6/12/09

Τʼ Αηνικουλά… και τα γιουρτάσια


























«Γεύσεις από Παλιά Κοζάνη», αναφέρεται στον τρόπο που γιορτάζονταν οι ονομαστικές γιορτές στον τόπο μας μέχρι και τουλάχιστον πριν από μια εικοσαετία. Αφορμή παίρνω από τη γιορτή του Πολιούχου της Κοζάνης Αγίου Νικολάου που γιορτάζουμε σήμερα, μέρα που γιόρταζε ένα μεγάλο μέρος του ανδρικού πληθυσμού της πόλης.

Για τους Κοζανίτες οι ονομαστικές γιορτές και κυρίως η γιορτή του πατέρα και αρχηγού της οικογένειας ήταν μεγάλη υπόθεση. Από τα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα μέχρι και τα πιο φτωχά νοικοκυριά ο ερχομός της μέρας εκείνης σήμαινε συναγερμό, γενική καθαριότητα, μαγειρέματα και γενικά ετοιμασία για να δεχθεί το σπίτι ένα μεγάλο αριθμό επισκεπτών.
Ετοιμασίες
Καθώς οι περισσότερες γιορτές έπεφταν χειμώνα, εύκολα καταλαβαίνει κανείς τι τραβούσε η οικογένεια τις παραμονές. Επί μια βδομάδα τα παράθυρα ήταν ντάμπαρα ανοιχτά μέσα στον ψόφο, καθώς οι νοικοκυρές μερεμέτιζαν τα ντουβάρια και τα «ζνάρια», τίναζαν τα μπουριά και έβαφαν τις σόμπες με φούμο, σήκωναν τα καθημερινά στρωσίδια και έβαζαν τα καλύτερα, ξαράχνιαζαν, χτυπούσαν στρώματα, έξυναν με βούρτσα τα πατώματα και τα περνούσαν κίτρινη μπογιά. Γενικά ανάστα ο Κύριος!
Μερικές οικογένειες τηρούσαν πιο πιστά ορισμένες θρησκευτικές πρακτικές την ημέρα της γιορτής του πατέρα, έκαναν δηλαδή αρτοκλασία αποβραδίς και λειτουργία ανήμερα, μετά το τέλος της οποίας μεταλάμβαναν όλα τα μέλη τους. Αυτό προσέθετε κι άλλα καθήκοντα στην ήδη βαρυφορτωμένη λίστα της νοικοκυράς, που έπρεπε εκτός των άλλων να ζυμώσει έξι άρτους την παραμονή, πέντε για την αρτοκλασία και έναν για την ίδια τη λειτουργία.
Την ίδια μέρα ετοίμαζαν τα φαγητά, τα γλυκά και τα ποτά καθώς επίσης και όλα τα σκεύη που θα χρειάζονταν για την περιποίηση των επισκεπτών. Εδώ πλέον ήταν φανερή η διαφορά προετοιμασίας ανάμεσα στα πλούσια και τα φτωχά σπίτια – σκοτωμός και στα δυο αλλά για διαφορετικούς λόγους. Οι πιο εύπορες οικογένειες έπρεπε να παρουσιάσουν μια ποικιλία φαγώσιμων, αλλά και να κατεβάσουν, να πλύνουν ή να γυαλίσουν τα πιατικά και τα μαχαιροπίρουνα που θα χρησιμοποιούσαν. Από τις φτωχότερες οικογένειες δεν υπήρχαν βέβαια κοινωνικές απαιτήσεις αφθονίας και ποικιλίας, αλλά έπρεπε να γυρίσουν όλη τη γειτονιά για να δανειστούν ό,τι δεν διέθεταν ή δεν τους επαρκούσε, κυρίως στρωσίδια, καρέκλες, και σκεύη. Επρόκειτο για πολύ διαδεδομένη συνήθεια, που δεν υποβίβαζε κανέναν γιατί το επίπεδο φτώχιας ήταν κοινό για όλους.
Ίσως στο σημερινό άνθρωπο να φαίνεται παράξενη αυτή η στάση των γυναικών της εποχής εκείνης, από τη μια δηλαδή να σκοτώνονται να «ξιαντρουπιαστούν» και να μην αφήνουν την οικογένεια να αγγίξει τα κεράσματα για να μπορέσουν να παρουσιάσουν μια (πλαστή) εικόνα αφθονίας, κι από την άλλη να μη ντρέπονται που δεν είχαν την «υποδομή» για να σερβίρουν ή να καθίσουν τον κόσμο. Αν σκεφτούμε όμως ότι ο δανεισμός αντικειμένων από τη γειτονιά ήταν μια καθʼ όλα αποδεκτή κοινωνική πρακτική, όχι μόνο στα γιορτάσια αλλά και σε κάθε χαρούμενη ή θλιβερή περίσταση όπου ένα νοικοκυριό δεχόταν πολύ κόσμο, μπορούμε να κατανοήσουμε τη φαινομενικά παράδοξη αυτή νοοτροπία. Ντροπή ήταν να κλείσεις το σπίτι σου και να μη γιορτάσεις, κι όχι να κερνάς σε ξένα πιάτα.

Ανήμερα
Το ξημέρωμα της μέρας της γιορτής εύρισκε το σπίτι πεντακάθαρο και ντυμένο τα καλά του, με όλους τους χώρους ασυνήθιστα ζεστούς και όλες τις εορταστικές μυρουδιές στο φόρτε τους. Το φούμο που έβαφε τις σόμπες, το γκάζι που γυάλιζε τις καρέκλες αλλά και τα γιαπράκια, το καρυδάτο και τους κουραμπιέδες. Η νοικοκυρά άλλαζε, φορούσε τις γόβες, έβαζε και το καλό το δαχτυλίδι στα φουσκωμένα από τη βούρτσα και τα νερά χέρια της και ήταν έτοιμη να δεχθεί τις πρώτες επισκέψεις που θα έρχονταν από την εκκλησία.
Αρκετά νωρίς το πρωί, ντυμένες με τα καλά τους, καθαρές και περιποιημένες, έφταναν και οι «κεράστρες» για να αναλάβουν υπηρεσία. Ήταν όλες νεαρές κοπέλες από συγγενικές ή φιλικές οικογένειες, των οποίων η αποστολή ήταν να κερνούν και να περιποιούνται τους επισκέπτες. Ένα γιουρτάσιο όμως ήταν γιʼ αυτές και η πιο καλή ευκαιρία να βγουν στην κοινωνία των ενηλίκων και να δηλώσουν διαθέσιμες για προξενιά.
Η καριέρα ενός κοριτσιού σαν κεράστρα άρχιζε από τα δώδεκα περίπου (ίσως και νωρίτερα αν διέθεταν ιδιαίτερα ταλέντα – κυρίως δεν τους έπεφταν τα πράγματα από τα χέρια) και ξεκινούσαν από την κατώτερη βαθμίδα. Φουντάνια ή μοίρασμα τα πιάτα για το γλυκό που θα πρόσφερε η αρχι-κεράστρα στην πιατέλα. Καθώς μεγάλωναν, ανέρχονταν συνεχώς την επαγγελματική κλίμακα και έφταναν στα πολύ σοβαρά πόστα, π.χ. δίσκος με ποτήρια αλλά και «γούπους» με γλυκό του κουταλιού ή πελτέ. Κάποιες κεράστρες βέβαια (μεταξύ των οποίων και η γράφουσα) δεν προήχθησαν ποτέ πάνω από τα ακίνδυνα στάδια των χαρτοπετσετών ή των τσιγάρων, καθότι το προφορικό βιογραφικό τους έλεγε ότι ενδέχεται να γκρεμίσουν το δίσκο ή να πάρουν σβάρνα τα βοηθητικά τραπεζάκια. Περιττό να τονίσουμε πόσο σοβαρά προβλήματα αυτοεκτίμησης, αξεπέραστα μέχρι και σήμερα, τους έχει δημιουργήσει αυτή η κοινωνική απόρριψη!
Οι πρωινοί επισκέπτες έρχονταν σχεδόν όλοι μαζί και τύχαιναν ιδιαίτερης περιποίησης. Γλυκό του κουταλιού, καφέ (αρχουντάθκου, όχ΄ κθαρίσιου) και βουτήγματα στα πιο πλούσια σπίτια. Ακολουθούσαν ύστερα τα καθιερωμένα της ημέρας. Φουντάνι ή μαργαρίτα «γκόλιαβ΄» (χωρίς περιτύλιγμα), ποτό ή ρακή για τις γυναίκες και κρασί για τους άντρες μαζί με λίγο μεζέ. Προς το τέλος της επίσκεψης έβγαινε η πιατέλα με μια ποικιλία γλυκών για να διαλέξουν οι φίλοι αυτό που προτιμούσαν πιο πολύ. Τα γλυκά αυτά ήταν σχετικά ξερά, καθόλου ή ελάχιστα σιροπιαστά, για να μην μπερδεύονται οι γεύσεις τους από τη «συνύπαρξη» στο ίδιο σκεύος αλλά και για να μπορούν να τα πάρουν «στο χαρτί» όσοι δεν μπορούσαν να τα φάνε επιτόπου. Την τιμητική τους στα γιουρτάσια είχαν λοιπόν τα σαλιάρια, τα οποία ήταν πολλές φορές και το μόνο γλυκό, ιδιαίτερα στα πιο φτωχά σπίτια ή όταν η μέρα της γιορτής έπεφτε σε νηστεία, αλλά και οι κουραμπιέδες, οι άσπροι ή οι «ζιουματστοί», και το καρυδάτο.

Οι επισκέψεις δε σταματούσαν όλη μέρα. Όσοι είχαν κεραστεί και γλυκό σηκώνονταν να φύγουν για να κάνουν χώρο στους καινούργιους, με αποτέλεσμα να ανανεώνονται συνεχώς οι φίλοι, και τελικά να κάθονται δίπλα-δίπλα άνθρωποι που πιθανόν να μην είχαν και καμιά σχέση μεταξύ τους. Την αμηχανία έσπαζε ο οικοδεσπότης, ο οποίος αξιοποιούσε όλο το οπλοστάσιό του σε θέματα γενικά και ακίνδυνα (καιρός, πόσες επισκέψεις είχαν έρθει μέχρι εκείνη την ώρα, πώς τα πήγαιναν οι τοπικές ομάδες ποδοσφαίρου κλπ) αλλά και το ποτό, κοκκινέλι κοζανίτικο ή Σιατιστινό, που χαλάρωνε λίγο την ατμόσφαιρα.
Οι περισσότεροι πάντως περιφερόμενοι επισκέπτες άφηναν τελευταίο τον εορτάζοντα με τον οποίο τους συνέδεε σχέση στενής φιλίας – ήταν «παρέα» δηλαδή. Γιʼ αυτούς γινόταν πάντα ιδιαίτερη ετοιμασία, συνήθως το λεγόμενο «πιάτο», μια ποικιλία από μεζέδες δηλαδή, κυρίως κρεατικά και πίτες, που έμπαιναν στο ίδιο πιάτο, όμορφα αραδιασμένα και καλαίσθητα συνδυασμένα μεταξύ τους. Όλοι χαλάρωναν, το κέφι ανέβαινε και τα πειράγματα πλήθαιναν, καθώς το κρασί και η μεγάλη οικειότητα ανάμεσα στους επισκέπτες ζέσταιναν την ατμόσφαιρα.
Όταν το βαλάντιο του εορτάζοντα ήταν μάλλον χαμηλό η ιδιαίτερη περιποίηση της «παρέας» και των πλησιέστερων συγγενών περιορίζονταν σε πιάτα που έκαναν το γύρο του σαλονιού, από όπου όποιος ήθελε έπαιρνε ένα μεζέ. κεφτεδάκια, λουκάνικα τηγανητά, γιαπράκια κομμένα στη μέση πασπαλισμένα με επιπλέον πιπέρι, τυρί ή κασέρι καθώς και ψωμί κομμένο σε μπουκιές – για να φτουρούν λίγο τα υπόλοιπα – κι όλα σπασμένα με μια οδοντογλυφίδα για να παίρνονται εύκολα και να μη χρειάζονται μαχαιροπίρουνα. Παλιότερα μάλιστα αυτού του είδους τα κεράσματα ήταν πολύ λιγότερο φιλόδοξα, λίγο τυρί, ελιές, βρασμένα αυγά κομμένα στα δύο και το απαραίτητο ψωμί. Στα σπίτια που διέθεταν «ντουλάπ΄», το τενεκεδένιο κυλινδρικό δοχείο με το συρταρωτό άνοιγμα που προαναφέραμε, συνήθιζαν να καβουρδίζουν και να βγάζουν κι άλλα είδη κερασμάτων, όπως φούσκες, κάστανα και «νιμπιλμπί» (στραγάλια). Τα πιάτα έρχονταν γεμάτα και έφευγαν άδεια, και φυσικά σταματούσαν πιο πολύ μπροστά στους άντρες και λιγότερο στις γυναίκες, μιας και εκείνοι ήταν που έπιναν και χρειάζονταν περισσότερο το μεζέ.
Καθώς πολλοί από τους φίλους δεν ήθελαν ή μπορούσαν να φάνε το γλυκό την ώρα που το κερνούσαν, η νοικοκυρά, που δεν εννοούσε να αφήσει κανέναν να φύγει ακέραστο, έπρεπε να φροντίσει να ετοιμαστούν από την προηγουμένη τα χαρτιά στα οποία θα τύλιγε τα κεράσματα που οι επισκέπτες θα έπαιρναν μαζί τους. Επειδή δεν είχαν εμφανιστεί ακόμα οι χαρτοπετσέτες και τα αλουμινόχαρτα, όσες βοηθούσαν στην ετοιμασία έπρεπε μεταξύ άλλων να κόψουν και τετράγωνα κομμάτια χαρτί «μι χαρχάλια» (με ζικ-ζακ φινίρισμα δηλαδή) από γυαλιστερές κόλλες ή στη χειρότερη περίπτωση εφημερίδες, όπου θα τύλιγαν τα εν λόγω γλυκά. Η επόμενη μέρα εύρισκε τα παιδιά των επισκεπτών να ψάχνουν στις τσάντες των μανάδων τους, για να βρουν τις τυλιγμένες λιχουδιές που αποθηκεύονταν εκεί για μελλοντική χρήση. Αν μάλιστα τύχαινε να ήταν και καμιά μεγάλη γιορτή, Αϊ-Νικόλας π.χ. ή Αϊ-Δημήτρης, υπήρχαν εκεί μέσα αρκετά γλυκά για να φκιάσει η νοικοκυρά ένα μικρό «φιληναδιό».
Ένα άλλο έθιμο της ημέρας ήταν το επίσημο μεσημεριανό τραπέζι, στο οποίο εκτός από τους σπιτιακούς παρακάθονταν επίσης οι πλησιέστεροι συγγενείς και οι κεράστρες. Το μενού ήταν γιορταστικό και περιλάμβανε σούπα, κρεατικά (ή ψάρια και φασόλια αν η γιορτή έπεφτε μέσα σε Σαρακοστή), απαραιτήτως πίτα και για τελείωμα γλυκό ταψιού. Το γεύμα συνόδευε μπόλικο κόκκινο κρασί, συνήθως παραγωγής του ιδιοκτήτη, ο οποίος φύλαγε ό,τι καλύτερο είχε στο κελάρι του για κείνη την ημέρα.

Μπακιά
Θα ήταν μεγάλη παράλειψη αν μιλώντας για τα γιουρτάσια δεν κάναμε μια αναφορά στις μπακιές, που αποτελούσαν και ακόμα εξακολουθούν να αποτελούν το τελείωμα της τόσο σημαντικής αυτής κοινωνικής περίστασης. Πρόκειται για επισκέψεις που δεχόταν η οικοδέσποινα μετά τη μέρα της γιορτής σχεδόν αποκλειστικά από γυναίκες, όσες δεν είχαν καταφέρει να έρθουν εκείνη την ημέρα. «Σαράντα μέρις κρατούσαν οι μπακιές» μας είπε κάποια παλιά Κοζανίτισσα, «όχ΄ παραπάν! Ύστρα έδουνάμι πίσου τα σκτιά» τα διάφορα στρωσίδια δηλαδή, που δανείζονταν από τη γειτονιά.
Όσες πήγαιναν μπακιά δέχονταν μεγαλύτερες περιποιήσεις από όσες επιφυλάσσονταν για αυτούς που έκαναν τις επισκέψεις τους ανήμερα της γιορτής. Δεν υπήρχε βλέπετε τόση βαβούρα κι οι επισκέπτριες έρχονταν και έφευγαν μαζί είτε μέσα στο πρωινό είτε νωρίς το απόγευμα, πράγμα που εξασφάλιζε περισσότερο χρόνο για τα κεράσματα. Προσφερόταν απαραιτήτως γλυκό του κουταλιού, φουντάνι, ποτό, καφέ και βουτήγματα, και στη συνέχεια «πιάτο» με μεζέδες ξαναζεσταμένους ή καινούργιους, ενώ λίγο πριν αναχωρήσουν τους κερνούσαν και το γλυκό σε πιατέλα πάλι, όπως και στο γιορτάσιο.
Η ώρα που έβγαινε το τελικό γλυκό έπρεπε να επιλεγεί προσεκτικά, καθώς αν γινόταν αυτό πολύ νωρίς, θα ήταν σαν να ήθελες να τις διώξεις τις φιλενάδες. Η κοινωνική ευπρέπεια απαιτούσε να προσπαθείς να κάνεις τους ξένους να αισθάνονται συνεχώς καλοδεχούμενοι όχι μόνο με την περιποίηση αλλά και με την επιμονή σου να μη φύγουν ακόμη, όση ώρα κι αν είχε κρατήσει η επίσκεψη:
- Άιντι σιούκουτι!
- Κάτστι, μαρ! Πού τα πααίντι;
- Κι άλλου; Τέσσιαρς ώρις είμιστι ιδώ!
- Τι κι σαν; Μαν έχτι να βζάξτι του μκρό!

Η κούραση που περνούσε η οικοδέσποινα για να βγάλει πέρα αξιοπρεπώς το γιορτάσιο ήταν φυσικά μεγάλη και εντεινόταν ακόμη περισσότερο από την ανάγκη να διατηρεί το σπίτι καθαρό και να διαθέτει κεράσματα και για τις μπακιές. Τίποτα όμως δεν θα την έπειθε να διαπράξει την κοινωνική απρέπεια να μη γιορτάσει χωρίς σοβαρό λόγο, κυρίως πένθος ή βαριά αρρώστια.
Τόσο βαθιά ριζωμένη ήταν αυτή η αίσθηση υποχρέωσης ώστε ακόμη και σήμερα, που λίγοι πλέον Κοζανίτες γιορτάζουν με τον παλιό παραδοσιακό τρόπο, ο περισσότεροι αισθάνονται την ανάγκη να διαβεβαιώσουν όσους τους τηλεφωνούν για χρόνια πολλά ότι «μπορεί να μη γιορτάζουν αλλά αν πάει κανένας, δε θα κλείσουν και το σπίτι τους».
Από το βιβλίο «Γεύσεις από Παλιά Κοζάνη»
Ματίνα Τσικριτζή Μόμτσιου
Φανή Φτάκα Τσικριτζή

Δεν υπάρχουν σχόλια: