13/3/10

Μπαίνουν κρυφά στον ύπνο μου τα βράδυα…



Πόσο λαχτάρισα τα σπίτια που ξυπνάνε πρωί, που αχνίζουν, που καπνίζουν, παράθυρα ανοιχτά, οι κουρτίνες, το τσάι, το γάλα, οι μουσικές, τα σκαλοπάτια, το τραπέζι της κουζίνας, όλοι μαζί εκεί με τον καφέ, την καρδιά του θεού, με το πώς κοιμήθηκες απόψε.

- Τι όνειρα είδες;
- Tης Αδριανουπόλεως, του πορθητή το στρώμα ένα βράδυ πριν την άλωση, φύλλο και φτερό…

Αντί για καλημέρα, τι όνειρο είδες απόψε ή κατευθείαν στο όνειρο χωρίς την ερώτηση, γρήγορα, γρήγορα, στο όνειρο, μην φύγει, μην χαθεί, μην ξεχαστεί, μην το φωνάξουν πίσω, μήπως περάσει η ώρα του, μήπως εξατμιστεί, μήπως εξαντληθεί η διορία που του έχει δοθεί, μήπως λαλήσει ο πετεινός.

Να σπρώχνει το βοριαδάκι την εξώπορτα και σαν από σύμπνοια να ανοίγει μαζί η πόρτα του διαδρόμου και να μπαίνεις εσύ που ξέρεις όπως κανείς άλλος, να εξηγείς τα όνειρα, εσύ που ποτέ δεν μας είπες κανένα δικό σου. Δεν έβλεπες όνειρα; Σε πλάκωσαν τα δικά μας; Έβλεπες κάτι και φοβόσουν; Έβλεπες όλα εκείνα που ήρθαν μετά τα φοβερά; Πάλευες μαζί τους;

Πως τα έπαιρνες, πως τα έπιανες στα χέρια σου, πως τα γύρναγες, τα μέσα έξω, πως τα κοίταζες, πως τα διάβαζες, πως τα καλόπιανες, πως τα γλυκομάλωνες. Πως τα δρόσιζες, πως τα ζεμάτιζες. Μπρος, πίσω, πάνω, κάτω, σαν παιδιά. Παιδιά σου.
Πως αναγνώριζες τους τόπους, τα σήματα, τα σύρματα, τα σύνορα, τα σημάδια, τους δρόμους. Πως μέλωνες μ’ αυτά που λαχταρούσες, που νοσταλγούσες, πως χαιρόσουν όταν ξανάβρισκες στα όνειρα τον τόπο.

Πόσο χαιρόσουν όταν ερχόταν ξανά και ξανά, πως σκοτείνιαζες όταν χανόταν, όταν εξαφανιζόταν, όταν έκανε μήνες, χρόνια να φανεί.

Είναι σπίτια που ονειρεύονται, που έχουν την ευλογία να ονειρεύονται…

Εύκολα τα αναγνωρίζεις, τα βλέπεις από μακριά, άλλο το χρώμα τους, άλλη η πατίνα τους, άλλο το φως τους, άλλος ο χρόνος τους, άλλη η αναπνοή τους. Αλλιώς ο κήπος τους, το άνθισμα τους, ο κτύπος τους, άλλο το κουδούνι τους, άλλη η φωνή τους.

Είναι έτοιμα να φύγουν, να πετάξουν, με το ζόρι κρατιούνται στη γη, τα θεμέλια τους είναι αλλού, σε άλλους τόπους, σε άλλους ανθρώπους, σ’ αυτούς που έρχονται τα βράδια και μπαίνουν κρυφά στον ύπνο τους.

Ακούς τους χτύπους, το περπάτημα, το πέταλο, την πατούσα, το φτερούγισμα, το φορτηγό που φεύγει, το χλιμίντρισμα, το σκούπισμα των παπουτσιών, το κλείσιμο της ομπρέλας, το τίναγμα του αδιάβροχου, το στρίψιμο του κλειδιού.

Ακούς τις λέξεις, τους ψιθύρους, το σύνθημα, το σσσστ, ακούς τις λέξεις, ακούς τις ξεχασμένες, τις βουλιαγμένες γλώσσες. Ακούς το πάτημα, το σκαλί που τρίζει, τη σανίδα στο πάτωμα που απαντάει με μιαν αχνή ηχώ σαν καλωσόρισμα.

Σαν τραγούδι.

5 σχόλια:

Side21 είπε...

Είναι μερικά σπίτια …
Σπίτια που έχουν ψυχή …
σπίτια βιβλία ανοιχτά …
που φυλάνε ιστορίες χρόνων …
χαρές, λύπες, αγάπες, όνειρα …
Σπίτια που κρατάνε μέσα τους …
ένα κομμάτι του εαυτού μας …
Που μας προσμένουν με υπομονή
που τα προσεγγίζουμε με λαχτάρα …
Κι εκεί στη ζεστή τους ατμόσφαιρα ...
τους ζητάμε και τους ξαναζητάμε …
Να μας διηγηθούνε ξανά και ξανά …
να ξαναζήσουμε εκεί ξανά και ξανά …
Τα όνειρα που κρατούν φυλαγμένα …
στα ντουλάπια τους σαν άγιο μυστικό !!!
Την καλημέρα μου …

Ανώνυμος είπε...

Γειά σου Αζα.

Καραβάκι είπε...

Eίναι μερικά σπίτια με ψυχή.Αυτό τα περικλείει όλα.Γεμάτα από αναμνήσεις που δεν ξεθωριάζουν ποτέ.Χαίρομαι που σε βλέπω Side.Εύχομαι να είσαι γερός και δυνατός.Τους χαιρετισμούς μου σε όλους σας εκεί στο νησί.Σας έχουμε πάντα στην σκέψη μας.

Idom είπε...

Ουάο!

Καταπληκτικό κείμενο!

Aza μου, δικό σου είναι ή ποιου και από ποια πηγή;

Idom

Καραβάκι είπε...

Idom ποτέ δεν γράφω.Βλέπεις δεν έχω αυτό το ταλέντο.Από ένα περιοδικό το πήρα γιατί μου θύμησε πολλά.Θα προσπαθήσω να το βρω και θα σου δώσω την πηγή.