18/5/09

Η γοργόνα....


«Σπύροοοοο... Γιάννηηηη...» ακούγονταν προστακτική και φροντισμένη δυνατά, της μάνας η φωνή, που όπως η κλώσα το μικρό πουλί, σαν πλάγιαζε η νύχτα, έτσι κι εκείνη η καψερή καλούσε το παιδί της.
«Άντε, δεν χόρτασες μαθές το έρμο το παιχνίδι; Ώρα να μαζευτείς.»
Την ίδια ώρα εκείνη, στις αμπολιές, όλοι μαζί, τρέχανε πάνω-κάτω βιαστικοί, οι ψαράδες. Γεμάτοι έγνοια τώρα, έκαναν ότι έκαναν, για να προλάβουν τη μπουνάτσα και να κοτσάρουν το πανί. Την μπαλωμένη ράντα, στ’ άσπρωγμα, για ταξίδι, του απαλού μαϊστραλιού. Φουριόζοι κι όλο νεύρα, την τελευταία τη στιγμή, ετοίμαζαν με την ψυχή στο στόμα, ότι απ’ τα σύνεργα της ολονύχτιας δουλειάς δεν το ’χαν έγκαιρα, όπως θα έπρεπε, ετοιμάσει. Σέσλες βαθιές στο χέρι τους μεταμορφώνονταν με μιας, σε χειροκίνητες αντλίες, που με σκερτσόζα μαστοριά ρουφούσαν κι άδειαζαν, μέσα στο άψε-σβήσε, όλα τα απονέρια, ανάμεσα απ’ τις γυρτές στραβοξυλιές του πάτου της γάϊτας, στη μπλαβιασμένη θάλασσα.
Πλεχτά πανέρια, από καλάμι, ή λιανοκλάδια λυγαριάς, γεμάτα με το βραδινό, καμιά κουβέρτα βρώμικη, ή μια τριμμένη κουρελού, δίχτυα ή παραγάδια, τα ‘φερναν τα μουντά ακρογιάλια με προσοχή και χάρη φορτωμένες, πάνω στα μαντιλοδεμένα τους κεφάλια, γριές και νιες μανάδες ή οι ταλαίπωρες γυναίκες, και στους ανύπαντρους οι αδερφές˙ ενώ ξωπίσω έσερναν πάντοτε με στοργή, από τη φούστα κρατημένο, όλο το παιδομάνι. Το παιδομάνι εκείνο, που πιο συχνά ξεβράκωτο, γυμνό ως την κοιλιά, ξυπόλυτο, και αν και νυσταγμένο, ήθελε εντούτοις, μ’ όλα αυτά, να ‘ναι εκεί κοντά, για να προλάβει ν’ αγναντέψει το ξάνοιγμα στο πέλαγος, του καπετάνιου, κύρη του.
Έτσι, καθώς το φως σιγά, σιγά λιγόστευε στη πλάση, ώστε στο τέλος όλα να φαίνονται αμυδρά, ξανοίγονταν, πέρα μακριά στην Κάϊνα, σαν ένα σμάρι από λευκά πουλιά, οι φουσκωμένοι φλόκοι και τα πολύχρονα σκαριά των πριαριών˙ και τότε ειρηνικά λιγόστευε μαζί τους κι ο αχός, κι η κίνηση μαζί. Μαζί, κι η αγωνία των μεροκαματιάρηδων ψαράδων. Κι όλα, σεκλέτια και χαρές τα ‘σερνε ελαφρά μες στη θολή της αγκαλιά, να τα κοιμίσει η νύχτα, μέχρι να ξημερώσει, ίδια ο θεός, την επομένη μέρα.
Την ώρα αυτή ακριβώς, που όλα σταμάταγαν παντού, στο δρόμο της Τουρλίδας, μοναχικός περπατητής ήταν ο Καπετάν Αλέκος, ή όπως αλλιώς τον ήξεραν καλά κι από καιρό οι αγαθοί χωρατατζήδες, της κάτω αγοράς, με τ’ άλλο τ’ όνομά του, ο κυρ Καπτάν δεν πάω.
Πάνω στο δρόμο της Τουρλίδας, ο κυρ Αλέκος, πάντα πιστά την ώρα ετούτη, πήγαινε, ή πιο σωστά τραβούσε με ηδονή αργά, αργά τα βήματα, δυο μέτρα πλαι στη θάλασσα, στον ιδιόρρυθμο τον δρόμο. Τον δρόμο το ξεχωριστό που ελεύθερος τραβούσε μοναχικός προς την κατάλευκη την έξω αλυκή.
«Ο δρόμος της Τουρλίδας. Θάλασσα μπρος και πίσω, θάλασσα απ’ όλες τις μεριές, κι αυτός, τι μεγαλείο μάτια μου, να είναι ανάμεσα της! Πόσο ωραία ένοιωθε, μέσα στα σωθικά του; Θα ‘λεγες τόσο ωραία, σαν καπετάνιος να ’τανε σ’ ακίνητο καράβι.» Πόσο τον ξεγελούσε, τον καπετάν Αλέκο, από καιρό η θάλασσα˙ κι όμως την ίδια τη στιγμή πόσο την λαχταρούσε, και πόσο μωλαϊμησε, μες στη ζωή απ’ αυτή;


Από παιδί ταξίδευε στα πέλαγα του κόσμου, μαζί με τον πατέρα του, τον Μπάρμπα Νιόνιο, τον ζωγράφο.
Τ’ άρεσε εκείνου, με μπογιές, να ζωγραφίζει τη γοργόνα, την αδερφή του Αλέξανδρου, στα περισσότερα καράβια, που άραζαν για ξεφόρτωμα, από τα ξένα στο λιμάνι. Με μια, από τις πάσαρες, του Κυρ Βουρλά του Τάσου, αυτός κι ο καπετάνιος κύρης του, είχαν οργώσει τα νησιά, όλα του Ιονίου. Και μια φορά, μάλλον απ’ ένα λάθος τους στη χάραξη της ρότας, χάθηκαν στην Αδριατική, αναζητώντας μάταια μπροστά τους την Ιθάκη.
Τον μάγευε η θάλασσα˙ κι ένοιωθε σιγουριά και δύναμη μεγάλη, όσο διαρκούσε τ’ άσωτο μέσα στο χρόνο πέρασμά της.
Χρόνια απέφευγε να παντρευτεί. Ήθελε να ’ναι ελεύθερος. Σίγουρος προτιμούσε, οι ρίζες του να πλένε, κάλλιο στο εφήμερο του αφρού, παρά στην τακτοποίηση, που εξασφάλιζε το χώμα. Σπίτι, παιδιά, γυναίκα, όλα μαζί ήταν, γι’ αυτόν, η θάλασσα. Η θάλασσα αυτή, που πιότερο κοντά του, απ’ ότι άλλο γύρω του, στη φαντασία, μέσα του έπαιρνε σάρκα και οστά και γίνονταν ηλιοκαμένη, υδάτινη, γυναίκα όμορφη, ναζιάρα. Μία κοπέλα ολάνθιστη, χαρούμενη ρευστή˙ που λες και τον καλούσε διαρκώς μπροστά να προχωράει, σα να ’θελε στο τέρμα κάποιου απόμακρου γιαλού, στ’ άσωτο το διάστημα του ορίζοντα μπροστά του, μ’ ωριμασμένο πάθος, εκεί και μόνο εκεί ακριβώς, ολότελα να του δοθεί.
Το ‘νοιωθε μαγικό τούτο το κάλεσμα της κι άφηνε ακυβέρνητη τη δόλια την ψυχή του σ’ ένα ταξίδι συνεχές, κίνησης παθιασμένης, σχεδόν μοναδικής. Σ’ ένα ταξίδι ατέλειωτο, χωρίς σταθμούς κι εμπόδια, δίχως ελπίδες, κι όλους τους μάταιους σκοπούς. Σ’ ένα ταξίδι μυθικό, μες στο πυκνό μυστήριο της λευτεριάς του άγνωστου, που μόνο αυτό, αληθινά, μας την προσφέρει.
Κι έγινε, στον καιρό, γρήγορα καπετάνιος. Κι έφευγε τώρα πλέον, πριν καν αράξει σε λιμάνι, ολοένα πιο συχνά. Κι έφευγε και χανότανε στους μακρινούς ορίζοντες, διαρκώς και πιο μακριά. Κι ένοιωθε κάθε μίλι, όλο και περισσότερο τη γλύκα να στοιβάζεται, ολοένα και βαθύτερα, μέσα στα αξεδίψαστα, τα υφάλμυρα τα σωθικά του.
Και πέρασε ο καιρός. Κι έψαχνε, μες στα πέλαγα˙ και μες στη μοναξιά του. Κι όλο και περισσότερο ένοιωθε να γλιστρά, μες στο βυθό της ευτυχίας. Τίποτα δεν τον κράταγε στο κόσμο τον χωμάτινο, στον κόσμο τον συμπαντικό. Όλη η ύπαρξή του, λες κι έγινε νερένια. Θα ’μενε έτσι, μες στο νερό κι αυτός ας πούμε, όπως και όλοι οι άλλοι, οι νεραϊδοαρπαγμένοι, που δεν γυρίσανε ποτέ.
Κι όμως μια αρρώστια ξαφνική, που άρπαξε στ’ Αλγέρι, έφτασε να γκρεμίσει μύθους και παραμύθια˙ κι άκων - εκών τον έφερε στον τόπο του, άχρηστο να τον καθηλώσει, - τόσο παράξενη η ζωή! - στους δρόμους και τις γειτονιές, της πόλης μας, για πάντα.

Εγγονόπουλος

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Κοίταξα και τα προηγούμενα. Όλα έχουν μια αισιοδοξία και πολλά χρώματα! Κι ύστερα με ρωτάς τί θέλω να πω. Πες μας το εσύ Γλυκερία. Ή μάλλον όποιος έχει μάτια βλέπει.Με αγάπη Αγγελική.

marilianni είπε...

Καλο Μεσημερι Αζα Ομορφες οι αναρτησεις σου.

Benikos place είπε...

Την καλησπερα μας, Καλως σε βρήκαμε, το μπλογκ σου υπεροχο.θα τα λεμε.Νασαι καλα.

Καραβάκι είπε...

Καλώς ορίσατε!Χαίρομαι που σας βλέπω στο καραβάκι.Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια.Σίγουρα θα τα λέμε!Να είσαστε καλά.Καλό βράδυ!