16/7/11
Ο πρόστυχος παράδεισος
Εκείνα τα καλοκαίρια που ήμουν λίγο πιο μεγάλος από παιδί και λίγο μικρότερος από έφηβος, ήταν -θαρρώ- τα πιο υπέροχα καλοκαίρια της ζωής μου. Τριγυρίζαμε απ’ το πρωί ως αργά το βράδυ, πότε στη θάλασσα, πότε στα χωράφια και πότε στην πλατεία ή τα σοκάκια του χωριού χωρίς να δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν. Τα κεφάλια μας ήταν κουρεμένα με την ψιλή, οι πλάτες μας κατάμαυρες απ’ τους ήλιους, οι πατούσες μας πετσιασμένες απ’ την ξυπολισιά, τα γόνατα μας μόνιμα πληγιασμένα απ’ τις κουτρουβάλες και τα κυνηγητά. Τρώγαμε φέτες ψωμί βουτηγμένες στο λάδι με τριμμένη ντομάτα και λίγο αλάτι από πάνω, απαλλοτριώναμε αγγούρια και καρπούζια απ’ τα μποστάνια, τσακίζαμε τα σύκα από τις συκιές του δρόμου, κλωτσούσαμε ξεφούσκωτες μπάλλες μαζί με πέτρες, κυνηγούσαμε πουλιά με αυτοσχέδιες σφεντόνες που τις λέγαμε χαρχάλες.
Παίζαμε πόλεμο στα κατσοπρίνια και φτιάχναμε το αντριλίκι μας ψευτομαλώνοντας με παιδιά από διπλανά χωριά σε κάτι ανοικτά χωράφια στη μέση της απόστασης, χωρίς ποτέ να θυμάμαι κάποιον από μας χτυπημένο. Μερικές φορές κατασκευάζαμε μικρές καλύβες με τάβλες και ξύλα, που τις θεωρούσαμε παλάτια και φρούρια μαζί. Κόβαμε κλαδιά από πλατάνους με πυκνό φύλλωμα και φτιάχναμε τη σκεπή τους. Πιάναμε καβρούς και σκατζόχοιρους, αλλά αφού τους χαζεύαμε λίγο τους αφήναμε. Μαζεύαμε το πάνω μέρος από τα άδεια πακέτα τσιγάρων, ΕΘΝΟΣ, ΣΑΝΤΕ και ΑΣΣΟ ΦΙΛΤΡΟ, διότι τα παίζαμε στις αμάδες. Κατεβαίναμε στη θάλασσα τους Αύγουστους με τα μεγάλα κύματα, σκαρφαλώναμε σε ψηλούς βράχους και συναγωνιζόμασταν ποιός θα κάνει την πιο επικίνδυνη βουτιά. Αν και κατά βάθος ζηλεύαμε, κοροϊδεύαμε όσους πρωτευουσιάνους είχαν μάσκες και πέδιλα. Εκεί πρωτοείδα φουσκωτό στρώμα. Πετούσαμε ο ένας στον άλλον χουφτιές βρεγμένης άμμου και τρώγαμε πεταλίδες απ’ τους βράχους ακούγοντας από μακριά το a caza d’ Ιrene. Ερχόταν απ’ το τζουκ-μποξ του μοναδικού ουζερί που βρισκόταν στην άκρη της παραλίας.
Δυο τρεις φορές τη μέρα τραβούσαμε νερό απ’ το πηγάδι, που το περνούσαμε από το λεπτό σουρωτήρι του χαμομιλιού ή από ένα τούλι για να μη πιούμε τις βδέλες και πάθουμε εντερικά. Τα Σάββατα ερχόταν υπαίθριος κινηματογράφος στο χωριό. Έφερνε ταινίες με τον Ρίζο, τον Κωσταντάρα, τον Φούντα και τη Μάρθα Βούρτση. Ένα δίφραγγο έκανε το εισητήριο και τα έργα ήταν πάντα ελληνικά διότι οι περισσότεροι χωριανοί δε μπορούσαν να διαβάσουν υποτίτλους. Μέσα στο καφενείο απαγορευόταν να μπούμε, αλλά το καλοκαίρι που τα τραπέζια ήταν έξω μπορούσαμε να πλησιάσουμε προσεκτικά και ν’ ακούσουμε τις κουβέντες των μεγάλων. Για τις ελιές έλεγαν, για τις προβατίνες και για το ποδόσφαιρο. Πολιτικά λίγα, τα αποφεύγανε. Καμιά φορά, αν υπήρχε κανένας θείος μας ανάμεσα στους θαμώνες, τον κοιτάζαμε τόσο παρακαλετά που στο τέλος μας κερνούσε γκαζόζα, βανίλια ή λουκούμι.
Ήμασταν πλάσματα φασαριόζικα και άγαρμπα, αλλά με μια αίσθηση κοινωνικής και οικογενειακής ιεραχίας που μας έκανε εν’ τέλει καλά παιδιά. Σκληραγωγημένα σαν πετραμύγδαλα, ευρηματικά σαν Ροβινσώνες. Κι εκείνα τα καλοκαίρια ήταν τα πιο μεστά, τα πιο ανέμελα και πιο αθώα της ενσυνείδητης ζωής μου. Ό,τι κι αν φέρω στο μυαλό μου από κείνη την περίοδο, είναι διαποτισμένο από μια αίσθηση βαθιάς ανεπιτείδευτης ευτυχίας. Ο χυμός του καρπουζιού που έτρεχε στο πηγούνι μου, ο αφρός της θάλασσας που έδερε το πρόσωπο μου, το τρεχαλητό μας πίσω απ’ τη μπάλλα στην αλάνα, η βαθιά ησυχία του δειλινού στο σκαλοπάτι, ο καπνός απ’ τα τσιγάρα των μεγάλων στην πλατεία, τα μουρμουρητά των γιαγιάδων που αποσπερίζανε στις αυλές. Όλα είναι αποτυπωμένα στο μυαλό μου ως ένας ανεπίστρεπτος προεφηβικός παράδεισος, που όμοιος του δεν θα ξαναϋπάρξει για μένα.
Μα πιο πολύ απ’ όλα, έρχεται στο μυαλό μου εκείνη η ανυπόφορα φορτισμένη ώρα της νύχτας, όταν όλοι είχαν πια ησυχάσει, που ανοίγαμε σιγά-σιγά την πόρτα του σπιτιού μας και χανόμασταν τρέχοντας μέσ’ τα σκοτάδια. Προχωρώντας προσεκτικά για να μη μας δει κανένα μάτι και ακούγοντας μόνο γρύλους απ’ το χώμα, κουκουβάγιες απ’ τα σκοτεινά δέντρα και σκυλιά να γαυγίζουν απ’ τα σπίτια, φθάναμε στο προκαθορισμένο σημείο. Ήμασταν πάντα η παρέα με τον Νικολή, τον Γιώργη, τον Ευθύμη και τον Μανόλη. Δεν ανταλλάσαμε ούτε λέξη, αλλά σαν ληστές της νύχτας, σαν Χαϊνηδες, σαν καλοκαιρινά ξωτικά, κινούσαμε όλοι μαζί κάτω απ’ το μεγάλο φεγγάρι προς τον στόχο που είχαμε από νωρίς εντοπίσει. Μια ασυγκράτητη εσωτερική δύναμη μας έφερνε ως το πορτάκι της αυλής που είχαμε βάλει στο μάτι, αδιαφορώντας για τις φρικτές συνέπειες που θα μας επιφύλασε το σκληρό περιβάλλον του χωριού, αν μας ανακάλυπταν. Ήταν πάντα η αυλή κάποιου σπιτιού που είχε νεαρό κορίτσι ή κάποια νέα και όμορφη παντρεμένη γυναίκα.
Σαν επαγγελματίες διαρρήκτες δρασκελίζαμε αθόρυβα τους φράκτες, περνούσαμε ανάμεσα από γλάστρες και καρέκλες, αποφεύγαμε κλαδιά και μικροαντικείμενα που θα μπορούσαν να ξυπνήσουν τους ενοίκους και φθάναμε ως την απλώστρα. Με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις ξεκρεμούσαμε τις γυναικείες κυλότες που είχαμε εντοπίσει στις ημερήσιες βόλτες μας στα σοκκάκια, τις χώναμε στην τσέπη μας και αποσυρόμασταν αστραπιαία σαν τους φονιάδες. Δεν έπρεπε να μας δει κανείς μέχρι να γυρίσουμε, διότι όλα συζητιόντουσαν στο καφενείο και θα καταλάβαιναν τι ζητούσαμε έξω μεσάνυκτα. Και μόνο όταν κλείναμε την πόρτα του σπιτιού πίσω μας βεβαιωμένοι ότι οι δικοί μας δεν είχαν πάρει χαμπάρι την απουσία μας, μόνο όταν χωνόμασταν κάτω απ’ το σεντόνι, αφήναμε την ερωτική αγαλλίαση να μας συνεπάρει και μας ταξιδέψει ως την άκρη του σύμπαντος. Διότι εκείνη την περίοδο εξερευνούσαμε το μυστήριο της νέας μας ζωής, από τα πιο ανυπόφορα ύψη ως τα πιο βαθιά πηγάδια του... κι είχαμε αντιληφθεί πως άλλη ήταν η γλύκα της ικανοποίησης πάνω σε μια αόρατη φαντασίωση κι άλλη η ένταση του ξεσπάσματος πάνω στην κλεμμένη κυλότα της γυναίκας που βλέπαμε το απόγευμα να περνά απ’ το σοκάκι... διότι καθώς περνούσε κρατώντας το καλάθι με τα κηπευτικά, πηγαινόφερνε πρόστυχα τα καπούλια της και μας καλούσε...
Πηγή: Protagon
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου