Νομίζω πως το μεγαλύτερο χάρισμά της ήταν το ότι είχε τη δυνατότητα να «μιλήσει» στις ψυχές ακόμα και των μουσικών ΑΜΕΑ. Η φωνή της ερχόταν από κάπου αλλού, από ένα κόσμο όπου δεν είχε σημασία το σωστό «κάρφωμα της νότας», ούτε οι μοναδικές λαρυγγικές ακροβασίες. Ερχόταν από την άβυσσο μιας πρωτόγονης, ωμής απόγνωσης, κάτι που σε συνδυασμό με το αθώο παιδί που ακόμα ήταν, αποτελούσε ένα ακαταμάχητο παράδοξο.
Η Εϊμι, στα εικοσιένα, τραγουδούσε τα μπλούζ και τα τζαζάκια της σαν να ήταν γεννημένη χιλίων χρονών. Την έχω δει πιτσιρίκα, υγιέστατη, μπουμπούκα, λίγο αδέξια, να «κατεβάζει θέατρα» στις πρώτες της κιόλας εμφανίσεις. Τηn έχω δει -όπως όλοι- λιώμα, ένα σκέλεθρο με χαραγμένο στο κούτελο το εισιτήριο εξόδου -one way pass για το μακάβριο κλάμπ των «27»: μια ηλικία στην οποία «την έκαναν», σαν από μυστικό ραντεβού, ο Τζίμ Μόρρισον, η Τζάνις Τζόπλιν, ο Κέρτ Κομπαίην και Τζίμμυ Χέντριξ.
Σε όποια κατάσταση κι αν τη έβλεπα, δεν ήταν καθόλου δική μου δουλειά να την κριτικάρω και να την κουτσομπολέψω: αν ήταν αυτοκαταστροφική, η απρόσεκτη, ή απλώς βαριά άρρωστη. Καμιά φορά μόνο τη σκεφτόμουν σαν μια σύγχρονη έκδοση του πιο πικρού παραμυθιού που γράφτηκε ποτέ, εκείνη τη μικρούλα στο «κοριτσάκι με τα σπίρτα»: Το τελευταίο που άναψε για ζεστάνει την παγωνιά της ψυχής της, ήταν κι αυτό που την πήρε μακριά.
Όλοι είχαν ένα «αγαπημένο» κομμάτι της. Το δικό μου ήταν το "Ι am no good’” για το οποίο είμαι ακόμα απολύτως -και ηλιθίως- πεπεισμένη ότι εγώ το σύνθεσα, εγώ το στιχούργησα και βεβαίως, εγώ το ηχογράφησα. Τρέλες. Η Εϊμι ήταν, τα τελευταία χρόνια για μένα κάτι σαν το μπαστούνι και απαραίτητο σκυλί-συνοδός για τον τυφλό -μου έδειχνε, με τη σκοτεινή της λάμψη, το δρόμο μέσα στο το σκοτάδι της μουσικής μου ανεπάρκειας: Δεν ήταν μόνη -η Τζάνις και η Μπίλι ήταν οι άλλες μου «φωνές», τόσο νωρίς φευγάτες. Αλλά, γαμώτο, η Εϊμι με είχε κάνει να ξαναπιστέψω. Οτι οι μούσες μου είχαν επιστρέψει, στο βλέμμα, τον λυγμό και στο χάσιμο αυτού του κοριτσιού. Πίστευα πως με κάποιο μαγικό τρικ θα έσπαγε το κλισέ, ότι θα ήταν εκείνη που θα νικούσε -κάπως- τους δαίμονές της. Πως αυτό το αξιοθρήνητο "hello Athens” καταμεσίς του εμβρόντητου Βελιγραδίου, ήταν κάτι περισσότερο από το ντελίριο μιας τελειωμένης. Ευχόμουν -το ψιλοπίστευα- ότι αυτό το «γειά σου Αθήνα» ήταν, ας πούμε, ένας υπαινιγμός για την μελλοντική πραγματοποίηση μιας, έστω μεθυσμένης υπόσχεσης,.
Χτες, περνούσα το πιο βαρετά νορμάλ σαββατόβραδο στον κόσμο -στο λούνα πάρκ «Αηδονάκια», αγοράζοντας μάρκες για τα αλογάκια και τα τραμπολίνα των παιδιών και περιέργως, τη σκεφτόμουν.
«Λες να τα καταφέρει κάποτε να πεί «γεια σου Αθήνα» και να είναι στη σωστή πόλη;» Το ευχόμουν με όλη μου τη ψυχή.
Μισή ώρα αργότερα πήραν φωτιά τα τέλια στα τουϊτερ: «η γκόμενα την έκανε», συνοδευόμενα από το γνωστό RIP, ένα αρκτικόλεξο που σιχαίνομαι βαθειά, μέσα από τη ψυχή μου.
Οσο για την υπόθεση «καταραμένοι καλλιτέχνες», οι στατιστικές λένε ότι αποτελούν μια ισχνή μειοψηφία. Αντίθετα με τον ευρέως διαδεδομένο μύθο του “die young, live forever”, οι σπουδαίοι του κόσμου χαρακτηρίζονται, κυρίως, από την αντοχή στα ζόρια, και κυρίως, τη διάρκειά τους. Η Εϊμι Γουϊνχάουζ ανήκε, στις λίγες, αλλά αλησμόνητες εξαιρέσεις εκείνων που «καίνε το κερί τους κι από τις δυό μεριές, γρήγορα, άτσαλα, σαν επικίνδυνο πυροτέχνημα -ή σαν μοναχικό σπίρτο…
Κοριτσάκι μου γλυκό, θυμωμένο, μοναδικό, είπες «γειά σου Αθήνα» -νομίζω πως πραγματικά ήθελες να φτάσεις μέχρι εδώ, πιστεύω πώς αλήθεια το εννοούσες.
Η Αθήνα τώρα λέει "γειά" -και επίσης το εννοεί.
Κι εμείς το θέλαμε, μικρούλα...
Πηγή: Protagon