Κάποτε υπήρχε ένα λεωφορείο που έφευγε από την Πλατεία Συντάγματος και κατέληγε στην Αμφιθέα και το Παλαιό Φάληρο. Όταν ήμασταν μικροί, η διαδρομή φάνταζε σχεδόν εξωτική, ολάκερο ταξίδι σε άλλους τόπους μακρινούς.
Το λεωφορείο ήταν το «32».
Πρέπει λοιπόν που λέτε, να ήταν προς τα τέλη του Αυγούστου. Είχε ζέστη και ήμουν στη στάση του 32 στο Σύνταγμα. Στο ένα μου χέρι, κρατούσα 1-2 τεύχη του περιοδικού Φιλμ που εξέδιδε τότε ο καλός κινηματογραφιστής Θανάσης Ρεντζής. Το περιοδικό, που έβγαινε κάθε δυο τρεις μήνες ήταν χοντρό σαν βιβλίο και στις σελίδες του άνοιγες τα μάτια σου σε θαυμαστούς κόσμους του τότε στρατευμένου κινηματογράφου τόσο της Ευρώπης όσο και της Νότιας Αμερικής. Και ταυτόχρονα σπουδαία κείμενα για την Αισθητική της εικόνας. Με μάγευε.
«Καλό περιοδικό, σπουδαία προσπάθεια. Σ’ αρέσει;»
Ακούστηκε η φωνή, λίγο βραχνή αλλά πάντως με εξαιρετική καθαρότητα στην εκφορά του λόγου.
Γύρισα, και είδα έναν άνδρα που στηρίζονταν σε δύο πατερίτσες, φορούσε κάτι μεγάλα γυαλιά με μαύρο κοκάλινο σκελετό, είχε μακριά μαλλιά τελείως ατίθασα και, θυμάμαι ακόμα το πουκάμισο του ανοιχτού πράσινου χρώματος-σκέφτηκα πως δεν μου άρεσε το χρώμα. Στη μασχάλη του είχε σφιγμένα πολλά χαρτιά, πεντάγραμμα νότες και στιχάκια σκαλισμένα με μολύβι.
Πιάσαμε την κουβέντα. Δηλαδή, τι πιάσαμε την κουβέντα, μισή λέξη έλεγα, με διακόσιες απαντούσε.
Του άρεσε να μιλάει του άρεσε να «μεταδίδει» τα όσα ήξερε και, όλα τα έλεγε σαν να διηγιόνταν παραμύθια μόνο που, δεν έλεγε παραμύθια.
Ταξιδέψαμε μαζί όλη τη διαδρομή, γύρω στα 40 λεπτά τότε, κατέβηκε κάπου στην Αμφιθέα, αφού πρώτα φρόντισε να μου δώσει ένα χαρτί με σημειωμένη τη διεύθυνση της μπουάτ που θα έπαιζε από τα τέλη Οκτωβρίου και θα έπαιζε τα αγαπημένα του Αντάρτικα. Στην οδό Κυδαθηναίων.
«Αν ήξερα εγγλέζικα» –μου είπε-« θα έπαιζα και τραγούδια του
Johnny Cash-τον ξέρεις;»
Δεν τον ήξερα τότε.
-Καλά, θα σου πω την άλλη φορά.
Πάνο Τζαβέλα με λένε.
Πράγματι, μετά από μερικές βδομάδες, καθώς ήμουν πάλι στο 32 και ως συνήθως κάτι διάβαζα, ίσως κάποιο τεύχος του Φιλμ, τσουπ, νάτος, ανεβαίνει τα σκαλοπατάκια του λεωφορείου.
Είχε αναπτύξει μία εξαιρετική άνεση με τις πατερίτσες του, ήταν πια μία σχεδόν φυσική προέκταση του τραυματισμένου του κορμιού.
Νεαρός ακόμα ο Τζαβέλας, ζούσε στην πατρίδα του την Κοζάνη όταν ξέσπασε ο Β Πόλεμος και πρώτα μπαίνει στις τάξεις της ΕΠΟΝ και λίγο μετά στον ΕΛΑΣ με τον οποίο βγήκε στα βουνά, στο Αντάρτικο. Εκεί τραυματίστηκε άσχημα, με αποτέλεσμα να χάσει το δεξί του πόδι.
Η συνέχεια ξετυλίγεται με μία αρκετά μακρά περιοδεία στις φυλακές και τους τόπους εξορίας της Ελληνικής Επικράτειας, μέχρι που, βαριά άρρωστος με την ασθένεια του Burgen, καταλήγει στη Σοβιετική Ένωση για θεραπεία. Εκεί όμως, όχι μόνο ακολουθεί τη θεραπεία αλλά πραγματοποιεί το όνειρό του. Σπουδάζει μουσική και μάλιστα γνωρίζει και συνδέεται με τον μεγάλο Ντιμίτρι Σοστακόβιτς.
Το 1965 επιστρέφει στην πατρίδα προσπαθεί για λίγο να υπάρξει ως μουσικός αλλά μόλις η Ελλάδα μπαίνει στον γύψο της στρατιωτικής συμμορίας των συνταγματαρχών ξαναμπαίνει φυλακή. Τον αφήνουν ελεύθερο υποχρεωτικά το 1971 γιατί κινδύνευε να τους μείνει στα χέρια λόγω της υγείας του που ήταν σε κακή κατάσταση.
Τότε είναι, που ο Τζαβέλας άρχισε να παίζει στην Πλάκα, σε μικρές μπουάτ κάνοντας ένα απίστευτο κρυφτούλι με τις αρχές, ακροβατώντας διαρκώς στο πρόγραμμα που παρουσίαζε μεταξύ απαγορευμένων και μη τραγουδιών.
Σαν η χούντα πνίγηκε στο αίμα της Κύπρου και κατέρρευσε, ο Πάνος αποφάσισε να φτιάξει ένα οριστικό λημέρι, ένα ταμπούρι στο οποίο θα έμενε πιστός μέχρι τέλους για να τραγουδά τα τραγούδια του και να θυμίζει τον αγώνα στα βουνά.
Συναντηθήκαμε πολλές φορές.
Στο λεωφορείο τυχαία, στο καφενείου του Πετράκου στην Αγίου Αλεξάνδρου στο Φάληρο, στην Κυδαθηναίων στην Πλάκα.
Του άρεσε να είναι διαρκώς με νέους ανθρώπους.
Είχε πάθος να μιλάει να μεταλαμπαδεύει, να μεταβιβάζει όσο είναι δυνατό την εμπειρία του και είχε ένα τεράστιο χάρισμα: Δεν ήταν ποτέ, «διδακτικός». Δεν νουθετούσε.
Μετέφερε αβίαστα τις Αλήθειες του με τον ίδιο τρόπο που στη μπουάτ του ξεκινούσε να παίζει στις 8 και πολλές φορές έκανε και δύο και τρεις παραστάσεις τραγουδώντας ακατάπαυστα μέχρι τα ξημερώματα.
Αλλά, υπήρξαν κάποιες φορές -αλησμόνητες- που με παρέες του Φαλήρου και όχι μόνο βρεθήκαμε στην αμμουδιά του Μπάτη στην παραλία εξοπλισμένοι με τις κιθάρες.
Τότε, αφού με τον ίδιο πάντα ενθουσιασμό έλεγε τα Αντάρτικα-γιατί ο Τζαβέλας, δεν έκανε “παράσταση” ποτέ, δεν έκανε performance, μου είχε ζητήσει 2-3 φορές να πω τα “εγγλέζικα”.
Με το «εγγλέζικα» εννοούσε τα τραγούδια του
Bob Dylan που και αυτόν τον αγαπούσε πολύ.
Πρέπει να ήταν γύρω στο 79, εγώ γύρω στα 22, ο Τζαβέλλας 50 κάτι. (όσο εγώ τώρα…)
Έτσι, έπιανα την κιθάρα βόλευα κατευθείαν τα δάχτυλα μου στην πρώτη συγχορδία , ντο ματζόρε, για να πούμε το κλασικό
Blow in the wind…the answer my friend is blowing in the wind…και επειδή δεν ήθελε να λέει τις λέξεις για να μην φανεί η προφορά –δεν ήξερε εγγλέζικα είπαμε- έκανε ωραία φωνητικά με φωνήεντα και ωραία βραχνά σχεδόν μπλουζίστικα «μμμ».
Από τον Τζαβέλα, έμαθα τότε και τον
Woody Guthrie…
Μετά, χαθήκαμε τελείως. Τον είδα μια φορά, από μακριά αρκετά χρόνια αργότερα, έμοιαζε απείραχτος από τον χρόνο, με την ίδια δεξιοτεχνία στις πατερίτσες και ωστόσο σα να είχε ξεκινήσει η ύφανση ενός ίσκιου πάνω από την κεφαλή του, του ίσκιου των ερωτηματικών και της αμφιβολίας.
Εκείνου του ίσκιου ή της ομίχλης που αποκτούμε οι άνθρωποι όταν αρχίζουμε να νιώθουμε σαν πλάσματα μιας άλλης εποχής που έχει περάσει ανεπίστρεπτη.
Μπορεί να κάνω και λάθος αλλά αυτή ήταν η αίσθηση.
Ποτέ του στην πραγματικότητα δεν εντάχθηκε σε τίποτα πέρα από τις αξίες του. Φύση ατίθαση έμεινε έξω από τις στενές κομματικές γραμμές επιλέγοντας να υπηρετεί την Αριστερά έτσι όπως την εννόησε εκείνος σαν δύναμη απελευθέρωσης των ανθρώπων από όλα τα δεσμά και όχι μόνο τα «δεξιά» ήταν ωστόσο κοντά στον Συνασπισμό ενεργά.
Ηταν ο αντιπροσωπευτικός ερμηνευτής των αντάρτικων τραγουδιών, μερικά από τα οποία είχε γράψει ο ίδιος - τα είχε ζήσει άλλωστε.
Αγωνιστής της Αντίστασης, με φυλακές, εξορίες, θανατικές καταδίκες και αναπηρία -πάει το δεξί του πόδι- στον Εμφύλιο. Αυθεντικός εκπρόσωπος των ταραγμένων εκείνων εποχών, που εξέφραζε -και- με την τέχνη του. Ανθεκτικό κατάλοιπο, οι δίσκοι που άφησε με τη φωνή του.
Είναι ο Πάνος Τζαβέλλας, που «έφυγε» πριν από δύο χρόνια (27 Ιανουαρίου 2009) στα 84 του. Γεννημένος στην Κοζάνη, γεμάτος όνειρα κι ελπίδες, όπως όλα τα παιδιά του κόσμου, αγαπούσε το τραγούδι, το γέλιο, τη χαρά, τον έρωτα, την ανέμελη ζωή, ώσπου, γράφει στο βιβλίο του
«Αντάρτικο - Ροκ» (εκδ. «Ελεύθερος Διάλογος», 1992): «Ηρθαν φασίστες κατακτητές, Γερμανοί, Ιταλοί, Βούλγαροι και πάτησαν τη γη μας. Κατοχή, πείνα, στρατόπεδα συγκέντρωσης, εκτελέσεις. Παρατήσαμε τις κιθάρες και τα τραγούδια και αδράξαμε τα όπλα και τους τηλεβόες. Παιχνίδι καθημερινό με το θάνατο. Παρανομία, αντάρτικο, κακουχίες. Μες στη φωτιά του αγώνα αντρωθήκαμε. Η γενιά μου είναι η γενιά της Εθνικής Αντίστασης 1941-1945».
Ποια απελευθέρωση;
Ηρθε η απελευθέρωση, αλλά όχι και η ειρηνική ζωή. Αγγλοαμερικανοί, ταγματασφαλίτες, δωσίλογοι, μαυραγορίτες «εξαπόλυσαν πογκρόμ ενάντια στο λαό. Καίνε, βιάζουν, βασανίζουν, δολοφονούν. Θέλουν να εξαφανίσουν ό,τι θυμίζει την Εθνική Αντίσταση». Για τους διωκόμενους, αναγκαστικά, ο δρόμος, ξανά, στο βουνό. Μαζί τους και ο Πάνος, ώς την ήττα.
«Στις φυλακές έπεσα νωρίς, από το 1945. Τις καταδίκες όμως σε θάνατο τις άρπαξα όταν πιάστηκα βαριά τραυματισμένος σαν αντάρτης στο Δημοκρατικό Στρατό τον Ιούλη του 1949». Γλίτωσε την εκτέλεση, αλλά όχι τα δεινά και τις κακουχίες».
«Είναι η εποχή του Μίκη και του Μάνου. Το τραγούδι τους, γνήσια λαϊκό, συνεπαίρνει καρδιές και συνειδήσεις. Είναι μιας άλλης ποιότητας. Λίγο αργότερα εμφανίζεται το Νέο Κύμα, που εκφράζει τους νέους. Βρίσκομαι σ' έναν καινούργιο κόσμο. Κούτσα κούτσα αρχίζω να κατεβαίνω στα υπόγεια καπηλειά κι εκεί, σε μια γωνιά, παίζω την κιθάρα μου για ένα πιάτο φαΐ».
Αλλά πάνω που είχε αρχίσει να βγάζει κάτι, ενσκήπτει η χούντα - οπότε ξανά στον αγώνα: «1968. Στο αρχηγείο της Ασφάλειας, στη Νέα Ιωνία. Μια νύχτα. Μ' έχουν λιανίσει στα βασανιστήρια. Καταξεσκισμένο το κορμί μου, από παντού να τρέχουν αίματα». Αρπάζει είκοσι χρόνια για την αντιδικτατορική του δράση και διαβιώνει στις φυλακές Αβέρωφ και Κορυδαλλού. Ώσπου το 1971 αποφυλακίζεται προσωρινά, «λόγω ανηκέστου βλάβης». Υπηρετώντας τον άνθρωπο.
Δουλεύει σε καμπαρέ, ταβέρνες, σκυλάδικα, σε κάθε είδους στέκια. Γνωρίζεται με τον Μάνο Λοΐζο και τον Χρήστο Λεοντή και ανεβαίνει στις μπουάτ της Πλάκας: «Το τραγούδι μας έπεσε σαν βροχή σε καψαλισμένη γη». Εκεί ακούγονται και τα πρώτα του τραγούδια, εκεί και το διαχρονικό «Κυρ Παντελής».
Με την πτώση της χούντας περνάει στο στοιχείο του, στα αντάρτικα: «Ηταν μια ιστορική στιγμή και μια ευκαιρία να ενώσουμε μέσα από τα τραγούδια της Εθνικής Αντίστασης ξανά το λαό. Τι έκαναν οι ηγέτες του κόμματός μου; Κομμένοι στα δύο, ο ένας προσπαθούσε να βγάλει τα μάτια του άλλου. Ετσι η ιστορική στιγμή χάθηκε...».
Το αντάρτικο τραγούδι κυριαρχεί στην Πλάκα, με τον Πάνο στη «Λήδρα», στο στοιχείο του. Και τα πλήθη, νέοι κυρίως, να τραγουδάνε μαζί του. Τραγούδι με περιεχόμενο, αλλά και με ποιότητα: «Κάθε ευσυνείδητη ενέργεια του ανθρώπου είναι πράξη πολιτική. Ετσι και το τραγούδι. Όμως επειδή το τραγούδι είναι έργο τέχνης κρίνεται με μέτρα καλλιτεχνικά κι όχι πολιτικά (...). Ο συνθέτης λοιπόν πρέπει να κρίνεται με βάση την ποιότητα του έργου και όχι με τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Γι' αυτό βλέπουμε δεξιούς συνθέτες-καλλιτέχνες να είναι με το έργο τους προοδευτικοί, ενώ το αντίθετο συμβαίνει με προοδευτικούς, πολιτικά, καλλιτέχνες, όταν το έργο τους είναι ευτελές. Γίνονται αντιδραστικοί (...). Ο καλλιτέχνης δεν υπηρετεί το κόμμα. Υπηρετεί τον άνθρωπο».
Παρ' όλες τις δοκιμασίες του, ο Τζαβέλλας διέθετε αρκετά αποθέματα αισιοδοξίας - γι' αυτό άλλωστε κι επέζησε: «Στον αγώνα καταθέσαμε τη ζωή μας γιατί ονειρευτήκαμε έναν κόσμο της Αδελφοσύνης, της Δημιουργίας, της Χαράς». Γι' αυτό και μέμφεται ανθρωπάκους όπως ο κυρ Παντελής, που νοιάζονται αποκλειστικά και μόνο για τον εαυτούλη τους, χωρίς να σκέφτονται αυτούς που έδωσαν τη ζωή τους, «να γίνει τ' όνειρο φέτα ψωμί». «Κι εσύ τι έκανες κυρ Παντελή / Πες μας τι έκανες σ' αυτή τη γη / Πες μας τι άφησες κληρονομιά / Που να εμπνέει τη νέα γενιά».
Πρέπει να νιώθουμε τυχεροί που υπήρξε, κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 70 που άφησε πάνω μας κάποια λιθαράκια κυρίως μέσα από το τι ήταν ο ίδιος σαν προσωπικότητα. Απόλυτα Αληθινός και Ηθικός μακριά από τις ορδές των νεοελλήνων.
Καταδικασμένος τρεις φορές σε θάνατο αναχώρησε όταν
το βιβλίο της ζωής του έκλεισε γεμάτο με κεφάλαια που το κάθε ένα του είναι και ένα δείγμα ζωής , αγώνα και συνέπειας.
Πηγές: "Ο Πάνος Τζαβέλλας των αντάρτικων" του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΙΩΝΗ και "Ο Πάνος Τζαβέλας και η συνάντηση με τον Γιώργο Πήττα" (κείμενο Γιώργος Πήττας).