6/6/10

Τα άκλαυτα



Όσο περνούν τα χρόνια και τα πράγματα όλα δείχνουνε την τρομερή πίσω τους όψη, όλο και πιο συχνά πηγαίνω στο πηγάδι που έχω μέσα μου και το αποσφραγίζω.
Έριχνα κάποτε εκεί χιλιάδες πτώματα, τώρα έχω σταματήσει. Κάτι μικρές στιγμές κυρίως, που είχα κλέψει νύκτωρ από τους θεούς - όταν σκιζόταν βίαια, με ξυραφιές, το μαύρο παραβάν, έμπαιναν οι ακτίδες να γλείψουν τα σώματα κι ο καιρός σκέβρωνε άναυδος, αδικώντας λιγότερο.

Τώρα τραβάω το καπάκι πιο συχνά. Καθώς περνούν τα χρόνια και τα πράγματα αγριεύουν, κυλούν τετράγωνα στους δρόμους, δεν έχουν πόρτες, εγώ παρηγοριά ζητάω στα περασμένα, στ’ άκλαυτα. Χώνω το χέρι στα βαθιά και ανασύρω ό,τι τύχει.

- «Κοίτα», λέω από μέσα μου, «τόσες δεκαετίες στο νερό κι αντέξαν όλα τους, δεν πνίγηκε κανένα». Ξέρω πώς κάποια έχουν πεθάνει από καιρό, αλλά ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος - αίφνης τινάζονται αναστημένα να σου δαγκώσουν το χέρι.

Ετούτα τ’ άγρια είναι και τα πιο νόστιμα. Τα μασουλάω με τις ώρες και τα χαίρομαι. Όχι πως με χορταίνουν (μόνο το στόμα αναστατώνει η μνήμη, το στομάχι το αφήνει άδειο), αλλά η γεύση είναι που μου λείπει εδώ, στην ερημιά του σήμερα, καθώς τα χρόνια έχουν περάσει προ πολλού και τα πράγματα όλα είναι λεία, δεν κρατούν τη βροχή.

***

Τότε ήταν που έσκυψε ο άγγελος θλιμμένος,
φαρμακωμένη η καλή ψυχή του
και τα φτερά στην πλάτη του έσταζαν αίμα.

Του Πάνου Σταθόγιαννη


Δεν υπάρχουν σχόλια: