτημα στο Μικροχώρι Καπανδριτίου απ’ όπου δίνει, λέει, «την ύστατη μάχη της ζωής του». Δεν κατεβαίνει Αθήνα, δεν έχει καν Internet –κι όμως, στη σελίδα που του έφτιαξαν στο facebook «μετρά» πολυάριθμους «φίλους»!– και μοιράζεται τις μέρες του με τη Ρηνιώ, τα βιβλία, τα δέντρα και τα δυο σκυλιά του: η καλύτερη πατρίδα για έναν αληθινό «σύντροφο».

Το 2010 βρήκε μια Ελλάδα χρεοκοπημένη, στο έλεος της Κομισιόν, του ΔΝΤ και των διεθνών αγορών. Περιμένατε, αλήθεια, μια τέτοια εξέλιξη;
Όχι, βέβαια. Το ίδιο, νομίζω, ισχύει και για τον μέσο Έλληνα. Η κοινωνία όλη έπαθε εγκεφαλικό... Στην εποχή, βλέπετε, του καταιγισμού της πληροφορίας ο πολίτης παραμένει τραγικά απληροφόρητος. Και… καλά αυτός, οι τύποι που ορκίστηκαν να υπερασπιστούν τα συμφέροντα της χώρας και του λαού της τι διάολο κάνανε τόσα χρόνια; Ή είναι παντελώς ανίκανοι ή πράκτορες ξένων συμφερόντων. Ολόκληρο το πολιτικό σύστημα - κυβέρνηση, κόμματα συνδικάτα...

Δεν φέρει, όμως, κι ο μέσος Έλληνας μια κάποια ευθύνη;
Φυσικά, στο βαθμό που ανέχτηκε κι εκμεταλλεύτηκε κάποιες καταστάσεις. Αλλά, καθώς είπα, υπήρξε και απληροφόρητος. Χάρη στην κρίση αντιληφθήκαμε επιτέλους ότι περάσαμε στο χρηματιστηριακό στάδιο του καπιταλισμού. Βρισκόμαστε μπροστά σε πολλές δικτατορίες. Ένας χρηματιστηριακός ιμπεριαλισμός σαρώνει τον πλανήτη. Και δεν παράγει πλούτο (παρά μόνο για τους λίγους), παράγει όμως «φούσκες». Η τοκογλυφία καθορίζει τη μοίρα λαών, αλλάζει κυβερνήσεις, κλέβει πόρους.

Ακούγεστε απαισιόδοξος.
Είμαι, διότι βλέπω, δυστυχώς, να τρεμοσβήνει η σπίθα που μεταμορφώνει τον άνθρωπο από σκλάβο σε επαναστάτη, από οπαδό σε πολίτη. Στην εποχή μου η εξουσία ασκούσε βία στο κορμί μας. Σήμερα κάνει «λοβοτομή», μας καθιστά άβουλα αντικείμενα παραγωγής και κατανάλωσης προϊόντων. Την οποία κατανάλωση βεβαίως προωθεί η διαφήμιση, ένα καρκίνωμα που καβαλά σε κάθε δημιουργία τσαλαπατώντας την ανθρώπινη σκέψη. Ένα παρασιτικό, χυδαίο φαινόμενο, που ουδείς ενοχλείται γιατί κρατά απ’ το λαιμό τα ΜΜΕ.

Δηλαδή, δεν υπάρχει ελπίδα;
Καμιά χώρα σήμερα δεν μπορεί να ονειρεύεται ένα ελεύθερο μέλλον. Πώς να πείσεις την Τουρκία, π.χ., να μη χτίσει πυρηνικά εργοστάσια που σε περίπτωση ατυχήματος θα κάνουν όλους τους γείτονές της «ραδιενεργούς»; Και μην ακούτε τα περί ασφαλούς πυρηνικής ενέργειας, κολοκύθια στο πάτερο είναι! Ή πώς να πείσεις την BP να μην κάνει γεωτρήσεις στον Κόλπο του Μεξικού, όταν το μόνο που τη νοιάζει είναι πόσα σεντς θα κοστίσει την ώρα η αποκατάσταση της τεράστιας διαρροής; Η κοινωνία, βεβαίως, μεταβάλλεται – και μέσα στην κρίση η σπίθα που λέγαμε μπορεί να γίνει φλόγα, ανεβάζοντας το λαό στο επίπεδο της ιστορικής του συνείδησης. Έτσι, ναι, ίσως υπάρξει ελπίδα. Από πεφωτισμένους ηγέτες και σωτήρες χορτάσαμε!

Τι να κάνουμε με το χρέος της χώρας, να το πληρώσουμε ή όχι;
Δεν ξέρω, δεν είμαι οικονομολόγος. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, χρειάζεται να αλλάξουμε. Να αποσυμφορήσουμε την Αθήνα, να τονώσουμε την επαρχία, να ξαναβρούμε τις αξίες τού ευ ζην, να στραφούμε σε άλλες μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Ήδη ακούω για πρωτοβουλίες νέων αγροτών στη Θεσσαλία και αλλού, που έχουν καταργήσει το χρήμα κι ανταλλάζουν προϊόντα και υπηρεσίες.

«Η αστική δημοκρατία είναι ένας σκελετός» είχατε πει. Υπάρχει, όμως, αξιόπιστη εναλλακτική;
Κοιτάξτε, το σύστημα δεν ανατρέπεται συνολικά. Σπάει, όμως, σε μικρά κομμάτια κι έτσι μπορεί να το ελέγξουμε. Το πρόβλημα δεν είναι να κατακτήσουμε πολλές μικρές ελευθερίες, όπως έλεγε ο Μαρκούζε, αλλά να ανατρέψουμε κατ’ αρχήν το κομμάτι του συστήματος που έχουμε εσωτερικεύσει. Μόνη διέξοδος είναι η ολιστική οικολογική σκέψη, φιλοσοφία, συμπεριφορά. Η πραγματική οικολογία καταργεί την εξουσία, προωθεί την άμεση δημοκρατία, την αποκέντρωση, τις μικρές αλληλέγγυες κοινότητες, την εναλλακτική τεχνολογία.

Με τους έλληνες Πράσινους έχετε επαφές;
Είχα, αλλά διαφωνούμε – γιατί η οικολογία, πιστεύω, αξίζει μόνον ως αυθόρμητο κίνημα, διαφορετικά ενσωματώνεται στο σύστημα. Καλός ο ακτιβισμός, αλλά δεν αρκεί. Χρειάζεται να γίνει τρόπος σκέψης και ζωής του καθενός. Και, κατ’ αρχήν, οικολογία και ανθρωποκεντρισμός δεν συμβιβάζονται.

Η Αριστερά;
Δεν ξέρω τι σημαίνει πια Αριστερά. Οι ταμπέλες; Τα λάβαρα; Η Αριστερά που γνώρισα πάλευε με τον πολιτισμό και, όταν χρειάστηκε, με το τουφέκι. Πάλευε, έστω, με τα λάθη της. Σήμερα, όμως, δεν παράγει τίποτε. Στον Συνασπισμό τριάντα χρόνια τώρα σκοτώνονται – ξεφτίλα. Στο ΚΚΕ βγαίνει η Αλέκα και μιλά λες και διαβάζει έκθεση της β’ λυκείου...

Έχουμε, όμως, ακόμα «αντάρτικο» – πόλεων...
Το «αντάρτικο» αυτό, η τρομοκρατία που λέμε, πιθανόν να χρησιμοποιείται από κάποιους κύκλους, πιθανόν να είναι απλώς κάποια τρελόπαιδα – δεν εννοώ, βέβαια, τους δολοφόνους. Αλλά δεν είμαστε στον 19ο αιώνα. Αν είστε μάγκες, αντί να σπάτε βιτρίνες και να βάζετε γκαζάκια, κατακτήστε την τεχνολογία, σπάστε τους κωδικούς των τραπεζών και μοιράστε τα λεφτά στον κόσμο.

Είπατε κάποτε «ευτυχώς που δεν νικήσαμε», αναφερόμενος στον Εμφύλιο.
Ναι, γιατί αλλιώς θα ήμασταν πολλές δεκαετίες πίσω – και όσοι σκεφτόμαστε διαφορετικά θα βλέπαμε τα ραδίκια ανάποδα! Θυμάμαι τους καθοδηγητές… καθίκια σκέτα. Αυτοί υπουργοί; Θεός φυλάξοι!

«Ο έρωτας είναι το πιο προσωπικό καταφύγιο του ανθρώπου, η πιο απελευθερωτική του διαδικασία» έχετε πει. Θα μας έσωζε, πιστεύετε, ο έρωτας;
Στα χρόνια της χολέρας πού να τον βρεις τον έρωτα! Σεξ βρίσκεις άφθονο, πορνό επίσης, έρωτα όμως... Ο άνθρωπος γίνεται μονοσήμαντος, αποσυναισθηματοποιείται, αποξηραίνεται εσωτερικά από το άγχος μιας βάρβαρης, ανήθικης πραγματικότητας. Το σύστημα καθαγιάζει τη βία και τον πόλεμο και ενοχοποιεί τον έρωτα, τη φωτιά της ζωής… έγραφε ο Μπορίς Βιάν. Είναι, βλέπεις, αντιπαραγωγικός και δυνάμει ανατρεπτικός. Η σεξουαλική απελευθέρωση κατάντησε ένα καταναλωτικό αλισβερίσι, το σεξ έγινε εμπόρευμα, όπως και η αμφισβήτηση – δες τον Τσε...

Ελάχιστοι παλιοί αριστεροί ύμνησαν τον έρωτα όπως εσείς. Είχατε «τολμήσει» να μιλήσετε ακόμα και στο περιοδικό «Κράξιμο» της τραβεστί Πάολας...
Ναι, υπήρξαν εποχές που η Αριστερά υπήρξε συντηρητική, σεμνότυφη. Εγώ δεν έγινα κομπλεξικός, γιατί από μικρό με αγαπούσαν οι γυναίκες! Με τη Ρηνιώ είμαστε μαζί 47 χρόνια κι ακόμα αγαπιόμαστε. Ούτε χαλιόμουνα ποτέ με το πώς τη βρίσκει ο καθένας, ο έρωτας είναι παντού και πάντα ίδιος. Ο ερωτευμένος ανθίζει, μεταβάλλεται, ο έρωτας είναι πολιτισμός και προϋπόθεση ελευθερίας, θέλει όμως χώρο σε μυαλό και ψυχή για να υπάρξει.

Τι σας κράτησε, αλήθεια, ζωντανό τα χρόνια της φυλακής;
Η πεποίθηση ότι συμμετείχα σε ένα παγκόσμιο όνειρο. Νομίζαμε πως πλάθαμε ιστορία. Ήμασταν πλούσιοι σε ψευδαισθήσεις, βλέπαμε ακόμα και τους βασανιστές με επιείκεια. Αυτή η ιδεολογία ως άρωμα ενός νέου κόσμου με κράτησε άνθρωπο. Δίχως κακία, δίχως μίσος, αλλά με κάποια σοφία, που ωστόσο μοιάζει άχρηστη πλέον... Γι’ αυτό και απελπίζομαι βλέποντας σημερινά παιδιά να αντιγράφουν πολιτικά τη γενιά μου – μα τίποτα καινούργιο δεν υπάρχει;

Δορυφόροι-κατάσκοποι, συστήματα παρακολούθησης, κάμερες παντού... Βαδίζουμε, λέτε, σε μια κοινωνία οργουελιανή;
Μα έχουμε ξεπεράσει ήδη τον Όργουελ. Ο Χάξλεϊ ακούγεται πιο προχωρημένος, γιατί στη δική του δυστοπία τα βιβλία δεν καίγονται – απλώς δεν ενδιαφέρουν πια τους ανθρώπους.

Με την επίσημη πολιτική δεν ασχολείστε πια;
Όχι, αλλά μήτε έχω αποσυρθεί, όπως με αγένεια μου είπαν κάποτε. Δίνω πλέον την ύστατη μάχη μου. Δεν κατάφερα να αλλάξω το σύστημα, όμως δεν θα επιτρέψω ούτε σ’ αυτό να με αλλάξει. Με ρωτούν άλλοτε πώς αντέχω τη μοναξιά εδώ στο χωριό. Θρασύτατη ερώτηση – η πραγματική μοναξιά είναι στις πόλεις!

Έχω τη Ρηνιώ, τους φίλους, τα σκυλιά μου, τα δέντρα και μια κόλλα χαρτί που μπορεί να σε ανοίξει σε περιπέτειες που δεν φαντάζεσαι...

Πηγή: cλοpy paste από τη θάλασσα του διαδυκτίου...

28/1/11

Παγωτό νεράντζι...



Χειμερινή σπεσιαλιτέ. Σερβίρεται κατευθείαν από το δέντρο...



Πηγή: O σκύλος της Βάγια Κάλντα

26/1/11

«Πες μας τι έκανες σ' αυτή τη γη»


«Ζούμε σ’ ένα κόσμο απάνθρωπο, όπου τα πάντα πουλιόνται και αγοράζονται. Ακόμα και η τέχνη και οι δημιουργοί. Κι έρχεται μια κορυφαία στιγμή στην καριέρα σου όπου πρέπει ν’ αποφασίσεις: με τις πολυεθνικές, να γράφεις κατά παραγγελία και να γίνεσαι εμπόρευμα στα χέρια τους ή περιθώριο, να γράφεις με το αίμα της καρδιάς σου και να τραγουδάς τα ντέρτια σου και τους καημούς σου; 

Χίλιες φορές περιθώριο...»


Κάποτε υπήρχε ένα λεωφορείο που έφευγε από την Πλατεία Συντάγματος και κατέληγε στην Αμφιθέα και το Παλαιό Φάληρο. Όταν ήμασταν μικροί, η διαδρομή φάνταζε σχεδόν εξωτική, ολάκερο ταξίδι σε άλλους τόπους μακρινούς.

Το λεωφορείο ήταν το «32».
Πρέπει λοιπόν που λέτε, να ήταν προς τα τέλη του Αυγούστου. Είχε ζέστη και ήμουν στη στάση του 32 στο Σύνταγμα. Στο ένα μου χέρι, κρατούσα 1-2 τεύχη του περιοδικού Φιλμ που εξέδιδε τότε ο καλός κινηματογραφιστής Θανάσης Ρεντζής. Το περιοδικό, που έβγαινε κάθε δυο τρεις μήνες ήταν χοντρό σαν βιβλίο και στις σελίδες του άνοιγες τα μάτια σου σε θαυμαστούς κόσμους του τότε στρατευμένου κινηματογράφου τόσο της Ευρώπης όσο και της Νότιας Αμερικής. Και ταυτόχρονα σπουδαία κείμενα για την Αισθητική της εικόνας. Με μάγευε.

«Καλό περιοδικό, σπουδαία προσπάθεια. Σ’ αρέσει;»

Ακούστηκε η φωνή, λίγο βραχνή αλλά πάντως με εξαιρετική καθαρότητα στην εκφορά του λόγου.

Γύρισα, και είδα έναν άνδρα που στηρίζονταν σε δύο πατερίτσες, φορούσε κάτι μεγάλα γυαλιά με μαύρο κοκάλινο σκελετό, είχε μακριά μαλλιά τελείως ατίθασα και, θυμάμαι ακόμα το πουκάμισο του ανοιχτού πράσινου χρώματος-σκέφτηκα πως δεν μου άρεσε το χρώμα. Στη μασχάλη του είχε σφιγμένα πολλά χαρτιά, πεντάγραμμα νότες και στιχάκια σκαλισμένα με μολύβι.

Πιάσαμε την κουβέντα. Δηλαδή, τι πιάσαμε την κουβέντα, μισή λέξη έλεγα, με διακόσιες απαντούσε.
Του άρεσε να μιλάει του άρεσε να «μεταδίδει» τα όσα ήξερε και, όλα τα έλεγε σαν να διηγιόνταν παραμύθια μόνο που, δεν έλεγε παραμύθια.
Ταξιδέψαμε μαζί όλη τη διαδρομή, γύρω στα 40 λεπτά τότε, κατέβηκε κάπου στην Αμφιθέα, αφού πρώτα φρόντισε να μου δώσει ένα χαρτί με σημειωμένη τη διεύθυνση της μπουάτ που θα έπαιζε από τα τέλη Οκτωβρίου και θα έπαιζε τα αγαπημένα του Αντάρτικα. Στην οδό Κυδαθηναίων.

«Αν ήξερα εγγλέζικα» –μου είπε-« θα έπαιζα και τραγούδια του Johnny Cash-τον ξέρεις;»

Δεν τον ήξερα τότε.
-Καλά, θα σου πω την άλλη φορά. Πάνο Τζαβέλα με λένε.

Πράγματι, μετά από μερικές βδομάδες, καθώς ήμουν πάλι στο 32 και ως συνήθως κάτι διάβαζα, ίσως κάποιο τεύχος του Φιλμ, τσουπ, νάτος, ανεβαίνει τα σκαλοπατάκια του λεωφορείου.
Είχε αναπτύξει μία εξαιρετική άνεση με τις πατερίτσες του, ήταν πια μία σχεδόν φυσική προέκταση του τραυματισμένου του κορμιού.

Νεαρός ακόμα ο Τζαβέλας, ζούσε στην πατρίδα του την Κοζάνη όταν ξέσπασε ο Β Πόλεμος και πρώτα μπαίνει στις τάξεις της ΕΠΟΝ και λίγο μετά στον ΕΛΑΣ με τον οποίο βγήκε στα βουνά, στο Αντάρτικο. Εκεί τραυματίστηκε άσχημα, με αποτέλεσμα να χάσει το δεξί του πόδι.

Η συνέχεια ξετυλίγεται με μία αρκετά μακρά περιοδεία στις φυλακές και τους τόπους εξορίας της Ελληνικής Επικράτειας, μέχρι που, βαριά άρρωστος με την ασθένεια του Burgen, καταλήγει στη Σοβιετική Ένωση για θεραπεία. Εκεί όμως, όχι μόνο ακολουθεί τη θεραπεία αλλά πραγματοποιεί το όνειρό του. Σπουδάζει μουσική και μάλιστα γνωρίζει και συνδέεται με τον μεγάλο Ντιμίτρι Σοστακόβιτς.

Το 1965 επιστρέφει στην πατρίδα προσπαθεί για λίγο να υπάρξει ως μουσικός αλλά μόλις η Ελλάδα μπαίνει στον γύψο της στρατιωτικής συμμορίας των συνταγματαρχών ξαναμπαίνει φυλακή. Τον αφήνουν ελεύθερο υποχρεωτικά το 1971 γιατί κινδύνευε να τους μείνει στα χέρια λόγω της υγείας του που ήταν σε κακή κατάσταση.

Τότε είναι, που ο Τζαβέλας άρχισε να παίζει στην Πλάκα, σε μικρές μπουάτ κάνοντας ένα απίστευτο κρυφτούλι με τις αρχές, ακροβατώντας διαρκώς στο πρόγραμμα που παρουσίαζε μεταξύ απαγορευμένων και μη τραγουδιών.

Σαν η χούντα πνίγηκε στο αίμα της Κύπρου και κατέρρευσε, ο Πάνος αποφάσισε να φτιάξει ένα οριστικό λημέρι, ένα ταμπούρι στο οποίο θα έμενε πιστός μέχρι τέλους για να τραγουδά τα τραγούδια του και να θυμίζει τον αγώνα στα βουνά.

Συναντηθήκαμε πολλές φορές.

Στο λεωφορείο τυχαία, στο καφενείου του Πετράκου στην Αγίου Αλεξάνδρου στο Φάληρο, στην Κυδαθηναίων στην Πλάκα.

Του άρεσε να είναι διαρκώς με νέους ανθρώπους.
Είχε πάθος να μιλάει να μεταλαμπαδεύει, να μεταβιβάζει όσο είναι δυνατό την εμπειρία του και είχε ένα τεράστιο χάρισμα: Δεν ήταν ποτέ, «διδακτικός». Δεν νουθετούσε.
Μετέφερε αβίαστα τις Αλήθειες του με τον ίδιο τρόπο που στη μπουάτ του ξεκινούσε να παίζει στις 8 και πολλές φορές έκανε και δύο και τρεις παραστάσεις τραγουδώντας ακατάπαυστα μέχρι τα ξημερώματα.

Αλλά, υπήρξαν κάποιες φορές -αλησμόνητες- που με παρέες του Φαλήρου και όχι μόνο βρεθήκαμε στην αμμουδιά του Μπάτη στην παραλία εξοπλισμένοι με τις κιθάρες.
Τότε, αφού με τον ίδιο πάντα ενθουσιασμό έλεγε τα Αντάρτικα-γιατί ο Τζαβέλας, δεν έκανε “παράσταση” ποτέ, δεν έκανε performance, μου είχε ζητήσει 2-3 φορές να πω τα “εγγλέζικα”.
Με το «εγγλέζικα» εννοούσε τα τραγούδια του Bob Dylan που και αυτόν τον αγαπούσε πολύ.
Πρέπει να ήταν γύρω στο 79, εγώ γύρω στα 22, ο Τζαβέλλας 50 κάτι. (όσο εγώ τώρα…)

Έτσι, έπιανα την κιθάρα βόλευα κατευθείαν τα δάχτυλα μου στην πρώτη συγχορδία , ντο ματζόρε, για να πούμε το κλασικό Blow in the wind…the answer my friend is blowing in the wind…και επειδή δεν ήθελε να λέει τις λέξεις για να μην φανεί η προφορά –δεν ήξερε εγγλέζικα είπαμε- έκανε ωραία φωνητικά με φωνήεντα και ωραία βραχνά σχεδόν μπλουζίστικα «μμμ».

Από τον Τζαβέλα, έμαθα τότε και τον Woody Guthrie

Μετά, χαθήκαμε τελείως. Τον είδα μια φορά, από μακριά αρκετά χρόνια αργότερα, έμοιαζε απείραχτος από τον χρόνο, με την ίδια δεξιοτεχνία στις πατερίτσες και ωστόσο σα να είχε ξεκινήσει η ύφανση ενός ίσκιου πάνω από την κεφαλή του, του ίσκιου των ερωτηματικών και της αμφιβολίας.
Εκείνου του ίσκιου ή της ομίχλης που αποκτούμε οι άνθρωποι όταν αρχίζουμε να νιώθουμε σαν πλάσματα μιας άλλης εποχής που έχει περάσει ανεπίστρεπτη.
Μπορεί να κάνω και λάθος αλλά αυτή ήταν η αίσθηση.

Ποτέ του στην πραγματικότητα δεν εντάχθηκε σε τίποτα πέρα από τις αξίες του. Φύση ατίθαση έμεινε έξω από τις στενές κομματικές γραμμές επιλέγοντας να υπηρετεί την Αριστερά έτσι όπως την εννόησε εκείνος σαν δύναμη απελευθέρωσης των ανθρώπων από όλα τα δεσμά και όχι μόνο τα «δεξιά» ήταν ωστόσο κοντά στον Συνασπισμό ενεργά.

Ηταν ο αντιπροσωπευτικός ερμηνευτής των αντάρτικων τραγουδιών, μερικά από τα οποία είχε γράψει ο ίδιος - τα είχε ζήσει άλλωστε.
Αγωνιστής της Αντίστασης, με φυλακές, εξορίες, θανατικές καταδίκες και αναπηρία -πάει το δεξί του πόδι- στον Εμφύλιο. Αυθεντικός εκπρόσωπος των ταραγμένων εκείνων εποχών, που εξέφραζε -και- με την τέχνη του. Ανθεκτικό κατάλοιπο, οι δίσκοι που άφησε με τη φωνή του.

Είναι ο Πάνος Τζαβέλλας, που «έφυγε» πριν από δύο χρόνια (27 Ιανουαρίου 2009) στα 84 του. Γεννημένος στην Κοζάνη, γεμάτος όνειρα κι ελπίδες, όπως όλα τα παιδιά του κόσμου, αγαπούσε το τραγούδι, το γέλιο, τη χαρά, τον έρωτα, την ανέμελη ζωή, ώσπου, γράφει στο βιβλίο του «Αντάρτικο - Ροκ» (εκδ. «Ελεύθερος Διάλογος», 1992): «Ηρθαν φασίστες κατακτητές, Γερμανοί, Ιταλοί, Βούλγαροι και πάτησαν τη γη μας. Κατοχή, πείνα, στρατόπεδα συγκέντρωσης, εκτελέσεις. Παρατήσαμε τις κιθάρες και τα τραγούδια και αδράξαμε τα όπλα και τους τηλεβόες. Παιχνίδι καθημερινό με το θάνατο. Παρανομία, αντάρτικο, κακουχίες. Μες στη φωτιά του αγώνα αντρωθήκαμε. Η γενιά μου είναι η γενιά της Εθνικής Αντίστασης 1941-1945».

Ποια απελευθέρωση;

Ηρθε η απελευθέρωση, αλλά όχι και η ειρηνική ζωή. Αγγλοαμερικανοί, ταγματασφαλίτες, δωσίλογοι, μαυραγορίτες «εξαπόλυσαν πογκρόμ ενάντια στο λαό. Καίνε, βιάζουν, βασανίζουν, δολοφονούν. Θέλουν να εξαφανίσουν ό,τι θυμίζει την Εθνική Αντίσταση». Για τους διωκόμενους, αναγκαστικά, ο δρόμος, ξανά, στο βουνό. Μαζί τους και ο Πάνος, ώς την ήττα.

«Στις φυλακές έπεσα νωρίς, από το 1945. Τις καταδίκες όμως σε θάνατο τις άρπαξα όταν πιάστηκα βαριά τραυματισμένος σαν αντάρτης στο Δημοκρατικό Στρατό τον Ιούλη του 1949». Γλίτωσε την εκτέλεση, αλλά όχι τα δεινά και τις κακουχίες».

«Είναι η εποχή του Μίκη και του Μάνου. Το τραγούδι τους, γνήσια λαϊκό, συνεπαίρνει καρδιές και συνειδήσεις. Είναι μιας άλλης ποιότητας. Λίγο αργότερα εμφανίζεται το Νέο Κύμα, που εκφράζει τους νέους. Βρίσκομαι σ' έναν καινούργιο κόσμο. Κούτσα κούτσα αρχίζω να κατεβαίνω στα υπόγεια καπηλειά κι εκεί, σε μια γωνιά, παίζω την κιθάρα μου για ένα πιάτο φαΐ».

Αλλά πάνω που είχε αρχίσει να βγάζει κάτι, ενσκήπτει η χούντα - οπότε ξανά στον αγώνα: «1968. Στο αρχηγείο της Ασφάλειας, στη Νέα Ιωνία. Μια νύχτα. Μ' έχουν λιανίσει στα βασανιστήρια. Καταξεσκισμένο το κορμί μου, από παντού να τρέχουν αίματα». Αρπάζει είκοσι χρόνια για την αντιδικτατορική του δράση και διαβιώνει στις φυλακές Αβέρωφ και Κορυδαλλού. Ώσπου το 1971 αποφυλακίζεται προσωρινά, «λόγω ανηκέστου βλάβης». Υπηρετώντας τον άνθρωπο.

Δουλεύει σε καμπαρέ, ταβέρνες, σκυλάδικα, σε κάθε είδους στέκια. Γνωρίζεται με τον Μάνο Λοΐζο και τον Χρήστο Λεοντή και ανεβαίνει στις μπουάτ της Πλάκας: «Το τραγούδι μας έπεσε σαν βροχή σε καψαλισμένη γη». Εκεί ακούγονται και τα πρώτα του τραγούδια, εκεί και το διαχρονικό «Κυρ Παντελής».

Με την πτώση της χούντας περνάει στο στοιχείο του, στα αντάρτικα: «Ηταν μια ιστορική στιγμή και μια ευκαιρία να ενώσουμε μέσα από τα τραγούδια της Εθνικής Αντίστασης ξανά το λαό. Τι έκαναν οι ηγέτες του κόμματός μου; Κομμένοι στα δύο, ο ένας προσπαθούσε να βγάλει τα μάτια του άλλου. Ετσι η ιστορική στιγμή χάθηκε...».

Το αντάρτικο τραγούδι κυριαρχεί στην Πλάκα, με τον Πάνο στη «Λήδρα», στο στοιχείο του. Και τα πλήθη, νέοι κυρίως, να τραγουδάνε μαζί του. Τραγούδι με περιεχόμενο, αλλά και με ποιότητα: «Κάθε ευσυνείδητη ενέργεια του ανθρώπου είναι πράξη πολιτική. Ετσι και το τραγούδι. Όμως επειδή το τραγούδι είναι έργο τέχνης κρίνεται με μέτρα καλλιτεχνικά κι όχι πολιτικά (...). Ο συνθέτης λοιπόν πρέπει να κρίνεται με βάση την ποιότητα του έργου και όχι με τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Γι' αυτό βλέπουμε δεξιούς συνθέτες-καλλιτέχνες να είναι με το έργο τους προοδευτικοί, ενώ το αντίθετο συμβαίνει με προοδευτικούς, πολιτικά, καλλιτέχνες, όταν το έργο τους είναι ευτελές. Γίνονται αντιδραστικοί (...). Ο καλλιτέχνης δεν υπηρετεί το κόμμα. Υπηρετεί τον άνθρωπο».

Παρ' όλες τις δοκιμασίες του, ο Τζαβέλλας διέθετε αρκετά αποθέματα αισιοδοξίας - γι' αυτό άλλωστε κι επέζησε: «Στον αγώνα καταθέσαμε τη ζωή μας γιατί ονειρευτήκαμε έναν κόσμο της Αδελφοσύνης, της Δημιουργίας, της Χαράς». Γι' αυτό και μέμφεται ανθρωπάκους όπως ο κυρ Παντελής, που νοιάζονται αποκλειστικά και μόνο για τον εαυτούλη τους, χωρίς να σκέφτονται αυτούς που έδωσαν τη ζωή τους, «να γίνει τ' όνειρο φέτα ψωμί». «Κι εσύ τι έκανες κυρ Παντελή / Πες μας τι έκανες σ' αυτή τη γη / Πες μας τι άφησες κληρονομιά / Που να εμπνέει τη νέα γενιά».

Πρέπει να νιώθουμε τυχεροί που υπήρξε, κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 70 που άφησε πάνω μας κάποια λιθαράκια κυρίως μέσα από το τι ήταν ο ίδιος σαν προσωπικότητα. Απόλυτα Αληθινός και Ηθικός μακριά από τις ορδές των νεοελλήνων.

Καταδικασμένος τρεις φορές σε θάνατο αναχώρησε όταν το βιβλίο της ζωής του έκλεισε γεμάτο με κεφάλαια που το κάθε ένα του είναι και ένα δείγμα ζωής , αγώνα και συνέπειας.



Πηγές:  "Ο Πάνος Τζαβέλλας των αντάρτικων" του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΙΩΝΗ και "Ο Πάνος Τζαβέλας και η συνάντηση με τον Γιώργο Πήττα" (κείμενο Γιώργος Πήττας).

23/1/11

Τα μεγάλα κορίτσια δεν κλαίνε...


Για σένα που απορείς, για σένα που θυμώνεις μαζί μου, θα ήθελα να πω ότι μπορεί να είναι κι έτσι όπως το λες.

Mπορεί να υπήρξα άβουλη. Ίσως και αθώα. Ίσως να είμαι πράγματι μια γυναίκα μπαρόκ. Mπορεί να πίστεψα αβασάνιστα τις κοινότοπες συνταγές ευτυχίας, απλώς επειδή ήθελα απελπισμένα να πιστέψω.

Δε μετανιώνω για ό,τι πρόσφερα, ούτε και για τα άλλα μετανιώνω. Kάθε πράξη έχει κι ένα τίμημα. Eγώ η ίδια χάλκεψα τις αλυσίδες μου. Nαι. Ξέρω πως ίσως έπρεπε να είχα σκίσει μόνη μου τη σελίδα της ζωής μου που γράφει «πρόλογος» πριν ξεκινήσω το πρώτο κεφάλαιο. Θα 'ταν μια πράξη ηρωική, όπως λες κι εσύ.

Πού χαθήκαμε; Σε ποια στροφή, τίνος σκοτεινού δρόμου;
Για κοίτα, έξω απ' το παράθυρο ο ουρανός ξαστέρωσε.

H μέρα μεγαλώνει και -τι περίεργο!- σαν να μου φαίνεται πως από μακριά ακούγεται ένα μεθυστικό τραγούδι, όπως εκείνα τα μακρόσυρτα, όλο προσμονή και υπόσχεση τραγούδια, που τραγουδούν τα βράδια στην έρημο οι καμηλιέρηδες.

ΛΙΒΑΝΟΥ ΜΠΕΣΣΗ

20/1/11

Αυτό που βλέπεις να έρχεται


Άφησε πίσω του τετράγωνες λέξεις.

Σαν κληματαριές έπεφταν. Τους είχε δωρίσει ζωή. Και τον δηλητηρίασαν. Δεν θα τις έβλεπε ξανά. Το βράδυ, όταν θα γύριζαν σπίτι, αυτός θα έλειπε. Θα είχε μαζέψει τα πράγματά του. Ακόμη κι εκείνη την παλιά μονοκατοικία ιδρώτα. Πίσω απ' τις κουρτίνες. Κανένα ίχνος. Μόνο ένα ποτήρι. Στολισμένο. Κόκκινο γάλα. Ενα χειμωνιάτικο φως. Μαύρα ψίχουλα. Πάνω στο τραπεζομάντιλο. Κάποτε ήταν λέξεις.

Από τότε που άρχισαν να μένουν μαζί, συνήθιζε να τις ταΐζει. Στο στόμα. Ηταν μικρές και ανόρεχτες - τα μεγάλα ψέματα πρέπει να γευματίζουν σωστά για να αντέχουν. Τα βράδια τις συγκέντρωνε όλες κάτω απ' την παλάμη του. Φυσούσε τη σκόνη από το ξύλινο δέρμα τους για να μπορούν να κοιτάζουν. Μακριά, όσο φαντάζονταν.

Από τότε που πίστευε μέχρι τώρα που είδε. Ποτέ δεν περίμενε να ζήσει το τέλος.

Εκείνο που από μακριά το βλέπεις να έρχεται και λες, έχει δρόμο ακόμη. Ομως ο καιρός πάντα ξεπερνά. Μόνο ό,τι αντέχει μένει και γίνεται.

Οταν οι λέξεις μεγαλώνουν, ονειρεύονται να σκοτώσουν. Και να σκοτωθούν. Μεταξύ τους.

Στη ζωή οι άνθρωποι οπλοφορούν γεγονότα. Διαρκούν το κοινόχρηστο, το μεταφέρουν σαν φήμη. Αυτό γυρίζει αργά τον πανικό του προς τα μέσα και γίνεται εμπόδιο. Εννοεί άμυνα.

Πηδάς τον εαυτό σου για να φτάσεις στον εαυτό σου. Οι λέξεις ανάμεσα παρακολουθούν. Σκαρφαλώνουν λιμάνια. Η ιστορία λήγει πάντα με θάνατο.

Σου είπα να μαζέψεις όλο τον κόσμο σ' ένα μπουκάλι κρασί και να τον κάνεις να χωρέσει. Χόρεψε, χόρεψε. Το τραγούδι του Ιγκι Ποπ είναι, ολόκληρη όπερα. Αφαιρώντας το χάρισμα, αγγίζεις τα όρια της ζωής. Να τη μεγαλώνεις μέσα σου. Μετά να την αφήνεις να κυλάει.

Αυτό το μπαλέτο είναι πολύ παλιό. Σχεδόν αρχαίο. Οι χορευτές αναγνωρίζονται από το τραγούδι και αποχωρούν μόνοι τους. Τα παιδιά που θα γεννηθούν θα επιστρέψουν στο νερό. Στη νοημοσύνη του χρόνου. Τα παιδιά του ωκεανού.

Η τέχνη της επιβίωσης ξέρει καλά να ουρλιάζει.

Τώρα οι λέξεις. Κολυμπούν στο κόκκινο γάλα, ένα χειμωνιάτικο φως. Οι λέξεις είναι ο φόβος των λέξεων. Δεν πρόκειται να επαληθευτούν. Κανένα μεγάλο δωμάτιο δεν χώρεσε ποτέ την αληθινή υγρασία τους. Οσο και να ανάβει το σπίτι, δεν θα στεγνώσουν.

Μίλησε τρεις φορές και βγήκε. Χωρίς βήματα. Στην ανοιχτή εξώπορτα δεν στεκόταν κανείς. Τα μάτια του. Σκεπασμένα από τους οργασμούς, έτοιμα να ξεχάσουν. Δυο πρόστυχοι υποδοχείς. Εκκρεμούν λαγνεία.

Οι εικόνες ζουν βιαστικά, όσο τους επιτρέπεις, μια σιωπηλή ζωή και μετά πεθαίνουν. Καταπατημένες. Τιμωρημένες να γίνουν χθες.

Μέσα στο σκοτάδι περιμένουν τα πράγματα που θα λάμψουν. Με μια απελπισμένη ικανοποίηση. Ο έρωτας γι' αυτά είναι η συνειδητοποίηση του θανάτου τους. Κάθε αρχή είναι προσκολλημένη στο τέλος της. Δεσπόζει και εξηγεί το σύμπλεγμα των ανθρώπων.

Οι λέξεις τους, σαν εξαντλημένες, σβήνουν πάνω στο χώμα. Αδύναμοι, σκοτεινοί σπόροι.

Όμως, παραλίγο να πω νύχτα.

Σταύρος Σταυρόπουλος

19/1/11

Μίλα τους βρώμικα… αλλιώς δεν καταλαβαίνουν


Η σάτιρα απογυμνώνει την εξουσία, όπως είχε πει και ο Αριστοφάνης, που άλλωστε αντιμετώπισε έντεκα χρόνια εξορία και όχι 20.000 ευρώ πρόστιμο από το ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο της εποχής. Και στα αλήθεια το σκεπτικό της επιβολής προστίμου σε εκπομπές σάτυρας, για μείωση της ποιότητας του τηλεοπτικού προγράμματος, είναι ένα βίαιο γδύσιμο της εξουσίας από κάθε στολίδι τύπου ανεξάρτητη αρχή. Καθόλου ανεξάρτητη από τα στερεότυπα της τρέχουσας ηθικής και των προστίμων ανάδειξής της σε κυρίαρχη ιδεολογία. Μπορεί να διαφωνώ με κάποιες πολιτικές παραμέτρους της σάτιρας. Κι εγώ κι άλλοι τόσοι. Αλλά στην περιρρέουσα τρέχουσα ατμόσφαιρα όπου ο τρέχων κυρίαρχος πολιτικός λόγος είναι εξ ορισμού αντιλαϊκός και χυδαίος, η λέξη μακακίες ως επισύρουσα ποινή αγγίζει τα όρια του αφόρητα γελοίου.

Όμως ο τίτλος και αντιυβριστικός είναι και αντιηρωικός. Πώς να μιλήσεις σε όλους αυτούς τους ψεύτες, υποκριτές και φαρισαίους που μας περνάνε 24 ώρες το 24ωρο έναν έναν και όλους μαζί από τη λαιμητόμο της ύφεσης έχοντας εγκαθιδρύσει μια χρηματοπιστωτική δικτατορία βασισμένη μόνον σε ψευδή τεχνητά στοιχεία; Και να σκεφτεί κανείς ότι ζούμε στη χώρα που ο Αδαμάντιος Κοραής έγραφε στον και πνευματικά επαναστατημένο τόπο του 1821 προς τους Αμερικανούς «λυπάμαι που οι επαναστατημένοι Ελληνες δεν συνορεύουν με έναν λαό σαν και τον δικό σας».

Τώρα που ανοίγει η κουβέντα για τον πατριωτισμό - χειρότερη βρισιά από το στόμα των πατριδοκάπηλων δεν θα μπορούσε να ακουστεί- είναι καιρός να θυμηθούμε καθώς σκάει μύτη η άνοιξη και ξίνισε το αθάνατο κρασί του ΄21 ότι σύνορα για να υπερασπιστούμε, έχουμε εκχωρήσει προ πολλού με το αείμνηστο κείμενο της Κωνσταντινούπολης. Τα δε καινούργια μας, στενότερα, μικρότερα και ίσως νοικιασμένα, πρέπει να τα αναζητήσουμε στο σχέδιο για τη Δυτική Θράκη.

Η προτροπή είναι διάχυτη. Μίλα τους βρώμικα κι εσύ κι ο καθένας και ο διπλανός, όσοι δηλαδή είναι αποφασισμένοι να μη σκύψουν, να μη συναινέσουν και κυρίως να μην πνιγούν στις ενοχές για όσα καλούνται να πληρώσουν και χωρίς να πρέπει και χωρίς να μπορούν. Κι επειδή μιλάμε για δημόσιο λόγο, μίλα τους βρώμικα. Των ίδιων των ΜΜΕ που μιλάνε όχι απλώς σαν εξουσία εναντίον σου, αλλά εν τέλει και σαν υποβολείς αυτής καθεαυτήν της εξουσίας. Πώς αλλιώς δηλαδή στην εποχή της δήθεν δημόσιας διαβούλευσης θα απαντήσουμε στα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα; Με τη δημόσια διαπόμπευση των στοιχείων της ηθικής και της διαφάνειάς τους. Λόγου χάριν, πού είδατε, πού ακούσατε, πού διαβάσατε πως όλη η καταστροφή περί δημοσίου χρέους αφορά μια χώρα της ευρωζώνης, την Ελλάδα, υπό τις εξής πραγματικές προϋποθέσεις: σύμφωνα με στοιχεία του ΔΝΤ το συνολικό χρέος της χώρας μας είναι 179% του ΑΕΠ, ο μέσος όρος κρατικών χρεών στην ΕΕ είναι 175% του ΑΕΠ!

Δηλαδή, γι’ αυτό το 4% θα γίνουμε δούλοι των δήθεν καλύτερων από εμάς. Η Ολλανδία χρωστάει 234%, το Βέλγιο 219%, η Ισπανία το 207%. Χα χα! Αυτοί ήρθαν εδώ ως άγρια να διώξουν τα ήμερα. Τόσο ήμερα που πια κοιμισμένα οδεύουν στη σφαγή. Γιατί βέβαια, όταν οι New York Times ομολογούν πως η αναλογία δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ στην Ελλάδα δεν είναι υψηλότερη από κείνην της Γερμανίας, αν δεν το γράψει κάνας ξεκάμπανος, ποιος θα ξυπνήσει;

Πριν ανοίξουμε κουβέντα σοβαρή για το παρόν και το μέλλον μιας ουσιαστικής έννοιας πατριωτισμού και διεθνισμού, ήρθε καιρός να επαναπατρίσουμε τη λογική μας εδώ και τώρα όντως με βαρύ τίμημα. Ξεβόλεμα, αυτοκριτική, διόρθωση της ψήφου, αντισυμβατική συμπεριφορά, καθορισμό καινούργιο της έννοιας παρανομία.

Τολμηρό; Μπορεί. Δίκαιο όμως. Αν όλοι γίνουμε παράνομοι, η κυρίαρχη νεοφασιστική νομιμότητα πάει περίπατο.

Καινούργιο κρασί σε παλιά βαρέλια...

Λιάνα Κανέλλη





17/1/11

Παραστάσεις κατ' οίκον...


Σε ένα χειμώνα που μας κλείνει όλο και περισσότερο μέσα, ίσως η ιδέα του «Οικείου θεάτρου», της πρώτης δηλαδή προσπάθειας για ένα θέατρο που πηγαίνει το ίδιο στους θεατές (και δεν περιμένει τους θεατές να έρθουν σε αυτό), να ορίζει και μια νέα παράμετρο στην κατ' οίκον διασκέδαση. Πίτσα, dvd, επιτραπέζια, τώρα και θέατρο με ένα τηλεφώνημα!

Με ανάλογες σκέψεις, μια παρέα δημοσιογράφων και φωτορεπόρτερ χτυπούσαμε το Σάββατο βράδυ το κουδούνι για να παρακολουθήσουμε την πρώτη παράσταση της ομάδας στο πρώτο της σπίτι. Η φιλόξενη οικοδέσποινα τακτοποιεί τα παλτά μας και, δίνοντάς μας ένα ποτήρι κρασί, μας οδηγεί στο σαλόνι. «Προσοχή μη χαλάσετε το σκηνικό!», λέει αστειευόμενη, δείχνοντάς μας ένα μαύρο πανί που όριζε ένα μικρό χώρο μέσα στον οποίο είχαν τοποθετηθεί τρεις καρέκλες (του σπιτιού!) και ένα αρμόνιο (της ομάδας, όπως μάθαμε αργότερα).

Είναι φανερό πως κάτι πρόκειται να συμβεί σε λίγο. Οι πόρτες ανοιγοκλείνουν κι εμείς ξεκλέβουμε εικόνες δημιουργικού πανικού τόσο από την κρεβατοκάμαρα, που φιλοξενεί σήμερα τα καμαρίνια των ηθοποιών, όσο και από την κουζίνα, όπου μαγειρεύονται τα εδέσματα για τη μικρή γιορτή που θα ακολουθήσει με αφορμή την παράσταση.

Λίγο αργότερα οι ηθοποιοί μας συστήνονται κι εμείς τους βομβαρδίζουμε με ερωτήσεις. Αρχικά για το έναυσμα της ιδέας. Ο Μίλτος Δημούλης, σκηνοθέτης και ψυχή του όλου εγχειρήματος, μας εξηγεί πώς εμπνεύστηκε το «Οικείο θέατρο» πέντε χρόνια πριν, χωρίς να γνωρίζει πως η πρακτική αυτή κρατά από την Αναγέννηση, ούτε πως τα τελευταία χρόνια ορισμένοι θίασοι σε Βρετανία και Γαλλία έχουν ανακινήσει την ιδέα επιτυχώς. «Μαθαίνοντάς το πήρα ακόμα μεγαλύτερη ώθηση. Είχα κι ένα φωτεινό παράδειγμα από την πρόσφατη ιστορία», λέει.

«Ο κινηματογράφος μπαίνει εδώ και χρόνια στα σπίτια μας, μέσω της τηλεόρασης. Ηρθε η στιγμή να μπει και το θέατρο», συμπληρώνει η ηθοποιός Παρασκευή Κατσάνη.

Πώς νιώθουν άραγε οι ηθοποιοί, που όχι μόνο εγκαταλείπουν την ασφάλεια της σκηνής, αλλά «εισβάλλουν» μέσα σε έναν τόσο ιδιωτικό χώρο; «Ακόμα πιο μεγάλη ευθύνη απέναντι στην τέχνη μας. Θέλουμε να είμαστε πιο προσεκτικοί», παρατηρεί η ίδια. «Οφείλεις να σεβαστείς την ενέργεια του κάθε σπιτιού», συμπληρώνει η Ανδρομάχη Δαυλού.

«Ηθοποιοί και θεατές είμαστε εξίσου εκτεθειμένοι σε αυτή τη συνθήκη», συμπληρώνει ο Τάσος Σωτηράκης που έγραψε και τη μουσική της παράστασης. Με αυτή την προειδοποίηση και με την ώρα να πλησιάζει εννέα, μας αφήνουν για να ξεκινήσει η παράσταση.

Και στο ανθοπωλείο

Η οικοδέσποινα αναλαμβάνει την ταξιθεσία, τοποθετώντας τους καλεσμένους με βάση το ύψος ώστε να βλέπουν όλοι. Βεβαιωνόμαστε πως όλοι έχουμε κλείσει τα κινητά μας τηλέφωνα, υποσχόμαστε πως δεν θα καπνίζουμε πολλοί ταυτόχρονα και ξεκινάμε!

Επιλέγοντας έργο, η ομάδα έβαλε ακόμη μία πρόκληση στον εαυτό της. Κάτω από τον τίτλο «Θύτες ή θύματα και κάτι γκρι» υπάρχει μια σύνθεση κειμένων από Ζαν-Πολ Σαρτρ, Τάσο Λειβαδίτη, Μπέρτολντ Μπρεχτ και την «Ελληνική Νομαρχία Ανωνύμου του 'Ελληνος».

Κοινός άξονας που συνδέει την παράσταση είναι ο υπαρξιακός. Στο έργο παρακολουθούμε τις διαπροσωπικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τριών εγκληματιών (Τάσος Σωτηράκης, Παρασκευή Κατσάνη και Δάφνη Ασημακοπούλου) που μεταφέρονται στην Κόλαση. Ενώ η Ανδρομάχη Δαυλού και ο Μίλτος Δημούλης κρατούν δύο πιο υπερβατικούς και ποιητικούς ρόλους (Εξυπηρέτηση και Ο άλλος).

Ενδιάμεσα ακούγονται τέσσερα τραγούδια που προωθούν και σχολιάζουν τη δράση. Τα κοστούμια του Θεοδόση Δαυλού έδιναν μια απαραίτητη ομοιομορφία στον θίασο που δεν υποστηριζόταν από άλλα μέσα.

Επρόκειτο αναμφισβήτητα για μια καλοδουλεμένη πρόταση και οι ηθοποιοί πέτυχαν την απόλυτη συγκέντρωση, παρασύροντας κι εμάς. Κανείς δεν άναψε τσιγάρο, τα εβδομήντα λεπτά κύλησαν... «απνευστί». Χειροκρότημα, υπόκλιση και αποσυμπίεση.

Οι ηθοποιοί αποσύρονται. Τα φαγητά βγαίνουν αχνιστά, το κρασί ξεκινά να κυλά άφθονο στα ποτήρια, όμως οι λέξεις θέλουν λιγάκι ακόμα για να βγουν.

«Πρώτη φορά είδα θέατρο σε τόσο μικρή κλίμακα», παρατηρεί μία από τους θεατές. «Κι όμως οι περισσότερες νέες σκηνές στην Αθήνα προσφέρουν αυτό το πλησίασμα με τους ηθοποιούς. Μόνο που έκει παίζουν για σαράντα θεατές κι εδώ τώρα για δεκαπέντε», διαφώνησε ένας άλλος από την παρέα. Προσωπικά η διαφορά που εντοπίσαμε ήταν το θέμα του φωτισμού, που δεν βύθισε εμάς τους θεατές στο σκοτάδι, ούτε καθοδηγούσε τα βλέμματά μας, ούτε συνέβαλε στη δημιουργία ατμόσφαιρας.

Η συζήτηση αρχίζει να ζωηρεύει και στο παιχνίδι μπαίνουν και οι ηθοποιοί. Μπορεί αυτή η πρακτική στην Αναγέννηση να προσέλκυε εκ των πραγμάτων το πιο υποψιασμένο τότε αριστοκρατικό κοινό, οι ίδιοι όμως στοχεύουν και σε ένα άλλο κοινό: «Μας ενδιέφερε να μπούμε σε σπίτια και μέρη όπου οι άνθρωποι ίσως και να μην έχουν δει ποτέ θέατρο», λένε.

Και τα πιο πρακτικά ζητήματα: Το κόστος για μια παράσταση έχει οριστεί σε τουλάχιστον 250 ευρώ που μπορούν να μοιραστούν δεκαπέντε θεατές μεταξύ τους.

Ηδη μεθαύριο αλλά και στις 26 Ιανουαρίου το «Οικείο θέατρο» θα παρουσιάσει την παράστασή του στον «Ιανό». Ακολουθούν τρία σπίτια σε Παλαιό Φάληρο και Πολιτεία, τα γραφεία ενός περιπατητικού συλλόγου και το πατάρι ενός ανθοπωλείου στην Πετρούπολη.

Κάποιος ρίχνει την ιδέα να παίξουν και στη Βουλή! Γιατί όχι;

Πηγές: www.oikeiotheatro.gr και 6977771821 και Εnet

16/1/11

Ιστορίες ζωής...


Ένας γερμανός μεγαλέμπορας γάλακτος κάνει τουρισμό στη Γαύδο. Παρατηρεί από μέρες ένα ψαρά που με τη βάρκα του βγαίνει για την ψαριά του. Μια μέρα ο ψαράς ανοίγεται στο πέλαγο, δυο μέρες αράζει με τις τσικουδιές και τα γαυράκια του για μεζέ αγναντεύοντας το απέραντο γαλάζιο…
Τον πλησιάζει μια μέρα ο γερμανός και τον ρωτάει:

_Γιατί δεν βγαίνεις για δουλειά κάθε μέρα

_Και γιατί να βγάινω κάθε μέρα;

_Μα… άν βγαίνεις κάθε μέρα θα πιάνεις περισσότερα ψάρια!

_Και τι να τα κάνω τα περισσότερα ψάρια;

_Θα τα πουλάς και θα πάρεις μια ακόμα βάρκα!

_Και τι να την κάνω ακόμα μία;

_ Θα πιάνεις περισσότερα ψάρια, και θα κάνεις μια βιοτεχνία τυποποίησης, θα τα πουλάς σε όλες τις αγορές και θα βγάζεις πολλά λεφτά.

_Ε, και;

_Ε, θα αγοράσεις μ΄ αυτά ένα στόλο από καϊκια και θα κάνεις δικό σου εργοστάσιο με εξαγωγές ψαριών! Και θα βγάζεις πάρα πολλά λεφτά, θα έχεις μετοχές κι ομόλογα, καταθέσεις στην Ελβετία, κι όταν τα έχεις όοοολ’ αυτά μετά θα κάααααααθεσαι!

_Γιατί, τώρα τι κάνω;

14/1/11

Πουτάνα Κρίση...

Φτάνει ένα βήμα μόνο, μέσα από την εξώπορτα, για να μην ακούς πια το θόρυβο της πόλης...

Οι δημοσιογράφοι που αναζητούν τις πληγές της κοινωνίας έχουν τέτοιες μέρες δουλειές με φούντες. Δυστυχώς όμως οι ιστορίες τους μένουν στα επιφαινόμενα επιδιώκοντας να προκαλέσουν εύκολες συγκινήσεις, αφού μια - δυο φορές τον χρόνο αυτό δεν βλάφτει. Σε αντίθεση με τις αποκαλυπτικές δημοσιογραφικές ιστορίες που παραθέτουμε παρακάτω και οι οποίες εκτός της συγκίνησης επιτελούν και μια ορισμένη κοινωνική αποστολή, την οποία ελπίζουμε να εκτιμήσει ο μέσος αναγνώστης.

...και για να γεμίσουν τα μάτια σου με κόκκινο...

Ανεβαίνοντας τη σκάλα ακούς μόνο την ανάσα σου, που βγαίνει από τα ρουθούνια...

Το κόκκινο χρώμα, που σε έχει τυφλώσει, ξαφνικά είναι οικείο.

Στον τριτογενή τομέα

Η Μαρίνα "Κ" εργαζόταν σε βιοτεχνία υποδημάτων από την οποία απολύθηκε όταν η κρίση χτύπησε τον κλάδο της υπόδησης. Εν συνεχεία βρήκε ευτυχώς δουλειά καθαρίστριας στα γραφεία μεγάλης εταιρείας εισαγωγών με πολύ μικρότερο μεροκάματο, από την οποία όμως πάλι απολύθηκε όταν η κρίση χτύπησε και τις εισαγωγές. Τέλος, απασχολήθηκε για λίγο καιρό σε ένα πλούσιο σπίτι, όπου έκανε τις λεγόμενες χοντροδουλειές, αλλά απολύθηκε κι από κει όταν η κυρία του σπιτιού διαπίστωσε ότι μπορούσε να έχει μια παράνομη μετανάστρια, έστω έγχρωμη, για την ίδια δουλειά με τα μισά λεφτά.

Το μπορντέλο της οδού "Α", αριθμός 104α, είναι από τα πιο παλιά της πόλης...

...με άδεια λειτουργίας από το 1956...

Από τη στιγμή εκείνη τα πράγματα στράβωσαν τελείως, αφού στην κρίση ήρθαν να προστεθούν και τα μέτρα κατά της κρίσης, με αποτέλεσμα να αφανιστούν οι δουλειές και η Μαρίνα Κ, η οποία ειρήσθω εν παρόδω μεγαλώνει ένα παιδί χωρίς πατέρα, να ανακαλύψει έντρομη ότι δεν υπήρχε πια κανένας πρόθυμος να αγοράσει το μόνο εμπόρευμα που διέθετε -την εργατική της δύναμη. Όταν η πείνα όμως χτύπησε αυταρχικά την πόρτα της, ανακάλυψε ευτυχώς ότι υπήρχαν αρκετοί πρόθυμοι να νοικιάσουν τον πάγιο -και αξιόλογο στην περίπτωσή της- εξοπλισμό που κάθε γυναίκα διαθέτει.

...και σφραγίδα "Βασίλειον της Ελλάδος"

Έκτοτε και με τη βοήθεια πολλών συμπολιτών μας η Μαρίνα Κ, η οποία άρχισε τον εργασιακό της βίο στον δευτερογενή τομέα, στη μεταποίηση, μεταπήδησε ολοκληρωτικά στον τριτογενή τομέα, στις υπηρεσίες, στον οποίο έγινε γνωστή με το όνομα Ανίτα και σημειώνει αξιόλογη επιτυχία. Προϊόντος του χρόνου μάλιστα κατέληξε στο συμπέρασμα, όπως μας εξομολογήθηκε, ότι, τη συγκεκριμένη εποχή στη συγκεκριμένη χώρα, ήταν καλύτερο να είσαι εργαζόμενη πουτάνα παρά εργαζόμενη οτιδήποτε άλλο.

Ενώ θεωρεί πλέον τον εαυτό της και την ούτως ειπείν μετάταξή της στον τομέα των υπηρεσιών ως απτή απόδειξη του επίσημου ισχυρισμού ότι η κρίση αποτελεί ευκαιρία.

Αντικαταστάσεις


Αφού σε τσεκάρει ο κύριος "Η", σου ανοίγει.

Περάστε...

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς που η Ανίτα έμπαινε με το επαγγελματικό της ντύσιμο σε ένα από τα γνωστά κακόφημα στέκια, αντίκρισε στην πόρτα ντυμένο με την πράσινη στολή του θυρωρού τον κύριο Η, παλιό της προϊστάμενο στον δευτερογενή τομέα, ο οποίος τη χαιρέτησε με μεγάλη εγκαρδιότητα. Την αποκάλεσε μάλιστα Μαρίνα, το όνομα δηλαδή που είχε όταν δούλευαν μαζί.

Ελάχιστο φως, έντονη μυρωδιά από αρωματικό χώρου...

και μουσική από ραδιόφωνο...

Καθώς τον συμπαθούσε, όχι μόνο τον χαιρέτησε και η ίδια εγκάρδια, αλλά και τον ρώτησε καλόπιστα τι θέλει ένας άνθρωπος σαν αυτόν ντυμένος έτσι σε ένα τέτοιο μέρος και στη θέση του θυρωρού που ήξερε.

Στην κουζίνα, το καντήλι δεν σβήνει ποτέ...

...ούτε και οι κάμερες ασφαλείας.

Το μόνο που σβήνει, όταν φεύγεις, είναι η κάψα για σεξ.

Αντικαθιστώ τον θυρωρό που ήξερες. Ήμουν άνεργος πολύ καιρό κι έτσι δεν κοίταξα στα δόντια αυτή τη δουλειά όταν μου την πρότειναν, απάντησε ο κύριος Η. Και πολύ φυσικά τη ρώτησε κι αυτός με τη σειρά του καλόπιστα τι θέλει ένας άνθρωπος σαν αυτήν ντυμένη έτσι σε ένα τέτοιο μέρος.
Αντικαθιστώ τη Μαρίνα που ήξερες, του απάντησε. Ήταν άνεργη για πολύ καιρό, αλλά επειδή εκείνη κοίταζε στα δόντια αυτή τη δουλειά όταν της την πρότειναν, την ανέλαβα εγώ.

Κλάδος πορνείας


Η διαδικασία είναι απλή...

και οι όροι σαφείς...

Τίμια και αξιοπρεπής συναλλαγή...

Επειδή στον κλάδο των υπηρεσιών πέφτει ως γνωστόν πολλή δουλειά στις γιορτές, ένα απόγευμα που η Ανίτα αισθανόταν πολύ κουρασμένη και αδιάθετη δεν πήγε στη δουλειά. Έτσι, τις ώρες που κανονικά θα έπρεπε να προσφέρει τις υπηρεσίες της, αυτή έβλεπε κουκουλωμένη με μια κουβέρτα στην πολυθρόνα της τηλεόραση. Κι όταν μέσα στον πυρετό της είδε μια γνωστή παρουσιάστρια, κομψή και απαστράπτουσα, να εξηγεί ότι τα σκληρά μέτρα ήταν το αναγκαίο φάρμακο για την κρίση, σκέφτηκε, όπως μας είπε, πόσο είχε επεκταθεί ο τριτογενής τομέας - κλάδος πορνείας. Όταν όμως της εξηγήσαμε ότι άλλο κακή δημοσιογραφία κι άλλο πορνεία, έσπευσε να συμφωνήσει, ότι υπάρχουν όντως διαφορές.

Στο τιμολόγιο, όπως διευκρίνησε...

Ξανά στο κόκκινο...

και στο θόρυβο της πόλης....

Πηγές: VETOnews / Protagon.gr

8/1/11

Μακεδονία... από τις ψηφίδες στα pixels


Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης και το Ινστιτούτο Πληροφορικής του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας φιλοξένησαν για περίπου έναν μήνα, την διεθνώς πρωτότυπη έκθεση διαδραστικών συστημάτων, με εκθέματα από την αρχαία Μακεδονία, με τίτλο «Μακεδονία: από τις ψηφίδες στα pixels».



Η έκθεση «Μακεδονία: από τις ψηφίδες στα pixels» ήταν  μια διεθνώς πρωτότυπη έκθεση διαδραστικών συστημάτων με εκθέματα από την αρχαία Μακεδονία, αποτέλεσμα συνεργασίας του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης και του Ινστιτούτου Πληροφορικής του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΠ-ΙΤΕ), που παρουσιάστηκε  στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.



Τα διαδραστικά συστήματα που συνέθεσαν  την έκθεση αποτελούσαν  εφαρμογές των ερευνητικών αποτελεσμάτων του Προγράμματος Διάχυτης Νοημοσύνης του ΙΠ-ΙΤΕ, στο πλαίσιο του οποίου αναπτύσσονται ευφυή περιβάλλοντα ικανά να προσαρμόζονται στις ανάγκες και τις απαιτήσεις του ανθρώπου. Τα συστήματα αυτά είναι μικρές ή μεγάλες κατασκευές με ενσωματωμένους υπολογιστές που δίνουν τη δυνατότητα στους επισκέπτες του Μουσείου να εξερευνήσουν ψηφιακές αναπαραστάσεις αρχαίων αριστουργημάτων, όπου η αλληλεπίδραση γίνεται με απλό, «φυσικό» και «αυθόρμητο» τρόπο, χωρίς χρήση πληκτρολογίου ή ποντικιού.





Το ψηφιακό περιεχόμενο των συστημάτων περιλαμβάνει αντικείμενα από την πλούσια συλλογή του Μουσείου, αλλά και γενικότερα αρχαιογνωστικά θέματα, πολλά από τα οποία είναι δυσπρόσιτα, εξαιτίας της τοποθεσίας ή της εύθραυστης κατάστασης στην οποία βρίσκονται. Η παρουσίασή τους οργανώθηκε  σε επτά ενότητες, δύο εκ των οποίων έχουν ήδη ενταχθεί σε μόνιμες εκθέσεις του μουσείου: Χρυσά μακεδονικά στεφάνια από τη συλλογή του ΑΜΘ, Κρυμμένοι θεοί και ήρωες, Ο μύθος του Καλυδώνιου Κάπρου, Ταξιδέψτε στο χώρο και το χρόνο με ένα κομμάτι χαρτί, Ανακαλύψτε μια αγροτική κατοικία της αρχαιότητας, Ένα νυχτερινό φαγοπότι στη Μακεδονία και Δωμάτιο με θέα ...στις Αιγές.



Η «Μακεδονία: από τις ψηφίδες στα pixels» είναι κάτι πολύ διαφορετικό από μια απλή έκθεση αντικειμένων, καθώς μέσω νέων τεχνολογιών, αναδεικνύονται και καθίστανται προσβάσιμα και προσιτά στο ευρύ κοινό, εξέχοντα μουσειακά αντικείμενα, προσφέροντας μια νέα αλληλεπιδραστική εμπειρία που συνδυάζει την πληροφόρηση και τη μάθηση με το παιχνίδι.



Στην έκθεση αυτή δίνεται η δυνατότητα να εξερευνηθούν  ψηφιακές αναπαραστάσεις αρχαίων αριστουργημάτων. Μέσα από τη χρήση της τεχνολογίας, ακόμη και αντικείμενα που είναι δυσπρόσιτα, ή δυσδιάκριτα εξαιτίας της τοποθεσίας ή της εύθραυστης κατάστασης στην οποία βρίσκονται, είναι πλέον προσβάσιμα από το ευρύ κοινό.


Ξεχάστε για λίγο τους αυστηρούς κανόνες «μην αγγίζετε». Αυτή τη φορά μεγάλοι και μικροί επισκέπτες μπορούν – και πρέπει! – να αγγίξουν και να παίξουν με τα μακεδονικά... pixels.

Διαδραστικά Συστήματα


Ο Πανόπτης είναι ένα σύστημα ψηφιακού εκθεσιακού καταλόγου που επιτρέπει στον επισκέπτη να «ξεφυλλίσει» το περιεχόμενό του και να εντρυφήσει σε λεπτομέρειες των εικόνων, ενώ παράλληλα προσφέρει συνοδευτικά κείμενα και τη δυνατότητα συσχετισμού των πληροφοριών.

Ο Πανόπτης παρουσιάζει χρυσά μακεδονικά στεφάνια από τη συλλογή του ΑΜΘ, η οποία είναι και η μεγαλύτερη στον κόσμο. Τα στεφάνια αυτά είναι από τα πιο περίτεχνα καλλιτεχνήματα της αρχαίας ελληνικής χρυσοχοΐας, και έχουν να πουν πολλά για τους ανθρώπους που τα φορούσαν.

Το σύστημα περιλαμβάνει δύο οθόνες αφής (μια μεγάλη και μια μικρή) ανάμεσα στις οποίες υπάρχει ένα ανεμομυλάκι. Στη μεγάλη οθόνη παρουσιάζεται κάθε φορά ένα χρυσό στεφάνι, ενώ στη μικρή πληροφορίες σχετικά με αυτό. Ο επισκέπτης μπορεί να φυλλομετρήσει τη συλλογή φυσώντας το ανεμομυλάκι, ενώ αγγίζοντας τη μεγάλη οθόνη μπορεί να μεγεθύνει οποιοδήποτε τμήμα του στεφανιού σε διάφορες κλίμακες, καθώς και να ανακαλύψει περιοχές ενδιαφέροντος για τις οποίες εμφανίζονται πολυμεσικές πληροφορίες.


Το Κρυπτόλεξο  είναι ένα διαδραστικό παιχνίδι για όλες τις ηλικίες που συνδυάζει τη διασκέδαση με τη γνώση. Μέσα σε ένα πλέγμα από γράμματα κρύβονται λέξεις, τις οποίες οι επισκέπτες προσπαθούν να ανακαλύψουν.

Ανάλογα με το επίπεδο δυσκολίας, οι κρυμμένες λέξεις περιλαμβάνουν τα ονόματα των δώδεκα θεών του Ολύμπου, αρχαίους ήρωες ή ακόμη και σχετικά άγνωστες θεότητες της Θεσσαλονίκης των ρωμαϊκών χρόνων.

Το σύστημα περιλαμβάνει μια οθόνη αφής στην οποία ο επισκέπτης μπορεί να ανακαλύψει τις κρυμμένες λέξεις, είτε σέρνοντας το δάχτυλο του διαδοχικά πάνω στα γράμματα που τη σχηματίζουν, ή εναλλακτικά αγγίζοντας μόνο το πρώτο και το τελευταίο γράμμα της. Τα ονόματα, όταν εντοπισθούν, συνοδεύονται από εικόνες και πληροφορίες.


Το Περιδέξιον είναι ένα σύστημα το οποίο επιτρέπει στον επισκέπτη να ανακαλύψει πληροφορίες και να δει λεπτομέρειες για συμπληρωματικές όψεις ενός εκθέματος ή για συναφή εκθέματα.

Το Περιδέξιον παρουσιάζει τον κρατήρα του Λυδού, ένα αριστούργημα της κεραμικής τέχνης του 6ου αιώνα π.Χ., καθώς και τρία εξαιρετικά δείγματα γλυπτικής της ρωμαϊκής εποχής από τη συλλογή του ΑΜΘ. Και τα τέσσερα αντικείμενα έχουν κοινή θεματολογία, η οποία βασίζεται στον αρχαίο μύθο για το κυνήγι ενός θηριώδους κάπρου στην Καλυδώνα της Αιτωλίας και το μοιραίο θάνατο του ήρωα που κατάφερε να τον σκοτώσει. Ο μύθος αυτός δεν είναι από τους πιο γνωστούς, καθώς πολλά από τα αρχαία κείμενα που τον πραγματεύονταν δεν έχουν σωθεί ως τις μέρες μας. Υπήρξε όμως πηγή έμπνευσης για τις τέχνες επί πολλούς αιώνες. Κατά κάποιον τρόπο, το Περιδέξιον είναι ένα μικρό ταξίδι στο χρόνο, καθώς τα αντικείμενα που περιλαμβάνονται σε αυτό καλύπτουν 8 εκατονταετίες.

Το σύστημα περιλαμβάνει μια οθόνη αφής στην οποία παρουσιάζεται κάθε φορά μια όψη ενός αντικειμένου. Ο επισκέπτης αγγίζοντας την οθόνη μπορεί να επιλέξει ένα διαφορετικό αντικείμενο ή όψη, να ανακαλύψει σχετικές περιοχές ενδιαφέροντος από τις οποίες εμφανίζονται πολυμεσικές πληροφορίες, καθώς επίσης να μεγεθύνει οποιοδήποτε τμήμα του αντικειμένου σε διάφορες κλίμακες.


Το Πολύτροπο Ταξίδι προσφέρει τη δυνατότητα σε πολλούς επισκέπτες ταυτόχρονα να ανακαλύψουν αλληλεπιδραστικά πληροφορίες για διάφορες περιοχές και σημεία του χάρτη της Μακεδονίας.

Το σύστημα περιλαμβάνει ένα τραπέζι, η επιφάνεια του οποίου είναι καλυμμένη με έναν τυπωμένο χάρτη, πάνω στον οποίο προβάλλονται θέσεις και ονόματα πόλεων. Οι επισκέπτες μπορούν να ακουμπήσουν στο χάρτη τετράγωνα χαρτόνια που περιβάλλονται από ένα έγχρωμο πλαίσιο. Στο κάθε χαρτόνι προβάλλεται το τμήμα του χάρτη που βρίσκεται κάτω από αυτό και στο κέντρο του υπάρχει ένας μεγεθυντικός φακός. Αν το χαρτόνι μετακινηθεί έτσι ώστε ο φακός να βρίσκεται πάνω από τη θέση μιας πόλης, παρουσιάζονται σχετικές πληροφορίες (κείμενα, εικόνες, βίντεο). Ο επισκέπτης μπορεί να πλοηγηθεί σε αυτές, χρησιμοποιώντας εικονικά κουμπιά, τα οποία επίσης προβάλλονται στο χαρτόνι. Το χρώμα του πλαισίου κάθε χαρτονιού υποδηλώνει τη γλώσσα στην οποία παρουσιάζονται οι πληροφορίες.

Ο Χάρτης παρουσιάζει ανασκαφές σε πόλεις και άλλα σημαντικά σημεία της αρχαίας Μακεδονίας.


Το σύστημα αυτό δείχνει στους επισκέπτες πώς ήταν κτισμένη μια αρχαία αγροικία κοντά στην σημερινή Ασπροβάλτα, εμπλουτίζοντας με πολύτροπη πληροφορία μια τρισδιάστατη μακέτα του ΑΜΘ. Οι επισκέπτες μπορούν να ακουμπήσουν πάνω στη γυάλινη επιφάνεια της προθήκης τετράγωνα χαρτόνια που περιβάλλονται από ένα έγχρωμο πλαίσιο. Όταν συμβεί αυτό, στο κάθε χαρτόνι προβάλλεται το τμήμα της αγροικίας που βρίσκεται κάτω από αυτό, και στο κέντρο του ένας μεγεθυντικός φακός. Αν το χαρτόνι μετακινηθεί έτσι ώστε ο φακός να βρίσκεται πάνω από τη θέση ενός σημείου ενδιαφέροντος, παρουσιάζονται σχετικές πληροφορίες (κείμενα, εικόνες, βίντεο). Ο επισκέπτης μπορεί να πλοηγηθεί σε αυτές, χρησιμοποιώντας «κουμπιά», τα οποία επίσης προβάλλονται στο χαρτόνι. Το χρώμα του πλαισίου κάθε χαρτονιού υποδηλώνει τη γλώσσα στην οποία παρουσιάζονται οι πληροφορίες.


Το Πολύαπτον είναι μια οθόνη αλληλεπίδρασης μεγάλου μεγέθους που επιτρέπει σε πολλούς επισκέπτες ταυτόχρονα να ανακαλύψουν πολυεπίπεδες πληροφορίες για ένα θέμα.

Το Πολύαπτον παρουσιάζει την τοιχογραφία ενός συμποσίου που βρέθηκε σε μακεδονικό τάφο κοντά στον σημερινό Αγ. Αθανάσιο, και αποτελεί ένα σπάνιο δείγμα αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής που έχει διατηρηθεί σε ασυνήθιστα καλή κατάσταση.

Το σύστημα περιλαμβάνει μια οθόνη ειδικής κατασκευής, η οποία μπορεί να αναγνωρίζει ταυτόχρονα το άγγιγμα από πολλαπλά δάχτυλα ή χέρια, αλλά και συγκεκριμένα αντικείμενα. Αγγίζοντας κανείς την εικόνα της τοιχογραφίας μπορεί να ανακαλύψει περιοχές ενδιαφέροντος από τις οποίες εμφανίζονται πολυμεσικές πληροφορίες. Χρησιμοποιώντας ένα ομοίωμα μεγεθυντικού φακού μπορεί να δει λεπτομέρειες της τοιχογραφίας, ενώ χρησιμοποιώντας ένα φακό υπέρυθρου φωτός μπορεί να αποκαλύψει μια σύγχρονη αποκατάσταση του έργου.


Η  Μακρογραφία είναι ένα σύστημα που παρουσιάζει εικόνες πολύ μεγάλου μεγέθους, τις οποίες ένας ή περισσότεροι επισκέπτες μπορούν να εξερευνήσουν ταυτόχρονα περιδιαβαίνοντας μέσα σε ένα δωμάτιο. Οι εικόνες προβάλλονται σε μια μεγάλη οθόνη και κατόπιν αναλύονται τμηματικά ανάλογα με τη θέση των επισκεπτών στον χώρο.

Η Μακρογραφία παρουσιάζει την «Τοιχογραφία του Κυνηγιού», η οποία αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα έργα της αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής που έχουν διασωθεί. Είναι το μεγαλύτερο αρχαίο ζωγραφικό έργο, με μήκος 5,56μ.και ύψος 1,16μ. Η σύνθεση δημιουργήθηκε το 336 π.Χ., έτος δολοφονίας του Φιλίππου Β΄, στην πρόσοψη του τάφου του βασιλέα στις Αιγές (σημερινή Βεργίνα), πρώτη πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου. Ο ζωγράφος χρησιμοποιεί μεικτή τεχνική, νωπογραφία και τέμπερα, ενώ εντυπωσιάζει η ιδιοφυής σύνθεση, η άριστη χρήση της γραμμής και του χρώματος, καθώς και η γνώση της προοπτικής. Εικονίζονται δέκα κυνηγοί και πέντε θηράματα σε ένα τοπίο με πολλές εναλλαγές.

Το σύστημα περιλαμβάνει μια μεγάλη οθόνη προβολής. Η τοιχογραφία χωρίζεται σύμφωνα με τη θεματολογία της σε πέντε τμήματα. Όταν ένας επισκέπτης βρεθεί μπροστά σε ένα από αυτά τα τμήματα, εμφανίζονται σχετικές πληροφορίες. Ανάλογα με την απόστασή του επισκέπτη από την τοιχογραφία, οι πληροφορίες μπορούν να είναι: (α) ένα σκίτσο του τμήματος συνοδευόμενο από έναν επιγραμματικό τίτλο, (β) μια αποκατεστημένη εκδοχή του τμήματος με ένα περιγραφικό κείμενο, ή (γ) να επισημαίνεται μια λεπτομέρεια του τμήματος με σχετικό κείμενο. Κάθε επισκέπτης μπορεί να επιλέξει τη γλώσσα στην οποία θα βλέπει τις προβαλλόμενες πληροφορίες μπαίνοντας στο χώρο από την αριστερή (για ελληνικά) ή τη δεξιά πλευρά (για αγγλικά).

Πηγή: www.makedonopixels.org