10/11/09

Στοιβαγμένα όνειρα...


Η κρεβατοκάμαρά της δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Μα ούτε και μικρή θα την έλεγες. Το κυρίαρχο στοιχείο ήταν το κρεβάτι, στο οποίο θα μπορούσαν να κοιμηθούν δυο άνθρωποι αρκεί να είχαν καλή θέληση. Στριμωγμένοι. Ίσως επειδή αυτό έπιανε λίγο χώρο, ήταν μικρό για να μοιάζει το δωμάτιο μεγάλο.

Γύρω υπήρχαν διάφορες στοίβες. Στοίβες με διπλωμένα ρούχα, εκτός ντουλάπας. Στοίβες με βιβλία, πάνω στο κομοδίνο. Στοίβες με αναστεναγμούς, ριγμένοι παντού. Στοίβες με κουτιά που περιείχαν σχέδια, πινέλα, χρώματα ζωγραφικής. Όλα σε τάξη μέσα στην ακαταστασία. Η ντουλάπα παραγεμισμένη, έτοιμη να ξεχυλίσει.

Τις στοίβες που περικύκλωναν το κρεβάτι, τις αποτελούσαν μισοτελειωμένες υποθέσεις. Βιβλία που είχε διαβάσει αλλά δεν καλοθυμόταν, βιβλία μισοδιαβασμένα, ακόμα και υποψήφια προς ανάγνωση βιβλία. Το ίδιο συνέβαινε και με τα ρούχα. Φορεμένα, αφόρετα, ασιδέρωτα και σιδερωμένα, εποχιακά και μη, όλα ανακατωμένα αλλά διπλωμένα σχολαστικά. Στα κουτιά με τα χρώματα, το ίδιο σκηνικό. Αχρησιμοποίητα σωληνάρια, πασαλειμμένα σωληνάρια και μπουκαλάκια, με φαγωμένα καπάκια κι άλλα με με το σελοφάν τους, ολοκαίνουργια.
Οι αναστεναγμοί πάλι, ήταν μια διαφορετική υπόθεση. Κάποιοι από αυτούς μακρόσυρτοι κι άλλοι κοφτοί. Κάποιοι έκρυβαν ευχαρίστηση κι άλλοι ήταν η απαρχή ενός λυγμού που δεν θα αργούσε να ακολουθήσει. Ήταν όμορφα τακτοποιημένοι και δεν έπιαναν πολύ χώρο, αφού η ίδια τους η φύση εμπερικλύει μια υπέροχη ελαστικότητα.

Κάτω από το πουπουλένιο της μαξιλάρι, έκρυβε πάντα ένα βιβλίο. Καμιά φορά, στον ύπνο της, έχωνε από κάτω το χέρι της και το χάιδευε. Έτσι κοιμόταν καλύτερα, χωρίς ενοχλητικά όνειρα και μισόκοπους αναστεναγμούς. Στ' αλήθεια ποτέ δεν κατάλαβε γιατί τα όνειρα τα συνόδευαν αναστεναγμοί. Το ξεπερνούσε όμως εύκολα μέσα από την επαφή με το βιβλίο.

Καμιά φορά, ονειρευόταν ότι κοιμάται με παρέα. Αντικαθιστούσε το βιβλίο με το δέρμα του ανθρώπου δίπλα της. Τόσο όσο της χρειαζόταν. Όταν δεν ήθελε άλλο, πήγαινε στην άκρη του κρεβατιού. Κι όταν ήταν εντελώς μόνη σε αυτό, απλωνόταν όπως ήθελε, σίγουρη πως κανέναν δεν ενοχλούσε και κανείς δεν θα την ενοχλούσε.
Τα πρωινά της χουζούρευε σ' αυτό το κρεβάτι, χαζεύοντας τις στοίβες γύρω γύρω, οι οποίες από καιρό σε καιρό όλο και ψήλωναν μέχρι που μια μέρα, έπεσαν όλες μαζί πάνω στο κρεβάτι και την έχωσαν εκεί για πάντα.

Καθόλου δεν την πείραξε. Άλλωστε, είχε το κρυμμένο βιβλίο της να χαϊδεύει.

2 σχόλια:

ΔΥΣΠΙΣΤΟΣ είπε...

Καλά, εσύ πότε ήρθες στο δωμάτιο μου και δεν το πήρα χαμπάρι; Σίγουρα πρέπει να ήρθες, για να μπορείς να το περιγράψεις με τόση ακρίβεια!!!!
Καλή σου μέρα.

Το blog της Θεσσαλονικιας. είπε...

Καλησπερα απο την θεσσαλονικη με ονειρα ...