31/10/09

Nα ξυπνάω και να είμαι μαζί σου,εδώ να ζεις...


Σε μαγεία μέσα ζω μια ζωή. Κι αν μου πεις τώρα πώς έγινε δεν ξέρω να σου πω. Κι όσο διαρκεί αυτό καμία σχέση δεν έχω με τα «έξω». Εγώ ζω μέσα σε μια θάλασσα. Τη δική μου θάλασσα. Που άλλοτε τα κύματα της με νανουρίζουν γλυκά, κι άλλοτε τα ακούω να ουρλιάζουν με μανία. Ένα «στοιχειό» μέσα της. Αυτή είμαι εγώ. Όταν γελάω ακούγεται έξω. Κι όταν κλαίω πάλι ακούγεται.

Κάθομαι και γράφω. Γράφω λέξεις που δεν τις ξέρω. Δεν τις έχω ακούσει ποτέ. Κι ανοίγω το λεξικό να δω αν είναι αυτή η σωστή λέξη; Κι είναι αυτή η λέξη. Καμία άλλη, μόνο αυτή. Είναι σαν να τις έχω ξαναπεί κάποτε στη ζωή μου, σε άλλη ζωή ίσως. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που μου λες ότι λείπουν τα επίθετα. Δεν ξέρω τι είναι αυτό. Γράφω κατεβατά ολόκληρα. Τελειώνει η φράση. Η εικόνα, έρχεται η εικόνα και οι λέξεις βγαίνουν μετά, κατευθείαν.

Δεν στήνω εγώ τα πρόσωπα, δεν στήνω τίποτα. Μόνα τους παίρνουν όλα θέση. Αλήθεια σου λέω. Εγώ είμαι η δούλα. Ο μπάτλερ τους που σερβίρω. Δεν ξέρω τι γίνεται, ποτέ δεν ξέρω τι γίνεται. Όλα τα πρόσωπα είναι υπαρκτά, όλα εκτός από ένα, που είναι αληθινό αλλά με μια χρονική απόσταση.

Γενναιοδωρία της ψυχής, της συντροφικότητας, της παρέας και του φόβου παντού.

Όταν ζεις μια ζωή αλλιώτικη, βλέπεις τη γενναιοδωρία αλλού. Πολύ κι αλλού. Εκεί που τη συναντάς γίνεσαι ένα μαζί της. Όταν ένας άνθρωπος σε βοηθάει σε μια δύσκολη στιγμή, ας είναι και ξένος, ενώνεσαι μαζί του, τον αγαπάς. Αυτό λέω εγώ γενναιοδωρία. Και να χάσεις εσύ κάτι για να μην πάθει ο άλλος ζημιά και να βοηθήσεις, έτσι πρέπει να κυλάει η ζωή.

Έτσι κυλούσε η δική μου ζωή, παντού όπου πήγαινα. Πολλές φορές ήμουν εγώ που έμπαινα μπροστά, πρώτη για να βοηθήσει. Κι άλλες φορές ήταν άλλοι μπροστά μου. Όταν ζεις τέτοια πράγματα, αλλάζεις χαρακτήρα και πας αλλού. Σε μέρη πολύ όμορφα.

Ακόμα κι αν ζεις μόνος και χαίρεσαι τη ζωή.



cλ
opy από τα ψαροκάικα των συγγραφέων

30/10/09

Ίβαρ, που θα πει στ’ αρχαία νορβηγικά τοξότης αλλά στα σημερινά ταξιδευτής


Δε λέω πως αυτό που βιώνουμε στις μέρες μας είναι μια πράξη διαμαρτυρίας ή αντίστασης σε ό,τι διαπράττεται στην πλάτη και τη νοημοσύνη μας αυτόν τον καιρό. Κανείς δεν μπορεί να διαμαρτυρηθεί τελεσφόρως στην λαίλαπα του άδειου λόγου που γεμίζει μ’ άχυρα τα μεγαλύτερα κενά του νοήμονος κοινού, ή να αντισταθεί αποτελεσματικά στην τρέλα που ορθώνεται απειλητικά γύρω μας. Είμαστε καταδικασμένα χωμένοι σ’ ένα χυλό δημόσιας πραγματικότητας, υπαρκτής ή εικονικής, και υπάρχουμε όπως όπως· Τον ανακατώνουμε και ανακατευόμαστε κι εμείς ως αδρανή ή δραστήρια υλικά. Το μόνο που μπορούμε είναι να διαφεύγουμε σποραδικά κι ατομικά απ’ αυτόν. Όμως το να βρίσκεσαι με φίλους, συμπαθείς γνωστούς και ωραίους ξένους σε μια εκδήλωση με μόνο γνώμονα την εφήμερη απόλαυση της συγγραφικής και καλλιτεχνικής ουσίας αλλά και της καθ’ αυτό παρουσίας ενός λίαν ενδιαφέροντος αγνώστου ανθρώπου και του έργου του, είναι ένα επαρκές κίνητρο παρουσίας το οποίο τελικά εξελίσσεται δώρημα χαριστήριο στους μίζερους καιρούς μας.

Στο βραδινό, στο οποίο παρεβρέθηκα αναπάντεχα, αλλά με φίλια διάθεση, ήρθα όχι γιατί με συγκίνησε το βιβλίο που παρουσιαζόταν μιας και εμφανίστηκε απρόσμενα μπρος μου και χωρίς κόπο αλλά με ευχαρίστηση αφού αυτό έριχνε ευθύγραμμη ματιά σε πράγματα οικεί για μένα στα οποία ο συγγραφέας έδινε τη δική του απόχρωση.

Τα καθημερινά μας έργα στη ζωή ξεπερνούν εκείνα που σκεφτόμαστε λίγο πριν από τον ύπνο για να γίνουν όνειρα στιγμιαία, που σχεδιάζουμε, που γράφουμε, αλλά δεν ζούμε.

«Αυτό που ζητούσα δεν το βρήκα ούτε στα πιο μεθυσμένα μου όνειρα» δηλώνει μια υπογράμμιση στα ποιήματα του Μ. Αναγνωστάκη. Τι δηλαδή, αναρωτιέμαι χρόνια τώρα; «Οπου και να πάω οι άνθρωποι μου λένε: Μη φεύγετε τόσο γρήγορα, μείνετε! Μόνο εγώ ξέρω πόσα μου μένουν ακόμα να δω». Εδώ ο Πωλ Μοράν με τα «Ταξίδια» του. (εκδ. Ολκός).

Το ότι ο φέρων και ελληνικό όνομα αυτό της συζύγου του Ίβαρ Παπαδόπουλος Σαμούελσεν, ξεκίνησε από τη Νορβηγία για το Ιράν με τα πόδια (ενάμιση χρόνο πορεία) και από τη Νορβηγία πάλι για την Ελλάδα με μια βάρκα και ένα κουπί (380 μέρες στη θάλασσα) και τις δύο φορές παράτησε τη μόνιμη δουλειά του γιατί το ταξίδι τον τραβούσε όχι μόνον απ’ το μανίκι αλλά απ’ όλο του το είναι- φαντάζουν σχεδόν απίστευτες ανθρώπινες επιτεύξεις του καιρού μας, για τα χθαμαλά* σώματα και τις ακόμα πιο μαλθακές μας προθέσεις.
Ζούμε στο σήμερα ελπίζοντας πάντα στο αύριο για να ξεκινήσουμε κάτι άλλο, ένα ταξίδι, μια γνωριμία, μια δουλειά, μέχρι και μια δίαιτα. Η προσμονή του διαφορετικού μας γεμίζει με μια ένταση επιθυμίας και με μια έμφαση προετοιμασίας. Όμως στη συνέχεια διαπιστώνουμε πως μας φεύγει μέσα από τις σφιχτές παλάμες μας ο καιρός, νερό ή άμμος, αφού η πρώτη δύσκολη ακόμα κι ανισόπεδη διάβαση για την πραγματοποίηση, μας γυρίζει πίσω στην αφετηρία της στασιμότητας. Συνήθως δεν έχουμε τα φτερά να πετάξουμε πάνω από τα πράγματα που μας συνήθισαν και τα συνηθίσαμε. Όσες φορές φυτρώνουν ανέλπιστα στην πλάτη μας είναι κολλημένα με το κερί του Ίκαρου.
Η ανθρώπινη αδυναμία μας καθηλώνει στα γνώριμα. Αν και κάποια στιγμή λέω ευτυχώς δηλαδή. Σκέφτομαι το συγγραφέα πως ξεκίνησε και τι συνάντησε όχι στα ταξίδια στον τόπο μας που περιγράφει αγαπητικά στο βιβλίο του «Η δική μου Ελλάδα –Θραύσματα μιας ελληνικής πραγματικότητας» το οποίο μετέφρασε η σύζυγός του κ. Κυριακή Παπαδοπούλου Σάμουελσεν (κατάγεται από τη Μεσιανή του τόπου μας) και την οποία συνάντησε στη μέση της μεγάλης οδοιπορίας του προς την Ινδία κι από κει περιέπλεξαν τις τύχες και τα ονόματά τους) και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός, αφού είναι εύκολη η πραγματοποίησή τους.

Αλλά στις μοναχικές του εισβολές στον κόσμο του δύσκολου κι άγνωστου τρόπου φυγής. Δείχνει να είναι ένα τέρας θέλησης. Είναι όμως, ταυτόχρονα ένας ποιητής της πράξης (το δείχνει και το εντυπωσιακό παρουσιαστικό του) που γράφει πεζοπορώντας ή κωπηλατώντας κάτι σαν μια Οδύσσεια, το έπος του ασυνήθιστου, του απροσδόκητου. Ένας απόστολος χωρίς την τελεολογία του Θείου, ένας ιεραπόστολος μιας ιδεολογίας που δεν έχει αντιστοιχία στα κοινά μας μέτρα. Ίσως έχει κάτι από Ζ.Ζ. Ρουσώ με τις εκ πεποιθήσεως οδοιπορίες του, τις «Εξομολογήσεις» του και την απόλυτη φυσικότητα του ζην. Τι γνώρισε και τι πέρασε ή και προσπέρασε. Τι είναι λοιπόν ο. Ιβαρ Π.Σ. συγγραφέας στρατοκόπος, ένας συγγραφέας ριψοκίνδυνος; Έχει προγόνους τους Βίκιγκς και γνώρισε απογόνους του Οδυσσέα. Ένας Μάρκο Πόλο. Ίσως και τίποτε εξ ολοκλήρου απ’ αυτούς, αλλά να έχει λίγο από τους μεγάλους της ταξιδιωτικής περιπέτειας.

«Το να φεύγεις σημαίνει να κερδίζεις τη δίκη ενάντια στη συνήθεια». Πάλι ο Π. Μοράν.

Σκέφτομαι την εμπύρετη δημιουργική μοναξιά στα μοναχικά του ταξίδια. Τι σκεφτόταν και τι τον συντρόφευε σε αυτές τις οριακές προσωπικές διαφυγές από την καθημερινή του πραγματικότητα; Ποιές ήταν ποιό ποιητικές του εκδοχές; Οι ομίχλες ή οι ξαστεριές, οι νηνεμίες ή οι θαλασσοταραχές, τα βουνά ή οι πεδιάδες, τα μονοπάτια οι ανοιχτοί δρόμοι, η μνήμη ή η λήθη;

Όταν δεν με παίρνουν στην πλάτη τους τα βιβλία των ταξιδιών, έχω δίπλα μου στο χώρο του ακίνητου μου καθημερινού ταξιδιού προς το άλλο, όλα σχεδόν τα σύνεργα που πρέπει να έχει ένας άνθρωπος της στάσης, που θέλει αλλά δεν μπορεί, κι ούτε θέλει δηλαδή-καθώς το διαρκές ταξίδι είναι στο αίμα στο
DNA- να ταξιδέψει αλλά και με τους άλλους.

«Το ωραιότερο ταξίδι αυτού του κόσμου είναι αυτό που κάνουμε ο ένας προς τον άλλον» γράφει ο Πωλ Μοράν.

Μια υδρόγειος μεγάλη σαν πορτοκάλι, δύο πυξίδες, ένα ανεμολόγιο, μια κλεψύδρα, έναν εξάντα, ένα σκάφανδρο, ένα μικρό εντελώς καράβι, μια πρύμνη κεραμική, ένα ναυτικό μαχαίρι, ένα όργανο κυλινδρικό παιχνίδι που ανακινώντας το ακούω ήμερα τα κύματα της θάλασσα καθώς σπάζουν στην ακρογιαλιά.

«Μ’ αυτά όλο να λέω μια μέρα να φύγω για το πουθενά
αλλ’ ενώ ξεκινώ μένω στα ίδια της σκέψης μου στενά»

Κατανοητή η προσωπική μας δυνατότητα η οποία μας καθηλώνει στα διαβάσματα, αλλά και στα ταξίδια που έκαναν άλλοι και φρόντισαν να τα γράψουν. Πολύ δε περισσότερο να τα ζήσουν ως πρωταγωνιστές τους κι όχι ως περιδιαβαστές των χώρων. Τα ταξίδια περιπέτεια όπως αυτά που κάνει κι έκανε ο Ι.Π.Σ. που απόψε θα μας αφηγηθεί όχι το βιβλίο της συγγραφής του αλλά μέρη από το βιβλίο της ζωής του.

Κι αυτό κι αν είναι συναρπαστική εμπειρία για μας και τα στεκούμενα νερά μας.

«Απ’ όλες τις πράξεις του ανθρώπου οι μόνες ίσως χρήσιμες και οι μόνες σκόπιμες είναι η ποίηση και το ταξίδι».

Είναι μια ωραία σκέψη ενός άγνωστου ήδη σε μένα ποιητή, γιατί τι άλλο θα μπορούσε να είναι, την οποία χρησιμοποίησα χιλιάκις και σε διάφορες περιπτώσεις μέχρι κι αδόκιμα από το πολύ που μ’ άρεσε, κι αυτό για να διαδηλώσω την πίστη μου σε δύο καθημερινότητες που με συνέχουν. Αυτή είναι και η μόνη κατάθεση μου για τις μέρες που διανύουμε.

Εκ προϊμίου, όμως, με όσα έμαθα γι’ αυτόν και μιαν που είναι και των ημερών, εγώ χειροκροτώ αυτόν τον ταξιδιώτη κι όχι εκείνους τους κυνηγούς της απελπισίας της ζωής. Ότι αυτός μας δείχνει ένα δρόμο ελευθερίας κι απόδρασης από τα πλείστα όσα κελύφη μας φόρτωσαν στις πλάτες οι γενικότερες συνθήκες και η ανεμελιά της υποτέλειάς μας. Έγιναν έτσι πέτσα της συμβατικότητας αδιάτρητη η οποία δεν μας επιτρέπει να διαπεράσουμε την ομίχλη της πραγματικότητας και να διαχυθούμε στην πρόσκληση του άγνωστου και την πρόκληση του διαφορετικού.

Έγραψαν για το βιβλίο :

Εφημερίδα Μος Αβίς, Νορβηγία :
...Μπορείς απλά να παρομιάσεις το βιβλίο με ένα μικρό κουκούτσι ελιάς. Και αν φυτεύσεις κουκούτσια ελιάς σε πρόσφορο έδαφος, ίσως να μπορέσεις να δεις τους απογόνους σου να απολαμβάνουν τους καρπούς για χίλια χρόνια.

Εφημερίδα Βέστμπι Νιτ, Νορβηγία :
..."Η δική μου Ελλάδα" είναι ένα βιβλίο για όλους τους φιλέλληνες.Εμείς οι άλλοι γινόμαστε φιλέλληνες όταν διαβάσουμε το βιβλίο.

Εφημερίδα Νταγκσαβίσεν, Νορβηγία:
... Ο Ίβαρ Σάμουελσεν περιγράφει τη ζωή στο χωριό και τις στενές συναντήσεις του με τον ελληνικό λαό, στη χώρα που έχει διασχίσει κατά μήκος και κατά πλάτος ταξιδεύοντας πάνω από 20 χρόνια.Ένα βιβλίο γι΄αυτούς που έχουν βαρεθεί τον ίδιο μουσακά και που θέλουν να οδηγήσουν τη μοτοσυκλέτα λίγο πιο πέρα.

Περιοδικό Ελλάς Κουλτούρ, Δανία:
...πολύ ευανάγνωστο και αξιόλογο βιβλίο, το οποίο σκιαγραφεί μία εικόνα της Ελλάδας που ελάχιστοι τουρίστες και μάλιστα σπάνια έχουν την ευκαιρία να βιώσουν...
...Ένα αξιέπαινο βιβλίο, γεμάτο από ανθρώπινη ζεστασιά... Ένα βιβλίο από το οποίο κανείς αντλεί σοφία.



* Η λέξη χθαμαλή σημαίνει «κοντά στο έδαφος», με την έννοια του «χαμηλά». Η χρήση της λέξεως στον Όμηρο είναι αξιοσημείωτα τυποποιημένη. Χρησιμοποιείται για χαμηλά κρεβάτια καταγής [Οδύσσεια, ραψ. λ (11) στίχ. 194]· για έναν βράχο που είναι χαμηλός σε σχέση με έναν άλλο βράχο [Οδύσσεια, μ (12) 101]· για έναν χαμηλό τοίχο [Ιλιάδα, Ν (13) 683].

* Από την Εισήγηση στην παρουσίαση του βιβλίου του Ι. Π. Σάμουελσεν
«Η δική μου Ελλάδα –Θραύσματα μιας ελληνικής πραγματικότητας» στην πόλη μας.

Κρυώνω ...

Κρυώνω. Τα βράδια κοιμάμαι μπρούμυτα. Μην και αφήσω κανένα νούφαρο να ανθίσει πάνω στην καρδιά μου και θεριέψει. Γιατί ύστερα, αν το ξεριζώσω, ξέρω πως δε θα χει μείνει καμιά ομορφιά πάνω μου κι από τίποτα σε τίποτα θα γυρνάμε σαν τις άδικες κατάρες. Κρυώνω και το ξύλινο δαχτυλίδι μου σκουραίνει. Μου θυμίζει πόσο ξάνοιγε το χρώμα του όταν το βλεπε ο ήλιος του Αργοσαρωνικού. Κοιτάζω και το άλλο χέρι. Ένα μικρό ασημένιο δαχτυλιδάκι, δώρο από τα παλιά. Και όλο κρυώνω. Θυμάμαι τη Μαρίνα στο χωριό που μου το βγαζε, να το ταιριάξει στο δικό της δάχτυλο. Τέντωνε το χέρι λες και βρισκότανε σε κοσμηματοπωλείο του Λονδίνου, και χαζοχαιρότανε.

"Πωπω, σαν να είμαι αρραβωνιασμένη!"

Και γω της έλεγα με σιγανή φωνή...

"Οι άντρες περνούν, Μαρινάκι, και κανένα δαχτυλίδι δεν γίνεται παρομοίωση αρραβώνα".

Θέλω ν' αδειάσω τους κάλυκες απ' το περίστροφο. Στους τοίχους γράφουμε κατά καιρούς περασμένα σύνθηματα, από φόβο μην ξεχάσουμε.

"Ο χαμένος τα παίρνει όλα".

Ο ΠΑΙΖΩΝ ΧΑΝΕΙ ΚΑΙ Ο ΠΙΝΩΝ ΜΕΘΑ

Και κάτι τέτοια χαριτωμένα... Το θέμα όμως είναι πότε. Μετά από πόσους θανάτους ο λούζερ κάνει την απόσβεση;

Ή μήπως ο Θεός το χει κι αυτό κανονισμένο;

29/10/09

Της γονιμότητας και της ποίησης


Από την αιγυπτιακή και την ελληνική μυθολογία μέχρι τα πέρατα της ιστορίας και του κόσμου και από την Παλαιά Διαθήκη μέχρι τη σύγχρονη λογοτεχνία, η ροδιά έγινε η μεγάλη κόρη, μάνα και μούσα των ποιητών, γεμάτη γλυκές μνήμες, μύθο και ρομαντισμό. Η ροδιά που κρέμεται με τα σκληρά της μήλα έξω από το παράθυρο ενός κήπου, είναι εικόνα που μεταλλάσσεται σε νοσταλγία κάθε φορά που τυχαίνει το μάτι να σκαλώνει σε γωνιές της πόλης που αντιστέκονται.

Ο μύθος λέει ότι ο Πλούτωνας απήγαγε την Περσεφόνη και την πήγε στα μέρη του, στον Κάτω Κόσμο. Της χάρισε ένα ρόδι και η αφελής έκανε το λάθος να φάει λίγα από τα ροδιά γλυκά σπόρια. Καταδικάστηκε έτσι να ζει το μισό χρόνο, το χειμώνα, με τον Πλούτωνα και τον άλλο μισό, το καλοκαίρι, στον Επάνω Κόσμο. Ροδιές εικονίζονταν στα καρχηδονιακά και τα φοινικικά παράσημα καθώς και στην πίσω πλευρά των νομισμάτων της Ρόδου. Σημαντική θέση κατέχει η ροδιά στην ελληνική μυθολογία, καθώς συμβολίζει τη γονιμότητα, την αφθονία και την ψυχική ισορροπία. Ηταν αφιερωμένη στη θεά Ηρα, προστάτιδα του γάμου και της γέννησης, η οποία στα γλυπτά κρατά πάντα μία ροδιά. Ο Θεόφραστος ονόμαζε τη ροδιά «Ροίο».

Μα πάνω απ' όλα η ροδιά είναι έμπνευση και τέχνη. Θα έπρεπε ίσως να θυμηθούμε ξανά τον Οδυσσέα Ελύτη και την «Τρελή Ροδιά».

Σ’ αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς
Σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της
Με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο
Ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;

28/10/09

Αγαπητή μου γαλανόλευκη...


«Όταν τα κρόσσια της με άγγιζαν στο πρόσωπο καθώς τα κουνούσε ο αέρας αισθανόμουν ν’ ανατριχιάζω σ’ όλο μου το σώμα», έλεγε ένας παλιός μου δάσκαλος καθώς περιέγραφε χρόνια αργότερα, σε μια συνάντησή μας, το πώς ένοιωσε όταν έγινε κάποια στιγμή σημαιοφόρος, όντας ακόμη μικρός μαθητής κι εκείνος. Ήταν ο ίδιος που μας είχε κάνει να γουρλώσουμε τα μάτια στην τάξη, όταν μας έλεγε ότι στις μάχες, αν αυτόν που κρατούσε τη σημαία τον εύρισκε καμιά σφαίρα και πληγωνόταν οι άλλοι στρατιώτες, αντί να τρέξουν να δουν τι έπαθε ο σύντροφός τους, έτρεχαν να πιάσουν τη σημαία μην τυχόν και αγγίξει στο χώμα, γιατί ποτέ δεν έπρεπε λέει να συμβεί κάτι τέτοιο.
Και μετά, απαραίτητα θα τραγουδούσαμε όσο γινόταν πιο δυνατά το «Πάντα κι όπου σ’ αντικρίζω με λαχτάρα σταματώ» κλπ.
Την Παρασκευή τον ξαναθυμήθηκα, οι υπάλληλοι του Δήμου να έχουν απλώσει κατάχαμα στον υγρό δρόμο τις γιρλάντες με τις τσαλακωμένες γαλανόλευκες σημαιούλες και βαριεστημένα να προσπαθούν να στήσουν έναν ακόμη στολισμό άλλης μιας Εθνικής γιορτής.

Χρόνια τώρα βάζουμε στα χέρια μικρών παιδιών αντικείμενα τόσο φορτισμένα όπως είναι η σημαία μας, τα βάζουμε να παρελαύνουν άκαμπτα και αφύσικα σαν τα παλιά μολυβένια στρατιωτάκια, ενώ στις πρόβες αντίθετα επικρατεί ο μεγαλύτερος δυνατός χαβαλές. Τους έχουμε φουσκώσει το κεφάλι με ανοησίες προσδιορίζοντας ότι οι μάχες έγιναν μεταξύ λαών, που άλλους τους γελοιοποιούμε χονδροειδέστατα, (Ιταλοί) και άλλους τους κάνουμε να εμπνέουν φόβο ακόμη και σήμερα, (Γερμανοί) αντί να στεκόμαστε και ν’ αναλύουμε τα καθεστώτα και την απαράδεκτη ολοκληρωτική νοοτροπία τους που είναι φανερό ότι οδήγησε στη σύγκρουση.
Είναι φανερό ότι οι γονείς γουστάρουν τις παρελάσεις και όποιος πολιτικός τολμήσει να τις καταργήσει το βαρύ πολιτικό κόστος θα πέσει να τον πλακώσει. Οι δήμαρχοι τις περιμένουν πώς και πώς για να κάνουν τη λεζάντα τους, τα ιδιωτικά σχολεία επίσης ούτε που να τ’ ακούσουν αφού δεν υπάρχει καλύτερη, και δωρεάν μάλιστα, διαφήμιση γι’ αυτά, οι μαθητές ακολουθούν μηχανικά και ανέχονται επί 12 χρόνια τα ίδια και τα ίδια, γιατί προσπορίζονται ένα γενναίο χάσιμο διδακτικών ωρών.

Η «εθνικόφρων μερίς» του πληθυσμού, γενικά ανατριχιάζει και στη σκέψη ότι μπορεί να ξυπνήσει μια 28η Οκτωβρίου και να μην έχουν παρέλαση τα σχολεία. Ανατριχιάζει επίσης και στην ιδέα ότι τη σημαία, με το σταυρό στην κορυφή της, μπορεί να την πάρουν στα χέρια τους και μαθητές αλλοδαποί.
Ας αποφορτιστεί επιτέλους αυτή η κατάσταση. Πώς; Σαν πρώτο βήμα ας καταργηθούν στην αρχή οι γαλανόλευκες σημαίες στις σχολικές παρελάσεις. Συγγνώμη δάσκαλε, η σημαία με τα χρυσά κρόσσια ας μείνει στην αποθήκη του σχολείου. Ας αποκτήσει κάθε σχολείο τη δική του σημαία. Πολύχρωμη, χαρούμενη, φτιαγμένη από τους μαθητές, αντανακλώντας τα γούστα, τη νοοτροπία και τις τοπικές ιδιαιτερότητες κάθε σχολείου και ας πάψουν τα παιδάκια να περπατούν σαν κακές απομιμήσεις φαντάρων.

Αξίζει να θυμόμαστε την 28η Οκτωβρίου για το πώς αντέδρασαν κάποιοι που ζούσαν σ’ αυτό τον τόπο όταν θέλησαν να εισβάλουν με το έτσι θέλω κάποιοι που δεν ζούσαν εδώ. Αυτό αρκεί.
Το επόμενο βήμα θα ήταν να σκεφθούμε τι νόημα έχει να δίνουμε την όποια σημαία στον καλύτερο μαθητή ή την καλύτερη μαθήτρια, ενώ από κοντά παραστάτες γίνονται οι κάπως λιγότερο καλοί. Και από πίσω εντελώς χωριστά να ακολουθούν οι πιο κακοί(;). Όπως μου είπε μια μαθήτρια, τη σημαία πρέπει να την κρατάει όποιος το θέλει και αν είναι περισσότεροι να γίνεται κλήρωση και όχι να το αποφασίζουν οι βαθμοί.

Ας τελειώνουμε και με τους ξύλινους λόγους. Ξέρω καθηγήτριες που δανείζουν η μια στην άλλη το λόγο της προηγούμενης χρονιάς και καθηγητές που έχουν εκφωνήσει δυο φορές τον ίδιο λόγο αποδεικνύοντας στους εαυτούς τους ότι κανείς δεν τους προσέχει και πόση υποκρισία κυκλοφορεί τις ημέρες των εθνικών εορτών.
Ας γίνονται συζητήσεις όπου να μετέχουν περισσότερα παιδιά. Ας κάνει τον κόπο κάποιος να τους εξηγήσει τι είδους καθεστώτα είχαν αναμιχτεί στο Έπος του ’40 αλλά και γιατί οι Έλληνες στρατιώτες βρέθηκαν τόσο απροετοίμαστοι στα χιόνια, χάνοντας τη ζωή τους ή έστω τα πόδια τους και γιατί είχαμε τόσες απώλειες.

Η ιστορία της σημαίας αρχίζει από τους προϊστορικούς χρόνους, όπου ήταν απλά το σύμβολο του αρχηγού, που το κρατούσε και προήδρευε στις συγκεντρώσεις όπου έπρεπε να λυθούν τα προβλήματα και οι καυγάδες της ομάδας. Ενέπνεε το σεβασμό αλλά δεν ήταν σύμβολο επίθεσης. Σήμερα θα μπορούσε η σημαία στα σχολεία να σημαίνει τη γιορτή και όχι το στρατόπεδο.



cλopy από τη θάλασσα του διαδυκτίου

Ανθρωπιά στις φλόγες του πολέμου


«Είμαι η μοναδική εν ζωή Ιρλανδή μάρτυρας», λέει στο ανοιχτό μαγνητόφωνο η ηλικιωμένη Ιρλανδή Αϊλιν Κλίρι. «Δηλαδή, τους είδατε;», η ερώτηση. «Τους είδα. Είδα και τους 28 με τα ίδια μου τα μάτια. Διέσχισαν το χωράφι του πατέρα μου», αποκαλύπτει όρθια στην κεντρική πλατεία του Βέντρι, κωμόπολη της Δυτικής Ιρλανδίας, με φόντο την ιρλανδική ακτή και τον Ατλαντικό Ωκεανό. Οπου αμέσως μετά την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στις 4 Οκτωβρίου 1939, το γερμανικό υποβρύχιο U-35 αποβίβασε τα μέλη του πληρώματος του οινουσσιακού ατμοπλοίου «Διαμαντής», αφού την προηγουμένη το είχε τορπιλίσει και βυθίσει στις ακτές της νότιας Ουαλλίας. Το «Διαμαντής» μετέφερε ορυκτό μαγγάνιο -πρώτη ύλη για την κατασκευή πολεμικού υλικού- από τη Δυτική Αφρική στην εμπόλεμο τότε Αγγλία. Το πλήρωμα; Ολοι Ελληνες.

Ο Γερμανός κυβερνήτης
Werner Lott την ώρα μεγάλης θαλασσοταραχής και πριν από τον τορπιλισμό λαμβάνει μια ασυνήθιστη απόφαση: τη μεταφορά τους με βάρκα στο υποβρύχιο. Τους προσφέρουν ρούχα, φαγητό, τσιγάρα και την επόμενη μέρα, τους αποβιβάζουν στο μικρό, απομακρυσμένο, αλλά εξαιρετικά βαθύ και επομένως κατάλληλο για υποβρύχιο, λιμάνι του Βέντρι. «Ηταν μεγάλοι άντρες», θυμάται ύστερα από 70 χρόνια η Αϊλιν, μικρό παιδί εκείνη την εποχή. «Ετρεμαν από το κρύο και δεν είχαν παπούτσια. Πήγαν στο γειτονικό μας σπίτι, όπου τους προσέφεραν ζεστή σούπα και ψωμί. Επειτα μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο και φιλοξενήθηκαν από κατοίκους της περιοχής. Δεν είχα ακούσει λέξη μέχρι τότε για την Ελλάδα». Με αυτό τον τρόπο σώζεται το ελληνικό πλήρωμα.

Συμβολική πράξη
Με μια πρωτοβουλία γεμάτη συμβολισμούς, η νεοσύστατη «Ιστορική Εταιρεία του Βέντρι» πραγματοποίησε φέτος εκδήλωση μνήμης στην περιοχή (Βέντρι 17/10/2009), όπου παρέστησαν όχι μόνο οι 80 περίπου κάτοικοι του χωριού, αλλά και ο Γερμανός πρέσβης στην Ιρλανδία, εκπρόσωποι των αρχών της χώρας και ο κ. Ευάγγελος Αγγελάκος, δήμαρχος Οινουσσών και ανιψιός του υποπλοίαρχου Ζαννή Ε. Λεμού. Από τους συγγενείς του πληρώματος παρευρίσκονται ο γιος του δημάρχου, Ηλίας Αγγελάκος, ο Γιάννης Δ. Πατέρας, εγγονός του πλοιάρχου, ο Μιχάλης Μονιός, πρόεδρος του Ταμείου Ευπραγίας Οινουσσών, που ιδρύθηκε το 1942 με έδρα το Λονδίνο για να αποστέλλεται οικονομική ενίσχυση στις οικογένειες των ναυτικών, οι οποίες κατά τη διάρκεια του πολέμου παρέμειναν στο νησί, και ο αντιπρόεδρός του, Γιάννης Μ. Χατζηπατέρας, σύζυγος της εγγονής του υποπλοιάρχου και εγγονός του Κώστα Δ. Πατέρα, ενός εκ των ιδιοκτητών του «Διαμαντής» και αδελφού του πλοιάρχου.

«Καπετάνιος του «Διαμαντής» ήταν ο Καπτα-Πανάγος Δ. Πατέρας και σχεδόν το μισό πλήρωμα ήταν Εγνουσσιώτες», σημειώνει ο κ. Αγγελάκος. «Το «Διαμαντής» ήταν το πρώτο ελληνικό εμπορικό πλοίο, που τορπιλίσθηκε και βυθίσθηκε ένα μήνα μετά την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ένα χρόνο πριν από την εμπλοκή της Ελλάδας σε αυτόν».

Η βοήθεια που προσέφερε ο κυβερνήτης και τα μέλη του πληρώματος του γερμανικού U-35, έτυχε ανταπόδοσης μερικές εβδομάδες αργότερα. Καθώς το υποβρύχιο έπλεε στη Βόρεια Θάλασσα, εντοπίστηκε από βρετανικά καταδιωκτικά. Αναγκάστηκε να αναδυθεί, καθώς είχε πληγεί από βόμβες βυθού και υπέστη βλάβες. Ο λόρδος Μάουντμπατεν διατάζει να διασωθεί το πλήρωμα του υποβρυχίου.

«Ο παππούς πέθανε όταν ήμουν ενάμισι έτους. Το είχα συζητήσει αρκετά με τη γιαγιά», εξηγεί ο Γιάννης Δ. Πατέρας, εγγονός του πλοιάρχου. «Μέσα στο υποβρύχιο ο
Werner Lott του είπε «έλα να δεις πού θα ρίξω τις τορπίλες». Εκείνος δεν μπόρεσε να κοιτάξει από το τηλεσκόπιο. Του είπε «δεν θέλω». Θεωρούνταν χαμένοι για τρεις μέρες, Στο τηλέφωνο ο παππούς το πρώτο που ρώτησε είναι αν και τι είδους ασφάλεια έχει το πλοίο. Αυτά τα περιστατικά γνωρίζω για τον παππού». Οσο για το σήμερα; «Η ιστορία των Οινουσσών θα ήταν διαφορετική, αν ο κυβερνήτης είχε πάρει άλλη απόφαση», συνεχίζει ο ίδιος. Μετά τα αποκαλυπτήρια του μνημείου, ο δήμαρχος συμβολικά φυτεύει στην αυλή του σχολείου του Βέντρι μια ελιά από την Ελλάδα.

Εκεί και ένας ακόμη εγγονός: όχι από την ελληνική, αλλά από την ιρλανδική οικογένεια. Αγέννητος τότε, ο Μόρις Κλίρι μεταφέρει σήμερα τις διηγήσεις: «Η γιαγιά μου μού έλεγε ότι ήρθαν στο σπίτι, πως παρέλυαν από το κρύο, και ήταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Η θεία μου, νοσηλεύτρια από την Αγγλία, έτυχε να είναι εδώ και έκανε τα αδύνατα δυνατά. Οι αρχές στη συνέχεια τους μετέφεραν στο νοσοκομείο». Τι άλλο έλεγε η γιαγιά; «H γιαγιά μου το θεωρούσε φυσιολογικό να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού, ειδικά για ένα τέτοιο γεγονός. Θα ανοίγαμε τις πόρτες μας από όποιο σημείο της γης κι αν ήταν». Ο Ιρλανδός δημοσιογράφος Μάρκος από το κρατικό ραδιόφωνο ΡΤΕ τον διακόπτει: «Ηταν ένα μεγάλο θέμα στις ειδήσεις. Να φανταστείς, ήταν στην πρώτη σελίδα του αμερικανικού περιοδικού
LIFE. Και την ίδια την περιοχή το γεγονός τη συγκλόνισε».

Ο ρόλος της Εταιρείας
«Διεθνή γεγονότα δεν συμβαίνουν εδώ. Είμαστε σε μια απομακρυσμένη γωνιά της Ευρώπης. Εχουμε χάσει τη ναυτική μας παράδοση, την αίσθηση και επαφή με τον ωκεανό», σημειώνει δείχνοντας τη θάλασσα ο ιστορικός
BreandaO' Ciobhain, γραμματέας της «Ιστορικής Εταιρείας του Βέντρι» (Ventry Historical Society). Ποιος ο ρόλος της Εταιρείας; «Να καλλιεργήσει την αίσθηση της κοινότητας και τη διαμόρφωση συνείδησης όλων όσων έχουν διαδραματιστεί στην περιοχή. Αν ενώσουμε τις δύο μικρές μας κοινωνίες, ίσως αναπτυχθεί μια νέα αίσθηση ταυτότητας, μέσα από τις αξίες του περιστατικού του 1939». Για τον ίδιο υπάρχει και άλλος «δεσμός» με την Ελλάδα: «Γιορτάζουμε την Αγία Αικατερίνη της Αλεξάνδρειας στις 25 Νοεμβρίου κάθε χρόνο. Εχουμε μεγάλη γιορτή και επισκεπτόμαστε τα ερείπια του ναού μας, που φέρει ελληνικό όνομα».

Συγκινητική πράξη
Στην κεντρική πλατεία του Βέντρι υψώθηκαν από προσκόπους η ιρλανδική, η ελληνική, η γερμανική, καθώς και η σημαία της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αναμνηστική πλάκα μνημονεύει πια το γεγονός. «Είναι πολύ συγκινητική ως πράξη», επισημαίνει στην «Κ» ο Γερμανός πρέσβης στην Ιρλανδία
Dr. Busso voAlvensleben. «Οι μνήμες από τον πόλεμο είναι τόσο τρομακτικές που είναι μεγάλη ανακούφιση να θυμόμαστε τέτοια γεγονότα». Εξηγεί πως οι σχέσεις με την Ιρλανδία είναι εξαιρετικά καλές, αφού οι δύο χώρες δεν βρέθηκαν αντιμέτωπες στον πόλεμο, επισημαίνοντας πως «δεν θα πρέπει να αναδεικνύουμε το γεγονός σε εθνικό επίπεδο, αφού είναι ένα θέμα με πανανθρώπινη σημασία, και όχι τόσο εθνική διάσταση».

Τηλεγραφήματα μεταξύ Ιρλανδίας-Γερμανίας στον εκθεσιακό χώρο του Βέντρι αποκαλύπτουν τα κρυφά σχέδια επίθεσης της ναζιστικής Γερμανίας στην Ιρλανδία. Ο επισκέπτης, μέσα από σπάνια δημοσιεύματα και ντοκουμέντα της εποχής, βλέπει την ιστορία να περνάει μπροστά του σαν ταινία. Θυμάται πως ο Ιρλανδός πρωθυπουργός Εϊμον ντε Βαλέρα τήρησε στάση ουδετερότητας κατά τη διάρκεια του πολέμου, παρά τις πιέσεις και από τις δύο πλευρές, και πως η ιρλανδική ουδετερότητα ερμηνεύθηκε ως γερμανόφιλη, κυρίως από τη Σοβιετική Ενωση, εμποδίζοντας μέχρι το 1955 τις απόπειρες της Ιρλανδίας να γίνει μέλος του ΟΗΕ. Μεταξύ άλλων, αίσθηση κάνει και η μοναδική φωτογραφία μελών του πληρώματος του «Διαμαντής», στα σκαλοπάτια του Νοσοκομείου του Ντινγκλ, της μικρής ιρλανδικής πόλης, όπου είχαν μεταφερθεί.

Το 1939 η βάρκα του U-35 κάνει 7 φορές τη διαδρομή μέχρι την ακτή για να αποβιβάσει και τα 28 μέλη. «Στο υποβρύχιο μάς έδωσαν στεγνά ρούχα, ζεστό φαγητό και τσιγάρα», σημειώνει σε μαρτυρία του ο καπετάνιος του ελληνικού ατμόπλοιου, ο οποίος μάλιστα στέλνει από το ταχυδρομείο του Βέντρι και ένα γράμμα του Γερμανού κυβερνήτη που του το ζήτησε ως χάρη. Το 1984 ο κυβερνήτης
Lott επιστρέφει στο Βέντρι για να δει από κοντά την ακτή όπου αποβίβασε τους Ελληνες ναυτικούς. Η ενέργειά του, η φιλοξενία των ντόπιων Ιρλανδών κατοίκων και η παρουσία Ελλήνων συγγενών του πληρώματος «φωτίζουν» 70 χρόνια μετά τον άνθρωπο πίσω από τον πόλεμο.

Υ.Γ.: Για την ιστορία, ο άνθρωπος που συγκέντρωσε ύστερα από έρευνες σπάνια ντοκουμέντα για το U-35 και την υπόθεση «Διαμαντής» φέρει το όνομα
Hans U. Mair. Είναι ο μακρινός συγγενής του α΄ Μηχανικού του γερμανικού U-35 που κινητοποίησε την κοινότητα του Βέντρι, αν και δεν κατόρθωσε να παρευρεθεί στην εκδήλωση. Ζει στην Αμερική και διαρκώς «βομβαρδίζει» με στοιχεία τόσο την ιστοσελίδα του (http://www.u-35.com) όσο και το σχετικό βιβλίο που ετοιμάζει. Στη συγκέντρωση στοιχείων συνεισέφερε εσχάτως και ο δήμαρχος Οινουσσών, έπειτα από συνομιλίες με συγγενείς των μελών του πληρώματος και από βιβλία ή εφημερίδες της εποχής κατά την οποία έλαβε χώρα το περιστατικό. Χάρη στις πληροφορίες του Mair, ο δήμαρχος Οινουσσών κατόρθωσε να συναντήσει από κοντά τις επόμενες μέρες τρία εν ζωή μέλη του U 35, 90άρηδες πλέον. Συγκεκριμένα, τον ναύτη Johannes Thieme, που ζει στη Σκωτία, τον τεχνίτη τορπιλών Willi Jacob στο Μέντεν της Γερμανίας και τον επίσης ναύτη Gerhard Freier, που κατοικεί σε χωριό κοντά στα σύνορα της Γερμανίας με την Πολωνία. Οι συναντήσεις δημοσιεύθηκαν στα τοπικά μέσα ενημέρωσης.

Για την Ιστορία...

Ο παππούς, γεννήθηκε σύμφωνα με την ταυτότητά του το 1912 και σύμφωνα με τον ίδιο το 1908, τα τελευταία χρόνια της ζωής του ένιωθε έντονη την ανάγκη των διηγήσεων για τις στιγμές και τα γεγονότα της πολυτάραχης ζωής του. Μια από τις διηγήσεις αυτές, είναι η διήγηση για τον τραυματισμό του στην Αλβανία το 1940.

Ο παππούς μου λοιπόν, τον Οκτώβριο του 1940, σε ηλικία 30 χρόνων περίπου, επιστρατεύτηκε όπως όλοι οι Έλληνες της ηλικίας του για να πολεμήσει στον πόλεμο που κήρυξαν οι Ιταλοί. Μετά από μάχες μηνών ο λόχος του παππού μου βρέθηκε στο βουνό Μοράβα της Αλβανίας και στο ύψωμα «Μνήμα της γριάς».

Εκεί τα ιταλικά Στούκας εντόπισαν τις θέσεις τους και άρχισαν να τους πυροβολούν. Μετά από αρκετής ώρας σφυροκόπημα και ενώ πίστευαν ότι τα Στούκας φεύγουν, ένα αεροπλάνο κάνει μια τελευταία στροφή για να ρίξει πάλι. Μια από τις σφαίρες αυτές βρήκε τον στρατιώτη Κωνσταντίνο Γάτα στο στήθος, λίγα χιλιοστά πάνω από το μέρος της καρδιάς. Το τραύμα δεν ήταν θανατηφόρο αλλά ήταν σοβαρό. Οι συνθήκες που επικρατούσαν πάνω στο παγωμένο και γεμάτο χιόνι βουνό το έκαναν ακόμη σοβαρότερο. Το τραύμα αιμορραγούσε, το αίμα πήχτωνε από το πολύ κρύο.


Αρμόδιοι νοσοκόμοι του λόχου ανέλαβαν να μεταφέρουν τον τραυματία στο σταθμό επιδέσεων και μετά στο κινητό χειρουργείο για να χειρουργηθεί. Αφού δέθηκε το τραύμα φορτώσανε το μισολιπόθυμο στρατιώτη σε ένα μουλάρι για να κατέβει από τον χιονισμένο Μοράβα, στον πλησιέστερο υγειονομικό σταθμό. Ο νοσοκόμος περπατούσε μπροστά και το μουλάρι με τον τραυματία πίσω, ώσπου φτάσανε σε μια απότομη και παγωμένη χαράδρα. Εκεί ο νοσοκόμος φοβήθηκε και αφού εξέτασε το γλιστερό μονοπάτι είπε στον τραυματία: «Εγώ φοβάμαι να οδηγήσω το μουλάρι σε αυτήν την χαράδρα, Θα το αφήσω μόνο του. Εσύ κάνε τον σταυρό σου και αν είναι θέλημα Θεού, θα φτάσεις στον υγειονομικό σταθμό». Και ως εκ θαύματος το μουλάρι ξεκίνησε και με σταθερό βήμα χωρίς ούτε ένα παραπάτημα κατέβηκε την απόκρημνη και παγωμένη πλαγιά. Ο τραυματιοφορέας ακολούθησε έκπληκτος από το θάρρος και την σταθερότητα του ζώου… λες και μια ανώτερη δύναμη κρατούσε τα γκέμια για να μην βρεθεί το μουλάρι με τον άτυχο στρατιώτη στον γκρεμό.

Φτάσανε στον σταθμό επιδέσεων. Εκεί οι γιατροί φρόντιζαν τους τραυματίες, καθάριζαν, αξιολογούσαν και επέδεναν τα τραύματα των πληγωμένων ηρώων του έπους του 40. Στην συνέχεια, τραυματιοφορείς τους αναλάμβαναν για να τους οδηγήσουν πεζοί στα κινητά χειρουργεία του βουνού. Έτσι λοιπόν έγινε και με τον παππού μου, δυο τραυματιοφορείς τον ανέλαβαν. Ο παππούς μου, τότε 30 χρονών παλικάρι, μισολιπόθυμος από την αιμορραγία, άκουγε τους τραυματιοφορείς να δυσανασχετούν για το πολύ βάρος του στρατιώτη.

Ο παππούς μου είχε ύψος 1,91 και περίπου 90 - 95 κιλά βάρος, άνθρωπος "θηρίο" για την εποχή του. Μέσα στην λιποθυμιά του κατάλαβε πως οι τραυματιοφορείς ξεμάκρυναν για να τον ξεφορτωθούν, τον θεωρούσαν ήδη πεθαμένο. Νόμιζαν πως είχε πεθάνει και πως δεν υπήρχε λόγος να κουβαλάνε ένα ξεψυχισμένο κορμί και μάλιστα τόσο βαρύ, στα χιονισμένα και κακοτράχαλα μονοπάτια των Αλβανικών βουνών.

Ο στρατιώτης αυτά τα αντιλαμβανότανε αλλά λόγω της εξάντλησης από την αιμορραγία, δεν μπορούσε να αντιδράσει, να τους πει: «αδέρφια, μην με εγκαταλείπετε, είμαι ζωντανός, βοηθήστε με».


Κάποια στιγμή η ομάδα με τους τραυματίες συναντήθηκε με μια άλλη ομάδα τραυματιοφορέων αφού βρέθηκαν σταμάτησαν να ξαποστάσουν και στην συνέχεια να προχωρήσουν και οι δυο ομάδες μαζί για το κινητό νοσοκομείο, όπου ήταν ο προορισμός τους. Όπως συνηθιζόταν σε αυτές τις περιπτώσεις οι τραυματιοφορείς της μιας ομάδας ψάχνανε τους τραυματίες της άλλης, μήπως είναι κάποιος τραυματίας γνωστός ή συγγενής τους. Ποιος μπορούσε να το φανταστεί!!! Ο επικεφαλής λοχίας της δεύτερης ομάδας ήταν συχωριανός, γείτονας και φίλος του παππού μου, ο μπάρμπα Σταύρος Μάστορας. Αμέσως έπεσε πάνω του, τον αγκάλιασε και του μίλησε, ο παππούς συγκέντρωσε τις λιγοστές δυνάμεις που του απόμειναν για να του πει ότι είναι ζωντανός και πως χρειάζεται την βοήθειά του.

Μετά τις ιδιαίτερες φροντίδες του μπάρμπα Σταύρου, ο λαβωμένος φίλος του έφτασε στο χειρουργείο, όπου χειρουργήθηκε στο βουνό και μετά από λίγες μέρες μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο για να αναρρώσει. Στο νοσοκομείο ο παππούς πρέπει να κάθισε περίπου 2 ή 3 μήνες. Μετά, αφού πήρε αναρρωτική άδεια, επέστρεψε στο χωριό μας, την Κάτω Κώμη Κοζάνης, όπου τον περίμενε η γυναίκα του με τις τρεις πρώτες κόρες του.

Στο χωριό ο παππούς έζησε την υπόλοιπη ζωή του έως τον Ιούνιο του 2005 αφού απέκτησε 8 παιδιά 22 εγγόνια και 30 δισέγγονα.

Πηγή: Όμικρον

L'albero e il vento



27/10/09

Για τη ζωή και τον άνθρωπο...


«Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι, όπως του πελάγου οι βράχοι
ο κόσμος θάλασσα που απλώνει και αυτοί σκυφτοί, βουβοί και μόνοι
άνθρωποι μονάχοι σαν ξερόκλαδα σπασμένα, σαν ξωκλήσια ερημωμένα, ξεχασμένα
άνθρωποι μονάχοι σαν εσένα, σαν κι εμένα».

Οι στίχοι αυτοί του γνωστού άσματος που μοναδικά ερμήνευσε η Βίκη Μοσχολιού περιγράφουν με τον καλύτερο ίσως τρόπο όλα εκείνα τα συναισθήματα, όλο εκείνο τον πόνο και την μοναξιά που βιώνουν καθημερινά πολλοί άνθρωποι και κυρίως οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας που όχι σπάνια βρίσκουν απάγκιο σε οίκους ευγηρίας.

Το Τιάλειο Γηροκομείο Κοζάνης «Ο Άγιος Παντελεήμων» σε απόσταση δύο χιλιομέτρων από την πόλη της Κοζάνης αποτελεί μία «φωλιά» για τους γέροντες και τις γερόντισσες της περιοχής μας και όχι μόνο, αλλά και μια «εύκολη λύση» για τους συγγενείς τους που δεν μπορούν να τους προσφέρουν φροντίδα ή ακόμη και στέγη. Τριάντα εφτά συνολικά άτομα - 12 άντρες, 25 γυναίκες - φιλοξενούνται σήμερα στο ίδρυμα, του οποίου η λειτουργία χρονολογείται ήδη από το 1967.



Ιστορική Αναδρομή

Αντλώντας στοιχεία από το βιβλίο του Ιωάννη Δημόπουλου «Τα παρά του Αλιάκμονα Εκκλησιαστικά» πληροφορούμαστε ότι το 1961 ο τότε Δήμαρχος Κοζάνης Βασίλειος Ματιάκης και ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Δημήτριος Γκανατσιούλης μεταφέροντας αίτημα της πόλης και της επαρχίας προτείνουν στον τότε Μητροπολίτη Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιο τη ίδρυση οίκου ευγηρίας με έξοδα της Μητροπόλεως.

Ο Μητροπολίτης ανταποκρινόμενος στην πρόταση αυτή προχωρά στις 27-7-61 στη ιδρυτική πράξη δρομολογώντας τις σχετικές ενέργειες για την πραγματοποίηση του έργου. Αρχικά επιλέχθηκε ως χώρος ανέγερσης η οικοπεδική έκταση του Αγίου Γεωργίου, απέναντι από το ναό, αλλά στη συνέχεια με πρόταση του ιερέως Παναγιώτη Δημόπουλου προτιμήθηκε ο περίβολος του Αγίου Δημήτριου και στις 26-10-62 τέθηκε ο θεμέλιος λίθος.

Πριν όμως αρχίσουν οι εργασίες ανοικοδόμησης, ο αείμνηστος Γεώργιος Τιάλιος εκδήλωσε την πρόθεση να δωρίσει χώρο 8-9 στρεμμάτων στη θέση που σήμερα βρίσκεται το ίδρυμα, ενώ παράλληλα με διαθήκη του παραχωρούσε στο ίδρυμα την υψηλή κυριότητα όλης της περιουσίας του.

Με πρακτικό του Μητροπολίτη και του Διοικητικού Συμβουλίου το 1964 έγινε δεκτή η δωρεά και προς τιμή του δωρητή ονομάστηκε «Τιάλειο Εκκλησιαστικό», τίτλο που φέρει μέχρι σήμερα.

Και ενώ ετοιμαζόταν η Μητρόπολη να προβεί στο κτίσιμο της οικοδομής του Ιδρύματος, απρόσμενα εμφανίστηκε η Σουηδική Χριστιανική Φιλανθρωπική Οργάνωση Ι.Μ., η οποία προσφέρθηκε να αναλάβει την ανέγερση του οικοδομήματος και τη λειτουργία του ιδρύματος για μια δεκαετία με δικά της έξοδα με τον αναγκαίο όρο να ασκεί η ίδια τη διαχείριση, ενώ η Μητρόπολη να διατηρεί μόνο την εποπτεία για το συγκεκριμένο διάστημα. Επιπλέον, σημαντικό όφελος για την Μητρόπολη ήταν ότι χάρη στο ειδικευμένο προσωπικό της σουηδικής οργάνωσης αποκτούσε εμπειρία στον τρόπο λειτουργίας σχετικού ιδρύματος.

Υπογράφεται στις 26-8-66 το σχετικό συμφωνητικό, ενώ ένα χρόνο μετά το κτήριο είναι έτοιμο και αρχίζει να λειτουργεί. Στα πρότυπα της ξυλοκατασκευής των Σουηδών αρχίζει η κατασκευή της δεύτερης πτέρυγας από τη Μητρόπολη στον ίδιο χώρο, με το ίδιο σχήμα με τη διαφορά ότι είναι από μπετόν.

Ως το 1977, όπως προέβλεπε το σχετικό συμφωνητικό, το ίδρυμα λειτουργεί κανονικά με τις δαπάνες της οργάνωσης που συνεργάζεται αρμονικά με την Ιερά Μητρόπολη. Με το πέρας της συμφωνίας τη λειτουργία του ιδρύματος αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου η Ιερά Μητρόπολη και ένα χρόνο μετά αρχίζει να λειτουργεί και η δεύτερη πτέρυγα. Η διεύθυνση ανατέθηκε στο δάσκαλο και θεολόγο, ιερέα Γιώργο Σκρέκα που αντιμετώπισε αποτελεσματικά τα οικονομικά και οργανωτικά προβλήματα του ιδρύματος.

Την εποχή εκείνη το ίδρυμα περιέθαλπε 70 περίπου γέροντες άντρες και γυναίκες, στους οποίους παρείχε στέγη, τροφή, ιατρική περίθαλψη και κάθε βοήθεια στις γεροντικές τους ανάγκες. Ενδεικτικό είναι ότι πολλοί από τους τροφίμους δεν ήταν απλώς γέροντες, αλλά συνάμα ανάπηροι και κατάκοιτοι και ανήμποροι να αυτοεξυπηρετηθούν, από τη στιγμή που δεν υπήρχε άσυλο, ενώ το νοσοκομείο δεν τους δεχόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα.


Το Γηροκομείο σήμερα

Μόλις περάσεις την τεράστια εξωτερική πόρτα το βλέμμα χάνεται στον περιβάλλοντα χώρο που περιποιημένος με παρτέρια, δέντρα και περίσσιο πράσινο δίνει μια άλλη αισθητική στο όλο σύνολο. Αυτό που θα πρωτοαντικρύσεις στα πρώτα σου βήματα είναι ο Ναός του Αγίου Παντελεήμονα, προστάτη και φύλακα άγγελου του γηροκομείου. Άλλωστε γι’ αυτό φέρει και το όνομά του.

Αριστερά του Ναού το παλιό ξύλινο οίκημα του γηροκομείου με τους κοιτώνες των γυναικών, την κεντρική σάλα, την κουζίνα και την τραπεζαρία που φέρει εμφανή τα σημάδια από τον χρόνο. Στην δεξιά πλευρά, η πτέρυγα των ανδρών σε καλύτερη κατάσταση ως πιο καινούργιο κτίσμα.

Στα δυο αυτά κτήρια σήμερα ζουν, ελπίζουν και άλλοτε πάλι θυμούνται και νοσταλγούν τα περασμένα, 25 γυναίκες και 17 άντρες, που οι καταστάσεις της ζωής, μα και ατυχείς συγκυρίες, τους έφεραν στην πόρτα του Τιάλειου Εκκλησιαστικού Γηροκομείου. Το μόνο σίγουρο είναι πάντως πως μόνο Ίδρυμα - με τη στενή έννοια του όρου - δεν μπορεί να χαρακτηριστεί καθώς εν προκειμένω μιλάμε για μια οικογένεια. Όλοι μαζί, ο ένας για τον άλλο, μια καλή συντροφιά για να περνάει η ώρα, η μέρα, ο χρόνος όσο γίνεται καλύτερα και ευχάριστα, ένα αποκούμπι για να εκμυστηρευτεί τα βάσανα και τις χαρές της ζωής.

«Είναι δύσκολη η μοναξιά», μας εξηγεί η κα Δέσποινα που επέλεξε το Γηροκομείο ως ιδανική λύση, από τότε που έχασε τον σύντροφό της και έμεινε ολομόναχη σε ένα τεράστιο, άλλα άδειο σπίτι. Παρόλο που δεν είχε οικονομικό πρόβλημα, προτίμησε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής της στους κόλπους του Γηροκομείου, δίπλα σε ανθρώπους που κουβαλούν τα ίδια - σχεδόν - βιώματα με την ίδια.

Η μοναξιά και μόνο μπορεί να είναι ένας από τους κυριότερους λόγους επιλογής του γηροκομείου, όμως και η ανάγκη για την καθημερινή φροντίδα που είναι αδύνατη για εκείνους που η ζωή δεν τους χαμογέλασε και έμειναν μόνοι τους, είναι επιτακτική.

Ας μη ξεχνάμε όμως πως πέρα από όλους όσοι με τη βούλησή τους φιλοξενούνται στο γηροκομείο, υπάρχουν και άλλοι που πήραν το δρόμο του γηροκομείου, απρόθυμα, όταν ένοιωσαν ότι είναι ανεπιθύμητοι στις οικογένειές τους, στα παιδιά τους, στους δικούς τους ανθρώπους. Ευτυχώς βέβαια για αυτούς υπάρχει και αυτή η «λύση», καθώς έστω και με αυτό τον τρόπο μπορούν και ζουν στοιχειωδώς ανθρώπινα.

Είναι λυπηρό πραγματικά να βλέπεις εκείνα τα μελαγχολικά μάτια, μόνιμα δακρυσμένα, που σε κοιτούν με ένα μεγάλο γιατί, σαν να θέλουν να δώσεις - εσύ ο επισκέπτης - την απάντηση που αποζητούν με αγωνία. Από την άλλη όμως είναι εξίσου εντυπωσιακό το κουράγιο, το χαμόγελο και το απόσταγμα ζωής που στάλα-στάλα μας προσέφεραν απλόχερα στην κουβέντα μας. Ανακούφιση και μόνο προσφέρει στους γέροντες και τις γερόντισσες του Γηροκομείου ο χώρος αυτός, ένας χώρος που τους γεμίζει όπως μας εξομολογήθηκαν με κουράγιο για την περαιτέρω πορεία τους στη ζωή.


Τα οικονομικά του Ιδρύματος - Οικονομικές δυσκολίες
Τα οικονομικά του Γηροκομείου ήταν πάντα δύσκολα. Τα έσοδα προέρχονταν από τα καθαρά έσοδα του εκκλησιαστικού κηροπλαστείου, από μικρή συνεισφορά των ενοριακών ναών, από μικρή επιχορήγηση του Νομαρχιακού Ταμείου, από μισθώματα κτημάτων, από δωρεές φιλάνθρωπων χριστιανών και από τη συμμετοχή των τροφίμων με τα Ύ των συντάξεων τους. Ωστόσο, η συνεισφορά των τροφίμων ήταν μικρή, καθώς όλοι οι γέροντες ήταν συνταξιούχοι του ΟΓΑ με μηνιαία σύνταξη 10.000 δραχμών, ενώ το κόστος συντήρησής τους κατ΄ άτομο υπερέβαινε τις 60.000 δραχμές.

Στις μέρες μας τα οικονομικά δυσχεραίνουν. Οι πενιχρές συντάξεις των τροφίμων, η μηνιαία συνδρομή του Μπλιούρειου και τα λίγα από πληροφορίες περιουσιακά στοιχεία του δεν είναι αρκετά για την εύρυθμη λειτουργία του γηροκομείου. Πέραν της συντηρήσεως των τροφίμων του καλείται να μισθοδοτεί από μόνο του τους 17 υπαλλήλους του. Το κράτος αδιαφορεί, όπως και το σύνολο των πολιτών με ελάχιστες ευτυχώς εξαιρέσεις. «Δεν επαρκούν τα χρήματα, τα πράγματα μέρα με τη μέρα δυσκολεύουν, καθώς το ίδρυμα δεν μπορεί να αυτοσυντηρηθεί και αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση μπορεί ακόμα και να κλείσει», μας αναφέρει χαρακτηριστικά ο διευθυντής του Γηροκομείου κ. Γεώργιος Ηλιάδης για να συμπληρώσει «δεν υπάρχει το ενδιαφέρον της πολιτείας. Ο απλός κόσμος συνεχίζει μεν να έρχεται και να προσφέρει από το υστέρημά του, αλλά οι δωρεές πλουσίων ευεργετών του παρελθόντος αν όχι εκλείπουν παντελώς, σίγουρα έχουν ελαχιστοποιηθεί. Έτσι, μόνο η Μητρόπολη και το Φιλόπτωχο Ταμείο διαφόρων ενοριών έχουν απομείνει να προσφέρουν».

Το μέλλον του Γηροκομείου μόνο αβέβαιο όμως φαντάζει, καθώς πέραν των οικονομικών προβλημάτων που τίθενται, ακόμη ένας μεγάλος κίνδυνος καιροφυλακτεί για την περαιτέρω πορεία του μοναδικού ανάλογου ιδρύματος στη Δυτική Μακεδονία. Τον κώδωνα του κινδύνου κρούει ο μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης κ. Παύλος, ζητώντας τη στήριξη όλων τόσο για να διατηρηθεί η προσφορά του Γηροκομείου, όσο όμως και για να μπορέσει να επεκταθεί κτιριακά και να προσφέρει στους τροφίμους του αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης. Η Ιερά Μητρόπολη Σερβίων και Κοζάνης για το σκοπό αυτό έχει έτοιμη εδώ και χρόνια μελέτη που προβλέπει την κατασκευή νέας πτέρυγας στο Γηροκομείο - κάτι που επιβάλλει άλλωστε και η Ευρωπαϊκή Ένωση - όμως η ανέγερσή της σταματά στην Ελληνική πραγματικότητα, που δεν είναι άλλη από τα γραφειοκρατικά ζητήματα. Εν προκειμένω μάλιστα η λεπτομέρεια που κάνει τη διαφορά… είναι πως η Ε.Ε. μπορεί ες αεί να χρηματοδοτήσει τη λειτουργία του, όμως αποφάσεις του παρελθόντος θέτουν «φραγμό» στις εξελίξεις.

Το Γηροκομείο Κοζάνης, εάν συνεχίσει να λειτουργεί υπό αυτές τις συνθήκες κινδυνεύει να «σβήσει». Τον φόβο αυτό εξέφρασε και ο μητροπολίτης κ. Παύλος αναφερόμενος στο σπουδαίο έργο που επιτελεί το Εκκλησιαστικό Ίδρυμα, εδώ και πολλά χρόνια. «Το να καταργήσεις κάτι, δεν είναι εύκολο πράγμα και δη όταν έχει να κάνει με κοινωνικό έργο. Πόσο μάλιστα όταν αφορά σε μία ευπαθή ομάδα ανθρώπων που είναι η 3η ηλικία, οι παππούδες και οι γιαγιάδες που σήμερα για τους περισσοτέρους είναι βάρος. Είναι φοβερό και να το σκέφτεται κανείς αλλά δεν μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια μας σε μια πραγματικότητα».

Το Τιάλειο Γηροκομείο Κοζάνης λειτουργώντας κάτω από την σκέπη της Μητρόπολης Σερβίων και Κοζάνης και χάρη στις γενναιόδωρες προσφορές του κόσμου έμεινε ζωντανό τόσα χρόνια, για να προσφέρει στέγη, τροφή, ζεστασιά και αγάπη σε ανθρώπους που η ανάγκη τους οδήγησε εκεί είτε με απόφαση τρίτων, δηλαδή των παιδιών τους ή των κηδεμόνων τους, είτε γιατί οι οικονομικές δυσκολίες ήταν πολλές και οι συνθήκες δύσκολες για να επιβιώσουν.

Χρέος όλων είναι να ευαισθητοποιηθούμε και να κινητοποιηθούμε άμεσα, προκειμένου να συνεχίσει τη λειτουργία του το φιλανθρωπικό αυτό ίδρυμα, του οποίου η χρησιμότητα και η ωφελιμότητα είναι πασιφανής σε όλους, πολίτες και παράγοντες είτε κρατικούς είτε οργανισμούς είτε συλλόγους είτε αυτόκλητους κοινωνιολόγους που κόπτονται μεν υπέρ των γερόντων και εκφράζονται μεγαλόστομα, αλλά όλα τα εξαντλούν σε ένα αδάπανο ενδιαφέρον.

Μικρές καθημερινές ιστορίες ανθρώπων που ίσως τις περισσότερες φορές προσπερνάμε χωρίς να μας αγγίζουν λόγω της ταχύτητας και των υποχρεώσεών μας. Καιρός να σταθούμε λίγο πιο κοντά τους. Βλέπεις, ο καιρός έχει γυρίσματα...


Επίσκεψη Σώματος Ελληνίδων Οδηγών


Προσφορά γεύματος από από την Ομάδα Συνεργασίας του Σώματος Ελληνικού Οδηγισμού Τοπικού Τμήματος


Προσφορά γεύματος από από την Ομάδα Συνεργασίας του Σώματος Ελληνικού Οδηγισμού Τοπικού Τμήματος

Γιορτή στο Γηροκομείο


Πηγή: Όμικρον

26/10/09

Δημήτρη έχουμε πρόβλημα...

Ο Άγιος Δημήτριος αντιμετωπίζει σαφές πρόβλημα με τη δημόσια εικόνα του. Πολύ συχνά απεικονίζεται έφιππος, όπως ο ανταγωνιστής του, ο Γεώργιος, φέρει λόγχη, αλλά δεν αντιμετωπίζει κάποιο θηρίο. Εκ των πραγμάτων η σύγχυση πρέπει να δημιουργεί πλήθος προβλημάτων, όπως η λάθος κατανομή προσευχών και ταμάτων προς όφελος του Αγίου Γεωργίου. Επίσης μια ματιά στις κατά τόπους ναοδομίες θα σας πείσει ότι στη Μονόπολη των αγίων, ο Γεώργιος υπερτερεί συντριπτικά έναντι του Δημητρίου, έχοντας καταλάβει πολλά περισσότερα από τα διαθέσιμα, για ανέγερση ναών, τετράγωνα. Σήμερα οι εκκλησίες του Αγίου Γεωργίου είναι περισσότερες και από τα βίντεο κλαμπ. Στο μέλλον μόνο τα Starbucks θα διαθέτουν μεγαλύτερο δίκτυο, αλλά, πάντα θα υστερούν ως προς τα έσοδα.
Και όμως, οι δύο άγιοι, ξεκίνησαν από την ίδια αφετηρία, ως στελέχη του ρωμαϊκού στρατού. Ωστόσο η επίδοση του Γεωργίου στα κρίσιμα
projects ήταν καταλυτική ως προς το τελικό αποτέλεσμα. Είναι πλέον πασίδηλο ότι η περίπτωση του αποτελεί case study στα εξαγνιστήρια ψυχών. Ο Δημήτριος προβάλλεται ως παράδειγμα προς αποφυγή, όπως η Pepsi Cola απέναντι στην Coca Cola.
Ο Δημήτριος γιορτάζει. Καλό θα είναι να αποφύγει τις θορυβώδεις κωδωνοκρουσίες και τα πανηγύρια. Ας αναλύσει τα λάθη του, καταστρώνοντας σχέδια για το μέλλον. Τα πράγματα μόνο εύκολα δεν είναι. Εκτός των άλλων, ο Γεώργιος έχει εξάγει ένα άκρως πετυχημένο
brand στις αγορές της Δύσης. Σκεφτείτε πόσους George γνωρίζετε και πόσους Dimitri. Οι George είναι πετυχημένοι σταρ, οι Dimitri είναι πρώην μέλη του ΚΚΣΕ. Που πάμε έτσι ρε Μήτσο; Συγγνώμη για το ύφος, αλλά, ως Σαλονικός, είμαι με το μέρος σου. Και επειδή εορτάζει και η πόλη μας, είναι μια καλή ευκαιρία να τα πούμε.
Ο Δημήτρης, λοιπόν, ξεκίνησε ως φαβορί την κούρσα. Στα 22 του ήταν χίλιαρχος του ρωμαϊκού στρατού, είχε μόρφωση και επαφές. Γρήγορα συγκρότησε μία χριστιανική φράξια και άρχισε τη στρατολόγηση μελών. Ακριβώς το ίδιο έκανε και ο Γιώργος, μόνο που αυτός έκανε καλύτερο
casting, απευθύνθηκε απ΄ ευθείας σε πραιτοριανούς. Ο Δημήτριος είναι στη Θεσσαλονίκη, ο Γεώργιος κάπου στην Αρμενία, ούτε καν η Εγνατία Οδός δεν έφτανε μέχρι εκεί. Συνελήφθησαν και οι δύο. Και εδώ, Μήτσο, φαίνεται η διαφορά του παίκτη, η στρατηγική και η κλάση του ανθρώπου που έχει γεννηθεί για να γίνει άγιος φίρμα.
Ο Δημήτριος ήταν πίσω από τα κάγκελα σε μία αρένα και εμψύχωνε κάποιο Νέστωρ να κερδίσει στη μονομαχία. Ενδιαφέρον εύρημα, αλλά, απευθύνεται μόνο στο φίλαθλο κοινό. Εκ πρώτης όψεως καλά έκανε. Είμαστε στη Θεσσαλονίκη, ξέρουμε ότι στην πόλη θα γεννηθούν εκατοντάδες χιλιάδες φίλοι του ΠΑΟΚ, πολύ σωστά ενθαρρύνουμε το Νέστωρ. Αποτέλεσμα; Μας θανάτωσαν με λόγχη. Ενας αδιάφορος, σχεδόν ήσυχος θάνατος, ένα κατ’ ευφημισμόν μαρτύριο που χρειάστηκε αρκετή επικοινωνιακή ενίσχυση από τα τοπικά μέσα. Διότι, Δημήτρη μου, το να θανατωθείς τότε από λόγχη, είναι σα να πεθαίνεις σήμερα από τροχαίο. Πρόσεξε, τώρα, τι έκανε ο ανταγωνισμός.
Ο Γιώργος ήταν, όντως, πονηρός και κατάφερε να προσελκύσει το ενδιαφέρον των ουρανών με ένα ανεπανάληπτο θέαμα. Για αρκετές ημέρες έτρωγε μόνο ξύλο, ούτε φαΐ, ούτε νερό. Μετά, με τη χρήση ενός ειδικού μηχανήματος, μία σειρά από μαχαίρια έσκιζε τις σάρκες του. Κατάλαβες Μήτσο; Αυτά που κάνει σήμερα ο
Copperfield, τα είχε παρουσιάσει πρώτος ο Γιώργος. Και δεν σταμάτησε εκεί. Τον έριξαν σε λάκκο με ασβέστη και το θηρίο επέζησε. Στη συνέχεια βάδισε φορώντας μεταλλικά πυρακτωμένα παπούτσια. Ποια επιτροπή Αγίων Πατέρων θα έμενε απαθής μετά από αυτό; Στο τέλος αποκεφαλίστηκε, ησύχασε και άρχισε να εισπράττει. Σήμερα ούτε ο ίδιος δεν ξέρει σε πόσεις πόλεις είναι πολιούχος, ελέγχει τη Γεωργία ως χώρα, τη Georgia ως πολιτεία των ΗΠΑ, και το Saint George Lecabettus.
Εσύ, Δημήτρη μου, έχεις τη Θεσσαλονίκη, άντε και την ιερά μητρόπολη Δημητριάδος που ανέδειξε τον Χριστόδουλο. Τα θεωρείς επιτυχία όλα αυτά; Πήγες και συνέδεσες τη γιορτή σου με μία εθνική επέτειο, ενώ ο άλλος πήγε και κόλλησε δίπλα στο Πάσχα. Εσύ έχεις υπό την προστασία σου, Μήτσο, τους Παοκτσήδες, αυτός έχει όλους τους γύφτους ανά τον κόσμο, με φωτεινή εξαίρεση τον υπογράφοντα.
Δημήτρη, όλα αυτά ήθελα να τα πω προς την πόλη μας, αλλά πιστεύω ότι είναι πιθανότερο να με ακούσεις εσύ, παρά εκείνη. Το ξέρω ότι δεν θέλεις να απαντήσεις, πως κλείνεις μάτια και αυτιά από ντροπή. Αλλά θα με θυμηθείς σε μερικά χρόνια, όταν σου πάρει τη δουλειά ο Ψωμιάδης.


25/10/09

Πάει κι αυτή η Κυριακή

Πάει κι αυτή η Κυριακή, κι ας καρτερούμε μια άλλη, τραγούδαγε παλιά στις «Εσπερίδες» ο Γιάννης Αργύρης. Ήταν πολύ ωραίες οι Κυριακές εκείνα τα χρόνια...

Και πόσο διαφορετικές από τις άλλες μέρες της εβδομάδας. Όταν ξημέρωνε Κυριακή, οι άντρες ξύπναγαν μαχμουρλίδικα, χουζούρευαν κάνα τέταρτο στο κρεβάτι κι ύστερα ξυρίζονταν με επιμέλεια. Πασάλειβαν τη μούρη τους με αντρική κολόνια «φουζέρ» μην τους περάσουν για τοιούτους, φόραγαν τα καλά τους και γύρω στις δέκα που άνοιγαν τα καφενεία, μετά τη Θεία Λειτουργία δηλαδή, ξεπόρτιζαν. Κράταγαν υπό μάλης την εφημερίδα που έριξε πρωί πρωί ο εφημεριδοπώλης κάτω από την πόρτα του σπιτιού τους και τράβαγαν ν’ ανταμώσουν την παρέα.

Οι συναντήσεις γίνονταν συνήθως στο «Ρολόι» κι άλλοτε ξεστράτιζαν για την «Βόλτα», εκεί που κόσμος πήγαινε κι ερχόταν ακατάπαυστα μετά την εκκλησία. Να πιούνε τον βαρύ γλυκύ τους σε χοντρό φλιτζάνι, να σχολιάσουν την επικαιρότητα, να βλεφαριάσουν καμιά κουνιστή τσαπερδόνα, κι αν τους έπαιρνε η ώρα παράγγελναν καραφάκι κι άρχιζαν τα κεράσματα.

Σπίτι φυσικά μένανε οι γυναίκες και τα γερόντια. Δηλαδή κάτι εβδομηντάρηδες που δεν υπέκυψαν στον πειρασμό να το παίζουν τζόβενα και ν’ αρχινάν τα σούρτα-φέρτα σαλιαρίζοντας με θηλυκά που τους μαδάνε, γιατί ξέρουνε πως στην ηλικία τους έχουν καθήκον να προσφέρουνε υπηρεσίες στην οικογένεια. Να ετοιμάζουν, ας πούμε, το ψητό, που ήτανε η σπεσιαλιτέ τους, ή να πηγαίνουν το ταψί με το φαγητό στον φούρνο, και καλή ψυχή.

Μοσχομύριζαν οι γειτονιές από το Κυριακάτικο φαγητό που σιγοψηνόταν κι η μυρωδιά γλυστρούσε στη γειτονιά κι οι διπλανοί σου ξέρανε με την όσφρηση αν θα φάτε μακαρόνια ροσμπίφ πασπαλισμένα πάνω από τη σάλτσα με τριμμένο παλιό κεφαλοτύρι. Ή μήπως πρόκειται άραγε για αριστοκρατικό κοτόπουλο μιλανέζα; Τακτικότερο ήταν το αρνάκι στο φούρνο με πατάτες, που τις τσιμπολόγαγε ο φούρναρης για να δοκιμάσει αν ψήθηκαν καλά...

24/10/09

Η γλώσσα της αλήθειας


Μπήκε ο χειμώνας και αναπολώ την «καλοσύνη» των φθινοπωρινών ημερών. Την απαλή αίσθηση των μεσαίων, σύντομων εποχών. Στριμωγμένες, μικρές, άνοιξη και φθινόπωρο, με ζέστη και ψύχρα, εποχές αβέβαιες μου υπενθυμίζουν κάθε τόσο τη διστακτικότητα μιας μέσης ηλικίας, την αβεβαιότητα των σαράντα, που ασφυκτιά ανάμεσα στην παρατεταμένη μας εφηβεία και την κομψά εκφρασμένη «τρίτη ηλικία».

Κάθε φορά που ανεβαίνω γρήγορα τις σκάλες, μέσα μου σχηματίζεται η μαγική λεξούλα με τα τρία γράμματα. Όχι, όχι δεν είμαι εγώ που έφτασα στα μισά. Ακόμα αντέχω. Η άρνηση για το επόμενο βήμα που μπορεί να βαρύνει, δεν αντέχω όμως να ακούω για αρρώστιες, προβλήματα, και ορμονικές διαταραχές, που μοιάζουν με σκηνές από ένα ζοφερό προσεχώς της ζωής μου, ένα προσεχώς που θέλω επίμονα να αποφύγω.

Στα σαράντα δεν είσαι μικρή πια κι αυτό σημαίνει, στο λεξιλόγιο της ζωής, πως δύσκολα σε συγχωρούν, τώρα πρέπει να μάθεις εσύ να συγχωρείς. Η ηλικία είναι όπλο που στρέφεται αργά αργά εναντίον σου και πρέπει επιτόπου να παρατάξεις τους προσωπικούς σου πυραύλους εδάφους αέρος.

Έξω έχει κρύο και ξέρω τι θα φορέσω. Είναι χειμώνας. Μόνο την άνοιξη και το φθινόπωρο βγαίνω έξω ντυμένη λάθος, ζεσταίνομαι και κρυώνω, διστάζω μπροστά στα μάλλινα, τα μεταξωτά είναι καλοκαιρινά, δεν ξέρω αν πρέπει να βγάλω το πάπλωμα. Το ίδιο νοιώθεις μπροστά στις ντουλάπες σου. Είσαι σαράντα και δε θέλεις να μοιάζεις στη μαμά σου, στα περιοδικά και τις βιτρίνες η ηλικία σου είναι εξαφανισμένη, και ονειρεύεσαι να γιορτάζεις τα 39 συνεχώς και επί πέντε χρόνια. Διστάζεις στην πραγματικότητα και τα ρούχα είναι το άλλοθι.

Κι αυτό το ρούχο σου φαίνεται πια πολύ κοντό κι αυτό δεν μπορείς να το φορέσεις και το άλλο το φοράει και ένα κορίτσι που θα μπορούσε να είναι κόρη σου. Διστάζεις γιατί θέλεις ακόμα να ξενυχτήσεις, αλλά το πρωί ξυπνάς δύσκολα πια. Θέλεις να χοροπηδήσεις στις συναυλίες, αλλά ντρέπεσαι. Θέλεις να μη φοβάσαι και να ερωτευτείς άλλη μια φορά. Μέσα σου η φωνή λέει, ότι ακόμα κι αν κλέψεις μια ώρα πρωινού ύπνου, αντέξεις την ταλαιπωρία, δε θα τολμήσεις να ερωτευτείς, γιατί σε νικάει η τεμπελιά σου, να μην ξεβολευτείς. Μέσα σ' αυτή τη σύγχυση πρέπει να προχωρήσεις.

Είναι αυτή η ηλικία μια στενωπός; Ένα φανάρι σύντομο, που επιτρέπει μόνο σε δύο τροχοφόρα να περάσουν και μετά πάλι κόκκινο; Πάλι αναμονή; Σε ποια ηλικία σταματάς να είσαι τόσο ζορισμένος, ηρεμείς επιτέλους κι απολαμβάνεις το
mea culpa; Ή, μήπως, μέχρι να το καταλάβεις, έχει περάσει αυτή η σύντομη, γοητευτική στιγμή με τις εναλλαγές και την αμφιθυμία;

Εύχεσαι να απογειώνεσαι και να αιωρείσαι, να μπορείς να προσγειώνεσαι ομαλά. Να συμφιλιώνεσαι με μια μια τις ώρες που ζεις, με την καρδιά γεμάτη, ευχαριστημένη από τους ανθρώπους που γνώρισες.

Ευτυχισμένη που και αυτό το φθινόπωρο τη γλίτωσες από τα ύπουλα ρεύματα της εποχής και δεν άρπαξες καμιά επώδυνη ψύξη.


23/10/09

ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης

Fairy tales of yesterday
will grow but never die
Freddie Mercury (Show must go on)


Είναι όμορφο να ακούμε ιστορίες που να έχουν ενδιαφέρον. Πάντα άρεσε στους ανθρώπους να ακούνε ιστορίες. Έτσι έφτιαξαν τους μύθους που πέρασαν από γενιά σε γενιά. Αλλά και στην καθημερινή μας ζωή αυτό συμβαίνει. Λέμε ή ακούμε ιστορίες που συνέβησαν.

Η αφήγηση μιας ιστορίας είναι το πρωτογενές υλικό σε όλες σχεδόν τις Τέχνες. Θέατρο, λογοτεχνία, κινηματογράφος, χορός, συχνά ακόμα και στη ζωγραφική. Η αφήγηση είναι τόσο παλιά, όσο και η ίδια η γλώσσα. Οι άνθρωποι από τότε που μιλάνε, αφηγούνται. Είναι η βασική μέθοδος με την οποία κατανοούν τον Κόσμο.

Το θέατρο προτίθεται να ανιχνεύσει την τέχνη του αρχέτυπου, του πρωταρχικού. Ας ελπίσουμε ότι θα μακροημερεύσει στα χρόνια που ακολουθούν.

Το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης ιδρύθηκε το
1997. Στεγάζεται στην Αίθουσα Τέχνης που βρίσκεται στο ισόγειο του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Κοζάνης.
Η αίθουσα, διαθέτει
600 θέσεις, μεγάλη σκηνή και φουαγιέ, ενώ έχει εξοπλιστεί με σύγχρονα φωτιστικά και ηχητικά μηχανήματα. Οι καλοκαιρινές εκδηλώσεις του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. πραγματοποιούνται στο θερινό θέατρο, 700 θέσεων, στο πάρκο του στρατοπέδου.


Το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης έχει παρουσιάσει έργα του ελληνικού και ξένου ρεπερτορίου, όχι μόνο στην Κοζάνη και στην Αθήνα, αλλά και σε άλλες μεγάλες ελληνικές πόλεις. Στους στόχους του είναι η πολιτιστική ανάπτυξη της πόλης, η επαφή των πολιτών και της νεολαίας με την τέχνη του θεάτρου, τους νέους συγγραφείς, τους σκηνοθέτες, τους σκηνογράφους, τους μουσικούς και τους ηθοποιούς. Ακόμη το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης φροντίζει για την ενίσχυση και τη διεύρυνση των τοπικών παραδοσιακών θεσμών. Διευθύντρια του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης επί σειρά ετών ήταν η κα Νανά Νικολάου δημοσιογράφος, ηθοποιός, σκηνοθέτης και συγγραφέας. Τα τελευταία δύο χρόνια τα σκύπτρα πήραν η κα Κούλα Καλογερίου, πρόεδρος του Δ.Σ. του ΔΗΠΕΘΕ και ο Γιάννης Καραχισαρίδης, καλλιτεχνικός διευθυντής.

Το φετινό πρόγραμμα του ΔΗΠΕΘΕ είναι πλούσιο και γεμάτο από φιλόδοξες παραγωγές, με γνώμονα το υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο, τις ντόπιες συνεργασίες και την αξιοποίηση του καλλιτεχνικού δυναμικού της περιοχής.

Στόχος του ΔΗΠΕΘΕ για φέτος το χειμώνα είναι να κερδίσει το στοίχημα και να φέρει ολοένα και περισσότερο κόσμο στο θέατρο, ώστε να παρακολουθήσει θεατρικές παραστάσεις, την παιδική σκηνή, μουσικά αφιερώματα, παραστάσεις όπερας, φεστιβάλ αφήγησης, σεμινάρια και πολλές άλλες εκδηλώσεις λόγου και τέχνης.


Η κα Καλογερίδου στη φετινή παρουσίαση του χειμερινού προγράμματος του ΔΗΠΕΘΕ, στάθηκε ιδιαίτερα στην άγονη γραμμή, ένα «πρότυπο σκηνής για όλα τα ΔΗΠΕΘΕ, με το οποίο μπορείς να πας παντού με ειδικά διασκευασμένες παραστάσεις και να παίξεις σε οποιονδήποτε μη θεατρικό χώρο». Αναφέρθηκε ιδάιτερα στα «αγάλματα της πόλης» και την εφαρμογή της ιδέας να διερευνάται με ένα ειδικό αφιέρωμα η προσωπικότητα, το έργο και η ζωή ενός ανθρώπου που το άγαλμά του κοσμεί την πόλη.
Αναφέρθηκε επίσης στις νύχτες κωμωδίες, ένα «ιδιαίτερο καλλιτεχνικό είδος», όπως το χαρακτήρισε. Πρόκειται για μια προσπάθεια που ξεκίνησε χρόνια πριν στα μπαρ της πόλης και συνεχίζεται σήμερα σαν stand up comedy. Όπως είπε ο κ. Καραχισαρίδης, οι νύχτες κωμωδίας φέτος θα ταξιδέψουν σε όλη την περιφέρεια, αφού θα συνδυαστούν με την άγονη γραμμή, ενώ έπειτα από προσκλήσεις που έγιναν στο ΔΗΠΕΘΕ θα ταξιδέψουν και σε όλη την Ελλάδα. Αναφέρθηκε επίσης στο φεστιβάλ αφηγηματικής τέχνης που ξεκίνησε φέτος υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Στέλιου Πελασγού, ένα φεστιβάλ που όπως τόνισε «αν αναπτυχθεί στα επόμενα χρόνια θα είναι ένας πόλος έλξης για την πόλη, πανελλαδικά και διεθνώς».

Αναφερόμενος στη «Βαβυλωνία», την παράσταση της κεντρικής σκηνής για το χειμώνα, είπε πως θα γίνει με «αξιόλογο ντόπιο δυναμικό», ενώ μάλιστα προσέθεσε πως «η πόλη έχει ερασιτέχνες ηθοποιούς που για μένα είναι επαγγελματίες. Θέλουμε να αποδείξουμε στην πόλη και παρά έξω ότι οι ηθοποιοί είναι υψηλού επιπέδου και αξίζουν τον σεβασμό μας». Μίλησε, ακόμα, για την σατυρική ηθογραφία που φέτος θα παρουσιάσει εκ νέου ένα έργο του Γιώργου Παφίλη που γράφτηκε και ανέβηκε πολλά χρόνια πριν, καθώς και στις «σταθερές συνεργασίες» με το Δημοτικό Ωδείο, το Ωδείο του Δημήτρη Δημόπουλου κ.α. «Αυτό που μένει είναι η συνέχεια» είπε και προσέθεσε πως «δεν ξέρω αν θα είμαστε εμείς ή άλλοι στη θέση μας, αλλά αν δεν υπάρξει συνέχεια όλα αυτά θα μείνουν σαν πυγολαμπίδα στο παρελθόν του χρόνου. Σαν μια ανάμνηση…». Αναφέρθηκε, επίσης, στην συνεργασία με τον Δήμο Κοζάνης και το συμβούλιο για το οποίο μίλησε με τα καλύτερα λόγια λέγοντας πως «η συνεργασία μας όλο αυτό το διάστημα είναι παραπάνω από εξαιρετική». Τέλος, εξέφρασε την ελπίδα «ο φετινός χειμώνας να είναι δημιουργικός όπως οι προηγούμενοι».


Ειδικότερα, το πρόγραμμα του ΔΗΠΕΘΕ για τη φετινή χειμερινή περίοδο περιλαμβάνει:

Κεντρική σκηνή: «Βαβυλωνία» του Δημήτριου Βυζάντιου, που θα ανέβει σε δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία του Γιάννη Καραχισαρίδη, και ορισμένους από τους ρόλους θα ενσαρκώσουν ο Γιώτης Βασιλειάδης, ο Γιώργος Κοντορίκος, ο Τάκης Συνδουκάς, ο Γιώργος Παφίλης, ο Νίκος Κέφαλος κ.α.

Η παράσταση θα ανέβει
16-20 Δεκεμβρίου στις 9 μ.μ. στην Αίθουσα Τέχνης.

Παιδική σκηνή: «Οδύσσεια», σε διασκευή και σκηνοθεσία Μαρίας Βαρδάκα και τους Βασίλη Πουλάκο, Γιώργο Μπούγο, Παναγιώτη Νάκο στους κεντρικούς ρόλους.

Η παράσταση κάνει πρεμιέρα
24 Ιανουαρίου στις 7 μ.μ. στην Αίθουσα Τέχνης

Stand up comedy, από τους Γιώργο Κοντορίκο, Τάκη Συνδουκά, Δώρα Σιαλβέρα και Αναστασία Δαδαμόγια, από τα Χριστούγεννα στα μπαρ της πόλης και μέχρι το Μάιο στην Άγονη Γραμμή.

Σατιρική ηθογραφία με την παράσταση «Νιάνια» του Γιώργου Παφίλη, από
5 έως 13 Φεβρουαρίου στην αίθουσα «Φίλιππος».

Σύγχρονο θέατρο: «Οι βλαβερές συνέπειες της βλακείας» του Σάκη Σερέφα, με τον Δημήτρη Πιατά.
30 Νοεμβρίου, 1 Νοεμβρίου, 7-8 Δεκεμβρίου στις 9 μ.μ. στο «Θεατροδρόμιο».

Εκπαιδευτικά Σεμινάρια (στην α/θμια εκπ/ση, στο θέατρο και το θεατρικό παιχνίδι).

2ο Φεστιβάλ Αφηγηματικής Τέχνης, 10-18/4/2010


Συνεργασίες:

Μουσικό αφιέρωμα: «Για μια γυναίκα» με τους Γ. Γιαννόπουλο και Κ. Χανιώτη,
9-10/11 στο Θεατροδρόμιο, 16/11 στο Βελβεντό και 17/11 στο Άργος Ορεστικό.

Εδώ Λιλιπούπολη με τους
Family Voices και το Ωδείο Δ. Δημόπουλου, 9-10/1/2010 στην Αίθουσα Τέχνης.

Αγάλματα της πόλης μας, αφιέρωμα στον Νικόλαο Κασομούλη.

Όπερα στη Σοφίτα,
20-21/3/2010 στην Αίθουσα Τέχνης.

Η δημιουργία μιας όπερας, 20-21/3/2010 στην Αίθουσα Τέχνης.

Η ποίηση στην αγκαλιά της μουσικής, σε διάφορους χώρους και σχολεία,
21-22-23/3/2010.

Μουσική από τον κινηματογράφο,
24
-25/4/2010, Αίθουσα Τέχνης.

Η σφαγή του Μεσοβούνου


Εξήντα επτά χρόνια συμπληρώνονται φέτος στις 23 Οκτωβρίου, από τότε που το πρώτο χωριό της ηπειρωτικής Ελλάδας πήρε τα όπλα κατά των κατοχικών αρχών. Ένα από τα πρώτα που γνώρισαν τα μαζικά αντίποινα της Βέρμαχτ, με δύο διαδοχικά ολοκαυτώματα κι εκατοντάδες νεκρούς.

Οι γερμανοί τα ξημερώματα της 23ης Οκτωβρίου 1941 περικύκλωσαν το χωριό μετά από πληροφορίες ότι ανάμεσα στους κατοίκους κρύβονταν άτομα που οργάνωναν αντίσταση. Οι γερμανοί έστησαν πολυβόλα σε όλο το χωριό και συγκέντρωσαν τους κατοίκους στο κέντρο της πλατείας. Εκεί ξεχώρισαν τις γυναίκες και τα μικρά παιδιά και οι υπόλοιποι οδηγήθηκαν στο σημείο, όπου σήμερα βρίσκεται το ηρώο και εκτελέσθηκαν.

Οι κάτοικοι του Μεσοβούνου και της γύρω περιοχής κρατούν καλά στη μνήμη τους τα γεγονότα αυτά, τα οποία στιγμάτισαν το παρελθόν και είναι συνυφασμένα με τη νεότερη ελληνική ιστορία.

- Τι κάνεις θεία;

Αφού ζω καλά είμαι!

- Πόσο χρονών είσαι;

Από την Τουρκία ήρθα οκτώ χρονών, το 1924.

- Όταν ήρθαν οι Γερμανοί στο χωριό πού ήσουν;

Ήμουν στο σπίτι. Μάζεψαν όλους τους άντρες μας κι εμάς μας έβγαλαν από το σπίτι, μας είπαν «πάρτε ότι μπορείτε μαζί σας» και φύγαμε. Ήρθαν οι Γερμανοί για να πάρουν τον άντρα μου μέσα από το σπίτι μας. Τον έντυσα με γυναικεία ρούχα και τον έκρυψα μέσα στον αχυρώνα, αλλά αυτός τα έβγαλε και πήγε και ανακατεύτηκε με του άλλους -μαζί με τα αδέρφια του- και τον πιάσανε. Είχε μεγάλη αδυναμία στα αδέρφια του. Μετά ήρθε ο Γερμανός διερμηνέας και μας είπε «πάρτε ότι ρούχα μπορείτε». Πήρα την πεθερά μου και τα παιδιά, το ένα το είχα στην πλάτη μου και το άλλο στα χέρια μου. Το τρίτο ήταν πιο μεγάλο και περπατούσε - και βγήκα έξω στο χωριό. Πήρα μόνο λίγα ρούχα για να έχουμε και τίποτα άλλο και κατεβήκαμε προς τα Κομνηνά. Όταν φτάσαμε εκεί είπαμε να μείνουμε, αλλά δεν μας άφησαν και έτσι πήγαμε στην Πτολεμαΐδα.

Κατεβήκαμε λοιπόν στην Πτολεμαΐδα, μας βάλανε σε μια εκκλησία και εκεί, ένας Πτολεμαϊδιώτης, ο Παυλίδης, μας έφερνε ψωμί και τρόφιμα. Κάτσαμε αρκετό καιρό εκεί μέχρι που ήρθε διαταγή ότι μπορούμε να πάμε όπου θέλουμε.

Εγώ πήγα στη Φλώρινα. Εκεί ήρθε ο κουμπάρος μου για να πάρει την πεθερά που ήταν ακόμα μαζί μου. Μου είπε τότε η πεθερά μου «έλα κι εσύ μαζί μας, να προσέχω εγώ τα μωρά και εσύ να μπορείς να δουλεύεις». Έτσι φύγαμε και πήγαμε στα Πολλά Νερά (Ημαθίας). Γυρίσαμε στο χωριό τον Μάρτιο. Χτίσαμε μια καλύβα και τον Οκτώβριο, ξαναήρθαν οι Γερμανοί και μας έκαψαν. Φύγαμε και πήγαμε στο Προάστιο, λίγο έξω από την Πτολεμαΐδα.


Πηγαίναμε στο φρουραρχείο για να βγάλουμε άδεια για να μπορούμε να πηγαίνουμε στο χωρίο - έβγαζα πολλές άδειες γιατί ήμουν τολμηρή και έστελναν εμένα – παίρναμε άδεια για να πάμε στο χωριό να θερίσουμε. Μια φορά μου έδωσαν άδεια αλλά δεν είχε σφραγίδα και πήγα με τα πόδια και ξυπόλυτη από το χωριό στην Πτολεμαΐδα για να την σφραγίσω. Την πρώτη φορά που φύγαμε από το χωριό ταλαιπωρηθήκαμε πάρα πολύ.

- Ξέρατε ότι έγινε εκτέλεση όταν φύγατε από το χωριό την πρώτη φορά;

Το ξέραμε. Όταν φεύγαμε από το χωριό ακούσαμε τα πολυβόλα. Ρώτησα τον θείο μου, που έκλαιγε, «Τα παιδιά τι γίνανε;» και μου απάντησε «Δεν ακούς τα πολυβόλα πως χτυπούν;».

Ο αδερφός μου ο Χρήστος είπε στον αδερφό μου τον Πέτρο «Εσύ έχεις εφτά παιδιά. Αν μπορείς φύγε». Ήταν ευέλικτος. Πήδηξε και έφυγε και πήγε και κρύφτηκε στης θείας μου τον φούρνο. Έμεινε εκεί μέχρι που πήγαν κάποιοι από το διπλανό χωριό να δουν τι έγινε και τον βρήκαν μέσα στο φούρνο και τον βγάλανε. Τον πήραν μαζί τους στα Κομνηνά και τον περιποιήθηκαν. Εγώ ήμουν στην Πτολεμαΐδα όταν το έμαθα και πήγα στα Κομνηνά και βρήκα τον αδερφό μου στην πλατεία. Τον αγκάλιασα, τον φίλησα, έκλαψα και τον πήρα και γυρίσαμε στην Πτολεμαΐδα.

Ο Γερμανός δικαστήριο δεν κάνει… σκοτώνει. Φταις, δεν φταις, σε σκοτώνει!

- Είχατε αποθήκες, είχατε στάβλους. Τι έγιναν αυτά;

Χάθηκαν όλα. Από τα 60 πρόβατα βρήκαμε τα 20. Τα μεγάλα ζώα τα βρήκαμε, τα μικρά όλα χάθηκαν. Δεν σε πονούσε κανείς, ο καθένας κοιτούσε τον εαυτό του.


Την δεύτερη φορά που μας κάψανε, ήρθε ο διερμηνέας στην Πτολεμαΐδα που ήμασταν και με ρώτησε «Ήρθαν αντάρτες στο χωριό σας;» και του λέω «Ήρθαν!». Με ρωτάει «Πόσοι ήταν;» και του απαντάω «εκατό», ενώ ήταν πενήντα και με ρώτησε πάλι «Πού είναι τώρα αυτοί;» και του απάντησα «Τα παιδιά μου δεν ξέρω που είναι, θα ξέρω πού είναι αυτοί; Σκόρπισε όλο το χωριό!».

- Πόσα χρόνια πέρασαν μέχρι να ξαναγυρίσετε στο χωριό;

Πέρασαν τέσσερα χρόνια από τα οποία τα τρία ζήσαμε στα Κομνηνά.

- Τα αντέξατε όμως.

Τι θα κάνεις; Θες δεν θες, θα αντέξεις.

- Ήταν άδικη η εκτέλεση;

Άδικη ήτανε. Άλλος φταίει κι άλλος πληρώνει. Τι να κάνουμε; Στα καλά καθούμενα έγινε αυτό το μακελειό. Καλύτερα να σκοτωνόντουσαν στο μέτωπο στην Αλβανία και να ζούσαν οι υπόλοιποι εδώ.

- Ο άντρας σου πήγε στην Αλβανία;

Φυσικά και πήγε.

- Όταν σκότωσαν τον πρόεδρο στο χωριό, ο άντρας σου έφυγε;

Έφυγε μια - δυο μέρες και πήγε στο χωριό της αδερφής του και μετά γύρισε.

- Δεν φοβόντουσαν;

Δεν φοβόντουσαν. Όταν σκότωσαν τον πρόεδρο, ήρθε ένας χωροφύλακας από την Αθήνα στο σπίτι μου και τον φιλοξένησα και τον ρώτησα «Τι θα απογίνουμε;» ορκίστηκε και μου είπε «Μάρθα μην τους πιστεύετε. Θα σας κάψουν και θα σας σκοτώσουν!» το έλεγα στον άντρα μου αλλά δε με πίστευε. Δε μας ακούγανε.

- Πώς ζούσατε; Υπήρχε μεγάλη φτώχεια;

Τι να κάναμε; Δουλεύαμε σαν τα «γαϊδούρια». Έπαιρνα μία τσάπα και πήγαινα στην Πτολεμαΐδα και έψαχνα μεροκάματο να ταΐσω τα παιδιά μου. Και τώρα έχουν δύο παιδιά και βγαίνουν στις τηλεοράσεις και παραπονιούνται ότι δεν μπορούν να τα μεγαλώσουν και δεν ντρέπονται.

- Όταν γυρίσατε στο χωριό, πήγατε εκεί που είχαν εκτελέσει τους δικούς σας να τους κάνετε κάποιο μνημόσυνο;

Τι λες πουλάκι μου! Δεν είχαμε να ταΐσουμε τα μωρά μας και θα κάναμε μνημόσυνο; Πήγαινε ο πατέρας μου και σκέπαζε του τάφους γιατί πήγαιναν τα σκυλιά και τους έσκαβαν. Αυτά που περάσαμε και είδαμε, κανείς να μην τα δει.

- Όταν ήρθατε από την Τουρκία πώς ήταν;

Όταν ήρθαμε κατεβήκαμε στον Πειραιά. Ο Πειραιάς τότε ήταν πέντε σπίτια όλα κι όλα και ο θείος μου είπε «Ας μείνουμε εδώ». Μας έπεισαν όμως να φύγουμε και να ανεβούμε προς τα επάνω. Ήρθαμε στο χωριό και βρήκαμε έτοιμα τουρκικά σπίτια, τα οποία επισκευάσαμε και μπήκαμε μέσα και μείναμε. Καλά σπίτια ήταν, δεν ήταν παλιά, αλλά ήρθαν οι Γερμανοί και τα κάψανε.

- Πρόβατα και ζώα τα πήρατε μετά;

Κάποια μας δώσανε, κάποια αγοράσαμε, γεννήσανε και πληθύνανε και ζούσαμε καλά. Αν δεν σκοτώνανε τους άντρες μας, δεν θέλαμε τίποτε άλλο. Πολλά περάσαμε.

- Δεν ξεχνιούνται;

Όχι! Δεν ξεχνιούνται. Όταν ήρθαν οι Γερμανοί, μας κυνήγησαν και μαζευτήκαμε στον Άγ. Παύλο. Εγώ έκρυψα τα παιδιά και ήθελα να κατέβω στα Κομνηνά. Στο δρόμο όμως, είδα ότι υπήρχαν πολλοί Γερμανοί και γύρισα πίσω. Μαζευτήκαμε τριάντα δύο γυναίκες στα καλύβια του Κάραλη και τους είπα «Εγώ δεν γυρίζω στο χωριό. Θα με ακούσετε και θα έρθετε μαζί μου; Θα προχωράω είκοσι με τριάντα μέτρα, όσο μπορώ. Εσείς θα έρχεστε από πίσω. Όταν ρίχνουν φωτοβολίδες θα πέφτετε κάτω και όταν σταματάνε θα τρέχετε». Και έτσι κατεβήκαμε και περάσαμε τα φυλάκια και πήραμε τον δρόμο για το Μανιάκι. Στο δρόμο συναντήσαμε δύο χωριανούς και μας ρώτησαν «Πώς μπορέσατε και περάσατε χωρίς να τραυματιστείτε;» και τον ρώτησα «Εσύ από πού ήρθες;». Είχε περάσει δίπλα από ένα φυλάκιο και τον πυροβόλησαν. Του δέσαμε την πληγή και συνεχίσαμε.

Φτάσαμε μέσα στο Μανιάκι, μας βάλανε μέσα στην εκκλησία, μας ταΐσανε και κάτσαμε τρεις μέρες εκεί μέσα. Μετά ήρθαν οι Γερμανοί και μας πήραν και μας πήγαν στην Πτολεμαΐδα. Μας φόρτωσαν στα αυτοκίνητα. Λήστεψαν το διπλανό χωριό τους Πύργους και είχαν βάλει τα ζώα μπροστά και εμάς πίσω. Εκεί μας πήγαν σε μια χαράδρα μας έβαλαν στη σειρά, οι γυναίκες άρχισαν να κλαίνε γιατί νόμιζαν ότι θα μας σκοτώσουν, εγώ τους είπα «Αν ήταν να μας σκοτώσουν, δεν θα μας έφερναν μέχρι εδώ». Κι εγώ φοβήθηκα λίγο, αλλά δεν πίστεψα ότι θα μας σκοτώσουν. Μετά από λίγο ήρθε διαταγή και μας άφησαν να πάμε όπου θέλαμε και γλυτώσαμε!

- Σχολείο πήγες καθόλου;

Μακάρι να πήγαινα σχολείο. Δεν πήγα καθόλου. Μια φορά που πέρασα στρατοδικείο, ανάθεμά με αν λέω ψέματα, είπα στον δικαστή «Αυτές οι μπότες που φοράει αυτός που με κατηγοράει, ελληνικό αίμα γεμάτες είναι, να το ξέρετε καλά. Αυτός έλεγε και οι Γερμανοί σκοτώνανε».

Με ρωτάει ο δικαστής τότε «Ξέρεις γράμματα;» και του απαντάει ο γραμματέας «Αγράμματη εντελώς είναι». Και μου λέει ο δικαστής «Στο πανεπιστήμιο έχω δεκαοκτώ χρονών παιδί και σαν εσένα δεν μιλάει. Εσύ πώς τα λες;». Και του απαντάω «Άκουσε κύριε πρόεδρε, επειδή είμαι άθεη, ο Θεός με βοηθάει…».

Η κυρία Μάρθα θυμάται το τραγούδι του Μεσοβούνου και μας το σιγοτραγουδάει:



Το χίλια εννιακόσια και το σαράντα τρία
το ηρωικό Μεσόβουνο πλημμύρισε από αίμα.

Ένα πικρό ξημέρωμα, μία Πέμπτη ημέρα,
γυμνούς μα και ξυπόλυτους, μας έστησαν στη σφαίρα.

Απ’ τα σπίτια μας έβγαζαν μόνο με την ψυχή μας
τα σπίτια μας τα κάψανε για την εκδίκησή μας.

Ήρθαν άντρες κατακτητές να μας τσαλαπατήσουν,

Του Μεσοβούνου τα βουνά, με χιόνια στολισμένα
κι από νιφάδων αίματα, τα ρέματα βαμμένα.

Του Μεσοβούνου τα βουνά, όλα είναι κοιμητήρια
κι όσοι διαβάτες πέρασαν, κλάψανε με μαντήλια.

Το χίλια εννιακόσια και το σαράντα τέσσερα,
έπεσαν γυναικόπαιδα, χωρίς καμιά αιτία.

- Πού το έμαθες αυτό το τραγούδι;

Στην φυλακή! Η φυλακή τότε είχε ανθρώπους τετραπέρατους…


Πηγή: Τσαρτσιανίδης Γιώργος Omikron Magazine gts@omikron.tv