26/7/11

Amy Winehouse: To κοριτσάκι με τα σπίρτα...


Νομίζω πως το μεγαλύτερο χάρισμά της ήταν το ότι είχε τη δυνατότητα να «μιλήσει» στις ψυχές ακόμα και των μουσικών ΑΜΕΑ. Η φωνή της ερχόταν από κάπου αλλού, από ένα κόσμο όπου δεν είχε σημασία το σωστό «κάρφωμα της νότας», ούτε οι μοναδικές λαρυγγικές ακροβασίες. Ερχόταν από την άβυσσο μιας πρωτόγονης, ωμής απόγνωσης, κάτι που σε συνδυασμό με το αθώο παιδί που ακόμα ήταν, αποτελούσε ένα ακαταμάχητο παράδοξο.

Η Εϊμι, στα εικοσιένα, τραγουδούσε τα μπλούζ και τα τζαζάκια της σαν να ήταν γεννημένη χιλίων χρονών. Την έχω δει πιτσιρίκα, υγιέστατη, μπουμπούκα, λίγο αδέξια, να «κατεβάζει θέατρα» στις πρώτες της κιόλας εμφανίσεις. Τηn έχω δει -όπως όλοι- λιώμα, ένα σκέλεθρο με χαραγμένο στο κούτελο το εισιτήριο εξόδου -one way pass για το μακάβριο κλάμπ των «27»: μια ηλικία στην οποία «την έκαναν», σαν από μυστικό ραντεβού, ο Τζίμ Μόρρισον, η Τζάνις Τζόπλιν, ο Κέρτ Κομπαίην και Τζίμμυ Χέντριξ.

Σε όποια κατάσταση κι αν τη έβλεπα, δεν ήταν καθόλου δική μου δουλειά να την κριτικάρω και να την κουτσομπολέψω: αν ήταν αυτοκαταστροφική, η απρόσεκτη, ή απλώς βαριά άρρωστη. Καμιά φορά μόνο τη σκεφτόμουν σαν μια σύγχρονη έκδοση του πιο πικρού παραμυθιού που γράφτηκε ποτέ, εκείνη τη μικρούλα στο «κοριτσάκι με τα σπίρτα»: Το τελευταίο που άναψε για ζεστάνει την παγωνιά της ψυχής της, ήταν κι αυτό που την πήρε μακριά.

Όλοι είχαν ένα «αγαπημένο» κομμάτι της. Το δικό μου ήταν το "Ι am no good’” για το οποίο είμαι ακόμα απολύτως -και ηλιθίως- πεπεισμένη ότι εγώ το σύνθεσα, εγώ το στιχούργησα και βεβαίως, εγώ το ηχογράφησα. Τρέλες. Η Εϊμι ήταν, τα τελευταία χρόνια για μένα κάτι σαν το μπαστούνι και απαραίτητο σκυλί-συνοδός για τον τυφλό -μου έδειχνε, με τη σκοτεινή της λάμψη, το δρόμο μέσα στο το σκοτάδι της μουσικής μου ανεπάρκειας: Δεν ήταν μόνη -η Τζάνις και η Μπίλι ήταν οι άλλες μου «φωνές», τόσο νωρίς φευγάτες. Αλλά, γαμώτο, η Εϊμι με είχε κάνει να ξαναπιστέψω. Οτι οι μούσες μου είχαν επιστρέψει, στο βλέμμα, τον λυγμό και στο χάσιμο αυτού του κοριτσιού. Πίστευα πως με κάποιο μαγικό τρικ θα έσπαγε το κλισέ, ότι θα ήταν εκείνη που θα νικούσε -κάπως- τους δαίμονές της. Πως αυτό το αξιοθρήνητο "hello Athens” καταμεσίς του εμβρόντητου Βελιγραδίου, ήταν κάτι περισσότερο από το ντελίριο μιας τελειωμένης. Ευχόμουν -το ψιλοπίστευα- ότι αυτό το «γειά σου Αθήνα» ήταν, ας πούμε, ένας υπαινιγμός για την μελλοντική πραγματοποίηση μιας, έστω μεθυσμένης υπόσχεσης,.

Χτες, περνούσα το πιο βαρετά νορμάλ σαββατόβραδο στον κόσμο -στο λούνα πάρκ «Αηδονάκια», αγοράζοντας μάρκες για τα αλογάκια και τα τραμπολίνα των παιδιών και περιέργως, τη σκεφτόμουν.

«Λες να τα καταφέρει κάποτε να πεί «γεια σου Αθήνα» και να είναι στη σωστή πόλη;» Το ευχόμουν με όλη μου τη ψυχή.

Μισή ώρα αργότερα πήραν φωτιά τα τέλια στα τουϊτερ: «η γκόμενα την έκανε», συνοδευόμενα από το γνωστό RIP, ένα αρκτικόλεξο που σιχαίνομαι βαθειά, μέσα από τη ψυχή μου.

Οσο για την υπόθεση «καταραμένοι καλλιτέχνες», οι στατιστικές λένε ότι αποτελούν μια ισχνή μειοψηφία. Αντίθετα με τον ευρέως διαδεδομένο μύθο του “die young, live forever”, οι σπουδαίοι του κόσμου χαρακτηρίζονται, κυρίως, από την αντοχή στα ζόρια, και κυρίως, τη διάρκειά τους. Η Εϊμι Γουϊνχάουζ ανήκε, στις λίγες, αλλά αλησμόνητες εξαιρέσεις εκείνων που «καίνε το κερί τους κι από τις δυό μεριές, γρήγορα, άτσαλα, σαν επικίνδυνο πυροτέχνημα -ή σαν μοναχικό σπίρτο…

Κοριτσάκι μου γλυκό, θυμωμένο, μοναδικό, είπες «γειά σου Αθήνα» -νομίζω πως πραγματικά ήθελες να φτάσεις μέχρι εδώ, πιστεύω πώς αλήθεια το εννοούσες.
Η Αθήνα τώρα λέει "γειά" -και επίσης το εννοεί.

Κι εμείς το θέλαμε, μικρούλα...

Πηγή: Protagon

16/7/11

Ο πρόστυχος παράδεισος


Εκείνα τα καλοκαίρια που ήμουν λίγο πιο μεγάλος από παιδί και λίγο μικρότερος από έφηβος, ήταν -θαρρώ- τα πιο υπέροχα καλοκαίρια της ζωής μου. Τριγυρίζαμε απ’ το πρωί ως αργά το βράδυ, πότε στη θάλασσα, πότε στα χωράφια και πότε στην πλατεία ή τα σοκάκια του χωριού χωρίς να δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν. Τα κεφάλια μας ήταν κουρεμένα με την ψιλή, οι πλάτες μας κατάμαυρες απ’ τους ήλιους, οι πατούσες μας πετσιασμένες απ’ την ξυπολισιά, τα γόνατα μας μόνιμα πληγιασμένα απ’ τις κουτρουβάλες και τα κυνηγητά. Τρώγαμε φέτες ψωμί βουτηγμένες στο λάδι με τριμμένη ντομάτα και λίγο αλάτι από πάνω, απαλλοτριώναμε αγγούρια και καρπούζια απ’ τα μποστάνια, τσακίζαμε τα σύκα από τις συκιές του δρόμου, κλωτσούσαμε ξεφούσκωτες μπάλλες μαζί με πέτρες, κυνηγούσαμε πουλιά με αυτοσχέδιες σφεντόνες που τις λέγαμε χαρχάλες.

Παίζαμε πόλεμο στα κατσοπρίνια και φτιάχναμε το αντριλίκι μας ψευτομαλώνοντας με παιδιά από διπλανά χωριά σε κάτι ανοικτά χωράφια στη μέση της απόστασης, χωρίς ποτέ να θυμάμαι κάποιον από μας χτυπημένο. Μερικές φορές κατασκευάζαμε μικρές καλύβες με τάβλες και ξύλα, που τις θεωρούσαμε παλάτια και φρούρια μαζί. Κόβαμε κλαδιά από πλατάνους με πυκνό φύλλωμα και φτιάχναμε τη σκεπή τους. Πιάναμε καβρούς και σκατζόχοιρους, αλλά αφού τους χαζεύαμε λίγο τους αφήναμε. Μαζεύαμε το πάνω μέρος από τα άδεια πακέτα τσιγάρων, ΕΘΝΟΣ, ΣΑΝΤΕ και ΑΣΣΟ ΦΙΛΤΡΟ, διότι τα παίζαμε στις αμάδες. Κατεβαίναμε στη θάλασσα τους Αύγουστους με τα μεγάλα κύματα, σκαρφαλώναμε σε ψηλούς βράχους και συναγωνιζόμασταν ποιός θα κάνει την πιο επικίνδυνη βουτιά. Αν και κατά βάθος ζηλεύαμε, κοροϊδεύαμε όσους πρωτευουσιάνους είχαν μάσκες και πέδιλα. Εκεί πρωτοείδα φουσκωτό στρώμα. Πετούσαμε ο ένας στον άλλον χουφτιές βρεγμένης άμμου και τρώγαμε πεταλίδες απ’ τους βράχους ακούγοντας από μακριά το a caza d’ Ιrene. Ερχόταν απ’ το τζουκ-μποξ του μοναδικού ουζερί που βρισκόταν στην άκρη της παραλίας.

Δυο τρεις φορές τη μέρα τραβούσαμε νερό απ’ το πηγάδι, που το περνούσαμε από το λεπτό σουρωτήρι του χαμομιλιού ή από ένα τούλι για να μη πιούμε τις βδέλες και πάθουμε εντερικά. Τα Σάββατα ερχόταν υπαίθριος κινηματογράφος στο χωριό. Έφερνε ταινίες με τον Ρίζο, τον Κωσταντάρα, τον Φούντα και τη Μάρθα Βούρτση. Ένα δίφραγγο έκανε το εισητήριο και τα έργα ήταν πάντα ελληνικά διότι οι περισσότεροι χωριανοί δε μπορούσαν να διαβάσουν υποτίτλους. Μέσα στο καφενείο απαγορευόταν να μπούμε, αλλά το καλοκαίρι που τα τραπέζια ήταν έξω μπορούσαμε να πλησιάσουμε προσεκτικά και ν’ ακούσουμε τις κουβέντες των μεγάλων. Για τις ελιές έλεγαν, για τις προβατίνες και για το ποδόσφαιρο. Πολιτικά λίγα, τα αποφεύγανε. Καμιά φορά, αν υπήρχε κανένας θείος μας ανάμεσα στους θαμώνες, τον κοιτάζαμε τόσο παρακαλετά που στο τέλος μας κερνούσε γκαζόζα, βανίλια ή λουκούμι.

Ήμασταν πλάσματα φασαριόζικα και άγαρμπα, αλλά με μια αίσθηση κοινωνικής και οικογενειακής ιεραχίας που μας έκανε εν’ τέλει καλά παιδιά. Σκληραγωγημένα σαν πετραμύγδαλα, ευρηματικά σαν Ροβινσώνες. Κι εκείνα τα καλοκαίρια ήταν τα πιο μεστά, τα πιο ανέμελα και πιο αθώα της ενσυνείδητης ζωής μου. Ό,τι κι αν φέρω στο μυαλό μου από κείνη την περίοδο, είναι διαποτισμένο από μια αίσθηση βαθιάς ανεπιτείδευτης ευτυχίας. Ο χυμός του καρπουζιού που έτρεχε στο πηγούνι μου, ο αφρός της θάλασσας που έδερε το πρόσωπο μου, το τρεχαλητό μας πίσω απ’ τη μπάλλα στην αλάνα, η βαθιά ησυχία του δειλινού στο σκαλοπάτι, ο καπνός απ’ τα τσιγάρα των μεγάλων στην πλατεία, τα μουρμουρητά των γιαγιάδων που αποσπερίζανε στις αυλές. Όλα είναι αποτυπωμένα στο μυαλό μου ως ένας ανεπίστρεπτος προεφηβικός παράδεισος, που όμοιος του δεν θα ξαναϋπάρξει για μένα.

Μα πιο πολύ απ’ όλα, έρχεται στο μυαλό μου εκείνη η ανυπόφορα φορτισμένη ώρα της νύχτας, όταν όλοι είχαν πια ησυχάσει, που ανοίγαμε σιγά-σιγά την πόρτα του σπιτιού μας και χανόμασταν τρέχοντας μέσ’ τα σκοτάδια. Προχωρώντας προσεκτικά για να μη μας δει κανένα μάτι και ακούγοντας μόνο γρύλους απ’ το χώμα, κουκουβάγιες απ’ τα σκοτεινά δέντρα και σκυλιά να γαυγίζουν απ’ τα σπίτια, φθάναμε στο προκαθορισμένο σημείο. Ήμασταν πάντα η παρέα με τον Νικολή, τον Γιώργη, τον Ευθύμη και τον Μανόλη. Δεν ανταλλάσαμε ούτε λέξη, αλλά σαν ληστές της νύχτας, σαν Χαϊνηδες, σαν καλοκαιρινά ξωτικά, κινούσαμε όλοι μαζί κάτω απ’ το μεγάλο φεγγάρι προς τον στόχο που είχαμε από νωρίς εντοπίσει. Μια ασυγκράτητη εσωτερική δύναμη μας έφερνε ως το πορτάκι της αυλής που είχαμε βάλει στο μάτι, αδιαφορώντας για τις φρικτές συνέπειες που θα μας επιφύλασε το σκληρό περιβάλλον του χωριού, αν μας ανακάλυπταν. Ήταν πάντα η αυλή κάποιου σπιτιού που είχε νεαρό κορίτσι ή κάποια νέα και όμορφη παντρεμένη γυναίκα.

Σαν επαγγελματίες διαρρήκτες δρασκελίζαμε αθόρυβα τους φράκτες, περνούσαμε ανάμεσα από γλάστρες και καρέκλες, αποφεύγαμε κλαδιά και μικροαντικείμενα που θα μπορούσαν να ξυπνήσουν τους ενοίκους και φθάναμε ως την απλώστρα. Με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις ξεκρεμούσαμε τις γυναικείες κυλότες που είχαμε εντοπίσει στις ημερήσιες βόλτες μας στα σοκκάκια, τις χώναμε στην τσέπη μας και αποσυρόμασταν αστραπιαία σαν τους φονιάδες. Δεν έπρεπε να μας δει κανείς μέχρι να γυρίσουμε, διότι όλα συζητιόντουσαν στο καφενείο και θα καταλάβαιναν τι ζητούσαμε έξω μεσάνυκτα. Και μόνο όταν κλείναμε την πόρτα του σπιτιού πίσω μας βεβαιωμένοι ότι οι δικοί μας δεν είχαν πάρει χαμπάρι την απουσία μας, μόνο όταν χωνόμασταν κάτω απ’ το σεντόνι, αφήναμε την ερωτική αγαλλίαση να μας συνεπάρει και μας ταξιδέψει ως την άκρη του σύμπαντος. Διότι εκείνη την περίοδο εξερευνούσαμε το μυστήριο της νέας μας ζωής, από τα πιο ανυπόφορα ύψη ως τα πιο βαθιά πηγάδια του... κι είχαμε αντιληφθεί πως άλλη ήταν η γλύκα της ικανοποίησης πάνω σε μια αόρατη φαντασίωση κι άλλη η ένταση του ξεσπάσματος πάνω στην κλεμμένη κυλότα της γυναίκας που βλέπαμε το απόγευμα να περνά απ’ το σοκάκι... διότι καθώς περνούσε κρατώντας το καλάθι με τα κηπευτικά, πηγαινόφερνε πρόστυχα τα καπούλια της και μας καλούσε...

Πηγή: Protagon