7/8/10

Η πόρνη του Kasbah



Ένα ποίημα του Καββαδία χαρακτηριστικό του "Καββαδιακού" κόσμου, με τα μπαρ των λιμανιών και τα μπορντέλα. Κι ένα ωραίο τραγούδι του Angelo Branduardi, «Ο σουλτάνος της Βαβυλωνίας και η πόρνη»…
Νίκος Καββαδίας, «Kasbah» ή «Η πόρνη του Kasbah»


Τραβούσαμε με βήμα αργό προς την Κασμπά.
Φέσι αλγερίνικο φορούσε ο συνοδός μου.

Το στίχο ποίηση το λαμπρότερό σου δώς μου
για να ιστορήσω κάποια πράγματα θαμπά…

Η παραλία κάτου φαινόταν με τα πλοία
κι ένας πολύγλωσσος που ερχόταν συφερτός.
Μαύρες γυναίκες, στολισμένες με λευκά,
Αλγερινές που εθορυβούσαν κι εγελούσαν
και ναυτικοί από ξένες χώρες που φορούσαν
κάσκες παράδοξες και ρούχα τροπικά.

Σπίτια παλιά, δίχως παράθυρα, ψηλά
κι απά σε πέτρινα πεζούλια καθισμένες
πατρόνες γριές, σαν από κόλαση βγαλμένες
παίζανε ζάρια και τραβούσανε λουλά.

Μες σε κοιτώνες χωρισμένους, σκοτεινούς,
απάνου σε φαρδιά και βρώμικα κρεββάτια,
άσπρες και μαύρες, με φρικτά κι άφωτα μάτια
δίχως ορίζοντα και δίχως ουρανούς.

Μέσα στο νούμερο "Ταλαάτ" ένα λευκό
κορμί γυναίκας σ’ ένα ολόμαυρο μεντέρι
στα χέρια της παίζει με τέχνη ένα μαχαίρι
κι ένα χοντρό βιβλίο διαβάζει, παλαιικό.

Με χαιρετά με μιαν ευχήν αραβική
και μου μιλεί από κάθε γλώσσα λίγα λόγια
που της εμάθαν μες τα ξένα καταγώγια
όσοι κοιμήθηκαν μαζί της ναυτικοί.

Όμως κρατά μετά τα χείλη της κλειστά.

Αν μείνεις -μου πε- τ’ όνομά μου μη ρωτήσεις.
Μισώ τις μάταιες εξομολογήσεις
και των αντρών τα μάταια λόγια τα ζεστά.

Μείναμε δίχως να μιλάμε ως την αυγή
κι όταν επλήρωσα και κίνησα να φύγω,
κουδούνισε τα χρήματα στο χέρι λίγο
και μου τα πέταξε στο πρόσωπο με οργή.
Και μου πε: Αν ζήσατε πολύ στους τροπικούς
κι αν εδιαβάσατε παράξενα βιβλία,
μάθατε μόνο να οδηγάτε αργά τα πλοία,
στους χάρτες σκύβοντας τους Μερκατορικούς.
Αλλά το ασάλευτο ταξίδι των πορνών,
ποιός από σας, τυφλοί, ποτέ το βλέπει;

Ο μεσονύχτιος ήλιος πάντοτε το σκέπει
και τ’ άστρο κάποιων άγνωστών σας ουρανών.

Εβγήκα. Απέξω από την πόρτα της
σειρά
προσμέναν Γάλλοι, Εγγλέζοι και Σενεγαλέζοι.

Κι αυτή κλεισμένη το μαχαίρι της να παίζει,
πετώντας το στον τοίχο τούτη τη φορά.

Κι ετράβηξα τρεκλίζοντας με βήμα αργό,
ώσπου έφτασα, με τη βοήθεια του κυρίου
απ’ την αρχαία πολιτεία του Αλγερίου
στο ξεβαμμένο μας τεράστιο φορτηγό.

(Από το βιβλίο “Νίκος Καββαδίας, το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη”, εκδόσεις Αγρα)

Δεν υπάρχουν σχόλια: