30/10/09

Ίβαρ, που θα πει στ’ αρχαία νορβηγικά τοξότης αλλά στα σημερινά ταξιδευτής


Δε λέω πως αυτό που βιώνουμε στις μέρες μας είναι μια πράξη διαμαρτυρίας ή αντίστασης σε ό,τι διαπράττεται στην πλάτη και τη νοημοσύνη μας αυτόν τον καιρό. Κανείς δεν μπορεί να διαμαρτυρηθεί τελεσφόρως στην λαίλαπα του άδειου λόγου που γεμίζει μ’ άχυρα τα μεγαλύτερα κενά του νοήμονος κοινού, ή να αντισταθεί αποτελεσματικά στην τρέλα που ορθώνεται απειλητικά γύρω μας. Είμαστε καταδικασμένα χωμένοι σ’ ένα χυλό δημόσιας πραγματικότητας, υπαρκτής ή εικονικής, και υπάρχουμε όπως όπως· Τον ανακατώνουμε και ανακατευόμαστε κι εμείς ως αδρανή ή δραστήρια υλικά. Το μόνο που μπορούμε είναι να διαφεύγουμε σποραδικά κι ατομικά απ’ αυτόν. Όμως το να βρίσκεσαι με φίλους, συμπαθείς γνωστούς και ωραίους ξένους σε μια εκδήλωση με μόνο γνώμονα την εφήμερη απόλαυση της συγγραφικής και καλλιτεχνικής ουσίας αλλά και της καθ’ αυτό παρουσίας ενός λίαν ενδιαφέροντος αγνώστου ανθρώπου και του έργου του, είναι ένα επαρκές κίνητρο παρουσίας το οποίο τελικά εξελίσσεται δώρημα χαριστήριο στους μίζερους καιρούς μας.

Στο βραδινό, στο οποίο παρεβρέθηκα αναπάντεχα, αλλά με φίλια διάθεση, ήρθα όχι γιατί με συγκίνησε το βιβλίο που παρουσιαζόταν μιας και εμφανίστηκε απρόσμενα μπρος μου και χωρίς κόπο αλλά με ευχαρίστηση αφού αυτό έριχνε ευθύγραμμη ματιά σε πράγματα οικεί για μένα στα οποία ο συγγραφέας έδινε τη δική του απόχρωση.

Τα καθημερινά μας έργα στη ζωή ξεπερνούν εκείνα που σκεφτόμαστε λίγο πριν από τον ύπνο για να γίνουν όνειρα στιγμιαία, που σχεδιάζουμε, που γράφουμε, αλλά δεν ζούμε.

«Αυτό που ζητούσα δεν το βρήκα ούτε στα πιο μεθυσμένα μου όνειρα» δηλώνει μια υπογράμμιση στα ποιήματα του Μ. Αναγνωστάκη. Τι δηλαδή, αναρωτιέμαι χρόνια τώρα; «Οπου και να πάω οι άνθρωποι μου λένε: Μη φεύγετε τόσο γρήγορα, μείνετε! Μόνο εγώ ξέρω πόσα μου μένουν ακόμα να δω». Εδώ ο Πωλ Μοράν με τα «Ταξίδια» του. (εκδ. Ολκός).

Το ότι ο φέρων και ελληνικό όνομα αυτό της συζύγου του Ίβαρ Παπαδόπουλος Σαμούελσεν, ξεκίνησε από τη Νορβηγία για το Ιράν με τα πόδια (ενάμιση χρόνο πορεία) και από τη Νορβηγία πάλι για την Ελλάδα με μια βάρκα και ένα κουπί (380 μέρες στη θάλασσα) και τις δύο φορές παράτησε τη μόνιμη δουλειά του γιατί το ταξίδι τον τραβούσε όχι μόνον απ’ το μανίκι αλλά απ’ όλο του το είναι- φαντάζουν σχεδόν απίστευτες ανθρώπινες επιτεύξεις του καιρού μας, για τα χθαμαλά* σώματα και τις ακόμα πιο μαλθακές μας προθέσεις.
Ζούμε στο σήμερα ελπίζοντας πάντα στο αύριο για να ξεκινήσουμε κάτι άλλο, ένα ταξίδι, μια γνωριμία, μια δουλειά, μέχρι και μια δίαιτα. Η προσμονή του διαφορετικού μας γεμίζει με μια ένταση επιθυμίας και με μια έμφαση προετοιμασίας. Όμως στη συνέχεια διαπιστώνουμε πως μας φεύγει μέσα από τις σφιχτές παλάμες μας ο καιρός, νερό ή άμμος, αφού η πρώτη δύσκολη ακόμα κι ανισόπεδη διάβαση για την πραγματοποίηση, μας γυρίζει πίσω στην αφετηρία της στασιμότητας. Συνήθως δεν έχουμε τα φτερά να πετάξουμε πάνω από τα πράγματα που μας συνήθισαν και τα συνηθίσαμε. Όσες φορές φυτρώνουν ανέλπιστα στην πλάτη μας είναι κολλημένα με το κερί του Ίκαρου.
Η ανθρώπινη αδυναμία μας καθηλώνει στα γνώριμα. Αν και κάποια στιγμή λέω ευτυχώς δηλαδή. Σκέφτομαι το συγγραφέα πως ξεκίνησε και τι συνάντησε όχι στα ταξίδια στον τόπο μας που περιγράφει αγαπητικά στο βιβλίο του «Η δική μου Ελλάδα –Θραύσματα μιας ελληνικής πραγματικότητας» το οποίο μετέφρασε η σύζυγός του κ. Κυριακή Παπαδοπούλου Σάμουελσεν (κατάγεται από τη Μεσιανή του τόπου μας) και την οποία συνάντησε στη μέση της μεγάλης οδοιπορίας του προς την Ινδία κι από κει περιέπλεξαν τις τύχες και τα ονόματά τους) και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός, αφού είναι εύκολη η πραγματοποίησή τους.

Αλλά στις μοναχικές του εισβολές στον κόσμο του δύσκολου κι άγνωστου τρόπου φυγής. Δείχνει να είναι ένα τέρας θέλησης. Είναι όμως, ταυτόχρονα ένας ποιητής της πράξης (το δείχνει και το εντυπωσιακό παρουσιαστικό του) που γράφει πεζοπορώντας ή κωπηλατώντας κάτι σαν μια Οδύσσεια, το έπος του ασυνήθιστου, του απροσδόκητου. Ένας απόστολος χωρίς την τελεολογία του Θείου, ένας ιεραπόστολος μιας ιδεολογίας που δεν έχει αντιστοιχία στα κοινά μας μέτρα. Ίσως έχει κάτι από Ζ.Ζ. Ρουσώ με τις εκ πεποιθήσεως οδοιπορίες του, τις «Εξομολογήσεις» του και την απόλυτη φυσικότητα του ζην. Τι γνώρισε και τι πέρασε ή και προσπέρασε. Τι είναι λοιπόν ο. Ιβαρ Π.Σ. συγγραφέας στρατοκόπος, ένας συγγραφέας ριψοκίνδυνος; Έχει προγόνους τους Βίκιγκς και γνώρισε απογόνους του Οδυσσέα. Ένας Μάρκο Πόλο. Ίσως και τίποτε εξ ολοκλήρου απ’ αυτούς, αλλά να έχει λίγο από τους μεγάλους της ταξιδιωτικής περιπέτειας.

«Το να φεύγεις σημαίνει να κερδίζεις τη δίκη ενάντια στη συνήθεια». Πάλι ο Π. Μοράν.

Σκέφτομαι την εμπύρετη δημιουργική μοναξιά στα μοναχικά του ταξίδια. Τι σκεφτόταν και τι τον συντρόφευε σε αυτές τις οριακές προσωπικές διαφυγές από την καθημερινή του πραγματικότητα; Ποιές ήταν ποιό ποιητικές του εκδοχές; Οι ομίχλες ή οι ξαστεριές, οι νηνεμίες ή οι θαλασσοταραχές, τα βουνά ή οι πεδιάδες, τα μονοπάτια οι ανοιχτοί δρόμοι, η μνήμη ή η λήθη;

Όταν δεν με παίρνουν στην πλάτη τους τα βιβλία των ταξιδιών, έχω δίπλα μου στο χώρο του ακίνητου μου καθημερινού ταξιδιού προς το άλλο, όλα σχεδόν τα σύνεργα που πρέπει να έχει ένας άνθρωπος της στάσης, που θέλει αλλά δεν μπορεί, κι ούτε θέλει δηλαδή-καθώς το διαρκές ταξίδι είναι στο αίμα στο
DNA- να ταξιδέψει αλλά και με τους άλλους.

«Το ωραιότερο ταξίδι αυτού του κόσμου είναι αυτό που κάνουμε ο ένας προς τον άλλον» γράφει ο Πωλ Μοράν.

Μια υδρόγειος μεγάλη σαν πορτοκάλι, δύο πυξίδες, ένα ανεμολόγιο, μια κλεψύδρα, έναν εξάντα, ένα σκάφανδρο, ένα μικρό εντελώς καράβι, μια πρύμνη κεραμική, ένα ναυτικό μαχαίρι, ένα όργανο κυλινδρικό παιχνίδι που ανακινώντας το ακούω ήμερα τα κύματα της θάλασσα καθώς σπάζουν στην ακρογιαλιά.

«Μ’ αυτά όλο να λέω μια μέρα να φύγω για το πουθενά
αλλ’ ενώ ξεκινώ μένω στα ίδια της σκέψης μου στενά»

Κατανοητή η προσωπική μας δυνατότητα η οποία μας καθηλώνει στα διαβάσματα, αλλά και στα ταξίδια που έκαναν άλλοι και φρόντισαν να τα γράψουν. Πολύ δε περισσότερο να τα ζήσουν ως πρωταγωνιστές τους κι όχι ως περιδιαβαστές των χώρων. Τα ταξίδια περιπέτεια όπως αυτά που κάνει κι έκανε ο Ι.Π.Σ. που απόψε θα μας αφηγηθεί όχι το βιβλίο της συγγραφής του αλλά μέρη από το βιβλίο της ζωής του.

Κι αυτό κι αν είναι συναρπαστική εμπειρία για μας και τα στεκούμενα νερά μας.

«Απ’ όλες τις πράξεις του ανθρώπου οι μόνες ίσως χρήσιμες και οι μόνες σκόπιμες είναι η ποίηση και το ταξίδι».

Είναι μια ωραία σκέψη ενός άγνωστου ήδη σε μένα ποιητή, γιατί τι άλλο θα μπορούσε να είναι, την οποία χρησιμοποίησα χιλιάκις και σε διάφορες περιπτώσεις μέχρι κι αδόκιμα από το πολύ που μ’ άρεσε, κι αυτό για να διαδηλώσω την πίστη μου σε δύο καθημερινότητες που με συνέχουν. Αυτή είναι και η μόνη κατάθεση μου για τις μέρες που διανύουμε.

Εκ προϊμίου, όμως, με όσα έμαθα γι’ αυτόν και μιαν που είναι και των ημερών, εγώ χειροκροτώ αυτόν τον ταξιδιώτη κι όχι εκείνους τους κυνηγούς της απελπισίας της ζωής. Ότι αυτός μας δείχνει ένα δρόμο ελευθερίας κι απόδρασης από τα πλείστα όσα κελύφη μας φόρτωσαν στις πλάτες οι γενικότερες συνθήκες και η ανεμελιά της υποτέλειάς μας. Έγιναν έτσι πέτσα της συμβατικότητας αδιάτρητη η οποία δεν μας επιτρέπει να διαπεράσουμε την ομίχλη της πραγματικότητας και να διαχυθούμε στην πρόσκληση του άγνωστου και την πρόκληση του διαφορετικού.

Έγραψαν για το βιβλίο :

Εφημερίδα Μος Αβίς, Νορβηγία :
...Μπορείς απλά να παρομιάσεις το βιβλίο με ένα μικρό κουκούτσι ελιάς. Και αν φυτεύσεις κουκούτσια ελιάς σε πρόσφορο έδαφος, ίσως να μπορέσεις να δεις τους απογόνους σου να απολαμβάνουν τους καρπούς για χίλια χρόνια.

Εφημερίδα Βέστμπι Νιτ, Νορβηγία :
..."Η δική μου Ελλάδα" είναι ένα βιβλίο για όλους τους φιλέλληνες.Εμείς οι άλλοι γινόμαστε φιλέλληνες όταν διαβάσουμε το βιβλίο.

Εφημερίδα Νταγκσαβίσεν, Νορβηγία:
... Ο Ίβαρ Σάμουελσεν περιγράφει τη ζωή στο χωριό και τις στενές συναντήσεις του με τον ελληνικό λαό, στη χώρα που έχει διασχίσει κατά μήκος και κατά πλάτος ταξιδεύοντας πάνω από 20 χρόνια.Ένα βιβλίο γι΄αυτούς που έχουν βαρεθεί τον ίδιο μουσακά και που θέλουν να οδηγήσουν τη μοτοσυκλέτα λίγο πιο πέρα.

Περιοδικό Ελλάς Κουλτούρ, Δανία:
...πολύ ευανάγνωστο και αξιόλογο βιβλίο, το οποίο σκιαγραφεί μία εικόνα της Ελλάδας που ελάχιστοι τουρίστες και μάλιστα σπάνια έχουν την ευκαιρία να βιώσουν...
...Ένα αξιέπαινο βιβλίο, γεμάτο από ανθρώπινη ζεστασιά... Ένα βιβλίο από το οποίο κανείς αντλεί σοφία.



* Η λέξη χθαμαλή σημαίνει «κοντά στο έδαφος», με την έννοια του «χαμηλά». Η χρήση της λέξεως στον Όμηρο είναι αξιοσημείωτα τυποποιημένη. Χρησιμοποιείται για χαμηλά κρεβάτια καταγής [Οδύσσεια, ραψ. λ (11) στίχ. 194]· για έναν βράχο που είναι χαμηλός σε σχέση με έναν άλλο βράχο [Οδύσσεια, μ (12) 101]· για έναν χαμηλό τοίχο [Ιλιάδα, Ν (13) 683].

* Από την Εισήγηση στην παρουσίαση του βιβλίου του Ι. Π. Σάμουελσεν
«Η δική μου Ελλάδα –Θραύσματα μιας ελληνικής πραγματικότητας» στην πόλη μας.

4 σχόλια:

Unknown είπε...

Γλυκερια μου ειδες που βρηκες χρονοκαι διαβασες????????Φιλια

ΑΓΡΙΜΙ είπε...

Το ταξιδι ειναι διαδρομη ατελειωτη,σημαδια στο μυαλο,παντα το επομενο στο μυαλο,ετοιμη η βαλιτσα,δεν χρειαζεται εισητηριο για την Α' θεση,δωρο της φαντασιας.

Καραβάκι είπε...

Ελευθερίτσα μου η αλήθεια είναι ότι δειλά δειλά ξανάρχισα το διάβασμα.Μου είχε λείψε.Και το μυαλό συμμαζεύεται κι αυτό.Γαληνεύει,κι αρχίζει πάλι και καταλαβαίνει τις λέξεις στο χαρτί...
Καλό Σαββατοκύριακο να έχεις.Φιλιά πολλά.

Καραβάκι είπε...

Το ταξίδι είναι εικόνες.Χρώματα.Ψίθυροι.Αγγίγματα τρυφερά.Πρέπει να μπορείς να ακούς,να βλέπεις και να νιώθεις.Τα αγρίμια το ξέρουν καλά αυτό.Ακόμη κι αν δεν ταξιδεύουν στην A' θέση.