28/11/10

Λίγο Πριν Αρχίσω Πάλι....




Κορίτσι μου,
για σένα το γράφω εκείνο το βιβλίο
«για τα σένα το ’χτισα» που έλεγε κι ο λαϊκός.
Εξακόσιες πενήντα σελίδες και βάλε
για όλα τα χάδια από το γόνατο και πάνω!
Αμέ, αμ’ πώς για,
κι «αμ’ τι γαρ»
που ’λεγε κι ο Καρούζος
τότε, γύρω στα 1985,
ναι, τότε που κάναμε δικές μας
τις γυναίκες και τις πόλεις.
(Τώρα οι πόλεις καταστράφηκαν πια,
μονάχα οι γυναίκες οι γενναίες
απόμειναν για τα τρελά μας γλέντια,
για τα αβρά μας ξεφαντώματα).


Κορίτσι μου,
πίνω το κρασάκι μου
και σ’ το γράφω εκείνο το βιβλίο
που μιλάει, που κλαίει, που γελάει
που ασθμαίνει, και γογγύζει, τραγουδάει,
εκείνο το βιβλίο που πατάει
σ’ όλα τα βιβλία που διάβασα
σ’ όλα τα βιβλία που αγάπησα
σ’ όλα τα βιβλία που λάτρεψα
μα πιο πολύ στους δύο του ΜίλερΤροπικούς
στου Μάλκολμ το Ηφαίστειο
και στου Εγέλου τη Φαινομενολογία.
Κι ακόμα, ανενδοίαστα κι αναίσχυντα
μα και ευλαβικά, με δέος έστω μεθυσμένο
και με μέριμνα, πες τη, σουρωμένη
αντλεί
απ’ όλα τα ωραία άσματα
της τζαζ τα ανυπέρβλητα κεράσματα
ναι, αντλεί κι απ’ του Σατί
τις λεπτεπίλεπτες ειρωνείες
κι απ’ του Τατί
τις εξαίσιες του χιούμορ μαγγανείες.


Είναι μακριά το Μαρούσι,
πιο μακριά κι απ’ το Παρίσι
για κάθε ερωτευμένο Ροβεσπιέρο,
είχα με πικρό μα αγέρωχο θράσος κάποτε αποφανθεί.
Και τώρα έρχεται του πράγματος η αλήθεια
να με κεντρίσει απρόσμενα
έρχεται να μου πει ότι καλά το είχα μιλήσει,
καλά το είχα γράψει,
και άλλωστε άλλοτε πάλι είχα δηλώσει πως
δεν καταδεχόμαστε να γράψουμε ό,τι δεν έχουμε ζήσει.
Είναι ένα στοίχημα κι αυτό
καθώς και όλα τ’ άλλα που έκανα και κάνω
τριάντα χρόνια τώρα
από την πυρωμένη εφηβεία μου και δώθε.


Γράφω λοιπόν σ’ εκείνο το βιβλίο
τα όσα έχω κάνει, τα όσα μπόρεσα να πω
τα όσα με ταξίδεψαν
μακριά απ’ τις κοιλάδες των δακρύων
μακριά από τα βλέμματα των αχρείων
μακριά απ’ τη χθαμαλότητα μυρίων και μυρίων
σ’ εκείνα τα μέρη όπου τα οδοφράγματα
είναι καμωμένα επιτέλους από άνθη
σ’ εκείνα τα ποιητικά τοπία όπου η ελευθερία είναι
της γνώσης η θυγατέρα, και της τόλμης,
όπου η ευγένεια είναι της σάρκας που ζητεί και θέλει εξαδέλφη
όπου μάνα της φρόνησης είναι η αμέριμνη καλοσύνη
και δίδυμη αδελφή της αφροσύνης είναι η περίσκεψη


Γράφω, το λοιπόν, πώς μπόρεσα,
καθώς και άλλοτ’ έλεγα,
να συνοψίσω τη ζωή μου
σε πέντε, έξι φράσεις (άλλων),
πώς κάποτε που μου έδειξαν μια πανώρια κατοικία
σ’ εκείνη τη συνοικία
που έχει τόσο κοσμήσει ο Πικιώνης,
άκουσα την ίδια μου την αυθάδεια
να λέει, «Άσε, έχω πιει τρεις τέτοιες!»
πώς κατάφερα να γράψω σελίδες πολλές
και γόνιμες, θαρρώ,
για όλους εκείνους που με έκαναν αυτό που είμαι,
σελίδες ευγνωμοσύνης για τον Κέρουακ και τον Μπάροουζ,
για τον Ντεμπόρ και τον Ντυσάν,
για τον Καρούζο και τον Βακαλόπουλο,
και τον Πάρκερ και τον Ρόλλινς μα και τον Κολτρέιν,
και άλλους τέτοιους άδολους τιτάνες.


Γράφω ακόμα για την ευκολία μου
να συγχωρώ τον εαυτό μου,
για την ανάγκη μου μόνος να μη μένω,
για τα τόσα δείπνα που κατέληγαν σε γλέντια αντάξια του Βιγιόν,
αλλά και, όπως το είπε ο άλλος, για πρωινά
που ήσαν συγκινητικά μα δύσκολα.
Γράφω για πόσο αγάπησα
και πόσο με αγάπησαν
ακόμα και άνθρωποι θαυμάσιοι που δεν ήμουν άξιός τους,
γράφω για το πόσο τυχερός αισθάνομαι
που μου έλαχαν όμορφοι φίλοι και γενναίες γυναίκες,
για την ωραία απερισκεψία όλων μας,
του περιβάλλοντός μου και εμού,
να γινόμαστε, ξανά και πάλι, και ξανά,
των βεβαιοτήτων (των άλλων)
δολιοφθορείς
και να εμμένουμε με έπαρση βουβή
στα όσα εμείς, και μόνο εμείς, θεωρούσαμε δικά μας.


Έρχομαι να σου μιλήσω, γράφοντας πόσο
λαμπρές ήσαντε κάποιες νύχτες που όλοι για σκοτεινές λογάριαζαν
ευθύς για να σου πω ότι ανάμεσα στα
αρίφνητα αστέρια πάντα ξέραμε ποιο μας χαμογελούσε
νεύοντάς μας να συνεχίσουμε όπως αρχίσαμε
νίβοντάς μας τ’ ανομήματα ώστε να πάμε καθάριοι γι’
άλλα
μακάριοι πελάτες του λυτρωτικού ολέθρου
ανενδοίαστα μειράκια της περίτεχνής μας τρέλας
ρήτορες της μεθυσμένης συμφοράς το μεσονύχτι
τακίμια κι αδέρφια θιασώτες του ανήμερου
ίμερου μιας νέας γεωγραφίας των παθών
ντριπλαδόροι των στερεοτύπων και της νυσταλέας σύμβασης
όμορφοι κομπιναδόροι και
υπέρ του καλού αθώοι συνωμότες.


Ω, ας τελειώσει εδώ το ποίημα,
εύμορφη από μικρή και νυν,
κορίτσι που μου γεμίζεις το τσιγάρο
και το ποτήρι μου ανάβεις,
ναι, ας τελειώσει εδώ το ποίημα
λίγο πριν αρχίσω
να γράφω και να ζω και πάλι!


Πλατεία Παπαδιαμάντη, Φεβρουάριος 2008
Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασσάκης




ΥΓ.  Μου λείπεις πολύ...

Δεν υπάρχουν σχόλια: